Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2191 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Κλητήριο θέσπισμα, Ποινής μετατροπή.




Περίληψη:
Ι. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθείσα έγγραφη προσφορά, αφού το περιεχόμενο αυτής αναφέρεται στην αναγνωσθείσα στο ακροατήριο έκθεση ελέγχου. ΙΙ. Δεν στερείται το κλητήριο θέσπισμα των αξιουμένων στοιχείων της αξιόποινης πράξης και παράβασης του άρθρου 19 §§ 1, 5 Ν. 2523/1997 από τον μη ακριβή προσδιορισμό του ύψους της διαφοράς μεταξύ της αναγραφόμενης στο χαρακτηρισθέν ως εικονικό τιμολόγιο αξίας και της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων που προμηθεύτηκε ο αναιρεσείων. ΙΙΙ. Για τις αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του άρθρου 40 § 2 Ν. 3220/2004, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 δρχ, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της άσκησης ποινικής δίωξης να προηγηθεί η προβλεπόμενη από την εδ. δ' του άρθρου 21 Ν. 2123/1997 διαδικασία. IV. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της κατά παραδοχή λόγου αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας λόγω μετατροπής της ποινής χωρίς προηγουμένως να ερευνηθούν οι προϋποθέσεις αναστολής της ποινής.




Αριθμός 2191/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τριανταφύλλου, περί αναιρέσεως της 3029/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 303/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 139, 331, 333, 334 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α* ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Η ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κ.λ.π.) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημ/κείο Χαλκίδας, με την προσβαλλομένη 3029/2008 απόφαση που εξέδωσε, κρίνοντας κατ' έφεση, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για εικονικότητα του εκδοθέντος από την υπεράκτια "CHESTERTON ENTERPRISES LTD" την 3-1-2002 με αριθμό ... υπερτιμολογημένου με αναφερόμενη σ'αυτό αξία μηχανημάτων 512.831,21 ευρώ τιμολογίου, το οποίο αποδέχθηκε με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας με την επωνυμία "ΜΠΟΥΡΙΚΑΣ ΑΒΕΕ" ο αναιρεσείων δέχθηκε ότι η πραγματική αξία των μηχανημάτων που επιδείχθηκαν στους διενεργήσαντες τον έλεγχο υπαλλήλους της ΣΔΟΕ ... σύμφωνα με την προσφορά της εταιρείας ... ανερχόταν σε 12.396,10 ευρώ, θέτοντας εντός παρενθέσεως τον αριθμό της προσφοράς αυτής (... προφόρμα). Και ναι μεν, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης το ως άνω έγγραφο δεν αναφέρεται ως αναγνωσθέν, όμως στην οικεία θέση των πρακτικών φέρεται ως αναγνωσθείσα με αύξοντα αριθμό 10, η με αριθμό πρωτ. ... έκθεση ελέγχου, στη σελίδα 21 της οποίας διαλαμβάνεται ότι το μηχάνημα που τιμολόγησε η CHESTERTON LTD στην ελεγχόμενη, τιμολογήθηκε σ'αυτήν από την εταιρεία ... , με το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο αξίας 2.062.532 PTAS ή 12.396,10 EURO βάση του υπ' αριθμ. ... proforma της ίδιας εταιρείας. Σύμφωνα συνεπώς με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη εφόσον κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο αναγνώσθηκε η ως άνω έκθεση ελέγχου, στην οποία ρητά μνημονεύεται το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου της εταιρείας ..., ο αναιρεσείων δεν στερήθηκε το δικαίωμά του να ασκήσει το δικαίωμά του, να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το ως άνω αποδεικτικό μέσο. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης των κρινομένων αιτήσεων, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του έλαβε υπόψη το πιο πάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δηλαδή θα πρέπει στο κλητήριο θέσπισμα να περιγράφεται με σαφήνεια και ακρίβεια η πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ήτοι να καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπιση του. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ. 4). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας που υπάρχει στη δικογραφία, παραδεκτά επισκοπούμενο προς έλεγχο της βασιμότητας ή όχι αναιρετικού λόγου, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορία συνίστατο στο ότι αποδέχθηκε τα αναφερόμενα σ'αυτό τιμολόγια της εταιρείας CHESTERTON ENTREPRISES LTD, τα οποία ήταν εικονικά ως προς την αξία τους (in voice), της εικονικότητας προσδιοριζόμενης στη διαφορά μεταξύ της αξίας που αναγράφεται στα τιμολόγια της ως άνω εταιρείας και της πραγματικής αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού που προμηθεύθηκε, με βάση τα τιμολόγια των κατασκευαστικών οίκων. Με το παραπάνω περιεχόμενο το κλητήριο θέσμπισμα δεν στερείτο των αξιουμένων στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης της προβλεπόμενης από το άρθρο 19 § 1, 5 του Ν. 2523/1997, αξιόποινης πράξης, αφού για την συγκρότηση αυτής αρκούσε η μνεία σ'αυτό ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ της αναγραφόμενης στα χαρακτηρισθέντα ως εικονικά τιμολόγια αξίας και της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων που προμηθεύθηκε ο αναιρεσείων και δεν ήταν αναγκαίος για την εγκυρότητα αυτού ο ακριβής προσδιορισμός του ύψους της διαφοράς αυτής, αφού σε οποιοδήποτε ποσό κι αν ανερχόταν αυτή το τιμολόγιο δεν έπαυε να είναι εικονικό. Το Τριμελές επομένως Πλημ/κείο το οποίο απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω μη προσδιορισμού του ύψους της ως άνω διαφοράς που πρόβαλε αυτός με λόγω έφεσης και επανέλαβε στο ακροατήριό του δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 40 § 2 του Ν. 3220/2004 προστίθεται στη παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 εδάφιο, ως εξής: Ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγουμένου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου. Η παραπάνω δικονομικού χαρακτήρα διάταξη η οποία άρχισε να ισχύει από 29 Ιανουαρίου 2004, σύμφωνα με το άρθρο 56 του ως άνω νόμου και η οποία δεν εφαρμόζεται μόνο επί των από την παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004 το πρώτο προβλεπομένων και τιμωρουμένων με ποινή καθείρξεως εγκλημάτων των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 4 του Ν. 2523/1997, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, αλλά καταλαμβάνει και τις αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν υπό την ισχύ του Ν. 2523/1997, κατά τις διατάξεις του οποίου η έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων συνιστούσε μόνο πλημμέλημα ανεξαρτήτως του ύψους της συνολικής αξίας αυτών και συνεπώς επί των πράξεων αυτών δεν απαιτείται πλέον μετά την θέση σε ισχύ της ως άνω διατάξεως για το παραδεκτό της άσκησης της ποινικής δίωξης να προηγηθεί η προβλεπόμενη από την εδ. δ' του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας επιτρεπτά επισκοπούμενα προς έλεγχο της βασιμότητας ή μη αναιρετικού λόγου προκύπτει ότι κατά του κατηγορουμένου υποβλήθηκε από την αρμόδια ΣΔΟΕ ... μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας στις 4-5-2006 που αφορούσε την κατ' εξακολούθηση διάπραξη του πλημ/τος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά την 5-10-1998, 1/4/1999 και 3/1/2002, με βάση δε την μηνυτήρια αυτή αναφορά ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 19 § 1, 4 του Ν. 2527/1997 για τις σ' αυτή αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν υπό την ισχύν του ανωτέρω νόμου. Με την προσβαλλόμενη δε απόφασή του το Τριμελές Εφετείο έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά την 5-10-1998 και 2/4/1999 και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικού τιμολογίου την 3/1/2002, αξίας 512.826,11 ευρώ.
Συνεπώς το Τριμελές Πλημ/κείο, το οποίο προχώρησε στην κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του περί απαραδέκτου της σε βάρος του ασκηθείσας ποινικής δίωξης για το λόγο ότι όταν ασκήθηκε αυτή δεν είχαν καν επιδοθεί σ'αυτόν οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου για τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια αφού αυτές επιδόθηκαν σ'αυτόν στις 3-7-2006, και συνεπώς δεν είχε παρέλθει άπρακτη η προθεσμία επίλυσης της διαφοράς από τις αποφάσεις αυτές, η οποία και προβλέπεται από το εδ. δ' του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, το οποίο, (κατ' αυτού, αναιρεσείοντος) είχε στην περίπτωσή του εφαρμογή, εφόσον η κατ' αυτού κατηγορία, αφορούσε πράξεις πλημμεληματικού χαρακτήρα, δεν υπερέβη θετικά την εξουσία του και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αναίρεσης.
ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82 Π.Κ., είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ίδιο δικαστήριο, αφού επέβαλε στην αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, ανεξάρτητα από τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορούμενης. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής και να προβεί χωρίς καμιά αιτιολογία στη μετατροπή αυτής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στην κατηγορουμένη ποινής των δυο (2) ετών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμό 3029/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στην κατηγορουμένη ποινής φυλακίσεως των δύο (2) ετών. Και

Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή