Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1418 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Απόρριψη λόγου αναίρεσης για έλλειψη εδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εντολοδόχου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1418/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1783/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1710/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 37/27.1.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Συμβούλιο Σας την νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα υπ'αριθμ. 172/22-10-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., οδός ..., κατά του υπ'αρ. 1783/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία η με αριθμ. 187/08 έφεση του, κατά του υπ'αριθμ. 835/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνοντος τα 73.000 ευρώ που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου (άρθρ. 1, 14-18, 26 § 1, 27 § 1, 51, 52, 60, 63, 79, 375 § 1β-2 ΠΚ ως ισχύει) και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή (αρ. 473 § 1, 474, 482 § ι και 3 Κ.Π.Δ.).
Ως λόγος αναίρεσης προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (άρθρ. 93 § 3 Συντ., 139 και 484 § ιδ' Κ.Π.Δ.). (βλ. την 172/08 έκθεση αναίρεσης του Χ). Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε' (ήδη δ') ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα, όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα , σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι απ'αυτό συνήγαγε το Συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από την οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, έστω και αν ως εκ περισσού αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση. Η με τον τρόπο αυτό θεμελιούμενη αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (αρθρ. 28 παρ. 3 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που διώκεται για εγκληματική ενέργεια και προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, να μην αποστερηθεί της κρίσης του από εμπειρότερους δικαστές συγκροτούμενου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή, η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Περαιτέρω κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το συμβούλιο προσδίδει στη διάταξη αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει, όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτήν, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτά περιστατικά, καθώς και όταν η εν λόγω διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ʼρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όταν δε πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, εκτός των άλλων αναφερόμενων στην άνω παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ περιπτώσεων, συνεπεία της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, αυτός τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της κακουργηματικής, ως άνω, υπεξαίρεσης, απαιτείται: (α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι, ολικά ή μερικά ξένο, υπό την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, (β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, (γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του ή χωρίς να υφίσταται άλλο νόμιμο δικαίωμα του δράστη,(δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης, από τις διαλαμβανόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του αρθρ. 375 ΠΚ, μεταξύ των οποίων και εκείνη, που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητας του τελευταίου ως εντολοδόχου και (ε) το πράγμα, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία (ΑΠ 928/02 Π.Χρ. ΝΓ/339, ΑΠ 957/02 Π.ΧρΝΓ/328). Υποκειμενικά, προς θεμελίωση της ποινικά αξιόλογης αυτής αδικοπραξίας, απαιτείται δόλος του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε, κατ'άρθρ. 719 ΑΚ (ΑΠ 183/02 Π.Χρ. ΝΒ/895, ΑΠ 122/06 ΑΠ 974/01 Π.Χρ.ΝΒ/334). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή (ΑΠ 1494/05) υιοθέτηση και αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση που είναι ενσωματωμένη σ'αυτό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, κατ'εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής:
Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και συγκεκριμένα από την κατάθεση του εγκαλούντος, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής:
Ο εκκαλών Χ είναι Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας "CENTROPARK ΑΕΒΕ" με αντικείμενο την εμπορία σιδήρου και συναφών ειδών. Τον Μάιο του 2005 συμφώνησε με τον εγκαλούντα Ψ, έμπορο και εισαγωγέα μηχανισμών για αυτόματες πόρτες, να μεσολαβήσει λόγω των γνωριμιών του στην αγορά σιδήρου της Τουρκίας για να γίνει εισαγωγή επ' ονόματι του τελευταίου σιδηρών καρφιών κάθε είδους από χυτοσίδηρο ή χάλυβα καθαρού βάρους 49.345 κιλών και αξίας 24.163€. Παρήγγειλε κατόπιν αυτών το εμπόρευμα από την Τουρκία επ' ονόματι του εγκαλούντος, αυτός δε (ο εγκαλών) πλήρωσε την αξία του εμπορεύματος, τα έξοδα του Τελωνείου εκ 4.751,03 ευρώ και τα μεταφορικά. Το εμπόρευμα, αφού εκτελωνίστηκε στις 9/6/2005 στο όνομα του Ψ, παρελήφθη, συσκευασμένο σε 41 παλέτες βάρους 49.345 κιλών, από τον Χ, στον οποίο το εμπιστεύθηκε ο εγκαλών με την εντολή να βρει αγοραστές για να το πουλήσει και να του δώσει το τίμημα. Ο Χ μετέφερε το εμπόρευμα σε μία αποθήκη του στο 79° χιλιόμετρο Π.Ε.Ο. ...-... προς φύλαξη μέχρι να πωληθεί Ο Ψμάλιστα παρέδωσε στον εκκαλούντα ένα στέλεχος δελτίων αποστολής-τιμολογίων πώλησης για να πουλά επ' ονόματι του το εμπόρευμα. Στις αρχές του 2006 ο εγκαλών διαπίστωσε ότι η ανωτέρω αποθήκη του κατηγορουμένου ήταν άδεια και δεν υπήρχαν ούτε και οι εγκαταστάσεις που ήταν παλιότερα εκεί, όπως οι αερογέφυρες και τα κοντέινερ. Αναζήτησε τον Χ, αυτός απάντησε κάποια στιγμή στο τηλέφωνο και του είπε ότι είχε πουλήσει τα εμπορεύματα, αλλά επειδή είχε μεγάλη ανάγκη ο ίδιος δεν μπορούσε να του δώσει εκείνη τη στιγμή χρήματα και θα του τα έδινε σε λίγο καιρό. Έκτοτε όμως ο κατηγορούμενος εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν έχει επιστρέψει στον Ψ τα εμπορεύματα, ούτε έχει αποδώσει σ' αυτόν το τίμημα από την τυχόν πώληση τους. Ο εγκαλών διατείνεται ότι η αγοραία αξία των ανωτέρω εμπορευμάτων ήταν τουλάχιστον 75.000 ευρώ, ποσό που κατά ρητή συμφωνία τους με τον κατηγορούμενο θα αποκόμιζε ο ίδιος από την πώληση τους, ενώ τα υπόλοιπα κέρδη θα τα κρατούσε ο Χ (βλ. την από 5/6/2007 κατάθεση του εγκαλούντος, την 49872/05 Διασάφηση Εισαγωγής, την από 7/6/2005 αίτηση εμβάσματος της Τράπεζας Eurobank Ergasias Α.Ε., την ... απόδειξη είσπραξης της ΑΡΚΑΣ INTERNATIONAL-ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ-ΑΕ, τα ..., ..., ... τιμολόγια ARKAS INTERNATIONAL S.A., τις από 10/6/2005, 8/6/2005 αποδείξεις είσπραξης σε μετρητά της ιδίας εταιρείας, την 01181/31.12.2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ΣΕΝΤΡΟΠΑΡΚΙΝΓΚ).
Ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι με τον εγκαλούντα είχαν συμφωνήσει προφορικά ότι αν επιτυγχανόταν κέρδος άνω των 10 λεπτών του ευρώ ανά κιλό (δηλ. αν κάθε κιλό σιδήρου επωλείτο άνω των 0,60 λεπτών), τα πρώτα 10 λεπτά, δηλ. από 0,50 έως 0,60 θα αποτελούσαν το κέρδος του εγκαλούντος, πέραν δε του 0,60 το κέρδος (προμήθεια) της εταιρείας τους. Ότι πούλησε περαιτέρω σε πελάτες της εταιρείας του 21.005 κιλά από το ανωτέρω εμπόρευμα αντί 16.420,02 ευρώ με τον ΦΠΑ (19%)-δηλ. σε μία μέση τιμή 0,78 λεπτών ανά κιλό και χωρίς τον ΦΠΑ 0,60 λεπτών ανά κιλό-εκδίδοντας τιμολόγια στο όνομα του εγκαλούντος, το οποία εξοφλήθηκαν πλήρως από τους αναγραφόμενους σε αυτά πελάτες μετρητοίς και με επιταγές, ο δε εγκαλών εισέπραξε κατά τα συμφωνηθέντα 0,60 ευρώ ανά κιλό (κόστος αγοράς+συμφωνηθέν κέρδος) και εξοφλήθηκε. Επίσης ισχυρίζεται ότι το υπόλοιπο εμπόρευμα των 27.315 κιλών (κατ' αυτόν το εισαχθέν από την Τουρκία εμπόρευμα ήταν βάρους καθαρού 48.320 ευρώ) πωλήθηκε από την εταιρεία του σε διάφορους πελάτες μαζί με πολλά άλλα εμπορεύματα της εταιρείας (σιδηρομεταλλεύματα) επί πιστώσει και το τίμημα δεν έχει εισπραχθεί μέχρι σήμερα. Για το εμπόρευμα δε αυτό εκδόθηκαν τιμολόγια της εταιρείας του. Δέχεται τέλος ότι οφείλει στον εγκαλούντα το ποσό των 13.657,5 ευρώ (κόστος εισαγωγής 27.317 κιλών επί 0,50 ευρώ ανά κιλό)+2.731,5 ευρώ (συμφωνηθέν κέρδος 27.317 κιλών επί 0,10 ευρώ ανά κιλό)=16.407 ευρώ (κόστος αγοράς και συμφωνηθέν κέρδος) και δηλώνει ότι θα του το καταβάλλει σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Από τα υπ' αριθ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και ... δελτία αποστολής-τιμολόγια του εγκαλούντος προς πελάτες της εταιρείας του, τα οποία προσάγει ο κατηγορούμενος, συνάγεται ότι πωλήθηκαν πράγματι 21.005 κιλά του εμπορεύματος αντί 16.420,02 ευρώ Ειδικότερα δε από το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο-δελτίο αποστολής εκδόσεως του Ψ προς την "CENTROPARK ΑΕΒΕ", το οποίο είχε προσαχθεί κατά την ανάκριση σε φωτοτυπία από το στέλεχος τιμολογίων του εγκαλούντος, ήδη όμως με το υπόμνημα του επί της εφέσεως ο κατηγορούμενος προσάγει στο πρωτότυπο, στο οποίο ο εγκαλών έχει υπογράψει την εξόφληση, προκύπτει ότι ο Ψ μεταβίβασε προς την "CENTROPARK ΑΕΒΕ" συνολικά 2000 καρφοβελόνες με τιμή μονάδος 0,60 λεπτά του ευρώ, εξοφλήθηκε δε από την εταιρεία. Από το ανωτέρω τιμολόγιο σε συνδυασμό με τα ... και ... τιμολόγια-δελτία αποστολής της εταιρείας "Συρματουργική Α.Β.Ε.Ε." και του ΑΑ που προσκόμισε κατά την ανάκριση ο κατηγορούμενος, από τα οποία προκύπτει ότι αντίστοιχα προϊόντα-καρφιά-κατά τον επίδικο χρόνο πουλιόντουσαν ή αγοραζόντουσαν αντί 0,63 και 0,68 λεπτά ανά κιλό, αποδεικνύεται και η βασιμότητα του ισχυρισμού του εκκαλούντος σχετικά με την προφορική του συμφωνία με τον Ψ ότι ο τελευταίος θα εξοφλείτο με 0,60 λεπτά ανά κιλό εμπορεύματος που θα επωλείτο. Από το ανωτέρω τιμολόγιο επίσης προκύπτει ότι ο εγκαλων έχει εισπράξει το τίμημα για την πώληση (προς την "CENTROPARK AEBE") 2000 κιλών εμπορεύματος. Πλην όμως δεν προέκυψε ότι ο Ψ έχει εισπράξει από τον κατηγορούμενο άλλα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν έχει απόδειξη είσπραξης από τον εγκαλούντα των χρημάτων που ισχυρίζεται ότι του έδωσε (0, 60 λεπτά επί 21.005 κιλά του εμπορεύματος). Δεν ανέφερε επίσης σ' αυτόν τους πελάτες προς τους οποίους διατείνεται ότι πώλησε το υπόλοιπο εμπόρευμα επί πιστώσει, ούτε και τα σχετικά δελτία αποστολής, ώστε να μπορέσει και ο εγκαλών να τους αναζητήσει. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Χ απομάκρυνε τα εμπορεύματα που του παραδόθηκαν από τον εγκαλούντα με την εντολή να τα πουλήσει για λογαριασμό του και συγκεκριμένα 47.345 κιλά (49.345-2000), συνολικής αγοραίας αξίας 28.407 ευρώ (47.345 επί 0,60)+ΦΠΑ, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, από το χώρο φύλαξης σε χώρο της δικής του εξουσίας διαθέτοντας τα σε τρίτους και δεν επέστρεψε στον Ψ αυτά, ούτε απέδωσε σ' αυτόν το τίμημα από την τυχόν πώληση τους, ιδιοποιούμενος παράνομα αυτά. Επομένως προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, δηλ. για παράβαση των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 375 παρ.2α-1α ΠΚ, όπως οι διατάξεις του άρθρου 375 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 2408/1999 και το άρθρο 14 του ν. 2721/1999, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό που δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, όπως αυτή, με βάση όσα προεκτέθηκαν, θα διατυπωθεί στο διατακτικό, ορθώς δε το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών έκρινε και παρέπεμψε τον Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη και γι'αυτό πρέπει η ανωτέρω έφεση του ν'απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις πως ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και ότι συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που αποφάνθηκε ομοίως τον παρέπεμψε με το εκκαλούμενο 835/08 βούλευμα του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά του βουλεύματος αυτού έφεση του. Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη (αρθρ. 93 παρ. 3 Συντ. και αρθρ. 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που προβλέπονται από το άρθρ. 375 παρ. 1β-2 ΠΚ ως ισχύει το οποίο (αρ. 375 παρ. 1β-2 ΠΚ) ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου στο ακροατήριο και γι'αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, από το αρθρ. 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, Κατ'ακολουθία τούτων, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω (Α) Ν'απορριφθεί η με αριθμ. 172/22-10-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., οδός ..., κατά του με αριθμ. 1783/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο.
Αθήνα 30 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, όπως η τελευταία αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και προστ. το τελευταίο εδ. με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το ολικό αντικείμενο του εγκλήματος που είναι κινητό, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη. Με το ξένο πράγμα, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου εξομοιώνεται το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του εμπιστεύθηκαν για να το πουλήσει καθώς και το κινητό πράγμα που απέκτησε με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης κατά την οποίαν ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή, όπως όταν ο δράστης ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποίαν έχει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η κατ' είδος αναφορά τούτων, χωρίς αναλυτική παράθεσή των και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο για το σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Κατά δε το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ συνιστούν λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ʼρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών Χ είναι Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας "CENTROPARK ΑΕΒΕ" με αντικείμενο την εμπορία σιδήρου και συναφών ειδών. Τον Μάιο του 2005 συμφώνησε με τον εγκαλούντα Ψ, έμπορο και εισαγωγέα μηχανισμών για αυτόματες πόρτες, να μεσολαβήσει λόγω των γνωριμιών του στην αγορά σιδήρου της Τουρκίας για να γίνει εισαγωγή επ' ονόματι του τελευταίου σιδηρών καρφιών κάθε είδους από χυτοσίδηρο ή χάλυβα καθαρού βάρους 49.345 κιλών και αξίας 24.163€. Παρήγγειλε κατόπιν αυτών το εμπόρευμα από την Τουρκία επ' ονόματι του εγκαλούντος, αυτός δε (ο εγκαλών) πλήρωσε την αξία του εμπορεύματος, τα έξοδα του Τελωνείου εκ 4.751,03 ευρώ και τα μεταφορικά. Το εμπόρευμα, αφού εκτελωνίστηκε στις 9/6/2005 στο όνομα του Ψ, παρελήφθη, συσκευασμένο σε 41 παλέτες βάρους 49.345 κιλών, από τον Χ, στον οποίο το εμπιστεύθηκε ο εγκαλών με την εντολή να βρει αγοραστές για να το πουλήσει και να του δώσει το τίμημα. Ο Χ μετέφερε το εμπόρευμα σε μία αποθήκη του στο 79° χιλιόμετρο Π.Ε.Ο. ...-... προς φύλαξη μέχρι να πωληθεί. Ο Ψ μάλιστα παρέδωσε στον εκκαλούντα ένα στέλεχος δελτίων αποστολής-τιμολογίων πώλησης για να πουλά επ' ονόματι του το εμπόρευμα. Στις αρχές του 2006 ο εγκαλών διαπίστωσε ότι η ανωτέρω αποθήκη του κατηγορουμένου ήταν άδεια και δεν υπήρχαν ούτε και οι εγκαταστάσεις που ήταν παλιότερα εκεί, όπως οι αερογέφυρες και τα κοντέινερ. Αναζήτησε τον Χ, αυτός απάντησε κάποια στιγμή στο τηλέφωνο και του είπε ότι είχε πουλήσει τα εμπορεύματα, αλλά επειδή είχε μεγάλη ανάγκη ο ίδιος δεν μπορούσε να του δώσει εκείνη τη στιγμή χρήματα και θα του τα έδινε σε λίγο καιρό. Έκτοτε όμως ο κατηγορούμενος εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν έχει επιστρέψει στον Ψ τα εμπορεύματα, ούτε έχει αποδώσει σ' αυτόν το τίμημα από την τυχόν πώληση τους. Ο εγκαλών διατείνεται ότι η αγοραία αξία των ανωτέρω εμπορευμάτων ήταν τουλάχιστον 75.000 ευρώ, ποσό που κατά ρητή συμφωνία τους με τον κατηγορούμενο θα αποκόμιζε ο ίδιος από την πώληση τους, ενώ τα υπόλοιπα κέρδη θα τα κρατούσε ο Χ (βλ. την από 5/6/2007 κατάθεση του εγκαλούντος, την 49872/05 Διασάφηση Εισαγωγής, την από 7/6/2005 αίτηση εμβάσματος της Τράπεζας Eurobank Ergasias Α.Ε., την ... απόδειξη είσπραξης της ΑΡΚΑΣ ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL - ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ - ΑΕ, τα ..., ..., ... τιμολόγια ΑRKAS ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL S.Α., τις από 10/6/2005, 8/6/2005 αποδείξεις είσπραξης σε μετρητά της ιδίας εταιρείας, την ... απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ΣΕΝΤΡΟΠΑΡΚΙΝΓΚ). Ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι με τον εγκαλούντα είχαν συμφωνήσει προφορικά ότι αν επιτυγχανόταν κέρδος άνω των 10 λεπτών του ευρώ ανά κιλό (δηλ. αν κάθε κιλό σιδήρου επωλείτο άνω των 0,60 λεπτών), τα πρώτα 10 λεπτά, δηλ. από 0,50 έως 0,60 θα αποτελούσαν το κέρδος του εγκαλούντος, πέραν δε του 0,60 το κέρδος (προμήθεια) της εταιρείας τους. Ότι πούλησε περαιτέρω σε πελάτες της εταιρείας του 21.005 κιλά από το ανωτέρω εμπόρευμα αντί 16.420,02 ευρώ με τον ΦΠΑ (19%)-δηλ. σε μία μέση τιμή 0,78 λεπτών ανά κιλό και χωρίς τον ΦΠΑ 0,60 λεπτών ανά κιλό-εκδίδοντας τιμολόγια στο όνομα του εγκαλούντος, το οποία εξοφλήθηκαν πλήρως από τους αναγραφόμενους σε αυτά πελάτες μετρητοίς και με επιταγές, ο δε εγκαλών εισέπραξε κατά τα συμφωνηθέντα 0,60 ευρώ ανά κιλό (κόστος αγοράς + συμφωνηθέν κέρδος) και εξοφλήθηκε. Επίσης ισχυρίζεται ότι το υπόλοιπο, εμπορευμάτων 27.315 κιλών (κατ' αυτόν το εισαχθέν από την Τουρκία εμπόρευμα ήταν βάρους καθαρού 48.320 ευρώ) πωλήθηκε από την εταιρεία του σε διάφορους πελάτες μαζί με πολλά άλλα εμπορεύματα της εταιρείας (σιδηρομεταλλεύματα) επί πιστώσει και το τίμημα δεν έχει εισπραχθεί μέχρι σήμερα. Για το εμπόρευμα δε αυτό εκδόθηκαν τιμολόγια της εταιρείας του. Δέχεται τέλος ότι οφείλει στον εγκαλούντα το ποσό των 13.657,5 ευρώ (κόστος εισαγωγής 27.317 κιλών επί 0,50 ευρώ ανά κιλό) + 2.731,5 ευρώ (συμφωνηθέν κέρδος 27.317 κιλών επί 0,10 ευρώ ανά κιλό)= 16.407 ευρώ (κόστος αγοράς και συμφωνηθέν κέρδος) και δηλώνει ότι θα του το καταβάλλει σε εύλογο χρονικό διάστημα. Από τα υπ' αριθ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και ... δελτία αποστολής-τιμολόγια του εγκαλούντος προς πελάτες της εταιρείας του, τα οποία προσάγει ο κατηγορούμενος, συνάγεται ότι πωλήθηκαν πράγματι 21.005 κιλά του εμπορεύματος αντί 16.420,02 ευρώ. Ειδικότερα δε από το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής εκδόσεως του Ψ προς την "CENTROPARK ΑΕΒΕ", το οποίο είχε προσαχθεί κατά την ανάκριση σε φωτοτυπία από το στέλεχος τιμολογίων του εγκαλούντος, ήδη όμως με το υπόμνημα του επί της εφέσεως ο κατηγορούμενος προσάγει στο πρωτότυπο, στο οποίο ο εγκαλών έχει υπογράψει την εξόφληση, προκύπτει ότι ο Ψ μεταβίβασε προς την "CENTROPARK ΑΕΒΕ" συνολικά 2000 καρφοβελόνες με τιμή μονάδος 0,60 λεπτά του ευρώ, εξοφλήθηκε δε από την εταιρεία. Από το ανωτέρω τιμολόγιο σε συνδυασμό με τα ... και ... τιμολόγια - δελτία αποστολής της εταιρείας "Συρματουργική Α.Β.Ε.Ε." και του ΑΑ που προσκόμισε κατά την ανάκριση ο κατηγορούμενος, από τα οποία προκύπτει ότι αντίστοιχα προϊόντα - καρφιά κατά τον επίδικο χρόνο πουλιόντουσαν ή αγοραζόντουσαν αντί 0,63 και 0,68 λεπτά ανά κιλό, αποδεικνύεται και η βασιμότητα του ισχυρισμού του εκκαλούντος σχετικά με την προφορική του συμφωνία με τον Ψ ότι ο τελευταίος θα εξοφλείτο με 0,60 λεπτά ανά κιλό εμπορεύματος που θα επωλείτο. Από το ανωτέρω τιμολόγιο επίσης προκύπτει ότι ο εγκαλών έχει εισπράξει το τίμημα, για την πώληση (προς την "CENTROPARK AEBE") 2000 κιλών εμπορεύματος. Πλην όμως δεν προέκυψε ότι ο Ψ έχει εισπράξει από τον κατηγορούμενο άλλα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν έχει απόδειξη είσπραξης από τον εγκαλούντα των χρημάτων που ισχυρίζεται πως του έδωσε (0,60 λεπτά επί 21.005 κιλά του εμπορεύματος). Δεν ανέφερε επίσης σ' αυτόν τους πελάτες προς τους οποίους διατείνεται ότι πώλησε το υπόλοιπο εμπόρευμα επί πιστώσει, ούτε και τα σχετικά δελτία αποστολής, ώστε να μπορέσει και ο εγκαλών να τους αναζητήσει. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Χ απομάκρυνε τα εμπορεύματα που του παραδόθηκαν από τον εγκαλούντα με την εντολή να τα πουλήσει για λογαριασμό του και συγκεκριμένα 47.345 κιλά (49.345-2000), συνολικής αγοραίας αξίας 28.407 ευρώ (47.345 επί 0,60)+ΦΠΑ, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, από το χώρο φύλαξης σε χώρο της δικής του εξουσίας διαθέτοντας τα σε τρίτους και δεν επέστρεψε στον Ψ αυτά, ούτε απέδωσε σ' αυτόν το τίμημα από την τυχόν πώληση τους, ιδιοποιούμενος παράνομα αυτά. Επομένως προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, δηλ. για παράβαση των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 375 παρ.2α-1α ΠΚ, όπως οι διατάξεις του άρθρου 375 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 2408/1999 και το άρθρο 14 του ν. 2721/1999, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό που δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, όπως αυτή, με βάση όσα προεκτέθηκαν, θα διατυπωθεί στο διατακτικό της προτάσεως αυτής, ορθώς δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του παρέπεμψε τον Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικαστεί για την προαναφερθείσα πράξη και γ' αυτό πρέπει η ανωτέρω, έφεση του κατηγορουμένου να απορριφθεί στην ουσία της".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευμένου σ' αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και στη συνέχεια απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος που είχε αποφανθεί ομοίως, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του κακουργήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες ορθώς, κατά τα εκτεθέντα στην νομική σκέψη της παρούσας, έγινε η υπαγωγή τούτων στην ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.2 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το Συμβούλιο, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Η από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχείο δ' του ΚΠΔ, αιτίαση του αναιρεσείοντος, η οποία προβάλλεται με το μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την οποία το βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την παραδοχή, ότι ενήργησε ως εντολοδόχος του εγκαλούντος, είναι αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της πρότασης του Εισαγγελέως Εφετών, η οποία ενσωματώθηκε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την ιδιότητα του ως εντολοδόχου, κατά την εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς του. Επομένως ο περί του αντιθέτου παραπάνω λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει για έρευνα, άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22 Οκτωβρίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του 1783/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή