Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ε.Σ.Δ.Α., Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Πλαστογραφία κακουργηματική και Χρήση πλαστού, με όφελος υπερβαίνον τις 73.000 ευρώ. Απάτη στο Δικαστή. Υπεξαγωγή εγγράφων. Το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψεν ουσία έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που παραπέμπεται με το πρωτόδικο βούλευμα. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και σε ουδεμία πλημμέλεια ή παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ υπέπεσε και ο σχετικός μοναδικός από το άρθρο 484 παρ, 1 α΄, β΄, στ΄ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όσον αφορά το λόγο εφέσεως, περί της ακυρότητας της προδικασίας, ορθά έκρινεν ότι η για παραβίαση του άνω υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου ως υπόπτου, επικαλούμενη ακυρότητα της προδικασίας, για το λόγο ότι δεν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις, κατά την προηγηθείσα της κυρίας ανακρίσεως προκαταρκτική εξέταση, θα έπρεπε να προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά το στάδιο της κυρίας ανακρίσεως στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, μετά από σχετική αίτηση ή ένσταση αυτού οπότε και μόνον μπορούσε αυτός, σε περίπτωση απορρίψεως του, να επαναφέρει τον ισχυρισμό της ακυρότητας αυτής, με ειδικό λόγο εφέσεως, στο Συμβούλιο Εφετών, ήτοι η επικαλούμενη ακυρότητα της προδικασίας έχει καλυφθεί. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1770/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2215/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1. ..., 2. ... και 3. ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 159/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 119/3.4.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 6/19-1-2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2215/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 126/2008 έφεση του κατά του με αριθμ. 428/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου με συνολικό όφελος ποσού που υπερβαίνει τις 73.000 € , απάτη στο Δικαστή με περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 € και υπεξαγωγή εγγράφων και εκθέτω τα ακόλουθα Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένο λόγο της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 484 & 1 α , ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος ο οποίος συνίσταται στο ότι, στο προσβαλλόμενο βούλευμα έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 &1 λόγω του ότι παραβιάστηκαν δικαιώματα του κατηγορουμένου όσον αφορά την κατ'αυτού άσκηση της ποινικής δίωξης και συγκεκριμένα αναφέρει ότι ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη χωρίς κατά να έχει προηγουμένως κληθεί για να δώσει εξηγήσεις με συνέπεια να παραβιαστούν δικαιώματά του κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΠΔ και του άρθρου 6&3 της ΕΣΔΑ.
Κατά τήν διάταξη των άρθρων 31&1 α και 2 και 43&1 εδ. β ΚΠΒ κατά μεν την πρώτη ''1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί: α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης, β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη. ....."2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματα του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ', δ' και ε' εφαρμόζονται αναλόγως. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέταση του." Κατά δε την δεύτερη "1. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα όμως ή πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επίσης, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση για να κρίνει αν πρέπει ή όχι πρέπει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του , καθ'ου η προκαταρκτική εξέταση ''υπόπτου '' προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προκειμένου ν'ασκήσει ποινική διωξη στήν οποία καλείται ο ''ύποπτος '' να δώσει εξηγήσεις απολαμβάνοντας τα δικαιώματα τα οποία περιγράφονται στο άρθρο 31 και ότι κάθε εξέταση του υπόπτου που έγινε χωρίς την δυνατότητα παράστασης δικηγόρου δεν μπορεί ν'αποτελέσει μέρος της δικογραφίας άλλα παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας και προκειμένου για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς ή για κακούργημα ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική διαδικασία μόνο εφ'όσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 243 ΚΠΔ και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις κατά του υπόπτου ''. Με τα παραπάνω ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας εισήγαγε και αναγνώρισε σαν δικονομική οντότητα τον '' ύποπτο '' και αναγνώρισε σ'αυτόν συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία περιγράφονται σαφώς στις διατάξεις του άρθρου 31 ΚΠΔ το οποίο προβλέπει σαν δικονομική κύρωση 'ότι κάθε προηγούμενη εξέταση του που έγινε ένορκα ή χωρίς την δυντότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί ν'αποτελέσει μέρος της δικογραφίας άλλα παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας . και ότι ο ύποπτος καλείται να δώσει εξηγήσεις και όχι για να απολογηθεί όπως ο κατηγορούμενος , τουτέστιν ο ύποπτος δεν εχει καταστεί κατηγορούμενος Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 96 έως 107 στις οποίες περιγράφονται τα δικαιώματα κατηγορουμένου και της διατάξεις 6 &3 της ΕΣΔΑ κατά την οποία πάς κατηγορούμενος έχει δικαίωμα ... προκύπτει ότι τα δικαιώματα τα οποία περιγράφονται στις διατάξεις αυτές τόσο του ΚΠΔ όσο και του άρθρου 6 &3 της EΣΔA τ'απολαμβάνει ο κατηγορούμενος με τις δικονομικές συνέπειες της απόλυτης ακυρότητας των πράξεων που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων αυτών και όχι ο ύποπτος ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου η οποία αποκτάται κατά τις διατάξεις του άρθρου 72 και 73 ΚΠΔ . Η άποψη αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις του άρθρου 6&3 της ΕΣΔΑ που επικαλείται ο αναιρεσείων γιατί σ'αυτήν όπως αναφέρθηκε και παραπάνω προϋπόθεση για την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών που περιγράφονται στην διάταξη αυτή είναι η ιδιότητα του κατηγορουμένου και όχι του υπόπτου, άλλα και πέρα τούτου δεν έρχεται σε αντίθεση γενικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ συνολικά γιατί και στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου δεν γίνεται λόγος για δικαιώματα κατηγορουμένου για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο τρία αλλά για δημόσια , εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο λειτουργεί νόμιμα δίκαιη δίκη που δεν έχουν σχέση με τον ύποπτο .
Πέρα όμως αυτών επειδή στην περίπτωση του άρθρου 43&1 γίνεται λόγος ότι '' Σε κακουργήματα όμως ή πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ΚΠΔ και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη'' πρέπει ν'απασχολήσει το Συμβούλιο σας τί δικαίωμα καθιερώνεται και τί συνέπειες έχει ή παραβίαση του . Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας καλείται να εκτιμήσει το προκύπτον αποδεικτικό υλικό από την προκαταρκτική εξέταση και να κρίνει περί του αν προέκυψαν ή όχι επαρκείς ενδείξεις κατά του υπόπτου και μέσα στα πλαίσια αυτά τοποθετεί και την υποχρέωση της εξέτασης του υπόπτου ο οποίος καλείται να δώσει εξηγήσεις . Η κρίση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών περί του αν προέκυψαν ή όχι επαρκείς εκτιμήσεις υπόκειται στην μεν περίπτωση της θετικής εκτίμησης δηλ. της άσκησης ποινικής δίωξης στην κρίση του αρμοδίου δικαστικού Συμβουλίου το οποίο είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠΔ και επί αρνητικής εκτίμησης , επί θέσεως της δικογραφίας στο αρχείο στην κρίση του Εισαγγελέα Εφετών ο οποίος εκτιμά περί του αν υπάρχουν ή όχι οι προϋποθέσεις για την αρχειοθέτηση αυτή και συμφωνεί ή απορρίπτει την σχετική πράξη αρχειοθέτησης διατάσσοντας τον Εισαγγελέα πρωτοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη Τουτέστιν στην περίπτωση αυτή στον ύποπτο σαν κατηγορούμενο πλέον αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο για την παραβίαση αυτού του δικαιώματος το οποίο και θα αποφανθεί για την παραβίαση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠΔ . Περαιτέρω κατά το άρθρο 171&1 στ δ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και στον Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος .
Εξ άλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 1 &2 , 174&1 και 176&1 του ΚΠΔ κατά τις οποίες 173 &1 κάθε σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή τον διάδικο που έχει συμφέρον. 'Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας πρέπει να προταθεί έως το τέλος της ..... και &2 από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρ. 171 και 173 όσες αναφέρονται σε πράξεις τις προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο οι ακυρότητες του άρθρου 171 και μέχρι το τέλος της προδικασίας του 173&1 και ότι κατά το άρθρο 174&1 ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται και ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 176 &1 Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύρια διαδικασία το δικαστήριο που επαναλαμβάνει την εκδίκαση της υπόθεσης και ότι τα κατά την διάταξη του άρθρου 171&1β αναφερόμενα περί του ότι υφίσταται απόλυτη ακυρότητα όσον αφορά την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα έχει την έννοια της κίνησης της ποινικής διαδικασίας από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και όχι άλλο και για την περίπτωση της μεταβολής κατηγορίας δεδομένου ότι το δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει μόνο επί των πράξεων που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και όχι για διαφορετικές και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (ΑΠ 733/2004 ΑΠ 293/2006, ΑΠ 492/2003) Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι πράξεις η παραλείψεις προανακριτικών ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν σχέση με την εμφάνιση εκπροσώπηση και υπεράσπιση και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον ''ύποπτο ''του παρέχονται σύμφωνα με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος και πρέπει να κριθεί ότι ο ύποπτος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων ότι απολαμβάνει όσα ο κατηγορούμενος και με τον τυπολατρικό τρόπο που καθιερώνεται από τον ΚΠΔ αλλά μόνο όσα του αναγνωρίζει ο ΚΠΔ ρητά και με τις συνέπειες που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 31 ΚΠΔ. Περαιτέρω οι οποιεσδήποτε ακυρότητες κατά την προδικασία πρέπει να προτείνονται στο αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο το οποίο είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις του άρθρου 176&! ΚΠΔ μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου οπότε απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υπόθεσης Α Π 1259/2000 ΠΧ.ΝΑ 440 και 1260/2000 Π.Χ ΝΑ 441 ΑΠ 44/2005 ΠΧ ΝΕ 831, Α Κονταξή κατ' άρθρο ερμηνεία ΚΠΔ έκδοση Δ στα άρθρα 31 και 43).
Στην προκειμένη περίπτωση από το προσβαλλόμενο βούλευμα όσο και από το πρωτόδίκο αλλά και τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας νόμιμα και επιτρεπτά επισκοπούμενα προκύπτει ότι επί της κατά του αναιρεσείοντα μήνυσης ενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση από την οποία κατά την κρίση του αρμόδιου Εισαγγελέα χωρίς να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κλήθηκε για παροχή εξηγήσεων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω αναφερόμενες κακουργηματικές πράξεις. Περαιτέρω προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κλήθηκε από τον αρμόδιο Ανακριτή μετά την άσκηση της κατ'αυτού ποινικής δίωξης προς απολογία και απολογήθηκε χωρίς ν αναφέρει τί για το ότι η κατ'αυτού ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 43 ΚΠΔ όπως επίσης του κοινοποιήθηκε και το πέρας της Ανάκρισης νομότυπα χωρίς να προκύπτει από αυτόν ότι διατυπώθηκε οιαδήποτε αιτίαση ή ασκήθηκε από αυτόν οποιαδήποτε προσφυγή στο αρμόδιο Συμβούλιο το οποίο επιλήφθηκε επί της ουσίας των κατ'αυτού κατηγοριών και αποφάνθηκε για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο του αρμόδιο δικαστηρίου . Σημειωτέον δε ότι παρέστη κατά την απολογία τόσο την πρώτη όσο και την συμπληρωματική κατά την οποία υπέβαλλε και σχετικά υπομνήματα με τον αυτόν συνήγορο υπεράσπισης. Μετά ταύτα άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού έφεση αναφέροντας μεταξύ των λόγων και τον λόγο αυτό , αιτίαση την οποία το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε με την αιτιολογία ότι η ακυρότητα αυτή με τον να μην προβληθεί στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο το οποίο ήταν αρμόδιο καλύφθηκε. Με την αιτιολογία αυτή το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθά ερμήνευσε και ορθά έκρινε τις αντίστοιχες διατάξεις και σε καμιά ακυρότητα δεν υπέπεσε και για τον λόγο αυτό ο μοναδικός λόγος αναίρεσης για ακυρότητα είναι αβάσιμος
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να απορριφθεί η με αριθμ. 6/19-1-2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2215/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 126/2008 έφεση του κατά του με αριθμ. 428/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας .
Αθήνα την 27-3-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. β', δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος δημιουργείται και όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ'αυτόν δικαιωμάτων, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Εξάλλου, κατά το αρθρ. 31 παρ. 2 εδ. β' ΚΠοινΔ, αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξεως, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται αμέσως μετά. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, στην περίπτωση που ο τελευταίος, αν και δεν κλητεύθηκε νομίμως ή και καθόλου πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και για εξέτασή του ανωμοτί κατά το στάδιο διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, είχε τη δυνατότητα να προβάλει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης το οποίο επακολούθησε αυτής. (ΑΠ 1131/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλείται την πλημέλλεια της απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, κατά τα άρθρα 171 παρ.1 α, δ και 484 παρ. 1 στ του ΚΠοινΔ, καθόσον πριν ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για τις κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται στο ακροατήριο, διατάχθηκε από τον εισαγγελέα προκαταρκτική εξέταση, κατά την οποίαν όμως αυτός ουδέποτε κλήθηκε για να παράσχει εξηγήσεις επί των καταγγελομένων σε βάρος του από τους μηνυτές, καίτοι ήταν γνωστής διαμονής και έτσι παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ως υπόπτου, κατά παράβαση των άρθρων 31 και 43 του ΚΠοινΔ και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και επομένως εσφαλμένως, δεν εξετάσθηκε αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ο ανωτέρω λόγος ακυρότητας και συνακόλουθα εσφαλμένα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε σχετικό λόγο εφέσεως.
Από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας και το προσβαλλόμενο με αριθμό 2215/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όσο και από το πρωτοβάθμιο με αριθ. 126/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που απέρριψε κατ'ουσίαν έφεση του παραπεμπομένου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, προκύπτουν συναφώς με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως τα ακόλουθα. Κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη και μετά κυρία ανάκριση, με το με αριθ. 126/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί, α) σε βαθμό κακουργήματος για πλαστογραφία μετά χρήσεως και για απάτη, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία των μηνυτών ποσού υπερβαίνοντος τις 73.000 ευρώ και β) για υπεξαγωγή εγγράφου. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, παραπονούμενος για τη μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, αλλά και για απόλυτη ακυρότητα των πράξεων της προηγηθείσας της κυρίας ανακρίσεως προδικασίας διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξετάσεως, καθόσον αυτός, ως ύποπτος δεν κλήθηκε να δώσει σχετικές εξηγήσεις, κατ'άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, για τις πράξεις που του αποδίδοντο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε κατ'ουσία την άνω έφεση. Όσον αφορά δε το λόγο εφέσεως, περί της άνω ακυρότητας της προδικασίας, το Συμβούλιο δέχτηκε ότι δεν δημιουργήθηκε ακυρότητα, αφού ο κατηγορούμενος άσκησε πλήρως τα δικαιώματά του τόσο κατά την απολογία του στη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, όσο και με τα εκτενή υπομνήματα που υπέβαλε χωρίς να προβάλει με αυτά οποιαδήποτε ακυρότητα. Με την αιτιολογία αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και σε ουδεμία πλημμέλεια ή παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ υπέπεσε και ο σχετικός μοναδικός από τα άρθρα 171 παρ. 1 δ και 484 παρ. 1 α, β, στ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 6 /19-1-2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθ. 2215/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Αυγούστου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ