Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη παραπομπή για απάτη σε βαθμό κακουργήματος λόγω της κατ’ επάγγελμα τέλεσής του, προκύπτουσα από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος με πρόθεση επαναλαμβανόμενης τέλεσής της, ότι θα τηρήσει ανειλημμένη με σύμβαση υποχρέωσή του, όταν αυτή συνοδεύεται ταυτόχρονα με παράσταση άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν και στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και ε΄ λόγοι αναίρεσης. Επιτρεπτή για την πληρότητα της αιτιολογίας η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης.
Αριθμός 2516/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 149/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 428/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 262/19.05.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 42/29-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο αυτοπροσώπως και στρέφεται κατά του αριθμ. 149/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 2815/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή, κατ' επάγγελμα, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δράστη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 13 εδ. στ, 94 παρ. 2, 386 παρ. 1-3α-β Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεώς του αυτής εξεδόθη το αριθμ. 149/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς, και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα την 16-2-2008 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Ποιν.Δ., στη συνέχεια δε επιδόθηκε την 21-2-2008 και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθανάσιο Κανελλόπουλο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 29-2-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών ..., συνετάγη δε από εκείνη, η αριθμ. ... έκθεση, στην οποία διατυπώνονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα εκείνοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από την άνω διάταξη επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (Α.Π. 1023/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. Α.Π. 625/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 21, Α.Π. 382/2006 ΠΧ, ΝΣΤ, 898, Α.Π. 573/2003 ΠΧ, ΝΔ, 123, Α.Π. 1975/2001 ΠΧ, ΝΒ, 639, Α.Π. 692/2000 ΠΧ, ΝΑ, 47 κ.λ.π.).
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1073/2006, Α.Π. 1565/2002 ΠΧ, ΝΓ, 536, Α.Π. 1011/2000 ΠΧ, ΝΑ, 244). Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ., ΝΓ, 638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ, 978, Α.Π. 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ., ΜΖ, 33). Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του Κ.Ποιν.Δ. συντρέχει όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Κατά το έτος 2004 ο εκκαλών Χ διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων στην οδό ... στην ... . Στις 8-12-2004 επισκέφθηκαν την επιχείρηση του ανωτέρω οι Α και Β, οι οποίοι επιθυμούσαν να προβούν στην από κοινού αγορά άδειας ταξί καθώς και καινούργιου οχήματος προορισμένου να χρησιμοποιηθεί ως ταξί. Ο εκκαλών τους διαβεβαίωσε ότι είχε ήδη στα χέρια του από κάποιον τρίτο, δυναμένη άμεσα να μεταβιβασθεί εις αυτούς, μία ολόκληρη (100%) άδεια ταξί. Την άδεια αυτή, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του, ηδύνατο να τους μεταβιβάσει εντός οκτώ εργασίμων ημερών. Εντός δε του χρονικού αυτού διαστήματος, ηδύνατο επίσης να τους μεταβιβάσει και το προορισμένο να χρησιμοποιηθεί ως ταξί, καινούργιο όχημα. Οι Α και Β, πείστηκαν στις διαβεβαιώσεις του εκκαλούντος και δέχτηκαν να καταρτίσουν με τον τελευταίο το από 8-12-2004 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, εις το οποίο ο εκκαλών ρητά ανέφερε ότι είχε στην πλήρη αυτού κυριότητα, νομή και κατοχή μία ολόκληρη (κατά 100%) άδεια ταξί και ένα καινούργιο αυτοκίνητο όχημα μάρκας TOYOTA, τα οποία πωλούσε κατά την ημεροχρονολογία καταρτίσεως του συμφωνητικού (8-12-2004), στους Α και Βαντί τιμήματος 144.000,00 ευρώ. Οι αγοραστές, κατέβαλαν στον πωλητή χρηματικό ποσό 4.000,00 ευρώ κατά την ημέρα καταρτίσεως του εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού ως αρραβώνα, το δε υπόλοιπο ποσό των 140.000,00 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την ημέρα καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου, η οποία δεν προσδιορίστηκε στο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, πλην όμως ο εκκαλών διαβεβαίωσε τους αγοραστές ότι η παράδοση της άδειας και του οχήματος θα γινόταν εντός οκτώ εργασίμων ημερών και δη μέχρι τις 20-12-2004. Στις 9-12-2004 οι αγοραστές κατέβαλαν στον εκκαλούντα το υπόλοιπο του τιμήματος της πωλήσεως, το οποίο ανερχόταν σε 140.000,00 ευρώ, με την ..... τραπεζική επιταγή της Τραπέζης ALPHA BANK, ποσού 40.000,00 ευρώ, εκδόσεως της εν λόγω Τραπέζης εις διαταγήν Γ, της οποίας είχαν γίνει νόμιμοι εξ οπισθογραφήσεως κομιστές και η οποία εισπράχθηκε από τον εκκαλούντα στις 11-12-2004, με μετρητά 60.000,00 ευρώ και με την παράδοση στον εκκαλούντα του ..... Φ.Δ.Χ. του Α, προκειμένου αυτός (εκκαλών) να το εκθέσει στην επιχείρηση του, να το πωλήσει και να εισπράξει για λογαριασμό του το τίμημα της πωλήσεως, η αξία δε του αυτοκινήτου αυτού καθορίστηκε στο ποσό των 40.000,00 ευρώ, ανέμεναν δε την εις αυτούς παράδοση της αδείας και του οχήματος με τη σύγχρονη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου. Παρήλθε όμως η 20η-12ου-2004 και η παράδοση δεν έλαβε χώρα, ο δε εκκαλών προέβαλε διάφορες δικαιολογίες στις εύλογες διαμαρτυρίες των αγοραστών, προκειμένου δε να τους καθησυχάσει τους παρέδωσε για προσωρινή χρήση ένα μεταχειρισμένο όχημα ταξί, το οποίο είχε μισθώσει ο ίδιος από τρίτο, προκειμένου να το εκμεταλλευτούν μέχρι να καταρτισθεί το οριστικό συμβόλαιο και να τους παραδώσει την άδεια και το καινούργιο όχημα κατά τα συμφωνηθέντα, ενώ συγχρόνως τους διαβεβαίωνε ότι τόσον η άδεια όσο και το καινούργιο όχημα βρίσκονταν στα χέρια του και επρόκειτο να μεταβιβασθούν εις αυτούς. Παρήλθε όμως και άλλο χρονικό διάστημα και η μεταβίβαση δεν ελάμβανε χώρα και περί τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2005, ο εκκαλών ανέφερε για πρώτη φορά στους αγοραστές ότι δεν είχε στα χέρια του την άδεια, παρά τις μέχρι τότε περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του και ότι η παράδοση θα γινόταν μία εβδομάδα προ ή μετά το Πάσχα του 2005. Στις 12-5-2005 ο εκκαλών επικοινώνησε για τελευταία φορά με τους αγοραστές και τους ζήτησε να του επιστρέψουν το ταξί που τους είχε παραδώσει προς εκμετάλλευση, έκτοτε δε, δεν επικοινώνησε με αυτούς και δεν καταρτίσθηκε το οριστικό συμβόλαιο, ούτε και μεταβιβάστηκαν η άδεια και το όχημα. Οι δε αγοραστές αναζήτησαν οι ίδιοι τον ιδιοκτήτη του μεταχειρισμένου ταξί το οποίο τους είχε παραχωρηθεί προς εκμετάλλευση και το επέστρεψαν εις αυτόν, ενώ ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν τους επέστρεψε ποτέ το χρηματικό ποσό των 104.000,00 ευρώ το οποίο είχε εισπράξει από αυτούς. Ο δε Α εν τέλει, παρέλαβε αυτογνωμόνως από τη μάντρα του εκκαλούντος το φορτηγό του: Τα παραπάνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προκύπτουν από τα διαλαμβανόμενα στην έγκληση των Α και Β πραγματικά περιστατικά, τις ανωμοτί καταθέσεις τούτων ως πολιτικώς εναγόντων, την κατάθεση του μάρτυρος Δ και τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων και τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίζεται ότι συμφώνησε με τους αγοραστές να τους πωλήσει μία άδεια ταξί που ανήκε στον Ε και όχι στον ίδιο, αντί τιμήματος 124.000,00 ευρώ καθώς και ένα καινούργιο όχημα αντί τιμήματος 22.000,00 ευρώ. Ότι στις 9-12-2004 στα γραφεία της επιχειρήσεως του, παρουσία του Ε οι αγοραστές πράγματι του παρέδωσαν την ως άνω τραπεζική επιταγή, το ποσό των 60.000,00 ευρώ και το φορτηγό και συμφώνησαν να πραγματοποιηθεί η αγοραπωλησία του οχήματος και της αδείας, μετά την πώληση του φορτηγού, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης της αδείας Ε αλλά και η αντιπροσωπεία της TOYOTA απαιτούσαν την καταβολή σε μετρητά του τιμήματος που αντιστοιχούσε στην άδεια και στο όχημα. Εν τω μεταξύ το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει από τους αγοραστές (40.000 ευρώ με την τραπεζική επιταγή και 60.000 ευρώ σε μετρητά), ο εκκαλών κατέβαλε στον Ε. Ο τελευταίος κατόπιν υπαναχώρησε και απαιτούσε επί πλέον τίμημα 30.000,00 ευρώ αρχικά και 40.000,00 ευρώ αργότερα, για την πώληση της αδείας, ενώ δεν επέστρεφε και το ποσό των 100.000,00 ευρώ, που είχε σύμφωνα με τα προλεχθέντα εισπράξει, ισχυριζόμενος ότι το είχε δαπανήσει για λόγους υγείας. Ο δε κατηγορούμενος δεν ηδύνατο να επιστρέψει ο ίδιος στους αγοραστές το ποσό αυτό και τους ζήτησε να αναμένουν μέχρις ότου πωλήσει ο Ε την άδεια ταξί που κατείχε και του επιστρέψει το ποσό των 100.000,00 ευρώ. Εν τω μεταξύ δε συμφώνησαν να τους παραδώσει και τους παρέδωσε πράγματι προς εκμετάλλευση, χωρίς μίσθωμα, ένα ταξί που ο ίδιος κατείχε. Παρά ταύτα όμως δεν κατόρθωσε να τους επιστρέψει το ποσό των 100.000,00 ευρώ, δεδομένου ότι ο ίδιος, ουδέποτε εισέπραξε τούτο από τον Ε. Επί τη βάσει δε των περιστατικών αυτών ο εκκαλών διατείνεται ότι δεν τέλεσε σε βάρος των αγοραστών το έγκλημα της απάτης, αλλά πρόκειται περί διαφοράς αστικής φύσεως. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος δεν έχουν αληθοφάνεια. Στο από 14-3-2007 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων, ο κατηγορούμενος ιστορεί τα πραγματικά περιστατικά ως ανωτέρω εκτίθενται και όχι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο απολογητικό του υπόμνημα και αποδέχεται ότι δήλωσε στους εγκαλούντες ότι είχε διαθέσιμη προς πώληση μία ολόκληρη άδεια ταξί, και ότι εισέπραξε το παραπάνω ποσό ο ίδιος και ότι οφείλει αυτό. Ήδη με το συμφωνητικό αυτό ο εκκαλών κατέβαλε στους εγκαλούντες χρηματικό ποσό 35.000,00 ευρώ, σε μερική εξόφληση της οφειλής του αυτής, λίγες ημέρες προ της απολογίας του και ενώ είχε κληθεί ήδη προς απολογία για τις 9-3-2007 και ζήτησε προθεσμία για τις 15-3-2007 και εν συνεχεία για τις 20-3-2007. Αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ε και ΣΤ, οι οποίοι κατείχαν από κοινού και δη κατά ποσοστό 50% έκαστος την άδεια του ..... Ταξί, συνάγεται ότι ο Ε δεν είχε στην κυριότητα του κατά ποσοστό 100% άδεια ταξί, αλλά κατά ποσοστό 50% και επομένως δεν ήτο δυνατόν να εισπράξει χρήματα για ολόκληρη άδεια ταξί, εφόσον δεν διέθετε τοιαύτη. Ο δε έτερος συνιδιοκτήτης ΣΤ δεν γνωρίζει ούτε και ήλθε σε οιαδήποτε επαφή με τους εγκαλούντες εντός της μάντρας του κατηγορουμένου ή οπουδήποτε αλλού, προκειμένου να πωλήσει σε αυτούς το μερίδιό του επί της αδείας του .....Ταξί. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών αξιολογώντας τα γεγονότα δέχεται ότι η συνολική ζημιά από την πράξη της απάτης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και ότι η πράξη αυτή έγινε κατ' επάγγελμα δεδομένου ότι τελέστηκε βάσει σχεδίου, προς πορισμό σημαντικού εισοδήματος και καταδεικνύει ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων έχει διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης με σκοπό πάντοτε τον πορισμό εισοδήματος. Ακόμα δέχεται ότι όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των εγκαλούντων και του Ζ ο εκκαλών έχει εξαπατήσει με τον ίδιο τρόπο και άλλους υποψήφιους αγοραστές μεταξύ των οποίων και τον Ζ από τον οποίο απέσπασε χρηματικό ποσό 145.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή, κατ' επάγγελμα, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δράστη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά τον αριθμ. 2815/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεση, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει τα ψευδή γεγονότα, τα οποία εν γνώσει της αναληθείας των παρέστησε ο αναιρεσείων στους Α και Β, ότι δηλαδή είχε στα χέρια του, από κάποιον τρίτο, μία ολόκληρη (100%) άδεια ταξί, που μπορούσε άμεσα να μεταβιβαστεί, εντός οκτώ εργασίμων ημερών μαζί με ένα καινούργιο αυτοκίνητο - ταξί, προσδιορίζει τη ζημία και αιτιολογεί το δόλο του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος. Περαιτέρω αιτιολογείται η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της προαναφερομένης αξιόποινης πράξεως, αφού το βούλευμα δέχεται επανειλημμένη τέλεση αυτής αλλά και ότι αυτή τελέστηκε βάσει σχεδίου, προς πορισμό σημαντικού εισοδήματος, που καταδεικνύει ότι ο εκκαλών είχε διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης με σκοπό πάντοτε τον πορισμό εισοδήματος. Τέλος είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, αφού στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία επιτρεπτά αναφέρθηκε, προσδιορίζονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, άλλωστε ούτε ο ίδιος δεν επικαλείται κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, που δεν έλαβε υπόψη του το συμβούλιο. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 42/29-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χκατά του υπ' αριθμ. 149/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 5-5-2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από την άνω διάταξη επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του Κ.Ποιν.Δ. συντρέχει όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2004 ο εκκαλών Χ διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων στην οδό ... στην ... . Στις 8-12-2004 επισκέφθηκαν την επιχείρηση του ανωτέρω οι Α και Β, οι οποίοι επιθυμούσαν να προβούν στην από κοινού αγορά άδειας ταξί καθώς και καινούργιου οχήματος προορισμένου να χρησιμοποιηθεί ως ταξί. Ο εκκαλών τους διαβεβαίωσε ότι είχε ήδη στα χέρια του από κάποιον τρίτο, δυναμένη άμεσα να μεταβιβασθεί εις αυτούς, μία ολόκληρη (100%) άδεια ταξί. Την άδεια αυτή, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του, ηδύνατο να τους μεταβιβάσει εντός οκτώ εργασίμων ημερών. Εντός δε του χρονικού αυτού διαστήματος, ηδύνατο επίσης να τους μεταβιβάσει και το προορισμένο να χρησιμοποιηθεί ως ταξί, καινούργιο όχημα. Οι Α και Β, πείστηκαν στις διαβεβαιώσεις του εκκαλούντος και δέχτηκαν να καταρτίσουν με τον τελευταίο το από 8-12-2004 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, εις το οποίο ο εκκαλών ρητά ανέφερε ότι είχε στην πλήρη αυτού κυριότητα, νομή και κατοχή μία ολόκληρη (κατά 100%) άδεια ταξί και ένα καινούργιο αυτοκίνητο όχημα μάρκας TOYOTA, τα οποία πωλούσε κατά την ημεροχρονολογία καταρτίσεως του συμφωνητικού (8-12-2004), στους Α και Β αντί τιμήματος 144.000,00 ευρώ. Οι αγοραστές, κατέβαλαν στον πωλητή χρηματικό ποσό 4.000,00 ευρώ κατά την ημέρα καταρτίσεως του εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού ως αρραβώνα, το δε υπόλοιπο ποσό των 140.000,00 ευρώ, συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την ημέρα καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου, η οποία δεν προσδιορίστηκε στο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, πλην όμως ο εκκαλών διαβεβαίωσε τους αγοραστές ότι η παράδοση της άδειας και του οχήματος θα γινόταν εντός οκτώ εργασίμων ημερών και δη μέχρι τις 20-12-2004. Στις 9-12-2004 οι αγοραστές κατέβαλαν στον εκκαλούντα το υπόλοιπο του τιμήματος της πωλήσεως, το οποίο ανερχόταν σε 140.000,00 ευρώ, με την ..... τραπεζική επιταγή της Τραπέζης ALPHA BANK, ποσού 40.000,00 ευρώ, εκδόσεως της εν λόγω Τραπέζης εις διαταγήν Γ, της οποίας είχαν γίνει νόμιμοι εξ οπισθογραφήσεως κομιστές και η οποία εισπράχθηκε από τον εκκαλούντα στις 11-12-2004, με μετρητά 60.000,00 ευρώ και με την παράδοση στον εκκαλούντα του ..... Φ.Δ.Χ. του Α, προκειμένου αυτός (εκκαλών) να το εκθέσει στην επιχείρηση του, να το πωλήσει και να εισπράξει για λογαριασμό του το τίμημα της πωλήσεως, η αξία δε του αυτοκινήτου αυτού καθορίστηκε στο ποσό των 40.000,00 ευρώ, ανέμεναν δε την εις αυτούς παράδοση της αδείας και του οχήματος με τη σύγχρονη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου. Παρήλθε όμως η 20η-12ου-2004 και η παράδοση δεν έλαβε χώρα, ο δε εκκαλών προέβαλε διάφορες δικαιολογίες στις εύλογες διαμαρτυρίες των αγοραστών, προκειμένου δε να τους καθησυχάσει τους παρέδωσε για προσωρινή χρήση ένα μεταχειρισμένο όχημα ταξί, το οποίο είχε μισθώσει ο ίδιος από τρίτο, προκειμένου να το εκμεταλλευτούν μέχρι να καταρτισθεί το οριστικό συμβόλαιο και να τους παραδώσει την άδεια και το καινούργιο όχημα κατά τα συμφωνηθέντα, ενώ συγχρόνως τους διαβεβαίωνε ότι τόσον η άδεια όσο και το καινούργιο όχημα βρίσκονταν στα χέρια του και επρόκειτο να μεταβιβασθούν εις αυτούς. Παρήλθε όμως και άλλο χρονικό διάστημα και η μεταβίβαση δεν ελάμβανε χώρα και περί τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2005, ο εκκαλών ανέφερε για πρώτη φορά στους αγοραστές ότι δεν είχε στα χέρια του την άδεια, παρά τις μέχρι τότε περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του και ότι η παράδοση θα γινόταν μία εβδομάδα προ ή μετά το Πάσχα του 2005. Στις 12-5-2005 ο εκκαλών επικοινώνησε για τελευταία φορά με τους αγοραστές και τους ζήτησε να του επιστρέψουν το ταξί που τους είχε παραδώσει προς εκμετάλλευση, έκτοτε δε, δεν επικοινώνησε με αυτούς και δεν καταρτίσθηκε το οριστικό συμβόλαιο, ούτε και μεταβιβάστηκαν η άδεια και το όχημα. Οι δε αγοραστές αναζήτησαν οι ίδιοι τον ιδιοκτήτη του μεταχειρισμένου ταξί το οποίο τους είχε παραχωρηθεί προς εκμετάλλευση και το επέστρεψαν εις αυτόν, ενώ ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν τους επέστρεψε ποτέ το χρηματικό ποσό των 104.000,00 ευρώ το οποίο είχε εισπράξει από αυτούς. Ο δε Α εν τέλει, παρέλαβε αυτογνωμόνως από τη μάντρα του εκκαλούντος το φορτηγό του: Τα παραπάνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προκύπτουν από τα διαλαμβανόμενα στην έγκληση των Α και Β πραγματικά περιστατικά, τις ανωμοτί καταθέσεις τούτων ως πολιτικώς εναγόντων, την κατάθεση του μάρτυρος Δ και τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων και τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίζεται ότι συμφώνησε με τους αγοραστές να τους πωλήσει μία άδεια ταξί που ανήκε στον Ε και όχι στον ίδιο, αντί τιμήματος 124.000,00 ευρώ καθώς και ένα καινούργιο όχημα αντί τιμήματος 22.000,00 ευρώ. Ότι στις 9-12-2004 στα γραφεία της επιχειρήσεως του, παρουσία του Ε οι αγοραστές πράγματι του παρέδωσαν την ως άνω τραπεζική επιταγή, το ποσό των 60.000,00 ευρώ και το φορτηγό και συμφώνησαν να πραγματοποιηθεί η αγοραπωλησία του οχήματος και της αδείας, μετά την πώληση του φορτηγού, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης της αδείας Ε αλλά και η αντιπροσωπεία της TOYOTA απαιτούσαν την καταβολή σε μετρητά του τιμήματος που αντιστοιχούσε στην άδεια και στο όχημα. Εν τω μεταξύ το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει από τους αγοραστές (40.000 ευρώ με την τραπεζική επιταγή και 60.000 ευρώ σε μετρητά), ο εκκαλών κατέβαλε στον Ε. Ο τελευταίος κατόπιν υπαναχώρησε και απαιτούσε επί πλέον τίμημα 30.000,00 ευρώ αρχικά και 40.000,00 ευρώ αργότερα, για την πώληση της αδείας, ενώ δεν επέστρεφε και το ποσό των 100.000,00 ευρώ, που είχε σύμφωνα με τα προλεχθέντα εισπράξει ισχυριζόμενος ότι το είχε δαπανήσει για λόγους υγείας. Ο δε κατηγορούμενος δεν ηδύνατο να επιστρέψει ο ίδιος στους αγοραστές το ποσό αυτό και τους ζήτησε να αναμένουν μέχρις ότου πωλήσει ο Ε την άδεια ταξί που κατείχε και του επιστρέψει το ποσό των 100.000,00 ευρώ. Εν τω μεταξύ δε συμφώνησαν να τους παραδώσει και τους παρέδωσε πράγματι προς εκμετάλλευση, χωρίς μίσθωμα, ένα ταξί που ο ίδιος κατείχε. Παρά ταύτα όμως δεν κατόρθωσε να τους επιστρέψει το ποσό των 100.000,00 ευρώ, δεδομένου ότι ο ίδιος, ουδέποτε εισέπραξε τούτο από τον Ε. Επί τη βάσει δε των περιστατικών αυτών ο εκκαλών διατείνεται ότι δεν τέλεσε σε βάρος των αγοραστών το έγκλημα της απάτης, αλλά πρόκειται περί διαφοράς αστικής φύσεως. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος δεν έχουν αληθοφάνεια. Στο από 14-3-2007 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων, ο κατηγορούμενος ιστορεί τα πραγματικά περιστατικά ως ανωτέρω εκτίθενται και όχι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο απολογητικό του υπόμνημα και αποδέχεται ότι δήλωσε στους εγκαλούντες ότι είχε διαθέσιμη προς πώληση μία ολόκληρη άδεια ταξί, και ότι εισέπραξε το παραπάνω ποσό ο ίδιος και ότι οφείλει αυτό. Ήδη με το συμφωνητικό αυτό ο εκκαλών κατέβαλε στους εγκαλούντες χρηματικό ποσό 35.000,00 ευρώ, σε μερική εξόφληση της οφειλής του αυτής, λίγες ημέρες προ της απολογίας του και ενώ είχε κληθεί ήδη προς απολογία για τις 9-3-2007 και ζήτησε προθεσμία για τις 15-3-2007 και εν συνεχεία για τις 20-3-2007. Αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ε και ΣΤ, οι οποίοι κατείχαν από κοινού και δη κατά ποσοστό 50% έκαστος την άδεια του .....Ταξί, συνάγεται ότι ο Ε δεν είχε στην κυριότητα του κατά ποσοστό 100% άδεια ταξί, αλλά κατά ποσοστό 50% και επομένως δεν ήτο δυνατόν να εισπράξει χρήματα για ολόκληρη άδεια ταξί, εφόσον δεν διέθετε τοιαύτη. Ο δε έτερος συνιδιοκτήτης ΣΤ δεν γνωρίζει ούτε και ήλθε σε οιαδήποτε επαφή με τους εγκαλούντες εντός της μάντρας του κατηγορουμένου ή οπουδήποτε αλλού, προκειμένου να πωλήσει σε αυτούς το μερίδιό του επί της αδείας του ..... Ταξί.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή, κατ' επάγγελμα, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δράστη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 2815/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεση, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπέγαγε αυτά στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε.
Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πληρότητα αιτιολογίας αφού σ'αυτό γίνεται αναφορά α) στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, στις οποίες πείσθηκαν οι εγκαλούντες ότι ήταν αληθείς και προέβησαν στην κατάρτιση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως αδείας αυτοκινήτου και ενός καινουργούς αυτοκινήτου, β) στο ψευδές των διαβεβαιώσεων αυτών, αναγομένων σε ψευδή γεγονότα του παρόντος, με την παραδοχή ότι δεν είχε αυτός στα χέρια του την άδεια ταξί, αλλά τρίτος και μόνο κατά ποσοστό 50%, γ) στη βλάβη που υπέστησαν οι εγκαλούντες, δ) στο δόλο του κατηγορουμένου και ε) στην επανειλημμένη τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης και ότι αυτή τελέσθηκε βάσει σχεδίου, προς πορισμό σημαντικού εισοδήματος. Για τη θεμελίωση δε της επιβαρυντικής περίπτωσης της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος της απάτης παραδεκτά το Συμβούλιο αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στις σκέψεις της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής πρότασης, χωρίς να είναι απαραίτητο να διαλάβει ίδιες σκέψεις. Περαιτέρω από την στην αρχή του αιτιολογικού της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης αναφορά όλων των κατά το είδος τους αναφερομένων αποδεικτικών μέσων αλλά και την αναφορά σε δύο σημεία στο κείμενο αυτής, στο μεν πρώτο "της έγκλησης και των ανωμοτί καταθέσεων των πολιτικών εναγόντων, της κατάθεσης του μάρτυρα Δ αλλά και των καταθέσεως των λοιπών μαρτύρων και των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων" στο δε άλλο "των καταθέσεων των μαρτύρων Ε και ΣΤ" προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο για τον σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσης έλαβε υπόψη του όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά. Άλλωστε ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ποίο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο δεν έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο. Συνακόλουθα πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι α) από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' και ε' σχετικοί λόγοι της αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν θεμελιούται η παράσταση ψευδών γεγονότων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με την αιτίαση ότι δεν προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το Συμβούλιο για τον σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσης έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, και δεν διαλαμβάνει ίδιες σκέψεις, εκτός απ' αυτές της Εισαγγελικής πρότασης όσον αφορά την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της ως άνω πράξης.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29/2/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθμό 149/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ