Αριθμός 337/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Χ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Λάμπρου Γεωργακόπουλου και Νικολάου Καλληδώνη κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Χ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Βάθη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Χ. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/7/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 9/1/2012 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24ΕΠ/2012, 35α/2013, 91α/2014 μη οριστικές και 40/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 72/2016 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 17/2/2017 αίτησή του επί της οποίας εκδόθηκε η 964/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου που διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό αυτής. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση ο ήδη αναιρεσείων με την από 7/10/2019 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί της στηριζόμενης στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920 από 9-1-2012 παρέμβασης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου του αναιρεσείοντος Ν. Χ., στρεφόμενης κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ε. Χ. και της δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας "ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Χ. Α.Ε.", στη δίκη που άνοιξε με την από 4-7-2011 αίτηση του αιτούντος- πρώτου αναιρεσιβλήτου, η οποία στηριζόταν επίσης στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920, εκδόθηκε από εκείνο το δικαστήριο, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, η 40/2015 οριστική απόφαση. Με αυτήν απορρίφθηκε η παρέμβαση, αφού έγινε δεκτό ότι η προηγηθείσα της συζητήσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική απόφαση, παραίτηση του Ε. Χ. από το δικόγραφο της αίτησής του ήταν παραδεκτή, με συνέπεια να καταστεί άνευ αντικειμένου η παρέμβαση, που είχε ασκηθεί υπό την αίρεση ευδοκίμησης εκείνης της αίτησης. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως άσκησαν ο αναιρεσείων και η δεύτερη αναιρεσίβλητη, τις από 22-12-2015 εφέσεις τους, που απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν με την 72/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση αυτής της απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Ν. Χ. με την κρινόμενη από 17-2-2017 αίτησή του Η αίτηση αναίρεσης φέρεται νομίμως προς συζήτηση με την από 7-10-2019 κλήση του αναιρεσείοντος μετά την έκδοση της 964/2019 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεώς της, προκειμένου να προσκομισθεί κατ'αυτήν έκθεση επιδόσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη με κλήτευσή της να παραστεί κατά την αρχικώς ορισθείσα προς εκδίκασή της δικάσιμο της 8-1-2018, κατά την οποία αυτή δεν είχε εμφανισθεί ούτε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Εάν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 52/2019, 1753/2017, 242/2015). Στην προκειμένη περίπτωση η επαναλαμβανόμενη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης είχε αρχικώς προσδιορισθεί με πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου για τις 27-1-2020. Κατά τη δικάσιμο εκείνη (κατά την οποία είχαν παραστεί όλοι οι διάδικοι) η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (19-10-2020). Ο αναιρεσείων προσκομίζει την 3119 Β'/20-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Σ. Ι. Μ., για την προσκομιδή της οποίας είχε διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της αίτησης κατά τα προεκτιθέμενα και από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού του αρχικής της δικασίμου (8-1-2018) και κλήτευση της δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας να παραστεί κατ' αυτήν είχε επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα σ'εκείνη την εταιρία (στον νόμιμο εκπρόσωπό της). Από την επίσης προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα- καλούντα και επισπεύδοντα τη συζήτηση 561/14-10-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ε. Μ. προκύπτει περαιτέρω ότι αντίγραφο της κλήσεως προς επανάληψη της συζήτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήτευση προς συζήτηση κάτω απ'αυτό για τη δικάσιμο της 27-1-2020, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη αναιρεσίβλητη- καθ'ης η κλήση, εκ νέου δε κλήτευσή της για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας μετ' αναβολή δικάσιμο δεν απαιτείται, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευσή της. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεσε δήλωση παράστασης κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, αφού αυτή δεν εμφανίσθηκε, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει, κατ' άρθρο 576 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ να προχωρήσει, παρά την απουσία της, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως και παραδεκτώς (άρθρ. 495 παρ. 3, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ "το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά". Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, πλην άλλων, και η θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται μόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και μόνο κατά την έκταση που αυτή ζητείται. Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μίας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε, παρά ταύτα, προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Έλλειψη αίτησης υπάρχει και όταν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, διότι η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, έχει ως αποτέλεσμα η αγωγή να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, αφού η παραίτηση επιφέρει την κατάργηση της δίκης και την αποξένωση του δικαστηρίου από κάθε εξουσία επ` αυτής, ενώ αίρονται αναδρομικά οι δικονομικές και οι περισσότερες από τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησής της (ΑΠ 781/2020, 453/2007, ΑΠ 1348/2006),. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, "η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 ΚΠολΔ γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου". Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από τον διάδικο ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης, δηλαδή ακόμη και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ' άρθρο 118 ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του (ΑΠ 834/2005). Με την ανωτέρω διάταξη, ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή (ΟλΑΠ 1187/1981). Η παραίτηση αυτή συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια παραίτησης από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντα έναντι της πολιτείας προς έκδοση απόφασης στη συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 781/2020, 138/2014). Το άρθρο δε 294 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον νόμο 4335/2015, προβλέπει: "Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης." Ως συζήτηση νοείται η καθοριζόμενη από το άρθρο 281 ΚΠολΔ, κατά το οποίο "συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της". Αυτονόητη προϋπόθεση όμως έναρξης της συζήτησης, υπό την έννοια και των δύο παραπάνω διατάξεων, αποτελεί η συζήτηση να λαμβάνει χώρα ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και να είναι αυτή παραδεκτή. Έτσι δεν αποτελεί, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρώτη συζήτηση εκείνη που έλαβε χώρα ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 83/2015) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κατά διαδικασία διαφορετική από την προβλεπόμενη κατά τον ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο δεν κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία (εάν είναι εφικτό), ή εκείνη που ήταν απαράδεκτη (ΑΠ 1611/1999, πρβλ ΟλΑΠ 1235/1982), όπως διαγιγνώσκεται από το δικαστήριο, που αποφαίνεται με την απόφασή του, μετά όσα έλαβαν χώρα στο ακροατήριο (ακόμη και μετά από προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών των διαδίκων, εξέταση μαρτύρων κλπ), ότι δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να προχωρήσει σε ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, οπότε αυτό είτε παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής δικαστήριο ή και στο ίδιο δικαστήριο, προκειμένου να εκδικασθεί αυτή κατά διαφορετική διαδικασία, είτε κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για οποιονδήποτε λόγο αναγόμενο στο παραδεκτό της αντιστοίχως. Μετά από την έκδοση απόφασης με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο καταλείπεται επομένως περιθώριο παραδεκτής και ισχυρής παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής κατά τους όρους και διατυπώσεις των άρθρων 294 εδ. α' και 297 ΚΠολΔ πριν ή όταν η διαφορά επανέλθει, με κλήση του ενδιαφερομένου διαδίκου, προς παραδεκτή συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή κατά την προσήκουσα διαδικασία σύμφωνα με τις ως άνω διακρίσεις, χωρίς να απαιτείται σ' αυτές τις περιπτώσεις συναίνεση του αντιδίκου του ενάγοντος, αφού αυτή η επακολουθούσα συζήτηση είναι η πρώτη. Εξάλλου το άρθρο 307 παρ. 1 εδ. α και β' ΚΠολΔ προβλέπει: "Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάσθηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού ορισθεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου", ενώ το άρθρο 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην εξεταζόμενη περίπτωση χρόνο και πριν την αντικατάστασή του με τον ν. 4335/2015, όριζε: "Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης." Παρότι οι προϋποθέσεις της επανάληψης της συζήτησης των άρθρων 254 και 307 ΚΠολΔ σαφώς διαφέρουν, το άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο περιέχει πληρέστερη ρύθμιση ως προς τον χαρακτήρα της συζήτησης που επακολουθεί, εφαρμόζεται αναλόγως και ως προς την επαναλαμβανόμενη κατ` άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση, μη υφιστάμενου δικαιολογητικού λόγου προς διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων. 'Ετσι και επί επαναλήψεως της συζήτησης κατ' άρθρο 307 ΚΠολΔ, η νέα συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 936/2018, 869/2017), αυτές λογίζονται δε ως μία ενιαία συζήτηση. Σύμφωνα με αυτά, εάν η συζήτηση της υπόθεσης κηρυχθεί απαράδεκτη με την απόφαση, που θα εκδοθεί μετά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, για λόγο που διαπιστώνεται από το δικαστήριο μετά απ'αυτήν και που αφορά το σύνολο της σχετικής διαδικασίας (για λόγο δηλαδή αναγόμενο σε έλλειψη τασσόμενων από τον νόμο προϋποθέσεων για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής και όχι όταν πρόκειται για λόγο αφορώντα αποκλειστικά στο παραδεκτό της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, όπως π.χ. στη μη νόμιμη κλήτευση διαδίκου κατ'αυτήν), το δικαστήριο και σ' αυτή την περίπτωση θεωρείται ότι δεν έχει εισέλθει στην ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, με συνέπεια να είναι παραδεκτή κατά τα προεκτιθέμενα η χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής του πριν τη νέα επί της ουσίας συζήτησή της, που θα προσδιορισθεί με κλήση του ενδιαφερόμενου διαδίκου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά ο νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή το απαράδεκτο πρέπει να χαρακτηρίζεται ως δικονομική (ΑΠ 1324/2019). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος, Ε. Χ. με την από 4-7-2011 αίτησή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που δίκαζε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ζητούσε την κατ'άρθρο 48 παρ. 1 ν. 2190/1920 λύση της καθ' ης, ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, ανώνυμης εταιρίας "Τεχνική Εταιρεία-Ξενοδοχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ", στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει ο ίδιος και αναιρεσείων Ν. Χ. κατά ποσοστό 50% ο καθένας τους, επικαλούμενος ότι δεν έχουν υποβληθεί προς καταχώριση οι οικονομικές της καταστάσεις τριών (3) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένων από τη γενική συνέλευση και συγκεκριμένα οι ισολογισμοί της για τα έτη 2007, 2008, 2009 και 2010. Επικουρικώς ζητούσε τη λύση της άνω εταιρίας κατ' άρθρο 48Α ν. 2190/2020 για σπουδαίο λόγο, που κατά τρόπο προφανή και μόνιμο καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας της. Ενώ εκκρεμούσε η ανωτέρω αίτηση ο Ν. Χ. άσκησε την από 9-1-2012 παρέμβασή του, με την οποία ζητούσε την απόρριψή της και επικουρικώς, για την περίπτωση εξέτασης της βάσης της αιτήσεως της στηριζόμενης στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920 και της παραδοχής ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος για τη λύση της εταιρίας, ζητούσε να χορηγηθεί από το δικαστήριο εύλογη προθεσμία για την άρση των λόγων λύσης, εάν δε κρινόταν άσκοπο να χορηγηθεί προθεσμία, ζητούσε να διαταχθεί η εξαγορά εκ μέρους του των μετοχών του αιτούντος έναντι του ποσού των 500.000 ευρώ, καταβλητέου σε δόσεις εντός πέντε ετών, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 48Α παρ.5 ν. 2190/1920. Επί της αιτήσεως και της κύριας παρέμβασης εκδόθηκε η 24/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που δίκασε κατά την ως άνω διαδικασία. Με αυτή την απόφαση συνεκδικάσθηκαν η αίτηση και η κύρια παρέμβαση και διατάχθηκε ο χωρισμός της στηριζόμενης στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920 επικουρικής βάσης της αίτησης (κατ' ορθό χαρακτηρισμό: της σωρευθείσας στο ίδιο δικόγραφο με την αίτηση αγωγής) για τη λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο και των συναφών με αυτήν αιτημάτων της κύριας παρέμβασης για τη χορήγηση προθεσμίας άρσης των λόγων που καθιστούσαν αναγκαία τη λύση, άλλως δε για την εξαγορά των μετοχών του αιτούντος, και παραπέμφθηκαν η αγωγή και η κύρια παρέμβαση κατά την ανωτέρω βάση και αιτήματά τους στο ίδιο δικαστήριο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. Το ανωτέρω δε δικαστήριο κράτησε και δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την κατ' άρθρο 48 παρ. 1 δ ν. 2190/1920 κύρια βάση της αίτησης για λύση εταιρείας λόγω μη καταχώρισης οικονομικών καταστάσεων και την παρέμβαση ως προς το αίτημα απόρριψης της αίτησης κατά την παραπάνω βάση της και διέταξε, με την ίδια ως άνω απόφαση, την επανάληψη της συζήτησης ως προς αυτές, προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια του αιτούντος βεβαίωση του Τμήματος Εμπορίου Περιφέρειας Νομού Κυκλάδων, από την οποία να προκύπτει η μη υποβολή από την εταιρεία προς καταχώριση των εγκεκριμένων από τη γενική συνέλευση οικονομικών της καταστάσεων επί τρεις συνεχείς διαχειριστικές χρήσεις και συγκεκριμένα από το έτος 2007 και μετά. Μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως ο αναιρεσείων- παρεμβάς Ν. Χ. του Κ. επέσπευσε, με την από 20-11-2012 κλήση του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία, τη συζήτηση της αγωγής και της παρέμβασής του κατά τα αιτήματά τους, τα στηριζόμενα στη βάση του άρθρου 48Α ν. 2190/1920. Η υπόθεση αυτή συζητήθηκε στις 5.4.2013, όμως η ορισθείσα εισηγήτρια υπέβαλε την από 17-5-2013 δήλωση λόγου εξαίρεσής της, επικαλούμενη λόγους ευθιξίας. Επί της δηλώσεώς της εκδόθηκε η 35Α/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία η δήλωση εξαίρεσης έγινε δεκτή και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ' άρθρο 307 ΚΠολΔ. Με την 122/2013 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Σύρου ορίσθηκε ως ημερομηνία της επαναλαμβανόμενης συζήτησης η 17-1-2014, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε κατά την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε επ' αυτής η 91Α/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής και της κύριας παρέμβασης κατά τις κρινόμενες βάσεις τους λόγω μη δημοσίευσης της αίτησης στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 48Α και 7β ν. 2190/1920. Ο αναιρεσείων Ν. Χ. ζήτησε με κλήση του τον προσδιορισμό νέας δικασίμου για τη συζήτηση της αγωγής και της κύριας παρέμβασης και ορίσθηκε ως δικάσιμος η 13-2-2015. Στις 21-1-2015 όμως, ήτοι πριν την ορισθείσα δικάσιμο, ο αιτών- ενάγων Ε. Χ. κατέθεσε στη γραμματεία του ως άνω δικαστηρίου την από 21.1.2015 δήλωση παραίτησής του από το δικόγραφο της από 4.7.2011 αίτησής του ως προς τη σωρευθείσα σ'αυτήν βάση της τη στηριζόμενη στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920, η οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί κατά την τακτική διαδικασία. Αυθημερόν ο ενάγων επέδωσε αντίγραφο αυτής της δηλώσεως παραιτήσεως στους Ν. Χ. και στην ανώνυμη εταιρεία "Τεχνική Εταιρεία- Ξενοδοχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ" και σχετικώς συντάχθηκαν οι 65/21-1-2015 και 9402β/21-1-2015 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Αθηνών και Νάξου Ι. Τ. και Δ. Θ. αντιστοίχως. Αντίγραφα της δήλωσης παραίτησης επέδωσε και στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (Τμήμα Εμπορίου) και στο Επιμελητήριο Κυκλάδων (τμήμα Γ.Ε.ΜΗ), σχετικώς δε συντάχθηκαν οι 7660γ' και 7659γ'/21.1.2015 αντιστοίχως εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σύρου Α. Δ.. Κατά την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής και παρέμβασης δικάσιμο της 13-2-2015 οι Ν. Χ. και η "Τεχνική Εταιρεία-Ξενοδοχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ" αντιτάχθηκαν στην ανωτέρω παραίτηση του Ε. Χ., υποστηρίζοντας ότι η παραίτηση είναι απαράδεκτη κατ' άρθρο 294 εδ.β ΚΠολΔ, διότι έγινε χωρίς τη συναίνεσή τους μετά την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Κατόπιν αυτών εκδόθηκε η 40/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία η παραπάνω παραίτηση από το δικόγραφο του Ε. Χ. χωρίς τη συναίνεση των αντιδίκων του κρίθηκε παραδεκτή και ισχυρή, με συνέπεια την κατάργηση της σχετικής δίκης και απορρίφθηκε η κύρια παρέμβαση, διότι αυτή κατέστη, μετά από την παραίτηση, άνευ αντικειμένου. Κατά της απόφασής αυτής άσκησαν εφέσεις ο Ν. Χ. και η ανώνυμη εταιρεία "Τεχνική Εταιρεία- Ξενοδοχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ" ενώπιον του Εφετείου Αιγαίου (Τριμελούς), οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως αβάσιμες κατ' ουσίαν. Το Εφετείο, παραθέτοντας το ως άνω διαδικαστικό ιστορικό της διαφοράς, έκρινε ότι κατά το άρθρο 294 ΚΠολΔ, ο ενάγων παραδεκτώς παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του χωρίς συναίνεση των αντιδίκων του πριν να προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εκείνη, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη για τυπικούς λόγους ή εκείνη για την οποία εκδόθηκε απόφαση, η οποία αναβάλλει ή αναστέλλει την πρόοδο της δίκης ή τάσσει προθεσμία για συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων ή διατάσσει επανάληψη της συζήτησης ή παραπέμπει την υπόθεση να δικαστεί από αρμόδιο δικαστήριο ή σύμφωνα με άλλη διαδικασία, αφού οι περιπτώσεις αυτές ανάγονται σε στάδιο πριν από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Ειδικότερα δε το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα η παραίτηση του Ε. Χ. από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης περί λύσης της άνω εταιρείας, έγινε νομότυπα κατ' άρθρο 294 εδ. α' ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των αντιδίκων του, αφού το δικάσαν Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου) δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης η 5-4-2013, οπότε η υπόθεση επανασυζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 91Α/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, αφού με την άνω απόφαση δεν κρίθηκε η διαφορά αλλά κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης για τυπικούς λόγους, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποτελεί συζήτηση της υπόθεσης εκείνη που κηρύχθηκε απαράδεκτη κατ' άρθρο 281 ΚΠολΔ, αλλά εκείνη επί της οποίας εκδίδεται οριστική απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, έκρινε ότι ο Ε. Χ. νομίμως παραιτήθηκε από το δικόγραφο της άνω αίτησής του παρά τις αντιρρήσεις των αντιδίκων του, ορθά εφάρμοσε το νόμο, και πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλούμενης με την παρούσα κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο μόνος λόγος έφεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Τεχνική Εταιρεία-Ξενοδοχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ" και ο πρώτος λόγος έφεσης του Ν. Χ. περί απαράδεκτης παραίτησης του Ε. Χ. από το δικόγραφο της αίτησής του παρά τις αντιρρήσεις τους μετά την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης." Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, μη κηρύσσοντας απαράδεκτη την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αίτησης- αγωγής του κατά τη βάση της τη στηριζόμενη στο άρθρο 48Α ν. 2190/1920 και οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Με αυτούς ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ειδικότερα ότι το Εφετείο έσφαλε μη κηρύσσοντας απαράδεκτη την ως άνω παραίτηση του πρώτου αναιρεσιβλήτου χωρίς τη συναίνεσή των αντιδίκων του, διότι το δικαστήριο είχε προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς και κατά τη συζήτηση της αιτήσεως που έλαβε χώρα στις κατά την αρχική της δικάσιμο της 20.1.2012, κατά την οποία διατάχθηκε ο χωρισμός της συγκεκριμένης βάσης της αίτησης- αγωγής και παραπέμφθηκε αυτή να δικασθεί κατά την τακτική διαδικασία, και κατά τη δικάσιμο της 5.4.2013, μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης βάσει του άρθρου 307 ΚΠολΔ, και κατά τη δικάσιμο της 17.1.2014, κατά την οποία επαναλήφθηκε η συζήτηση και μετά την οποία εκδόθηκε η 91Α/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που κήρυξε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης. Η δήλωση όμως παραίτησης του πρώτου αναιρεσιβλήτου χωρίς τη συναίνεση των αντιδίκων του είναι παραδεκτή, επειδή, ανεξαρτήτως της σύνταξης πρακτικών κατά τις συζητήσεις που προηγήθηκαν αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική 72/2016 απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας εμποδιζόταν κατ' αυτές τις προηγηθείσες της παραίτησης συζητήσεις να εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Δεν αποτελεί δε έναρξη τέτοιας έρευνας κατά την έννοια του άρθρου 294 εδ. β ΚΠολΔ, η συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση για παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο, προκειμένου να εκδικασθεί αυτή κατά διαφορετική διαδικασία, ούτε η συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση, που κήρυξε τη συζήτηση της αιτήσεως απαράδεκτη, ενώ το απαράδεκτο, που διαπιστώθηκε κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση και αναφερόταν σε έλλειψη προϋπόθεσης απαιτούμενης για το παραδεκτό της αγωγής (και όχι μόνον της επαναλαμβανόμενης συζήτησης), καταλάμβανε αμφότερες τις συζητήσεις, αρχική και επαναλαμβανόμενη, ακριβώς επειδή η τελευταία αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, ώστε να λογίζονται αυτές ως ενιαία συζήτηση. Οι διατάξεις του άρθρου 48Α παρ. 1-5 και 7 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, νόμου 2190/1920, που αναφέρονται στη λύση της ανώνυμης εταιρίας με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή μετόχων, προβλέπουν: " 1. Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, εάν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη. 2. Σπουδαίος λόγος κατά την προηγούμενη παράγραφο υφίσταται, ιδίως, εάν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά της εταιρείας ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου της έδρας της. Άλλοι μέτοχοι, εάν εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα πέμπτο (1/5) του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη. 4. Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι δύο (2) έως έξι (6) μήνες και μπορεί να παραταθεί μέχρι τρεις (3) μήνες. Εάν παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων. 5. Με αίτηση των μετόχων που έχουν ασκήσει παρέμβαση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του ενάγοντος ή των εναγόντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται από την επιτροπή της παραγράφου 1 ή από τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 9. Η τυχόν απόκτηση του ελέγχου της εταιρείας διαμέσου της εξαγοράς λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ` όψιν. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%). ... 7. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας εάν η διατασσόμενη κατά το παρόν άρθρο εξαγορά δεν ολοκληρωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά." Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, προκύπτει ότι όταν εκκρεμεί αγωγή για λύση της εταιρίας μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου λόγω υπάρξεως σπουδαίου λόγου μπορεί να ασκηθεί παρέμβαση από μέτοχο ή μετόχους, που εκπροσωπούν το 1/5 τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου, οι οποίοι μπορούν και να ζητήσουν να διατάξει το δικαστήριο την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του ενάγοντος ή των εναγόντων. Η παρέμβαση με αυτό το αίτημα έχει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων του εμπορικού εταιρικού δικαίου, χαρακτήρα ιδιόρρυθμης κύριας παρέμβασης, αφού εισάγει μεν εν μέρει τουλάχιστον διαφορετικό αίτημα από αυτό της αγωγής προς προστασία των συμφερόντων των παρεμβαινόντων, χωρίς όμως να θεωρείται από τον νομοθέτη ότι αυτό υπερβαίνει το αίτημα της αγωγής (περίπτωση κατά την οποία η κυρία παρέμβαση θα ήταν απαράδεκτη: πρβλ ΑΠ 1379/2002, 715/1998), το οποίο, σε κάθε περίπτωση, ανάγεται κατ'αρχήν, στην αναγνώριση της ύπαρξης σπουδαίου λόγου, που μπορεί να οδηγήσει στη λύση της εταιρίας, διότι αυτή είναι αδύνατο κατά τρόπο προφανή και μόνιμο να συνεχίσει τη λειτουργία της εξαιτίας του. Ενόψει αυτών και της ένταξης της πρόβλεψης περί παρέμβασης με το ως άνω αίτημα και αντικείμενο στο άρθρο, το οποίο προβλέπει τη λύση της ανώνυμης εταιρίας για σπουδαίο λόγο κατόπιν αγωγής μετόχων, καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να αποτελέσει, κατά τις διατάξεις του, αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής η εξαγορά των μετοχών ενός ή περισσοτέρων μετόχων, χωρίς την προϋπόθεση της συνδρομής σπουδαίου λόγου, που να δικαιολογεί τη λύση της εταιρίας. Η συνδρομή τέτοιου λόγου αποτελεί αναγκαίο προκριματικό ζήτημα όχι μόνο για την αιτούμενη με την αγωγή λύση αλλά και για την αιτούμενη από τον παρεμβαίνοντα εξαγορά, καθόσον η σχετική αξίωση του τελευταίου, κατ ά τις προκείμενες διατάξεις, γεννάται και καθίσταται επιδιώξιμη μόνον υπό την ανωτέρω προϋπόθεση. Η πρόβλεψη δε, με την οποία παρέχεται δυνατότητα άσκησης της ως άνω παρέμβασης από τρίτους μετόχους ή μέτοχο, διαφορετικούς από αυτούς ή αυτόν που ζητεί τη λύση της εταιρίας, θεσπίζεται στο άρθρο 48 Α ν. 2190/1920 ως μέσο άμυνας εκείνων των μετόχων, που επιδιώκουν, παρά την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τη λύση της εταιρίας, να διατηρηθεί αυτή ενεργής, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί δια της εξαγοράς των μετοχών του ενάγοντος, χωρίς τελικώς να προχωρήσει το δικαστήριο στη λύση της. Έτσι, εάν ο παρεμβαίνων αρνείται την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής, ζητεί δε επικουρικώς να διαταχθεί η εξαγορά εκ μέρους του των μετοχών του ενάγοντος σε περίπτωση που κριθεί ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος λύσης της εταιρίας βάσει των αιτημάτων της αγωγής, η παρέμβασή του δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί, παρά τον ανωτέρω χαρακτήρα της, ως αυτοτελής αγωγή, όταν καταργείται η δίκη επί της αγωγής, οπότε εκλείπει πλέον η προαναφερόμενη ουσιαστική προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του και η παρέμβασή του καθίσταται απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, το οποίο καθόρισε το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 78/2020, 83/2015). Ακόμη όμως και αν ο ουσιαστικός κανόνας δικαίου ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, αλλά το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται (πρβλ ΟλΑΠ 16/2013). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της αίτησής του, πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1, επικαλούμενος ότι το Εφετείο, δεχόμενο πως η παρέμβασή του κατέστη άνευ αντικειμένου μετά την παραίτηση του πρώτου αναιρεσιβλήτου από την αγωγή λύσης της εταιρίας για σπουδαίο λόγο, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 48Α ν. 2190/1920, αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα τάσσει ο νόμος για την έρευνά της και δη αξιώνοντας τη λύση της εταιρίας, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η παράγραφος 5 αυτού και να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στον νόμο το αίτημά του προς εξαγορά των μετοχών του ενάγοντος. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προέκυψε ότι το Εφετείο απέρριψε την παρέμβασή του με τις εξής παραδοχές: "... η αίτηση του Ε. Χ. με αίτημα τη λύση της εταιρείας "Τεχνική Εταιρεία-Ξενοδόχειακές Τουριστικές Επιχειρήσεις Χ. ΑΕ" για σπουδαίο λόγο, μετά την παραδεκτή και νομότυπη παραίτησή του από το δικόγραφο αυτής θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επέρχεται ανατροπή των δικονομικών και ουσιαστικών εννόμων συνεπειών της που είναι δεκτικές παραίτησης, παραμένει όμως προς εκδίκαση η υπ' αριθμ. εκθ. κατάθ. 1/2012 κύρια παρέμβαση του Ν. Χ., με την οποία αυτός ζητά με την προϋπόθεση της αποδοχής εκ μέρους του δικαστηρίου του σπουδαίου λόγου λύσης της εταιρείας να παρασχεθεί σύμφωνα με το άρθρο 48Α ν.2190/1920 στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, διάρκειας έξι μηνών, να διαταχθεί κάθε πρόσφορο μέτρο για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων και σε περίπτωση μη χορήγησης της άνω προθεσμίας να διαταχθεί η εξαγορά από αυτόν του συνόλου των μετοχών του Ε. Χ. έναντι τιμήματος 500.000 ευρώ κατ' άρθρο 48Α παρ.5 ν.2190/1920. Η παραίτηση βέβαια του Ε. Χ. από το δικόγραφο της αίτησης, με την οποία άρχισε η δίκη, και κατά την εκκρεμοδικία αυτής ασκήθηκε η κυρία παρέμβαση του Ν. Χ., δεν θα επηρέαζε την παρέμβαση αυτή, η οποία θα μπορούσε να συζητηθεί και μόνη της, αν το αίτημα της αίτησης δεν αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα σε σχέση με το αίτημα της κύριας παρέμβασης, ήτοι για να εκδικασθούν από ουσιαστική άποψη τα αιτήματα της κύριας παρέμβασης (παροχή προθεσμίας άρσης λύσης και κυρίως εξαγορά μεριδίου του Ε. Χ.) προϋποθέτουν τη λύση της εταιρείας, κάτι που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση μετά την παραίτηση του Ε. Χ. από το δικόγραφο της αίτησης και συνακόλουθα τη μη ύπαρξη αιτήματος λύσης της εταιρείας. Άλλωστε η διάταξη του άρθρου 48Α παρ.5 ν.2190/1920 θεσπίστηκε ως μέσον άμυνας του μετόχου, προκειμένου με την άσκηση κύριας παρέμβασης να εξαγοράσει τις μετοχές του ενάγοντος και να διατηρήσει ενεργή την επιχείρηση. Μάλιστα και το αίτημα της κύριας παρέμβασης όπως διατυπώνεται στο αιτητικό της προϋποθέτει τη λύση της εταιρείας για συνδρομή σπουδαίου λόγου και με την προϋπόθεση αυτή ζητά ο κυρίως παρεμβαίνων την χορήγηση προθεσμίας και την εξαγορά των μετοχών του αιτούντος. Έτσι μη υπάρχοντος αιτήματος λύσης της εταιρείας, η κύρια παρέμβαση καθίσταται ως άνευ αντικειμένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως άνευ αντικειμένου, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβασίμου του τρίτου λόγου έφεσης του Ν. Χ. περί εκδίκασης αυτοτελώς κατ' ουσίαν της κύριας παρέμβασης ακόμη και μετά την παραίτηση του αιτούντος από το δικόγραφο της αίτησης." Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο σε ορθό διατακτικό κατέληξε, απορρίπτοντας τον αποτελούντα λόγο έφεσης ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και κρίνοντας την παρέμβασή του ως άνευ αντικειμένου μετά την παραίτηση του ενάγοντος από την αγωγή του, έστω και με εν μέρει εσφαλμένες αιτιολογίες, καθόσον, κατά νομική ακριβολογία, προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης εξαγοράς μετοχών του παρεμβαίνοντος δεν αποτελούσε η λύση της εταιρίας, στην αποτροπή της οποίας αποσκοπεί η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρου 48 Α ν. 2190/1920, αλλά η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τέτοια λύση της. Εφόσον δε, στην κρινόμενη περίπτωση, με την παραίτηση από την αγωγή εξέλειπε αυτή η προϋπόθεση, που στηριζόταν αποκλειστικά στην αγωγή, και αποτράπηκε δι'αυτού του τρόπου η αιτούμενη με την αγωγή λύση, έπαυσε να έχει αντικείμενο και η κύρια παρέμβαση. Επομένως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, ο τρίτος λόγος της αίτησης, κατά το πρώτο σκέλος του, κρίνεται αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται παραβίαση του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο δέχθηκε ότι η παρέμβασή του ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, είναι επίσης αβάσιμος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το Εφετείο δεν έκρινε ότι η παρέμβασή του ήταν απαράδεκτη, αλλά διότι αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου, δηλαδή αβάσιμη κατ'ουσίαν, επειδή δια της παραιτήσεως του πρώτου αναιρεσίβλητου από την αγωγή του εξέλειπε το αντικείμενό της. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η από 17-2-2017 αίτηση για αναίρεση της 72/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Ο αναιρεσείων, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-2-2017 αίτηση αναίρεσης κατά της 72/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του πρώτου αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2021.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ