Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2364 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.






Αριθμός 2364/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1991/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 486/6.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 476 § 1 Κ.Π.Δ.) την υπ΄αρ. 839/30-10-2007 (ενώπιον του Διευθυντού της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού) αίτηση αναιρέσεως του ..... προσωρινά κρατούμενου, κατά του υπ΄αρ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ΄ακόλουθα:
Ι) Με το ανωτέρω βούλευμα ο κατηγορούμενος (με άλλους μη ασκήσαντες αναίρεση κατηγορουμένους) παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για α) ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (αρ. 187 § 1 Π.Κ.) β) διακεκριμένη περίπτωση κλοπής από άτομα που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, η δε συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (αρ. 374 γ, δ,ε -372 § 1 Π.Κ.), γ) διακίνηση λαθρομεταναστών κατ΄επάγγελμα (αρ. 88 § 1 Ν.3386/2005), δ) παράνομη οπλοφορία (αρ. § 15, 10 § 1 +13 Ν.2168/93).

ΙΙ) Το εν λόγω βούλευμα επεδόθη εις τον κατηγορούμενο την 24-10-2007 και αυτός άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως την 27-10-2007 ενώπιον του Διευθυντή Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού όπου κρατείται προσωρινά.


ΙΙΙ) Επειδή προ πάσης έρευνας περί της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως πρέπει να ερευνηθεί και καταφαθεί ότι αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, διότι σε διαφορετική περίπτωση, εάν, δηλαδή κριθεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση είναι και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά το άρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.
΄Οντως το βούλευμα εξεδόθη κατ΄εφαρμογή του αρ. 7 Ν.2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το αρ. 42 § 5 Ν.3251/2004. Κατά το εν λόγω άρθρο η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περατώσεως της ανακρίσεως. Από την ως άνω διάταξη σαφέστατα, συνάγεται ότι όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργήματα από το Συμβούλιο Εφετών το οποίο ερευνά την ουσία της όλης υποθέσεως.
Κατά του ανωτέρω βουλεύματος δεν συγχωρείται άσκηση αναιρέσεως (Α.Π. 1966/2006 σε Συμβ. Π. Χρ ΝΖ/818, και την εις αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέως Α. Κονταξή).
Ο περιορισμός αυτός στην άσκηση των ενδίκων μέσων είναι συμβατός με το αρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 2 του 7ου πρωτοκόλλου σε αυτήν και 14 § 5 ΔΣΑΠ (Ν.2462/1997), δεδομένου, ότι από τις διατάξεις αυτές που αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής αποφάσεως ή εκείνης με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή και όχι του βουλεύματος -δεν καθιερώνεται παράλληλα υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη, για θέσπιση ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Ούτε από το εκ του αρ. 483 § 3 Κ.Π.Δ. δικαίωμα του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου να προσβάλει με αναίρεση το βούλευμα, παραβιάζεται η αρχή της "ισότητας των όπλων", ενόψει του ότι ο τελευταίος ασκεί το ως άνω δικαίωμά του, αλλά ως δικαστικός λειτουργός εκπρόσωπος της πολιτείας και προς διαφύλαξη της έννομης τάξεως (ΑΠ 1552/2005 Π.Δ./σύνη 2006/357, ΑΠ 796 /2006 Π.Δ/σύνη 2006/1218).
V) Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο ο αναιρεσείων παρεπέμφθη για τα κακουργήματα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργανώσεως, διακεκριμένης κλοπής κλπ συναφή πλημμελήματα δεν υπόκειται σε αναίρεση από τον κατηγορούμενο, θα πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω
1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αρ. 839/30-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του ..... και ήδη προσωρινά κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ΄αρ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του κατηγορουμένου.
Αθήνα 4 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΡούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Από τη διάταξη αυτή, η οποία προς αποτροπή ματαιώσεως του επιδιωκόμενου σκοπού της ταχείας εισαγωγής των σχετικών υποθέσεων προς συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζεται όχι μόνο για το κακούργημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης προς διάπραξη ειδικών μορφών κακουργημάτων (άρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 2928/2001 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 Ν 3064/2002), αλλά και για τα συναφή κακουργήματα ή πλημμελήματα, προκύπτει ότι, αν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση για το κακούργημα αυτό και η ανάκριση αυτή περατώθηκε με την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης ούτε και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2184/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκε, μεταξύ άλλων κατηγορουμένων, στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων, προκειμένου να δικαστεί για α)ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (άρθρ.187 παρ. 1 ΠΚ), β)διακεκριμένη περίπτωση κλοπής από άτομα που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, η δε συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (άρθρ. 374 παρ. Γ, δ, ε, 372 παρ. 1 ΠΚ), γ) διακίνηση λαθρομεταναστών κατ' επάγγελμα (άρθρ. 88 παρ. 1 Ν3386/2005) και παράνομη οπλοφορία (άρθρ. 1παρ. 1δ, 10 παρ.1, και 13β Ν 2168/1993),επί των οποίων το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, όπως ισχύει, έχει αποφανθεί αμετακλήτως. Με βάση τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, και όσα ο Εισαγγελέας αναφορικά με το απαράδεκτο της αιτήσεως προτείνει, στην πρόταση του οποίου και το Συμβούλιο συμπληρωματικώς αναφέρεται, το εκδοθέν και προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είναι αμετάκλητο. Άρα, η κατ' αυτού ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 839/30-10-2007 αίτηση του...... για αναίρεση του υπ' αριθ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2007.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή