Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Κατηγορούμενος.
Περίληψη:
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία με την επίκληση των λόγων : α) της απόλυτης ακυρότητας, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν κλητεύθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών ο διάδικος προκειμένου να λάβει γνώση των εγγράφων που υπέβαλε ο συγκατηγορούμενός του, μετά το πέρας της ανακρίσεως, ώστε να διατυπώσει τις τυχόν παρατηρήσεις του. (Ίδετε και ΑΠ 57/2008). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 2124/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2631/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Δεκεμβρίου 2007 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 181/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 269/20.05.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Eισάγω, κατ'άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία τις υπ'αριθμ. 303/27-12-2007 και 304/27-12-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων (α) Χ1 και (β) Χ2, αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν από τους ίδιους, κατά του υπ'αριθμ. 2631/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθμ. 563/2007 και 578/2007 αντίστοιχες εφέσεις των ως άνω κατηγορουμένων, κατά του υπ'αριθμ. 2807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν συνολικά τα 15.000 ευρώ (αρ. 13 στ, 14, 26 § 1, 27 § 1,45, 51,52 και 386 § 1-3α'Π.Κ. ως ισχύουν), επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα και απορρίφθηκε το αίτημα της εκκαλούσης Χ1 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Οι υπό κρίση αναιρέσεις ασκήθηκαν από τους ίδιους τους κατηγορουμένους νομοτύπως, εμπροθέσμως (αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στη Χ1 και τον αντίκλητο δικηγόρο της την 19/12/07, στο δε Χ2 την 18/12/07 και τον αντίκλητο δικηγόρο του την 19/12/07) και παραδεκτώς από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 462-463, 473 § 1, 474 και 482 § 1-3 Κ.Π.Δ. ως ισχύουν, με τις ως άνω από 27/12/2007 δηλώσεις των ιδίων των κατηγορουμένων στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν νομοτύπως οι υπ'αριθμ. 303/07 και 304/07 αντίστοιχες εκθέσεις αναίρεσης, στις οποίες αναφέρονται κατά την εκτίμηση του περιεχομένου τους ως λόγοι αναίρεσης η (α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (β) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, του άρθρου 386 § 1-3α' Π.Κ., που εφαρμόστηκε και (γ) απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 § ιδ', 484 § ια', β'και δ' Κ.Π.Δ.). Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως (βλ. εκθ. αναίρεσης).
(Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρ. 309 § 2 εδ. ε' Κ.Π.Δ., αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στη κρίση του Συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή του αντικλήτους για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διάταξης αυτής η οποία κατά τα αρ. 316 § 2 και 318 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται και στη διαδικασία στο Συμβούλιο Εφετών, επάγεται σε σχέση με τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, κατ'άρ. 171 § 1δ' Κ.Π.Δ., η οποία κατά το άρθρ. 484 § 1α Κ.Π.Δ. είναι λόγος αναίρεσης του βουλεύματος (ΑΠ 1937/06 Π.Χρ. ΝΖ'/815, ΑΠ 865/2007 και ΑΠ 1496 κ.α.).
(
ΙΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ. μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιό ή ποιά από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 13030/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.). Η κατάθεση όμως του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι διάδικος στη ποινική διαδικασία, πρέπει είτε να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο, είτε να προκύπτει από αυτή (αιτιολογία) με βεβαιότητα, ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης (ΑΠ 757/07, ΑΠ 385/06, ΑΠ 430/04 Π.Χρ.ΝΕ/140, ΑΠ 1/2004 ΠΧρ.ΝΔ'/298 κ.ά.).
-Επειδή το παραπεμπτικό, βούλευμα έχει απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 - όπως ισχύει -- ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα- άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στo συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.)- - Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων -έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
- Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του· βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η. επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι αυτός ο Άρειος Πάγος αναφέρεται -και ορθότατα- εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού - 87 επ. Συντ.-· - Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 Π.K. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται: (α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους· αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, εκ της οποίας παραπλανήθηκε άλλος και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Κατά την παρ. 3 εδ. α του αυτού άρθρου (386 ΠΚ) -όπως ίσχυε από της ενάρξεως ισχύος του ΠΚ και με την αντικ. αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/96 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου . 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστου. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ'επάγγελμα τέλεση υπάρχει, και όταν η πράξη τελείται το πρώτον όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης .τέλεσης προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999 είναι ηπιώτερη της προηγούμενης ρύθμισης και εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν ποσοτικά όρια. Εν όψει τούτου πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό ή, κατά μείζονα λόγο, μερικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ., διατηρούν και με το νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης (βλ. ΑΠ 172/2002, ΑΠ 149/2003, ΑΠ 1 348/2003 κ.ά.), διότι αυτός απηχεί πλέον τις κατά τεκμήριον ορθότερον αντιλήψεις.
(
ΙΙl) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ'αυτού υιοθετηθείσα εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων και δη από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, όλα αυτά σε συνδυασμό και αλληλουχία μεταξύ των, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του τα εξής:
- Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ποινική δίωξη ασκήθηκε με αφορμή την από 14-6-2006 έγκληση του Ψ1, κατά των προαναφερθέντων κατηγορουμένων (αναιρεσειόντων). Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε από την προκαταρκτική εξέταση και την επακολουθήσασα κύρια ανάκριση, η οποία νομότυπα περατώθηκε, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, όλα αυτά σε συνδυασμό και αλληλουχία μεταξύ των, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ψ1 και ο δεύτερος κατηγορούμενος,Χ2 ο οποίος διατηρεί επιχείρηση εμπορίας και επεξεργασίας μαρμάρων στην Αθήνα (...., ....), συνδέονταν φιλικά από πολλών ετών. Ο εγκαλών είχε ανακοινώσει στον πρώτο κατηγορούμενο την επιθυμία και την πρόθεση του να αγοράσει ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία, στην περιοχή του ....., προκειμένου να στεγασθεί εκεί το ιατρείο του υιού του. Κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001 ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον εγκαλούντα ότι η πρώτη των κατηγορουμένων, η οποία κατά τον χρόνο εκείνο ασκούσε το επάγγελμα της εργολάβου οικοδομών, ανήγειρε με το σύστημα της αντιπαροχής μία οικοδομή στην ανωτέρω περιοχή και ότι υπήρχε στην οικοδομή αυτή διαμέρισμα για την στέγαση του ιατρείου του υιού του. Επίσης ο ανωτέρω ανέφερε στον εγκαλούντα ότι η πρώτη κατηγορούμενη, λόγω προσωρινών οικονομικών δυσχερειών, αδυνατούσε να προχωρήσει τις οικοδομικές εργασίες και ότι θα έπρεπε αυτός (εγκαλών) να την διευκολύνει οικονομικά με ένα ποσό το οποίο θα αφαιρούνταν από το τίμημα που θα συμφωνούσαν. Μάλιστα ο δεύτερος κατηγορούμενος έφερε σε τηλεφωνική επικοινωνία τον εγκαλούντα και την πρώτη κατηγορουμένη, η οποία επιβεβαίωσε όσα είχε αναφέρει ο δεύτερος κατηγορούμενος στον εγκαλούντα. Προηγουμένως ο εγκαλών και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν μεταβεί στην ανεγειρόμενη οικοδομή, η οποία ευρίσκετο, από πλευράς εργασιών, στο στάδιο του σκελετού. Έτσι πείσθηκε ο εγκαλών και εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2001, μέσα στο κατάστημα του δευτέρου κατηγορουμένου κατέβαλε σ' αυτόν (δεύτερο κατηγορούμενο) το ποσό των 70000 Euro, προκειμένου αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) να το παραδώσει στην συγκατηγορούμενή του, και έλαβε από αυτόν (δεύτερο κατηγορούμενο) πέντε (5) τραπεζικές επιταγές συνολικού ποσού 70000 Euro. Τις επιταγές αυτές είχε εκδώσει ο υιός της πρώτης κατηγορουμένης σε διαταγή αυτής (μητέρας του), η οποία τις είχε οπισθογραφήσει και επ' αυτών έθεσε την υπογραφή του, ως οπισθογράφου, και ο δεύτερος κατηγορούμενος, κατ' απαίτηση του εγκαλούντα, ενόψει του ότι ο εγκαλών γνώριζε μόνο αυτόν. Οι επιταγές αυτές, όλες της Τράπεζας Κύπρου, είναι οι κάτωθι: α)με αριθ ....,με ημερομηνία έκδοσης την 10-1-2002,β)με αριθ......,με ημερομηνία έκδοσης την 31-1-2002,γ) με αριθ......, με ημερομηνία έκδοσης την 2-2-2002,5) με αριθ....., με ημερομηνία έκδοσης την 28-3-2002 και ε) με αριθ. ....., με ημερομηνία έκδοσης την 30-3-2002. Κατά την ημερομηνία παράδοσης των επιταγών στον εγκαλούντα, η πρώτη κατηγορούμενη, σε τηλεφωνική επικοινωνία με αυτόν, τον διαβεβαίωσε ότι το ποσό των 70000 Euro θα αφαιρούνταν από το τίμημα του διαμερίσματος που θα του μεταβίβαζε. Κατά τους αμέσως επόμενους μήνες ο εγκαλών στην προσπάθεια του να ενημερωθεί σχετικά με την υλοποίηση των συμφωνηθέντων, λάμβανε την αόριστη διαβεβαίωση του δευτέρου των κατηγορουμένων ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα. Τελικά, και ενώ η αναζήτηση της πρώτης κατηγορούμενης από τον εγκαλούντα αποδείχθηκε μάταιη, ουδεμία των επιταγών πληρώθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτών για πληρωμή. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η πρώτη κατηγορουμένη δεν είχε αναλάβει τις εργασίες για την ανέγερση της συγκεκριμένης οικοδομής, συνεπώς ουδεμία πρόθεση, αλλά και δυνατότητα, είχε να μεταβιβάσει διαμέρισμα από την οικοδομή αυτή. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να βλαβεί η περιουσία του εγκαλούντος κατά το προαναφερθέν ποσό, με αντίστοιχη ωφέλεια των κατηγορουμένων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι παρόμοιες πράξεις έχουν τελέσει και σε βάρος άλλων ατόμων μεταξύ των οποίων και σε βάρος του μάρτυρα Γ1 (βλ. κατάθεση του). Οι κατηγορούμενοι στις απολογίες των αρνούνται την πράξη για την οποία κατηγορούνται. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι ουδεμία συμφωνία για αγορά διαμερίσματος είχε γίνει μεταξύ αυτών και του εγκαλούντα. Περαιτέρω προκειμένου να δικαιολογήσουν την κατοχή των επιταγών από τον εγκαλούντα ισχυρίζονται ότι τις επιταγές αυτές εξέδωσε ο υιός της πρώτης σε διαταγή της και αυτή στη συνέχεια τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο, λόγω οφειλής αυτής προς αυτόν (δεύτερο κατηγορούμενο) από εμπορική τους συνεργασία. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, υπήρξε οφειλή της πρώτης προς τον δεύτερο κατηγορούμενο από την πώληση και τοποθέτηση από αυτόν μαρμάρων στις πολυκατοικίες που αυτή ανήγειρε. Περαιτέρω, κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ο δεύτερος κατηγορούμενος, λόγω οικονομικών του προβλημάτων, μετεβίβασε με οπισθογράφηση τις επιταγές αυτές στον εγκαλούντα, ο οποίος ασκούσε τοκογλυφική δραστηριότητα, προκειμένου να λάβει (ο δεύτερος κατηγορούμενος) χρήματα από προεξόφληση των συγκεκριμένων επιταγών. Πλην όμως ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ύπαρξης οφειλής κατ' εκείνο τον χρόνο από εμπορική συνεργασία της πρώτης προς τον δεύτερο δεν αποδείχθηκε, επιπλέον δε δεν προσκομίζουν επιταγές άλλης (προηγούμενης ) χρονικής περιόδου ώστε να συνάγεται ότι συνηθίζονταν στις μεταξύ των σχέσεις η μεταβίβαση επιταγών με οπισθογράφηση. Εξάλλου είναι χαρακτηριστική και η κατάθεση του μάρτυρα Γ1, ο οποίος στην από 14-8-2006 ένορκη κατάθεση του αναφέρει ότι και ο ίδιος κατά τον ίδιο τρόπο "έπεσε θύμα" των κατηγορουμένων, η ζημία του δε ανέρχεται στο ποσό των 130000 Euro (βλ. ως άνω κατάθεση) Ενόψει των προαναφερθέντων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλεσάντων κατηγορουμένων για την πράξη της κακουργηματικής απάτης προέβη σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Μετά ταύτα θα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθ. 319&3 Κ.Π.Δ.), στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου επιπρόσθετα αναφέρομαι. Επίσης θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση της πρώτης εκκαλούσης για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του Συμβουλίου σας ενόψει του ότι με την απολογία της ενώπιον του Ανακριτή, το απολογητικό της υπόμνημα και την συνταγείσα έκθεση εφέσεως εξέθεσε εκτενώς τις απόψεις της για την υπόθεση. Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες σχετικά με τα στοιχεία με τα στοιχεία του αποδιδομένου στους αναιρεσείοντες εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης, καθόσον δεν διαλαμβάνονται, πέραν της απλής μνείας των αποδεικτικών μέσων, οι αποδείξεις εκείνες από τις οποίες προέκυψαν τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα η ως άνω παρατεθείσα αιτιολογία να μην είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά εντελώς τυπική. Επιπλέον κατά την έκθεση των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη "οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα, και οι απολογίες των κατηγορουμένων, όλα αυτά σε συνδυασμό και αλληλουχία μεταξύ των" (φύλ. 4 βουλεύματος Συμβ. Εφετών Αθηνών) χωρίς να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία ότι μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο Εφετών λήφθηκε πράγματι υπόψη και η ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, καθώς συνιστά ίδιον αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων (ΑΠ 757/07, ΑΠ 385/06, ΑΠ 430/04). Επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τους αναιρεσείοντες της αποδιδομένης ως άνω κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία, η δε σχετική με το ζήτημα αυτό αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη (χωρίς αναφορά περιστατικών) της φρασεολογίας της διάταξης του άρθρ. 13 στ' Π.Κ. Ενόψει των παραπάνω ελλείψεων και ασαφειών το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και γι'αυτό πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών λόγων αναίρεσης να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 485 § 1 -519 Κ.Π.Δ.). Επικουρικά, κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικά δε για τον περί απολύτου ακυρότητος λόγον αναιρέσεως των, η οποία φέρεται ότι επήλθε εξαιτίας της παραλείψεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών να καλέσει, κατόπιν υποβολής υπομνήματος με τα σχετικών εγγράφων από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους (μετά το πέρας της κυρίας ανάκρισης και ενώ αυτοί είχαν ασκήσει ήδη τις εφέσεις των) για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν ο καθένας τις απόψεις του επ'αυτών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το Συμβούλιο δεν έκρινε τα υποβληθέντα με το υπόμνημα έγγραφα ως ουσιώδη και δεν τα αξιολόγησε για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, την οποία σχημάτισε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση κλητεύσεως των κατηγορουμένων (ΑΠ 1874/2006 Π.Χρ. ΝΖ'/2007) προκειμένου να λάβουν γνώση των εγγράφων αυτών.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 2631/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Αθήνα 30 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΜιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως της Χ1 και Χ2, με αριθμό 303/27-12-2007 και 304/27-12-2007, κατά του υπ' αριθμό 2631/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία, οι εφέσεις τους, κατά του υπ' αριθμό 2807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου(Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με παράνομο περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 περ. α, και 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Κ.Π.Δ., αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρο 316 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κ.Π.Δ., διότι αποστερεί αυτόν από υπερασπιστικό δικαίωμα, που παρέχεται σε τούτον από το νόμο και ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι υπ' αριθμό 563/12-10-2007 και 578/19-12-2007 εφέσεις των εκκαλούντων-κατηγορουμένων και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα με αριθμό 2807/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι-αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι της πράξεως της κακουργηματικής απάτης. Την κρίση του αυτή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στήριξε μεταξύ άλλων και σε σειρά εγγράφων, τα οποία προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στην πρώτη μεν περίπτωση από τον κατηγορούμενο Χ2, με το από 19-11-2007 υπόμνημά του, στη δεύτερη δε περίπτωση από την κατηγορουμένη Χ1, σε χρόνο καταφανώς μεταγενέστερο από το πέρας της κυρίας ανακρίσεως, που γνωστοποιήθηκε στους διαδίκους την 16-4-2007. Συγκεκριμένα με το από 19-11-2007 υπόμνημα του κατηγορούμενου - αναιρεσείοντος Χ2, υποβλήθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών α) αντίγραφο του κατηγορητηρίου, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο εγκαλών Γ1, β) αντίγραφο της από 4-12-2003 ένορκης κατάθεσης του ως άνω Γ1, γ) αντίγραφο της από 7-12-2005 προανακριτικής κατάθεσης του μάρτυρα Γ2, δ) αντίγραφο του υπ' αριθμό 1578/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, εναντίον του Γ2, και ε) σώματα τραπεζικών επιταγών εκδόσεως του ιδίου(Χ2). Επίσης, από μέρους της ήδη αναιρεσείουσας Χ1, είχαν υποβληθεί στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το από μηνός Νοεμβρίου 2007 υπόμνημά της, και οπωσδήποτε μετά το πέρας της ανακρίσεως, σειρά τραπεζικών επιταγών, χωρίς να έχουν κληθεί αντίστοιχα οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες, προκειμένου να λάβουν γνώση των εγγράφων εκείνων, τα οποία ο καθένας απ' αυτούς προσκόμισε για λογαριασμό του, με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση ο καθένας απ' αυτούς των εγγράφων εκείνων που προσκόμισε ο έτερος και με τον τρόπο αυτό να στερηθούν της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά ή μνεία αν λήφθηκαν υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και πολύ περισσότερο εάν τα έγγραφα αυτά ασκούν ή όχι ουσιώδη επιρροή στην κρίση του. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τον καθένα από τους αναιρεσείοντες-κατηγορούμενους και, γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τον βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του Κ.Π.Δ., πρώτο λόγο αναιρέσεως των ένδικων αιτήσεων, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, και μετά από αυτά να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, σχετικά με τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων, στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 2631/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση σχετικά με τις εφέσεις των Χ1 και Χ2, προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο (Εφετών Αθηνών) συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ