Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 565 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο ο ήδη αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και απερρίφθη αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του άνω Συμβουλίου προς παροχή εξηγήσεων. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 171 παρ, 15 ΚΠΔ) ως προς την απόρριψη του αιτήματος του ήδη αναιρεσείοντος για απόρριψη από το Συμβούλιο Εφετών του αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενόψει όσων ισχυρισμών είχε αναφέρει στο από 2/4/2009 υπόμνημά του κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος και της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως στην οποία παρέπεμπε. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ) διότι αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και στοιχειοθετούσαν υποκειμενικώς και αντικειμενικώς την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο και δεν αποτελούσε η ενσωματωμένη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών εισαγγελική πρόταση στην οποία παρέπεμπε αυτό αντιγραφή της εισαγγελικής προτάσεως που περιεχόταν στο πρωτόδικο βούλευμα, επιπλέον δε γίνεται μνεία για την κατόπιν εντολής του εγκαλούντος στον κατηγορούμενο να μεσολαβήσει στον ΟΔΔΥ για την αγορά στο όνομα και για λογαριασμό του εγκαλούντος αυτοκινήτου BMW, παράδοση στον κατηγορούμενο των χρημάτων που έλαβε ο τελευταίος και την μη εκτέλεση εκ μέρους του της δοθείσης εντολής αλλά την παρακράτηση των χρημάτων και μετά την ταχθείσα προς επιστροφή αυτών προθεσμία. Απορρίπτονται ως απαράδεκτοι οι λοιποί ισχυρισμοί και αιτιάσεις του κατηγορουμένου ότι δεν έλαβε το Συμβούλιο υπόψη του τα έγγραφα για κατάθεση στην τράπεζα χρημάτων σε λογαριασμό τρίτου προσώπου και υπευθύνου δηλώσεως προσώπου που είχε εξετασθεί στην προδικασία ως μάρτυς για τη μεταφορά των χρημάτων από τον κατηγορούμενο στον τελικό παραλήπτη κατ' εντολή του μηνυτή και για τη διαφορετική σημασία της εξώδικης ομολογίας του κατηγορουμένου στην ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου δίκη επί εναντίον του αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος διότι πλήττουν, υπό την επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας, την ανέλεγκτη αναιρετικής ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου ως προς τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 565/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1942/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1557/2009.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 29/19-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485§1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθ. 197/23-10-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθ. 1942/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 478/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα Χ, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου (άρθρ. 375 §§2α και 1 Π.Κ.).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων την υπ' αριθ. 173/2-4-2009 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465§1, 473§1, 474§1 και 482§1α Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41§1 Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα αυτοί της απόλυτης ακυρότητας και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484§1 α'και δ' Κ.Π.Δ.). Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 375 Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 εδ. α' Ν.2721/99, που ορίζει "'Οποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η (συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων [25.000.000] δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ", σαφώς προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται α) η ύπαρξη ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος κατά την έννοια του αστικού δικαίου αναφορικώς με την κυριότητα, β) περιέλευση του κινητού τούτου πράγματος στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή, είτε με την θέληση του ιδιοκτήτη που γίνεται με σύμβαση, είτε χωρίς τη θέληση ή εν αγνοία αυτού, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, με την έννοια της ενσωμάτωσης αυτού στην περιουσία του, χωρίς την συναίνεση του κυρίου ή άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει την συνείδηση ότι το κινητό πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα που εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή άρνηση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήμονα. Ενόψει αυτών ως ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Κατά δε τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 375 ΠΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του από 4-6-1996 Ν.2408/96 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 εδ. β Ν.2721/99 "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ή επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Όπως από τη διάταξη αυτή προκύπτει, η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι, τα αντικείμενα της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέως. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από την σύμβαση [Α.Π. 1732/98 Π.Χ. ΜΟ σελ.325, Α.Π. 1666/98 Π.Χ. ΜΟ σελ.354, Α.Π. 46/98 Π.Χ. ΜΗ σελ. 1057]. Ως κατοχή νοείται η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών ,την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούληση του. Η έννοια της κατοχής μπορεί να διαφέρει εκείνης του αστικού δικαίου. Στην κατοχή του δράστη μπορεί να περιέλθει το κινητό με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με σύμβαση, εύρεση από φυσικές δυνάμεις ή και τυχαία περιστατικά, επίσης μίσθωση, εντολή, από άκυρη ακόμη σύμβαση, αντιπροσώπευση . Έτσι εφόσον πρόκειται για χρήματα η απόκτηση της κατοχής τους, με την παραπάνω έννοια ,δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοση τους στο δράστη ,αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον λογαριασμό του δράστη στην τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψης τους (κατά τη διάταξη του άρθρου 2§1 Ν.Δ. της 17.7/17.8.23) και έτσι η κατάθεση των χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό του εντολέα δεν τον καθιστά κύριο των χρημάτων .(Α.Π.1093.92 Π.Χ. ΜΒ 39.Α.Π. 1227.96, ΜΖ 1316, Α.Π.371.84 Π.Χ. ΛΔ 831).
Για να υπάρξει δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του αυτής, να είναι ξένο το χρηματικό ποσό που δίνεται δυνάμει συμβάσεως εντολής στον εντολοδόχο για τη δαπάνη εκτέλεσης εντολής [αρθρ.721 Α. Κ.] και το οποίο υποχρεούται να αποδώσει σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση της [αρθρ.719 Α.Κ.], οπότε αρνούμενος να αποδώσει τούτο στον εντολέα του, διαπράττει υπεξαίρεση (βλ. Α.Π. 614/98 ΠΧ ΜΟ σελ.60, Α.Π. 481/2000 ΠΧ Ν σελ.933).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1δ και 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, η οποία συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., εάν το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για την ουσία της κατηγορίας παραλείψει ή απορρίψει αναιτιολόγητα την αίτηση του κατηγορουμένου για να εμφανισθεί ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση. Εάν όμως το συμβούλιο απορρίψει την αίτηση για ορισμένους λόγους που αναφέρονται στο βούλευμα δεν τίκτεται απόλυτη ακυρότητα. Από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 656/2007 Π.Χρ. ΝΗ/1150 και ΑΠ 570/2007 Π.Χρ. ΝΗ/139).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1942/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση της παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ότι από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε και ειδικότερα από την κατάθεση του εγκαλούντα Ψ και τις καταθέσεις των μαρτύρων ..., συζύγου του εγκαλούντα, ... όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το απολογητικό του υπόμνημα και αυτό που αναφέρεται στην παραπάνω έφεσή, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, περί τα τέλη Μαΐου 2003 συμφώνησε με τον εγκαλούντα μεσολαβήσει στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) και να αγοράσει στ' όνομά του και για λογαριασμό του ένα (1) αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου Χ5, 3.000 κυβικών εκατοστών, έτους κατασκευής (μοντέλου) 2002, αντί τιμήματος 47.000 ευρώ, το οποίο υποσχέθηκε ότι θα παρέδιδε στον εγκαλούντα σε χρονικό διάστημα 90 έως 120 ημερών από τη λήψη της προκαταβολής, ο εγκαλών έδωσε εντολή για την αγορά του ανωτέρω αυτοκινήτου και συνετάγη δε ιδιωτικό συμφωνητικό και στις 3-6-2003 του προκατέβαλε το ποσό των 20.542,92 ευρώ, οπισθογραφώντας και παραδίδοντας του την υπ' αρίμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ κατηγορουμένου και εγκαλούντα, αναφέρεται η παραπάνω επιταγή. Επίσης στις 3-10-2003 ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 10.608 ευρώ, προκειμένου να προβεί στην έκδοση των απαραίτητων για την κυκλοφορία του αυτοκινήτου εγγράφων, οπισθογραφώντας και παραδίδοντας του την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα και με την από 3-10-2003 απόδειξη, χωρίς, όμως ο εγκαλών να παραλάβει το παραπάνω αυτοκίνητο. Μετά πάροδο δέκα (10) περίπου μηνών και συγκεκριμένα στις 18-8-2004 ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα, επιπλέον, σε μετρητά, το χρηματικό ποσό των 3.500 ευρώ, προκειμένου, να το καταβάλλει για την ολοκλήρωση των διαδικασιών και να του παραδώσει το αυτοκίνητο, στις 25η-8-2004. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, αλλά και μεταγενέστερα και πάλι ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε το αυτοκίνητο, το οποίο είχε αναλάβει να αγοράσει για λογαριασμό του εγκαλούντα, σε αυτόν ούτε του επέστρεψε τα χρήματα που είχε ήδη λάβει για τον ίδιο σκοπό. Έτσι ο εγκαλών, στις 18-11-2005 του κοινοποίησε την από 15-11-2005 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση μετά διαμαρτυρίας, στην οποία του έτασσε εικοσιτετράωρη προθεσμία για την επιστροφή του προαναφερθέντος συνολικού ποσού. Μετά και την παρέλευση της παραπάνω ημερομηνίας, ο κατηγορούμενος δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα τα χρήματα που είχε λάβει από αυτόν προς εκτέλεση της ως άνω εντολής, αφού δεν τα διέθεσε για τον σκοπό που τα έλαβε, αλλά τα παρακράτησε, εξωτερίκευσε τη βούληση του να ενσωματώσει τα χρήματα αυτά, χωρίς δικαίωμα, στην ατομική του περιουσία και, έτσι, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Μάλιστα ο εγκαλών κατέθεσε την από 28-11-2005 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, Αθηνών, σε βάρος του κατηγορουμένου - εκκαλούντα, ο οποίος συνομολόγησε την κύρια βάση της αγωγής, και συγκεκριμένα την καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος σύμβαση εντολής, την είσπραξης από τον ίδιο των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, την μη εκτέλεση της εντολής και την παράνομη ιδιοποίηση αυτών και το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του εγκαλούντα και με την μ' αριθμό 2108/2007 απόφαση του και υποχρέωσε τον κατηγορούμενο - εκκαλούντα του καταβάλει το ποσό των 34.650, ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 15-11-2005 μέχρι την επίδοση της αγωγής. Ο εκκαλών αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίστηκε ότι ο εγκαλών του έδωσε συνολικά το ποσό των 31.150,92 ευρώ, με τις προαναφερθείσες επιταγές, προκειμένου να το παραδώσει σε πρόσωπο με το όνομα Ν, ο οποίος εμφανιζόταν ως εφοριακός, υπηρετών στο Σ.Δ.Ο.Ε και έχων γνωριμίες και δυνατότητες στο Ο.Δ.Δ.Υ. και το οποίο ο ίδιος το κατέβαλε αμέσως σε τραπεζικό λογαριασμούς του στις Τράπεζες Novabank και Ε.Τ.Ε και ότι το έτη πλέον ποσό των 3.500 ευρώ το εισέπραξε ο ανωτέρω Ν, ο οποίος το επέστρεψε στον εγκαλούντα.
Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως δεν ευσταθούν, αφού από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνονται. Αντίθετα προέκυψαν τα παραπάνω αναφερόμενα, ότι τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν από τον εγκαλούντα στον κατηγορουμένου - εκκαλούντα με την εντολή να διατεθεί για τον παραπάνω σκοπό της αγοράς του παραπάνω αυτοκινήτου και ενώ δεν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός αυτός δεν επιστράφηκε από τον εκκαλούντα και το ιδιοποιήθηκε αυτός παράνομα.
Με τις σκέψεις αυτές και με όσα πραγματικά περιστατικά ήδη αναπτύχθηκαν, πρόδηλον είναι ότι το εκκαλούμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου αναφέρομαι συμπληρωματικά προς αποφυγή επαναλήψεων [Α.Π. 348/96 ΠΧ ΜΖ σελ. 33, Α.Π.1440/89 ΠΧ Μ σελ.713], που δέχεται ότι συντρέχουν σ' αυτή την περίπτωση επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου για το κακούργημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, [αρθρ. 26 παρ.1α, 27 παρ. Ι, 375 § 1β-α Π.Κ., όπως αντικ. μ' αρθρ.1 παρ.9 Ν.2408/96 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 Ν.2721/99) και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος αυτής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς η έφεση, που ο ως άνω κατηγορούμενος άσκησε πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επικυρωθεί κατά το κεφάλαιο αυτό το εκκαλούμενο βούλευμα κατ' άρθρο 319 παρ.3 ΚΠΔ.
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της παρούσας σε βάρος του εκκαλούντα .
Επίσης ο κατηγορούμενος Χ με το από 2/4/2009 υπόμνημα του, υποβάλλει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Σας, επί της οποίας εκθέτουμε τα εξής:
Οι διατάξεις του άρθρου 309 παρ.2 του ΚΠΔ ορίζουν: "Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση του ενώπιον του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό ν' απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Πάντοτε όμως, όταν διατάσσει την εμφάνιση του ενός από τους διαδίκους, οφείλει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους". Το πιο πάνω δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων στο Συμβούλιο για να αναπτύξουν τις απόψεις τους, που προβλέπονται από την ανωτέρω δικονομική διάταξη, αλλά κατοχυρώνεται και με το άρθρο 20 του Συντάγματος, είναι προφανές ότι αποβλέπει στη διεξοδική διατύπωση των απόψεων τους, για τα νομικά και πραγματικά ζητήματα της οικείας υπόθεσης. Αν όμως οι απόψεις και οι ισχυρισμοί τους εκτίθενται διεξοδικά και αναλυτικά, είτε στις καταθέσεις, είτε στα υποβληθέντα από αυτούς υπομνήματα, τότε το Συμβούλιο μπορεί να κρίνει μη αναγκαία την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους και παρεπόμενα ν' απορρίψει την αντίστοιχη αίτηση του διαδίκου (βλ. Α.Π. 1104/95 ΠΧ ΜΣΤ σελ.244 και Εφ....161/1995 ΠΧ ΜΣΤ σελ. 1317 και τις υπ' αυτό παραπομπές εις Α.Π. 1134/94 ΠΧ ΜΔ σελ.959, Α.Π. 1709/89, 1375/89, 1336/89 ΠΧ Μ σελ.831, 649 και 586 αντίστοιχα, Α.Π. 1605/88, 1171/88, 284/89, 321/89 ΠΧ Λθ σελ.473,197,866 και 889 αντίστοιχα).
Στην προκειμένη περίπτωση, το διαλαμβανόμενο αίτημα, του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Σας, προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων επί των αποδιδόμενων σ' αυτήν κατηγοριών είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 309 §2 και 318 ΚΠΔ, αλλά οι ισχυρισμοί του εκτίθενται διεξοδικά και αναλυτικά, στο από 2/4/2009 υπόμνημα του και δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Σας. Επομένως το Συμβούλιο Σας πρέπει να απορρίψει την παραπάνω αίτηση του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που κατά τα παραπάνω προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375§2α και 1 Π.Κ. Με την ίδια επίσης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του το από 2-4-2009 αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του.
Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων είναι αβάσιμη κατ' ουσία η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583§1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:

Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθ. 197/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθ. 1942/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 3-12-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠοινΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (άρθρ. 316 παρ.2, 318 ΚΠοινΔ), το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1δ του ΚΠοινΔ και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. στοιχ.α' του ιδίου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη ενώπιον εκείνου εμφάνιση, με την αιτιολογία (κατά παραπομπή στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση) ότι οι ισχυρισμοί του εκτίθενται διεξοδικά και αναλυτικά στο από 2-4-2009 υπόμνημά του και δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων. Επομένως, ο λόγος της κρινόμενης αιτήσεως του αναιρεσείοντος με τον οποίο προβάλλεται ότι το σχετικό αίτημά του απορρίφθηκε αναιτιολόγητα με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά το άρθρο 375 παρ.1, 2 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ.3α και 3β του ν. 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δρχ. ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε4 βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περιπτώσεως από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνων που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη, λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό, το πράγμα στη δική του περιουσία. Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής μορφής, που του ανατέθηκε από τον εντολέα, έχει και την υποχρέωση να αποδώσει στον τελευταίο οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεσή της και γίνεται υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε ή το ποσό χρημάτων που του έδωσε ο εντολέας για να εκτελέσεις την εντολή και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τα άρθρα 93 παρ5.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ επιβαλλομένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 περ.δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως όταν σ'αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και κατέληξε το δικαστικό συμβούλιο στην κρίση ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις προς στήριξη της κατηγορίας για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη και την παραπομπή του γι'αυτήν στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί, για να υπάρχει η άνω επιβαλλομένη αιτιολογία, να αναφέρονται αυτά κατ'είδος και δεν απαιτείται ειδική μνεία καθενός από αυτά και τι συνήγαγε το δικαστικό συμβούλιο από το καθένα ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα προς σχηματισμό της κρίσεώς του και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Ακόμη για την πληρότητα της αιτιολογίας στο βούλευμα (απαλλακτικό ή παραπεμπτικό) είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν στην εν λόγω εισαγγελική πρόταση αναφέρονται τα άνω στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον ήδη αναιρεσείοντα κρίση ότι δηλαδή υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής αυτού για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόταση της Εισαγγελέα Εφετών ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε, από την κατάθεση του εγκαλούντα Ψ, τις καταθέσεις των μαρτύρων ..., συζύγου του εγκαλούντος, ..., όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το απολογητικό του υπόμνημα και αυτό που αναφέρεται στην 173/2-4-2009 έφεσή του προέκυψαν τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη περιστατικά: Ο κατηγορούμενος περί τα τέλη Μαΐου 2003 συμφώνησε με τον εγκαλούντα να μεσολαβήσει στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) και να αγοράσει στο όνομά του και για λογαριασμό του ένα (1) αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου ΧS 3000 κυβικών εκατοστών, έτους κατασκευής (μοντέλο) 2002, αντί τιμήματος 47.000 ευρώ, το οποίο υποσχέθηκε ότι θα παρέδιδε στον εγκαλούντα σε χρονικό διάστημα 90 έως 120 ημερών από τη λήψη της προκαταβολής. Ο εγκαλών έδωσε εντολή για την αγορά του ανωτέρω αυτοκινήτου και συνετάγη ιδιωτικό συμφωνικό. Στις 3-6-2003 ο εγκαλών προκατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 20542,92 ευρώ οπισθογράφοντας και παραδίδοντας την υπ'αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εγκαλούντα και του κατηγορουμένου γίνεται μνεία της ανωτέρω επιταγής. Περαιτέρω στις 3/10/2003 ο εγκαλώ παρέδωσε στον κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 10.608 ευρώ, προκειμένου να προβεί στην έκδοση των απαραιτήτων για την κυκλοφορία του αυτοκινήτου εγγράφων, οπισθογραφώντας και παραδίδοντας του την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με την από 3/10/2003 απόδειξη, χωρίς όμως ο εγκαλών να παραλάβει το παραπάνω αυτοκίνητο. Μετά πάροδο δέκα (10) περίπου μηνών και συγκεκριμένα στις 18/-08-2004 ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο -εκκαλούντα επιπλέον σε μετρητά, το χρηματικό ποσό των 3.500 ευρώ, προκειμένου να το καταβάλει για την ολοκλήρωση των διαδικασιών και να του παραδώσει το αυτοκίνητο, στις 25-8-2004. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία αλλά και μεταγενέστερα και πάλι ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε στον εγκαλούντα το αυτοκίνητο, το οποίο είχε αναλάβει να αγοράσει για λογαριασμό του εγκαλούντα ούτε του επέστρεψε τα χρήματα που είχε ήδη λάβει για τον ίδιο σκοπό. 'Ετσι ο εγκαλών, στις 18-11-2005 κοινοποίησε στον κατηγορούμενο την από 15-11-2005 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση μετά διαμαρτυρίας, στην οποία έτασσε εικοσιτετράωρη προθεσμία για την επιστροφή του προαναφερθέντος συνολικού ποσού. Μετά δε την παρέλευση και της παραπάνω ημερομηνίας, ο κατηγορούμενος δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα τα χρήματα που είχε λάβει από αυτόν προς εκτέλεση της ως άνω εντολής αφού δεν τα διέθεσε για τον σκοπό που τα έλαβε, αλλά τα παρακράτησε εξωτερίκευσε τη βούλησή του να ενσωματώσει τα χρήματα αυτά, χωρίς δικαίωμα στην ατομική του περιουσία, και έτσι, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Επί πλέον ο εγκαλών κατάθεσε την από 28-11-2005 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά του κατηγορουμένου, ο οποίος συνομολόγησε τις κύριες βάσεις της αγωγής και συγκεκριμένα την καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος σύμβαση εντολής, την είσπραξη από τον ίδιο των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, την μη εκτέλεση της εντολής και την παράνομη ιδιοποίηση αυτών και το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε και κατ'ουσία την αγωγή του εγκαλούντα με την με αριθμό 2108/2007 απόφασή του και υποχρέωσε τον κατηγορούμενο να του καταβάλει το ποσό των 34.650 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 15-11-2005 μέχρι την επίδοση της αγωγής. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίσθηκε ότι ο εγκαλών του έδωσε συνολικά το ποσό τω 31.150,92 ευρώ, με τις προαναφερθείσες επιταγές προκειμένου να το παραδώσει σε πρόσωπο με το όνομα Ν, ο οποίος εμφανιζόταν ως εφοριακός, υπηρετών στο Σ.Δ.Ο.Ε. και έχων γνωριμίες και δυνατότητες στον Ο.Δ.Δ.Υ. και το ποσό που έλαβε ο ίδιος (ο κατηγορούμενος) το κατέβαλε αμέσως σε τραπεζικούς λογαριασμούς στις Τράπεζες ΝOVABANK και Ε.Τ.Ε. του άνω προσώπου καθώς και ότι το επί πλέον ποσό των 3500 ευρώ το εισέπραξε ο ανωτέρω Ν, ο οποίος το επέστρεψε στον εγκαλούντα. Οι θέσεις αυτές του κατηγορουμενου δεν κρίθηκαν βάσιμες ως μη επιβεβαιούμενες από κανένα στοιχείο. Κατά τις παραδοχές του βουλεύματος του Συμβουλίου προέκυπταν αντίθετα ότι τα άνω ποσά καταβλήθηκα από τον εγκαλούντα στον κατηγορούμενο με την εντολή να διατεθούν για τον σκοπό της αγοράς του άνω αυτοκινήτου, ο οποίος δεν πραγματοποιήθηκε και δεν επιστράφηκαν στον εγκαλούντα τα ληφθέντα ποσά αλλά τα ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος παράνομα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με βάση τα ανωτέρω έκρινε ότι ορθώς εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις και δέχθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα ότι συνέτρεχαν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης αντικειμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και για την παραπομπή του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος για την πράξη αυτή και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου 478/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, εκθέτει σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως ξένου κινητού πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδιεκτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που προέκυψαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 375 παρ.1β-α και 2 ΠΚ, όπως ισχύει τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι αβάσιμες και απορριπτέες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτούμενης αιτιολογίας από το ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρθηκε στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση της Εισαγγελέα Εφετών εφ' όσον εκτίθενται στην πρόταση αυτής, που δεν είναι πιστή αντιγραφή της εισαγγελικής προτάσεως που περιέχεται στο πρωτόδικο βούλευμα, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και την προδικασία, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις οι οποίες στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
Εκτίθενται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι τα χρήματα δόθηκαν στον κατηγορούμενο κατόπιν εντολής του εγκαλούντος να μεσολαβήσει στον ΟΔΔΥ και να αγοράσει στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου το αναφερόμενο αυτοκίνητο BMW και από το αναφερόμενο ότι κατηρτίσθη μεταξύ του εγκαλούντος και του κατηγορουμένου ιδιωτικό συμφωνητικό προέκυπτε αυτή η έννομη σχέση μεταξύ των. Γίνεται ακόμη μνεία των περιστατικών σχετικά με την άρνηση του κατηγορουμένου να επιστρέψει τα ληφθέντα από αυτόν για τον παραπάνω σκοπό χρήματ στον εγκαλούντα εντολέα του, όταν ο τελευταίος μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου είχαν συμφωνήσει ότι θα του παραδιδόταν το αυτοκίνητο, ζήτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή των χρημάτων που του είχε δώσει προς εκτέλεση της εντολής και δεν δαπανήθηκαν για τον σκοπό που δόθηκαν. Επισημαίνεται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα σχετικά με την παρακράτηση από τον κατηγορούμενο των χρημάτων που είχε λάβει από τον εγκαλούντα και την ενσωμάτωση αυτών στην περιουσία του παράνομα την συνομολόγηση από τον κατηγορούμενο ως εναγόμενο κατά την συζήτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών της εναντίον του από 28-11-2005 αγωγής της εγκαλούντος των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων εθεμελιώνετο η από τις διατάξεις περί εντολής και από την αδικοπραξία αξίωσή του να του καταβάλει ο εναγόμενος το ποσό των 34.650 ευρώ. Η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι η επιβαλλόμενη με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω και ως προς τις παραδοχές σχετικά με την απόρριψη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος.
Στο πόρισμα του σχετικά με το ότι δεν επιβεβαιώνονταν από κανένα στοιχείο και ότι ήταν αβάσιμοι αυτοί οι ισχυρισμοί του ήδη αναιρεσείοντος ότι έδωσε τα χρήματα από την είσπραξη των επιταγών που του παρέδωσε ο εγκαλών με την κατάθεση των σε αναφερομένους λογαριασμούς στις Τράπεζες NOVABANK κ ΕΤΕ σε άλλο κατονομαζόμενο πρόσωπο που είχε την ιδιότητα του εφοριακού υπαλλήλου και υπηρετούσε στο ΣΔΟΕ ώστε αυτό με τις γνωριμίες και δυνατότητες που διέθετε στον ΟΔΔΥ αφού πάρει τα χρήματα και εξασφαλίσει αυτοκίνητο από τον άνω Οργανισμό στον εγκαλούντα ευνοϊκή τιμή, κατέληξε το Συμβούλιο Εφετών, με αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη τα εκεί αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων μνημονεύονται όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας και το αναφερόμενο στην έφεση υπόμνημα του ήδη αναιρεσείοντος και προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού του βουλεύματος ότι έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο Εφετών και τα έγγραφα που αναφέρονται στο από 2/4/2009 υπόμνημα που επισυνάπτεται στην έφεση που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι αγνοήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο Εφετών τα έγγραφα που αφορούν τις καταθέσεις στην Τράπεζα NOVABANK και στην Εθνική Τράπεζα σε λογαριασμούς του Ν ποσών 10.610 ευρώ και 15410 ευρώ αντίστοιχα και η από 1-4-2009 υπεύθυνη δήλωση του ... και ότι από αυτά προέκυπτε η εκ μέρους του κατηγορουμένου μεταφορά των χρημάτων στον τελικό παραλήπτη κατά την πραγματική εντολή του μηνυτή και όχι ότι ιδιοποιήθηκε και ενσωμάτωσε στην περιουσία του τα χρήματα που έλαβε από τον εντολέα καθώς και ότι η δικαστική ομολογία του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξέδωσε την 2108/2007 απόφαση έγινε για να διευκολύνει τον εγκαλούντα να εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο η απαίτηση και δεν υποδηλώνει βούληση οριστικής ενσωματώσεως από τον κατηγορούμενο στην περιουσία του των χρημάτων του μηνυτή είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι πλήττουν υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας την ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου ως προς τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που του αποδίδεται.
Eίναι απορριπτέος επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔ καθόσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εστερείτο της επιβαλλομένης αιτιολογίας όσον αφορά την πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως για την οποία παραπέμφθηκε αυτός να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως του 1942/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις17 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή