Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 559 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για άμεση συνεργεία σε παθητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950. Στοιχεία του εγκλήματος. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Δεν ασκεί επιρροή, για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του ν. 1608/1950, το γεγονός ότι ο δράστης πέτυχε παράνομο όφελος μικρότερο του ποσού των 150.000 €, εφόσον επιδίωξε μεγαλύτερο από το ποσό αυτό. Δεν απαιτείται η καταχώρηση στα πρακτικά των ερωτήσεων που υποβάλλονται στον κατηγορούμενο από τους παράγοντες της δίκης και ολοκληρωμένων των απαντήσεων που δίνει αυτός, εκτός αν ο ίδιος ζήτησε να καταχωρηθεί κάποια απάντηση του. Παράσταση του Ελλ. Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος. Τι μπορεί να ζητήσει. Απόρριψη λόγου για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ποσό που επιδικάσθηκε. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στα άρθρα 510 § 2 ΚΠΔ και 559 αρ. 9 ΚΠολΔ. Απάλειψη διατάξεως περί επιδικάσεως τόκων που δεν είχαν ζητηθεί. Παράθεση στην προσβαλλόμενη απόφαση της διατάξεως της παρ.1 εδ. α του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, που από παραδρομή είχε παραλειφθεί.




Αριθμός 559/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 244/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένη Σβολοπούλου.
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1149/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 235 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2002, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, αντικειμενικώς, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, και η εκ μέρους αυτού απαίτηση ή λήψη δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων ή αποδοχή υποσχέσεως προς παροχή τέτοιων ανταλλαγμάτων ή ωφελημάτων οποιασδήποτε φύσεως, τα οποία δεν δικαιούται, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για ενέργεια ή παράλειψη μελλοντική και όχι τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό (η πραγματοποίηση του οποίου δεν απαιτείται για την τυπική τέλεση του εγκλήματος) να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά. Κατά δε την παρ.1εδ. α του άρθρου 1 του ν.1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου", όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 4 παρ.5 του ν.1738/87 και την τροποποίησή της από το άρθρο 36 παρ.1 του ν.2172/93 και από το άρθρ. 24 παρ. 3 Ν.2298/1995, "στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Με την παρ. 3 του άρθρ.4 του ν. 2408/1996 το παραπάνω ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών αυξήθηκε σε πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παθητική δωροδοκία του άρθρου 235 ΠΚ λαμβάνει κακουργηματική μορφή με βάση είτε την αξία του οφέλους που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης είτε την αξία της ζημίας που προξενήθηκε ή απειλήθηκε σε βάρος του Δημοσίου, η οποία πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. (ήδη 150.000 €). Τέλος, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα ή διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 244/2009 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα άμεσης συνέργειας σε παθητική δωροδοκία κατ` εξακολούθηση που στρεφόταν κατά του Δημοσίου, στην περιουσία του οποίου προξενήθηκε ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, ενώ επιδίωξε αυτός παράνομο όφελος ανερχόμενο, επίσης, σε ποσό άνω των 150.000 €, πράξη που τέλεσε με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο τούτο γνώμη ότι οι πρώτος και τρίτος των κατηγορουμένων Χ2 και Λ ήταν υπάλληλοι στους οποίους είχε ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας και ειδικότερα, ήταν υπάλληλοι του 41ου Τοπικού Ελεγκτικού Κέντρου (Τ.Ε.Κ.) του Υπουργείου Οικονομικών, που έχει έδρα την πόλη της ... και αρμοδιότητα (εκτός άλλων) τον οριστικό (τακτικό) φορολογικό έλεγχο σε επιτηδευματίες και φορολογούμενους γενικά, με ετήσια ακαθάριστα έσοδα μέχρι 350.000.000 δρχ. (αρθρ. 10 Ν. 2771/1999 και 1 ΠΔ/τος 172/2000). Δυνάμει της αριθμ. ... εντολής του Προϊσταμένου του ανωτέρω Τ.Ε.Κ. ..., δόθηκε στους άνω κατηγορουμένους η εντολή, περί διενέργειας οριστικού φορολογικού ελέγχου για τις χρήσεις 1993-1996 στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών (Ε.Α.Σ.) .... Κατά μήνα Σεπτέμβριο 2002 αυτοί προσήλθαν στο γραφείο της άνω ΕΑΣ και άρχισαν τη διενέργεια του ελέγχου των λογιστικών της βιβλίων, μετά την κατανομή των προς έλεγχο αντικειμένων που είχαν κάνει μεταξύ τους. Περί τα τέλη του μήνα Σεπτεμβρίου 2002 και ενώ ο έλεγχος ήταν σε εξέλιξη, ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της ελεγχόμενης ΕΑΣ Θ δέχθηκε στο γραφείο του επίσκεψη του δευτέρου κατηγορουμένου Χ1 (αναιρεσείοντος), ο οποίος ήταν και αυτός δημόσιος υπάλληλος και δη υπηρετούσε στην υπηρεσία του ΣΔΟΕ ..., διατηρούσε δε στενές φιλικές σχέσεις με τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2 με τον οποίο στο παρελθόν είχε συνυπηρετήσει στη Δ.Ο.Υ.... και συνδεόταν με φιλία ετών με τον άνω Πρόεδρο του Δ.Σ. της ελεγχόμενης ΕΑΣ. Στην επίσκεψη αυτή ο δεύτερος κατηγορούμενος που ήταν απεσταλμένος του πρώτου κατηγορουμένου, ενδιαφερόμενος δήθεν για τον διενεργούμενο έλεγχο και την αίσια έκβαση αυτού λόγω της φιλικής του σχέσης με τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της ΕΑΣ ... Θ, εμφάνισε σ' αυτόν ως ιδιαίτερα δυσμενή τα μέχρι τότε δεδομένα του ελέγχου, λέγοντάς του ότι οι ελεγκτές (1ος και 3ος των κατηγορουμένων) "είναι δικά του παιδιά και ότι θα τύχει (η ΕΑΣ) ειδικής ευνοϊκής αντιμετώπισης σχετικά με τον έλεγχο". Κατόπιν απαιτήσεως του δευτέρου κατηγορουμένου, με σκοπό να ενισχυθεί η βασιμότητα των δηλώσεών του, περί των δυσμενών για την ΕΑΣ δεδομένων του μέχρι τότε διενεργηθέντος ελέγχου, στις αρχές του μήνα Οκτωβρίου 2002 και δη προ των Δημοτικών Εκλογών της 13-10-2002, πραγματοποιήθηκε στην καφετέρια ... στη συνοικία ...συναντήσει (προδήλως "συνάντηση") μεταξύ του Προέδρου της ΕΑΣ Θ, πρώτου και δευτέρου των κατηγορουμένων. Το ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτή η συνάντηση αποδεικνύεται από τη σαφή και πειστική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Θ, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο (κατά την πλειοψηφούσα γνώμη) δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει. Η κατάθεση δε του μάρτυρα υπεράσπισης ... και η αναγνωσθείσα αριθμ. 9382/20-3-2006 άνω ένορκη βεβαίωση κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος Χ2 βρισκόταν την 5-10-2002 στην ..., δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση εφόσον σημασία έχει εάν όντως πραγματοποιήθηκε ή όχι η συνάντηση αυτή και όχι η ημερομηνία της. Στη συνάντηση αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του δευτέρου κατηγορουμένου περί παρατυπιών στα λογιστικά βιβλία της ΕΑΣ και ατασθαλιών στις εγγραφές σ' αυτά και δήλωσε στον Θ, ότι θα μπορούσε να υπάρξει ευνοϊκή ρύθμιση έναντι αναλόγου οικονομικού ανταλλάγματος, το ύψος του οποίου δεν καθορίστηκε στη συνάντηση αυτή (...). Το ύψος του ποσού αυτού καθορίστηκε σε 150.000.000 δρχ., ήτοι 440.205 ευρώ σε επόμενη συνάντηση του Θ με το δεύτερο κατηγορούμενο Χ1 που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του πρώτου Θ στις εγκαταστάσεις της ΕΑΣ ... με πρωτοβουλία του δευτέρου, ο οποίος απαίτησε για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 το ποσό αυτό, προκειμένου να συντάξει ευνοϊκό σημείωμα ελέγχου, στο οποίο δεν θα εμφαίνονταν όλες οι παρατυπίες, αταξίες και παρανομίες των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων (κατά το αντικείμενο, που σύμφωνα με την προαναφερόμενη κατανομή μεταξύ των κατηγορουμένων ελεγκτών, ήλεγχε ο πρώτος κατηγορούμενος) και να συνυπογράψει το ευνοϊκό για την "Ένωση" τελικό πόρισμα ελέγχου με αποτέλεσμα να μειωθούν δραστικά τα ποσά των προστίμων, φόρου κλπ σε σχέση με εκείνα που θα έπρεπε να επιβληθούν σε βάρος της ΕΑΣ και δη να περιοριστούν στο ποσό των 800.000.000 δρχ., σε αντίθεση με τα υπηρεσιακά του ως άνω καθήκοντα. Στη συνέχεια της συνάντησης αυτής ο Θ ζήτησε από το δεύτερο κατηγορούμενο έγγραφα στοιχεία, από τα οποία θα προέκυπταν οι αναφερόμενες παρανομίες των λογιστικών εγγράφων, συνεπεία των οποίων υπήρχε κίνδυνος να καταλογισθούν στην ΕΑΣ φόροι και πρόστιμα δισεκατομμυρίων δραχμών. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 του προσκόμισε σε φωτοτυπικά αντίγραφα στοιχεία τα οποία του είχε προηγουμένως παραδώσει ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, που αφορούσαν τη χρήση του οικονομικού έτους 1993 και σχετιζόταν με το αντικείμενο του ελέγχου που αυτός διενεργούσε, από την αξιολόγηση των οποίων δημιουργούνταν σοβαρές ενδείξεις εικονικών συναλλαγών (βλ. αριθμ. ... δελτίο αποστολής, που αφορά παράδοση στην ΚΥΔΕΠ ποσότητες 5.914.431 κιλών βαμβακόσπορου, η οποία, λόγω του ύψους της, δεν ήταν δυνατό να παραδόθηκε σε μία ημέρα). Τα στοιχεία αυτά ο Θ έθεσε υπόψη του γενικού διευθυντή της ΕΑΣ Μ, τον οποίο είχε ήδη ενημερώσει για την προαναφερόμενη απαίτηση των 150.000.000 δρχ. Σε συνάντηση που είχαν στο γραφείο του Μ, ο τελευταίος, ο Θ και ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, αυτός Χ2 τους εδήλωσε, ότι οι παραβάσεις είναι σοβαρές και στη συνέχεια τους είπε ότι "θα είχαν ευνοϊκή μεταχείριση αν γίνονταν τα συμφωνηθέντα" (...). Επακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ Θ, Μ και δευτέρου κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου Χ2, κατά τις οποίες γίνονταν διαπραγματεύσεις για το ύψος του απαιτουμένου ανταλλάγματος, το οποίο τελικά περιορίστηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο (κατ' εντολή του πρώτου) στο ποσό των 50.000.000 δρχ., σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με το Μ Διευθυντή της ΕΑΣ ..., παρουσία και του οικονομικού διευθυντή της ΕΑΣ ..., ο οποίος έγινε κοινωνός της σχετικής συνομιλίας με συνακρόαση (...). Οι Θ και Μ προσποιήθηκαν ότι αποδέχονται την πρόταση του πρώτου που έγινε μέσω του δευτέρου των κατηγορουμένων και στις 14-11-2002 ο Θ κατήγγειλε το γεγονός αυτό στις Αστυνομικές Αρχές. Ακολούθως, αφού προσημειώθηκαν από αρμόδιο αστυνομικό τα 294 χαρτονομίσματα των 500 ευρώ το καθένα που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 50.090.250 δρχ. και είχαν αναληφθεί από την ΑΤΕ, παραδόθηκαν στον Θ, προκειμένου αυτός να τα παραδώσει στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, που στη συνέχεια θα τα παρέδιδε στον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, όπως είχε συμφωνηθεί. Την επομένη ημέρα (15-11-2002) κατόπιν σχετικής τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ Θ και Χ1, σχετικά με τον τρόπο παράδοσης του ποσού των 147.000 Ευρώ από τον πρώτο στο δεύτερο, ο τελευταίος οδηγώντας το αυτοκίνητο του προσήλθε περί ώρα 10:40 στο χώρο στάθμευσης των γραφείων της ΕΑΣ .... Εκεί στάθμευσε προσωρινά το αυτοκίνητό του και αμέσως μετά κατέβηκε από το γραφείο του ο Θ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και άφησε εντός αυτού στο κάθισμα του συνοδηγού ένα φάκελο εντός του οποίου είχε τοποθετήσει το ποσό των 147.000 ευρώ, όπως είχαν συνεννοηθεί. Αμέσως ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 έθεσε σε κίνηση το αυτοκίνητό του και έσπευσε να αποχωρήσει. Κατά την αποχώρησή του επενέβησαν αστυνομικοί του Τμήματος Ασφαλείας ..., ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν το δεύτερο κατηγορούμενο χωρίς αυτός να διατυπώσει σχετική διαμαρτυρία, κατέσχεσαν δε εντός του αυτοκινήτου του τα χαρτονομίσματα που υπήρχαν εντός του άνω φακέλου, οι αριθμοί των οποίων ταυτίζονται με τους αριθμούς των κατά τα άνω προσημειωθέντων χαρτονομισμάτων. Ο ισχυρισμός δε του δευτέρου κατηγορουμένου ότι πίστευε ότι εντός του φακέλου υπήρχαν έγγραφα που θα παρέδιδε στους συγκατηγορουμένους του ελεγκτές, αγνοώντας ότι υπήρχαν χρήματα δεν κρίνεται βάσιμος. Ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε ζήτησε για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου το ποσό των 50.000.000 δρχ. ως αντάλλαγμα και ο ίδιος ήρθε σε συνεννόηση με τον Θ για τον τρόπο παράδοσης των χρημάτων αυτών. Δεν δίδει δε αυτός πειστική εξήγηση για ποιο λόγο δεν πήγε ο ίδιος να παραλάβει το φάκελο που όπως πίστευε περιείχε έγγραφα από το γραφείο του Θ και δεν διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη του εφόσον όπως ισχυρίζεται δεν είχε διαπράξει αδίκημα ή για ποιο λόγο ο Θ δεν τα έδωσε ο ίδιος στους ελεγκτές ή δια υπαλλήλου της ΕΑΣ, αλλά επελέγη αυτός ο τρόπος παράδοσης που προσήκει σε επιλήψιμες συναλλαγές. Από την προεκτεθείσα αξιόποινη πράξη του πρώτου κατηγορουμένου, που με πρόθεση απαίτησε για τον εαυτό του δώρα δια τρίτου (παρένθετου) προσώπου, ήτοι του δευτέρου κατηγορουμένου, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που αντίκειται στα υπηρεσιακό του καθήκοντα, κατά τα προεκτεθέντα, προξενήθηκε ζημία στο Δημόσιο, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ευρώ, ανερχομένη στο ποσό των 2.372.170 ευρώ (όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, κατά την οποία η ζημία που απειλήθηκε σε βάρος του Δημοσίου ανέρχεται στο ποσό των 450.000 ευρώ τουλάχιστον, εφόσον πρόκειται για ακριβέστερο προσδιορισμό του τρόπου τελέσεως της πράξεως,...). Τούτο γιατί, όπως από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι εξ αιτίας της πράξεως της δωροδοκίας που κατά τα ανωτέρω τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, η ελεγχόμενη ΕΑΣ ..., ζήτησε δια των νομίμων εκπροσώπων της, καθ` υπόδειξη των νομικών της συμβούλων, κατά τον τακτικό φορολογικό έλεγχο που επακολούθησε την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 50 του Ν. 2065/1992, σύμφωνα με το οποίο, αν προηγήθηκε καταγγελία για δωροδοκία, διαγράφονται οι προσαυξήσεις και το πρόστιμο από παραβάσεις του Κ.Φ.Σ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται ιδίως από τα αριθμ. 41/9-1-2004 και 171/13-1-2004 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομίας, το συνολικό ποσό προστίμων που διαγράφηκαν για την άνω αιτία, ανέρχονταν σε 2.372.170 ευρώ. Το ποσό αυτό συνιστά ζημία του Δημοσίου, αφού έχασε τη δυνατότητα βεβαιώσεως και εισπράξεώς του, την οποία δεν θα έχανε, αν δεν είχε λάβει χώρα η δωροδοκία του πρώτου κατηγορουμένου. Γι` αυτό η εν λόγω πράξη του τελευταίου έχει, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 1608/1950 χαρακτήρα κακουργήματος. Περαιτέρω, η πράξη μεσολαβήσαντος στην απαίτηση του ανωτέρω οικονομικού ωφελήματος ποσού 150.000.000 δρχ., στη διαπραγμάτευση του ύψους αυτού και στην είσπραξη του κατά τα άνω καταβληθέντος ποσού των 147.000 ευρώ δευτέρου κατηγορουμένου Χ1, που και αυτός ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 α ΠΚ συνεπεία της οποίας προξενήθηκε ζημία σε βάρος του Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 Ευρώ συνιστά το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην άνω πράξη του πρώτου κατηγορουμένου, που τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, σε βαθμό κακουργήματος (αρθρ. 46 παρ. 1β ΠΚ, 1 Ν. 1608/1950) και όχι με μειωμένη ποινή κατ' άρθρο 49 παρ. 1 ΠΚ διότι η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 1 Ν. 1608/1950 δεν αναφέρεται σε προσωπική σχέση ή ιδιότητα του δράστη αλλά αφορά στοιχείο αναγόμενο στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αναγκαίο για το χαρακτηρισμό του και την υπαγωγή του σε κακούργημα (...). Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων όπως ορίζεται στο διατακτικό με τη συντρέχουσα υπέρ αυτών ελαφρυντική περίσταση...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας σε παθητική δωροδοκία που στρεφόταν κατά του Δημοσίου, στην περιουσία του οποίου προξενήθηκε ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, ενώ επιδίωξε ο αναιρεσείων παράνομο όφελος ανερχόμενο, επίσης, σε ποσό άνω των 150.000 €, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, α) παρατίθεται στην απόφαση η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, (υπαλλήλου του ΣΔΟΕ ...), β) περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο 1. ο συγκατηγορούμενός του Χ2 (που και αυτός ήταν υπάλληλος με την ως άνω έννοια και δη του 41ου Τ.Ε.Κ. ...) τέλεσε την πράξη της παθητικής δωροδοκίας για την οποία καταδικάσθηκε και 2. παρέσχε αυτός (αναιρεσείων) άμεση συνδρομή στον ανωτέρω κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της εν λόγω πράξεως (ενεργός συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο του Δ.Σ. της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ... Θ, παραλαβή του ποσού των 147.000 € με το αυτοκίνητό του, τα οποία θα παρέδιδε στον φυσικό αυτουργό Χ2) και γ) προσδιορίζεται η ζημία του Δημοσίου που προξενήθηκε από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας (που ανερχόταν στο ποσό των 2.372.170 €, από τη βεβαίωση για διαφορές φόρου και πρόστιμα ποσών μικροτέρων από τα οφειλόμενα), καθώς και το παράνομο όφελος που επεδίωξε ο ως άνω Χ2 για να συντάξει σημείωμα ελέγχου που δεν θα εμφάνιζε όλες τις φορολογικές και λοιπές παραβάσεις του ΚΦΣ και λοιπών στοιχείων της ΕΑΣ (που ανερχόταν στο ποσό των 440.205 € που απαίτησε), αλλά και εκείνο που τελικά πέτυχε (147.000 €). Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Συγκεκριμένα: α) Η αιτίαση ότι το σκεπτικό της αποφάσεως αποτελεί αντιγραφή και επανάληψη του διατακτικού, το οποίο συνιστά μόνο αντιγραφή του κατηγορητηρίου, είναι αβάσιμη, αφού, κατά τα ανωτέρω, το σκεπτικό περιέχει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες και δεν περιορίζεται στην επανάληψη του διατακτικού, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως. β) Η αιτίαση ότι στο σκεπτικό δεν γίνεται συσχέτιση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων και των από αυτήν προκυψάντων πραγματικών περιστατικών είναι αβάσιμη, γιατί, όπως αναφέρθηκε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν απαραίτητη αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους. γ) Η αιτίαση ότι η παραδοχή στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι το έγκλημα, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα, αντιφάσκει προς την παραδοχή ότι το εν λόγω έγκλημα τιμωρείται κατά το άρθρο 235 ΠΚ και, επομένως, ως τιμωρούμενο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, είναι αβάσιμη, γιατί το γεγονός ότι στο σκεπτικό επί της ποινής αναφέρεται ότι η ένδικη πράξη της παθητικής δωροδοκίας τιμωρείται από το άρθρο 235 ΠΚ, χωρίς να γίνεται επίκληση και της σχετικής διατάξεως της παρ.1εδ. α του άρθρου 1 του ν.1608/1950, όπως ισχύει, δεν ασκεί επιρροή, αφού, κατ` άρθρο 514 ΚΠΔ, ο Άρειος Πάγος έχει εξουσία να παραθέσει στην απόφαση το άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε αν αυτό δεν έχει παρατεθεί ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα, στην προκειμένη δε περίπτωση η μη παράθεση και της τελευταίας ως άνω διατάξεως, η οποία, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 50§4 του ν. 3160/2003, της αρχικής περ. Η' της παρ. 1 του άρθρου 510 ΚΠΔ, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, οφείλεται σε παραδρομή. δ) Η αιτίαση ότι δεν έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή ο ν. 1608/1950, γιατί 1.η ζημία του Δημοσίου δεν αποτελεί το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της δραστηριότητας του φερομένου ως φυσικού αυτουργού και του αναιρεσείοντος, αλλά η μεταγενέστερη διαγραφή των χρεών της ΕΑΣ αποτέλεσε έμμεση συνέπεια της παθητικής δωροδοκίας και δεν προέκυψε αμέσως από αυτήν, 2. το ποσό των 147.000 €, που φέρεται ότι καταβλήθηκε, είναι κάτω των 150.000 €, 3. ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται ο χρόνος εκπληρώσεως της υποσχέσεως, ο οποίος είναι η 15.11.2002, κατά την οποία καταβλήθηκε το ποσό αυτό και 4. το εν λόγω ποσό φέρεται ότι καταβλήθηκε όχι από το Δημόσιο, αλλά από την ΕΑΣ, είναι αβάσιμη, καθόσον α) σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, η παθητική δωροδοκία τελέσθηκε από τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Χ2 για να προβεί αυτός σε σύνταξη πορίσματος με σκοπό να βεβαιωθούν μικρότερα χρέη από τα οφειλόμενα, οπότε η μείωσή τους αποτελούσε και το σκοπό της δωροδοκίας, β) δεν ασκεί επιρροή το ότι ο δράστης τελικά πέτυχε παράνομο όφελος μικρότερο του ποσού των 150.000 €, αρκεί ότι επεδίωξε μεγαλύτερο από αυτό (η έκφραση της διατάξεως του άρθρου 235 ΠΚ είναι "ζητεί ή λαμβάνει", ενώ αυτή της σχετικής διατάξεως του ν. 1608/1950 είναι "που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης" και, εν προκειμένω, ζήτησε το ποσό των 440.205 €, το οποίο και επιδίωξε), γ) δεν ασκεί επιρροή ότι το ποσό των 147.000 € καταβλήθηκε από την ΕΑΣ και όχι από το Δημόσιο, εφόσον οι διατάξεις του ν. 1608/1950 εφαρμόζονται, όπως αναφέρθηκε, όταν η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Και ε) η αιτίαση ότι ο αναιρεσείων, που φέρεται ότι παρείχε συνδρομή ως παρένθετο πρόσωπο τη διάπραξη της δωροδοκίας, διαβιβάζοντας την απαίτηση του φυσικού αυτουργού προς καταβολή δώρου και παραλαμβάνοντας το δώρο, τιμωρείται όχι ως άμεσος, αλλά ως απλός συνεργός δωροδοκίας είναι αβάσιμη, γιατί οι ενέργειες του αναιρεσείοντος κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξης (διαπραγματεύσεις, είσπραξη του δώρου για λογαριασμό του αυτουργού) συνιστούν άμεση και όχι απλή συνδρομή στην πράξη της παθητικής δωροδοκίας, την οποία τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 366 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι στα πρακτικά συνεδρίασης του ποινικού δικαστηρίου καταχωρίζεται σε συντομία, εκτός άλλων, και η απολογία του κατηγορουμένου, χωρίς να απαιτείται η καταχώρηση ιδιαίτερα των ερωτήσεων, που υποβάλλονται στον κατηγορούμενο, μετά το πέρας της απολογίας του, αρχικά από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές και, στη συνέχεια, από τους υπόλοιπους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, οι οποίοι υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση, καθώς επίσης και ολοκληρωμένων των απαντήσεων που δίδει ο κατηγορούμενος στις ερωτήσεις αυτές, εκτός αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να καταχωριστεί ορισμένη απάντησή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την απολογία του αναιρεσείοντος ως κατηγορουμένου, ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και οι Δικαστές υπέβαλαν σχετικές ερωτήσεις προς αυτόν και εκείνος απάντησε όπως αναφέρεται στην απολογία του. Μετά το Πρόεδρος έδωσε το λόγο στους διαδίκους και τους συνηγόρους τους για να απευθύνουν, μέσω αυτού, αν είχαν, ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο και αυτοί υπέβαλαν ερωτήσεις. Το ότι η επισήμανση αυτή του γεγονότος της υποβολής ερωτήσεων προς τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, στις οποίες ασφαλώς αυτός απάντησε, αφού δεν αναγράφεται, σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ. 3 εδ. τελ. Κ.Π.Δ., στα πρακτικά σχετική άρνησή του, γίνεται μετά το κείμενο της απολογίας, που έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, δεν σημαίνει ότι στο κείμενο της απολογίας δεν έχουν περιληφθεί με συντομία οι σχετικές απαντήσεις του κατηγορουμένου στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σ' αυτόν, ούτε ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αυτές ως μέρος της απολογίας του. Και ναι μεν στην ως άνω επισήμανση ως προς τις ερωτήσεις που υπέβαλαν, μέσω του Προέδρου, οι λοιποί διάδικοι και οι συνήγοροι δεν αναγράφεται η φράση ότι "ο κατηγορούμενος απάντησε όπως αναφέρεται στην απολογία", φράση η οποία επισημαίνεται στις ερωτήσεις που υπέβαλαν ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και οι Δικαστές, όμως, από μόνη τη διατύπωση αυτή, δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν απάντησε στις ερωτήσεις των διαδίκων και των συνηγόρων τους, ούτε ότι οι απαντήσεις του δεν καταχωρήθηκαν με συντομία στο κείμενο της απολογίας του ή, πολύ περισσότερο, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Πενταμελές Εφετείο ως μέρος της απολογίας του. Επομένως, η, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, μερικότερη αιτίαση, ότι στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιέχονται οι απαντήσεις που έδωσε ο αναιρεσείων κατά την απολογία του ως κατηγορούμενος στις ερωτήσεις που υπέβαλαν προς αυτόν οι λοιποί διάδικοι και οι συνήγοροί τους, με επακόλουθο το Δικαστήριο της ουσίας να μη λάβει υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο, το μέρος αυτό της απολογίας του, είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αβάσιμη και απορριπτέα, τοσούτω μάλλον, καθόσον, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, το Εφετείο, για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του, έλαβε υπόψη, εκτός άλλων, και την απολογία του αναιρεσείοντος. Η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν ζητείται αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Δημόσιο νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής τόσο για την υλική ζημία, όσο και για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αδίκημα, λόγω της μείωσης του κύρους των υπηρεσιών του και αν τούτο δεν δηλώνεται σαφώς, αλλά ζητείται απλώς η αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Μπορεί, ακόμη, να παρασταθεί σωρευτικώς και για τις δύο αξιώσεις, χωρίς να προσαπαιτείται και ο προσδιορισμός του ποσού της απαιτήσεώς του. Δεν χρειάζεται δε ειδική μνεία στην αιτιολογία της αποφάσεως ότι η ηθική βλάβη του Δημοσίου αναφέρεται στη μείωση του κύρους των υπηρεσιών του, ενώ το μέγεθος της υλικής ζημίας αυτού δύναται να συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη ως πολιτικώς ενάγον κατά των κατηγορουμένων (του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του) και ζήτησε "ως χρηματική ικανοποίηση 6.000 ευρώ με επιφύλαξη για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και για κάθε υλική ζημία που αποδειχθεί από τη διαδικασία ότι υπέστη το δημόσιο από την πράξη για την οποία κατηγορούνται". Από τη διατύπωση αυτή της απαιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, συνάγεται ότι αυτό ζήτησε να του επιδικασθεί το ανωτέρω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ένδικη αδικοπραξία και όχι ως αποζημίωση για υλική ζημία. Με αυτή την έννοια, το Πενταμελές Εφετείο επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον, σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάσθηκαν (του αναιρεσείοντος και του Χ2), ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 € με την αιτιολογία ότι "κατά την κρίση του δικαστηρίου η αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος είναι νόμιμη και πρέπει να γίνει δεκτή και να επιδικασθεί υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) Ευρώ εις ολόκληρον, ...". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του, και ως προς το κεφάλαιο αυτό, την από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι η αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος (που αφορά, όπως αναφέρθηκε μόνο χρηματική ικανοποίηση και όχι και αποζημίωση) είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, και ο σχετικός, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί η κρίση για την επιδίκαση του ως άνω ποσού δεν αιτιολογείται, ενώ δεν προσδιορίζεται ποιο επί μέρους ποσό επιδικάζεται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ποιο για αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ως προς το πολιτικό μέρος της αποφάσεως, μπορούν να προταθούν ως λόγοι αναιρέσεως, εκτός από τους λόγους της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, και οι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, εκτός από το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ που επιδίκασε στο παραστάν ως πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιδίκασε και νόμιμους τόκους επί του ποσού αυτού, χωρίς να έχει υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως. Επομένως, ο τελευταίος λόγος της αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ και 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, ως προς το μέρος της που επιδίκασε τόκους επί της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στην περ. Η' της παρ. 1 του άρθρου 510 του ΚΠΔ), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση, πρέπει να απαλειφθεί με την παρούσα απόφαση η περί τοκοδοσίας διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει, κατ` άρθρο 514 εδ. τελ. ΚΠΔ, να παραγγελθεί η παράθεση στην προσβαλλομένη απόφαση και της διατάξεως της παρ.1εδ. α του άρθρου 1 του ν.1608/1950, όπως ισχύει, που εφαρμόσθηκε, η οποία, όπως αναφέρθηκε, παραλείφθηκε από παραδρομή.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 244/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, κατά τη διάταξή της που επιδίκασε τόκους επί της επιδικασθείσης στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο χρηματικής ικανοποιήσεως. ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ την ανωτέρω διάταξη της ίδιας αποφάσεως.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΕΙ να παρατεθεί στην υπ' αριθ. 244/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, στη σελίδα 32, και η παρ.1 εδ. α του άρθρου 1 του ν.1608/1950, όπως ισχύει, που προβλέπει την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 13 Ιουλίου 2009 (με αριθ. πρωτ. 5927/2009) αίτηση του Χ1. περί αναιρέσεως της ίδιας ως άνω (υπ' αριθ. 244/2009) αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή