Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1473 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Πλαστογραφία, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βού-λευμα διότι δεν διευκρινίζεται ποιες μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα κατά την ισχύ του Ν. 2408/96 και ποιες υπό την ισχύ του Ν. 2721/99, προκειμένου η πράξη της πλαστογραφίας να χαρακτηρισθεί ως κακούργημα ή ως πλημμέλημα. Εάν παραγραφεί η πράξη της πλαστογραφίας, τότε αναβιώνει η συντιμωρητέα πράξη του αυτουργού, της χρήσεως δηλαδή των πλαστών εγγράφων. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 1473/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 748/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.5.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1099/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 417/29.8.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 30-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 748/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 2849/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακού οφέλους διά βλάβης τρίτου, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την απόλυτη ακυρότητα.
Επειδή, από το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ως καταρτισθέν από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος περιλαμβάνων την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιστατικών και σκοπός του δράστου να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον περί γεγονότος δυναμένου να έχη έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο διά την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλανήση (ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322). Στην εμφάνιση του εγγράφου, ως προερχομένου από άλλο πρόσωπο, θεωρείται ότι υπάγεται και η περίπτωση κατά την οποία το καταρτιζόμενο έγγραφο υπογράφεται από κάποιον με το αληθινό του όνομα, κατά τέτοιο όμως τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι άλλο είναι το πρόσωπο που το έχει εκδώσει ή ότι έχει ιδιότητα που δεν προσήκει σ'αυτόν στην πραγματικότητα (ΑΠ 1821/1994, εις ΠΧ/ΜΕ'/179). Κατά δε την παράγρ. 3 του ανωτέρω άρθρ. 216 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε μετά την συμπλήρωσή της με το άρθρ. 1 παρ. 7 περ. α' του Ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίση στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακόν όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψη άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Ενώ, με το άρθρ. 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παράγρ. 7α' του άρθρ. 1 του Ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παράγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ τελευταία φράση, αντικατεστάθη με την φράση "Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Και με το ίδιο άρθρο 14, παράγρ. 2 περ. β, του ανωτέρω Ν. 2721/1999 προσετέθη στην παράγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ εδάφιο, κατά το οποίο, "Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών". Περαιτέρω, κατά μεν την διάταξη του άρθρ. 98 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ'αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρ. 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, "αν περισσότερες πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόση την διάταξη του άρθρ. 94 παρ. 1 να επιβάλη μία και μόνο ποινή? για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπ'όψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", υπό δε της παραγρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999 προσετέθη δεύτερη παράγραφος στο άρθρ. 98 ΠΚ, κατά την οποία, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπ'όψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα ακόλουθα: α) ότι για τον χαρακτηρισμό κατ'εξακολούθηση εγκλήματος που τελέσθηκε μετά την ισχύ του Ν. 2408/1996 (4-6-1996) και πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999 (3-6-1999), ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπ'όψη κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικοτέρων πράξεων, β) ότι κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ'εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και τον χαρακτήρα της ως πλημμελήματος ή ως κακουργήματος, αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης, γ) ότι οι νεότερες διατάξεις του Ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παραγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ, που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες και δ) ότι για τον χαρακτηρισμό της κατ'εξακολούθηση πλαστογραφίας της παραγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από τον Ν. 2721/1999, ως κακουργήματος, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνη το ποσό των 25.000.000 δραχμών (βλ. Ολ ΑΠ 5/2002, ΑΠ 115/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/32). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Τέλος, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 περ. δ' και 309 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει, ότι όταν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1399/2003, ΑΠ 576/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ1, στην ..., και από αρχές Ιουλίου 98, έως 16 Ιουλίου 1999, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ιδίου εγκλήματος, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και κατόπιν έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, σκόπευε δε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν ποσό 15.000 €. Τέτοιες δε πράξεις τελεί κατ'επάγγελμα και συνήθεια.
'Ετσι ειδικότερα αφού έλαβε στην κατοχή του χωρίς δικαίωμα τα στελέχη των με αριθμούς ..., ..., ... και ... επιταγών της ΕΤΕ, και των με αριθμούς ... και ... επιταγών της ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ, που σύρονταν από τους με αριθμούς .., ... αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "...", συμπλήρωσε εν αγνοία της τελευταίας αυθαίρετα, τα ακόλουθα στοιχεία σε καθεμία από τις άνω επιταγές, α) στην με αριθμό ...της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης..., ποσό 5.000.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, β) στην αρ. ... της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 4.000.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, γ) στην αρ. ... της ΑΛΦΑ-ΜΠΑΝΚ χρόνος έκδοσης ..., ποσόν 1.250.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, δ) στη αρ. ... της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 4.500.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, ε) στην αρ. ... της ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 2.000.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, στ) στην αριθμό ... της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 4.500.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, και κατόπιν έθεσε σε όλες τις επιταγές αυτές στη θέση του εκδότη τους της σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και υπογραφή υπό το δικό του όνομα ως εκπρόσωπος της τελευταίας, αν και δεν είχε το δικαίωμα να εκπροσωπήσει την εγκαλούσα κατά τούτο, αφού η σχετική εξουσία που του είχε παρασχεθεί, αφορούσε σε επιταγές που το κεφάλαιό τους δεν θα υπερέβαινε ποσόν των 200.000 δρχ. η 586,94 €, και οπωσδήποτε με τη σύμπραξη μιάς ακόμα τουλάχιστον πρώτης ειδικής υπογραφής. Τα άνω έκανε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους και δη, την Π1 και την Π2, για το ότι οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν πράγματι από την εγκαλούσα εταιρία, για το ότι δηλαδή αυτές ήσαν γνήσιες. Κατόπιν έκανε χρήση των πλαστών αυτών αξιογράφων, μεταβιβάζοντας αυτά με οπισθογράφηση και δη, τις υπό στοιχεία α και β επιταγές στην Π1, εκ των οποίων την πρώτη η τελευταία την εμφάνισε την ... για πληρωμή σε ΕΤΕ, τις δε λοιπές επιταγές στην Π2. Με την πράξη του αυτή, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την μηνύτρια εταιρία, το δε συνολικό όφελος που επιδίωκε να αποκομίσει από την πράξη του αυτή, και τη αντίστοιχη συνολική ζημία της μηνύτριας υπερβαίνει ποσό 15.000 €, διότι ανέρχεται στο ύψος των 62.362,44 €, που αντιστοιχεί στο συνολικό κεφάλαιο των άνω επιταγών, και στο ποσό που αντίστοιχα αυτός εισέπραξε. Τέτοιες πράξεις διαπράττει κατ'επάγγελμα και συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας, και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος για πορισμό εισοδήματος, και σταθερή ροπή προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Περαιτέρω προέκυψε και αποδείχθηκε πλήρως, ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ετέλεσε με δόλο την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση που το αποδίδεται ως τελεσθείσα.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε αυτό.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία ελλειπή και ασαφή. Ειδικότερα, χωρίς να εκθέτη δικές του σκέψεις, αναφέρεται πλήρως στην εισαγγελική πρόταση, η οποία, όμως, περιορίζει την αιτιολογία εις σχεδόν απλή αντιγραφή του διατακτικού του πρωτοδίκου βουλεύματος και δεν εκθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση του Εισαγγελέως, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι η ως άνω πλαστογραφία ετελέσθη κατ'εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Ιουλίου 1998 μέχρι 16 Ιουλίου 1999, και ότι ουδεμιάς των ανωτέρω πλαστών επιταγών το ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές, (αλλ'ούτε και τα 5.000.000 δραχμές), δεν διευκρινίζει ποιές από αυτές κατηρτίσθησαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν. 2721/1999, ώστε να είναι δυνατόν να κριθή, συμφώνως προς τα προεκτιθέμενα, αν πρόκειται περί κακουργήματος ή πλημμελήματος και, συνεπώς, αν συντρέχη περίπτωση παραγραφής, λαμβανομένου υπ'όψη και ότι επίσης δεν διευκρινίζει, αν ο επί εκάστης των ανωτέρω πλαστών επιταγών σημειούμενος χρόνος εκδόσεως ταυτίζεται ή όχι με τον χρόνο τελέσεως εκάστης επί μέρους πλαστογραφίας. Αλλά, με τις ως άνω ελλείψεις και ασάφειες, το εν λόγω Συμβούλιο Εφετών εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, επομένως, είναι βάσιμος ο ανωτέρω, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως. Όμως, ο περί απολύτου ακυρότητος προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος, στηριζόμενος στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περί αναιτιολογήτου απορρίψεως αιτήματος αυτού, διά του δικογράφου της εφέσεώς του, να εμφανισθή αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, εν αντιθέσει προς τον ως άνω ισχυρισμό, τέτοιο αίτημα δεν περιέχεται στην έφεση του αναιρεσείοντος. Επίσης, αβάσιμες είναι και οι λοιπές προβαλλόμενες αναιρετικές αιτιάσεις, ενώ, καθ'ο μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες.
Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ.

Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 748/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 8 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου υπ' αυτού θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά την συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του Ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.". Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση, αντικαταστάθηκε με τη φράση "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ." και με το ίδιο άρθρο 14 παρ. 2 περ. β' του ως άνω Ν. 2721/1999 προστέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ εδάφιο, κατά το οποίο "με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δρχ.". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, "αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνον ποινή. Για την επιμέτρησή της, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων". Τέλος, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του ΠΚ, που έχει ως εξής: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα ακόλουθα: α) ότι για τον χαρακτηρισμό κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, που τελέσθηκε μετά την ισχύ του Ν. 2408/19996 (4.6.1996) και πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999 (3.6.1999) ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικοτέρων πράξεων, β) ότι κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και τον χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης, γ) ότι οι νεότερες διατάξεις του Ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες και δ) ότι για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από τον Ν. 2721/1999 ως κακουργήματος, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (Ολ. ΑΠ 5/2002).
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμα και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφόσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος. Τέλος, κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β και 485 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο ως συμβούλιο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναίρεση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30.6.2003, δεν παραπέμπει, προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων, στο άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι, από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 στην ... και από αρχές Ιουλίου 1998, έως 16 Ιουλίου 1999, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ιδίου εγκλήματος, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και κατόπιν έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, σκόπευε δε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν ποσό 15.000 ευρώ. Τέτοιες δε πράξεις τελεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έτσι ειδικότερα, αφού έλαβε στην κατοχή του χωρίς δικαίωμα τα στελέχη των με αριθμούς ..., ..., ... και ... επιταγών της ΕΤΕ, και των με αριθμούς ...και ... επιταγών της ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ, που σύρονταν από τους με αριθμούς ..., .... αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "...", συμπλήρωσε, εν αγνοία της τελευταίας αυθαίρετα, τα ακόλουθα στοιχεία σε καθεμία από τις άνω επιταγές, α) στην με αριθμό ...της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ... ποσό 5.000.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, β) στην αρ. ...της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 4.000.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, γ) στην αρ. ... της ΑΛΦΑ-ΜΠΑΝΚ χρόνος έκδοσης ..., ποσόν 1.250.000 δρχ. σε διαταγή εμού του ιδίου, δ) στη αρ. ... της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 4.500.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, ε) στην αρ. ... της ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ..., ποσό 2.000.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, στ) στην αριθμό ....της ΕΤΕ, τόπος έκδοσης Αθήνα, χρόνος έκδοσης ... ποσό 4.500.000 δρχ., σε διαταγή εμού του ιδίου, και κατόπιν έθεσε σε όλες τις επιταγές αυτές στη θέση του εκδότη τους τη σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και υπογραφή υπό το δικό του όνομα ως εκπρόσωπος της τελευταίας, αν και δεν είχε το δικαίωμα να εκπροσωπήσει την εγκαλούσα κατά τούτο, αφού η σχετική εξουσία, που του είχε παρασχεθεί, αφορούσε σε επιταγές που το κεφάλαιό τους δεν θα υπερέβαινε ποσόν των 200.000 δρχ. η 586,94 €, και οπωσδήποτε με τη σύμπραξη μιας ακόμα τουλάχιστον πρώτης ειδικής υπογραφής. Τα άνω έκανε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους και δη, την Π1 και την Π2, για το ότι οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν πράγματι από την εγκαλούσα εταιρία, για το ότι δηλαδή αυτές ήσαν γνήσιες. Κατόπιν, έκανε χρήση των πλαστών αυτών αξιόγραφων, μεταβιβάζοντας αυτά με οπισθογράφηση και δη, τις υπό στοιχεία α και β επιταγές στην Π1, εκ των οποίων την πρώτη η τελευταία την εμφάνισε την ... για πληρωμή σε ΕΤΕ, τις δε λοιπές επιταγές στην Π2. Με την πράξη του αυτή, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την μηνύτρια εταιρία, το δε συνολικό όφελος που επιδίωκε να αποκομίσει από την πράξη του αυτή και την αντίστοιχη συνολική ζημία της μηνύτριας υπερβαίνει ποσό 15.000 €, διότι ανέρχεται στο ύψος των 62.362,44 €, που αντιστοιχεί στο συνολικό κεφάλαιο των άνω επιταγών, και στο ποσό που αντίστοιχα αυτός εισέπραξε. Τέτοιες πράξεις διαπράττει κατ' επάγγελμα και συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος για πορισμό εισοδήματος, και σταθερή ροπή προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω προέκυψε και αποδείχθηκε πλήρως, ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ετέλεσε με δόλο την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, που του αποδίδεται ως τελεσθείσα. Ακολούθως, το ως άνω Συμβούλιο Εφετών απέρριψε στην ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ο τελευταίος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικασθεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 1, 13 εδ. γ, στ, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3β του ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα).
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η διαλαμβανόμενη είναι ελλιπής και αντιφατική, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αναφορικά με τη σωστή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, ενώ γίνεται δεκτόν ότι η αναφερόμενη πλαστογραφία τελέσθηκε εξακολουθητικά κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Ιουλίου 1998 μέχρι 16 Ιουλίου 1999 και ότι ουδεμιάς των ανωτέρω πλαστών επιταγών το ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ., ούτε ακόμη και το ποσό των 5.000.000 δρχ., στη συνέχεια δεν διευκρινίζεται, ποιές από αυτές τις επιταγές καταρτίστηκαν υπό την ισχύ του Ν. 2408/1996 και ποιές από αυτές υπό την ισχύ του Ν. 2721/1999, ούτως ώστε να κριθεί, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, αν πρόκειται για αξιόποινη πράξη που έχει τον χαρακτήρα του κακουργήματος ή για πράξη που έχει τον χαρακτήρα πλημμελήματος. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν διευκρινίζεται, εάν ο επί μιάς εκάστης των επιταγών σημειούμενος χρόνος εκδόσεως ταυτίζεται ή όχι με τον χρόνο τελέσεως κάθε μερικότερης πράξης πλαστογραφίας. Η ύπαρξη αυτών των στοιχείων είναι απαραίτητη, διότι, σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου μερικών επί μέρους πράξεων, ο Άρειος Πάγος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 112 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των διατάξεων των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β και 485 του ΚΠΔ, θα πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συμπλήρωση της παραγραφής, όπως προεξετέθη, και τούτο είναι ανέφικτο, εξαιτίας της έλλειψης των ως άνω απαραιτήτων στοιχείων. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, στην περίπτωση, με την παράθεση των ως άνω προϋποθέσεων, που διαπιστωθεί ότι η πράξη έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα και παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, τότε αναβιώνει, ως αυτοτελής αξιόποινη πράξη, η χρήση των πλαστών, ως άνω, επιταγών, που έκανε ο ίδιος κατηγορούμενος - αναιρεσείων, ο φερόμενος και ως πλαστογράφος αυτών (Ολ. ΑΠ 1284/1992). Όμως, και ως προς την πράξη αυτή, δεν διευκρινίζεται πότε ο ως άνω φυσικός αυτουργός της πλαστογραφίας έκανε χρήση αυτών, δηλαδή υπό την ισχύ του Ν. 2408/96 ή υπό την ισχύ του Ν. 2721/1999, προκειμένου και στην πράξη αυτή να αποδοθεί ο ανάλογος ποινικός χαρακτηρισμός. Τέλος, δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και συνήθεια, απλώς παρατίθενται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13 παρ. στ' του ΠΚ, χωρίς να εξειδικεύονται αυτές με την παρουσία πραγματικών περιστατικών. Η εξειδίκευση αυτή της αιτιολογίας είναι επιβεβλημένη, διότι η κατ' επάγγελμα και συνήθεια τέλεση της πλαστογραφίας τέθηκε για πρώτη φορά με διάταξη του Ν. 2721/1999, όπως προεξετέθη στη νομική σκέψη της παρούσας. Πρέπει, λοιπόν, κατά παραδοχή, ως βασίμου, του σχετικού, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, λόγου αναίρεσης, και παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αυτής, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 748/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή