Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Πότε ο ναυτικός πράκτορας αποκτά την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πότε επέρχεται ακυρότητα στην έκδοση βουλεύματος από την έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 938/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...... Νομού ......, περί αναιρέσεως του με αριθμό 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 50/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 343/25.6.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 6/13-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Ναυπλίου Ιωάννη Γκιόλα, δυνάμει της από 13-12-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου με το υπ'αριθ. 1052/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το uπ'αριθ. 47/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Εναντίον του βουλεύματος αυτού ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση. Επί της αναιρέσεως αυτής εξεδόθη το υπ'αριθ. 1425/2007 βούλευμα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με το οποίο αναιρέθηκε το παραπάνω υπ'αριθ. 47/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Στη συνέχεια εξεδόθη το υπ'αριθ.106/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με το οποίο και πάλι απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 1052/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. Κατά του Εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 4/12/2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 13-12-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Ναυπλίου, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 6/13-12-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα (κατ'εκτίμηση) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη ακροάσεως και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμένο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή 73.000 ευρώ, κατά το άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη ισοτιμία, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, με την οποία εξωτερικεύεται η πρόθεσή του αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, που του ανατέθηκε από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε ή το τίμημα που έλαβε από την πώλησή του. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος, σε εκτέλεση σχετικής συμβάσεως, αναλαμβάνει να διαθέτει σε τρίτους εισιτήρια συγκεκριμένης ναυτιλιακής εταιρείας και στη συνέχεια δεν αποδίδει, μετά την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειας και των διαφόρων εξόδων, τα ποσά που εισέπραξε στην εντολέα του ναυτιλιακή εταιρεία, στην οποία ανήκουν, αλλά χωρίς δικαίωμα τα κατακρατεί και τα ιδιοποιείται παρανόμως (ΑΠ 1162/1999, ΑΠ 1408/1995). Ο ναυτικός πράκτορας είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας που κατ' επάγγελμα αναλαμβάνει για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή τη διεκπεραίωση ναυτικών εργασιών πρακτορείας, που αφορούν τη θαλάσσια αποστολή, όπως η έκδοση εισιτήριων, η εξυπηρέτηση των επιβατών και η καταβολή διαφόρων λιμενικών τελών. 'Ολες δε οι ενέργειες του ναυτικού πράκτορα γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, των οποίων αυτός είναι άμεσος αντιπρόσωπος. Με βάση την ανωτέρω σύμβαση πρακτορείας και τις διατάξεις των άρθρων 90 επόμ. του Εμπορικού Νόμου, 713 επόμ. ΑΚ και 3 Εισ. Ν. ΑΚ, ο ναυτικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ναυτιλιακής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της. Κατά συνέπεια για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ναυτικού πράκτορα κρίσιμη είναι η ιδιότητά του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορικής συμβάσεως και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού και ο ναυτικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επόμ. Εμπορικού Νόμου και 713 επόμ. ΑΚ (ΑΠ 1532/2007 ,ΑΠ 1120/2006, ΑΠ 492/2003).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ή του Συμβουλίου (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2005). β)Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού ( ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ( ΑΠ 770/2007, ΑΠ 1071/2005). Εξάλλου η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ'αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή, τέλος, αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο ( ΑΠ 2235/2006, ΑΠ 1873/2006). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως (ΑΠ 816/2006, ΑΠ 744/2006).
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων (τους οποίους κατονομάζει), σε συνδυασμό με την απολογία του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος διατηρεί τουριστικό ναυτιλιακό πρακτορείο στην παραλία της ......, ήταν από το 1976 ναυτιλιακός πράκτορας της ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΕΡΡΕΣ ΑΝΕ", που εκτελούσε μεταφορές στον ...... . Το 1998 η πιο πάνω εταιρία απορροφήθηκε από την εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία " ΑΝΕ FLYING DOLFINS" που εδρεύει στον ......, η οποία συνέχισε το ίδιο μεταφορικό έργο. Η νέα εταιρία συνέχισε την συνεργασία της με τον κατηγορούμενο, αφού τον επέλεξε για την ίδια θέση του πράκτορα λόγω της εμπειρίας του και της πετυχημένης πολυετούς συνεργασίας του με την προηγούμενη εταιρία. Ο τελευταίος, σε εκτέλεση της σύμβασης πρακτορείας που είχε συνάψει με την εγκαλούσα εταιρία υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, αφού εφοδιαζόταν με ακτοπλοϊκά εισιτήρια από αυτήν, τα διέθετε για την μεταφορά επιβατών και οχημάτων επ' ονόματι και για λογαριασμό της (εγκαλούσας) και εισέπραττε το αντίτιμο για λογαριασμό της, ήταν δε υποχρεωμένος να το αποδίδει σαυτήν κάθε μήνα, αφού αφαιρούσε α) ποσοστό 8% για δική του προμήθεια και β) τα έξοδα που κατέβαλε για λιμενικά τέλη, το δέσιμο των πλοίων, τη ΔΕΗ κ.α. . Τα εισιτήρια ο κατηγορούμενος τα διέθετε κατά κανόνα με το ηλεκτρονικό σύστημα, που είχε εγκαταστήσει και κατ' εξαίρεση χειρόγραφα. Κάθε μήνα ο κατηγορούμενος εξέδιδε εκκαθαριστικούς λογαριασμούς, ενώ η εγκαλούσα ΑΝΕ, κάθε δεκαπενθήμερο, προέβαινε σε λογιστικοποίηση των πωλήσεων για κάθε μορφή διαθέσεως (ηλεκτρονικά-χειρόγραφα) και εξέδιδε σχετικές αναλυτικές καταστάσεις. Ακόμα η εγκαλούσα ΑΝΕ εξέδιδε λογιστικές καρτέλες, όπου εμφανίζονταν η προμήθεια του κατηγορουμένου, τα έξοδα του και γενικά ό,τι έπρεπε να του αποδοθεί επιπλέον. Ο κατηγορούμενος, το πρώτο εξάμηνο του 2001, εξέδωσε εκκαθαρίσεις λογαριασμών για τα εισιτήρια που διέθεσε τόσο μέσω ηλεκτρονικού συστήματος όσο και χειρόγραφα, ενώ για το υπόλοιπο διάστημα του 2001 εξέδωσε εκκαθαρίσεις μόνο για χειρόγραφα εισιτήρια. Με βάση τα στοιχεία αυτά: Α) Το πρώτο εξάμηνο του 2001: α) οι πωλήσεις του μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ανήλθαν στο ποσό των 93.904.074 δραχμών κατά την εγκαλούσα και στο ποσό των 93.875.150 δραχμών κατά τον κατηγορούμενο, υπάρχει δηλαδή μικρή διαφορά, ύψους 28.924 δρχ. και β) οι πωλήσεις του με χειρόγραφα εισιτήρια ανήλθαν κατά την εγκαλούσα στο ποσόν των 1.505.390 δρχ. και κατά τον κατηγορούμενο στο ποσόν των 1452.473 δρχ. δηλαδή υπάρχει πάλι μικρή διαφορά, ύψους 52.917 δρχ., και Β) το δεύτερο εξάμηνο του 2001 οι πωλήσεις με χειρόγραφα εισιτήρια ανήλθαν, κατά την εγκαλούσα, στο ποσό των 2.307.165 δρχ., ενώ κατά τον κατηγορούμενο στο ποσό των 2.268.845 δρχ. δηλαδή υπάρχει και πάλι μικρή διαφορά ύψους. 38.320 δρχ. Για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, δηλ. μέχρι τις 10-6-2002, ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε καθόλου εκκαθαρίσεις λογαριασμού και τα μόνα στοιχεία που υπάρχουν είναι αυτά της εγκαλούσας, τα οποία πρέπει να γίνουν δεκτά, αφού όσα προσκόμισε για προηγούμενα διαστήματα συμπίπτουν κατά κανόνα, με ελάχιστες αποκλίσεις, από τα αντίστοιχα του κατηγορουμένου. Σύμφωνα λοιπόν και με τα υπόλοιπα στοιχεία και συγκεντρωτικά: α) το έτος 2001, ο κατηγορούμενος, από πωλήσεις εισιτηρίων της εγκαλούσας, εισέπραξε συνολικά 175.923.294 δρχ. και, αφού κράτησε τα έξοδα του (11.795.612 δρχ.) και την προμήθεια του (11.094.443 δρχ.), στη συνέχεια κατέβαλε σαυτήν 142.264.818 δρχ., δηλ. λιγότερα 10.766.421 δρχ. ή 31.596,25 ευρώ κατακρατώντας κυρίως το αντίτιμο των πωλήσεων του δεύτερου εξαμήνου μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διαθέσεως των εισιτηρίων και β) από 1-1-2002 μέχρι 10-6-2002, ο κατηγορούμενος, από πωλήσεις εισιτηρίων για λογαριασμό της εγκαλούσας, εισέπραξε συνολικά το ποσό των 28.923,89 ευρώ και, αφού κράτησε τα έξοδα του (271,26 ευρώ) και την προμήθεια του (8933,27 ευρώ), απέδωσε σαυτήν 2839,00 ευρώ,δηλ. λιγότερα 944,86 ευρώ. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, αν και ήταν υπόχρεος, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση, να αποδώσει στην εγκαλούσα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 10-6-2002 το ποσό των 32.541,11 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει για λογαριασμό της από την πώληση των εισιτηρίων και το είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα σαυτόν, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, αρνήθηκε να το αποδώσει σαυτήν, μολονότι οχλήθηκε με την από 28-1-2002 εξώδικη πρόσκληση της. Τούτο προκύπτει, εκτός των άλλων, από την αξιολόγηση όλων των εγγράφων που προσκομίσθηκαν και από την αντιπαραβολή: Α) της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης της ......, που υπολογίζει την συνολική οφειλή του κατηγορουμένου σε 22.177,64 ευρώ, η οποία όμως εσφαλμένα εξέφρασε την άποψη ότι στην οφειλή του δεν πρέπει να συμπεριληφθεί ποσό 8.246,26 ευρώ για καταβολή λιμενικών τελών, αφού είχε στη διάθεση της περιορισμένα παραστατικά στοιχεία και Β) της εκθέσεως του τεχνικού συμβούλου της εγκαλούσας ......, που υπολογίζει τη συνολική οφειλή του κατηγορουμένου σε 66.917,73 ευρώ, ο οποίος, όμως, εσφαλμένα προσθέτει στις οφειλές του κατηγορουμένου και το ποσό των 11.713,834 δρχ. ή 34.376,62 ευρώ, που αποτελεί υπόλοιπο από μεταφορά του έτους 2000, χωρίς να ελέγξει την ορθότητα αυτής της οφειλής και όλες τις συναλλαγές του 2000. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του και στην έφεσή του: α) αρνείται την οφειλή του αυτή και την υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, β) περιορίζει την οφειλή του σε 1500 περίπου ευρώ και γ) θεωρεί ότι η πράξη του αυτή σε κάθε περίπτωση έχει την μορφή πλημμελήματος. Οι θέσεις του όμως αυτές είναι αβάσιμες και δεν πρέπει να γίνουν δεκτές αφού η κρίση του προσβαλλομένου βουλεύματος: α) βασίζεται σε δικές του κατά μεγάλο μέρος εγγραφές και β) συμπορεύεται κατά κανόνα με τις εκθέσεις της πραγματογνώμονος και του τεχνικού συμβούλου της εγκαλούσας. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου , με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 1052/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς εκθέτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την άρνησή του να αποδώσει το οφειλόμενο ποσό στην εγκαλούσα εταιρεία, όταν αυτή του το ζήτησε με το από 28/1/2002 εξώδικό της, εξωτερίκευσε τη βούλησή του να το ιδιοποιηθεί παρανόμως. Περαιτέρω σαφείς και πλήρως αιτιολογημένες είναι παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ασκώντας το επάγγελμα του ναυτικού πράκτορα, ενεργούσε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρείας, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, ο αναιρεσείων σε εκτέλεση της σύμβασης προκτορείας που είχε συνάψει με την εγκαλούσα εταιρεία υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, αφού εφοδιαζόταν με εισιτήρια από την εγκαλούσα ΑΝΕ, τα διέθετε για μεταφορές επιβατών και οχημάτων επ'ονόματι και για λογαριασμό της (εγκαλούσας) και εισέπραττε το αντίτιμο για λογαριασμό της, ήταν δε υποχρεωμένος να το αποδίδει σ'αυτήν κάθε μήνα αφού αφαιρούσε : α) ποσοστό 8 % για δική του προμήθεια και β) τα έξοδα που κατέβαλε για λιμενικά τέλη, το δέσιμο των πλοίων την ΔΕΗ κ.α. Εξάλλου δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί η ύπαρξη του δόλου στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στην μείζοντα σκέψη της παρούσας προτάσεως, αφού για τον δόλο αυτό διαλαμβάνεται αιτιολογία για την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου και προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτήν , ενώ, περαιτέρω για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, ούτε υφίσταται περίπτωση ενδεχομένου δόλου στην κρινόμενη υπόθεση. Περαιτέρω αβάσιμη είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντα για έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα, αφού, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα η ανάπτυξη της προτάσεως του Εισαγγελέα, αναφέρεται τόσο στο νομικό, όσο και στο ουσιαστικό μέρος της υποθέσεως. Άλλωστε την έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος, ως λόγο αναιρέσεως, διότι δεν έχει προς τούτο έννομο συμφέρον (ΑΠ 1280/2007, ΑΠ 1245/2007). Τέλος αβάσιμος πρέπει να κριθεί και ο συναφής λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, με την ειδικότερη αιτίαση ότι ο Εισαγγελέας πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η υπ'αριθ. 15/14-4-2003 έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 1052/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για την υπ'αριθ. 35/30-12-2005 έφεσή του, αφού, σύμφωνα με το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, τελικά έγινε τυπικά δεκτή και στη συνέχεια απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αληθής υπ'αριθ. 35/30-12-2005 έφεσή του, η δε αναγραφή στην εισαγγελική πρόταση της υπ'αριθ. 15/14-4-2003 εφέσεως, αντί της πραγματικής 35/30-12-2005, οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 6/13-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, κατά του υπ'αριθ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 25 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
ΣΤΕΛΙΟΣ Κ.ΓΚΡΟΖΟΣ".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία και δηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαιρέσεως) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά το ν. 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ' αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος, σε εκτέλεση σχετικής συμβάσεως, αναλαμβάνει να διαθέτει σε τρίτους εισιτήρια συγκεκριμένης ναυτιλιακής εταιρείας και στη συνέχεια δεν αποδίδει, μετά την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειας και των διαφόρων εξόδων, τα ποσά που εισέπραξε στην εντολέα του ναυτιλιακή εταιρεία, στην οποία ανήκουν, αλλά χωρίς δικαίωμα τα κατακρατεί και τα ιδιοποιείται παρανόμως. Ο ναυτικός πράκτορας είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας που κατ' επάγγελμα αναλαμβάνει για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή τη διεκπεραίωση ναυτικών εργασιών πρακτορείας, που αφορούν τη θαλάσσια αποστολή, όπως η έκδοση εισιτήριων, η εξυπηρέτηση των επιβατών και η καταβολή διαφόρων λιμενικών τελών. Όλες δε οι ενέργειες του ναυτικού πράκτορα γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, των οποίων αυτός είναι άμεσος αντιπρόσωπος. Με βάση την ανωτέρω σύμβαση πρακτορείας και τις διατάξεις των άρθρων 90 επόμ. του Εμπορικού Νόμου, 713 επόμ. ΑΚ και 3 Εισ. Ν. ΑΚ, ο ναυτικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ναυτιλιακής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της. Κατά συνέπεια για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ναυτικού πράκτορα κρίσιμη είναι η ιδιότητα του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορικής συμβάσεως και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού και ο ναυτικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επόμ. Εμπορικού Νόμου και 713 επόμ. ΑΚ. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ'αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή, τέλος, αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Tέτοια επιπρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 106/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου που το εξέδωσε, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από την κύρια ανάκριση που ενεργήθηκε νόμιμα και μάλιστα από τις καταθέσεις των μαρτύρων (τους οποίους και κατονομάζει) που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, Χ, ο οποίος διατηρεί τουριστικό ναυτιλιακό πρακτορείο στην παραλία της ......, ήταν από το 1976 ναυτιλιακός πράκτορας της ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΕΡΡΕΣ ΑΝΕ", που εκτελούσε μεταφορές στον ...... . Το 1998 η πιο πάνω εταιρία απορροφήθηκε από την εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία " ΑΝΕ FLYING DOLFINS" που εδρεύει στον Πειραιά, η οποία συνέχισε το ίδιο μεταφορικό έργο. Η νέα εταιρία συνέχισε την συνεργασία της με τον κατηγορούμενο, αφού τον επέλεξε για την ίδια θέση του πράκτορα, λόγω της εμπειρίας του και της πετυχημένης πολυετούς συνεργασίας του με την προηγούμενη εταιρία. Ο τελευταίος, σε εκτέλεση της σύμβασης πρακτορείας που είχε συνάψει με την εγκαλούσα εταιρία, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα, αφού εφοδιαζόταν με ακτοπλοϊκά εισιτήρια από αυτήν, τα διέθετε για την μεταφορά επιβατών και οχημάτων επ' ονόματι και για λογαριασμό της (εγκαλούσας) και εισέπραττε το αντίτιμο για λογαριασμό της, ήταν δε υποχρεωμένος να το αποδίδει σαυτήν κάθε μήνα, αφού αφαιρούσε α) ποσοστό 8% για δική του προμήθεια και β) το έξοδα που κατέβαλε για λιμενικά τέλη, το δέσιμο των πλοίων, τη ΔΕΗ κ.α. Τα εισιτήρια ο κατηγορούμενος τα διέθετε κατά κανόνα με το ηλεκτρονικό σύστημα, που είχε εγκαταστήσει και κατ' εξαίρεση χειρόγραφα. Κάθε μήνα ο κατηγορούμενος εξέδιδε εκκαθαριστικούς λογαριασμούς, ενώ η εγκαλούσα ΑΝΕ, κάθε δεκαπενθήμερο, προέβαινε σε λογιστικοποίηση των πωλήσεων για κάθε μορφή διαθέσεως (ηλεκτρονικά-χειρόγραφα) κα εξέδιδε σχετικές αναλυτικές καταστάσεις. Ακόμα η εγκαλούσα ΑΝΕ εξέδιδε λογιστικές καρτέλες, όπου εμφανίζονταν η προμήθεια του κατηγορουμένου, τα έξοδά του και γενικά ό,τι έπρεπε να του αποδοθεί επιπλέον. Ο κατηγορούμενος, το πρώτο εξάμηνο του 2001, εξέδωσε εκκαθαρίσεις λογαριασμών για τα εισιτήρια που διέθεσε τόσο μέσω ηλεκτρονικού συστήματος όσο και χειρόγραφα, ενώ για το υπόλοιπο διάστημα του 2001 εξέδωσε εκκαθαρίσεις μόνο για χειρόγραφα εισιτήρια. Με βάση τα στοιχεία αυτά: Α) Το πρώτο εξάμηνο του 2001: α) οι πωλήσεις του μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ανήλθαν στο ποσό των 93.904.074 δραχμών κατά την εγκαλούσα και στο ποσό των 93.875.150 δραχμών κατά τον κατηγορούμενο, υπάρχει δηλαδή μικρή διαφορά, ύψους 28.924 δρχ. και β) οι πωλήσεις του με χειρόγραφα εισιτήρια ανήλθαν κατά την εγκαλούσα στο ποσόν των 1.505.390 δρχ. και κατά τον κατηγορούμενο στο ποσόν των 1.452.473 δρχ. δηλαδή υπάρχει πάλι μικρή διαφορά, ύψους 52.917 δρχ., και Β) το δεύτερο εξάμηνο του 2001 οι πωλήσεις με χειρόγραφα εισιτήρια ανήλθαν, κατά την εγκαλούσα, στο ποσό των 2.307.165 δρχ., ενώ κατά τον κατηγορούμενο στο ποσό των 2.268.845 δρχ. δηλαδή υπάρχει και πάλι μικρή διαφορά ύψους. 38.320 δρχ. Για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, δηλ. μέχρι τις 10-6-2002, ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε καθόλου εκκαθαρίσεις λογαριασμού και τα μόνα στοιχεία που υπάρχουν είναι αυτά της εγκαλούσας, τα οποία πρέπει να γίνουν δεκτά, αφού όσα προσκόμισε για προηγούμενα διαστήματα συμπίπτουν κατά κανόνα, με ελάχιστες αποκλίσεις, από τα αντίστοιχα του κατηγορουμένου. Σύμφωνα λοιπόν και με τα υπόλοιπα στοιχεία και συγκεντρωτικά: α) το έτος 2001, ο κατηγορούμενος, από πωλήσεις εισιτηρίων της εγκαλούσας, εισέπραξε συνολικά 175.923.294 δρχ. και, αφού κράτησε τα έξοδα του (11.795.612) και την προμήθειά του (11.094.443 δρχ.), στη συνέχεια κατέβαλε σ'αυτήν 142.264.818 δραχμ., δηλαδή λιγότερα 10.766.421 δρχ. ή 31.596,25 ευρώ, κατακρατώντας κυρίως το αντίτιμο των πωλήσεων του δεύτερου εξαμήνου μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διαθέσεως των εισιτηρίων και β) από 1.1.2002 μέχρι 10.6.2002, ο κατηγορούμενος, από πωλήσεις εισιτηρίων για λογαριασμό της εγκαλούσας, εισέπραξε συνολικά το ποσό των 28.923,89 ευρώ και, αφού κράτησε τα έξοδά του (271,26 ευρώ) και την προμήθειά του (8.933,27 ευρώ), απέδωσε σ'αυτήν 2.839,00 ευρώ, δηλαδή λιγότερα 944,86 ευρώ. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, αν και ήταν υπόχρεος, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση, να αποδώσει στην εγκαλούσα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 10-6-2002 το ποσό των 32.541, 11 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει για λογαριασμό της από την πώληση των εισιτηρίων και το είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα σαυτόν, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, αρνήθηκε να το αποδώσει σαυτήν, μολονότι οχλήθηκε με την από 28-1-2002 εξώδικη πρόσκληση της. Τούτο προκύπτει, εκτός των άλλων, από την αξιολόγηση όλων των εγγράφων που προσκομίσθηκαν και από την αντιπαραβολή: Α) της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης της ......, που υπολογίζει την συνολική οφειλή του κατηγορουμένου σε 22.177,64 ευρώ, η οποία όμως εσφαλμένα εξέφρασε την άποψη ότι στην οφειλή του δεν πρέπει να συμπεριληφθεί ποσό 8.246,26 ευρώ για καταβολή λιμενικών τελών, αφού είχε στη διάθεση της περιορισμένα παραστατικά στοιχεία και Β) της εκθέσεως του τεχνικού συμβούλου της εγκαλούσας ......, που υπολογίζει τη συνολική οφειλή του κατηγορουμένου σε 66.917, 73 ευρώ, ο οποίος, όμως, εσφαλμένα προσθέτει στις οφειλές του κατηγορουμένου και το ποσό των 11.713, 834 δρχ. ή 34.376,62 ευρώ, που αποτελεί υπόλοιπο από μεταφορά του έτους 2000, χωρίς να ελέγξει την ορθότητα αυτής της οφειλής και όλες τις συναλλαγές του 2000. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του και στην έφεση του: α) αρνείται την οφειλή του αυτή και την υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, β) περιορίζει την οφειλή του σε 1.500 περίπου ευρώ και γ) θεωρεί ότι η πράξη του αυτή σε κάθε περίπτωση έχει την μορφή πλημμελήματος. Οι θέσεις του όμως αυτές είναι αβάσιμες και δεν πρέπει να γίνουν δεκτές αφού η κρίση του προσβαλλόμενου βουλεύματος βασίζεται σε δικές του κατά μεγάλο μέρος εγγραφές και συμπορεύεται κατά κανόνα με τις εκθέσεις του πραγματογνώμονος και του τεχνικού συμβούλου της εγκαλούσας". Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Εφετών κρίνοντας ότι από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, απέρριψε την υπ' αρ. 35/30.12.2006 έφεσή του κατά του υπ' αρ. 1.052/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ως άνω, αξιόποινη πράξη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., την οποία ορθώς εφάρμοσε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για την πληρότητα της αναφερθείσας αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην ένδικη αίτηση αναίρεσης επιπρόσθετα στοιχεία. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, αναφέρει ρητά ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την άρνησή του να αποδώσει το οφειλόμενο ποσό, των εισπράξεων των εισιτηρίων, στην εγκαλούσα εταιρεία, όταν αυτή του το ζήτησε με το από 28.1.2002 εξώδικό της, εξωτερίκευσε σαφέστατα τη βούλησή του να το ιδιοποιηθεί παρανόμως. Περαιτέρω, σαφείς και απόλυτα αιτιολογημένες είναι οι παραδοχές του βουλεύματος, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ασκώντας το επάγγελμα του ναυτικού πράκτορα, ενεργούσε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρείας, καθόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, ο αναιρεσείων, σε εκτέλεση της σύμβασης πρακτορείας που είχε συνάψει με την εγκαλούσα ναυτιλιακή εταιρεία, αφού εφοδιάζονταν με εισιτήρια από την τελευταία, τα διέθετα για μεταφορές επιβατών και οχημάτων, στο όνομα και για λογαριασμό της, εισέπραττε δε το αντίτιμο επίσης για λογαριασμό της, συγχρόνως δε ήταν υποχρεωμένος να το αποδίδει σ' αυτήν κάθε μήνα, αφού, πρώτα αφαιρούσε α) ποσοστό 8% για προμήθεια δική του και β) τα έξοδα που κατέβαλε για λιμενικά τέλη, για το δέσιμο των πλοίων, την ΔΕΗ κ.λ.π. Εξάλλου, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν ήταν ανάγκη να αιτιολογηθεί η ύπαρξη του δόλου, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού γι' αυτόν (δόλο) διαλαμβάνεται αιτιολογία στην παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου και προκύπτει, άλλωστε, από τα αναφερόμενα στην κρίση αυτή πραγματικά περιστατικά, πέρα από το γεγονός ότι, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, ούτε και υφίσταται περίπτωση ενδεχόμενου δόλου στην κρινόμενη υπόθεση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., με τον οποίον προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 481 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. "για την έφεση αποφαίνεται το συμβούλιο Εφετών, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με τα άρθρα 316, 318 και 319", κατά δε το άρθρο 138 παρ. 2 εδ. β' και παρ. 3 Κ.Π.Δ. "Τα βουλεύματα του Δικαστικού Συμβουλίου...εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά...Η παράβαση της παραγράφου 2 συνεπάγεται την ακυρότητα ... του βουλεύματος". Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 32 παρ. 1 και 171 παρ. 1 περ. β' Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί επί της ουσίας της κατηγορίας χωρίς να ακούσει προηγουμένως τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρέπει να υποβάλλει αιτιολογημένως γραπτή πρόταση επί της ουσίας, που την αναπτύσσει και προφορικά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, η ανάπτυξη της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών, αναφέρεται τόσο στο νομικό, όσο και στο ουσιαστικό μέρος της υποθέσεως και συνεπώς, η επικαλούμενη έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα, με τον δεύτερο, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμη. Αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο συναφής τρίτος λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, με την ειδικότερη αιτίαση ότι ο Εισαγγελέας Εφετών πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η υπ' αρ. 15/14.4.2003 έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου υπ' αρ. 1.052/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για την υπ' αρ. 35/30.12.2005 έφεσή του, ενόψει του ότι, σύμφωνα με το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, έγινε τελικά τυπικά δεκτή και στη συνέχεια, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η σωστή υπ' αρ. 35/30.12.2005 έφεσή του, η δε αναγραφή στην Εισαγγελική πρόταση της υπ' αρ. 15/14.4.2003 εφέσεως, αντί της ως άνω πραγματικής, οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 6/13.12.20007 αίτηση του Χ, κατοίκου ......, για αναίρεση του υπ' αρ. 106/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ