Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1477 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Βούλευμα. Απέρριψε έφεση τριών αναιρεσειόντων κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη, με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι κατ' ουσία οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1477/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ'αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις τρεις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2496/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Ζ και 2. Ζ2. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Ιανουαρίου 2009 τρεις χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 279/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 110/30-3-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, τις υπ'αριθ. 12/30-1-2009, 13/30-1-2009 και 14/30-1-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: (1) Χ1, (2) Χ2 και (3) Χ3, αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους από τον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Ηλιόπουλο, δυνάμει των από 28/1/2009 προσαρτημένων στις αιτήσεις και νομίμως θεωρημένων εξουσιοδοτήσεων και στρέφονται κατά του υπ'αριθ. 2496/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 1423/2008 βούλευμα του παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της άμεσης συνέργειας σε απάτη, από την οποία το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ.
Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες με το υπ'αριθ. 2496/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε την 27-1-2009 με θυροκόλληση και στους τρεις αναιρεσείοντες σύμφωνα με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 ΚΠΔ. Επακολούθησε η επίδοσή του την 19/1/2009 στον διορισθέντα αντίκλητό τους Ιωάννη Σκλαβούνη οι δε αιτήσεις αναίρεσης όλων ασκήθηκαν την 30-1-2009 ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα Εφετών Αθηνών, συνετάγησαν δε νομοτύπως οι υπ'αριθ. 12/30-1-2009, 13/30-1-2009 και 14/30-1-2009 αντίστοιχες εκθέσεις αναίρεσης όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγο για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
-Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε με δικές του σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει επαρκώς κατ'είδος, προέκυψαν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων για την αποδιδόμενη σ'αυτούς αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 ευρώ (άρθρα 13, 14-18, 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1, 46 παρ. 1β', 386 παρ. 1, 3 εδ. β'Π.Κ. ως ισχύει). Ειδικότερα κατά το αρθρ. 386 § 1 ΠΚ "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται (α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού (β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 386 § 1 ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που\ πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Οταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται κατά την §3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§4 Ν. 2721/99, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ή 15.000 €), είτε χωρίς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα και υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ή 73.000 €) (ΑΠ 471/08 αδημ. ΑΠ 548/08 αδημ., ΑΠ 323/94 ΠΧ 1994-388, ΑΠ 858/04 Ποιν. Λογ. 2004-1092, ΑΠ 796/08 αδημ). Περαιτέρω κατά το αρθρ. 46 § 1 β' ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κυρίας πράξης.
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας σε έγκλημα άλλου, βάσει της αρχής του περιορισμένου παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής που καθιερώνει το άρθρο 48 ΠΚ (ΑΠ 162/86) απαιτείται (α) αφενός μεν ο άλλος (ο αυτουργός) να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει την άδικη πράξη, η οποία δεν καλύπτεται από κάποιο λόγο που να αίρει το άδικο αυτής (ΑΠ 577/79 Π. Χρ. ΚΘ-669), δηλ. πράξη που συνιστά τέλεση ή απόπειρα τέλεσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφετέρου δε ο συνεργός να τελέσει πράξη υποστηρικτική της κυρίας πράξης του αυτουργού, με άμεσα συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή δε θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του εγκλήματος (ΑΠ 18/87 Π.Χρ. ΛΖ-378, ΑΠ 540/06 αδημ., ΑΠ 858/04, ΑΠ 1023/06).
Στη προκείμενη περίπτωση από όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και ειδικότερα από τη μήνυση τις χωρίς όρκο καταθέσεις της μηνύτριας και τα υπομνήματα αυτής, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα τους και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ μαζί με την αδελφή της Φ και με τη νομική μορφή της Ομορρύθμου εταιρείας ασκεί επιχείρηση χονδρικού εμπορίου ειδών ραπτικής στην ... σε ιδιόκτητο διατηρητέο ακίνητο στην πλατεία .... Ο πατέρας του πρώτου κατηγορουμένου Ζ1 ασκούσε στο παρελθόν επιχείρηση εμπορίου πλησίον του καταστήματος της εγκαλούσας και διατηρούσε με τον πατέρα της φιλικές σχέσεις. Η οικογενειακή επιχείρηση συνεχίστηκε από την εγκαλούσα και την αδελφή της και μετά το θάνατο του πατέρα τους. Ο Ζ1 (α' κατηγορούμενος), αφότου πέθανε ο πατέρας του δεν εμφανίστηκε στην περιοχή αυτή για χρονικό διάστημα πλέον των 15 ετών. Περί το καλοκαίρι του 1998, ο εν λόγω πρώτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε στην επιχείρηση της εγκαλούσας και εκμεταλλευόμενος την παλαιά σχέση του πατέρα του με τον πατέρα αυτής προσπάθησε να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις μαζί τής και με την αδελφή της, πράγμα που πέτυχε, ενώ με την πάροδο του χρόνου οι επαφές τους έγιναν στενότερες και η παρουσία του κατηγορουμένου τούτου στο κατάστημα των αδελφών ... ήταν σχεδόν καθημερινή. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του αυτών ο κατηγορούμενος Ζ1 παρουσίαζε τον εαυτόν του ως ένα επιτυχημένο επιχειρηματία εισαγωγής και διακίνησης πολυτίμων λίθων και κυρίως χρυσού, αλλά και άλλων ευγενών μετάλλων, εμφανίσθηκε επίσης ως επιχειρηματίας που μετείχε σε πολλές δραστηριότητες από άποψη αντικειμένου, όπως στο καζίνο της Πάρνηθος, σε εταιρίες εισαγωγών ιατρικών μηχανημάτων κλπ. Για να γίνει δε ακόμη πειστικότερος για την επιτυχημένη επιχειρηματική του δραστηριότητα επικαλείτο την Εβραϊκή του καταγωγή, η οποία δήθεν του εξασφάλιζε υψηλές γνωριμίες τόσο στον επιχειρηματικό κόσμο όσο και με ισχυρούς πολιτικοοικονομικούς παράγοντες της χώρας, ότι είχε παντρευτεί στο Ισραήλ με την Χ3, (αναιρεσείουσα), με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, έχοντας αποκτήσει με αυτή δύο τέκνα τον Χ1 και τη Χ2 (αναιρεσείοντες) έκτοτε δε συζούσε με την Ζ2 στην Ελλάδα και είχε υιοθετήσει και έτερο τέκνο τον .... Ακόμη ο κατηγορούμενος αυτός ισχυρίστηκε στις αδελφές ... ότι δήθεν η οικογένεια της πρώην συζύγου του Χ3, είχε εργοστάσιο επεξεργασίας χρυσού και κοπής πολυτίμων λίθων στο Ισραήλ στο οποίο ασχολήθηκε μάλιστα επί σειρά ετών ο ίδιος και στη συνέχεια ανέλαβε με την ιδιότητα του στελέχους και του συζύγου της κόρης των ιδιοκτητών ποσοστό μετοχών, ενώ ακολούθως, λόγω της διάστασης αποχώρησε από την επιχείρηση και τη θέση του ανέλαβε ο υιός του Χ1(αναιρεσείων) και ότι ο τελευταίος συνεργαζόταν με αυτόν επαγγελματικά στην επιχείρηση που διατηρούσε πλέον στην ... στην οδό ... μέ την επωνυμία "TRANS WORLD ENTERTAINMENT SA" στην οποία απασχολείται και η κόρη του Χ2 (αναιρεσείουσα). Με τις πιο πάνω συνεχείς παραστάσεις και ισχυρισμούς του ο Ζ1 κέρδισε την εμπιστοσύνη εκτίμηση και φιλία των αδελφών ..., με αποτέλεσμα οι σχέσεις τους πλέον να γίνουν θερμότερες σε επίπεδο συχνότατων επισκέψεων εκείνου και των μελών της οικογενείας του, τόσο στο κατάστημα τούτων, όσο και στην οικία της εγκαλούσας στην οδό ... και την ανταλλαγή δώρων σε ονομαστικές ή άλλου είδους εορτές. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών ο κατηγορούμενος Ζ1 και στα πλαίσια της εφαρμογής του απατηλού του σχεδίου έφερνε μαζί του και επεδείκνυε στις αδελφές ... διάφορα αντικείμενα ως πειστήρια της άνω δραστηριότητας του και συγκεκριμένα κουτιά τα οποία ισχυριζόταν ότι περιείχαν δήθεν ποσότητες χρυσού και έντυπα που δήθεν κυκλοφορούσαν μόνο στο εξωτερικό και περιείχαν πανάκριβες συλλογές κοσμημάτων τα οποία δήθεν προμήθευε αυτός. Τα κουτιά δε αυτός άφηνε για κάποιες ημέρες στο κατάστημα της εγκαλούσας για φύλαξη, τονίζοντας ότι δεν ανησυχεί για την ασφάλεια τους σε ένδειξη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο της ο εγκαλούσας και της αδελφής της. Στα πλαίσια της σχέσης τους αυτής ο Ζ1 από τα τέλη του 1998, προβάλλοντας διάφορες αιτίες ως δικαιολογίες, ζητούσε από τις αδελφές ... την εξυπηρέτησή του με διάφορα χρηματικά ποσά επικαλούμενος συνήθως επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες για την επιχειρηματική του δραστηριότητα, τα οποία πάντοτε φρόντιζε να επιστρέφει αμέσως χωρίς να δίνει κανένα δικαίωμα. Οι αδελφές ..., ενόψει της εμπιστοσύνης και της σχέσεως που είχε αναπτυχθεί διευκόλυναν τον α' εκκαλούντα Ζ1 και τα χρήματα αυτά είτε παρέδιναν στον ίδιο, είτε τα κατέθεταν σε λογαριασμούς τρίτων, όπως και στον τραπεζικό λογαριασμό της 3ης εκκαλούσας Ζ2 κατόπιν δικής του υποδείξεως και για δική του οικονομική υποχρέωση. Η άμεση δε επιστροφή των χρημάτων που ελάμβανε από την εγκαλούσα είχε ως απώτερο στόχο να δημιουργήσει αίσθηση αξιοπιστίας του σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές του, έτσι ώστε να καταφέρει να εξαπατήσει τις αδελφές ... και, εν προκειμένω, την εγκαλούσα και να εισπράξει από αυτή πολύ μεγαλύτερα ποσά και έτσι να ωφεληθεί περισσότερο. Εκείνο όμως που ενίσχυσε την άποψη της εγκαλούσας για τις καλές προθέσεις του κατηγορουμένου Ζ1 στο προσωπό της και της ικανότητας του στις οικονομικές συναλλαγές ήταν όταν το καλοκαίρι του έτους 1999 και ενώ οι αποδόσεις των επενδυτών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ήταν πολύ καλές η εγκαλούσα εξέφρασε την επιθυμία της να επενδύσει σ' αυτό το χρηματικό ποσό των 120.000.000 δρχ. σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια και επειδή δεν είχε σχετική εμπειρία ζήτησε την συμβολή του. Ο εν λόγω κατηγορούμενος την απέτρεψε από την ως άνω επένδυση και εξέφρασε την εκτίμηση ότι σύντομα το χρηματιστήριο θα σημείωνε σημαντικές πτωτικές τάσεις και η εγκαλούσα τελικά ακολούθησε τη συμβουλή του, η οποία αποδείχθηκε ορθή και δεν επένδυσε με συνέπεια, αφενός ο κατηγορούμενος Ζ1 να επαίρεται για την εκτίμησή του αυτή και αφετέρου η εγκαλούσα να τον ευγνωμονεί γι' αυτό και έτι περισσότερο να πειστεί για τις καλές του προθέσεις και τις ικανότητες του στις οικονομικές συναλλαγές. Επομένως, ο ως άνω κατηγορούμενος Ζ1 γνωρίζοντας την πολύ καλή οικονομική κατάσταση της εγκαλούσας και κυρίως ότι είχε στη διάθεση της για άμεση ρευστοποίηση τουλάχιστον το ποσό των 120.000.000 δρχ. στις αρχές Δεκεμβρίου 1999 με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε με γνώση του ψευδώς στην εγκαλούσα ότι χάρη στις γνωριμίες και διασυνδέσεις του είχε συνάψει συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" και μάλιστα με την ίδια την Πρόεδρο του Οργανισμού ..., με αντικείμενο την προμήθεια όλων των ποσοτήτων χρυσού που θ' απαιτούντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες την κοπή και κατασκευή των μεταλλίων και των αναμνηστικών Ολυμπιακών νομισμάτων και γενικά να καλύψει αυτός όλες τις ανάγκες της Ολυμπιάδας σε ευγενή μέταλλα και πολύτιμους λίθους ανέφερε όμως ότι επειδή η ανάληψη από αυτόν της ως άνω συμφωνίας ήταν μεγάλης οικονομικής εμβέλειας η ολοκλήρωση και εκτέλεση της ήταν επισφαλής, διότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του στις συμβατικές υποχρεώσεις θ' αντιμετώπιζε σοβαρούς κινδύνους, αλλ' όμως στην περίπτωση που έβαινε επιτυχώς θα του απέφερε τεράστια οικονομικά οφέλη ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών. Προκειμένου, λοιπόν, να είναι βέβαιος ως προς την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ζήτησε την οικονομική βοήθεια της εγκαλούσας με την μορφή δανείου ποσού τουλάχιστον 90.000.000 δρχ., ποσό που θα καθιστούσε βέβαιη την επιτυχή εξέλιξη της ανωτέρω συμφωνίας, ενώ ως χρόνος επιστροφής του ποσού του δανείου θα ήταν αυτός της λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων το Σεπτέμβριο 2004. Η εγκαλούσα αρχικά είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τη χορήγηση του δανείου αυτού και ζήτησε από τον κατηγορούμενο Ζ1 κάποιο χρονικό περιθώριο για να του απαντήσει. Ο ίδιος δε για να κάμψει τις όποιες δικαιολογημένες επιφυλάξεις της εγκαλούσας επικαλέστηκε και την προηγούμενη ηθική υποχρέωση που του όφειλε η τελευταία στην περίπτωση της αποτροπής της από την επένδυση στο χρηματιστήριο, την φιλική σχέση που είχε μεταξύ τους αναπτυχθεί, την οποία της υπενθύμιζε με τη φράση "οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται", αλλά και των μεγάλων χρηματικών ωφελημάτων που επρόκειτο ν' αποκτήσει αυτός μετά την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, τα οποία θα καθιστούσαν βέβαιη την έγκαιρη αποπληρωμή του δανείου. Εξετέρου και οι λοιποί κατηγορούμενοι εκκαλούντες συγγενικά πρόσωπα του πρώτου κατηγορουμένου τέκνα αυτού αλλά και πρώην σύζυγος και νυν σύντροφος αυτού, με προφανή σκοπό να κάμψουν τις όποιες επιφυλάξεις της εγκαλούσας στη χορήγηση του δανείου αυτού την επισκέφθηκαν πολλές φορές στην οικία της κατά την διάρκεια των οποίων την πίεζαν να συναινέσει σ' αυτό ώστε να μη χαθεί μία τέτοια ευκαιρία (βλ. ιδία από 15.9.05 προανακριτική κατάθεση της Φ), αλλά και ενισχύοντας τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του τις οποίες αν και γνώριζαν, δεν αποκάλυπταν αλλά αντίθετα επιβεβαίωναν (βλ. ιδία με αρ. 4041/26.5.05 και 4208/29.9.05 ένορκες βεβαιώσεις των Θ και Ξ αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσ. Στυλογιάννη). Τελικά η εγκαλούσα αφενός λόγω της σχέσης της με τον κατηγορούμενο Ζ1, όπως αυτή αναπτύχθηκε παραπάνω και κυρίως λόγω της παραπλάνησης της από αυτόν με την συνδρομή και των λοιπών κατηγορουμένων εκκαλούντων και αναφορικά με τη δήθεν συναφθείσα από αυτόν συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" και την απόκτηση μεγάλων οικονομικών ωφελειών από αυτή που θα καθιστούσαν βέβαιη την έγκαιρη αποπληρωμή του ποσού του δανείου αυτού πείστηκε να προβεί στην χορήγηση του ύψους 90.000.000 δρχ. Την χορήγηση του δανείου ανακοίνωσε στον Ζ1 η εγκαλούσα κατά την εορτή των Χριστουγέννων 1999 στην οικία της παρουσία της αδελφής της Φ ενός εξαδέλφου τους ονόματι ..., του Θ και της Ζ2, προσδιόρισε δε ότι θα του δώσει τα χρήματα την 31.12.1999 στην οικία της (βλ. ιδία από 13.9.05 προανακριτική κατάθεση του Θ). Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε προφορικά έντοκο και ότι θ' αποδοθεί το αργότερο μέχρι 31.12.04, δηλαδή λίγους μήνες μετά την λήξη των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων. Εξάλλου, την ημέρα των Χριστουγέννων κατά την ονομαστική εορτή της μηνύτριας στην οποία παραβρέθηκε μεταξύ άλλων και ο άνω Θ, ο ίδιος ο ανωτέρω κατηγορούμενος και εις επήκοον όλων ανακοίνωσε ότι είχε κλείσει την ανωτέρω συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" δηλώνοντας ότι έχει προσωπικές σχέσεις·με την ... (βλ. σχετ. ιδία από 13.9.05 ένορκη κατάθεση Θ). Την άνω υπόσχεση τήρησε η εγκαλούσα και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου στην οικία της στην οποία ήταν παρόντες μεταξύ των άλλων η αδελφή της Φ, ο Ξ, ο Θ καθώς και Ζ2 (3η εκκαλούσα) έχοντας τα χρήματα σε μία κόκκινη βαλίτσα βγήκε από την οικία της συνοδευόμενη από τον πρώτο εκκαλούντα, από τη σύντροφο του Ζ2 και τη Χ2(αναιρεσείουσα) και παρέδωσε τη βαλίτσα αυτή στον Ζ1 που την τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του και αποχώρησαν. Μετά την παράδοση του ως άνω ποσού στον Ζ1, οι σχέσεις της οικογενείας ... με την εγκαλούσα συνεχίσθηκαν κανονικά μέχρι τέλος του έτους 2001 όταν για πρώτη φορά η εγκαλούσα αντελήφθη ότι είχε πέσει θύμα απάτης από τον πρώτο εκκαλούντα και τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του όταν έλαβε γνώση ότι η ατομική επιχείρηση παραγωγής ειδών υαλουργίας των ... και ....(πατέρα και αρραβωνιαστικού τότε της αναιρεσείουσας Χ2), που τη διαβεβαίωναν ο πρώτος εκκαλών και οι ως άνω ιδιοκτήτες της, αυτήν και την αδελφή της Φ και τον ... ότι ήταν κερδοφόρα, ότι είχαν προχωρήσει οι διαδικασίες για την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία και ότι η συμμετοχή τους σ' αυτήν ήταν μεγάλη ευκαιρία, δεν υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία και να τύχει επιδοτήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόσον αυτή ήταν κατάχρεη σε Τράπεζες και σε τρίτα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό παραπλάνησαν την εγκαλούσα και τους ανωτέρω παθόντες να τους καταβάλουν το σχολικό ποσό των 94.000.000 δρχ., δι' ό λόγο ο πρώτος εκκαλών παραπέμφθηκε αμετακλήτως στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών από κοινού με τους ... και ... για να δικαστούν για το αδίκημα της απάτης από κοινού σε βαθμό κακουργήματος. Ενόψει τούτου αποφάσισε, λοιπόν, η εγκαλούσα να ερευνήσει το παρελθόν του κατηγορουμένου Ζ1 και διαπίστωσε ότι ο ανωτέρω εκκαλών δεν είχε κλείσει οποιαδήποτε συμφωνία με τον "ΑΘΗΝΑ 2004" όπως ψευδώς την είχε διαβεβαιώσει και ότι είχε απασχολήσει πολλές φορές τη δικαιοσύνη με εγκλήματα απάτης και πλαστογραφίας, ενώ ο ίδιος δεν είχε περιουσιακά στοιχεία και οικονομική δραστηριότητα. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις σε βάρος τους κατηγορίες προβάλλοντας ισχυρισμούς και ειδικότερα (α) ο Ζ1 επικαλούμενος ότι εάν είχε εξαπατήσει την εγκαλούσα το Δεκέμβριο του 1999 καταβάλλοντος του το ως άνω ποσό δεν θα είχε προβεί μαζί με την αδελφή της και τον ... το Μάρτιο 2001 στην καταβολή επίσης μεγάλου ποσού από 94.000.000 δρχ., στον άνθρωπο που τους είχε ήδη εξαπατήσει, ότι δεν αποδεικνύει την εκταμίευση του ποσού αυτού από τραπεζικό της λογαριασμό, ούτε δικαιολογεί γιατί δεν εξασφάλισε απόδειξη είσπραξης ενός τόσο μεγάλου ποσού, ότι κανένας από τους μάρτυρες δεν είδε ποτέ το περιεχόμενο της βαλίτσας, που όμως αντικρούονται από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας και τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, καθόσον για τον πρώτο, αφού όπως αναφέρεται στη μήνυση για πρώτη φορά έλαβε γνώση της σε βάρος της απάτης για το ποσό των 94.000.000 δρχ., στα τέλη του 2001, ενώ το δάνειο του ποσού αυτού δόθηκε περί το Μάρτιο 2001. Σημειωτέον ότι για την πράξη αυτή παραπέμπεται με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη από κοινού με συνολικό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 € δυνάμει του υπ' αρ. 1537/05 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο έχει καταστεί ήδη αμετάκλητο με τα υπ' αρ. 2308/05 και 1363/07 αντίστοιχα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών και Αρείου Πάγου (βλ. ως άνω βουλεύματα), αν και ο εν λόγω κατηγορούμενος αρνείτο και πάλι την κατηγορία αυτή. Ούτε, εξάλλου, η μη εκταμίευση του ποσού αυτού από κάποιο τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας δεν συνεπάγεται ότι δεν δόθηκε το ποσό αυτό στον πρώτο κατηγορούμενο καθόσον, όπως προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της Εφορίας για τα οικονομικά έτη 1999-2005 της εγκαλούσας η οικονομική της κατάσταση είναι αρκετά ανθηρή ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη ποσού τέτοιου ύψους στην οικία της, λαμβανομένου υπόψη ότι η λήψη της απόφασης της χορήγησης του δανείου με την παράδοση του ποσού αυτού απείχε χρονικά έτσι ώστε υπήρχε η δυνατότητα συγκέντρωσης τούτου χωρίς να καταφύγει στην ανάληψη του από πιστωτικό ίδρυμα. Και ναι μεν η μη σύνταξη κάποιου παραστατικού εγγράφου που ν' αποδεικνύει την χορήγηση του ποσού αυτού ως δανείου, ενόψει και του ύψους του ποσού δεν είναι σύνηθες όμως, όπως προεκτέθηκε, η μεταξύ τους σχέση είχε φροντίσει ο εν λόγω κατηγορούμενος να είναι τέτοια (πηγαίο αίσθημα ευγνωμοσύνης που η εγκαλούσα έτρεφε στο πρόσωπο του λόγω της ως άνω συμπεριφοράς του αλλά και του ότι ήταν απόλυτα συνεπής και προέβαινε σε άμεση επιστροφή των ποσών που λάμβανε, όπως προαναφέρθηκε, από αυτή), ώστε να δικαιολογεί το γεγονός της μη λήψης σχετικής απόδειξης καταβολής του. Και βέβαια κανείς από τους μάρτυρες που αναφέρουν ότι βρισκόταν στην οικία της εγκαλούσας κατά το χρόνο που παρέδωσε στον κατηγορούμενο Ζ1 τη βαλίτσα με τα χρήματα, δεν καταθέτει ότι είδε το περιεχόμενο της, όμως ο τρόπος που δόθηκαν αυτά το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς παρουσία και των μαρτύρων επισκεπτών Ξ, Θ και Φ, ενόψει και της προηγηθείσας κατά την ημέρα των Χριστουγέννων 1999 αναφοράς της εγκαλούσας παρουσίας τους ότι το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς (31.12.99) θα έδινε το ποσό αυτό καθιστά αναμφισβήτητο το γεγονός ότι δόθηκε το ποσό αυτό, με την παράδοση της βαλίτσας στον πρώτο εκκαλούντα, (β) οι λοιποί κατηγορούμενοι ήδη εκκαλούντες (2η, 3η, 4ος και 5η τούτων) αρνούνται τη σε βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι ότι δεν γνωρίζουν τη μηνύτρια και την αδελφή της, δεν έχουν επισκεφθεί το κατάστημα ή την οικία της πλην της αναιρεσείουσας Χ2 που γνώρισε μόνο την αδελφή της Φ στο κατάστημα όπου μετέβη μία και μόνο φορά και της Ζ2 που τη γνώρισε πρώτη φορά στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς του 2000 που έκανε στην οικία της, δεν γνωρίζουν για τις αναφερόμενες δραστηριότητες του Ζ1, ότι η εγκαλούσα κατά τους ισχυρισμούς της θα κατέβαλε λόγω της ευγνωμοσύνης της προς τον τελευταίο οπωσδήποτε όποιο ποσό της ζητούσε, η μεν 2η εκκαλούσα και διότι βρίσκεται σε διάσταση με τον τελευταίο από το έτος 1988 ζώντας σε χωριστή κατοικία, τα δε τέκνα και διότι δεν είχαν συμμετοχή στην επιχείρηση των γονέων τους τόσο στο Ισραήλ όσο και στην Ελλάδα. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν, καθόσον όπως προαναφέρθηκε, η συμμετοχή τους στην εκτέλεση του σχεδίου του πρώτου κατηγορουμένου πρώην συζύγου νυν συντρόφου και πατέρα τους αντίστοιχα προκύπτει αβίαστα όσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων Θ, Ξ όσο και της αδελφής της εγκαλούσας Φ, αλλά και τις χωρίς όρκο καταθέσεις της εγκαλούσας που αναφέρονται στις συχνές επισκέψεις τούτων στο κατάστημα και την οικία της τελευταίας που γινόταν με σκοπό να την πείσουν να αποφασίσει να δώσει το άνω ποσό του δανείου στον συγκατηγορούμενό τους Ζ1, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγκαλούσα δίστασε ν' αποφασίσει προς τούτο και του ζήτησε χρονικό περιθώριο για να αποφασίσει (βλ. ιδία από 15.9.05 ένορκη κατάθεση της Φ), γεγονός που αναιρεί τον ισχυρισμό τους ότι οπωσδήποτε θα του χορηγούσε όποιο ποσό της ζητούσε έστω και χωρίς τη συνδρομή τους, και τούτο αν και γνώριζαν λόγω της σχέσεως τους με αυτόν (συγγενικής, πρώην συζύγου και νυν συντρόφου) τόσο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όσο και ότι δεν είχε συνάψει συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004", συνετέλεσαν δε έτσι σημαντικά στη λήψη τελικά θετικής απόφασης της εγκαλούσας στην χορήγηση του δανείου αυτού και στην συνεπεία τούτου προξενηθείσα ζημία της ανερχόμενης στο πιο πάνω ποσό δανείου που ωφελήθηκε αυτός (Ζ1). Πρέπει να σημειωθεί η παρουσία της Ζ2 και Χ2 (αναιρεσείουσα) στην παράδοση των χρημάτων στον Ζ1 κατά τα άνω, αλλά και η κατάθεση ποσού 3.379.000 δρχ. σε λογαριασμό της Ζ2 στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ από την Φ, όπως προκύπτει από το από 19.5.00 παραστατικό της εν λόγω Τράπεζας, που προσκομίστηκε από την εγκαλούσα.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων Ζ1, Χ3 (αναιρεσείουσα), Ζ2, Χ1 (αναιρεσείων) και Χ2 (αναιρεσείουσα) κατηγορία, για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της απάτης από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή (46§1β, 386§§1, 3β' ΠΚ όπως αντικ. με άρθρ. 14§4 Ν. 2721/99).
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που δέχθηκε τα ίδια και στη συνέχεια αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την ως άνω πράξη, σωστά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό γι' αυτό και οι εφέσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι κατ' ουσίαν αβάσιμες και πρέπει ν'απορριφθούν.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν οι αναιρεσείοντες παραπεμπτέοι στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται επαρκώς κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 1,14, 26 § 1, 27 § 1, 46 παρ. 1β' και 386 § 1-3β ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των αρθρ. 46 παρ. 1β' και 386 § 1-3β' Π.Κ. ως ισχύουν, και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (αρ. 484 παρ. 2 ΚΠΔ), πρέπει οι υπό κρίση αναιρέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτους-Προτείνω:
(Α) να απορριφθούν οι υπ'αρ. 12/2009, 13/2009 και 14/2009 αιτήσεις των (1) Χ1, (2) Χ2 και (3) Χ3, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ'αρ. 2496/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους ανωτέρω αναιρεσείοντες.
Αθήνα 17 Μαρτίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΜιλτιάδης Ανδρειωτέλλης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αριθ. εκθ. 12,13, 14/30-1-2009 αιτήσεις αναιρέσεως, στρεφόμενες κατά του αυτού με αριθ. 2496/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του με αριθ. 1423/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τους παρέπεμψε, μαζί με άλλους συγκατηγορουμένους τους, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη, με συνολικό όφελος ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ. ( άρθρα 46 παρ.1 β, 386 παρ.1,3β ΠΚ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Κατά την παρ. 3 εδ. β του άρθρου 386 ΠΚ όπως αντικ. με το αρθ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει, την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως, από το νόμο, τη σύμβαση ή την προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο του παραπλανήσαντος, δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο του ωφεληθέντος, ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Από υποκειμενική άποψη και το ανωτέρω έγκλημα, έχει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελείται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου. Χρόνος δε τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίον ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης του παθόντος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από την τελευταία αυτή διάταξη του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της άμεσης συνέργειας, απαιτείται ο αυτουργός να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει την άδικη πράξη που συνιστά έγκλημα και ο συνεργός να τελέσει κατά τη διάρκεια αυτού του εγκλήματος και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, πράξη υποστηρικτική της άνω κύριας πράξης του αυτουργού, δηλαδή άμεσα συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή με βεβαιότητα δε θα ήταν δυνατή η τέλεση του εγκλήματος από τον αυτουργό. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 2496/2008 βούλευμά του, με ίδιες σκέψεις και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων, καταθέσεων μαρτύρων και απολογίας), απέρριψε τις με αριθ. εκθ. 286,287,289, 298,300/2008 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και των συγκατηγορουμένων τους, κατά του πρωτοβάθμιου με αριθ. 1423/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπονται όλοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη (οι τρεις αναιρεσείοντες), αφού δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και ειδικότερα από τη μήνυση τις χωρίς όρκο καταθέσεις της μηνύτριας και τα υπομνήματα αυτής, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα τους και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ μαζί με την αδελφή της Φ και με τη νομική μορφή της Ομορρύθμου εταιρείας ασκεί επιχείρηση χονδρικού εμπορίου ειδών ραπτικής στην ... σε ιδιόκτητο διατηρητέο ακίνητο στην πλατεία .... O πατέρας του πρώτου κατηγορουμένου Ζ1 ασκούσε στο παρελθόν επιχείρηση εμπορίου πλησίον του καταστήματος της εγκαλούσας και διατηρούσε με τον πατέρα της φιλικές σχέσεις. Η οικογενειακή επιχείρηση συνεχίστηκε από την εγκαλούσα και την αδελφή της και μετά το θάνατο του πατέρα τους. Ο Ζ1 (α' κατηγορούμενος), αφότου πέθανε ο πατέρας του δεν εμφανίστηκε στην περιοχή αυτή για χρονικό διάστημα πλέον των 15 ετών. Περί το καλοκαίρι του 1998, ο εν λόγω πρώτος κατηγορούμενος εμφανίστηκε στην επιχείρηση της εγκαλούσας και εκμεταλλευόμενος την παλαιά σχέση του πατέρα του με τον πατέρα αυτής προσπάθησε να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις μαζί της και με την αδελφή της, πράγμα που πέτυχε, ενώ με την πάροδο του χρόνου οι επαφές τους έγιναν στενότερες και η παρουσία του κατηγορουμένου τούτου στο κατάστημα των αδελφών ... ήταν σχεδόν καθημερινή. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του αυτών ο κατηγορούμενος Ζ1 παρουσίαζε τον εαυτόν του ως ένα επιτυχημένο επιχειρηματία εισαγωγής και διακίνησης πολυτίμων λίθων και κυρίως χρυσού, αλλά και άλλων ευγενών μετάλλων, εμφανίσθηκε επίσης ως επιχειρηματίας που μετείχε σε πολλές δραστηριότητες από άποψη αντικειμένου, όπως στο καζίνο της Πάρνηθος, σε εταιρίες εισαγωγών ιατρικών μηχανημάτων κλπ. Για να γίνει δε ακόμη πειστικότερος για την επιτυχημένη επιχειρηματική του δραστηριότητα επικαλείτο την Εβραϊκή του καταγωγή, η οποία δήθεν του εξασφάλιζε υψηλές γνωριμίες τόσο στον επιχειρηματικό κόσμο όσο και με ισχυρούς πολιτικοοικονομικούς παράγοντες της χώρας, ότι είχε παντρευτεί στο Ισραήλ με την Χ3, δεύτερη εκκαλούσα, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, έχοντας αποκτήσει με αυτή δύο τέκνα τον Χ1 και τη Χ2 (4° και 5η εκκαλούντες) έκτοτε δε συζούσε με την Ζ2 (3η εκκαλούσα) στην Ελλάδα κατείχε υιοθετήσει και έτερο τέκνο τον .... Ακόμη ο κατηγορούμενος αυτός ισχυρίστηκε στις αδελφές ... ότι δήθεν η οικογένεια της πρώην συζύγου του Χ3, είχε εργοστάσιο επεξεργασίας χρυσού και κοπής πολυτίμων λίθων στο Ισραήλ στο οποίο ασχολήθηκε μάλιστα επί σειρά ετών ο ίδιος και στη συνέχεια ανέλαβε με την ιδιότητα του στελέχους και του συζύγου της κόρης των ιδιοκτητών ποσοστό μετοχών, ενώ ακολούθως, λόγω της διάστασης αποχώρησε από την επιχείρηση και τη θέση του ανέλαβε ο υιός του Χ1 (4ος εκκαλών) και ότι ο τελευταίος συνεργαζόταν με αυτόν επαγγελματικά στην επιχείρηση που διατηρούσε πλέον στην ... στην οδό ... με την επωνυμία "TPANS WORLD ENTERTAINMENT SA" στην οποία απασχολείται και η κόρη του Χ2 (5η εκκαλούσα). Με τις πιο πάνω συνεχείς παραστάσεις και ισχυρισμούς του ο Ζ1 κέρδισε την εμπιστοσύνη εκτίμηση και φιλία των αδελφών ..., με αποτέλεσμα οι σχέσεις τους πλέον να γίνουν θερμότερες σε επίπεδο συχνότατων επισκέψεων εκείνου και των μελών της οικογενείας του. τόσο στο κατάστημα τούτων, όσο και στην οικία της εγκαλούσας στην οδό ... και την ανταλλαγή δώρων σε ονομαστικές ή άλλου είδους εορτές. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών ο κατηγορούμενος Ζ1 και στα πλαίσια της εφαρμογής του απατηλού του σχεδίου έφερνε μαζί του και επεδείκνυε στις αδελφές ... διάφορα αντικείμενα ως πειστήρια της άνω δραστηριότηταά του και συγκεκριμένα κουτιά τα οποία ισχυριζόταν ότι περιείχαν δήθεν ποσότητες χρυσού και έντυπα που δήθεν κυκλοφορούσαν μόνο στο εξωτερικό και περιείχαν πανάκριβες συλλογές κοσμημάτων τα οποία δήθεν προμήθευε αυτός. Τα κουτιά δε αυτός άφηνε για κάποιες ημέρες στο κατάστημα της εγκαλούσας για φύλαξη, τονίζοντας ότι δεν ανησυχεί για την ασφάλεια τους σε ένδειξη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο της εγκαλούσας και της αδελφής της. Στα πλαίσια της σχέσης τους αυτής ο Ζ1 από τα τέλη του 1998, προβάλλοντας διάφορες αιτίες ως δικαιολογίες, ζητούσε από τις αδελφές ... την εξυπηρέτησή του με διάφορα χρηματικά ποσά επικαλούμενος συνήθως επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες για την επιχειρηματική του δραστηριότητα, τα οποία πάντοτε φρόντιζε να επιστρέφει αμέσως χωρίς να δίνει κανένα δικαίωμα. Οι αδελφές ..., ενόψει της εμπιστοσύνης και της σχέσεως που είχε αναπτυχθεί διευκόλυναν τον α' εκκαλούντα Ζ1 και τα χρήματα αυτά είτε παρέδιναν στον ίδιο, είτε τα κατέθεταν σε λογαριασμούς τρίτων, όπως και στον τραπεζικό λογαριασμό της 3ης εκκαλούσας Ζ2 κατόπιν δικής του υποδείξεως και για δική του οικονομική υποχρέωση. Η άμεση δε επιστροφή των χρημάτων που ελάμβανε από την εγκαλούσα είχε ως απώτερο στόχο να δημιουργήσει αίσθηση αξιοπιστίας του σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές του, έτσι ώστε να καταφέρει να εξαπατήσει τις αδελφές ... και, εν προκειμένω, την εγκαλούσα και να εισπράξει από αυτή πολύ μεγαλύτερα ποσά και έτσι να ωφεληθεί περισσότερο. Εκείνο όμως που ενίσχυσε την άποψη της εγκαλούσας για τις καλές προθέσεις του κατηγορουμένου Ζ1 στο πρόσωπό της και της ικανότητας του στις οικονομικές συναλλαγές ήταν όταν το Καλοκαίρι του έτους 1999 και ενώ οι αποδόσεις των επενδυτών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ήταν πολύ καλές η εγκαλούσα εξέφρασε την επιθυμία της να επενδύσει σ' αυτό το χρηματικό ποσό των 120.000.000 δρχ. σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια και επειδή δεν είχε σχετική εμπειρία ζήτησε την συμβολή του. Ο εν λόγω κατηγορούμενος την απέτρεψε από την ως άνω επένδυση και εξέφρασε την εκτίμηση ότι σύντομα το χρηματιστήριο θα σημείωνε σημαντικές πτωτικές τάσεις και η εγκαλούσα τελικά ακολούθησε τη συμβουλή του, η οποία αποδείχθηκε ορθή και δεν επένδυσε με συνέπεια, αφενός ο κατηγορούμενος Ζ1 να επαίρεται για την εκτίμηση του αυτή και αφετέρου η εγκαλούσα να τον ευγνωμονεί γι' αυτό και έτι περισσότερο να πειστεί για τις καλές του προθέσεις και τις ικανότητες του στις οικονομικές συναλλαγές. Επομένως, ο ως άνω κατηγορούμενος Ζ1 γνωρίζοντας την πολύ καλή οικονομική κατάσταση της εγκαλούσας και κυρίως ότι είχε στη διάθεση της για άμεση ρευστοποίηση τουλάχιστον το ποσό των 120.000.000 δρχ. στις αρχές Δεκεμβρίου 1999 με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε με γνώση του ψευδώς στην εγκαλούσα ότι χάρη στις γνωριμίες και διασυνδέσεις του είχε συνάψει συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" και μάλιστα με την ίδια την Πρόεδρο του Οργανισμού ..., με αντικείμενο την προμήθεια όλων των ποσοτήτων χρυσού που θ' απαιτούντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες την κοπή και κατασκευή των μεταλλίων και των αναμνηστικών Ολυμπιακών νομισμάτων και γενικά να καλύψει αυτός όλες τις ανάγκες της Ολυμπιάδας σε ευγενή μέταλλα και πολύτιμους λίθους ανέφερε όμως ότι επειδή η ανάληψη από αυτόν της ως άνω συμφωνίας ήταν μεγάλης οικονομικής εμβέλειας η ολοκλήρωση και εκτέλεσή της ήταν επισφαλής, διότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του στις συμβατικές υποχρεώσεις θ' αντιμετώπιζε σοβαρούς κινδύνους, αλλ' όμως στην περίπτωση που έβαινε επιτυχώς θα του απέφερε τεράστια οικονομικά οφέλη ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών. Προκειμένου, λοιπόν, να είναι βέβαιος ως προς την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ζήτησε την οικονομική βοήθεια της εγκαλούσας με την μορφή δανείου ποσού τουλάχιστον 90.000.000 δρχ., ποσό που θα καθιστούσε βέβαιη την επιτυχή εξέλιξη της ανωτέρω συμφωνίας, ενώ ως χρόνος επιστροφής του ποσού του δανείου θα ήταν αυτός της λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων το Σεπτέμβριο 2004. Η εγκαλούσα αρχικά είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τη χορήγηση του δανείου αυτού και ζήτησε από τον κατηγορούμενο Ζ1 κάποιο χρονικό περιθώριο για να του απαντήσει. Ο ίδιος δε για να κάμψει τις όποιες δικαιολογημένες επιφυλάξεις της εγκαλούσας επικαλέστηκε και την προηγούμενη ηθική υποχρέωση που του όφειλε η τελευταία στην περίπτωση της αποτροπής της από την επένδυση στο χρηματιστήριο, την φιλική σχέση που είχε μεταξύ τους αναπτυχθεί, την οποία της υπενθύμιζε με τη φράση "οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται", αλλά και των μεγάλων χρηματικών ωφελημάτων που επρόκειτο ν'αποκτήσει αυτός μετά την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, τα οποία θα καθιστούσαν βέβαιη την έγκαιρη αποπληρωμή του δανείου. Εξετέρου και οι λοιποί κατηγορούμενοι εκκαλούντες συγγενικά πρόσωπα του πρώτου κατηγορουμένου τέκνα αυτού αλλά και πρώην σύζυγος και νυν σύντροφος αυτού, με προφανή σκοπό να κάμψουν τις όποιες επιφυλάξεις της εγκαλούσας στη χορήγηση του δανείου αυτού την επισκέφθηκαν πολλές φορές στην οικία της κατά την διάρκεια των οποίων την πίεζαν να συναινέσει σ' αυτό ώστε να μη χαθεί μία τέτοια ευκαιρία (βλ. ιδία από 15.9.05 προανακριτική κατάθεση της Φ), αλλά και ενισχύοντας τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του τις οποίες αν και γνώριζαν, δεν αποκάλυπταν, αλλά αντίθετα επιβεβαίωναν (βλ. ιδία με αρ. 4041/26.5.05 και 4208/29.9.05 ένορκες βεβαιώσεις των Θ και Ξ αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσ. Στυλογιάννη). Τελικά η εγκαλούσα αφενός λόγω της σχέσης της με τον κατηγορούμενο Ζ1, όπως αυτή αναπτύχθηκε παραπάνω και κυρίως λόγω της παραπλάνησής της από αυτόν με την συνδρομή και των λοιπών κατηγορουμένων εκκαλούντων και αναφορικά με τη δήθεν συναφθείσα από αυτόν συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" και την απόκτηση μεγάλων οικονομικών ωφελειών από αυτή που θα καθιστούσαν βέβαιη την έγκαιρη αποπληρωμή του ποσού του δανείου αυτού πείστηκε να προβεί στην χορήγησή του ύψους 90.000.000 δρχ.. Την χορήγηση του δανείου ανακοίνωσε στον Ζ1 η εγκαλούσα κατά την εορτή των Χριστουγέννων 1999 στην οικία της παρουσία της αδελφής της Φ ενός εξαδέλφου τους ονόματι ..., του Θ και της Ζ2, προσδιόρισε δε ότι θα του δώσει τα χρήματα την 31.12.1999 στην οικία της (βλ. ιδία από 13.9.05 προανακριτική κατάθεση του Θ). Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε προφορικά έντοκο και ότι θ' αποδοθεί το αργότερο μέχρι 31.12.04, δηλαδή λίγους μήνες μετά την λήξη των Ολυμπιακών και παραολυμπιακών Αγώνων. Εξάλλου, την ημέρα των Χριστουγέννων κατά την ονομαστική εορτή της μηνύτριας στην οποία παραβρέθηκε μεταξύ άλλων και ο άνω Θ ο ίδιος ο ανωτέρω κατηγορούμενος και εις επήκοον όλων ανακοίνωσε ότι είχε κλείσει την ανωτέρω συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004" δηλώνοντας ότι έχει προσωπικές σχέσεις με την ... (βλ. σχετ. ιδία από 13.9.05 ένορκη κατάθεση Θ). Την άνω υπόσχεση τήρησε η εγκαλούσα και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου στην οικία της στην οποία ήταν παρόντες μεταξύ των άλλων η αδελφή της Φ, ο Ξ, ο Θ καθώς και η Ζ2 (3η εκκαλούσα) έχοντας τα χρήματα σε μία κόκκινη βαλίτσα βγήκε από την οικία της συνοδευόμενη από τον πρώτο εκκαλούντα, από τη σύντροφο του Ζ2 και τη Χ2 και παρέδωσε τη βαλίτσα αυτή στον Ζ1 που την τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του και αποχώρησαν. Μετά την παράδοση του ως άνω ποσού στον Ζ1, οι σχέσεις της οικογενείας ... με την εγκαλούσα συνεχίσθηκαν κανονικά μέχρι τέλος του έτους 2001 όταν για πρώτη φορά η εγκαλούσα αντελήφθη ότι είχε πέσει θύμα απάτης από τον πρώτο εκκαλούντα και τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του όταν έλαβε γνώση ότι η ατομική επιχείρηση παραγωγής ειδών υαλουργίας των ... και .... (πατέρα και αρραβωνιαστικού τότε της Χ2), που τη διαβεβαίωναν ο πρώτος εκκαλών και οι ως άνω ιδιοκτήτες της, αυτήν και την αδελφή της Φ και τον ... ότι ήταν κερδοφόρα, ότι είχαν προχωρήσει οι διαδικασίες για την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία και ότι η συμμετοχή τους σ' αυτήν ήταν μεγάλη ευκαιρία, δεν υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία και να τύχει επιδοτήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόσον αυτή ήταν κατάχρεη σε Τράπεζες και σε τρίτα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό παραπλάνησαν την εγκαλούσα και τους ανωτέρω παθόντες να τους καταβάλουν το συνολικό ποσό των 94.000.000 δρχ.. δι' ό λόγο ο πρώτος εκκαλών παραπέμφθηκε αμετακλήτως στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών από κοινού με τους ... και ... για να δικαστούν για το αδίκημα της απάτης από κοινού σε βαθμό κακουργήματος. Ενόψει τούτου αποφάσισε, λοιπόν, η εγκαλούσα να ερευνήσει το παρελθόν του κατηγορουμένου Ζ1 και διαπίστωσε ότι ο ανωτέρω εκκαλών δεν είχε κλείσει οποιαδήποτε συμφωνία με τον "ΑΘΗΝΑ 2004" όπως ψευδώς την είχε διαβεβαιώσει και ότι είχε απασχολήσει πολλές φορές τη δικαιοσύνη με εγκλήματα απάτης και πλαστογραφίας, ενώ ο ίδιος δεν είχε περιουσιακά στοιχεία και οικονομική δραστηριότητα. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις σε βάρος τους κατηγορίες προβάλλοντας ισχυρισμούς και ειδικότερα α) ο Ζ1 επικαλούμενος ότι εάν είχε εξαπατήσει την εγκαλούσα το Δεκέμβριο του 1999 καταβάλλοντάς του το ως άνω ποσό δεν θα είχε προβεί μαζί με την αδελφή της και τον ... το Μάρτιο 2001 στην καταβολή επίσης μεγάλου ποσού από 94.000.000 δρχ., στον άνθρωπο που τους είχε ήδη εξαπατήσει, ότι δεν αποδεικνύει την εκταμίευση του ποσού αυτού από τραπεζικό της λογαριασμό, ούτε δικαιολογεί γιατί δεν εξασφάλισε απόδειξη είσπραξης ενός τόσο μεγάλου ποσού, ότι κανένας από τους μάρτυρες δεν είδε ποτέ το περιεχόμενο της βαλίτσας, που όμως αντικρούονται από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας και τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, καθόσον για τον πρώτο, αφού όπως αναφέρεται στη μήνυση για πρώτη φορά έλαβε γνώση της σε βάρος της απάτης για το ποσό των 94.000.000 δρχ., στα τέλη του 2001, ενώ το δάνειο του ποσού αυτού δόθηκε περί το Μάρτιο 2001. Σημειωτέον ότι για την πράξη αυτή παραπέμπεται με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη από κοινού με συνολικό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 € δυνάμει του υπ' αρ. 1537/05 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο έχει καταστεί ήδη αμετάκλητο με τα υπ' αρ. 2308/05 και 1363/07 αντίστοιχα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών και Αρείου Πάγου, αν και ο εν λόγω κατηγορούμενος αρνείτο και πάλι την κατηγορία αυτή. Ούτε, εξάλλου, η μη εκταμίευση του ποσού αυτού από κάποιο τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας δεν συνεπάγεται ότι δεν δόθηκε το ποσό αυτό στον πρώτο κατηγορούμενο καθόσον, όπως προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της Εφορίας για τα οικονομικά έτη 1999-2005 της εγκαλούσας η οικονομική της κατάσταση είναι αρκετά ανθηρή ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη ποσού τέτοιου ύψους στην οικία της, λαμβανομένου υπόψη ότι η λήψη της απόφασης της χορήγησης του δανείου με την παράδοση του ποσού αυτού απείχε, χρονικά, έτσι ώστε υπήρχε η δυνατότητα συγκέντρωσης τούτου χωρίς να καταφύγει στην ανάληψή του από πιστωτικό ίδρυμα. Και ναι μεν η μη σύνταξη κάποιου παραστατικού εγγράφου που ν' αποδεικνύει την χορήγηση του ποσού αυτού ως δανείου, ενόψει και του ύψους του ποσού δεν είναι σύνηθες όμως, όπως προεκτέθηκε, η μεταξύ τους σχέση είχε φροντίσει ο εν λόγω κατηγορούμενος να είναι τέτοια (πηγαίο αίσθημα ευγνωμοσύνης που η εγκαλούσα έτρεφε στο πρόσωπο του λόγω της ως άνω συμπεριφοράς του αλλά και του ότι ήταν απόλυτα συνεπής και προέβαινε σε άμεση επιστροφή των ποσών που λάμβανε, όπως προαναφέρθηκε, από αυτή), ώστε να δικαιολογεί το γεγονός της μη λήψης σχετικής απόδειξης καταβολής του. Και βέβαια κανείς από τους μάρτυρες που αναφέρουν ότι βρισκόταν στην οικία της εγκαλούσας κατά το χρόνο που παρέδωσε στον κατηγορούμενο Ζ1 τη βαλίτσα με τα χρήματα, δεν καταθέτει ότι είδε το περιεχόμενο της, όμως ο τρόπος που δόθηκαν αυτά το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς παρουσία και των μαρτύρων επισκεπτών Ξ, Θ και Φ, ενόψει και της προηγηθείσας κατά την ημέρα των Χριστουγέννων 1999 αναφοράς της εγκαλούσας παρουσίας τους ότι το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς (31.12.99) θα έδινε το ποσό αυτό καθιστά αναμφισβήτητο το γεγονός ότι δόθηκε το ποσό αυτό, με την παράδοση της βαλίτσας στον πρώτο εκκαλούντα, β) οι λοιποί κατηγορούμενοι ήδη εκκαλούντες (2η, 3η, 4ος και 5η τούτων) αρνούνται τη σε βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι ότι δεν γνωρίζουν τη μηνύτρια και την αδελφή της, δεν έχουν επισκεφθεί το κατάστημα ή την οικία της πλην της Χ2 που γνώρισε μόνο την αδελφή της Φ στο κατάστημα όπου μετέβη μία και μόνο φορά και της Ζ2 που τη γνώρισε πρώτη φορά στο ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς του 2000 που έκανε στην οικία της, δεν γνωρίζουν για τις αναφερόμενες δραστηριότητες του Ζ1, ότι η εγκαλούσα κατά τους ισχυρισμούς της θα κατέβαλε λόγω της ευγνωμοσύνης της προς τον τελευταίο οπωσδήποτε όποιο ποσό της ζητούσε, η μεν 2η εκκαλούσα και διότι βρίσκεται σε διάσταση με τον τελευταίο από το έτος 1988 ζώντας σε χωριστή κατοικία, τα δε τέκνα και διότι δεν είχαν συμμετοχή στην επιχείρηση των γονέων τους τόσο στο Ισραήλ όσο και στην Ελλάδα. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν, καθόσον όπως προαναφέρθηκε, η συμμετοχή τους στην εκτέλεση του σχεδίου του πρώτου κατηγορουμένου πρώην συζύγου νυν συντρόφου και πατέρα τους αντίστοιχα προκύπτει τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων Θ, Ξ όσο και της αδελφής της εγκαλούσας Φ, αλλά και τις χωρίς όρκο καταθέσεις της εγκαλούσας που αναφέρονται στις συχνές επισκέψεις τούτων στο κατάστημα και την οικία της τελευταίας που γινόταν με σκοπό να την πείσουν να αποφασίσει να δώσει το άνω ποσό του δανείου στον συγκατηγορούμενό τους Ζ1, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγκαλούσα δίστασε ν' αποφασίσει προς τούτο και του ζήτησε χρονικό περιθώριο για να αποφασίσει (βλ. ιδία από 15.9.05 ένορκη κατάθεση της Φ) γεγονός που αναιρεί τον ισχυρισμό τους ότι οπωσδήποτε θα του χορηγούσε όποιο ποσό της ζητούσε έστω και χωρίς τη συνδρομή τους, και τούτο αν και γνώριζαν λόγω της σχέσεως τους με αυτόν (συγγενικής, πρώην συζύγου και νυν συντρόφου) τόσο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όσο και. ότι δεν είχε συνάψει συμφωνία με τον Οργανισμό "ΑΘΗΝΑ 2004", συνετέλεσαν δε έτσι σημαντικά στη λήψη τελικά θετικής απόφασης της εγκαλούσας στην χορήγηση του δανείου αυτού και στην συνεπεία τούτου προξενηθείσα ζημία της ανερχόμενης στο πιο πάνω ποσό δανείου που ωφελήθηκε αυτός (Ζ1). Πρέπει να σημειωθεί η παρουσία της Ζ2 και Χ2 στην παράδοση των χρημάτων στον Ζ1 κατά τα άνω, αλλά και η κατάθεση ποσού 3.379.000 δρχ. σε λογαριασμό της Ζ2 στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ από την Φ, όπως προκύπτει από το από 19.5.00 παραστατικό της εν λόγω Τράπεζας, που προσκομίστηκε από την εγκαλούσα.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων Ζ1, Χ3, Ζ2, Χ1 και Χ2 κατηγορία, για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της απάτης από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή (46§1β', 386§§1, 3β' ΠΚ όπως αντικ. με αρθρ. 14§4 Ν. 2721/99).
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που δέχθηκε τα ίδια και στη συνέχεια αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων εκκαλούντων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την ως άνω πράξη, σωστά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό γι' αυτό και οι εφέσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι κατ' ουσίαν αβάσιμες". Με αυτά που δέχθηκε, αναφορικά με την πράξη της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, φερομένης ως τελεσθείσας από τους τρεις αναιρεσείοντες, κατά τη διάρκεια τελέσεως της κύριας πράξης της απάτης, κατά μήνα Δεκέμβριο του 1999, από τον Ζ1 στην ..., κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις τους στην οικία της παθούσας, το Συμβούλιο Εφετών, κρίνοντας ακολούθως ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου για την ως άνω πράξης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, για το οποίο διώχθηκαν οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, οι αποδείξεις από τις οποίες το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 46 παρ. 1 β και 386 παρ. 1,3β του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ εξ άλλου δεν στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων. Ειδικότερα, αναφέρεται ως τρόπος τελέσεως της απάτης από τον αυτουργό Ζ1, η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και δη ότι είχε δήθεν κλείσει συμφωνία με τον Οργανισμό Ολυμπιακών Αγώνων ΑΘΗΝΑ- 2004, να του προμηθεύσει όλο τον απαιτούμενο χρυσό για την κατασκευή και κοπή των Ολυμπιακών μεταλλίων και είχε δήθεν ανάγκη ενός δανείου για αγορά του χρυσού, παραπλανώντας έτσι την εγκαλούσα ότι θα κέρδιζε πολλά χρήματα προκειμένου να του παραδώσει το ποσόν των 90.000.000 δραχμών, που του κατέβαλε αλλά ουδέποτε της επέστρεψε, ωφεληθείς παράνομα ο ίδιος κατά το εν λόγω ποσό, που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας, ενώ το αληθές είναι ότι ο ανωτέρω αυτουργός ουδέποτε είχε συνάψει τέτοια συμφωνία με τον ανωτέρω Οργανισμό. Επίσης, αναφέρεται ότι οι αναιρεσείοντες, κατά τον ανωτέρω μήνα Δεκέμβριο του 1999, επισκέφθηκαν επανειλημμένα και οι τρεις την εγκαλούσα στην οικία της, αν και γνώριζαν ότι ο συγκατηγορούμενός τους Ζ1 δεν είχε κλείσει συμφωνία και ότι τα ανωτέρω περιστατικά, που παρουσιάζε εκείνος σ'αυτήν, ήταν εξολοκλήρου ψευδή, και με παραινέσεις και παρακλήσεις προς αυτήν, ενίσχυαν τις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις και έκαμψαν τελικά τους δισταγμούς της να δώσει τα χρήματα στον αυτουργό, που είναι στενό τους συγγενικό πρόσωπο, πατέρας των δύο και σε διάσταση ήδη σύζυγος της τρίτης των αναιρεσειόντων. Εξάλλου αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και της επελθούσας βλάβης της εγκαλούσας, προσδιορίζονται επαρκώς ως ανωτέρω οι απατηλές ενέργειες και τα στοιχεία που δικαιολογούν την παραπλάνηση και προσδιορίζεται επαρκώς ο χρόνος τελέσεως της απάτης καθώς και ο χρόνος παροχής της άμεσης συνδρομής των αναιρεσειόντων στον αυτουργό. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθ. εκθ. 12,13,14 /30-1-2009 αιτήσεις των: Χ1, Χ2 καιΧ3, για αναίρεση του με αριθ. 2496/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή