Αριθμός 486/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Α. του ’., κατοίκου ... Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καραχάλιο. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Χαλιάσου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-3-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1204/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 1952/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29-4-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (2017), αντικατασταθείς αργότερα από το ν. 4624/2019, εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και είχε σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) ... ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου", ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου". Με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ... (παρ.2)". Με τη διάταξη του άρθρου 5 §§ 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ' της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του (παρ.1). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων.... β) ... γ)... δ) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2)." Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ. 3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας ... (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)." Στις διατάξεις του άρθρου 11 §§ 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ. 1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου... (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ. 3)." Με το άρθρο 12 § 1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως", ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε', εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας... (παρ. 3)." Με τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 εδ. α' αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή...". Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 23 §§ 1 και 2 αυτού ορίζεται ότι: "Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (παρ. 1). Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ' ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη (παρ. 2)." Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5Α του Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων: α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 § 2 του ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Σε περίπτωση δε παραβίασής τους, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, για να είναι νόμιμη η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ' όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας (Ολ.Α.Π. 3/2020, Α.Π. 38/2023, Α.Π. 186/2020). Με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων, που προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, και γι' αυτό άλλωστε πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις και την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου, και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του, πληροί δε την απαιτούμενη προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων (Α.Π. 63/2023, Α.Π. 37/2023, Α.Π. 958/2022). Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 § 1 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων", "αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και αρχή. Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας, για την επίτευξη δε της λύσης αυτής, ο δικηγόρος επικοινωνεί και με τον οφειλέτη του εντολέα ή τον δικηγόρο αυτού στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών και πάντα σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Επαγγέλματος. Η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή διά δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο." Περίπτωση επιτρεπόμενης, κατ' εξαίρεση, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου κατ' άρθρο 5 § 2 περ. ε' ν. 2472/1997 αποτελεί και η διαβίβαση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε δικηγόρο των δεδομένων του οφειλέτη του και η εν συνεχεία χρήση των δεδομένων από το δικηγόρο, προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα καθήκοντά του, δηλαδή την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση του εντολέα του σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή, αλλά και τη διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο της οποίας ο δικηγόρος έχει την εξουσία να επικοινωνεί με τον οφειλέτη στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών. Τα δεδομένα, που γίνονται αντικείμενο διαβίβασης και χρήσης κατά τα ανωτέρω, πρέπει να είναι τα απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για τις ως άνω ενέργειες, και να μην είναι περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος του εντολέα (Α.Π. 252/2018). Εφόσον, όμως, στην περίπτωση αυτή, για τη διαβίβαση από τον εντολέα - υπεύθυνο επεξεργασίας των νομίμως από αυτόν συλλεγέντων και αποθηκευμένων προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη προς το δικηγόρο, προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα καθήκοντά του, δεν απαιτείται κατά το νόμο η συγκατάθεσή του (οφειλέτη), παρέπεται ότι δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη ενημέρωση αυτού, η οποία παρέχεται, άλλωστε, ακριβώς για να εξασφαλιστεί η συγκατάθεσή του, όταν αυτή απαιτείται, ενόψει αφενός μεν της ιδιαίτερης σχέσης απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ εντολέα και δικηγόρου, που επιβάλλει την ελεύθερη και ακώλυτη παροχή από τον πρώτο στο δεύτερο όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την υπεράσπιση της υπόθεσης, αφετέρου δε του ασυμβίβαστου μεταξύ του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσφυγής στη δικαιοσύνη και της άσκησης εκ μέρους του οφειλέτη κάποιου από τα δικαιώματα των άρθρων 12 και 13 του ν. 2472/1999, που πηγάζουν από το άρθρο 9Α του Συντάγματος, και συγκεκριμένα της υποβολής αίτησης στον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων, δηλαδή τον εντολέα του δικηγόρου, για πρόσβαση στα δεδομένα που πρόκειται να διαβιβαστούν και, σε περίπτωση μη απάντησης, της προσφυγής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ή της προβολής εγγράφων αντιρρήσεων στον υπεύθυνο επεξεργασίας, με συνέπεια το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου της επεξεργασίας να υποχωρεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έναντι του από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπεύθυνου επεξεργασίας, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαίωμα του τελευταίου δεν μπορεί να νοηθεί ως εξαρτώμενο τόσο από την προηγούμενη ενημέρωση, όσο και τη συγκατάθεση του πρώτου (υποκειμένου της επεξεργασίας). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 29-4-2022 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 1.952/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 21-3-2018 αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ανέφερε ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία, έχοντας συλλέξει νόμιμα από αυτόν και αποθηκεύσει τα προσωπικά του στοιχεία (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, Α.Φ.Μ., Δ.Ο.Υ., οικογενειακή κατάσταση, διεύθυνση κατοικίας και τηλέφωνο επικοινωνίας) για τη διεκπεραίωση σύμβασης δανείου, που είχε συναφθεί μεταξύ τους, όταν ο αναιρεσείων διέκοψε την καταβολή των συμφωνημένων δόσεων, διαβίβασε περαιτέρω τα στοιχεία του, χωρίς την ενημέρωσή του, κατά το στάδιο συλλογής και διαβίβασης, και χωρίς τη συγκατάθεσή του, στη δεύτερη εναγόμενη δικηγορική εταιρία (μη διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη), η οποία, προκειμένου να επιτύχει την εξόφληση του δανείου, κατά το έτος 2017 τον οχλούσε συνεχώς τηλεφωνικά διά των προστηθέντων της και τον απειλούσε με αναγκαστική εκτέλεση, ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη λόγω της παράνομης επεξεργασίας των στοιχείων του. Με την 1.204/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη δικηγορική εταιρία, έγινε δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη - αναιρεσίβλητη και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στον αναιρεσείοντα για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.869,40 ευρώ. Μετά από έφεση της αναιρεσίβλητης εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 1.952/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτήν (αναιρεσίβλητη) και απέρριψε την αγωγή, καθό μέρος στρεφόταν εναντίον της, ως μη νόμιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία: " ... Η αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι η επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος λόγω παράβασης των διατάξεων του ν. 2472/1997 εκ μέρους της εναγομένης δεν ερείδεται στο νόμο. Κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος έγινε από την ως άνω δικηγορική εταιρεία, η οποία δεσμεύεται από την υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει o νόμος και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών στην εναγόμενη τράπεζα πελάτη τους, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παραπάνω νόμου, επιπλέον δε η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ήτοι η είσπραξη ληξιπρόθεσμης απαίτησης της εναγομένης τράπεζας, χωρίς να θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες του ενάγοντος, ενώ τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά δεν συνιστούν παράνομη προσβολή, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση της προσωπικότητας, όπως απαιτούν οι διατάξεις των 57, 59, 914, 932 ΑΚ, για γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας." Έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως εφετείο, ότι δηλαδή η αγωγή του αναιρεσείοντος, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί ως προς την αναιρεσίβλητη στην παράνομη, ελλείψει ενημέρωσης και συγκατάθεσης του αναιρεσείοντος, επεξεργασία των στοιχείων του με τη διαβίβασή τους στη δικηγορική εταιρία, δεν είναι νόμιμη, δεχόμενο ότι η επεξεργασία ήταν απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας, ήτοι της είσπραξης της ληξιπρόθεσμης απαίτησης της αναιρεσίβλητης τράπεζας, δεν παραβίασε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 5 §§ 1 και 2 περ. ε', και 11 §§ 1 και 3 του ν. 2472/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, πρόκειται για περίπτωση επιτρεπόμενης, κατ' εξαίρεση, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την αναιρεσίβλητη, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση του υποκειμένου της επεξεργασίας, και συγκεκριμένα για διαβίβαση από την αναιρεσίβλητη τράπεζα νομίμως συλλεγέντων και αποθηκευθέντων προσωπικών δεδομένων του αναιρεσείοντος οφειλέτη της σε δικηγορική (και όχι εισπρακτική) εταιρία, προκειμένου η τελευταία να ασκήσει τα καθήκοντά της που προβλέπονται από τον Κώδικα Δικηγόρων, στα οποία περιλαμβάνεται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, όχι μόνο η αντιπροσώπευση και υπεράσπιση της αναιρεσίβλητης σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή, αλλά και η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο της οποίας η δικηγορική εταιρία είχε την εξουσία να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον αναιρεσείοντα, ήταν δε τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα του αναιρεσείοντος, που έγιναν αντικείμενο διαβίβασης, απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για τις ανωτέρω ενέργειες, μη αναιρουμένου τούτου από το γεγονός ότι η τηλεφωνική όχληση μπορούσε να γίνει και από υπάλληλο της αναιρεσίβλητης, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως, παραβίασε τις ως διατάξεις, δεχόμενο ότι εμπίπτει στην προαναφερόμενη εξαίρεση η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του στη δικηγορική εταιρία, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεσή του, είναι αβάσιμος. Η περαιτέρω κρίση του Εφετείου, που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, είναι πλεοναστική, αφού η προεκτεθείσα ως άνω αιτιολογία αρκούσε για τη στήριξη του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Συνεπώς, ο ίδιος ως άνω λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η πλημμέλεια της παραβίασης της διάταξης του άρθρου 7Α του ανωτέρω νόμου, η οποία αφορά μόνο τις περιπτώσεις απαλλαγής του υποκειμένου της επεξεργασίας από την υποχρέωση γνωστοποίησης στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα της σύστασης και λειτουργίας αρχείου ή της έναρξης της επεξεργασίας, κατ' άρθρο 6 του ίδιου νόμου, και της λήψης άδειας της Αρχής για συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων και ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, κατ' άρθρο 7 αυτού, και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος, καθόσον, ανεξαρτήτως της ανυπαρξίας σχετικής αγωγικής βάσης, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο κατ' άρθρο 578 ΚΠολΔ με την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, ακόμη και ως προς τυχόν εσφαλμένη σχετική αιτιολογία της (Ολ.Α.Π. 13/1995, Ολ.Α.Π. 25/1994, Α.Π. 686/2020, Α.Π. 755/2018, Α.Π. 1991/2017).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.Α.Π. 6/2006). Ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, όχι δε και όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αόριστο, μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο, οπότε το τυχόν σφάλμα ελέγχεται με λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ.Α.Π. 44/1990, Α.Π. 1548/2022, Α.Π. 193/2019, Α.Π. 924/2018). Επομένως, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ., είναι απαράδεκτος, αφού εν προκειμένω το δικαστήριο της ουσίας δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί ο ηττώμενος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-4-2022 αίτηση του Δ. Α. για αναίρεση της 1.952/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ