Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 922 / 2020    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 922/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Μυρσίνη Παπαχίου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) λυθείσας εταιρείας με την επωνυμία Μ. Ν., η οποία είχε την έδρα της στην … και 2) εταιρείας με την επωνυμία S.... LIMITED, η οποία εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πολυχρόνη Περιβολάρη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) εταιρείας με την επωνυμία B… INC, η οποία εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) εταιρείας με την επωνυμία S… SA, η οποία εδρεύει στη ... και διατηρεί γραφείο στη ... και στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) εταιρείας με την επωνυμία Σ… ΕΠΕ, η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) εταιρείας με την επωνυμία M… & Co … , η οποία εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) εταιρείας με την επωνυμία Ε… LIMITED, η οποία εδρεύει στην πόλη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) εταιρείας με την επωνυμία Λ…, η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, 7) Α. Μ., κατοίκου …, 8) Π. Ν. του Ν., χήρας Ε. Ν., κατοίκου …, 9) Π. Κ., κατοίκου … και 10) Ε. Λ., κατοίκου … . Οι 2η, 3η, 7η και 9ος αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σιούφα. Η 6η αναιρεσίβλητη παραστάθηκε με τους εκκαθαριστές της Π. Ν., Ε. Λ. και Ν. Λ., οι οποίοι διόρισαν πληρεξούσιο δικηγόρο τους τον Παναγιώτη Σαπουντζάκη, ενώ οι 8η και 10ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Σαπουντζάκη. Οι 4η και 5η αναιρεσίβλητες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγγελική Ζαρόκωστα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η 1η αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-12-2008 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4462/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 432/2014 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 25-5-2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των 2ης, 3ης, 6ης, 7ης, 8ης, 9ου και 10ου αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 225 ΚΠολΔ η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη δίκη, κατά του μεταβιβάσαντος δε αυτό ενάγοντος δεν μπορεί να προταθεί έλλειψη νομιμοποιήσεως. Όπως προκύπτει περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 και 556 ΚΠολΔ, αναίρεση δύνανται να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το πράγμα ή το δικαίωμα αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφ' όσον αυτός έγινε ειδικός διάδικος μετά την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1218/2019, ΑΠ 1882/2008).
Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της αιτήσεως και αν μεν την συζήτησή της επισπεύδει εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζητήσεώς της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος την επέσπευσε αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση, εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία, οπότε κατά το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, που προσέθεσε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ και εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 98 του ιδίου νόμου και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον βέβαια αυτές δεν είχαν ήδη συζητηθεί κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (20-3-2013), η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως χωρεί παραδεκτά, ως προς όσους από τους διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν νόμιμα κλητευθεί, ενώ κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (ΟλΑΠ 8/2018). Εξάλλου, κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3,5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία είχαν κυρώσει και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τους οριζομένους από τη νομοθεσία του κράτους, στο οποίο απευθύνεται η αίτηση τύπους είτε σύμφωνα με τον ειδικό τύπο που ζητεί ο αιτών υπό την προϋπόθεση να μην είναι ασυμβίβαστος με την νομοθεσία του κράτους τούτου και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν (ΑΠ 501/2014). Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο, προκειμένου επί επιδόσεως, σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση, προκύπτει από την προσκομιδή της ως είρηται βεβαιώσεως της αρμόδιας αρχής, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ενώ για τον υπολογισμό της, κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, προθεσμίας των ενενήντα ημερών για τους διαμένοντας στο εξωτερικό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 22-26/2009).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά. Η δοθείσα πληρεξουσιότητα παρέχει στο δικηγόρο, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που την έδωσε και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται, πλην άλλων, και η άσκηση ενδίκων μέσων, κατά δε το άρθρο 104 του ιδίου Κώδικα, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από το συνδυασμό των αμέσως ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) εάν ο αναιρεσείων είναι εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση και απουσιάζει ο ίδιος ή παρίσταται, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, αυτός θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση αυτού, με την οποία εμφανίζεται ως επιμελούμενος τη συζήτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 576 παρ.1 ΚΠολΔ για συζήτηση της υποθέσεως από τον Άρειο Πάγο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003), β) εάν ο αναιρεσίβλητος είναι εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση και απουσιάζει ή δεν παρίσταται κανονικά ο αναιρεσείων, χωρίς να αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο φερόμενος ως εκπροσωπών αυτόν δικηγόρος ήταν εφοδιασμένος με πληρεξούσιο για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, τότε (και υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων είχε κλητευθεί νομίμως από τον αναιρεσίβλητο, ώστε να είναι έγκυρη η συζήτηση της αναιρέσεως, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ), η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, καθόσον ασκήθηκε χωρίς τη συνδρομή της κατά νόμο απαιτουμένης πληρεξουσιότητας (ΑΠ 1330/2018, ΑΠ 334/2017, ΑΠ 195/2014).
Το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, ορίζει ότι: Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα, και τουλάχιστον ενενήντα ημέρες, αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 3, 160 παρ. 1 και 106 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής, μόνο όμως στην περίπτωση της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης, της οποίας πρέπει να γίνεται συγκεκριμένα επίκληση από το διάδικο που υφίσταται αυτή. Θεωρείται πάντως ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την παράβαση που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα της άμυνας του διαδίκου, ιδίως δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, αν ο καλούμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και αντιτάσσει πλήρη υπεράσπιση γι' αυτήν (ΑΠ 329/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, υπόκειται προς κρίση η από 25-5-2017 αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειουσών: 1) της λυθείσας εταιρίας με την επωνυμία "Μ.Ν", που έδρευε στην …, ηττηθείσης, πρωτοδίκως και 2) της εταιρίας με την επωνυμία "S… LIMITED", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νομίμως, προς την οποία εκχωρήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, εγγράφως η επίδικη απαίτηση, κατά της υπ' αριθμ. 432/2014 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Η συζήτηση της αναιρέσεως ορίστηκε κατά τη δικάσιμο της 25-2-2019 με επιμέλεια των αναιρεσειουσών, όπως τούτο προκύπτει από την από 8-10-2018 Πράξη του Προέδρου του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (άρθρο 568 παρ. 2-4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την από 28-12-2012 παραγγελία προς επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως, κάτω από το αντίγραφο της, του δικηγόρου Πολύχρονη Περβολάρη, του δικηγορικού συλλόγου Πειραιώς, ως πληρεξουσίου δικηγόρου τους και των επικαλουμένων και προσκομιζομένων υπ' αριθμ. 5814 Β', 5815 Β', 5816 Β', 5817 Β', 5818 Β', 5819 Β', 5820 Β711-1-2019 και 5824Β και 5825 Β/16-1-2019 εκθέσεων επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή της Περιφερείας του Εφετείου Αθηνών Α. Α., προς τους αναιρεσιβλήτους, κατά σειρά, έβδομη, ένατο, τρίτη, δεύτερη, δέκατο, όγδοη, έκτη, πέμπτη και τέταρτη αντιστοίχως. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, στην ως άνω μετ' αναβολή δικάσιμο (20-1-2020), δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ, η πρώτη αναιρεσίβλητη, αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "B… INC", εδρεύουσα στο ... (...), ενώ, παρέστησαν οι αναιρεσείουσες και οι λοιποί, πλέον, εννέα (9) συνολικά, αναιρεσίβλητοι. Οι αναιρεσείουσες εκπροσωπήθηκαν από τον ανωτέρω δικηγόρο, Πολύχρονη Περβολάρη, ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ρητή πληρεξουσιότητα της πρώτης αναιρεσείουσας προς τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της Πολύχρονη Περβολάρη για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και την επίσπευση της συζητήσεώς της, καθόσον δεν προσκομίζεται σχετικό πληρεξούσιο.
Συνεπώς, πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως προς την ανωτέρω πρώτη αναιρεσείουσα (άρθρο 577 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ, ως προς αυτήν δεν πρέπει να περιληφθεί διάταξη για καταδίκη της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των νομίμως παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, διότι, λόγω της ελλείψεως πληρεξουσιότητας, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκήσασα την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Καθόσον αφορά τη δεύτερη αναιρεσείουσα προς την οποία, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, εκχωρήθηκε εγγράφως η επίδικη απαίτηση, η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558,564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Ωστόσο, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα κλήτευσε νομίμως και εμπροθέσμως την απολειπόμενη πρώτη αναιρεσίβλητη, προκειμένου να παραστεί κατά τη συζήτηση της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως, στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο (25-2-2019), ώστε η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο να ισχύει ως κλήτευσή της για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (10-2-2020), σύμφωνα με άρθρο 226 παρ. 4 εδ 3 και 4 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατά το άρθρο 575 του ιδίου κώδικα. Μετά ταύτα πρέπει: α) ως προς την απούσα πρώτη αναιρεσίβλητη, να χωρισθεί η υπόθεση και να κηρυχθεί, ως προς αυτήν, απαράδεκτη η συζήτηση της αναιρέσεως και β) ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, απλούς ομοδίκους, εννέα (9) πλέον, συνολικά, να χωρήσει η συζήτηση της αναιρέσεως. Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί της τέταρτης και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων, αλλοδαπών εταιριών, με τις επωνυμίες "M… & CO …" και "E… LIMITED" αντιστοίχως, που εδρεύουν στη ... και στην πόλη ..., αντιστοίχως, οι οποίες, δια των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προβάλλουν ότι το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας η συζήτηση αρχικώς προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25-2-2019, επιδόθηκε στον δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο-Μιλτιάδη Ασπιώτη, ως αντίκλητο δικηγόρο αυτών, που είχε παραστεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, την 16-1-2019, ήτοι σε μικρότερη προθεσμία από αυτή των ενενήντα ημερών που ορίζει ο νόμος για την επίδοση της κλήσεως και, ως εκ τούτου, είναι άκυρη η επίδοση της κλήσεως και απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι, οι ίδιες (τέταρτη και πέμπτη αναιρεσίβλητες) δεν επικαλούνται τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής τους βλάβης από τη μη εμπρόθεσμη κλήτευσή τους, ούτε κάνουν αναφορά στη βλάβη που τυχόν υπέστησαν. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει δικονομική βλάβη, όταν από την παράλειψη που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεαστεί, η δυνατότητα της άμυνάς τους, ιδίως δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, καθόσον αυτές που την προτείνουν παρέστησαν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και αντέταξαν πλήρη υπεράσπιση γι αυτήν. Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνδρομής δικονομικής βλάβης στην προκειμένη περίπτωση καθόσον, ως προελέγχθη, συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως αναβλήθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο (της 25-2-2019) για την παρούσα δικάσιμο (της 20-1-2020), και οι ως άνω αναιρεσίβλητες είχαν χρόνο για να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους και, εντεύθεν, να μην ανακύψει γι' αυτές δικονομική βλάβη, την οποία άλλωστε ούτε και προσδιορίζουν ειδικότερα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005). Με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και Ολ. ΑΠ 28/1998). Εξάλλου, με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924 "για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές", όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23-2-1968 και 23-12-1979 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ) και, συνεπώς, οι κανόνες της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001, αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην Ελλάδα από την 26-6-1993: α) για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που εκτελούνται με φορτωτική και οι λιμένες φορτώσεως και εκφορτώσεως ανήκουν σε διαφορετικά κράτη και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (άρθρα 1 περ.β', 2 παρ.1 και 3 παρ.1, 5 παρ.2 και 10 παρ.2 και 3 του ν.2107/1992 -ΑΠ 376/2008). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5 εδ. β, 4β της άνω Διεθνούς Συμβάσεως, όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23-2-1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών και το άρθρο 4β προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω Πρωτοκόλλου, συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για απώλεια ή μερική βλάβη των πραγμάτων κατά το χρόνο της μεταφοράς και ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης αυτών σε θαλάσσια μεταφορά οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, δηλαδή αυτός που ζημιώνεται από την απώλεια ή βλάβη του, δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και να αξιώσει αποζημίωση, το μέτρο της οποίας θα υπολογίζεται με βάση τη χρηματιστηριακή ή αν δεν υπάρχει τέτοια, την τρέχουσα ή τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς (ΑΠ 343/2019, ΑΠ 928/2011). Με την άνω διάταξη, δηλαδή, καθορίζεται το μέτρο υπολογισμού της αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας από την απώλεια ή βλάβη του φορτίου. Περαιτέρω, εκ των διατάξεων των άρθρων 297 εδαφ. α', 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του Ελληνικού δικαίου, είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως, είτε εξ αδικοπραξίας, είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφόσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται εις χρήμα. Ως "χρήμα" κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως νοείται το μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2842/2000 εθνικό νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, διά του νομίσματος δε τούτου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Εάν προ της εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών εις αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπ' όψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα σε ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απώλειας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά την ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ, η δε ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 124/2014, 1203/2010). Σύμφωνα δε με αυτή τη γενική αρχή του άρθρου 297 εδ. α' ΑΚ, η άνω αποζημίωση από την απώλεια ή βλάβη του μεταφερομένου φορτίου, υπολογιζομένη κατά τις άνω διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως, οφείλεται σε ημεδαπό νόμισμα, χωρίς η φύση της τελευταίας ως χρηματικής οφειλής να αλλοιώνεται στην περίπτωση που ο τόπος προορισμού των πραγμάτων βρίσκεται στην αλλοδαπή. Ειδικότερα, επί της τελευταίας αυτής περιπτώσεως, το γεγονός και μόνο ότι στον αλλοδαπό λιμένα προορισμού (τόπο εκφορτώσεως) οι αξίες, εντεύθεν και η αποκαταστατέα αξία του φορτίου, εκφράζονται στο αντίστοιχο αλλοδαπό νόμισμα, κατά το χρόνο ενάρξεως της εκφορτώσεως, δεν μεταβάλλει τη ρύθμιση του άρθρου 297 εδ. α' ΑΚ, ούτε τη φύση της, εκ των ανωτέρω αιτιών, ενοχής του θαλάσσιου μεταφορέα, εφόσον και τότε η επιδιωκομένη στην Ελλάδα αποζημίωση, είτε με καταψηφιστική είτε με αναγνωριστική αγωγή, για την αποκατάσταση από αυτόν της ζημίας του δικαιούχου του φορτίου - όπως οι ανωτέρω διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως τη συγκεκριμενοποιούν και περιορίζουν, συμφώνως προς τους σταθερούς παράγοντες, που καθιερώνουν την προβλεπομένη σ' αυτές αξία των πραγμάτων στον τόπο και το χρόνο της ενάρξεως της εκφορτώσεως - είναι καταβλητέα σε ευρώ, και ειδικότερα στο αντίστοιχο σ' αυτό ποσό του αλλοδαπού νομίσματος, με βάση τη μεταξύ τους ισοτιμία κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο της εκφορτώσεως (ΑΠ 343/2019).
Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη δεχόμενο ειδικότερα ότι κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αποκαταστατέας ζημίας δεν είναι εκείνος της κατά τον οποίο το πλοίο έπρεπε να εκφορτωθεί στο λιμένα προορισμού αλλά ο χρόνος πληρωμής της αποζημιώσεως, εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α' ΑΚ, 1 του ν. 2842/2000, 3 παρ.1, 4 παρ. 1, 5 εδ. β' και 4β' του ν. 2107/1992.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της από 8-12-2008 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκύπτει ότι η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "ΜΝ" ισχυρίστηκε ότι ως πλοιοκτήτρια της …, με το όνομα "F…", ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, παραγγελιοδόχο μεταφοράς, να εξεύρει θαλάσσιο μεταφορέα με σκοπό τη μεταφορά του πλοίου από το λιμένα ... στο λιμένα του …. Ότι η πρώτη εναγομένη ανέθεσε τη διενέργεια της μεταφοράς στη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, με την επωνυμία "S…", που διατηρεί εγκατάσταση και στην Ελλάδα (…). Ότι η μεταφορά διενεργήθηκε με το πλοίο με το όνομα "G…", κυριότητας της τετάρτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, με την επωνυμία "M… & CO …" και εφοπλισμού της πέμπτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, με την επωνυμία "E… LIMITED". Ότι κατά την εκφόρτωση του μεταφερθέντος … πλοίου, που έλαβε χώρα στο αγκυροβόλιο του λιμένα της …, με τη συνδρομή της τρίτης εναγομένης εταιρίας, με την επωνυμία " Σ… ΕΠΕ", παρουσία του αρμοδίου υπαλλήλου της, ενάτου εναγομένου, και με τη χρήση πλωτού γερανού πλοιοκτησίας της έκτης εναγομένης εταιρίας, με την επωνυμία "… ΕΤΑΙΡΙΑ", πλοίαρχος του οποίου ήταν ο ενδέκατος εναγόμενος, αυτό (μεταφερθέν και εκφορτούμενο … πλοίο), υπέστη βλάβες, εξαιτίας των οποίων απομειώθηκε η αξία του κατά το ποσό των 311.200,00 δολλαρίων ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 200.000, 00 ευρώ. Ζήτησε να υποχρεωθούν τα ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα, και, επιπλέον οι όγδοη και ένατη εναγόμενες, καταστατικά όργανα των δεύτερης, τρίτης και έκτης των εναγομένων, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, για τη μερική βλάβη του πλοίου, το ισάξιο των 311.200,00 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ στον τόπο και κατά το χρόνο της εκφορτώσεως κατά τη σύμβαση, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, ως προς τη νομιμότητα της αγωγής, δέχθηκε τα εξής: " Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 ν.5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει από 1-1-2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις ...
Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στον χρόνο επαγωγής της ζημίας... σε περίπτωση δε που δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο... στην περίπτωση αξιώσεως που στηρίζεται ευθέως το νόμο και για την κατάφαση της οποίας δεν απαιτείται η σύναψη συμβάσεως ή η τέλεση αδικοπραξίας, όπως αυτή που πηγάζει από αδικαιολόγητο πλουτισμό αυτή (αξίωση) εξοφλείται σύμφωνα με την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος προς το ημεδαπό κατά το χρόνο της πληρωμής... Στην ένδικη περίπτωση...η από 8-12-2008 αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της λόγω μη αποδείξεως της νομιμοποιήσεως της ενάγουσας...η αγωγή αυτή έπρεπε να απορριφθεί πλην για το λόγο ότι δεν στηριζόταν στο νόμο και τούτο διότι με αυτή εζητείτο η αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας της ενάγουσας με τρεις μεν νομικές βάσεις, αλλά κατά την ισοτιμία του νομίσματος προσδιορισμού της ζημίας (USD) προς το ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) κατά την ημέρα επελεύσεως του ζημιογόνου περιστατικού ...δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής -υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ' άρθρο 223 εδαφ.β' ΚΠολΔ-θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ'αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολλαρίου θα ήταν μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας ή της ασκήσεως της αγωγής, το οποίο, όμως, είναι αβέβαιο...Επομένως, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να δεχθεί ότι ορθώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως η αγωγή αλλά να προβεί, επιτρεπτά, λόγω της ισοσθένειας των προκυπτόντων δεδικασμένων... στην αντικατάσταση της υφιστάμενης απορριπτικής αιτιολογίας με αυτή της παρούσας και να απορρίψει κατ' ουσίαν την έφεση... ". Με βάση τα ανωτέρω το Εφετείο δέχθηκε τυπικώς και κατ' ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας, εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 4462/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας και, ακολούθως, απέρριψε την από 8-12-2008 αγωγή ως μη νόμιμη, δεχόμενο ειδικότερα ότι κρίσιμος χρόνος υπολογισμού του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ για τον προσδιορισμό της ανορθωτέας ζημίας είναι εκείνος της πληρωμής της αποζημιώσεως και όχι εκείνος της εκφορτώσεως στο λιμένα του προορισμού του. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α' ΑΚ, 1 του ν. 2842/2000, 3 παρ.1, 4 παρ. 1, 5 εδ. β' και 4β' του ν.2107/1992, συμφώνως προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά ταύτα η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, πλην εκείνων που δίκασαν, ενώ παρέλκει λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του δεκτού γενομένου λόγου η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στη δεύτερη αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι παριστάμενοι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά της έξοδα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αναιρέσεως ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "B… INC".

Απορρίπτει, ως απαράδεκτη, την από 25-5-2017 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 432/2014 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα εταιρία με την επωνυμία "ΜΝ".
Διατάσσει το χωρισμό της δίκης ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα (εταιρία με την επωνυμία "ΜΝ") και πρώτη αναιρεσίβλητη (αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία "B… INC") και τη συνέχιση αυτής ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα και τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους.

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 432/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.

Παραπέμπει, την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο, ως άνω Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή στη δεύτερη αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου.

Καταδικάζει τους ως άνω παρισταμένους αναιρεσίβλητους (δεύτερη έως και δέκατο) στα δικαστικά έξοδα της δευτέρας αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2020.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Αυγούστου 2020.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή