Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1189 / 2007    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1189/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καλαμίδα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Διονύσιο Γιαννακόπουλο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :
Της αναιρεσείουσας : Ναυτικής εταιρείας του Ν. 959/1979 με την επωνυμία "ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Ναυτική Εταιρεία", η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρούτση.
Της αναιρεσίβλητης : Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας (Αλληλοασφαλιστικού Οργανισμού P & Ι CLUB) με τον διακριτικό τίτλο "ΝΤΑΡΑΓΚ" (DARAG) και την επωνυμία "DEUTSCHE VERSICHERUNGS UND RUCKVERSICHERUNGS AG", που εδρεύει στο Ροστόκ της Γερμανίας, διατηρεί πρακτορείο στον Πειραιά, όπου εδρεύει η εταιρεία με την επωνυμία "ΜΑΡΛΙΝ ΕΙ ΤΖΕΝΣΙΣ Ες Ει (MARLIN AGENCIES S.A)", από την οποία πρακτορεύεται και εκπροσωπείται, όπως εκπροσωπείται και από τον αντίκλητό της στον Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Στεφανάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 8-2-2000 και 11-12-2000 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 3849/2003 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 382/2005 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28 Ιουνίου 2005 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Παπαηλιού ανέγνωσε την από 25 Ιανουαρίου 2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το νόμο 1923/1991 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου της 19-11-1976 "Για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις", η οποία από την θέση της σε ισχύ αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή προβλέπεται περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις. Στο άρθρο 1 αναφέρονται τα πρόσωπα που δικαιούνται να περιορίσουν την ευθύνη, ενώ στο άρθρο 2, οι απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. Πρόσωπα που μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη τους είναι ο πλοιοκτήτης και ο θαλάσσιος αρωγός, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο κύριος του πλοίου, ο ναυλωτής, ο εφοπλιστής και διαχειριστής θαλασσοπλοούντος πλοίου, ως και πρόσωπα που συνδέονται άμεσα με επιχειρήσεις θαλάσσιας αρωγής. Επί πλέον, κατά την παρ. 6 του άρθρου 1, και ο ασφαλιστής ευθύνης για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό, σύμφωνα με τους κανόνες της σύμβασης, δικαιούται τα ευεργετήματα της σύμβασης στην ίδια έκταση σαν τον ίδιο τον ασφαλισμένο. Σκοπός της τελευταίας διατάξεως είναι να μην τίθεται ο ασφαλιστής σε χειρότερη θέση από αυτήν του ασφαλισμένου όσον αφορά τον περιορισμό της ευθύνης, γι' αυτό και το δικαίωμα περιορισμού του ανήκει στην ίδια έκταση που ανήκει στον ασφαλισμένο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ε' και στ' της Συμβάσεως σε περιορισμό υπόκεινται μεταξύ άλλων και "απαιτήσεις σχετικές με τη μετακίνηση, καταστροφή ή εξουδετέρωση επιβλαβών συνεπειών του φορτίου" και "απαιτήσεις προσώπου άλλου, εκτός από εκείνο που είναι υπεύθυνο, σχετικά με μέτρα που πάρθηκαν για να αποτρέψουν ή να μειώσουν τη ζημιά, για την οποία το υπεύθυνο πρόσωπο θα μπορούσε να περιορίσει την ευθύνη του, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, καθώς και την περαιτέρω ζημιά που προκλήθηκε από τέτοια μέτρα". Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 της Συμβάσεως, το οποίο αναφέρεται στη σύσταση του κεφαλαίου, ορίζονται στις τρεις παραγράφους του ότι: 1. Κάθε πρόσωπο που μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο μπορεί να συστήσει κεφάλαιο περιορισμού στο Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή σε οποιοδήποτε Κράτος - Μέλος στο οποίο έχει ασκηθεί αγωγή για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. Το κεφάλαιο θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται από τα άρθρα 6 και 7, όπως εφαρμόζονται για απαιτήσεις για τις οποίες το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι υπεύθυνο, μαζί με τον ανάλογο τόκο από την ημερομηνία του γεγονότος από το οποίο προκύπτει η ευθύνη ως την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου. Κάθε κεφάλαιο που έχει συσταθεί με τον τρόπο αυτόν, θα διατίθεται μόνο για την πληρωμή απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να γίνει επίκληση περιορισμού ευθύνης. 2. Το κεφάλαιο μπορεί να συσταθεί, είτε με κατάθεση του ποσού, είτε με παροχή εγγύησης αποδεκτής από τη νομοθεσία του Κράτους - μέλους, στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο και που θεωρείται επαρκής από το Δικαστήριο ή την άλλη αρμόδια αρχή 3. Το κεφάλαιο που έχει συσταθεί από ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (α), (β) ή (γ) ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 ή του ασφαλιστή του, θα θεωρείται ότι έχει συσταθεί από όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (α), (β) ή (γ) ή στην παράγραφο 2 αντίστοιχα. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Συμβάσεως, όταν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 11, κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο. Από την τελευταία διάταξη, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 11 παρ. 3, προκύπτει ότι αν ο κύριος ή ο πλοιοκτήτης πλοίου, ασκώντας τα από τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 1976 δικαιώματά του, συστήσει στην Ελλάδα κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του, τότε οι δανειστές που έχουν εγείρει απαιτήσεις εναντίον του συσταθέντος από αυτόν κεφαλαίου, δεν μπορούν παραλλήλως να ασκήσουν όχι μόνον άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, αλλά και εναντίον άλλου οφειλέτη, ο οποίος θα δικαιούταν βάσει της ίδιας Συμβάσεως να συστήσει και ο ίδιος κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του από το ίδιο περιστατικό. Ειδικότερα σε σχέση με τον ασφαλιστή, πέραν του ότι είναι και αυτός ένα από τα πρόσωπα που μπορεί να συστήσει κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης, δικαιούται σε περίπτωση περιορισμού της ευθύνης σύμφωνα με την άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 της Συμβάσεως, τα ευεργετήματα της Σύμβασης στην ίδια έκταση σαν τον ίδιο τον ασφαλισμένο. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 3 και 13 παρ. 1 του ν. 1923/1991, τις οποίες εφάρμοσε εσφαλμένα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 12-5-1999 το με σημαία ANTIGUA και BARBUDA φορτηγό πλοίο "...." (κοχ. 2130, ΔΔΣ V2PB, μήκους 82,59 μ., πλάτους 13.40 μ., έτους ναυπηγήσεως 1973), νηολογίου St. John's (αριθμ. νηολ. ...), πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στην πόλη St John's της ANTIGUA εταιρίας "D. And A. Shipping Limited" βυθίστηκε, ενώ ήταν παραβεβλημένο και πρυμνοδετημένο στο λιμένα ....Πειραιώς και φόρτωνε εμπορευματοκιβώτια με προορισμό της ...... Την αστική ευθύνη του πλοίου αυτού από θαλάσσια ρύπανση είχε ασφαλίσει κατά τον παραπάνω χρόνο της βύθισής του η εναγομένη - εφεσίβλητη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία (αλληλοασφαλιστικός οργανισμός). Οι ένδικες δύο αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα) αφορούν, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο αυτών, δαπάνες της ενάγουσας εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας για τη λήψη μέτρων αναγκαίων για τον αποκλεισμό και τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών από το φορτίο του βυθισθέντος πλοίου ".....", καθώς και από σκουπίδια ή πετρέλαιο που διέρρεε από αυτό. Όμως, αυτές οι απαιτήσεις της εκκαλούσας υπάγονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στις υποκείμενες σε περιορισμό απαιτήσεις της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του 1976 (άρθρ. 2 παρ. 1 περίπτ. ε και στ), αφού, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους και σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο των αγωγών, η εκκαλούσα ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση υπό τις εντολές και τις υποδείξεις του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς που είναι επιφορτισμένο από το νόμο να φροντίζει για την καλή κατάσταση του λιμένα και την ασφάλεια των πλοίων στην περιοχή της δικαιοδοσίας του. Όμως, από τις ρητές ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους και τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα και ειδικότερα 1) το πιστοποιητικό εθνικότητας του φορτηγού πλοίου "......", στο οποίο αναφέρονται πλήρως τα στοιχεία του, 2) την 334/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επετράπη σύμφωνα με τις διατάξεις της παραπάνω Δ.Σ. η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης για χρέη της πλοιοκτήτριας από τη βύθιση του παραπάνω πλοίου, 3) τη με αριθμό 18/21-3-2000 πράξη του Γραμματέα Πρωτοδικείου Πειραιώς, από την οποία προκύπτει ότι η ασφαλισμένη στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου προέβη στην κατάθεση της .... εγγυητικής επιστολής της εδρεύουσας στην Αθήνα Τράπεζας "BAYERISCHE HYPO-UND VEREINSBANK AG", για ποσό κεφαλαίου περιορισμού 248.826,696 δρχ. και ήδη 730.232,41 ευρώ (βλ. και τη σχετική κλήση του διορισθέντος Εκκαθαριστή προς τους πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους), αποδεικνύεται ότι η αλλοδαπή εταιρία "D. And A. Shipping Limited" ως πλοιοκτήτρια του πλοίου συνέστησε κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης της από το ναυάγιο κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως, η δε εκκαλούσα ενάγουσα ανήγγειλε τις περιεχόμενες στις δύο ένδικες αγωγές απαιτήσεις της εναντίον του συσταθέντος κεφαλαίου, αποδεχόμενη έτσι ότι οι ένδικες απαιτήσεις της υπάγονται σε περιορισμό. Μάλιστα ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, και ο διορισθείς νομίμως ως Εκκαθαριστής του κεφαλαίου εισήγαγε ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου τις αντιρρήσεις των δανειστών σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Επομένως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, συνέπεια της συστάσεως του κεφαλαίου αυτού και της αναγγελίας των ένδικων απαιτήσεων της εκκαλούσας εναντίον του, ήταν η αυτοδίκαιη άρση των ατομικών διώξεων για τις ίδιες απαιτήσεις τόσο ως προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου όσο και ως προς την ασφαλίστρια της αστικής ευθύνης αυτού, υπέρ των οποίων συστάθηκε το κεφάλαιο αυτό". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1 και 11 παρ. 3 του ν. 1923/1991, και ο αντίθετος εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως.
Συνεπώς δεν είναι πράγματα από την άνω έννοια, τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι για την υποστήριξη των απόψεών τους σε σχέση με νομικά ζητήματα ή οι ισχυρισμοί τους προαναφέρονται στην ορθή ερμηνεία του νόμου (Ολ. ΑΠ 3/1997 ΕλΔνη 38,539). Επομένως, ο δεύτερος εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει τα παρατιθέμενα σ' αυτόν νομικά επιχειρήματα που κατατείνουν στο να γίνει δεκτή η εκδοχή ότι ο ασφαλιστής, όπως είναι η αναιρεσίβλητη, δεν περιλαμβάνεται, κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 3 και 13 παρ. 1 του ν. 1923/1991, στα πρόσωπα για τα οποία θεωρείται ότι έχει συσταθεί το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Με τον τρίτο εκ του αριθμού 9, σε συνδυασμό με τους αριθμ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση άφησε αδίκαστη την παρεμπίπτουσα αγωγή της, με την οποία ζητούσε την αναγνώριση υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης καταβολής σ' αυτήν της αμοιβής της για μεταγενέστερες προσφερθείσες υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής από αυτές της ασκήσεως της πρώτης αγωγής της. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτόδικη 3849/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία είχε απορρίψει ως απαράδεκτες τις αγωγές της, κύρια και παρεμπίπτουσα, διότι κακώς η αναιρεσείουσα στράφηκε κατά της αναιρεσίβλητης ως ασφαλίστριας, και επί πλέον την παρεμπίπτουσα αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ως προς την τελευταία απόρριψη η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι "συνακόλουθα, η έρευνα του λόγου της εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής και ως αόριστης, παρέλκει". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και οι αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-6-2005 αίτηση της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία "ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Ναυτική Εταιρεία" για αναίρεση της 382/2005 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή