Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε κακουργηματική πλαστογραφία και κακουργηματική απάτη. Επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης κατηγορουμένης στο Συμβούλιο Εφετών. Αίτηση αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη αυτής ως αβάσιμης.
Αριθμός 1239/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή,Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1888/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Οκτωβρίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1559/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 114/19-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 + 4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ' αρ. 196/20-10-2009 (ενώπιον της Γραμματέως Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατοίκου ..., οδός ... 22, κατά του υπ' αρ. 1888/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Ι) Με το υπ' αρ. 3107/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών η αναιρεσείουσα παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για α) άμεση συνδρομή σε πλαστογραφία με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, β) άμεση συνδρομή σε απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία άνω των 73.000 ευρώ, (αρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1β, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 + 3α, 386 παρ. 1 + 3β ΠΚ) σε πράξεις που φέρονται ότι τέλεσαν οι Χ2 και Χ3 (ενώ απηλλάγησαν οι λοιποί κατηγορούμενοι Χ4, Χ5). Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε έφεση η κατηγορουμένη Χ1 ενώ δεν άσκησαν έφεση οι Χ2 και Χ3. Επίσης κατά του απαλλακτικού μέρους του βουλεύματος (δηλ. ως προς τους Χ4 και Χ5 άσκησε έφεση ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών και εξεδόθη το προσβαλλόμενο ήδη βούλευμα με το οποίο απερρίφθη η έφεση της άνω κατηγορουμένης καθώς και του Εισαγγελέως Εφετών και επεκυρώθη το εκκληθέν (εξαιρουμένου του κεφαλαίου που αφορούσε τον Χ5 λόγω θανάτου του για τον οποίο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη). Το άνω βούλευμα επεδόθη στην κατηγορουμένη την 20-10-2009 και στον αντίκλητο δικηγόρο της την 22-10-2009, συνεπώς η υπό κρίση αίτηση είναι εμπρόθεσμη (άρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ), νομότυπη γιατί ασκήθηκε ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών (αρ. 474 παρ. 1 ΚΠΔ) και παραδεκτή αφού πρόκειται για βούλευμα υποκείμενο σε αναίρεση (αρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατά την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ στην έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο, διότι αν δεν περιέχεται κάποιος λόγος ή όλοι είναι αόριστοι, το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο (Ολ.ΑΠ. 644/85 Π.Χρ. ΛΕ/899, Α.Π. 1412/98 Π.Χρ. ΜΘ/476). Δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατά βουλεύματος (ή αποφάσεως) ή "κακή εκτίμηση των αποδείξεων" διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την νομική ορθότητα αυτών στα πλαίσια των προβλεπομένων στον νόμο λόγων αναιρέσεως και δεν ερευνά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων επί των οποίων κρίνει κυριαρχικά το δικαστικό συμβούλιο (ή το δικαστήριο της ουσίας, Α.Π. 1165/2003, 1610/2003, Α.Π. 90/2000 Π.Χρ. Ν./311, Α.Π. 200/99 Π.Χρ. ΜΖ/1540). Στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η κατηγορουμένη αρχικά μεν αναφέρει ότι ζητεί την αναίρεση διότι δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την υπόθεση ούτε με την κατηγορία, ούτε κανένας μάρτυρας κατέθεσε ποτέ το παραμικρό εναντίον της, ούτε παθών είναι ο Ψ1 αφού ο ίδιος όταν κλήθηκε από την προανάκριση ακόμη διευκρίνησε ότι αυτή δεν είχε σχέση με την υπόθεση. "Στην 3η σελίδα της αιτήσεως διερωτάται για ποιά πράξη την παραπέμπουν, με ποιά αιτιολογία σε ποιές αποδείξεις την στηρίζουν, αυτό που γράφεται στο βούλευμα δεν το είπε κανένας μάρτυρας ... καμμία μήνυση δεν έγινε σε βάρος της ... ποιά ένδειξη αναφέρει ότι αυτή έκανε κάτι και ποιός μάρτυρας λέει ότι αυτή έβλαψε κάποιον ...". Οι διατυπώσεις αυτές, κατά συνεκτιμητική αξιολόγηση, με την σε άλλο σημείο (σελ. 2) αμφισβήτηση των αιτιάσεων του βουλεύματος, προσδίδουν στην αίτηση παραδεκτό κατ' άρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ (κατά την ημέτερη άποψη) λόγον της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συνεπώς η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή.
ΙΙ) α) Η απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και άρ. 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732).
ΙΙΙ) α) Από το άρθρο 216 §1 Π.Κ. το οποίο ορίζει ότι: "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ως καταρτισθέν παρ' ετέρου ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι "η χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή σχετικό με την δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος προστατευομένου από τον νόμο. Κατά την παράγραφο 3 ιδίου άρθρου εδαφ. α' αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών "εάν το συνολικό όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 216 σελ. 557 επομ. Γάφου Ειδ.μέρος τεύχος Β σελ. 79 επομ., Συμβ. Α.Π. 963/2008 Π.Δ/σύνη 2008/1534, Συμβ. Α.Π. 1874/2006 Π.Δ/σύνη 2007/505). β) Από την διάταξη της παραγρ. 1 του άρ. 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένης περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη των αληθινών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον , όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται με τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης (Α.Π. 5/2001, 610/2002, 1331/2005 Χρόνος Τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλ. προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος (Α.Π. 691/1997, 1627/1999, 132/2000, 1331/2005). Κατά την παράγραφο 3 εδαφ. β ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ... β) εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει (Α.Π. 164/2001 Π.Χρ. ΝΑ/905) και πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διάταξης "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί ενδεχόμενος δόλος. Απάτη μπορεί να τελεσθεί και ενώπιον δικαστηρίου, έτσι, στην πολιτική δίκη μπορεί ο δράστης (ο διάδικος ή ο δικηγόρος του) να παραπλανήσει τον δικαστή διά της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος να υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή ψευδών αποδεικτικών μέσων, ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν αλλά ψευδών κατά περιεχόμενο (Α.Π. 2231/2007 Π.Δ/σύνη 2008/807) από τα οποία ο δικαστής πλανηθείς εξέδωσε οριστική απόφαση από την οποία επήλθε βλάβη στον διάδικο (Α.Π. 1452/2006 Π.Χρ. ΝΖ 629, Α.Π. 1638/2004 Π.Χρ. ΝΕ/649). γ) Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. ΠΚ έκδοση Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του άρ. 98 ΠΚ (ως αυτή προσετέθη με άρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99): Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. δ) Άμεση συνέργεια είναι η παροχή με πρόθεση άμεσης συνδρομής στον δράστη κατά την διάρκεια της πράξεως του αυτουργού και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, απαιτεί οποιαδήποτε συνδρομή υλικής φύσεως και να είναι μόνο κατά την πράξη και όχι πριν ή μετά την τέλεση αυτής. Με βάση τον περιορισμένο παρακολουθηματικό χαρακτήρα της συμμετοχής πρέπει η πράξη του αυτουργού να είναι άδικη και να πληροί τα αντικειμενικά στοιχεία. Δηλ. πρέπει ο αυτουργός να διαπράξει άδικη πράξη ή να αποπειραθεί αυτήν. Απαιτείται να υπάρχει δόλος στον αναγκαίο συνεργό εγκείμενος στην ηθελημένη παραδοχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως (Α.Π. 1533/99 Π.Χρ. Ν/789, Α.Π. 67/94 Π.Χρ. ΜΔ 455), δεν απαιτείται όμως να επιδιώκεται επιπλέον, και από τον συμμέτοχο ίδιο περιουσιακό όφελος (Α.Π. 1281/85 Π.Χρ. ΛΣΤ/272). Αρκεί ενδεχόμενος δόλος του συνεργού, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί για την κύρια πράξη ορισμένο δόλο, οπότε απαιτείται η ίδια διαβάθμιση και για τον δόλο του άμεσου συνεργού. Η συνέργεια θα πρέπει να παρασχεθεί από τον συνεργό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς την βοήθεια αυτού να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκε (Α.Π. 359/2002 Π.Δ/σύνη 2002/802, Α.Π. 857/2000 Π.Χρ. ΝΑ/149, Α.Π. 207/95 Π.Χρ. ΜΕ/482, περί της εννοίας του αρ. 46 §ιβ Π.Κ. εις Συστηματική Ερμηνεία Π.Κ. εκδ. Π. Σάκκουλα - σχόλια Α. Δημάκης σελ. 92 επομ., Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ' αρ. 46 σελ. 175 επομ.).
IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33, Ολ. Α.Π. 1227/79 Π.Χρ. Λ/53) που προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση εδέχθη ότι προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη Χ2 από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ3 στις 4-3-2003 κατάρτισαν την από 4/3/2003 αγωγή διανομής, καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως και περιορισμού βαρών, με ενάγουσα την Χ2 και εναγόμενο (τον παθόντα) Ψ1, την οποία κατέθεσαν την ίδια ημερομηνία στο γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό καταθέσεως 35512/2003 και αριθμ. καταθ. Δικογράφου 2187/2003. Έθεσαν δε αυτοί στην τελευταία σελίδα της αγωγής στη θέση "Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος" καθώς και κάτω από την πράξη καταθέσεως στη θέση "Ο καταθέσας" την υπογραφή του δικηγόρου Αθηνών Ψ2 παράνομα, εν αγνοία και χωρίς την θέληση του. Το περιεχόμενο της ως άνω πλαστής αγωγής ήταν ψευδές. Σ' αυτό δε αναφερόταν ότι δήθεν η Χ2 και ο εναγόμενος Ψ1 είχαν συμφωνήσει να της μεταβιβάσει το 1/2 ενός αγροτεμαχίου, του συνολικού εμβαδού 2.140 τμ, κειμένου στη θέση ... της κτηματικής περιφερείας του Δήμου ..., του οποίου η συνολική αξία ανερχόταν στο ποσό των 300.000.000 δραχμών. Περαιτέρω η ως άνω πλαστή αγωγή ανέφερε ότι (δήθεν) ενώ ο παθών (Ψ1) είχε προβεί στην ως άνω συμφωνία της μεταβίβασης του ακινήτου του, λόγω (δήθεν) οφειλής του 80.000.000 δραχμών στην Χ2, η οποία προϋπήρχε από το έτος 1991, εν τούτοις αυτός δεν προσερχόταν στον συμβολαιογράφο προκειμένου να της μεταβιβάσει το συμφωνηθέν ακίνητο, επικαλούμενος ότι αυτό ήταν βεβαρημένο με προσημειώσεις υποθηκών, με υποθήκες και με κατασχέσεις. Ζητούσε δε με την ως άνω πλαστή αγωγή η Χ2 να διαταχθεί η αυτούσια διανομή του επίμαχου ακινήτου σε δύο ανεξάρτητα τμήματα, εκτάσεως του καθενός 1.070 τ.μ., ως και να καταδικασθεί ο εναγόμενος Ψ1 σε δήλωση βουλήσεως, ώστε να της μεταβιβάσει το ένα τμήμα του ως άνω οικοπέδου, εμβαδού 1.070 τ.μ. Ακολούθως στην ... στις 18-3-2003 ενεργώντας από κοινού οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 κατάρτισαν το με ημερομηνία 18/3/2003 πλαστό πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης, της διαφοράς (κατ' άρθρο 214 Α Κ.Πολ.Δ.)- Σ' αυτό έγραψαν ψευδώς ότι δήθεν στο γραφείο συμβιβασμών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών παρουσιάστηκε η Χ2 που δήθεν παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ψ2 και δήθεν ο εναγόμενος Ψ1, που δήθεν παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χ4, προκειμένου να επιλυθεί συμβιβαστικά η διαφορά που απέρρεε από την ως άνω αγωγή. Ότι δήθεν συμφωνήθηκε, κατόπιν προηγηθείσας συζήτησης, ότι ο εναγόμενος Ψ1, όντας ιδιοκτήτης του πιο πάνω ακινήτου, ότι είχε δήθεν υποσχεθεί στη Χ2, ότι προς εξόφληση δήθεν οφειλής του προς αυτήν 40.000.000 δραχμών, θα της μεταβίβαζε το ανατολικό τμήμα του ως άνω ακινήτου του, εμβαδού 1.070 τ.μ. Περαιτέρω στο πλαστό πρακτικό συμβιβασμού ανάφεραν οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 ότι δήθεν η μεταβίβαση του ως άνω τμήματος (του ανατολικού) του εν λόγω ακινήτου έχει επέλθει άτυπα προς αυτή (την Χ2) από το έτος 1981, και ότι (δήθεν) νέμεται αυτό έκτοτε καλόπιστα και διάνοια κυρίου, καταστάσα ούτω κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Εν τέλει ανάφεραν αυτοί στο εν λόγω πλαστό πρακτικό ότι η (δήθεν) κυριότητα της αναγνωρίζεται (δήθεν) από όλους τους συμβαλλομένους. Σημειωτέον ότι στο τέλος του πρακτικού συμβιβασμού έθεσαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3), στη θέση "Οι συμβαλλόμενοι" παράνομα, εν αγνοία και παρά τη θέληση του παθόντα Ψ1, με απομίμηση την υπογραφή του. Ταυτόχρονα δε αυτοί έθεσαν στη θέση "ΟΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ" την υπογραφή των δικηγόρων Ψ2 και Χ4 παράνομα, εν αγνοία και χωρίς τη θέλησή τους, με απομίμηση αυτών. Ακολούθως οι ίδιοι (Χ2 και Χ3) στην ... στις 26/3/2003, από κοινού, αφού προηγούμενα κατάρτισαν αντίγραφο του εν λόγω πλαστού πρακτικού, στο τέλος του εν λόγω αντιγράφου έγραψαν τις φράσεις: "ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του εις χείρας επισήμου αντιγράφου, το οποίο επικυρώνω κατά το Νόμο και τον κώδικα. Αθήνα 26/3/2003 Ο επικυρών δικηγόρος Ψ2 ... - ...". Κάτωθι δε των ως άνω φράσεων έθεσαν αυτοί με απομίμηση την υπογραφή του δικηγόρου Ψ2, παράνομα, εν αγνοία και, χωρίς τη θέλησή του. Επιπλέον δε αυτοί έθεσαν την υπογραφή του εν λόγω δικηγόρου και στο ειδικό ένσημο επικύρωσης του ως άνω πλαστού αντιγράφου που επικόλλησαν επ' αυτού (του πλαστού αντιγράφου) παράνομα εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικηγόρου Ψ2. Στις ως άνω πράξεις της πλαστογραφίας προέβησαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3) αποσκοπώντας να παραπλανηθούν με την χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων τρίτοι και δη με τα δύο πρώτα πλαστά έγγραφα (αγωγή και πρακτικό συμβιβασμού) οι δικαστικές αρχές ως προς το ότι δήθεν τα εν λόγω έγγραφα έχουν καταρτισθεί και υπογραφεί νομίμως, ώστε να εκδώσουν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές Δικαστική πράξη, σύμφωνα με την αγωγή και το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και με το "επικυρωμένο" πρακτικό της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς να παραπλανηθεί ως και με τα λοιπά ως άνω πλαστά έγγραφα ο αρμόδιος υποθηκοφύλακας Κρωπίας ώστε να εγγράψει αυτό (το Πρακτικό) στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας. Έτι περαιτέρω σκόπευαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3) να παραπλανηθούν οι τυχόν υποψήφιοι αγοραστές ως προς την δήθεν ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο της Χ2, για το τμήμα εμβαδού 1.070, του προαναφερθέντος ακινήτου, προκειμένου να το αγοράσουν αυτοί από αυτήν. Εν τέλει η Χ2 και ο Χ3 εχρησιμοποίησαν τα εν λόγω πλαστά έγγραφα και δη: α) το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, καταθέσαντες αυτό στις 18/3/2003 στο γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αρ. καταθέσεως 68/2003 και β) την ως άνω από 4/3/2003 πλαστή αγωγή και το ως άνω πλαστό πρακτικό στις 20/3/2003 προσκομίσαντες αυτά στον Πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με βάση αυτά (τα πλαστά έγγραφα) ζήτησαν από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την επικύρωση του πλαστού πρακτικού, το οποίο και επικυρώθηκε με την από 20/3/2003 Πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών. Με συνέπεια να αναγνωρίζεται πλέον δικαστικά ότι η Χ2 ήταν δήθεν κυρία επί της προαναφερόμενης έκτασης των 1070 τμ. Ακολούθως οι ίδιοι το επικυρωμένο από 18-3-2003 πρακτικό προσκόμισαν στη συμβ/φο Αθηνών Ελένη - Αλίκη Λεμπέση-Βαρδουλάκη από την οποία ζήτησαν και συνέταξε αυτή, με βάση αυτό, το με αρ. .../31-3-2003 προσύμφωνο πώλησης ακινήτου. Το δε δήθεν επικυρωμένο από το δικηγόρο Ψ2 αντίγραφο πρακτικού το προσκόμισαν και το κατέθεσαν αυτοί στον Υποθηκοφύλακα Κρωπίας, ο οποίος το καταχώρησε, μεταγράφοντας το, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας. Έτσι με τις ως άνω πράξεις τους σκόπευαν να προσπορίσουν αυτοί στην εξ αυτών Χ2, περιουσιακό όφελος, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 440.205 ευρώ ή 150.000.000 σε δραχμές, που ήταν η αξία του 1/2 του τμήματος του ως άνω ακινήτου συνολικού εμβαδού 2.140 τ.μ., η οποία (αξία) αντιστοιχούσε σε 1.070 τ.μ. του όλου ακινήτου, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, που προκάλεσε η εξ αυτών Χ2, κατά τα προεκτεθέντα στην περιουσία του εγκαλούντα Ψ1, ιδιοκτήτη του επιμάχου ακινήτου, το συνολικό ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ως ανερχόμενο στο ποσό των 440.205 ευρώ. Με το προρρηθέν συμβόλαιο (προσύμφωνο πώλησης) η Χ2, αφού δήλωσε ότι έχει στην πλήρη και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή της το παραπάνω ακίνητο, δηλαδή την έκταση των 1.070 τ.μ., προσυμφωνούσε, υποσχόταν και αναλάμβανε την υποχρέωση, να πωλήσει και μεταβιβάσει αυτό στον έτερο των κατηγορουμένων και συμβαλλόμενο στο συμβόλαιο αυτό Χ3. Επί πλέον στο ίδιο συμβόλαιο έδινε την εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα στον συγκατηγορούμενό της Χ3 αλλά και στον εκ των κατηγορουμένων δικηγόρο Χ5, όπως πωλήσουν, μεταβιβάσουν και παραδώσουν σε οποιονδήποτε τρίτο το ακίνητο αυτό. Ο εγκαλών Ψ1, που μέχρι τότε είχε πλήρη άγνοια των ενεργειών, που γινόταν σε βάρος της περιουσίας του, εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τις σχεδιασμένες ενέργειες των κατηγορουμένων, προκειμένου, να υφαρπάξουν την περιουσία του. Αυτό έγινε, μέσω του φίλου του ΑΑ, που διατηρούσε μεσιτικό γραφείο στην οδό ... -68- στην ... . Αφού διερεύνησε το όλο ζήτημα, που δημιουργήθηκε σε βάρος του, διαπίστωσε, ότι όλα, όσα περιγραφόταν στην προαναφερομένη αγωγή και στο πρακτικό ήταν απολύτως ψευδή, καθόσον αυτός δεν γνώριζε μέχρι τότε ούτε είχε καμία επικοινωνία με την κατηγορούμενη Χ2, δεν της όφειλε από καμία αιτία κανένα χρηματικό ποσό, δεν της είχε υποσχεθεί την παραχώρηση ακίνητης έκτασης ιδιοκτησίας του στη ... και φυσικά δεν ασκούσε αυτή από το 1981 ατύπως καμία πράξη νομής και κατοχής σ' αυτό το ακίνητο. Επίσης ο εγκαλών διαπίστωσε, ότι στο παραπάνω πρακτικό δεν είχε υπογράψει αυτός, ως συμβαλλόμενος, αλλά η υπογραφή του είχε τεθεί από τους κατηγορούμενους, εν αγνοία του και χωρίς τη θέληση του, και επί πλέον δεν είχε δώσει εντολή στον εκ των κατηγορουμένων Χ4, να εμφανιστεί, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του στο πρακτικό αυτό, τον οποίο δεν γνώριζε ούτε κατ' όψιν. Αφού πληροφορήθηκε ο Ψ1 την οργανωμένη επιχείρηση εξαπάτησης εναντίον του, αξιολογώντας την έκταση των 1.070 τ.μ., που του υφάρπαξαν οι κατηγορούμενοι την περίοδο εκείνη (Μάρτιος 2003), στο ποσό των 150.000.000 δραχμών ή 440.205 ευρώ (ιδέτε συμπληρωματική του κατάθεση), έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας του επί της περιουσίας του και παράλληλα υπέβαλλε και την από 12-6-2003 υπό κρίση μήνυση, που αποτέλεσε την αφορμή σχηματισμού της προκείμενης δικογραφίας και περαιτέρω δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης. Ο εγκαλών συγχρόνως επικοινώνησε και με τον δικηγόρο Ψ2, που φέρεται ότι υπέγραψε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Χ2 τόσο στην παραπάνω από 4-3-2003 αγωγή όσο και στο από 18-3-2003 πρακτικό. Από την επικοινωνία τους διαπιστώθηκε, ότι και ο Ψ2 είχε πέσει θύμα των ενεργειών των κατηγορουμένων, που του υφάρπαξαν την υπογραφή του στα παραπάνω έγγραφα, κάτι για το οποίο πείστηκε και ο μηνυτής Ψ1. Δηλαδή είχαν τεθεί, κατά πλαστογράφηση της υπογραφής του Ψ2, οι υπογραφές του στην από 4-3-2003 αγωγή κάτω από τη λέξη "Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος" και κάτω από τη λέξη "Ο καταθέσας", στο από 18-3-2003 πρακτικό κάτω από τις λέξεις "ΟΙ ΠΛΗΡ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ" και "Ο Καταθέσας" και σε αντίγραφο του παραπάνω πρακτικού, κάτω από την αναγραφόμενη φράση "ακριβές φωτοτυπικόν αντίγραφο εκ του εις χείρας επισήμου αντιγράφου το οποίο επικυρώνω κατά το Νόμο και τον κώδικα. Αθήνα 26/3/2003 Ο επικυρών δικηγόρος Ψ2, ...-..." καθώς και επί του ειδικού ενσήμου επικύρωσης (ιδέτε σχετικά από μήνυση του Ψ2). Ο δικηγόρος Ψ2 υπέβαλε και αυτός μήνυση για τις πλαστογραφίες, που έγιναν σε βάρος του, και σχηματίστηκε η υπ' αρ. ΑΒΜ/Γ03/2690 δικογραφία, που συσχετίζεται στην παρούσα. Δεν έδωσε όμως ο ίδιος ο Ψ2 καμία κατάθεση για την υπόθεση αυτή, γιατί πέθανε την 13-11-2004, όπως αυτό προκύπτει από απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που προσκομίζεται στη δικογραφία. Για τις παραπάνω πράξεις υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1. Τούτο διότι, η Χ2 και ο Χ3 εμφανίστηκαν στη συμβολαιογράφο Ελένη - Αλίκη Λεμπέση Βαρδουλάκη για τη σύνταξη του παραπάνω συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, προσκομίζοντας το από 18-3-2003 πρακτικό, παρότι γνώριζαν, ότι αυτό είναι ψευδές κατά περιεχόμενο και πλαστό ως προς τις υπογραφές των άλλων προσώπων. Επί πλέον η παραπάνω συμβολαιογράφος κατέθεσε, ότι οι -2- αυτοί κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως στο γραφείο της για τη σύνταξη του συμβολαίου, προσκομίζοντας τα πρωτότυπα των ταυτοτήτων τους, των οποίων ταυτοτήτων οι φωτοτυπίες προσαρτώνται στο αντίγραφο του συμβολαίου. Επί πλέον οι Ψ1 και ΒΒ σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση τους με την κατηγορουμένη Χ2 ενώπιον της 25ης Ανακρίτριας, αναγνώρισαν στο πρόσωπο της την γυναίκα, που είχε εμφανιστεί στο μεσιτικό γραφείο του ΑΑ, ως πωλήτρια του επιδίκου ακινήτου, η οποία μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του μηνυτή στο γραφείο έσπευσε να εξαφανιστεί από εκεί. Επίσης προέκυψαν σοβαρά στοιχεία ενοχής για την εκ των κατηγορουμένων Χ1, γιατί, όπως είπε η συμβολαιογράφος στην από 7-12-2005 κατάθεση της, η Χ1 είχε έλθει στο γραφείο της με τους άλλους δύο κατηγορούμενους για την υπογραφή του προσυμφώνου. Που σημαίνει ότι και αυτή γνώριζε για την πλαστότητα των παραπάνω εγγράφων και παρά ταύτα συντόνιζε και καθοδηγούσε, ως δικηγόρoς, τους κατηγορουμένους στις ενέργειες τους. Αντίθετα για τους εκ των κατηγορουμένων Χ4 και Χ5 (ο οποίος εν τέλει απεβίωσε στις 25-11-2007) δεν προέκυψαν σοβαρά στοιχεία για τις σε βάρος τους κατηγορίες. Ειδικότερα για το Χ4 το μόνο στοιχείο σε βάρος του είναι η υπογραφή του που τέθηκε στο παραπάνω πρακτικό, ως πληρεξουσίου δικηγόρου του Ψ1, υπογραφή, την οποία, αρνείται ότι έθεσε ο ίδιος, και καταγγέλλει ότι του την υφάρπαξαν οι άλλοι κατηγορούμενοι χωρίς τη γνώση και θέληση του, υποβάλλοντας για το λόγο αυτό την από 10-10-2006 μήνυση σε βάρος των άλλων κατηγορουμένων, για την οποία σχηματίστηκε η υπ' αρ. ΑΒΜ/Δ06/4407 ξεχωριστή δικογραφία. Η θέση του κατηγορουμένου αυτού, που αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή του στην υπόθεση, ενισχύεται από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ΓΓ (συζύγου του) και ΔΔ (δικηγόρου Αθηνών) αλλά και από το από 9-10-2006 πόρισμα γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διχαστικής γραφολόγου Ιωάννας Βουρδογιάννη - Παντελαίου, που έγινε μετά από εντολή του κατηγορουμένου. Στο πόρισμα αυτό η δικαστική γραφολόγος αποφαίνεται, μετά από εμπεριστατωμένη διερεύνηση του ζητήματος, ότι στο παραπάνω από 18-3-2003 πρακτικό η φερόμενη, ως υπογραφή του Χ4, δεν είναι δική του αλλά τέθηκε από άλλο ή άλλα πρόσωπα. Αξιολογώντας τα παραπάνω, και κατά την κρίση μου, η υπογραφή αυτή δεν ανήκει στον κατηγορούμενο, αλλά τέθηκε χωρίς τη θέληση και γνώση του από τους άλλους κατηγορούμενους. Σιο συμπέρασμα αυτό καταλήγω, καθότι μετά από μια οπτική αντιπαράθεση των φερομένων, ως γνησίων υπογραφών του κατηγορούμενου, τόσο στην απολογία του στην Ανάκριση και στο απολογητικό του υπόμνημα όσο και σε δείγμα γνησίων υπογραφών του στο πόρισμα της γραφολογικης πραγματογνωμοσύνης, με την επίμαχη υπογραφή του στο από 18-3-2003 πρακτικό, προκύπτει αφενός μεν σαφής ομοιότητα μεταξύ όλων των φερομένων, ως γνησίων υπογραφών του, αφετέρου δε σαφής διαφορά μεταξύ των γνησίων υπογραφής και της υπογραφής στο πρακτικό, διαφορά, που φαίνεται στο χαρακτήρα των γραμμάτων και στον τρόπο της υπογραφής. Επίσης ενισχυτικό των παραπάνω είναι, ότι οι δράστες δεν χρησιμοποίησαν την έντυπη σφραγίδα του Χ4, την οποία αυτός διατηρούσε στο αρχείο του, αλλά ανέγραψαν τα στοιχεία του ιδιογράφως.
Συνεπώς κρίνεται, ότι δεν υπέγραψε ο Χ4 στο παραπάνω πρακτικό, ανεξαρτήτως της δικαστικής κρίσεως επί της αυτοτελούς μηνύσεως, που υπέβαλλε αυτός για το ίδιο θέμα. Από τα παραπάνω προεκτεθέντα και προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά φρονούμε: α) ότι κατά της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ1 προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της, συνιστάμενες στο ότι αυτή τέλεσε τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτήν πράξεις και β) ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου δικηγόρου Χ4 για τις αποδοθείσες σ' αυτόν ως άνω πράξεις με την ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη, και απέρριψε την έφεσή της.
V) Το προσβαλλόμενο βούλευμα με δύο μικρές προτάσεις (συνολικά 7 στίχοι) στην σελ. 14 θεμελιώνει την άμεση συνδρομή της κατηγορουμένης σε όλες τις πράξεις των συγκατηγορουμένων της που παραπέμφθηκαν (Χ2, Χ3). Όμως με τις παραδοχές αυτές δεν διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος, 139 ΚΠΔ), διότι δεν εξηγεί με σαφήνεια και πληρότητα πώς ακριβώς η αναιρεσείουσα συνέδραμε άμεσα τους ετέρους δύο κατηγορουμένους, αφού δέχεται ότι τα σοβαρά στοιχεία σε βάρος της προέκυψαν με βάση την κατάθεση συμβολαιογράφου η οποία στην από 7-12-2005 κατάθεσή της ανέφερε ότι η κατηγορουμένη είχε μεταβεί στο γραφείο της με τους άλλους δύο κατηγορουμένους για την υπογραφή του προσυμφώνου, είναι δε αναιτιολόγητη η κρίση ότι αυτή γνώριζε για την πλαστότητα των εγγράφων και παρά ταύτα συντόνιζε και τους καθοδηγούσε ως δικηγόρος τους στις ενέργειές τους αφού δεν αναφέρει (προσδιορίζει) ενέργειες συντονισμού και καθοδήγησης των κυρίως αυτουργών, δεν διευκρινίζει εάν αυτή ήταν η αποκλειστική δικηγόρος τους (δεδομένου ότι διαφαίνεται η εμπλοκή ετέρου δικηγόρου) ούτε εάν αυτή ήταν η δικηγόρος που συνέταξε την από 4-9-2003 αγωγή, αν αυτή προσεκόμισε στην Πρόεδρο του Πολ. Πρωτοδικείου Αθηνών το από 18-3-2003 πλαστό πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Επίσης δεν εξηγείται με σαφήνεια το υποκειμενικό στοιχείο ούτε ότι χωρίς την συνδρομή της δεν θα ήταν εφικτή η με βεβαιότητα διάπραξη των εγκλημάτων κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκαν, και, περαιτέρω, δεν υφίσταται, έστω στοιχειωδώς αντίκρουση των ισχυρισμών της προς θεμελίωση των σοβαρών ενδείξεων ενοχής κάτι που συνάδει και προς την διάταξη του αρ. 6 του ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς αυτήν για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 παρ. 1 εδαφ. δ ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Όπως γίνει δεκτή η υπ' αρ. 196/20-10-2009 (ενώπιον της Γραμματέως Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατοίκου ..., οδός ... 22, να αναιρεθεί ως προς αυτήν το υπ' αρ. 1888/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για έλλειψη αιτιολογίας (αρ. 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ) και να παραπεμφθεί προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (αρ. 519 ΚΠΔ). Αθήνα 21 Δεκεμβρίου 2009 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης"
Αφού άκουσε
Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 20-10-2009 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ.1888/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από το άρθρο 216 παρ.1 ΠΚ το οποίο ορίζει ότι "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ως καταρτισθέν παρ' ετέρου ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι "η χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή σχετικό με την δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος προστατευομένου από τον νόμο.
Κατά την παράγραφο 3 ιδίου άρθρου εδαφ. α' αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών "εάν το συνολικό όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου, από την διάταξη της παραγρ. 1 του άρ. 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένης περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη των αληθινών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται με τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης Χρόνος Τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλ. προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος. Κατά την παράγραφο 3 εδαφ. β ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ... β) εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει, και πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διάταξης "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί ενδεχόμενος δόλος. Απάτη μπορεί να τελεσθεί και ενώπιον δικαστηρίου, έτσι, στην πολιτική δίκη μπορεί ο δράστης (ο διάδικος ή ο δικηγόρος του) να παραπλανήσει τον δικαστή διά της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος να υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή ψευδών αποδεικτικών μέσων, ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν αλλά ψευδών κατά περιεχόμενο από τα οποία ο δικαστής πλανηθείς εξέδωσε οριστική απόφαση από την οποία επήλθε βλάβη στον διάδικο. Ακόμη, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του ΠΚ το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεση τους.
Κατά την παράγραφο 2 του άρ. 98 ΠΚ (ως αυτή προσετέθη με άρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99)ορίζεται: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το ένκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε" δ) Άμεση συνεργεία είναι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ.β' του Π.Κ. η παροχή με πρόθεση άμεσης συνδρομής στον δράστη κατά την διάρκεια της πράξεως του αυτουργού και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, απαιτεί οποιαδήποτε συνδρομή υλικής φύσεως και να είναι μονό κατά την πράξη και όχι πριν ή μετά την τέλεση αυτής. Με βάση τον περιορισμένο παρακολουθηματικό χαρακτήρα της συμμετοχής πρέπει η πράξη του αυτουργού να είναι άδικη και να πληροί τα αντικειμενικά στοιχεία. Δηλ. πρέπει ο αυτουργός να διαπράξει άδικη πράξη ή να αποπειραθεί αυτήν. Απαιτείται να υπάρχει δόλος στον αναγκαίο συνεργό εγκείμενος στην ηθελημένη παραδοχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξεως, δεν απαιτείται όμως να επιδιώκεται επιπλέον, και από τον συμμέτοχο ίδιο περιουσιακό όφελος. Αρκεί ενδεχόμενος δόλος του συνεργού, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί για την κύρια πράξη ορισμένο δόλο, οπότε απαιτείται η ίδια διαβάθμιση και για τον δόλο του άμεσου συνεργού. Η συνέργεια θα πρέπει να παρασχεθεί από τον συνεργό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς την βοήθεια αυτού να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκε.
Ακόμη, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τις θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α)αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσάπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξείρονται ενδεχομένως ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου, β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού και γ)είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 και ΑΠ 1364/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο υπ' αρ.1888/2009 βούλευμα δέχθηκε με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην εσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, που προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά "Η κατηγορούμενη Χ2 (όχι η αναιρεσείουσα) από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ3 στις 4-3-2003 κατάρτισαν την από 4-3-2003 αγωγή διανομής, καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως και περιορισμού βαρών, με ενάγουσα την Χ2 και εναγόμενο (τον παθόντα) Ψ1, την οποία κατέθεσαν την ίδια ημερομηνία στο γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό καταθέσεως 35512/2003 και αριθμ. καταθ. Δικογράφου 2187/2003. Έθεσαν δε αυτοί στην τελευταία σελίδα της αγωγής στη θέση "Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος" καθώς και κάτω από την πράξη καταθέσεως στη θέση "Ο καταθέσας" την υπογραφή του δικηγόρου Αθηνών Ψ2 παράνομα, εν αγνοία και χωρίς την θέληση του.
Το περιεχόμενο της ως άνω πλαστής αγωγής ήταν ψευδές. Σ' αυτό δε αναφερόταν ότι δήθεν η Χ2 και ο εναγόμενος Ψ1 είχαν συμφωνήσει να της μεταβιβάσει το 1/2 ενός αγροτεμαχίου, του συνολικού εμβαδού 2.140 τμ, κειμένου στη θέση ... της κτηματικής περιφερείας του Δήμου ..., του οποίου η συνολική αξία ανερχόταν στο ποσό των 300.000.000 δραχμών.
Περαιτέρω η ως άνω πλαστή αγωγή ανέφερε ότι (δήθεν) ενώ ο παθών (Ψ1) είχε προβεί στην ως άνω συμφωνία της μεταβίβασης του ακινήτου του, λόγω (δήθεν) οφειλής του 80.000.000 δραχμών στην Χ2, η οποία προϋπήρχε από το έτος 1991, εν τούτοις αυτός δεν προσερχόταν στον συμβολαιογράφο προκειμένου να της μεταβιβάσει το συμφωνηθέν ακίνητο, επικαλούμενος ότι αυτό ήταν βεβαρημένο με προσημειώσεις υποθηκών, με υποθήκες και με κατασχέσεις.
Ζητούσε δε με την ως άνω πλαστή αγωγή η Χ2 να διαταχθεί η αυτούσια διανομή του επίμαχου ακινήτου σε δύο ανεξάρτητα τμήματα, εκτάσεως του καθενός 1.070 τ.μ., ως και να καταδικασθεί ο εναγόμενος Ψ1 σε δήλωση βουλήσεως, ώστε να της μεταβιβάσει το ένα τμήμα του ως άνω οικοπέδου, εμβαδού 1.070 τ.μ.
Ακολούθως στην ... στις 18-3-2003 ενεργώντας από κοινού οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 κατάρτισαν το με ημερομηνία 18/3/2003 πλαστό πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης, της διαφοράς (κατ' άρθρο 214 Α Κ.Πολ.Δ.)- Σ' αυτό έγραψαν ψευδώς ότι δήθεν στο γραφείο συμβιβασμών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών παρουσιάστηκε η Χ2 που δήθεν παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ψ2 και δήθεν ο εναγόμενος Ψ1, που δήθεν παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χ4, προκειμένου να επιλυθεί συμβιβαστικά η διαφορά που απέρρεε από την ως άνω αγωγή. Ότι δήθεν συμφωνήθηκε, κατόπιν προηγηθείσας συζήτησης, ότι ο εναγόμενος Ψ1, όντας ιδιοκτήτης του πιο πάνω ακινήτου, ότι είχε δήθεν υποσχεθεί στη Χ2, ότι προς εξόφληση δήθεν οφειλής του προς αυτήν 40.000.000 δραχμών, θα της μεταβίβαζε το ανατολικό τμήμα του ως άνω ακινήτου του, εμβαδού 1.070 τ.μ. Περαιτέρω στο πλαστό πρακτικό συμβιβασμού ανάφεραν οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 ότι δήθεν η μεταβίβαση του ως άνω τμήματος (του ανατολικού) του εν λόγω ακινήτου έχει επέλθει άτυπα προς αυτή (την Χ2) από το έτος 1981, και ότι (δήθεν) νέμεται αυτό έκτοτε καλόπιστα και διάνοια κυρίου, καταστάσα ούτω κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Εν τέλει ανάφεραν αυτοί στο εν λόγω πλαστό πρακτικό ότι η (δήθεν) κυριότητα της αναγνωρίζεται (δήθεν) από όλους τους συμβαλλομένους.
Σημειωτέον ότι στο τέλος του πρακτικού συμβιβασμού έθεσαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3), στη θέση "Οι συμβαλλόμενοι" παράνομα, εν αγνοία και παρά τη θέληση του παθόντα Ψ1, με απομίμηση την υπογραφή του. Ταυτόχρονα δε αυτοί έθεσαν στη θέση "ΟΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ" την υπογραφή των δικηγόρων Ψ2 και Χ4 παράνομα, εν αγνοία και χωρίς τη θέληση τους, με απομίμηση αυτών.
Ακολούθως οι ίδιοι (Χ2 και Χ3) στην ... στις 26/3/2003, από κοινού, αφού προηγούμενα κατάρτισαν αντίγραφο του εν λόγω πλαστού πρακτικού, στο τέλος του εν λόγω αντιγράφου έγραψαν τις φράσεις: "ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του εις χείρας επισήμου αντιγράφου, το οποίο επικυρώνω κατά το Νόμο και τον κώδικα. Αθήνα 26/3/2003 Ο επικυρών δικηγόρος Ψ2, ...-...". Κάτωθι δε των ως άνω φράσεων έθεσαν αυτοί με απομίμηση την υπογραφή του δικηγόρου Ψ2, παράνομα, εν αγνοία και, χωρίς τη θέληση του. Επιπλέον δε αυτοί έθεσαν την υπογραφή του εν λόγω δικηγόρου και στο ειδικό ένσημο επικύρωσης του ως άνω πλαστού αντιγράφου που επικόλλησαν επ' αυτού (του πλαστού αντιγράφου) παράνομα εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικηγόρου Ψ2.
Στις ως άνω πράξεις της πλαστογραφίας προέβησαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3) αποσκοπώντας να παραπλανηθούν με την χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων τρίτοι και δη με τα δύο πρώτα πλαστά έγγραφα (αγωγή και πρακτικό συμβιβασμού) οι δικαστικές αρχές ως προς το ότι δήθεν τα εν λόγω έγγραφα έχουν καταρτισθεί και υπογραφεί νομίμως, ώστε να εκδώσουν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές Δικαστική πράξη, σύμφωνα με την αγωγή και το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και με το "επικυρωμένο" πρακτικό της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς να παραπλανηθεί ως και με τα λοιπά ως άνω πλαστά έγγραφα ο αρμόδιος υποθηκοφύλακας Κρωπίας ώστε να εγγράψει αυτό (το Πρακτικό) στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας. Έτι περαιτέρω σκόπευαν αυτοί (η Χ2 και ο Χ3) να παραπλανηθούν οι τυχόν υποψήφιοι αγοραστές ως προς την δήθεν ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο της Χ2, για το τμήμα εμβαδού 1070, του προαναφερθέντος ακινήτου, προκειμένου να το αγοράσουν αυτοί από αυτήν.
Εν τέλει η Χ2 και ο Χ3 εχρησιμοποίησαν τα εν λόγω πλαστά έγγραφα και δη: α) το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, καταθέσαντες αυτό στις 18/3/2003 στο γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αρ. καταθέσεως 68/2003 και β) την ως άνω από 4/3/2003 πλαστή αγωγή και το ως άνω πλαστό πρακτικό στις 20/3/2003 προσκομίσαντες αυτά στον Πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με βάση αυτά (τα πλαστά έγγραφα) ζήτησαν από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την επικύρωση του πλαστού πρακτικού, το οποίο και επικυρώθηκε με την από 20/3/2003 Πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών. Με συνέπεια να αναγνωρίζεται πλέον δικαστικά ότι η Χ2 ήταν δήθεν κυρία επί της προαναφερόμενης έκτασης των 1070 τμ.
Ακολούθως οι ίδιοι το επικυρωμένο από 18-3-2003 πρακτικό προσκόμισαν στη συμβ/φο Αθηνών Ελένη - Αλίκη Λεμπέση-Βαρδουλάκη από την οποία ζήτησαν και συνέταξε αυτή, με βάση αυτό, το με αρ. .../31-3-2003 προσύμφωνο πώλησης ακινήτου. Το δε δήθεν επικυρωμένο από το δικηγόρο Ψ2 αντίγραφο πρακτικού το προσκόμισαν και το κατέθεσαν αυτοί στον Υποθηκοφύλακα Κρωπίας, ο οποίος το καταχώρησε, μεταγράφοντας το, στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας. Έτσι με τις ως άνω πράξεις τους σκόπευαν να προσπορίσουν αυτοί στην εξ αυτών Χ2, περιουσιακό όφελος, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 440.205 ευρώ ή 150.000.000 σε δραχμές, που ήταν η αξία του 1/2 του τμήματος του ως άνω ακινήτου συνολικού εμβαδού 2.140 τ.μ., η οποία (αξία) αντιστοιχούσε σε 1.070 τ.μ. του όλου ακινήτου, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, που προκάλεσε η εξ αυτών Χ2, κατά τα προεκτεθέντα στην περιουσία του εγκαλούντα Ψ1, ιδιοκτήτη του επιμάχου ακινήτου, το συνολικό ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ως ανερχόμενο στο ποσό των 440.205 ευρώ.
Με το προρρηθέν συμβόλαιο (προσύμφωνο πώλησης) η Χ2, αφού δήλωσε ότι έχει στην πλήρη και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή της το παραπάνω ακίνητο, δηλαδή την έκταση των 1.070 τ.μ., προσυμφωνούσε, υποσχόταν και αναλάμβανε την υποχρέωση, να πωλήσει και μεταβιβάσει αυτό στον έτερο των κατηγορουμένων και συμβαλλόμενο στο συμβόλαιο αυτό Χ3. Επί πλέον στο ίδιο συμβόλαιο έδινε την εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα στον συγκατηγορουμενο της Χ3 αλλά και στον εκ των κατηγορουμένων δικηγόρο Χ5, όπως πωλήσουν, μεταβιβάσουν και παραδώσουν σε οποιονδήποτε τρίτο το ακίνητο αυτό. Ο εγκαλών Ψ1, που μέχρι τότε είχε πλήρη άγνοια των ενεργειών, που γινόταν σε βάρος της περιουσίας του, εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τις σχεδιασμένες ενέργειες των κατηγορουμένων, προκειμένου, να υφαρπάξουν την περιουσία του. Αυτό έγινε, μέσω του φίλου του ΑΑ, που διατηρούσε μεσιτικό γραφείο στην οδό ... -68- στην ... . Αφού διερεύνησε το όλο ζήτημα, που δημιουργήθηκε σε βάρος του, διαπίστωσε, ότι όλα, όσα περιγραφόταν στην προαναφερομένη αγωγή και στο πρακτικό ήταν απολύτως ψευδή, καθόσον αυτός δεν γνώριζε μέχρι τότε ούτε είχε καμία επικοινωνία με την κατηγορούμενη Χ2, δεν της όφειλε από καμία αιτία κανένα χρηματικό ποσό, δεν της είχε υποσχεθεί την παραχώρηση ακίνητης έκτασης ιδιοκτησίας του στη ... και φυσικά δεν ασκούσε αυτή από το 1981 ατύπως καμία πράξη νομής και κατοχής σ' αυτό το ακίνητο. Επίσης ο εγκαλών διαπίστωσε, ότι στο παραπάνω πρακτικό δεν είχε υπογράψει αυτός, ως συμβαλλόμενος, αλλά η υπογραφή του είχε τεθεί από τους κατηγορούμενους, εν αγνοία του και χωρίς τη θέληση του, και επί πλέον δεν είχε δώσει εντολή στον εκ των κατηγορουμένων Χ4, να εμφανιστεί, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του στο πρακτικό αυτό, τον οποίο δεν γνώριζε ούτε κατ' όψιν. Αφού πληροφορήθηκε ο Ψ1 την οργανωμένη επιχείρηση εξαπάτησης εναντίον του, αξιολογώντας την έκταση των 1.070 τ.μ., που του υφάρπαξαν οι κατηγορούμενοι την περίοδο εκείνη (Μάρτιος 2003), στο ποσό των 150.000.000 δραχμών ή 440.205 ευρώ (ιδέτε συμπληρωματική του κατάθεση), έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας του επί της περιουσίας του και παράλληλα υπέβαλλε και την από 12-6-2003 υπό κρίση μήνυση, που αποτέλεσε την αφορμή σχηματισμού της προκείμενης δικογραφίας και περαιτέρω δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης. Ο εγκαλών συγχρόνως επικοινώνησε και με τον δικηγόρο Ψ2, που φέρεται ότι υπέγραψε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Χ2 τόσο στην παραπάνω από 4-3-2003 αγωγή όσο και στο από 18-3-2003 πρακτικό. Από την επικοινωνία τους διαπιστώθηκε, ότι και ο Ψ2 είχε πέσει θύμα των ενεργειών των κατηγορουμένων, που του υφάρπαξαν την υπογραφή του στα παραπάνω έγγραφα, κάτι για το οποίο πείστηκε και ο μηνυτής Ψ1. Δηλαδή είχαν τεθεί, κατά πλαστογράφηση της υπογραφής του Ψ2, οι υπογραφές του στην από 4-3-2003 αγωγή κάτω από τη λέξη "Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος" και κάτω από τη λέξη "Ο καταθέσας", στο από 18-3-2003 πρακτικό κάτω από τις λέξεις "ΟΙ ΠΛΗΡ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ" και "Ο Καταθέσας" και σε αντίγραφο του παραπάνω πρακτικού, κάτω από την αναγραφόμενη φράση "ακριβές φωτοτυπικόν αντίγραφο εκ του εις χείρας επισήμου αντιγράφου το οποίο επικυρώνω κατά το Νόμο και τον κώδικα. ... 26/3/2003 Ο επικυρών δικηγόρος Ψ2, ...-..." καθώς και επί του ειδικού ενσήμου επικύρωσης (ιδέτε σχετικά από μήνυση του Ψ2). Ο δικηγόρος Ψ2 υπέβαλε και αυτός μήνυση για τις πλαστογραφίες, που έγιναν σε βάρος του, και σχηματίστηκε η υπ' αρ. ΑΒΜ/Γ03/2690 δικογραφία, που συσχετίζεται στην παρούσα. Δεν έδωσε όμως ο ίδιος ο Ψ2 καμία κατάθεση για την υπόθεση αυτή, γιατί πέθανε την 13-11-2004, όπως αυτό προκύπτει από απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που προσκομίζεται στη δικογραφία. Για τις παραπάνω πράξεις υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1. Τούτο διότι, η Χ2 και ο Χ3 εμφανίστηκαν στη συμβολαιογράφο Ελένη - Αλίκη Λεμπέση Βαρδουλάκη για τη σύνταξη του παραπάνω συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, προσκομίζοντας το από 18-3-2003 πρακτικό, παρότι γνώριζαν, ότι αυτό είναι ψευδές κατά περιεχόμενο και πλαστό ως προς τις υπογραφές των άλλων προσώπων. Επί πλέον η παραπάνω συμβολαιογράφος κατέθεσε, ότι οι -2- αυτοί κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως στο γραφείο της για τη σύνταξη του συμβολαίου, προσκομίζοντας τα πρωτότυπα των ταυτοτήτων τους, των οποίων ταυτοτήτων οι φωτοτυπίες προσαρτώνται στο αντίγραφο του συμβολαίου. Επί πλέον οι Ψ1 και ΒΒ σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση τους με την κατηγορουμένη Χ2 ενώπιον της 25ης Ανακρίτριας, αναγνώρισαν στο πρόσωπο της την γυναίκα, που είχε εμφανιστεί στο μεσιτικό γραφείο του ΑΑ, ως πωλήτρια του επιδίκου ακινήτου, η οποία μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του μηνυτή στο γραφείο έσπευσε να εξαφανιστεί από εκεί. Επίσης προέκυψαν σοβαρά στοιχεία ενοχής για την εκ των κατηγορουμένων Χ1, γιατί, όπως είπε η συμβολαιογράφος στην από 7-12-2005 κατάθεση της, η Χ1 είχε έλθει στο γραφείο της με τους άλλους δύο κατηγορούμενους για την υπογραφή του προσυμφώνου. Που σημαίνει ότι και αυτή γνώριζε για την πλαστότητα των παραπάνω εγγράφων και παρά ταύτα συντόνιζε και καθοδηγούσε, ως δικηγόρος, τους κατηγορουμένους στις ενέργειες τους ... Από τα παραπάνω προεκτεθεντα και προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά φρονούμε: α) ότι κατά της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ1 προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της, συνιστάμενες στο ότι αυτή τέλεσε τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτήν πράξεις ...".
Με βάση της παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προς στήριξη κατά της κατηγορουμένης επ' ακροατηρίου κατηγορίας για άμεση συνδρομή: α) σε πλαστογραφία με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος ... των 73.000 ευρώ και β) σε απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία άνω των 73.000 ευρώ, απέρριψε την υπ' αρ. 637/23-11-2007 έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε ως προς αυτήν το υπ' αρ. 3107/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε αυτή να δικασθεί για τις ως άνω κακουργηματικές πράξεις στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, απέρριψε δε το αίτημα της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του Συμβουλίου εκείνου (Εφετών Αθηνών), ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε, τόσο ως προς την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου όσο και προς την απόρριψη του αιτήματος αυτοπρόσωπη εμφάνισης της στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετική με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην κατηγορούμενη, τα αποδεικτικά μέσα (με ιδιαίτερη έξαρση την από 7-12-2005 ένορκη εξέταση της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης-Αλίκης Περιπέση-Βερδουλάκη) από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1β, 94 παρ.1, 216 παρ.1 και 3α και 386 παρ.1 και 3 περ.β' ΠΚ, τις οποίες ορθά εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, που διαλαμβάνει τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτήσεις της αναιρεσείουσας και με τον οποίο προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμως και απορριπτέος. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά και σχεδόν καθ' ολοκληρίαν αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επίσης, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην περιέχουσα ως προς το ζήτημα αυτό πλήρη αιτιολογία εισαγγελική πρόταση, που έχει κατά λέξη "Αφού η αιτούσα κατηγορουμένη έχει αναπτύξει επαρκώς και διεξοδικά τους ισχυρισμούς της με την απολογία της και τα υπομνήματά της", απέρριψε το αίτημα της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του ανωτέρω Συμβουλίου. Γι' αυτό και ως προς το ζήτημα αυτό η σχετική αιτίαση είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Οκτωβρίου 2009 αίτηση της Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1888/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ