Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 696 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναίρεση μερική, Δωροδοκία, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Παθητική και ενεργητική δωροδοκία δικαστή. Στοιχεία των ανωτέρω εγκλημάτων. Είναι υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, όπως υπόσχεση του δώρου και καταβολή του ή υπόσχεση αυτού και λήψη του, το έγκλημα τελείται με την πραγμάτωση του πρώτου χρονικά τρόπου τέλεσης, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Προϋπόθεση τελέσεώς του είναι να έχει προηγηθεί η τέλεση του βασικού εγκλήματος από το οποίο προέκυψαν τα παράνομα έσοδα. Στα βασικά εγκλήματα περιλαμβάνεται και η παθητική δωροδοκία δικαστή ( άρθ. 237 του ΠΚ), παρά το ότι στην ενδιάμεση δωροδοκία του Ν. 3424/2005 αναφέρεται μόνο η παθητική δωροδοκία (άρθ. 235 του ΠΚ), πλην όμως περιλαμβάνεται στην έννοιά της και παθητική δωροδοκία δικαστή ως ειδικότερη μορφή παθητικής δωροδοκίας. Ο δράστης του βασικού εγκλήματος και ο δράστης της νομιμοποίησης μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο, μόνο που υπό την ισχύ του Ν. 3424/2005 πρέπει η τέλεση των πράξεων να εμπίπτει στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, ενώ υπό την ισχύ του Ν. 3691/2008 πρέπει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης να είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού εγκλήματος. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Αυτοτελείς ισχυρισμοί ελαφρυντικών περιστάσεων. Στοιχεία που πρέπει να περιέχουν για να είναι ορισμένοι. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του πρώτου κατηγορουμένου για παθητική δωροδοκία δικαστή κατ' εξακολούθηση (πλην μιας μερικότερης πράξης) και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και των λοιπών κατηγορουμένων για ενεργητική δωροδοκία δικαστή. Η παθητική δωροδοκία τελέστηκε με την απαίτηση από μέρους του δικαστή χρηματικών δώρων από τους συγκατηγορουμένους του δικηγόρους, προκειμένου να εκδόσει ευνοϊκή απόφαση για πελάτες τους των οποίων η υπόθεση εκκρεμούσε. Η ενεργητική δωροδοκία τελέστηκε με την από μέρους των δικηγόρων υπόσχεση του δώρου στο δικαστή μετά από την απαίτησή του, στη συνέχεια δε πραγματώθηκε και άλλος τρόπος τέλεσης των εγκλημάτων με την καταβολή και τη λήψη του δώρου. Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελέστηκε με την εντολή του κατηγορουμένου για κατάθεση των χρηματικών δώρων στην Τράπεζα και με την κατάθεση αυτών. Η απόφαση δέχεται ότι τόσο η απαίτηση όσο και η υπόσχεση του δώρου που συνιστούν τον τρόπο τέλεσης των εγκλημάτων της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας αντίστοιχα, έλαβαν χώρα ενώ ακόμη ήταν εκκρεμής η υπόθεση προς έκδοση αποφάσεως και δεν έχει σημασία ο χρόνος σύνταξης του σχεδίου της αποφάσεως. Η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη που δεν συντάχθηκε κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, αποτελεί απλό έγγραφο. Η μη αναφορά στην απόφαση ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος του πρώτου κατηγορουμένου να τηρηθούν τα πρακτικά της δίκης με φωνοληψία. Το αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου για αλλαγή της σειράς των απολογιών και των αγορεύσεων ανήκει στην αρμοδιότητα του Προέδρου του δικαστηρίου ο οποίος καθορίζει τη σχετική σειρά με διάταξή του κατά της οποίας επιτρέπεται προσφυγή στο δικαστήριο, εν προκειμένω δε δεν προκύπτει ότι ασκήθηκε τέτοια προσφυγή. Η παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών αφορά στο περιεχόμενο της συνομιλίας και όχι στους κληθέντες αριθμούς τηλεφώνου. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της ενεργητικής δωροδοκίας και συγκρούσεως καθηκόντων. Αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού για ελαφρυντική περίσταση πρότερου έντιμου βίου. Αν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως που επιδρά στην παραγραφή, ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου και θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, σύμφωνα με την αρχή in aubio pro reo. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται να προσδιορίσει ακριβέστερα το χρόνο τελέσεως της πράξεως, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις, αρκεί να μην επηρεάζεται η τυχόν υπάρχουσα παραγραφή, γιατί τότε υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, λόγω χειροτερεύσεως της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Υπέρβαση εξουσίας από μέρους του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου γιατί προσδιόρισε το χρόνο τελέσεως μερικότερης πράξης παθητικής δωροδοκίας σε χρονικό διάστημα που συμπληρώνεται η παραγραφή και όχι σε χρονικό διάστημα για το οποίο είχε συμπληρωθεί η παραγραφή. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα και κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου και την καταδίκη για τη μερικότερη πράξη παθητικής δωροδοκίας για την οποία, με την εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής, είχε συμπληρωθεί η παραγραφή. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη για την ανωτέρω μερικότερη πράξη και παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη του ελαφρυντικού και στην επιμέρους ποινή της παθητικής δωροδοκίας καθώς και στη συνολική ποινή. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως των λοιπών αναιρεσειόντων.




Αριθμός 696/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Αθανασόπουλο, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Κωνσταντινίδη, 3) Χ3, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, 4) Χ4, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Αθανασόπουλο και 5) Χ5, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μυταλούλη, για αναίρεση των με αριθμούς 3239/2007, 73/2008 και 539/2008 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται: α) στην 14 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως, καθώς και στο από 23 Μαρτίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως (του πρώτου αναιρεσείοντος), β) στην από 15 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως (του δευτέρου αναιρεσείοντος), γ) στην από 14 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως (του τρίτου αναιρεσείοντος), δ) στην από 14 Ιουλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως, καθώς και στο από 23 Μαρτίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων (του τετάρτου αναιρεσείοντος) και ε) στις από 21 Μαρτίου 2008, 3 Ιουλίου 2008, 15 Ιουλίου 2008, τρείς (3) τον αριθμό, αιτήσεις αναίρεσης, καθώς και στα από 27 Φεβρουαρίου 2009 και 28 Σεπτεμβρίου 2009, δύο (2) τον αριθμό, δικόγραφα προσθέτων λόγων (του πέμπτου αναιρεσείοντος), οι οποίες (αιτήσεις) καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1508/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πρώτου, δευτέρου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσειόντων, καθώς και τον αυτοπροσώπως παραστάντα, ως δικηγόρο, τρίτο αναιρεσείοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τον πέμπτο αναιρεσείοντα Χ5 και να απορριφθούν, κατά τα λοιπά, οι αιτήσεις του αναιρέσεως και β) να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως των λοιπών αναιρεσειόντων.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου: 1) οι από 21.3.2008, 3.7.2008, 16.7.2008 αιτήσεις αναιρέσεως και οι από 19.3.2009 και 28.9.2009 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του Χ5, 2) η από 16.7.2008 αίτηση αναιρέσεως και οι από 23.3.2009 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του Χ1, 3) η από 16.7.2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, 4) η από 15.7.2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ3 και 5) η από 15.7.2008 αίτηση αναιρέσεως και οι από 23.3.2009 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του Χ4. Οι ανωτέρω αιτήσεις στρέφονται κατά της υπ' αριθ. 539/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και των παρεμπιπτουσών υπ' αριθ. 3239/2007 και 73/2008 αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου και επειδή είναι συναφείς μεταξύ τους πρέπει να συνεξεταστούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 7 του Ν.3327/11.3.2005, εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ενώ κατά τη διάταξη της παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ή σε οικείο τους. Από την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 1, η οποία αναφέρεται στην παθητική δωροδοκία δικαστή, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) εκείνος που απαιτεί, δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ωφελήματα να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα ή να έχει οριστεί διαιτητής σε κάποια υπόθεση, β) τα δώρα ή τα ωφελήματα να μην προσήκουν σ'αυτόν και να δίνονται ή και να υπάρχει απλή υπόσχεση δόσεώς τους για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή ο δράστης σκοπούσε σπουδαίως να προβεί στην εκτέλεσή της, γ) η ενέργεια ή παράλειψη του δικαστή να αφορά σε νόμιμη πράξη που περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, την οποία αυτός να μπορεί να ενεργήσει ή παραλείψει κατά την άσκηση της από το λειτούργημά του αρμοδιότητας και να ανάγεται αυτή στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο ή έχουν αναταθεί σ'αυτόν βάσει υπηρεσιακών κανονισμών ή διαταγών ή οδηγιών των προϊσταμένων του εξαιτίας της υπηρεσιακής του σχέσεως ή προκύπτουν από τη φύση της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη (αρκεί και ενδεχόμενος), που συνίσταται στη γνώση ότι δεν δικαιούται τα κατά τα άνω δώρα ή ωφελήματα και στη θέλησή του να τα απαιτήσει ή να τα δεχτεί ή να δεχτεί την υπόσχεση ότι θα τα λάβει και, περαιτέρω, σκοπός αυτού να διεξαγάγει ή να κρίνει την υπόθεση που του έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου. Η διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου αναφέρεται στην ενεργητική δωροδοκία δικαστή και προϋποθέτει ως δράστη τρίτον, ο οποίος ανεξαρτήτως ιδιότητας, προσφέρει ή δίνει ή υπόσχεται δώρα ή ωφελήματα σε δικαστή ή σε οικείο του, με σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί η υπόθεση που του έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου. Τόσο η παθητική όσο και η ενεργητική δωροδοκία δικαστή είναι υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα και μπορούν να τελεστούν με περισσότερους τρόπους πραγματώσεώς τους, οι οποίοι αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή τελείται ένα μόνο έγκλημα (είτε παθητικής είτε ενεργητικής δωροδοκίας), στο οποίο ο κάθε τρόπος τέλεσης είναι αυτοτελής και μπορεί να εναλλαχθεί, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, το έγκλημα τελείται με την πραγμάτωση του πρώτου χρονικά τρόπου τέλεσης. Επομένως από το χρόνο αυτόν της πραγμάτωσης του πρώτου τρόπου τελέσεως αρχίζει και η προθεσμία παραγραφής του κάθε εγκλήματος και δεν επηρεάζεται αυτή από το ότι ενδεχομένως πραγματώθηκε στη συνέχεια και άλλος τρόπος τέλεσης, όπως όταν έχει προηγηθεί η απαίτηση του δώρου επί παθητικής δωροδοκίας ή η υπόσχεση του δώρου επί ενεργητικής δωροδοκίας και στη συνέχεια ακολουθήσει αντίστοιχα λήψη ή καταβολή του δώρου, αφού το έγκλημα έχει ήδη τελεστεί με την απαίτηση του δώρου (η παθητική δωροδοκία) και με την υπόσχεση του δώρου (η ενεργητική δωροδοκία). Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 "για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν.3424/2005, με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνης ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, νοείται η διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μια άλλη εγκληματική δραστηριότητα, η οποία περιγράφεται στο νόμο ως βασικό έγκλημα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα εγκλήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 περίπτ. α' εδαφ. αιζ του Ν.2331/1925 που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν.2479/1997). Από την ανωτέρω διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.2331/1995 συνάγεται με σαφήνεια ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και τούτο γιατί αναφέροντας ο νόμος την παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς εννοεί τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας από τις πράξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εκ των πραγμάτων η ταύτιση του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη του επόμενου εγκλήματος της νομιμοποίησης. Επομένως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και επιπλέον χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, οπότε στην περίπτωση αυτή πρόκειται για πραγματική συρροή μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του εγκλήματος της νομιμοποίησης και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι πράξεις της νομιμοποίησης αποτελούν με τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλά βασικά εγκλήματα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Ούτε, όμως, και περί απορροφήσεως μπορεί να γίνει λόγος, γιατί η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη και συνιστά απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του με την προηγούμενη πράξη κτηθέντος, χωρίς να προσβάλλονται άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί τότε μόνο η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Το ότι ακολούθως οι Ν.3424/2005 και 3691/2008 όρισαν, ο μεν πρώτος στο άρθρο 3 παρ. 1δ', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, ο δε δεύτερος στο άρθρο 45 παρ. 1ε', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω νόμοι θέσπισαν για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις ταύτισης του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης, αλλά απλώς οι νόμοι αυτοί περιέλαβαν ρητώς στις διατάξεις τους τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες υπό την προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.2331/1995 θεωρούνταν αυτονόητες. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προϋποθέτει, αντικειμενικώς μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικώς δε δόλο έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτήν περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή και εδώ για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης της περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Στο νόμο διευκρινίζεται αναλυτικά τί νοείται με τους όρους "εγκληματική δραστηριότητα" και "περιουσία", στην έννοια δε της τελευταίας περιλαμβάνεται και το χρήμα υπό υλική ή άϋλη μορφή, ενώ στην έννοια της πρώτης περιλαμβάνονται τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν.2331/1995 (βασικά εγκλήματα), στα οποία περιλαμβάνονται όπως αναφέρθηκε (περίπτ. α' εδαφ. αιζ) και αυτά των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα (παθητική δωροδοκία, ενεργητική δωροδοκία και δωροδοκία δικαστή, παθητική και ενεργητική), ενώ τα ίδια εγκλήματα περιλήφθησαν και στο άρθρο 3 περίπτ. γ', δ' και ε' του Ν.3691/2008. Με την ενδιάμεση ρύθμιση του Ν.3424/2005 περιλήφθηκε στα βασικά εγκλήματα μόνο η παθητική δωροδοκία (άρθρο 2 περίπτ. α' εδαφ. δδ'), στην έννοια, όμως της οποίας περιλαμβάνεται και η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως ειδικότερη μορφή παθητικής δωροδοκίας, η αναφορά δε μόνο της παθητικής δωροδοκίας έγινε για να αποκλειστεί η ενεργητική δωροδοκία, προφανώς ως μη αποφέρουσα εισόδημα στον δράστη αυτής και όχι για να αποκλειστεί και άλλη (ειδικότερη) μορφή παθητικής δωροδοκίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 περίπτ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας .Ειδικώς προκειμένου περί αντιφάσεως, αυτή μπορεί να υπάρχει είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, γιατί προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και το δεύτερο πρέπει να στηρίζει το πρώτο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σ' αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Μεταξύ των ως άνω ισχυρισμών περιλαμβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισμένοι όταν παρατίθενται όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί η επίκληση μόνο της νομικής διάταξης που προβλέπει την αντίστοιχη ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο αυτή είναι γνωστή στη νομική ορολογία. Επίσης λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νομός (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρόλο που συντρέχουν οι όροι άσκησής της (αρνητική υπέρβαση). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 539/2008 απόφασή του δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Α) Ως προς τον κατηγορούμενο Χ1: Την 5-6-2000 έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην οδό ... κατά το οποίο τραυματίστηκε θανάσιμα ο ... Η σύζυγος και οι θυγατέρες του τελευταίου (..., ... και ...) ανέθεσαν στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, δικηγόρο Θεσσαλονίκης την υπόθεση και αυτός την 8-4-2002 κατέθεσε αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του ΝΠΙΔ με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ", με την οποία ζητούσαν την αποκατάσταση των θετικών τους ζημιών και της ψυχικής οδύνης που τους προκάλεσε ο θάνατος του ανωτέρω θανόντος, συζύγου και πατέρα αυτών, αντίστοιχα. Ειδικότερα, ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σ'αυτές 192.300 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι έχει υποχρέωση να καταβάλει επί πλέον 130.300 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 1434/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της υπόθεσης. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε παρασταθεί κατά τη συζήτηση, κατά την οποία μάλιστα εξετάστηκε και μάρτυρας από την πλευρά των εναγουσών και είχε καταθέσει και προτάσεις, σε αντίθεση με το "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ", το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, θεωρώντας ότι το Δικαστήριο έσφαλε και ότι η συζήτηση έπρεπε να είχε γίνει ερήμην του εναγομένου και όχι να κηρυχθεί ματαιωμένη, παραπονέθηκε προς τον πρώτο κατηγορούμενο Χ5, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών. Ο τελευταίος του συνέστησε να επαναφέρει την υπόθεση προς εκδίκαση με αίτηση διορθώσεως της 1434/2003 αποφάσεως. Πράγματι, ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέθεσε αίτηση διορθώσεως που συζητήθηκε την 21-2-2003 και εκδικάστηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο. Δύο περίπου μήνες μετά τη συζήτηση της αγωγής ο τελευταίος τηλεφώνησε στο δεύτερο κατηγορούμενο και του έκανε λόγο για σφάλματα της αγωγής. Ακολούθησε και άλλο τηλεφώνημα από την πλευρά του πρώτου κατηγορούμενου, ο οποίος και ανέφερε στον δεύτερο ότι η αγωγή ήταν νόμιμη και προκειμένου να προχωρήσει στην έκδοση αποφάσεως ευνοϊκής για τους πελάτες του θα έπρεπε να του καταβάλει ποσό 25.000 ευρώ. Σε επόμενα τηλεφωνήματα ο πρώτος κατηγορούμενος λόγω των αρνήσεων του δευτέρου περιόρισε το ποσό της απαιτήσεώς του σε 10.000 ευρώ. Εκείνος τότε του είπε ότι έχει δυνατότητα να του καταβάλει ποσό 5.000 ευρώ και μετά ταύτα ο πρώτος κατηγορούμενος του έδωσε τον αριθμό λογαριασμού (...) που τηρούσε στο όνομά του στην ALPHA BANK και εκείνος κατέθεσε στο λογαριασμό αυτό την 3-6-2003 το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ.το με αριθμό ... αποδεικτικό καταθέσεως στην παραπάνω τράπεζα). Την 23-6-2003 δημοσιεύθηκε η με αριθμό 16014/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στις ενάγουσες το ποσό των 180.000 ευρώ και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή του να καταβάλει και ποσό 50.000 ευρώ, ενώ η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 100.000 ευρώ. Ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να ενδώσει στις απαιτήσεις του πρώτου κατηγορουμένου λόγω της κατάστασης ανάγκης στην οποία βρέθηκε που συνεπαγόταν κατάσταση συγκρούσεως καθηκόντων και προς αποτροπή του κινδύνου βλάβης της περιουσίας των εναγουσών εντολέων του. Ο ισχυρισμός του ανωτέρω κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμος, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του επικαλούμενου άρθρου 25 Π.Κ. περί καταστάσεως ανάγκης, δεδομένου μάλιστα ότι αυτός μπορούσε να καταγγείλει το γεγονός της απαίτησης δώρου εκ μέρους του τότε Δικαστή πρώτου κατηγορούμενου και αφού δεν υπήρχε αναπότρεπτος κίνδυνος, καθόσον μπορούσε να ασκηθεί έφεση σε κάθε περίπτωση μη εκδόσεως ορθής αποφάσεως για τους πελάτες του. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι σκόπευε να υποβάλει αναφορά κατά του πρώτου, πράγμα όμως που δεν έκανε για λόγους συναισθηματικούς, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας με τα μάτια του. Κι ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμος, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 236 εδ.β'Π.Κ. Επομένως, αποδείχθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον δεύτερο το ποσό των 25.000 ευρώ και τελικά έλαβε από αυτόν ποσό 5.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ των εναγουσών, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 5.000 ευρώ, που δεν εδικαιούτο να λάβει, και προχώρησε στην καταβολή με κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου με σκοπό να κριθεί η υπόθεση που εκκρεμούσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υπέρ των εντολέων του, σε εκπλήρωση της ως άνω υποσχέσεώς του που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί.
Β) Ως προς τον πέμπτο κατηγορούμενο Χ2: Την 30-9-2001 ο ... οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ανήκε στην κυριότητα του ίδιου και του ... κατά ποσοστό 50%, εξ αδιαιρέτου στον καθένα και στο οποίο επέβαινε εκτός των ανωτέρω και η ..., ακολουθούσε την οδό ... με κατεύθυνση από το ... προς τον .... Όταν έφθασαν στην περιοχή του Δήμου ... το αυτοκίνητο αυτό συγκρούστηκε με το υπ'αριθμ.κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του ...ν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ". Από τη σύγκρουση υπέστη σοβαρές ζημίες το πρώτο αυτοκίνητο και τραυματίστηκε η επιβαίνουσα .... Μετά το ατύχημα οι προαναφερόμενοι απευθύνθηκαν στον πέμπτο κατηγορούμενο Χ2, δικηγόρο Αθηνών και του ανέθεσαν την υπόθεση. Ο τελευταίος συνέταξε και άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 19-2-2004 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν ο ... και η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλουν 5.934,50 ευρώ σε καθένα από τους ιδιοκτήτες του βλαβέντος αυτοκινήτου ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση των θετικών τους ζημιών και ποσό 34.756 ευρώ στην επιβαίνουσα ... ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των θετικών της ζημιών, καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που της προξένησε ο τραυματισμός της. Έτσι συνολικά το ποσό που ζητούσαν οι ενάγοντες ανερχόταν σε 46.625 ευρώ. Η υπόθεση συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 11-11-2004, ενώ δικαστής ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Χ5. Την 20-12-2004, τις βραδινές ώρες ο ανωτέρω κατηγορούμενος δέχθηκε στο γραφείο του τηλεφώνημα από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος του ζήτησε το ποσό των 3.000 ευρώ, προκειμένου να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση, για τους ενάγοντες. Ο πέμπτος κατηγορούμενος δέχθηκε να καταβάλει το ποσό αυτό και σημείωσε τον υπ'αριθμ.... λογαριασμό του πρώτου στην Αγροτική Τράπεζα. Πράγματι ο πέμπτος κατηγορούμενος την 23-12-2004 κατέθεσε στον ως άνω λογαριασμό του πρώτου το ποσό των 3.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την 81/23-12-2004 εντολή εισπράξεως της πιο πάνω Τράπεζας. Λίγες ημέρες μετά την κατάθεση του ποσού ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε σε σχέδιο προς δημοσίευση τη σχετική απόφαση, με την οποία γινόταν δεκτή η αγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος της, καθόσον υποχρεώνονταν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους εντολείς του πέμπτου κατηγορούμενου το ποσό των 45.675,99 ευρώ, έναντι αιτούμενου ποσού 46.625 ευρώ. Έτσι αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ5 απαίτησε από τον πέμπτο κατηγορούμενο Χ2 το ποσό των 3.000 ευρώ το οποίο δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει και να λάβει με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ των εναγόντων, ενώ ο πέμπτος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 3.000 ευρώ, που δεν εδικαιούτο να λάβει, και προχώρησε στην κατάθεση του ποσού αυτού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου, με σκοπό να κριθεί η υπόθεση που εκκρεμούσε υπέρ των εντολέων του, σε εκπλήρωση της ως άνω υποσχέσεώς του που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί. Ο ισχυρισμός του πέμπτου κατηγορούμενου, τον οποίο επανέλαβε και ο πρώτος και κατά τον οποίο μεταξύ τους συνήφθη σύμβαση δανείου δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί, αφού οι δύο αυτοί κατηγορούμενοι δεν γνωρίζονταν καν προηγουμένως ώστε να ζητηθεί δάνειο και βέβαια δεν συνηθίζονται τέτοιου είδους συναλλαγές μεταξύ δικαστών και δικηγόρων, όταν μάλιστα στα χέρια των πρώτων εκκρεμούν υποθέσεις των τελευταίων. Μάλιστα η αγωγή αυτή έγινε ουσιαστικά εξ ολοκλήρου δεκτή, είναι δε χαρακτηριστικό ότι η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού. Εξάλλου με την απόφαση επιδικάστηκε στην εκ των εναγόντων ... ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης ολόκληρο το ποσό που ζητούσε με την αγωγή της, δηλαδή 30.000 ευρώ. Άλλωστε ο πέμπτος κατηγορούμενος δεν διαμαρτυρήθηκε προφορικά ή έγγραφα προς τον πρώτο για τη μη επιστροφή του ποσού του δανείου που κατά τους ισχυρισμούς τους είχε συμφωνηθεί χρόνος αποδόσεως αυτού τα τέλη Ιανουαρίου 2005. Είναι αληθές ότι η απόφαση που ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε σε σχέδιο δεν δημοσιεύθηκε ύστερα από σχετική εντολή του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Αθηνών μετά το θόρυβο που δημιουργήθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τούτο όμως δεν επηρεάζει το αξιόποινο του εγκλήματος της δωροδοκίας ενεργητικής και παθητικής. Αποδείχθηκε δε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε το σχέδιο της απόφασης προς δημοσίευση μετά την κατάθεση στο λογαριασμό του του ποσού των 3.000 ευρώ.
Γ) Ως προς τον έβδομο κατηγορούμενο Χ3: Την 30-1-2002 ο ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατό του, ακολουθούσε τη Λεωφόρο ... με κατεύθυνση προς .... Όταν έφθασε στη συμβολή της πιο πάνω λεωφόρου με την οδό ... στην περιοχή Δήμου ..., συγκρούστηκε με το υπ'αριθμ.κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε η ... και ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ". Από τη σύγκρουση αυτή τραυματίστηκε ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, ο οποίος ανέθεσε την υπόθεση στον έβδομο κατηγορούμενο. Ο τελευταίος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών... την από 26-2-2003 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ( και η εταιρεία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ") εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλουν στον ενάγοντα ... το ποσό των 61.333 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των θετικών ζημιών του και ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε ο τραυματισμός του. Η υπόθεση εκδικάστηκε την 30-9-2004 μαζί με αντίθετη αγωγή της πρώτης των εναγομένων, δικαστής δε και σ'αυτή την περίπτωση ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Είκοσι (20) περίπου ημέρες μετά τη δικάσιμο ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον έβδομο και με το πρόσχημα της καταβολής του δικαστικού ενσήμου που αναλογούσε στο αντικείμενο της αγωγής ζήτησε από αυτόν να καταθέσει στον υπ'αριθμ.... λογαριασμό του στην Τράπεζα ALPHA BANK το ποσό των 5.000 ευρώ, προκειμένου να κριθεί η υπόθεση υπέρ του εντολέα του. Ο έβδομος κατηγορούμενος, σημείωσε τον αριθμό του λογαριασμού και την 26-10-2004 κατέθεσε στο λογαριασμό αυτό το ποσό των 5.000 ευρώ. Τρείς ημέρες αργότερα δημοσιεύθηκε η υπ'αριθμ.4478/2004 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της ..., ενώ έγινε δεκτή κατά το μεγαλύτερο μέρος της η αγωγή του ... και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 51.333 ευρώ. Η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 30.000 ευρώ. Ο έβδομος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος είκοσι ημέρες μετά τη δικάσιμο του τηλεφώνησε στο γραφείο του και του ζήτησε να του αποστείλει με εταιρεία ταχυμεταφορών στην οικία του στην ... το αναλογούν στο αντικείμενο της αγωγής δικαστικό ένσημο, ότι μετά δύο ημέρες ακολούθησε και δεύτερο τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια του οποίου ο πρώτος κατηγορούμενος του δήλωσε ότι πράγματι έλαβε το οφειλόμενο δικαστικό ένσημο, ότι αμέσως μετά άρχισε να του αναφέρει τις σημαντικές του δαπάνες για τις μετακινήσεις του από την ... όπου διέμενε στην ..., όπου και υπηρετούσε, ότι αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω και της κακής πορείας της ατομικής επιχείρησης της συζύγου του και ότι τον ρώτησε αν μπορούσε να του δανείσει το ποσό των 5.000 ευρώ. Επίσης ισχυρίστηκε ότι την επόμενη ημέρα του τηλεφώνησε και πάλι και τον ρώτησε αν είναι διατεθειμένος να του δανείσει το πιο πάνω ποσό, ενώ παράλληλα τον διαβεβαίωσε ότι μέχρι τα Χριστούγεννα (του 2004) θα του επέστρεφε τα χρήματα και ότι τελικά για συναισθηματικούς λόγους δέχθηκε να του δανείσει το ποσό αυτό. Εδώ ας σημειωθεί ότι και ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωση του κατηγορούμενου δικηγόρου Χ3 επρόκειτο για δάνειο. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επίμαχη απόφαση δημοσιεύθηκε τρείς μόλις ημέρες μετά την κατάθεση του ποσού των 5.000 ευρώ στο λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου και ήταν λίαν ευνοϊκή για τον εντολέα του έβδομου κατηγορούμενου, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έγινε δεκτή η αγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος της και η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για σημαντικό ποσό (30.000 ευρώ). Εξάλλου, οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους ώστε να γίνει συζήτηση για χορήγηση δανείου και δεν είναι δυνατό ο έβδομος να δάνεισε σε άγνωστο πρόσωπο, το οποίο μάλιστα με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού είχε εκδικάσει υπόθεσή του και εκκρεμούσε η έκδοση αποφάσεως από αυτό. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο έβδομος κατηγορούμενος, αν και παρήλθε ο κατά τους ισχυρισμούς του χρόνος αποδόσεως του δανείου (Χριστούγεννα 2004) δεν αναζήτησε τον πρώτο για την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού. Η δε επικαλούμενη από αυτόν άσκηση αγωγής από τη σύμβαση του δανείου έγινε μετά ο θόρυβο που δημιουργήθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και για προσχηματικούς καθαρά λόγους. Η κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα ..., δικηγόρου, ο οποίος έκανε λόγο για σύμβαση δανείου που είχε συναφθεί μεταξύ των ως άνω κατηγορουμένων, καθόσον ο μάρτυρας αυτός δεν είχε άμεση γνώση των γεγονότων, τα οποία, όπως και ο ίδιος κατέθεσε, πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον έβδομο κατηγορούμενο. Επομένος, αποδείχθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον έβδομο το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ του ενάγοντος, ενώ ο έβδομος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 5.000 ευρώ, που δεν εδικαιούτο να λάβει, και προχώρησε στην κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου με σκοπό να κριθεί η ως άνω εκκρεμής υπόθεση υπέρ του εντολέως του, σε εκπλήρωση της άνω υποσχέσεώς του που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί.
Δ) Ως προς τον κατηγορούμενο Χ4: Την 21-7-1993 ο ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο κυριότητας της ... εκινείτο στην εθνική οδό ... με κατεύθυνση προς .... Όταν έφθασε στο 24ο χιλιόμετρο της παραπάνω οδού συγκρούστηκε με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο ..., και το οποίο ανήκε στην εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε." και ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ Α.Α.Ε". Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο ελαφρύς τραυματισμός της επιβαίνουσας στο πρώτο από τα πιο πάνω οχήματα ..., ο σοβαρός τραυματισμός του οδηγού του ... και η ολοσχερής καταστροφή του ΙΧΕ αυτοκινήτου. Η ..., ο ... και η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία "ΠΕΡΛ" άσκησαν αγωγές αποζημίωσης κατά του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου ..., της ιδιοκτήτριας του φορτηγού εταιρείας και της ασφαλιστικής εταιρείας που ήταν ασφαλισμένο και με τις αγωγές αυτές ζητούσαν α υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν τα ποσά των 3.160.200, 271.454.320 και 1.657.600 δραχμών, αντίστοιχα. Ο εναγόμενος ... ανέθεσε την υπόθεση στον όγδοο κατηγορούμενο Χ4, δικηγόρο Θεσσαλονίκης. Οι αγωγές αυτές συζητήθηκαν στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αρχικά την 22-11-1999, με δικαστή και πάλι τον πρώτο κατηγορούμενο που τότε υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε αρχικά η 1739/2000 απόφαση με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, μετά τη διενέργεια της οποίας η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου. Η συζήτηση έγινε την 5-5-2003 με δικαστή και τη φορά αυτή τον πρώτο κατηγορούμενο. Κατά μήνα Ιούνιο του 2003 ο τελευταίος τηλεφώνησε στο γραφείο του όγδοου κατηγορούμενου Χ4 και απαίτησε από αυτόν την καταβολή του ποσού των 8.000 ευρώ, προκειμένου να εκδώσει ευνοϊκή για τον πελάτη του απόφαση και του έδωσε τον αριθμό λογαριασμού ... που διατηρούσε στην τράπεζα ALPHA BANK, για να καταθέσει το ποσό αυτό. Πράγματι ο όγδοος κατηγορούμενος σημείωσε τον αριθμό αυτό και την 19-6-2003 κατέθεσε στο λογαριασμό το ποσό των 8.000 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από το με ημερομηνία 19-6-2003 αποδεικτικό καταθέσεως της πιο πάνω Τράπεζας, στο οποίο μάλιστα έχει τεθεί η υπογραφή του κατηγορούμενου καταθέτη και έχει αναγραφεί ο αριθμός του τηλεφώνου του, καθ'υπόδειξη μάλιστα και απαίτηση του πρώτου κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, προκειμένου, όπως του ανέφερε, να γνωρίζει ότι η κατάθεση αυτή αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση. Μετά πέντε ημέρες από την κατάθεση και δη την 24-6-2003 δημοσιεύθηκε η 16877/2003 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκαν οι αγωγές και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγόντων η δικαστική δαπάνη των εναγομένων, ήτοι εκδόθηκε απόφαση ευνοϊκή για τον πελάτη του όγδοου κατηγορούμενου .... Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι ο όγδοος κατηγορούμενος Χ4 κατέθεσε το ποσό των 8.000 ευρώ στο λογαριασμό του πρώτου ως δώρο προκειμένου να κριθεί η εκδικασθείσα από αυτόν υπόθεση υπέρ του εναγόμενου εντολέα του. Άλλωστε, το τηλεφώνημα του πρώτου κατηγορούμενου στο γραφείο του και την απαίτησή του για καταβολή του πιο πάνω ποσού προκειμένου να εκδώσει ευνοϊκή για τον πελάτη του απόφαση και συγκεκριμένα για να απορρίψει τις εναντίον του αγωγές, επιβεβαίωσε απολογούμενος και ο ίδιος ο όγδοος κατηγορούμενος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να ενδώσει στις προτάσεις και απαιτήσεις του πρώτου κατηγορούμενου λόγω της κατάστασης ανάγκης στην οποία βρέθηκε που συνεπαγόταν κατάσταση σύγκρουσης καθηκόντων, και προς αποτροπή του κινδύνου βλάβης της περιουσίας του εναγομένου εντολέως του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του επικαλούμενου άρθρου 25 Π.Κ. περί καταστάσεως ανάγκης, δεδομένου ότι αυτός μπορούσε να καταγγείλει το γεγονός της απαίτησης δώρου εκ μέρους του πρώτου κατηγορούμενου, ενώ δεν υπήρχε αναπότρεπτος κίνδυνος, αφού μπορούσε να ασκηθεί έφεση σε κάθε περίπτωση μη έκδοσης ορθής αποφάσεως για τον πελάτη του. Ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ο εκ των εναγόντων ... ήταν αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος και οποιοσδήποτε δικαστής θα απέρριπτε τις συγκεκριμένες αγωγές. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός και αληθής υποτιθέμενος δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου, αφού δεν έχει σημασία για την τέλεση του αδικήματος της δωροδοκίας δικαστή το αν ο τελευταίος σκόπευε ειλικρινά να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση ή προσποιήθηκε την έκδοσή της. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ως άνω απόφαση εκδόθηκε πέντε ημέρες μετά την κατάθεση των χρημάτων στο λογαριασμό του. Έτσι αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον όγδοο κατηγορούμενο το ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ των εναγομένων, ενώ ο όγδοος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 8.000 ευρώ που δεν εδικαιούτο να λάβει και προχώρησε στην κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου με σκοπό να κριθεί η άνω εκκρεμής υπόθεση υπέρ του εντολέως του, σε εκπλήρωση της πιο πάνω υποσχέσεώς του που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί. Επομένως, οι ανωτέρω τέσσερις κατηγορούμενοι Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι δωροδοκίας δικαστή, χορηγηθούν όμως σ'αυτούς τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α και ε' Π.Κ., καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτοί έζησαν έως το χρόνο που έγινε η ως άνω πράξη του έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ επίσης συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους.
Ε) Ως προς τον τέταρτο κατηγορούμενο Θ: Την 6-9-2003 ο ... οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα του ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στην περιοχή ... με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ... και το οποίο ανήκε στη κυριότητα της ... και ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΦΟΙΝΙΞ ΑΕΓΑ". Αποτέλεσμα του τροχαίου αυτού ατυχήματος ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του ... και η ολοσχερής καταστροφή της μοτοσικλέτας. Ο τελευταίος απευθύνθηκε στον τέταρτο κατηγορούμενο , δικηγόρο Αθηνών και του ανέθεσε τη σχετική υπόθεση. Πράγματι εκείνος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή κατά των ..., ... και της άνω ασφαλιστικής εταιρείας, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλλουν στον ενάγοντα εντολέα του συνολικά το ποσό των 32.534,80 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και των ζημιών του από το ατύχημα. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε την 11-11-2004, ενώ δικαστής ήταν και στην περίπτωση αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος. Την 10-12-2004 και περί ώρα 20.00 ο τέταρτος κατηγορούμενος δέχθηκε τηλεφώνημα στο γραφείο του από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος αφού του συστήθηκε, του είπε ότι βρίσκεται στην ..., ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της κακής πορείας της ατομικής επιχείρησης της συζύγου του και του ζήτησε το ποσό των 2.000 ευρώ, προκειμένου να κριθεί από αυτόν η υπόθεση υπέρ του εντολέως του. Ο τέταρτος κατηγορούμενος συμφώνησε και ευθύς αμέσως ο πρώτος του είπε ότι το ποσό αυτό έπρεπε να κατατεθεί στον με αριθμό ... λογαριασμό του στην Αγροτική Τράπεζα, τον οποίο ο τέταρτος κατηγορούμενος και σημείωσε. Ο τελευταίος την 28-12-2004 κατέθεσε στον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 2.000 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από την 17/28-12-2004 εντολή εισπράξεως της εν λόγω Τράπεζας. Λίγες ημέρες αργότερα ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε σε σχέδιο την απόφαση η οποία έλαβε τον αριθμό 1222/2004 και με την οποία γινόταν δεκτή σχεδόν στο σύνολό της η αγωγή, δεδομένου ότι με αυτήν υποχρεώνονταν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των 31.134,80 ευρώ. Έτσι αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον τέταρτο Θ το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ του ενάγοντος, ενώ ο τέταρτος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 2.000 ευρώ που δεν εδικαιούτο να λάβει, και προχώρησε στην κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου με σκοπό να κριθεί η ως άνω εκκρεμής υπόθεση υπερ του εντολέως του, σε εκπλήρωση της πιο πάνω υποσχέσεώς του. Ο ισχυρισμός του τέταρτου κατηγορούμενου, τον οποίο επαναλαμβάνει ο πρώτος, ότι δάνεισε στον τελευταίο το εν λόγω ποσό, δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ουδόλως γνωρίζονταν μεταξύ τους και δεν είναι συνηθισμένη μια τέτοια συναλλαγή μεταξύ δικαστή και δικηγόρου, όταν μάλιστα στα χέρια του πρώτου εκκρεμεί υπόθεση επί αγωγής του δεύτερου. Εδώ ως σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση δεν δημοσιεύτηκε τελικά ύστερα από σχετική εντολή του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Αθηνών, γεγονός όμως που δεν ασκεί έννομη επιρροή στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, όμως αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος κατηγορούμενος Θ ευθύς αμέσως μόλις πληροφορήθηκε από συναδέλφους του ότι υπήρχαν και άλλα κρούσματα με πρωταγωνιστή τον πρώτο κατηγορούμενο αυθορμήτως και εκουσίως προέβη μόνος του στην αναγγελία της πράξεως, για την οποία τώρα κατηγορείται, υποβάλλοντας την από 7-2-2005 αναγγελία-αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Γεώργιο Σανιδά, πρίν προκύψει οποιοδήποτε στοιχείο σε βάρος του και πριν από την οποιαδήποτε εξέτασή του. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 236 εδ.β Π.Κ. η πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας μένει ατιμώρητη, αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε αναιρετικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Με τη διάταξη αυτή, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και επί της ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, θεσπίζεται προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση του κατηγορούμενου Θ, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης και επομένως πρέπει η ανωτέρω πράξη του τέταρτου κατηγορούμενου να μείνει ατιμώρητος.
ΣΤ) Ως προς τον έκτο κατηγορούμενο Ρ. Την 25-12-2002 ο ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" και κινούμενος στην περιοχή ..., παρέσυρε και τραυματίσε θανάσιμα την πεζή .... Μετά το ατύχημα οι συγγενείς της θανούσας ..., ..., ... και ... ανέθεσαν την υπόθεση στον έκτο κατηγορούμενο Ρ, ο οποίος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-2-2004 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν ο ... και η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλουν στους εντολείς του το ποσό των 144.970 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που τους προκάλεσε ο θάνατος του προαναφερθέντος συγγενικού τους προσώπου. Η αγωγή συζητήθηκε την 11-11-2004, ενώ δικαστής ήταν και σ'αυτή την περίπτωση ο πρώτος κατηγορούμενος. Την 7-12-2004 και περί ώρα 20.00 ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον έκτο στο γραφείο του και αφού του ανέφερε ότι είναι ο δικαστής που δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση, του ζήτησε το ποσό των 7.000 ευρώ, δηλώνοντας ότι θα έκανε δεκτή την αγωγή για συνολικό ποσό 125.000 ευρώ περίπου, διαφορετικά ήταν ενδεχόμενο να την απορρίψει. Κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος ο πρώτος έδωσε στον έκτο και εκείνος σημείωσε τον αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού στην Αγροτική Τράπεζα. Στη συνέχεια ο έκτος κατηγορούμενος επικοινώνησε με το από τους εντολείς του ... και τα ανέφερε τα παραπάνω γεγονότα. Ο τελευταίος του κατέστησε σαφές ότι δεν είχε χρήματα και για το λόγο αυτό δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει στις πιέσεις του πρώτου κατηγορούμενου και του είπε να κάνει ό,τι εκείνος θεωρούσε σωστό. Την 9-12-2004 ο έκτος κατηγορούμενος κατέθεσε στον με αριθμό ... λογαριασμό του πρώτου στην Αγροτική Τράπεζα το ποσό των 7.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την 78/9-12-2004 εντολή εισπράξεως της εν λόγω τράπεζας. Την επόμενη ημέρα (10-12-2004) δημοσιεύθηκε η 5163/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά το μεγαλύτερο μέρος της και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες συνολικά το ποσό των 124.970 ευρώ, πλέον τόκων. Η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 80.000 ευρώ. Εδώ ας σημειωθεί ότι λίγη ώρα πριν τη δημοσίευση της απόφασης ο έκτος κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον πρώτο στα κτίρια της Σχολής Ευελπίδων και κατά τη συνάντηση αυτή ο πρώτος έδειξε στον έκτο το σχέδιο της απόφασης και εκείνος του επέδειξε το σχετικό παραστατικό της κατάθεσης των χρημάτων στον τραπεζικό του λογαριασμό. Ο έκτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι πιέστηκε από τον πρώτο προκειμένου να καταθέσει το ποσό των 7.000 ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό και ότι προέβη στην επίμαχη κατάθεση προκειμένου να αποφύγει την πίεση του πρώτου και την ενδεχόμενη εκδικητική του στάση, κάνοντας λόγο ακόμη και για εκβίαση που διέπραξε ο πρώτος σε βάρος του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί. Άλλωστε, όταν ο ίδιος ο έκτος κατηγορούμενος επικοινώνησε με τον εντολέα του και τον ενημέρωσε για την απαίτηση του πρώτου κατηγορούμενου, ο εντολέας του ... του κατέστησε σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει στην απαίτηση του πρώτου κατηγορούμενου, και έτσι ο έκτος κατηγορούμενος μπορούσε να μη δεχθεί την απαίτηση του πρώτου και να μην υποσχεθεί και να μη καταβάλει το ποσό του δώρου. Το γεγονός άλλωστε ότι τελικά η επίμαχη υπόθεση έκλεισε συμβιβαστικά με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και η απόφαση δεν εκτελέστηκε δεν επηρεάζει το γεγονός της τελεσθείσας ενεργητικής δωροδοκίας. Έτσι, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον έκτο το ποσό των 7.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ των εναγόντων, ενώ ο έκτος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 7.000 ευρώ που δεν εδικαιούτο να λάβει, και προχώρησε στην κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου με σκοπό να κριθεί η ως άνω εκκρεμής υπόθεση υπέρ των εντολέων του, σε εκπλήρωση της πιο πάνω υποσχέσεως του. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι ο έκτος κατηγορούμενος ευθύς αμέσως μόλις πληροφορήθηκε από συναδέλφους του ότι υπήρχαν και άλλα κρούσματα αυθορμήτως και εκουσίως προέβη μόνος του στην αναγγελίαν της πράξεως , αφού οικειοθελώς την 1-2-2005 εμφανίστηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Γεωργίου Σανιδά και κατήγγειλε την πράξη, πριν προκύψει οποιοδήποτε στοιχείο σε βάρος του και πριν από την οποιαδήποτε εξέτασή του. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 236 εδ.β'Π.Κ. η πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας μένει ατιμώρητη, αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Με τη διάταξη αυτή, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και επί της ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, θεσπίζεται προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση του κατηγορούμενου Ρ, σύμφωνα με τα πιο πάνω αποδειχθέντα, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης και επομένως πρέπει η ανωτέρω πράξη του τέταρτου κατηγορούμενου να μείνει ατιμώρητη.
Ζ) Ως προς τον τρίτο κατηγορούμενο Π: Το καλοκαίρι του 2004 ο Φ φιλοξενούσε στην εξοχική του οικία στον ... τον δικηγόρο Αθηνών Ζ. Σε μια ταβέρνα στην περιοχή αυτή ο ανωτέρω Φ σύστησε στον Ζ τον παρευρισκόμενο γνωστό του πρώτο, κατηγορούμενο Χ5, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά διέμενε στην ..., τόπο καταγωγής του Φ. Λίγες ημέρες αργότερα ο Φ δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος του ζήτησε το τηλέφωνο του δικηγόρου που του είχε συστήσει, δηλαδή του Ζ. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον Ζ και αργότερα τον επισκέφθηκε στο γραφείο του και του ανέθεσε μία υπόθεση του υιού του που είχε εμπλακεί σε ένα τροχαίο. Μάλιστα, του είπε να συντάξει την αγωγή αλλά να μην την καταθέσει αμέσως, μήπως γίνει συμβιβασμός με την ασφαλιστική εταιρεία. Τον Αύγουστο του 2004 ο Ζ δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος του δήλωσε ότι αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα λόγω της κακής πορείας της ατομικής επιχείρησης της συζύγου του, ότι κινδυνεύει το σπίτι του να βγεί στον πλειστηριασμό και ότι χρειαζόταν ένα δάνειο ύψους 10.000 ευρώ. Ο Ζ είπε τότε στον πρώτο κατηγορούμενο θα κοιτάξει τι μπορεί να κάνει. Παρών στο γραφείο του Ζ κατά την τηλεφωνική αυτή επικοινωνία ήταν και ο εξετασθείς μάρτυρας .... Μετά από λίγες ημέρες ο πρώτος κατηγορούμενος πήρε και πάλι τηλέφωνο τον Ζ και του υπενθύμισε την ανάγκη για άμεση καταβολή του δανείου, για να μη βγεί το σπίτι του σε πλειστηριασμό. Επίσης το δεύτερο και τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου 2004 τον έπαιρνε τακτικά τηλέφωνο και του υπενθύμιζε τον ανάγκη του για την άμεση καταβολή του δανείου. Ο Ζ δίσταζε για την καταβολή επειδή δεν διέθετε πρόχειρο το ποσό των 10.000 ευρώ και ήταν πράγματι προβληματισμένος και για το ύψος του ποσού και για την ευχερή επιστροφή του. Τελικά το πρωϊ της 3-9-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος έδωσε τηλεφωνικά στον Ζ τον με αριθμό ... λογαριασμό του στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος και ο Ζ σημείωσε τον αριθμό αυτό. Την ίδια ημέρα ο Ζ προέβη σε ανάληψη ποσού 10.000 ευρώ από το προσωπικό του χαρτοφυλάκιο με αριθμό ... στην ΑΧΟΝ Χρηματιστηριακή (βλ.το με αριθμό ..., ώρα 11:42:36 πιστοποιητικό ανάληψης), αφού προηγουμένως είχε δηλώσει στον πρώτο κατηγορούμενο ότι θα προσπαθήσει να βρεί χρήματα από κάποιο γνωστό του. Αμέσως μετά την ανάληψη ο Ζ μετέβη στη Γενική Τράπεζα και κατέθεσε στον ως άνω λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου το ποσό των 5.000 ευρώ, χωρίς όνομα καταθέτη. Στη συνέχεια πήρε τηλέφωνο τον πρώτο κατηγορούμενο και του δήλωσε ότι κατέθεσε στο λογαριασμό του μόνο το ποσό 5.000 ευρώ. Ο τελευταίος του είπε επίμονα ότι 5.000 ευρώ δεν φθάνουν, ότι χρειάζεται επειγόντως 10.000 ευρώ και τον παρακάλεσε να καταθέσει και άλλα 5.000 ευρώ. Τότε ο Ζ επέστρεψε αμέσως στην Τράπεζα, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να μειώσει το ποσό του δανείου, και κατέθεσε στο λογαριασμό του πρώτου και άλλα 5.000 ευρώ. Μάλιστα τόσο στο νέο παραστατικό όσο και στο προηγούμενο έθεσε ως καταθέτη το όνομα του τρίτου κατηγορούμενου "..." λόγω της μακροχρόνιας φιλίας τους, της παλαιότερης συστέγασης και συνεργασίας τους ως δικηγόρων, για να φαίνεται ένα τρίτο όνομα που θα υποχρέωνε τον πρώτο κατηγορούμενο να αντιληφθεί ότι ο Ζ είχε δανειστεί το ποσό αυτό από άλλον, και έτσι να υπάρχει ένα επί πλέον μέσο πίεσης για την ασφαλή επιστροφή των χρημάτων. Έτσι αποδεικνύεται ότι το ποσό των 10.000 ευρώ που κατέθεσε ο Ζ στον λογαριασμό του πρώτου ήταν δάνειο εκ μέρους του πρώτου προς τον δεύτερο. Είναι αληθές ότι την 22-9-2000 ο ... επέβαινε στο με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του ..., ο οποίος και οδηγούσε το όχημα αυτό που εκινείτο στην οδό με κατεύθυνση προς .... Το όχημα αυτό συγκρούστηκε με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο που ανήκε στη κυριότητα της εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.". Η σύγκρουση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του ανωτέρω επιβάτη του πρώτου φορτηγού αυτοκινήτου, του οποίου οι γονείς και οι αδελφοί ανέθεσαν τη σχετική υπόθεση στον τρίτο κατηγορούμενο Π, δικηγόρο Αθηνών. Ο τελευταίος άσκησε την από 2-3-2001 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε την 7-6-2004, δικαστής δε ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, που υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε την 30-9-2004 η με αριθμό 4156/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους εντολείς του τρίτου κατηγορούμενου 150.000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή τους προς καταβολή ποσού 350.000 ευρώ, ενώ κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη. Είναι επίσης αληθές ότι ο αριθμός τηλεφώνου ... με τον οποίο επικοινώνησε ο πρώτος κατηγορούμενος με τον Ζο ανήκε στον τρίτο κατηγορούμενο. Αποδείχθηκε όμως ότι ο Ζ επί σειρά ετών συστεγαζόταν μέχρι το 1999 με τον τρίτο κατηγορούμενο και χρησιμοποιούσαν από κοινού περισσότερες τηλεφωνικές γραμμές οι οποίες ήταν στο όνομα του τρίτου κατηγορούμενου. Μετά το 1999 διαχώρισαν την επαγγελματική τους στέγη άλλα εξακολουθούσαν να στεγάζονται στην ίδια πολυκατοικία στην ... (...), στον ίδιο όροφο (6ο), αλλά σε διαφορετικά πλέον γραφεία. Για το λόγο αυτό ο Ζ εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τον αριθμό ..., ο οποίος και ήταν περισσότερο γνωστός στους πελάτες του. Μάλιστα αυτό το τηλέφωνο δήλωνε ο Ζ στις ετήσιες δηλώσεις του στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, αυτό το τηλέφωνο είχε αναγράψει ο Ζ στις επαγγελματικές του κάρτες που έδινε στους πελάτες του και αυτό το τηλέφωνο γνώριζε ως τηλέφωνο του Ζ ο κοινός γνωστός στον Ζ και στον πρώτο κατηγορούμενο ο ανωτέρω Φ, ο οποίος αυτό το τηλέφωνο ως τηλέφωνο του Ζ έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο. Ο τελευταίος σε αυτό το τηλέφωνο επικοινώνησε με τον Ζ, για να του αναθέσει την υπόθεση τροχαίου ατυχήματος του υιού του Κ. Μάλιστα την 8-11-2004 ο Ζ κατέθεσε την με αριθμό κατάθεσης 153246/8261/2004 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδικάστηκε κανονικά την 15-12-2004, οπότε και παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Κ ο Ζ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3190/2005 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει. Στη συνέχεια ασκήθηκε έφεση η οποία συντάχθηκε και κατατέθηκε από τον Ζ, συζητήθηκε την 26-4-2007 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών με παραστάντα δικηγόρο τον Ζ και επί της οποίας εκδόθηκε η 5547/2007 απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του Κ. Έτσι αποδείχθηκε ότι πράγματι υπήρχε ήδη γνωριμία μεταξύ Ζ και πρώτου κατηγορούμενου, ο οποίος του είχε αναθέσει υπόθεση του υιού του και επομένως υφίστατο η βάση για να ζητήσει ο πρώτος κατηγορούμενος δάνειο ύψους 10.000 ευρώ από τον Ζ, ο οποίος κατέθεσε το ποσό αυτό του δανείου με τον τρόπο που προαναφέρθηκε μετά από ανάληψη χρημάτων από το προσωπικό του χαρτοφυλάκιο. Το όνομα δε Π αναγράφηκε από τον Ζ για λόγους μεγαλύτερης πίεσης προς εξασφάλιση της επιστροφής του δανεισθέντος ποσού κατά τα προαναφερθέντα. Δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήλθε σε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον τρίτο, ουδέποτε συνομίλησε μαζί του τηλεφωνικά, ουδέποτε του ζήτησε δώρο που δεν εδικαιούτο να λάβει και ουδέποτε ο τρίτος κατέθεσε σε λογαριασμό του πρώτου οποιοδήποτε ποσό, προκειμένου να κριθεί υπόθεση υπέρ των εντολέων του. Άλλωστε όταν ο Ζ δεχόταν το τηλέφωνο από τον πρώτο κατηγορούμενο, προέβαινε στην ανάληψη του ανωτέρω ποσού και κατέθετε τούτο ως δάνειο στο λογαριασμό του πρώτου, ο τρίτος κατηγορούμενος βρισκόταν εκτός ... και δη στη .... Επομένως, ο τρίτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξεως της ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή για την οποία κατηγορείται κατά πλειοψηφία (4-1). Ένα μέλος του Δικαστηρίου, η Εφέτης κ.Φρειδερίκη Μποτζολή, έχει τη γνώμη ότι ο τρίτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, καθόσον αποδείχθηκαν τα εξής : Την 22-9-2000 ο ... επέβαινε στο με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του .... Το όχημα αυτό εκινείτο επί της οδού ... με κατεύθυνση προς ... και στην περιοχή αυτή συγκρούστηκε με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, που ανήκε στην κυριότητα της εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.". Η σύγκρουση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του ανωτέρω επιβάτη του πρώτου φορτηγού αυτοκινήτου, οι γονείς και οι αδελφοί του οποίου στη συνέχεια ανέθεσαν τη σχετική υπόθεση στον τρίτο κατηγορούμενο Π, δικηγόρο Αθηνών. Ο τελευταίος συνέταξε και κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 2-3-2001 αγωγή, η οποία τελικά συζητήθηκε την 7-6-2004. Δικαστής ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, που υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Μετά την εκδίκαση της αγωγής ο πρώτος κατηγορούμενος πήρε τηλέφωνο τον τρίτο, ο οποίος είχε παραστεί κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, στο τηλέφωνο του γραφείου του με αριθμό 3819547 και απαίτησε την καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ, προκειμένου να κριθεί η υπόθεση υπέρ των εντολέων του. Για το σκοπό αυτό του έδωσε τον αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού ... στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος και ο τρίτος κατηγορούμενος σημείωσε τον αριθμό αυτό. Στη συνέχεια πράγματι ο τελευταίος, επειδή την χρονική εκείνη περίοδο θα έλειπε εκτός ... και συγκεκριμένα στη ..., είπε στο συνεργάτη του Ζ, δικηγόρο Αθηνών να προβεί σε ανάληψη ποσού 10.000 ευρώ από το προσωπικό του χαρτοφυλάκιο και να καταθέσει το ποσό αυτό στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου . Πράγματι την 3-9-2004 ο ανωτέρω συνεργάτης του τρίτου Ζ κατέθεσε στο λογαριασμό αυτό το ποσό των 10.000 ευρώ και μάλιστα σε δύο δόσεις από 5.000 ευρώ εκάστη, όπως τούτο προκύπτει από τα 146/3-9-2004 και 152/3-9-2004 γραμμάτια είσπραξης της ως άνω Τράπεζας. Ο Ζ ανέγραψε στα σχετικά παραστατικά στην ένδειξη καταθέτης το όνομα Π, αφού ο τρίτος κατηγορούμενος ήταν μέσω αυτού (Ζ) πραγματικά ο καταθέτης του ποσού των 10.000 ευρώ, σε εκπλήρωση της υποσχέσεως του προς τον πρώτο κατηγορούμενο περί καταβολής του ποσού αυτού, για να κριθεί η εκκρεμής υπόθεση υπέρ των εντολέων του. Πράγματι μετά από αυτά την 30-9-2004 δημοσιεύθηκε η 4156/2004 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον, έκαστος να καταβάλουν στους εντολείς του τρίτου κατηγορούμενου ποσό 150.000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και παράλληλα αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή τους προς καταβολή ποσού 350.000 ευρώ, κηρύχθηκε δε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 150.000 ευρώ. Ο τρίτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν είχε καμία απολύτως τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρώτο κατηγορούμενο και ότι το παραπάνω χρηματικό ποσό κατατέθηκε στο λογαριασμό του πρώτου εν αγνοία του από το φίλο του και συνάδελφό του Ζ. Ο τελευταίος καταθέτοντας ως μάρτυρας στο ακροατήριο επιβεβαίωσε τα περιστατικά που θεμελιώνουν τον πιο πάνω ισχυρισμό του τρίτου κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα κατέθεσε ότι γνώρισε τον πρώτο κατηγορούμενο στη ... μέσω του κοινού τους γνωστού Φ, ότι στη συνέχεια ο πρώτος του ανέθεσε την υπόθεση τροχαίου ατυχήματος στην οποία είχε εμπλακεί ο υιός του Κ, ότι μεταξύ του αναπτύχθηκε οικειότητα στα πλαίσια της οποίας ο κατηγορούμενος Χ5 του έκανε λόγο για τα οικονομικά του προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογένειά του και ότι είχε άμεση ανάγκη του χρηματικού ποσού των 10.000 ευρώ ως δανείου. Επίσης κατέθεσε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος του τηλεφωνούσε συνεχώς στον αριθμό ..., υπενθυμίζοντας την άμεση ανάγκη δανειοδοτήσεώς του με το πιο πάνω ποσό και ότι την 3-9-2004 του έδωσε τον αριθμό του λογαριασμού που τηρούσε στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος για την κατάθεση του δανείου στον οποίο λογαριασμό κατέθεσε την ίδια ημέρα τμηματικά ως δάνειο το ποσό αυτό τα κατατεθέντα όμως από τον ως άνω μάρτυρα δεν κρίνονται πειστικά, δεδομένου μάλιστα ότι στα πιο πάνω γραμμάτια είσπραξης αναγράφεται ως καταθέτης ο τρίτος των κατηγορουμένων και όχι ο μάρτυρας Ζ. Ισχυρίστηκε βέβαια ο τρίτος κατηγορούμενος και κατατίθεται σχετικά από τον Ζ ότι κατά την κατάθεση του ποσού των 10.000 ευρώ ο Ζ ανέγραψε ως καταθέτη τον τρίτο κατηγορούμενο, προκειμένου να πληροφορηθεί ο πρώτος ότι τα χρήματα δεν ήταν δικά του και τα είχε δανεισθεί από τρίτο πρόσωπο και στην προκείμενη περίπτωση από τον Π και έτσι να εξασφαλιστεί η επιστροφή του δανείου. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί, αφού μάλιστα ο Ζ ως δικηγόρος γνώριζε πολύ καλά ότι με τη συγκεκριμένη ενέργεια του της αναγραφής άλλου προσώπου ως καταθέτη δεν εξασφαλιζόταν η επιστροφή του δανείου, καθόσον αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με μόνη την κατοχή από αυτόν του σχετικού παραστατικού της Τράπεζας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ανωτέρω Ζ δεν ενημέρωσε ποτέ για την ενέργειά του αυτή τον τρίτο κατηγορούμενο. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η τηλεφωνική γραμμή με τον αριθμό ... ανήκε στον τρίτο κατηγορούμενο και δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι ο Ζ με τον οποίο στο παρελθόν συστεγαζόταν, εξακολούθησε και μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους να κάνει χρήση της συγκεκριμένης τηλεφωνικής γραμμής. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον τρίτο το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ των εναγόντων, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος υποσχέθηκε δώρο στον πρώτο ποσό 10.000 ευρώ που δεν εδικαιούτο να λάβει και προχώρησε στην κατάθεση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου με σκοπό να κριθεί η ανωτέρω εκκρεμής υπόθεση υπέρ των εντολέων του σε εκπλήρωση της υποσχέσεώς του που ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί.
Περαιτέρω, αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 1) Την 6-12-2002 ο Ξ οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα του ακολουθούσε την Εθνική οδό ... με κατεύθυνση προς .... Όταν έφθασε στο ύψος του 8ου χιλιομέτρου της οδού αυτής συγκρούστηκε με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ... και το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Α.Ζ." . Η σύγκρουση είχε σαν αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του οδηγού της μοτοσικλέτας, ο οποίος και ανέθεσε την υπόθεση στον δικηγόρο Αθηνών Δ που συστεγαζόταν και συνεργαζόταν με τον δικηγόρο Αθηνών Ψ. Ο ανωτέρω δικηγόρος Δ την 30-1-2004 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σχετική αγωγή με την οποία ο ενάγον ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ... και η ασφαλιστική εταιρεία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Α.Ζ" εις ολόκληρον καθένας, να του καταβάλουν το ποσό των 59196,55 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των θετικών και αποθετικών ζημιών και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η υπόθεση συζητήθηκε την 27-10-2004 ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και δικαστής ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Ακολούθως την 29-11-2004 και περί ώρα 13.00 ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στο δικηγορικό γραφείο των ανωτέρω δύο δικηγόρων, συνομίλησε με τη γραμματέα τους ... και αφού ζήτησε το δικηγόρο Δ, ο οποίος όμως απουσίαζε, της ανέφερε ότι δεν είχε καταβληθεί το προσήκον για την ένδικη αγωγή τέλος δικαστικού ενσήμου, ότι εκείνο που είχε προσκομιστεί ήταν ελλιπές και της είπε ότι θα τηλεφωνούσε και πάλι ύστερα από δύο ημέρες. Μάλιστα ζήτησε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Δ, τον οποίο όμως η γραμματέας του αρνήθηκε να του δώσει. Την 1-12-2004 και περί ώρα 13.00 τηλεφώνησε και πάλι ο πρώτος κατηγορούμενος και συνομίλησε με τον Ψ, στον οποίο είπε ότι το καταβληθέν δικαστικό ένσημο είναι ελλιπές κατά έξι (6) ευρώ και στη συνέχεια ότι η αγωγή είναι εξαίρετη, ότι είχε ήδη συντάξει την απόφαση και ότι επιδικάζει στον ενάγοντα ποσό 58.000 ευρώ περίπου και αμέσως μετά του ζήτησε το ποσό των 5.000 ευρώ, τονίζοντας ότι η καταβολή του ποσού αυτού έπρεπε να γίνει εντός δύο ημερών και δη μέχρι την 3-12-2004, διαφορετικά δεν θα δημοσίευε την απόφαση. Επίσης, ο πρώτος κατηγορούμενος του ζήτησε να σημειώσει τον ... αριθμό λογαριασμού του στην Αγροτική Τράπεζα, ώστε να κατατεθούν εκεί τα χρήματα. Μετά το τελευταίο αυτό τηλεφώνημα ο Ψ ενημέρωσε αμέσως το συνεργάτη του Δ και αποφάσισαν να ενημερώσουν τον πελάτη τους Ξ. Πράγματι περί ώρα 23.30 της ίδιας ημέρας ο Ξ μετέβη στο δικηγορικό τους γραφείο και κατά τη συνάντηση αυτή οι δύο δικηγόροι ενημέρωσαν τον πελάτη τους για τις απαιτήσεις του πρώτου κατηγορούμενου, καθώς και για το χρόνο εντός του οποίου έπρεπε να κατατεθούν τα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Ο Ξ αποχώρησε από το γραφείο των δικηγόρων του, αποφασισμένος να καταγγείλει τον πρώτο κατηγορούμενο στην τηλεοπτική εκπομπή του δημοσιογράφου ... "..." . Την 2-12-2004 ενημέρωσε τον δικηγόρο του Δ ότι δεν είχε συγκεντρώσει το αιτούμενο από τον πρώτο κατηγορούμενο ποσό και στη συνέχεια την ίδια ημέρα ήλθε σε επαφή με το συνεργάτη του ως άνω δημοσιογράφου ..., για να συζητήσουν τον τρόπο αντιμετωπίσεως του ζητήματος. Τις πρωϊνές ώρες της επόμενης ημέρας ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε και πάλι στο δικηγορικό γραφείο και συνομιλώντας με τον δικηγόρο, Δ του ανέφερε ότι είναι Παρασκευή 3-12-2004 και παράλληλα ζήτησε να πληροφορηθεί αν κατατέθηκαν τα χρήματα στο τραπεζικό του λογαριασμό, ενώ επίσης του έκανε λόγο για το ελλιπές τέλος του δικαστικού ενσήμου, και του ζήτησε να μεταβεί στα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων. Η συνάντηση έγινε το ίδιο πρωί στο χώρο του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου ο Δ παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο συμπληρωματικό δικαστικό ένσημο ποσού έξι (6) ευρώ. Τότε ο τελευταίος του δήλωσε ότι δεν πρόκειται να δώσει για δημοσίευση το σχέδιο που είχε συντάξει και με το οποίο γινόταν δεκτή η αγωγή του εντολέα του για ποσό 58.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την ίδια ημέρα ο Ξ με την προτροπή του δημοσιογράφου ... επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον δικηγόρο Δ και συμφώνησαν να συναντηθούν στο γραφείο του το μεσημέρι της Κυριακής 5-12-2004. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής ο Ξ ζήτησε τη γνώμη των δύο δικηγόρων σχετικά με το αν έπρεπε να κατατεθούν τα χρήματα και οι τελευταίοι του είπαν ότι η άποψή τους είναι να μη κατατεθούν τα χρήματα και επίσης του κατέστησαν σαφές ότι στην περίπτωση αυτή υπήρχε ο κίνδυνος είτε να απορριφθεί η αγωγή είτε να γίνει δεκτή για μικρότερο ποσό. Στη συνέχεια ο δικηγόρος Ψ αναγκάστηκε να παραδώσει στον Ξ τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του πρώτου κατηγορούμενου, και τούτο προκειμένου να διασκεδάσει τις υποψίες του εντολέως Ξ, ο οποίος υποψιαζόταν ότι οι δύο δικηγόροι επεδίωκαν να λάβουν τα χρήματα για δικό τους όφελος, και όχι για να τον προτρέψει έστω και έμμεσα για να καταθέσει τα χρήματα στο λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου. Τελικά την 8-12-2004 ο Ξ κατέθεσε στον προαναφερθέντα λογαριασμό του πρώτου κατηγορούμενου στην Αγροτική Τράπεζα το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο του είχε παραδώσει αμέσως προηγουμένως ο δημοσιογράφος ... (βλ. την 23/8-12-2004 εντολή είσπραξης της Αγροτικής Τράπεζας). Την 10-12-2004 δημοσιεύθηκε η 5165/10-12-2004 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποίαν έγινε σχεδόν στο σύνολό της δεκτή η αγωγή του Ξ και οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν το ποσό των 58.735 ευρώ με το νόμιμο τόκο, ενώ η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 40.000 ευρώ. Επομένως, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τους δικηγόρους Αθηνών Ψ και Δ το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ του ενάγοντος Ξ, το οποίο τελικά αποδέχθηκε και έλαβε με κατάθεση στον υποδειχθέντα ως άνω από αυτόν αριθμό τραπεζικού του λογαριασμού, εκ μέρους του ενάγοντος, με τον ανωτέρω σκοπό. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορούμενου ότι αυτός τηλεφώνησε στο δικηγορικό γραφείο μόνο για να ζητήσει το ελλείπον δικαστικό ένσημο, χωρίς ποτέ να απαιτήσει οποιοδήποτε ποσό ως δώρο και ότι δεν γνώριζε για την κατάθεση δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ότι αυτός είχε συντάξει το σχέδιο της αποφάσεως πριν την κατάθεση του ποσού, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η παθητική δωροδοκία δικαστή τελειούται με την απαίτηση δώρου.
2) Την 7-2-2002 ο Σ οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλο μοτοποδήλατό του εκινείτο επί της οδού ... στη ... με κατεύθυνση προς .... Όταν έφθασε στο ύψος του ΚΕΠΥΟ συγκρούστηκε με το υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του ... και ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΓΑ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΜΙΝΕΤΤΑ". Η σύγκρουση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του δικύκλου μοτοποδηλάτου και τον τραυματισμό του Σ, ο οποίος ανέθεσε την υπόθεση στη δικηγόρο Αθηνών Μ. Η τελευταία συνέταξε και άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 30-1-2004 αγωγή με την οποία ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν ο ... και η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, εις ολόκληρον καθένας, να του καταβάλουν το ποσό των 153.256,78 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των θετικών και αποθετικών του ζημιών και ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο ακροατήριο του παραπάνω Δικαστηρίου την 27-10-2004 και δικαστής και σ' αυτήν την περίπτωση ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο δε ενάγων περιόρισε το αίτημα της αγωγής του σε καταψηφιστικό για το ποσό των 48.286 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό ύψους 104.970 ευρώ ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων προς καταβολή του. Την 2-11-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στο γραφείο της δικηγόρου Μ, η οποία όμως τότε απουσίαζε. Το τηλεφώνημα επαναλήφθηκε την επομένη και τότε αφού της ανέφερε ότι είναι δικαστής που εκδίκασε την αγωγή του πελάτη της ζήτησε από αυτήν προκειμένου να την κάνει δεκτή το ποσό των 15.000 ευρώ. Η τελευταία μόλις άκουσε την πρότασή του αντέδρασε λέγοντας ότι η ίδια δεν είχε χρήματα και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην επιθυμία του και τότε εκείνος της πρότεινε να απευθυνθεί στον πελάτη προκειμένου εκείνος να καταθέσει τα χρήματα στο λογαριασμό του. Στη συνέχεια μετά από μερικές ημέρες ο πρώτος κατηγορούμενος επικοινώνησε και πάλι τηλεφωνικά με τη δικηγόρο Μ και της πρότεινε να ζητήσει από τον πελάτη της να καταθέσει τα χρήματα στο λογαριασμό του από εκείνα που θα εισέπραττε δυνάμει του προσωρινά εκτελεστού ποσού της αποφάσεως που θα εξέδιδε. Μάλιστα της έδωσε και τον αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού στην Αγροτική Τράπεζα τον οποίο εκείνη και σημείωσε. Ακολούθως η Μ ενημέρωσε τον εντολέα της και εκείνος συμφώνησε να καταθέσει τα χρήματα. Την 30-11-2004 δημοσιεύθηκε η 5008/2004 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή κατά το μεγαλύτερο μέρος της η αγωγή του Σ και αφ' ενός μεν υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον καθένας να του καταβάλλουν ποσό 48.286 ευρώ και αφ' ετέρου αναγνωρίστηκε ότι έχουν υποχρέωση να του καταβάλουν 97.777 ευρώ. Μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως ο πρώτος κατηγορούμενος κάλεσε την Μ στο κινητό της τηλέφωνο και την ενημέρωσε για το γεγονός της δημοσιεύσεως. Μετά απ' αυτά η Μ εισήλθε σε νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που παρουσίαζε την περίοδο εκείνη και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της ο πρώτος κατηγορούμενος της τηλεφωνούσε κατ' επανάληψη απαιτώντας επιτακτικά την κατάθεση του ποσού των 15.000 ευρώ στο λογαριασμό του. Τελικά την 11-1-2005 η μητέρα του Σ, συνοδευόμενη από τη δικηγόρο Μ μετέβη στην Αγροτική Τράπεζα και κατέθεσε στον ... λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου το ποσό των 15.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την 62/11-1-2005 εντολή είσπραξης της Τράπεζας αυτής. Επομένως, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τη δικηγόρο Αθηνών Μ το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει, με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ του ενάγοντος, το οποίο ποσό αποδέχθηκε και τελικά έλαβε με την κατάθεσή του στον υποδειχθέντα από αυτόν αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορούμενου ότι η ίδια η Μ του ζήτησε τον αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού, προκειμένου να του καταθέσει το ποσό των 15.000 ευρώ σαν δώρο από την ευχαρίστησή της για την έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο. Ουδεμία δε επιρροή εν προκειμένω το γεγονός ότι η κατάθεση του χρηματικού ποσού έγινε μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η παθητική δωροδοκία δικαστή τελειούται με την απαίτηση του δώρου. 3) Την 25-7-1998 το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο ..., συγκρούστηκε στην εθνική οδό ... με το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο .... Η σύγκρουση αυτή είχε ως αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του πρώτου ..., ο οποίος ανέθεσε την υπόθεση στον ήδη αποβιώσαντα δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ν. Ο τελευταίος την 31-3-2000 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή κατά το ... και της ασφαλιστικής εταιρείας "ΦΟΙΝΙΞ Α.Ε.Γ.Α", με την οποία ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 201.051.024 δραχμών. Η υπόθεση συζητήθηκε την 5-3-2001 με δικαστή τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Μετά τη συζήτηση της αγωγής αυτής και σε χρονικό διάστημα που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς, εντός όμως του χρονικό διαστήματος από 17-3-2001 έως 15-10-2001 ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον ως άνω δικηγόρο του να καταθέσει στον με αριθμό ... λογαριασμό του που τηρούσε στην Τράπεζα ALPHA BANK, το ποσό των 15.000.000 δραχμών, προκειμένου να κριθεί από αυτόν η υπόθεση υπέρ του εντολέως του. Πράγματι την 16-10-2001 και την 20-11-2001 κατατέθηκαν στον ως άνω λογαριασμό ποσά 5.000.000 και 10.000.000 δραχμών, αντίστοιχα. Δύο μόλις ημέρες μετά την κατάθεση του ποσού των 5.000.000 και συγκεκριμένα την 18-10-2001 δημοσιεύθηκε η 27696/2001 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον καθένας, να καταβάλουν στον ενάγοντα Ιωάννη Τσιλιβίτη το ποσό των 197.554.668 δραχμών έναντι αιτούμενου συνολικού ποσού 201.051.024 δραχμών, καθώς και δικαστική δαπάνη 14.000.000 δραχμών, ενώ η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 120.000.000 δραχμών. Έτσι αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε από τον ήδη αποβιώσαντα δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ν και τελικά έλαβε το ποσό των 15.000.000 δραχμών, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει και να λάβει με σκοπό να κριθεί η προαναφερθείσα υπόθεση υπέρ του ενάγοντος και το οποίο ποσό, όπως προαναφέρθηκε, έλαβε με την κατάθεσή του στον υποδειχθέντα από αυτόν αριθμό του τραπεζικού του λογαριασμού. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι επρόκειτο για δάνειο που του χορήγησε ο ανωτέρω δικηγόρος προς ανακούφισή του από επείγουσες οικονομικές ανάγκες, δάνειο το οποίο μάλιστα και εξόφλησε σταδιακά, δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί εν προκειμένω το γεγονός ότι η κατάθεση του χρηματικού ποσού έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η επί μέρους αυτή πράξη της παθητικής δωροδοκίας έχει υποπέσει σε παραγραφή, επειδή από την 5-3-2001 που απαίτησε το δώρο μέχρι την 16-3-2006 που του επιδόθηκε η κλήση έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Όμως αποδείχθηκε ότι την 5-3-2001 έγινε η συζήτηση της αγωγής, ενώ η απαίτηση του δώρου έγινε αρκετές ημέρες αργότερα και οπωσδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος από 17-3-2001 έως 15-10-2001, οπότε δεν έχει παρέλθει πενταετία μέχρι την επίδοση της κλήσεως του κλητηρίου θεσπίσματος την 16-3-2006. Πρέπει όμως να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για τη συγκεκριμένη επί μέρους πράξη για το χρονικό διάστημα από 5-3-2001 έως 16-3-2001 που κατηγορείται. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος στις προαναφερθείσες περιπτώσεις με δικηγόρους τους Χ1, Ψ - Δ, Θ, Χ2, Ρ, Χ3, Μ, Χ4 και τον αποβιώσαντα δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ν απαίτησε από όλους αυτούς τα ποσά που αναφέρονται πιο πάνω, κατά τρόπο απροκάλυπτο, πιεστικό και απάδοντα στην ιδιότητά του ως δικαστικού λειτουργού, προκειμένου να κρίνει τις υποθέσει που είχε εκδικάσει ο ίδιος υπέρ των εντολέων τους. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου ως προς τις περιπτώσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν, όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί για κάθε επί μέρους περίπτωση. Δεν αποδείχθηκε ότι η κατάθεση των χρημάτων αφορούσε δάνειο η κάποιο "δωράκι από ευχαρίστηση", όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο πρώτος κατηγορούμενος. Επίσης για καμμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν αποδείχθηκε ότι το σχέδιο της απόφασης είχε συνταχθεί και υπογραφεί πριν την απαίτηση του δώρου, τυχόν δε καταθέσεις του ποσού στους τραπεζικούς του λογαριασμούς μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας είχε τελεσθεί με την απαίτηση του δώρου, για να κριθεί ευνοϊκά υπέρ των εντολέων των ως άνω δικηγόρων η κάθε σχετική υπόθεση. Εδώ ως σημειωθεί ότι, κατ' άρθρο 98 Π.Κ έγκλημα κατ' εξακολούθηση είναι το τελευταίο από το ίδιο πρόσωπο και απαρτιζόμενο από περισσότερες από μία και χρονικά χωρισμένες μεταξύ τους πράξεις που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και που κάθε μια απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε με την ταυτότητα της απόφασης για την εκτέλεσή τους (ΑΠ 156/2004 Ποιν.Δικ. 2004 σελ. 624, ΑΠ 1343, 1391 ΠΧΡ ΜΓ σελ. 1151, 1153, ΑΠ 252/1989 Π.ΧΡ 39, σελ 833). Στην προκειμένη περίπτωση υφίστανται τα ανωτέρω απαιτούμενα στοιχεία για τη ταυτότητα των επί μέρους πράξεων, καθόσον όλες οι χωριστές πράξεις αφορούν το αυτό αδίκημα (παθητική δωροδοκία δικαστή), έχουν τελεσθεί από τον ίδιο πρώτο κατηγορούμενο κατά το χρονικό διάστημα από 2001 έως και 2004, κάθε μια από τις πράξεις αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού αδικήματος, προσβάλλουν το αυτό έννομο αγαθό και διαφέρουν χρονικά μεταξύ τους, συνδέονται δε με την ταυτότητα της απόφασης για την εκτέλεσή τους, η οποία εξ αρχής καταλαμβάνει την τέλεση του συνόλου των μερικότερων πράξεων, συνιστούν δηλαδή υλοποίηση της αυτής εγκληματικής αποφάσεως, αφού ο δράστης πρώτος κατηγορούμενος αποδεχόταν την τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων ως προϊόν της αυτής αποφάσεως. Εν όψει αυτών για τις προαναφερθείσες εννέα (9) περιπτώσεις στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή που απαρτίσθηκε από περισσότερες πράξεις του πρώτου κατηγορούμενου που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και επομένως για την πράξη αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατ' εξακολούθηση, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών, καθώς και του αιτήματος για την χορήγηση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2α και ε' του Π.Κ, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος για μακρό χρονικό διάστημα δεν έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ μετά την τελευταία επί μέρους πράξη του από το έτος 2005 παραμένει κρατούμενος στις φυλακές...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος μετά την τέλεση της παθητικής δωροδοκίας δικαστή με την απαίτηση του δώρου, προκειμένου να κριθεί ευνοϊκά η σχετική υπόθεση υπέρ των εντολέων των προαναφερθέντων δικηγόρων, έδινε εντολή στους τελευταίους να κατατεθούν τα χρήματα που απαιτούσε από αυτούς σε τραπεζικούς του λογαριασμούς. Η εντολή του αυτή να κατατεθούν τα χρήματα στην τράπεζα και η εκτέλεση της εντολής εκ μέρους των τελευταίων είχε ως αποτέλεσμα τα χρήματα αυτά να απωλέσουν την αυτοτέλειά τους, να αναμειχθούν με τα χρήματα της τράπεζας και με τον τρόπο αυτό να επιτευχθεί η συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεώς τους, πολύ περισσότερο επειδή η κατάθεση γινόταν σε πέντε διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του πρώτου κατηγορουμένου. Έτσι, ο τελευταίος πέτυχε να δεχθεί στην κατοχή του περιουσία που προερχόνταν από αξιόποινη πράξη, να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων και να αποκρύψει τη εγκληματική του δραστηριότητα. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3424/2005 η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α του Ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' τέθηκε στοιχεία δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο εγκληματικές δραστηριότητες μόνο η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ) και ότι έτσι δεν περιλαμβάνεται πλέον και το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή (άρθρο 237 ΠΚ), πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, με την νέα ρύθμιση αποκλείσθηκε μόνο η ενεργητική δωροδοκία (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του ΠΚ ), προδήλως ως μη αποφέρουσα εισόδημα, με αποτέλεσμα στα κατά νόμο βασικά εγκλήματα περιλαμβάνεται και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, που αποτελεί ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας και η οποία ρητά προβλέπεται από το νόμο και μετά την τροποποίησή του. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προϋποθέτει την τέλεση ενός άλλου βασικού εγκλήματος, από το οποίο κάποιος αποκόμισε παράνομα έσοδα και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία του εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Από καμμία διάταξη του ως άνω νόμου αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθον τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης. Η ταύτιση αυτή αποκλείεται μόνο στην περίπτωση που το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της παροχής συνδρομής σε άλλο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι ομιλώντας ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργετικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995. Επομένως, στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος" ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του αρ. 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση τα εγκλήματα που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά και ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είναι τρίτο πρόσωπο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Από καμμία πρόβλεψη νόμου ή θεωρητικού κανόνα της φαινομένης πραγματικής συρροής εγκλημάτων μπορεί να υποστηριχθεί η υπόθεση του ενδεχομένου της νομοθετικής αχρηστεύσεως των κακουργηματικών προβλέψεων του αρ. 2 του Ν. 2331/1995 και της αποδοχής του ατιμώρητου αυτών ως κακουργηματικών υστέρων πράξεων, σε περίπτωση που ο ενεχόμενος σ' αυτές δράστης τυγχάνει αυτουργός των σε προηγούμενο χρόνο τελεσθείσων πράξεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1, μερικές από τις οποίες είναι τιμωρητέες σε βαθμό πλημμελήματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση ήταν τότε η παθητική δωροδοκία δικαστή. Εκτός αυτού δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 αδικημάτων σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί εκτελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινόμενων μεταξύ τους αδικημάτων, το καθένα από την οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία, όπως έχει εκτεθεί ανωτέρω στην αρχή του σκεπτικού. Ούτε όμως περί απορροφήσεως του αδικήματος του προβλεπόμενου από τον αριθμό 2 του Ν. 2331/1995 σε αδίκημα προβλεπόμενο από τον αρ. 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος, αφού εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, που συνιστά απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση αυτού που έχει αποκτηθεί με την προηγούμενη πράξη, χωρίς όμως να προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας. Τα αδικήματα όμως του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, όπως η παθητική δωροδοκία δικαστή που ήταν πλημμέλημα, δεν καλύπτουν την απαξία των αδικημάτων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους. Ούτε πρόκειται εν προκειμένω για νομιμοποίηση εσόδων δύο φορές, η πρώτη με την παροχή συνδρομής στους συγκατηγορούμενους του πρώτου κατηγορουμένου με την τέλεση της πράξεως της ενεργητικής από αυτούς δωροδοκίας, και η δεύτερη με την καθ' υπόδειξή του χρηματική κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς με την τέλεση από αυτόν της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας, αφού οι πράξεις νομιμοποίησης εσόδων συνίστανται στην συγκάλυψη των εσόδων των οποίων αυτός κατέστη δικαιούχος με τις αναφερόμενες χρηματικές καταθέσεις μόνον από τις πράξεις παθητικής δωροδοκίας. Επομένως όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορούμενου πρέπει να απορριφθούν. Όπως προαναφέρθηκε ο τελευταίος απαιτούσε και στη συνέχεια αποδεχόταν την καταβολή "δώρου" που είχε προηγουμένως απαιτήσει. Έτσι, κατά το χρόνο της καταβολής του δώρου έχει ήδη ολοκληρωθεί η υπόσταση του αδικήματος της δωροδοκίας και το προσφερθέν δώρο αποτελεί κατά το χρόνο της προσφοράς του δώρου προϊόν αξιόποινης πράξης, ήτοι της παθητικής δωροδοκίας για τον δεχόμενο αυτό δικαστή πρώτο κατηγορούμενο. Όπως δε προαναφέρθηκε η εντολή του τελευταίου να κατατεθούν τα χρήματα στην τράπεζα και η εκτέλεση της εντολής αυτής εκ μέρους των συγκατηγορουμένων του έχει ως συνέπεια τα χρήματα αυτά να απωλέσουν την αυτοτέλειά τους, να αναμειχθούν με τα χρήματα της τράπεζας και με τον τρόπο αυτό να επιτευχθεί η συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεώς τους. Επομένως, ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορούμενου ότι προηγήθηκε η νομιμοποίηση εσόδων του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας πρέπει να απορριφθεί. Έτσι, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο ο πρώτος κατηγορούμενος πέτυχε να δεχθεί στην κατοχή του περιουσία που προερχόταν από αξιόποινη πράξη, να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων και να αποκρύψει την εγκληματική του δραστηριότητα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ότι, η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό δεν συνιστά νομιμοποίηση εσόδων. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και διατηρούσε πέντε (5) διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, και η εντολή προς κατάθεση προς τους προαναφερθέντες αφορούσε τους πέντε διαφορετικούς λογαριασμούς. Ενόψει όλων των ανωτέρω στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή για τις προαναφερθείσες περιπτώσεις με δικηγόρους τους Χ1, Ψ- Δ, Θ, Χ2, Ρ, Χ3, Μ, Χ4 και τον αποβιώσαντα δικηγόρο Ν. Στην προκειμένη δε περίπτωση όλες οι χωριστές ως άνω πράξεις αφορούν το αυτό αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο, ήτοι τον πρώτο κατηγορούμενο κατά το χρονικό διάστημα από 2001 έως και 2004, κάθε μία από τις πράξεις αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού αδικήματος, προσβάλλουν το αυτό έννομο αγαθό και διαφέρουν χρονικά μεταξύ τους, συνδέονται δε με την ταυτότητα της απόφασης για την εκτέλεσή τους, η οποία εξ υπαρχής καταλαμβάνει την τέλεση του συνόλου των μερικώτερων πράξεων, συνιστούν δηλαδή υλοποίηση της αυτής εγκληματικής αποφάσεως, αφού ο δράστης πρώτος κατηγορούμενος αποδεχόταν την τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων ως προϊόν της αυτής αποφάσεως. Έτσι για τις προαναφερθείσες εννέα (9) περιπτώσεις στοιχειοθετείται όπως προαναφέρθηκε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που απαρτίστηκε από περισσότερες πράξεις του πρώτου κατηγορουμένου που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος. Εξάλλου το ανωτέρω κατ' εξακολούθηση έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, καθ' όσον ενήργησε με βάση οργανωμένο σχέδιο και διατηρούσε πέντε (5) τραπεζικούς λογαριασμούς, από τον τρόπο δε που ενήργησε και του μεγάλου αριθμού των μερικώτερων πράξεών του αποδεικνύεται ότι αποκλειστικός σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατ' εξακολούθηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για όλες τις προαναφερθείσες εννέα (9) περιπτώσεις των επί μέρους πράξεων που τέλεσε κατ' επάγγελμα".
Μετά από αυτά το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους Χ5, Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, τον μεν πρώτο για παθητική δωροδοκία δικαστή κατ' εξακολούθηση και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, τους δε λοιπούς για ενεργητική δωροδοκία δικαστή και επέβαλε στον μεν πρώτο συνολική ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών, σε καθέναν δε από τους λοιπούς ποινή φυλακίσεως (2) ετών. Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων για τις ως άνω πράξεις (εκτός από την μερικότερη πράξη παθητικής δωροδοκίας του πρώτου κατηγορουμένου από τον δικηγόρο Ν, για την οποία θα αναφερθεί παρακάτω), την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδίκασε τον κάθε κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 237 του ΠΚ και 1 και 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει: 1) ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο: α) τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι στις προαναφερθείσες περιπτώσεις απαιτούσε από τους δικηγόρους τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά με σκοπό να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση για τους πελάτες τους, β) ότι σε όλες τις περιπτώσεις η απαίτηση του δώρου (χρηματικού ποσού) λάμβανε χώρα ενώ ήταν ακόμη εκκρεμής η κάθε υπόθεση, γ) ότι έδινε κάθε φορά εντολή στους δικηγόρους να καταθέτουν τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τους υποδείκνυε (5 τον αριθμό) και εκείνοι τα κατέθεταν, δ) ότι η εντολή του για κατάθεση των χρημάτων σε Τράπεζα και η εν συνεχεία κατάθεση γινόταν με σκοπό να συγκαλύψει αυτός την αληθινή προέλευση των χρημάτων, τα οποία αναμειγνυόταν με τα χρήματα της Τράπεζας, έχαναν την αυτοτέλειά τους και εμφανίζονταν ως νόμιμη κατάθεση, ε) ότι αυτός ενεργούσε με οργανωμένο σχέδιο και διατηρούσε πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς και ότι από τον τρόπο που ενεργούσε και το μεγάλο αριθμό των μερικότερων πράξεων νομιμοποίησης εσόδων (9 τον αριθμό), αποδεικνύεται ότι αποκλειστικός σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος, στ) ότι τις μερικότερες πράξεις της παθητικής δωροδοκίας τέλεσε με την απαίτηση του χρηματικού δώρου και τις μερικότερες πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τέλεσε με την εντολή του για κατάθεση των ποσών στην Τράπεζα και με την κατάθεση αυτών, 2) ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους (αναφέρει) τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η από μέρους τους υπόσχεση του χρηματικού δώρου στον πρώτο κατηγορούμενο μετά από την απαίτησή του και η εν συνεχεία κατάθεση των χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς μετά από εντολή του. Ως προς τις επιμέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, σχετικά με την αιτιολόγηση της ενοχής τους, λεκτέα τα εξής: Α) Ο Χ5 προβάλλει τις ακόλουθες αιτιάσεις κατά τη σειρά της προβολής τους: 1) ότι δεν αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, 2) ότι υπάρχει αντίφαση, γιατί ενώ δέχεται η απόφαση ότι τα χρήματα των δώρων κατατέθηκαν σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς, δέχεται στη συνέχεια ότι για τη νομιμοποίηση αυτών χρησιμοποιήθηκαν πέντε λογαριασμοί, 3) ότι υπάρχει αντίφαση, γιατί ενώ δέχεται ότι στην περίπτωση του Ξ την κατάθεση στην Τράπεζα την έκανε ο Ξ, στη συνέχεια δέχεται ότι έγινε αυτή από τους δικηγόρους του με την εντολή του, 4) ότι δεν αιτιολογείται ο σκοπός απόκρυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων, 5) ότι δεν αιτιολογείται ποιος είναι ο αυτουργός της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων, 6) εφόσον αυτουργοί είναι οι δικηγόροι που έκαναν τις καταθέσεις, αυτός πρέπει να είναι ηθικός αυτουργός, πλην όμως δεν αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησε για να πείσει τους αυτουργούς, 7) ότι υπάρχει αντίφαση, γιατί ενώ δέχεται η απόφαση ότι με την κατάθεση των χρημάτων συγκάλυψε την αληθινή τους προέλευση και ότι αυτά έχασαν την αυτοτέλειά τους και αναμίχθηκαν με χρήματα της Τράπεζας, δέχεται στη συνέχεια ότι με την κατάθεση έδωσε νομιμοφανή υπόσταση στα χρήματα, η οποία όμως νομιμοφανής υπόσταση προϋποθέτει τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους. 8) ότι δεν αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απόκρυψης της αληθινής προέλευσης αυτών, ούτε σε τι συνίσταται η συγκάλυψη, 9) ότι υπάρχει αντίφαση γιατί, ενώ δέχεται ότι με την κατάθεση συγκαλύφθηκε η αληθινή προέλευση των χρημάτων, δέχεται στη συνέχεια ότι η πράξη της νομιμοποίησης εσόδων αποδεικνύεται από τις εντολές κατάθεσης και την κατάθεση, 10) ότι δεν αιτιολογείται ο σκοπός του να κρίνει την κάθε υπόθεση υπέρ ή κατά κάποιου και ειδικώς ως προς την υπόθεση Ξ η απαίτηση του δώρου έγινε μετά τη σύνταξη της απόφασης, 11) ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής ότι αυτός απαίτησε το δώρο και τέλεσε παθητική δωροδοκία και της παραδοχής ότι οι συγκατηγορούμενοί του υποσχέθηκαν σ' αυτόν δώρα που αποδέχθηκε, πράγμα που λογικά αποκλείεται να συμβεί παράλληλα, 12) ότι δεν αιτιολογείται ο δόλος του για τη νομιμοποίηση εσόδων, αφού δεν υπάρχει παραδοχή ότι γνώριζε ότι έγιναν οι καταθέσεις των ποσών, 13) ότι δεν αιτιολογείται αν η πράξη της νομιμοποίησης εσόδων εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του, όπως απαιτείται από το άρθρο 5 του Ν. 3424/2005, 14) ότι δεν αναφέρεται αν η απαίτηση του δώρου έγινε πριν συνταχθεί το σχέδιο της απόφασης ή μετά τη σύνταξή του, αφού στη δεύτερη περίπτωση δεν νοείται δωροδοκία για τελειωμένη ενέργεια του δικαστή. Β) Οι Χ1, Χ2 και Χ4 προβάλλουν τις ακόλουθες αιτιάσεις: 1) ότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την από 8-5-2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ειδικού γραφολόγου ..., αφού δεν την αναφέρει ιδιαιτέρως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, 2) ότι δεν αιτιολογείται ο δόλος αυτών και ειδικότερα η υπόσχεση και παροχή των δώρων στον πρώτο κατηγορούμενο με το σκοπό ευνοϊκής κρίσεως των υποθέσεων των πελατών τους, 3) ότι η αιτιολογία της αποφάσεως είναι εντελώς τυπική και επαναλαμβάνεται το κατηγορητήριο, Γ) Ο Χ3 προβάλλει τις ακόλουθες αιτιάσεις: 1) την υπό στοιχείο 2 αιτίαση των ανωτέρω (μη αιτιολόγηση δόλου) και 2) ότι δεν αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της καταβολής του δώρου και της τελικής ευνοϊκής κρίσης από μέρους του πρώτου κατηγορουμένου. Οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες για τους ακόλουθους αντιστοίχως λόγους: 1) Η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αιτιολογείται με την παραδοχή ότι αυτός ενεργούσε με οργανωμένο σχέδιο και διατηρούσε πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς και ότι από τον τρόπο που ενεργούσε και το μεγάλο αριθμό των μερικότερων πράξεων, αποδεικνύεται ότι αποκλειστικός σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος, 2) η απόφαση δέχεται ότι χρησιμοποιήθηκαν πέντε λογαριασμοί για τις καταθέσεις των χρηματικών ποσών σε δύο Τράπεζες (με αριθμούς ..., ..., ..., ... και ...) και όχι δύο λογαριασμοί, 3) η απόφαση δέχεται ότι στην περίπτωση Ξ στην κατάθεση προέβη ο Ξ με υπόδειξη των δικηγόρων του Ψ, πέρα από το ότι δεν έχει σημασία για την τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας το πρόσωπο του καταθέτη, αλλά ο λόγος της κατάθεσης, 4) η απόφαση δέχεται ότι η εντολή του πρώτου κατηγορουμένου για κατάθεση των χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς και η εν συνεχεία κατάθεση έγιναν με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση των χρημάτων και το προϊόν της δωροδοκίας να εμφανίζεται ως νόμιμη κατάθεση, 5) η απόφαση δέχεται ότι αυτουργός της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και τη νομιμοποίηση τέλεσε με την εντολή για κατάθεση και με την κατάθεση των χρημάτων, 6) η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην ανακριβή προϋπόθεση ότι αυτουργοί της πράξεως της νομιμοποίησης είναι οι δικηγόροι, 7) η απόφαση δέχεται ότι τα χρήματα έχασαν την αυτοτέλειά τους ως υλικά αντικείμενα (χαρτονομίσματα), επειδή αναμίχθηκαν με χρήματα της Τράπεζας, ενώ η νομιμοφανής υπόσταση της κατάθεσης αφορά στο αντίστοιχο χρηματικό ποσό και όχι στα συγκεκριμένα χαρτονομίσματα που κατατέθηκαν, 8) η απόφαση δέχεται ότι η συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης των χρημάτων επιτεύχθηκε με την εντολή για κατάθεση και με την κατάθεση, μετά την οποία αυτά εμφανίζονταν ως νόμιμη κατάθεση και έτσι συνδέεται αιτιωδώς η κατάθεση με τη συγκάλυψη, 9) δεν υπάρχει αντίφαση γιατί η κατάθεση καθ' εαυτήν είναι πρόσφορη για τη συγκάλυψη και η απόφαση δέχεται ότι η πράξη αποδείχτηκε και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που αποκαλύπτουν το λόγο της κατάθεσης, 10) η απόφαση δέχεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαιτούσε τα χρήματα με το σκοπό να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση για τους πελάτες τους και το σκοπό του αυτόν τον πρόβαλε στους δικηγόρους με τους οποίους επικοινώνησε, ενώ στην υπόθεση Ξ η απόφαση δέχεται ότι απαίτησε το δώρο πριν τη σύνταξη της αποφάσεως και ότι δεν αληθεύει ο ισχυρισμός του ότι είχε συντάξει το σχέδιο πριν από την απαίτηση αυτή, 11) η απόφαση δέχεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτησε το δώρο και οι δικηγόροι μετά από την απαίτησή του αυτή υποσχέθηκαν ότι θα του τα δώσουν και στη συνέχεια το έδωσαν, καταθέτοντας αυτό στην Τράπεζα και έτσι η μία παραδοχή δεν αποκλείει την άλλη, 12) αιτιολογείται ο δόλος του για τη νομιμοποίηση εσόδων με την παραδοχή ότι αυτός έδωσε την εντολή για κατάθεση με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων, τα οποία θα εμφανίζονταν πλέον ως νόμιμη κατάθεση, γνώριζε δε αυτός ότι έγιναν οι καταθέσεις, γιατί παρέδινε την απόφαση για δημοσίευση λίγες ημέρες μετά την κατάθεση (μόνο στην περίπτωση Μ η κατάθεση έγινε μετά τη δημοσίευση της απόφασης), 13) αιτιολογείται η ένταξη της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων στο συνολικό σχεδιασμό δράσης του πρώτου κατηγορουμένου με την παραδοχή ότι αυτός σε όλες τις περιπτώσεις ενεργούσε με οργανωμένο σχέδιο και διατηρούσε πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς, στους οποίους ζητούσε να κατατεθούν τα χρήματα, ώστε να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευσή τους, 14) αναφέρεται στην απόφαση ότι σε όλες τις περιπτώσεις η απαίτηση του δώρου έγινε ενώ ήταν ακόμη εκκρεμής η υπόθεση και δεν είχε δημοσιευθεί η απόφαση, ώστε να παραγάγει αυτή τις νόμιμες συνέπειές της, ενώ ο χρόνος σύνταξης του σχεδίου της αποφάσεως δεν έχει σημασία, αφού μέχρι την παράδοσή του για δημοσίευση υπόκειται στην ευχέρεια του δικαστή να το τροποποιήσει ή να το αλλάξει. Οι αιτιάσεις των λοιπών αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες για τους ακόλουθους λόγους: 1) από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ... είναι ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη και δεν διατάχθηκε από δικαστική αρχή κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ και επομένως είναι απλό έγγραφο που περιλήφθηκε στα αναγνωσθέντα έγγραφα και συνεκτιμήθηκε με αυτά, 2) αναφέρεται στην απόφαση ότι η υπόσχεση και στη συνέχεια η παροχή των δώρων προς τον πρώτο κατηγορούμενο γινόταν με το σκοπό να εκδώσει αυτός ευνοϊκή απόφαση για τους πελάτες των δικηγόρων, τα οποία δώρα απαιτούσε εκείνος για τον ίδιο σκοπό, 3) το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν είναι τυπικό ούτε αποτελεί επανάληψη του κατηγορητηρίου, αλλά περιέχει επιπλέον περιστατικά, σκέψεις και συλλογισμούς, 4) αιτιολογείται στην απόφαση ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της καταβολής του δώρου και του σκοπού ευνοϊκής κρίσης από μέρους του πρώτου κατηγορουμένου, όπως προαναφέρθηκε, ενώ είναι αδιάφορο αν υπήρξε τελικώς ευνοϊκή κρίση, ώστε να χρειάζεται να εξετασθεί η βασιμότητα ή όχι της κάθε αγωγής. Επίσης σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ο αναιρεσείων Χ5 προβάλλει τις ακόλουθες αιτιάσεις: 1) ότι εσφαλμένα δέχτηκε η απόφαση ότι στην έννοια του άρθρου 235 του ΠΚ ως βασικού εγκλήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων περιλαμβάνεται και το άρθρο 237 του ΠΚ και εσφαλμένα τον κήρυξε ένοχο για νομιμοποίηση εσόδων, 2) ότι εσφαλμένα δέχτηκε ότι με την από μέρους του απαίτηση του δώρου, δηλαδή με την τέλεση της παθητικής δωροδοκίας, τελείται και η νομιμοποίηση εσόδων, ενώ αυτό συμβαίνει μόνο με την καταβολή ή του δώρου και, επειδή τα στοιχεία της πράξεως της δωροδοκίας συμπίπτουν με αυτά της νομιμοποίησης, δεν υπάρχει έγκλημα νομιμοποίησης κατά το άρθρο 45 παρ. 1 εδαφ. ε του Ν. 3691/2008 και έπρεπε να αθωωθεί γι' αυτό, 3) ότι εσφαλμένα δέχτηκε ότι ο δράστης του βασικού εγκλήματος και ο δράστης της νομιμοποίησης εσόδων μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο, 4) ότι εσφαλμένα δέχτηκε ότι αυτός τέλεσε δέκα μερικότερες πράξεις νομιμοποίησης, ενώ παράλληλα δέχτηκε ότι τέλεσε εννιά μερικότερες πράξεις παθητικής δωροδοκίας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, γιατί, όπως έχει αναφερθεί α) στην έννοια του άρθρου 235 του ΠΚ περιλαμβάνεται και η δωροδοκία δικαστή ως ειδικότερη μορφή δωροδοκίας, β) η απόφαση δέχτηκε ότι η δωροδοκία τελέστηκε με την απαίτηση του δώρου και η νομιμοποίηση εσόδων με την εντολή για κατάθεση και με την κατάθεση και έτσι δεν συμπίπτουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των δύο εγκλημάτων, ώστε να υπάρχει περιθώριο εφαρμογής του Ν. 3691/2008, γ) μπορεί να συμπίπτει στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του δράστη του βασικού εγκλήματος και του δράστη της νομιμοποίησης εσόδων και δ) η απόφαση δέχτηκε ότι ο ανωτέρω αναιρεσείων τέλεσε εννιά μερικότερες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Περαιτέρω ο πρώτος αναιρεσείων προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ. 1 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ), συνιστάμενη α) στο ότι μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής και επί της ποινής, δεν δόθηκε αντίστοιχα ο λόγος σ' αυτόν και β) σε κακή σύνθεση του δικαστηρίου, γιατί δεν αναφέρεται ότι η σύνθεση προήλθε από κλήρωση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί δόθηκε σ' αυτόν ο λόγος μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής και επί της ποινής, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως (βλ. τις σελίδες 312 και 583) ενώ η μη αναγραφή στην απόφαση ότι η σύνθεση προήλθε από κλήρωση, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Επίσης προβάλλει: 1) έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αιτημάτων του να αγορεύσει τελευταίος ο δικηγόρος του και να τηρηθούν τα πρακτικά της δίκης με φωνοληψία, 2) Έλλειψη ακροάσεως (άρθ. 171 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ), επειδή δεν απάντησε το Δικαστήριο στο αίτημά του να απολογηθεί τελευταίος, 3) Υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα τα δύο πρώτα ως άνω αιτήματα και να απαντήσει στο τρίτο αίτημα, 4) Απόλυτη ακυρότητα, επειδή πριν εκδοθεί απόφαση για τα ανωτέρω αιτήματα, δεν δόθηκε ο λόγος στους συγκατηγορουμένους του για να λάβουν θέση επ' αυτών, τον ίδιο δε λόγο προβάλλουν και οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ4. Οι ανωτέρω λόγοι είναι αβάσιμοι γιατί: α) η αιτιολογία που διέλαβε το Δικαστήριο για την απόρριψη του αιτήματος να τηρηθούν τα πρακτικά με φωνοληψία ήτοι "πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για τήρηση των πρακτικών με φωνοληψία, καθόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου για την προκειμένη υπόθεση μπορούν κάλλιστα να συνταχθούν πρακτικά από τον γραμματέα της έδρας κατ' άρθρο 140 ΚΠΔ", είναι ειδική και εμπεριστατωμένη κατά την προαναφερθείσα έννοια, β) για τα αιτήματα να απολογηθεί τελευταίος και να αγορεύσει τελευταίος ο δικηγόρος του, τα οποία κατά το άρθρο 333 του ΚΠΔ ανήκουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου του Δικαστηρίου, ο οποίος καθορίζει τη σχετική σειρά με τη διάταξή του, δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι ο αναιρεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, ώστε να έχει υποχρέωση αυτό να απαντήσει. Εξάλλου ο ίδιος αναιρεσείων προβάλλει αφενός υπέρβαση εξουσίας, γιατί το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και μιας επιπλέον πράξεως νομιμοποίησης εσόδων, συνιστάμενη στο ότι κατά το μετά την 7-5-2005 χρονικό διάστημα ανέλαβε το σύνολο σχεδόν των χρημάτων από τους λογαριασμούς, έτσι ώστε αυτοί να παρουσιάζουν σχεδόν μηδενικό υπόλοιπο και αφετέρου απόλυτη ακυρότητα, γιατί λήφθηκαν υπόψη για την κήρυξη της ενοχής του απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα λήφθηκαν υπόψη οι εισερχόμενες και εξερχόμενες τηλεφωνικές κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ αυτού και των συγκατηγορουμένων του, χωρίς προηγούμενη νόμιμη άρση του απορρήτου, τον ίδιο δε λόγο της απόλυτης ακυρότητας προβάλλουν και οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ4. Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι γιατί α) η αναφορά της μεταγενέστερης αναλήψεως των χρημάτων από τις Τράπεζες, δεν συνιστά άλλο έγκλημα νομιμοποίησης, αλλά αναφέρθηκε ως στοιχείο της μεταγενέστερης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και β) αναφέρθηκαν στην απόφαση μόνο οι κληθέντες αριθμοί και όχι το περιεχόμενο των συνομιλιών και έτσι δεν υπάρχει ακυρότητα από παραβίαση του απορρήτου των συνομιλιών.
Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ4 προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για συνδρομή στο πρόσωπό τους ελαφρυντικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως, αυτοί ισχυρίστηκαν ότι "όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, ωθήθηκα στην καταβολή των χρημάτων υπό την επίδραση σοβαρής απειλής του α' κατηγορουμένου (84 παρ. 2 στοιχ. β' ΠΚ)". Ο ισχυρισμός, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστος και δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει και εκ περισσού αιτιολόγησε την απόρριψή του. Επίσης οι ανωτέρω πρόβαλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί καταστάσεως ανάγκης και συγκρούσεως καθηκόντων, γιατί αναγκάστηκαν να ενδώσουν στις πιέσεις του πρώτου κατηγορουμένου για καταβολή των χρημάτων προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο να εκδώσει αυτός επιβλαβή απόφαση για τους πελάτες τους στην περίπτωση που δεν θα ικανοποιούσαν την απαίτησή του και ενέργησαν από το υπέρτερο καθήκον της διαφύλαξης των συμφερόντων των πελατών τους. Το Δικαστήριο διέλαβε για την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών την προαναφερθείσα στην οικεία θέση αιτιολογία, η οποία είναι η κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρεται ότι αυτοί μπορούσαν να καταγγέλουν το γεγονός της απαίτησης δώρου από μέρους του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ δεν υπήρχε αναπότρεπτος κίνδυνος, αφού μπορούσε να ασκηθεί έφεση σε κάθε περίπτωση μη έκδοσης ορθής απόφασης για τους πελάτες τους. Εξάλλου ο αναιρεσείων Χ5 πρόβαλε έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των κατωτέρω ισχυρισμών του, τους οποίους κατέθεσε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τους ανέπτυξε και προφορικά: "Περί αναγνώρισης ελαφρυντικού έντιμου προτέρου βίου κατά άρθρον 84 παρ.2 περ.Α'Π.Κ. και της καλής συμπεριφοράς μου μετά την τέλεση της πράξης κατά άρθρον 84 παρ.2 περ.Α' Π.Κ.
Για την περίπτωση της αδόκητης καταδίκης μου για τα αποδιδόμενα αδικήματα της δωροδοκίας δικαστή και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά επάγγελμα ζητώ την αναγνώριση στο πρόσωπο μου της προβλεπόμενης από την διάταξη του άρθρου 84 παράγραφος 2 περίπτωση Α ΠΚ ελαφρυντικής περιπτώσεως του προτέρου της τελέσεως των αδικημάτων χρόνου εντίμου ατομικού οικογενειακού και κοινωνικού βίου. Ζητώ δηλαδή να αναγνωρισθεί ότι μέχρι τον χρόνο τελέσεως των αδίκων πράξεων, διήγον έντιμο ατομικό, οικογενειακό επαγγελματικό και γενικώς κοινωνικό βίο, ο οποίος αποδεικνύεται από τα κάτωθι αποδεικτικά στοιχεία.
Ειδικότερα και πλέον συγκεκριμένα στο παρελθόν κατά τα χρόνια της υπηρεσίας μου αρχικά ως Δικαστικός υπάλληλος από 13-4-1974, ως Ειρηνοδίκης από 22-11-1978 και ως έμμισθος Πάρεδρος Πρωτοδικείου από 30-6-1983 ουδέποτε απασχόλησα την Ελληνική Δικαιοσύνη με διάπραξη ποινικών πράξεων όπως αποκαλύπτεται και από το Λευκό Ποινικό Μητρώο μου, που υπάρχει στην δικογραφία και του οποίου ζητώ την ανάγνωση όπως και ζητώ την ανάγνωση του υπ αριθμόν 86191/152/8-9-2005 πιστοποιητικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Προ της άνω μακροχρόνου υπηρεσίας μου υπηρέτησα στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού από την 1-2-1968 ως κληρωτός έφεδρος αξιωματικός και από 3-12-1969 έως 2-12-1972 ως Εθελοντής ανακαταταγμένος έφεδρος ανθυπολοχαγός χωρίς κατά την διάρκεια της ως άνω στρατιωτικής υπηρεσίας μου (και ως κληρωτού και ως εθελοντή ανακαταταγμένου) να τιμωρηθώ πειθαρχικά. Προς τούτο σας προσκομίζω την με αριθμό πρωτοκόλλου 133244/2005 και αριθμό πράξεως 4606/2004 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της οποίας και ζητώ την ανάγνωση. Επισημαίνω ότι η παραπάνω στρατιωτική υπηρεσία μου συνεπάγετο για εμέ αυξημένη ευθύνη ακόμα και σε οικονομικά ζητήματα αφού ήμουν υπόλογος σε στρατιωτικά υλικά και προμήθειες και απαιτούσε άκρα τυπικότητα και πίστη εφαρμογή των νόμων εκ μέρους μου. Θα πρέπει δε να συνυπολογιστεί το παραπάνω και με το γεγονός ότι υπηρέτησα σε μια εποχή όπου εν γένει στον Ελληνικό Στρατό επικρατούσε μια υπερχειλίζουσα αυστηρότητα και υπήρχε τάση τιμωρία για τα πιο ασήμαντα ή ανύπαρκτα παραπτώματα.
Έτσι δεν συμμετείχα σε καμία άλλη παράνομη πράξη στο παρελθόν αλλά πάντοτε ήμουν ένας έντιμος και αξιοπρεπής οικογενειάρχης με δυο παιδιά μου τα οποία ανέθρεψα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και οι οποίοι είναι σήμερα επιστήμονες. Ειδικότερα: Η κόρη μου ... τυγχάνει απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Φρανκφούρτης, ο δε γιος μου Κ απόφοιτος της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.
Όσο δε αφορά την κοινωνική μου ζωή στους τόπους που διέμενα ουδέποτε έδωσα λαβή για δυσμενή κοινωνικά σχόλια τα οποία ξέχωρα από το πρόσωπο μου θα έπλητταν και το κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης και σε καμία περίπτωση δεν απασχόλησα το τοπικό τύπο κυρίως της πόλης της ... όπου ζω από το έτος 1984.
Συναφής προς τούτο είναι και η μαρτυρική κατάθεση του Φ καταγόμενου εκ ... κάτοικου ομοίως δημόσιου υπάλληλου (...) ο οποίος ανέφερε ότι είμαι φερέγγυος, σοβαρός, με είχε σε μεγάλη εκτίμηση και ότι στην ... είχα την φήμη του αδέκαστου Δικαστή, Σοβαρού και ότι ήμουν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος. Αυτή εμπεριέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης (σελίδες 64-65) την οποία κατάθεση ζητώ να αναγνωσθεί . Η παραπάνω κατάθεση συμπίπτει σε πολλά σημεία και με το περιεχόμενο των προσκομισθεισών από εμέ εκθέσεων επιθεωρήσεως των οποίων και ζητώ εκ νέου την ανάγνωση.
Στην δε εργασία μου ως δικαστικός υπάλληλος και εν συνεχεία ως δικαστικός Λειτουργός ήτοι στον επαγγελματικό μου βίο, υπήρξα πάντα επιμελής και γρήγορος στην έκδοση των αποφάσεων που ήταν πλήρεις αιτιολογημένες ανέλαβα την διεξαγωγή δύσκολων δικών πράγμα που αποδεικνύεται και από τις προσκομισθείσες 25 εκθέσεις επιθεώρησης μου από το έτος 1983 έως και το έτος 2000. Δια δε την πληρότητα των ισχυρισμών μου ώστε να υπάρχει μια πλήρης εικόνα της προσωπικότητας μου προσκόμισα και 6 αποφάσεις του Συμβουλίου Επιθεωρήσεως Δικαστών δια των οποίων έγιναν δεκτές ισάριθμες προσφυγές μου εναντίον εκθέσεων επιθεωρήσεων.
Από αυτές προκύπτει η σεμνότητα του χαρακτήρα μου η ταχύτητα στην έκδοση αποφάσεων και η ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, η ορθή κρίση στις πολιτικές και ποινικές υποθέσεις και η εν γένει εργατικότητα μου. Όλα δε αυτά παρά το σοβαρό οφθαλμολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζω ήτοι αποκόλληση αμφιβληστροειδούς δεξιού Οφθαλμού από τον Ιούνιο 1983 τραυματικός καταρράκτης και τελικώς πλήρη καταστροφή του, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αριστερού οφθαλμού από τον Οκτώβριο 1991 και καταρράκτης αυτού από το έτος 2001 και χειρουργική επέμβαση τον Οκτώβριο του 2003, το οποίο θα επηρέαζε την απόδοση οποιουδήποτε δικαστή αφού το κύριο όργανο που χρησιμοποιεί αυτός είναι οι οφθαλμοί, απαραίτητο για την ανάγνωση των έγγραφων και γενικώς για την μελέτη των δικογραφιών.
Τέλος από κανένα στοιχείο της ογκώδους δικογραφίας και των παραπάνω εκθέσεων επιθεωρήσεως (25 στον αριθμό), προέκυψε η έκδοση νομικώς εσφαλμένων αποφάσεων (πολιτικών και ποινικών) το δε πειθαρχικό μου μητρώο ως δικαστής υπήρξε λευκό. Προς τούτο σας προσκομίζω και ζητώ την ανάγνωση του με αριθμό 152/2005 και με αριθμό πρωτοκόλλου 86191/8-9-2005 πιστοποιητικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης του οποίου ζητώ την ανάγνωση και κυρίως της σελίδας 3 αυτού.
Επιπλέον και πριν την τέλεση των πράξεων ουδόλως διήγηγα βίο πολυτελή, ούτε προέβαινα σε πολυτελείς διακοπές, ούτε είχα κοινωνικές συναναστροφές με οικονομικούς και άλλους παράγοντες μεγάλης επιρροής, συναναστροφές που συνήθως προκαλούν δυσμενή σχόλια.
Προκύπτει επομένως ότι μέχρι το χρόνο τέλεσης των πράξεων που μου αποδίδονται αλλά και μετά την τέλεση αυτών διήγον έντιμο κοινωνικό ατομικό και επαγγελματικό βίο, τουτούσο μάλλον καθόσον οι αποφάσεις μου που εκδόθηκαν μετά την αποδιδόμενη δωροδοκία, ουδόλως δύνανται να θεωρηθούν ότι περιέχουν λανθασμένη νομικώς και ουσιαστικώς δικαστική κρίση εξ ου και η αδυναμία της πρωτόδικου αποφάσεως και του παραπεμπτικού βουλεύματος να αποφανθούν επί της ορθότητας αυτών. Αντίθετα εμμένανε στη θέση ότι απαιτούσα δώρα για να γίνει δεκτή ή για να απορριφθεί η αγωγή και για να επιδικαστεί υπερβολική αποζημίωση χωρίς να προσδιορίζεται εάν ήταν δυνατή η παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής ούτε τα περιστατικά βάσει των οποίων κρίνεται υπερβολική η αποζημίωση.
Ο δε εν γένει έντιμος ατομικός και κοινωνικός μου βίος αποδεικνύεται και από την αξιοπρεπή συμπεριφορά μου μετά την αποκάλυψη των αδικημάτων δεδομένου ότι αμέσως ετέθην στην διάθεση, της δικαιοσύνης ανταποκριθείς στις κλήσεις της, και ουδόλως εσκέφθην (πολύ δε μάλλον επιχείρησα) την διαφυγή μου στο εξωτερικό, δεν προσέφυγα στα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. επιδείξας καλή συμπεριφορά κατά την διάρκεια της κρατήσεως όπως προκύπτει από το συνημμένο πιστοποιητικό των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού που προσκομίζω και ζητώ την ανάγνωση.
Από όλα τα ανωτέρω έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων προκύπτει ότι συντρέχουν στο πρόσωπο μου όλες οι από τον νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις αναγνωρίσεως από το Δικαστήριο σας του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου, ατομικού, οικογενειακού, επαγγελματικού και εν γένει κοινωνικού βίου. (άρθρο 84 παράγραφος 2 ΠΚ περίπτωση α') ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΛΟΓΟΥΣ ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτός ο παραπάνω ισχυρισμός μου και να αναγνωριστεί στο πρόσωπο μου το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παράγραφος 2 περίπτωση α' ΠΚ".Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την παρακάτω αιτιολογία: "αποδείχτηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος για μακρό χρονικό διάστημα δεν έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ μετά και στην τελευταία επιμέρους πράξη του το 2005 παραμένει κρατούμενος στις φυλακές" Ο ισχυρισμός για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 82 παρ.2ε' του Π.Κ., όπως διατυπώθηκε, είναι αόριστος, γιατί δεν συνοδεύεται από τα αναγκαία για τη θεμελίωση του περιστατικά (η μόνη περικοπή που αφορά σε αυτόν είναι "επιδείξας καλή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της κρατήσεως"), πέρα από το ότι στο αιτητικό δεν ζητείται η αναγνώρισή του. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ'αυτόν ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αντίθετα ο ισχυρισμός για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. είναι ορισμένος, γιατί συνοδεύεται από τα αναγκαία για τη θεμελίωσή του περιστατικά και όφειλε το Δικαστήριο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Η ανωτέρω όμως αιτιολογία που διέλαβε, δεν είναι η απαιτούμενη κατά την προαναφερθείσα έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη, γιατί δεν διαλαμβάνονται αρνητικά περιστατικά που να αφορούν στους ανωτέρω τομείς της πριν από τις πράξεις ζωής του αναιρεσείοντος και να χαρακτηρίζουν τη ζωή αυτή ως μη έντιμη. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ, είναι κατά το σημείο αυτό βάσιμος στην ουσία. Κατά τα άρθρα 111 παρ.1 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή, ο χρόνος της οποίας στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ήμερα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ενώ, κατά το άρθρο 113 παρ.2 και 3 του ίδιου κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΠΚ και εκείνων των άρθρων 370 εδ.β και 511 του ΚΠοινΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν.3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της, οφείλει να παύσει οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης αν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, κριθεί βάσιμος. Περαιτέρω θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού συστήματος αποτελεί η αρχή in dubio pro reo, η οποία αντανακλά και στους λόγους εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, όπως είναι η παραγραφή. Έτσι εφόσον ο χρόνος τελέσεως της πράξεως εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται, οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής που επιδρά στην παραγραφή, ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή και συνεπώς θεωρείται ως χρόνος τελέσεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Τέλος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται να καθορίσει ακριβέστερα το χρόνο τελέσεως της πράξεως, όπως αυτός προέκυψε από τις αποδείξεις, αρκεί να μην επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξεως ή η τυχόν υπάρχουσα παραγραφή, αλλιώς ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η του ΚΠΔ, αφού με την μη απαγγελία της παραγραφής αλλά την καταδίκη του κατηγορουμένου, καθίσταται χειρότερη η θέση του, κατά παράβαση του άρθρου 470 του ίδιου Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ήδη αναιρεσείων Χ5 με την υπ'αριθ.2475/2006 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών) καταδικάστηκε και για τη μερικότερη πράξη παθητικής δωροδοκίας από τον δικηγόρο Ν, την οποία τέλεσε στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-2001 (που συζητήθηκε η αγωγή των πελατών του ανωτέρω δικηγόρου) μέχρι 15-10-2001. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι η μερικότερη αυτή πράξη τελέσθηκε με την απαίτηση του δώρου η οποία (απαίτηση) δεν έγινε την 5-3-2001 που συζητήθηκε η αγωγή, αλλά αρκετές μέρες αργότερα και οπωσδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος από 17-3-2001 μέχρι 15-10-2001 και ότι έτσι δεν έχει παρέλθει πενταετία μέχρι την επίδοση της κλήσεως στον κατηγορούμενο, η οποία έγινε την 16-3-2006, κατόπιν δε τούτου απέρριψε την προταθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση παραγραφής της μερικότερης αυτής πράξης παθητικής δωροδοκίας. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν, θεωρείται ως χρόνος τελέσεως της ανωτέρω μερικότερης πράξης παθητικής δωροδοκίας, η οποία είναι στιγμιαίο έγκλημα, το διάστημα από 5-3-2001 μέχρι 15-3-2001 και έτσι η πράξη αυτή υπέκυψε στην πενταετή παραγραφή, για το λόγο δε αυτόν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο περιόρισε το χρονικό διάστημα που είχε δεχτεί το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ώστε να μην υποκύψει η πράξη αυτή σε παραγραφή και στη συνέχεια καταδίκασε τον κατηγορούμενο και για την πράξη αυτή, αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, χειροτέρευσε τη θέση του εκκαλούντος κατηγορουμένου και υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η του ΚΠΔ, είναι κατά το σημείο αυτό βάσιμος στην ουσία.
Από τα παραπάνω προκύπτει: α)ότι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.ι στοιχ.Α και Δ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσειόντων των Χ1 και Χ4, είναι αβάσιμοι, β)ότι ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ2 και Χ3, είναι αβάσιμος, γ)ότι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Η του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ5, είναι βάσιμοι κατά το μέρος που αφορούν στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και στην παραγραφή της ως άνω μερικότερης πράξεως παθητικής δωροδοκίας και αβάσιμοι κατά τα λοιπά και δ)οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α, Β και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ5, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει οι αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, οι οποίες δεν περιέχουν άλλο λόγο, να απορριφθούν στο σύνολό τους και να επιβληθούν σε κάθε αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθ.583 παρ.1 του ΚΠΔ). Περαιτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα Χ5 και κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και στην καταδίκη του και για την προαναφερθείσα μερικότερη πράξη της παθητικής δωροδοκίας καθώς και ως προς την επιβληθείσα επιμέρους ποινή για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση και ως προς την συνολική ποινή και μετά ταύτα να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ' αυτού για την εν λόγω μερικότερη πράξη, κατά τα άρθρα 370 περιπτ.β και 511 του ΚΠΔ και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος που αφορά στην ελαφρυντική ως άνω περίσταση και στις ποινές, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθ.519 του ΚΠΔ). Τέλος πρέπει κατά τα λοιπά να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι του αναιρεσείοντος Χ5.

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει: 1) την από 16-7-2008 αίτηση και τους από 23-3-2009 πρόσθετους λόγους του Χ1, 2)την από 16-7-2008 αίτηση του Χ2, 3)την από 15-7-2008 αίτηση του Χ3 και 4)την από 15-7-2008 αίτηση και τους από 23-3-2009 πρόσθετους λόγους του Χ4, για αναίρεση της υπ'αριθ.539/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στους ανωτέρω αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ για τον καθένα.

Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα Χ5, κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και στην καταδίκη του για την κατωτέρω αναφερόμενη μερικότερη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, καθώς και ως προς την επιβληθείσα σ'αυτόν επιμέρους ποινή για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση και ως προς τη συνολική ποινή.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορούμενου Χ5, για το ότι κατά τον κατωτέρω τόπο και χρόνο απαίτησε, ως δικαστής, δώρα που δεν δικαιούται, με σκοπό να κριθεί μία υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου και ειδικότερα, στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-2001 μέχρι 15-3-2001, με την ιδιότητα του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε συνεκδικάσει κατά τη δικάσιμο της 5-3-2001, τις αγωγές με αριθμούς κατάθεσης 19627/2000 και 16795/2000, με αντικείμενοαποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, και ενώ ο φάκελλος της δικογραφίας βρισκόταν στα χέρια του προς μελέτη και έκδοση απόφασης, απαίτησε από το Ν, δικηγόρο εν ζωή Θεσσαλονίκης, την καταβολή σ' αυτόν, ως δώρου, του ποσού των 15.000.000 δραχμών, το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει, με σκοπό να κρίνει την υπόθεση υπέρ των εναγόντων α) ... και β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνικές Τουριστικές Επιχειρήσεις Πόρτο Σκιώνη Α.Ε.", των οποίων πληρεξούσιος δικηγόρος υπήρξε ο ως άνω Ν, και εναντίον των εναγομένων α) ... και β) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΦΟΙΝΙΞ - ΓΕΝΙΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", και στις μεν 16-10-2001 έλαβε με τον ανωτέρω σκοπό, από το Ν σε εκπλήρωση της ως άνω απαίτησης του, την οποία εκείνος (Ν) είχε αποδεχθεί κατά το ίδιο πιο πάνω διάστημα, το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, τη δε 20-11-2001 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, τα οποία κατέθεσε, μετά από υπόδειξη του, στους υπ' αριθμ.... και ... τραπεζικούς λογαριασμούς, αντίστοιχα, που αυτός (Χ5) διατηρούσε στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ. Μετά δε από αυτά, ο κατηγορούμενος Χ5 σύνταξε και δημοσίευσε στις 18-10-2001 την υπ' αριθμ.27696/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έκανε δεκτή την υπ' αριθμ.16795/2000 αγωγή των πελατών του Ν, για το ποσό των 197.554.668 δραχμών, και απέρριψε την αγωγή των αντιδίκων τους, κήρυξε δε την απόφαση αυτή προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 120.000.000 δραχμών.

Παραπέμπει ως προς τον αναιρεσείοντα Χ5 την υπόθεση κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και στην επιμέρους ποινή που του επιβλήθηκε για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση, καθώς και στην επιβληθείσα συνολική ποινή, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 21-3-2008, 3-7-2008 και 16-7-2008 αιτήσεις και τους από 19-3-2009 και 28-9-2009 πρόσθετους λόγους του ανωτέρω Χ5, για αναίρεση της υπ'αριθ.539/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 14 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή