Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη και απόρριψη των λόγων αναίρεσης: α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, β) έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις και κατ’ επάγγελμα τέλεσης και του αιτήματος για γραφολογική εξέταση των φερόμενων ως πλαστών εγγράφων.
Αριθμός 896/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νικολίτσα Τσαφούλια, περί αναιρέσεως της 5176/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ζ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.10.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1657/2008.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας απαιτείται, αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμόδιας αρχής ψευδή γεγονότα και αφετέρου να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από τον δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός την γνώση του δράστη ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου την θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν θεμελιώνουν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 στοιχ. Η του ΚΠΔ συνιστά η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση) ή δεν άσκησε δικαιοδοσία που του επιβάλλει ο νόμος (αρνητική υπέρβαση).
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, οι οποίες συνίστανται στο ότι κατέθεσε ενόρκως και εν γνώσει του ψευδώς περί του εγκαλούντος, αφενός ότι είχε απειλήσει ο τελευταίος μέλη του προσωπικού των εταιρειών του Ψ, συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος και τα εξανάγκασε με τις απειλές αυτές να παραιτηθούν από το Δ.Σ. μίας εκ των εταιρειών αυτών και αφετέρου ότι τα πληρώματα των σκαφών εταιρείας του Ψ τον ενημέρωσαν (τον αναιρεσείοντα) ότι έχουν δεχθεί απειλητικά τηλεφωνήματα για τη ζωή τους από μέρους του εγκαλούντος, ώστε να εγκαταλείψουν τα σκάφη αυτά, ενώ τα ψευδή αυτά γεγονότα που ισχυρίστηκε με την ένορκη κατάθεσή του περιήλθαν σε γνώση των προανακριτικών υπαλλήλων, ενώπιον των οποίων κατέθετε και όσων στη συνέχεια έλαβαν γνώση της κατάθεσης αυτής. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τον αναιρεσείοντα πρώτο κατηγορούμενο: "Ο πρώτο κατηγορούμενος όσα κατέθεσε εξεταζόμενος ως μάρτυς σχετικά με τις απειλές που είχαν δεχθεί μέλη του προσωπικού του Ψ ήταν ψευδή, πράγμα που αυτός γνώριζε, αφού όλοι εκείνοι για τους οποίους υποστηρίζει ότι απειλήθηκαν τον διέψευσαν κατηγορηματικά και δήλωσαν ότι ουδέποτε δέχθηκαν απειλές εναντίον της ζωής ή της σωματικής των ακεραιότητας από τον εγκαλούντα. Ειδικότερα από την κατάθεση του μάρτυρα Μ, ο οποίος κατονομάστηκε από τον πρώτο των κατηγορουμένων ως ένα από τα άτομα που απειλήθηκε από τον μηνυτή, προκύπτει ότι αυτός ουδέποτε δέχθηκε απειλές από αυτόν ούτε ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση εξαιτίας αυτών των απειλών. Επίσης, αυτός κατέθεσε ότι δεν είχε επαφές με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και μάλιστα τέτοιες που να του εμπιστευθεί ότι δεχόταν απειλές και ότι όλα όσα αυτός κατέθεσε, τουλάχιστον για τον εαυτό του, ήταν ψευδή και βεβαίως ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψεύδος των, αφού ουδέποτε του παραπονέθηκε ή του κατήγγειλε οτιδήποτε. Τα ίδια κατέθεσε και ο Ξ ενώπιον του αρχιφύλακα ΑΣ ..., όπου μάλιστα εξέφρασε την έκπληξή του για απειλές που φερόταν ότι είχε δεχθεί από τον εγκαλούντα. Είναι σαφής και κατηγορηματική η δήλωσή του στην άνω κατάθεσή του, που αναφέρει χαρακτηριστικά "ουδέποτε δέχτηκα πίεση ή απειλή από τον Ζ". Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι δέχθηκαν απειλές άλλα μέλη του προσωπικού του κατηγορουμένου, ώστε να πιεστούν και παραιτηθούν, αφού όλων οι παραιτήσεις έγιναν για προσωπικούς λόγους. Αντίθετα, δεν μπορούν να συναχθούν από τις καταθέσεις της μάρτυρος ..., η οποία υποστήριξε ότι όλα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος Χ ήταν αληθή, αφού οι ίδιοι οι φερόμενοι ως απειληθέντες υποστηρίζουν τα αντίθετα και αυτή δεν ήταν αυτήκοος μάρτυς των καταγγελιών τους προς τον κατηγορούμενο, ώστε από ίδια αντίληψη να γνωρίζει ότι αυτοί κατήγγειλαν. Η όλως αόριστη αναφορά της, ότι μέλη του προσωπικού κατήγγειλαν απειλές που είχαν δεχθεί από τον εγκαλούντα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνει και τους Ξ, Θ και Μ, διότι εκτός του ότι αυτοί δεν ανήκαν στο στενό προσωπικό των επιχειρήσεων του κατηγορουμένου με το οποίο αυτή συνεργαζόταν και ερχόταν σε επαφή, δεδομένου ότι ο μεν Θ ήταν μέλος του ΔΣ και ερχόταν μόνο όταν αυτό συνεδρίαζε και ο Ξ αντιπρόεδρος της εταιρείας, δεν επιβεβαιώνεται από τους ίδιους τους φερόμενους ως απειληθέντες, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, βεβαιώνουν ότι ουδέποτε απειλήθηκαν από τον εγκαλούντα και δεν προέκυψε ότι καταθέτουν με τον άνω τρόπο από φόβο ή άλλη αιτία. Αλλά και η αναφορά του κατηγορουμένου ότι και τα μέλη του πληρώματος είχαν δεχθεί απειλές από τον εγκαλούντα, χωρίς να κατονομάζεται ούτε ένα μέλος αυτών ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η συγκεκριμένη κατηγορία, είναι ψευδής, αφού δεν αποδείχθηκε ότι πραγματικά υπήρξαν τέτοιες απειλές, πράγμα που βεβαίως αυτός γνώριζε, αφού δεν υπήρξε οποιοσδήποτε που να καταγγείλει όσα αυτός κατέθεσε εξεταζόμενος ως μάρτυς. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της ψευδορκίας, αλλά και της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού με την κατάθεσή του διέδωσε ενώπιον των προσώπων που έλαβαν γνώση των άνω ψευδών γεγονότων, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν τον εγκαλούντα, αφού περιείχαν ιδιαίτερα δυσφημιστικά γι' αυτόν γεγονότα και στοιχεία".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των προαναφερθέντων εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224, 363, 362 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή διατάξεις. Ειδικότερα, αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι τα γεγονότα που κατέθεσε και ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή και ότι αυτός γνώριζε την αναλήθεια αυτών, αναφέρει μάλιστα και τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων), από τα οποία κυρίως προέκυψαν αυτά, ενώ προκύπτει ότι συνεκτίμησε και την περιεχόμενη στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης κατάθεση του εγκαλούντος, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιέχεται ότι αυτά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος (δηλαδή τα ψευδή γεγονότα) τα είχε ακούσει από τον Ψ και τον πίστεψε επειδή ήταν αφεντικό του, καθώς και ότι, εξαιτίας της κατάθεσης αυτής του κατηγορουμένου, ο εγκαλών ταλαιπωρήθηκε, αναγκάστηκε να κρύβεται και έχασε δέκα δισεκατομμύρια. Το ότι η πρώτη από τις ανωτέρω περικοπές της καταθέσεως του εγκαλούντος δεν οδήγησε το Δικαστήριο σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση ελλείψει δόλου (γνώσεως), δεν ελέγχεται αναιρετικά, γιατί συνιστά εκτίμηση πραγμάτων, αρκούντος του γεγονότος ότι και η κατάθεση αυτή συνεκτιμήθηκε. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι της αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι, ενώ κατά το μέρος που πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.
Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η πλημμέλεια 'τι υπερέβη (αρνητικά) την εξουσία του γιατί δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του εγκαλούντος, ο οποίος ανέφερε ότι αυτά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος τα είχε ακούσει από το αφεντικό του και τον πίστεψε, με βάση την οποία κατάθεση είχε υποχρέωση να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, ελλείψει δόλου. Και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, γιατί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι ανέλεγκτη αναιρετικά. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6.10.2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 5176/2008 αποφάσεως του Ε' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για πλημμελήματα). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ