Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Ναυαγίου πρόκληση.
Περίληψη:
Πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση με επακόλουθο τον πνιγμό μελών του πληρώματος. Έννοια και στοιχεία της διατάξεως του άρθρου 277 του Π.Κ. Έννοια αμέσου και ενδεχομένου δόλου. Συνδρομή αμελείας ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το προσβαλλόμενο βούλευμα και αιτιολογημένη παραπομπή. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.
Αριθμός 1649/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 161/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Ιουνίου 2007, 22 Ιουνίου 2007, 22 Ιουνίου και 31 Μαΐου 2007, τέσσερις (4) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1212/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 42/30.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ τις υπ'αριθμ. 11/1-6-2007, 12/22-6-2007, 13/22-6-2007 και 10/31-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 161/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το υπ'αριθμ. 1840/2001 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που θα οριστεί στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, τους ανωτέρω τρεις πρώτους από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, προκειμένου να δικασθούν για ανθρωποκτονία κατά συρροή από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, καθώς και για πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπων. Το ίδιο δε Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ'αριθμ. 1309/2002 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου τον τέταρτο από τους παραπάνω αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους, προκειμένου να δικασθεί για άμεση συνέργεια με ενδεχόμενο δόλο στις ως άνω εγκληματικές πράξεις των συγκατηγορουμένων του. Κατά των εν λόγω βουλευμάτων οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο με το υπ'αριθμ. 212/2005 βούλευμά του απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις των τριών πρώτων αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων κατά του 1840/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και επικυρώθηκε έτσι αυτό. Την έφεση δε του τετάρτου αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου την έκανε το ανωτέρω δικαστικό συμβούλιο κατ'ουσίαν δεκτή, αφού μετέβαλε το νομικό χαρακτηρισμό της άμεσης συνέργειας αυτού στις παραπάνω πράξεις των συγκατηγορουμένων του, σε απλή συνέργεια στις ίδιες εγκληματικές πράξεις των τριών πρώτων, με ενδεχόμενο δόλο και στη συνέχεια παρέπεμψε και αυτόν στο ακροατήριο του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί για τις πράξεις του αυτές. Και οι τέσσερις κατηγορούμενοι άσκησαν αναιρέσεις κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος (212/2005) και επ' αυτών εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 1269/2006 απόφαση του Δικαστηρίου σας, με την οποία αναιρέθηκε το παραπάνω βούλευμα και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών συντιθέμενο από άλλες δικαστές. Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς εξέδωσε το υπ'αριθμ. 161/2007 βούλευμά του, με το οποίο Α) παρέπεμψε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς, τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι, οι μεν τρεις πρώτοι, με πρόθεση προκάλεσαν τη βύθιση πλοίου, από την οποία πράξη τους μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος ανθρώπων, που οφείλεται σε αμέλειά τους, ο δε τέταρτος παρέσχε με πρόθεση στους τρεις πρώτους απλή συνδρομή στην πρόκληση ναυαγίου, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος ανθρώπων για τον οποίο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Και Β) αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των τριών πρώτων για ανθρωποκτονία κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο και κατά του τετάρτου για άμεση συνέργεια με ενδεχόμενο δόλο στην εν λόγω πράξη της ανθρωποκτονίας κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο. Κατά της παραπεμπτικής διατάξεως του Εφετειακού αυτού βουλεύματος (161/2007) στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες ασκήθηκαν νομότυπα, παραδεκτά, αφού παραπέμπονται για κακούργημα, και εμπρόθεσμα (εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη, αντίστοιχα, στους αναιρεσείοντες στις 22-5-2007, 19-6-2007, 19-6-2007 και 22-5-2007 ενώ αυτές ασκήθηκαν απ'αυτούς στις 1-6-2007, 22-6-2007, 22-6-2007 και 31-5-2007) και πρέπει να συνεδικασθούν διότι είναι συναφείς. Περιέχουν δε όλες ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επί πλέον δε η δεύτερη και τρίτη του δευτέρου και τρίτου αναιρεσείοντος την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και επιπροσθέτως η τέταρτη του τετάρτου αναιρεσείοντος την απόλυτη ακυρότητα κατά το αρ. 309 εδ. τελευταίο ΚΠΔ και την έλλειψη νομίμου βάσεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και δ' ΚΠΔ). Τέλος στην αίτηση αναίρεσης του τετάρτου Χ4 περιέχεται και αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου σας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι με την ένδικη αίτησή του, αναπτύσσει πλήρως και διεξοδικώς τις απόψεις του, δίχως να απομένει κανένα αδιευκρίνιστο σημείο, και δεν υπάρχει ανάγκη για την παροχή περαιτέρω προφορικών εξηγήσεων και διευκρινίσεων. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης και όχι μερικά απ' αυτά (ΑΠ 1010/1997, Π.Χ. ΜΗ/354, ΑΠ 108/2000, Π.Χ. Ν/313, ΑΠ 1303/2002, Π.Χ. ΝΓ/496, ΑΠ 1304/2003, Π.Χ. ΝΔ/517). Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002, ΑΠ 1011/2000). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 2253/02 Π.Χ ΝΓ 795). Ακόμη για την πληρότητα της αιτιολογίας στο απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα, είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 417/1999, Π.Χ. Ν/40, ΑΠ 1608/2001, Π.Χ. ΝΒ/623). Εξάλλου εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 2275/2002 Π.Χ. ΝΓ/808, ΑΠ 351/2003 Π.Χ. ΝΔ/206).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 277 ΠΚ "όποιος με πρόθεση προκαλεί βύθιση ή προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείο β" επήλθε θάνατος". Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 277 Π.Κ. συνάγεται, ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικώς η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξη του πρόκληση δυνατότητος κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου ανθρώπου. Ο κίνδυνος δε αυτός μπορεί να είναι κοινός και στην εν λόγω περίπτωση (πρόκληση ναυαγίου πλοίου), διότι ναι μεν ο αριθμός των ανθρώπων που κινδυνεύουν είναι ορισμένος (οι επιβάτες του πλοίου), πλην όμως δεν είναι από πριν ορισμένο ποίοι απ'αυτούς θα πνιγούν. Η ενδεχόμενη βλάβη λοιπόν πρέπει να είναι αόριστη (να μη μπορεί να προσδιοριστεί κατ'άτομο από πριν) και όχι ο απειλούμενος ως δυνατότητα κίνδυνος, ο οποίος μπορεί και να εντοπίζεται σε ορισμένα μόνο πρόσωπα. Υποκειμενικώς δε απαιτείται πρόθεση (και υπό την μορφή του ενδεχομένου δόλου) που ενέχει τη γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση της βύθισης ή της προσάραξης του πλοίου (ΑΠ 500/2003, Π.Χ. ΝΓ/122, Μανωλεδάκης, Πρακτικά θέματα σελ. 174). Επομένως ο δόλος πρέπει να καλύπτει τόσο την πρόκληση ναυαγίου, όσο και τον κοινό κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ξένα πράγματα και ανθρώπους. Όταν όμως στην εν λόγω περίπτωση του ναυαγίου η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη προκάλεσε παραπέρα βαρύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή προκλήθηκε θάνατος, που συνεπάγεται την επιβολή της βαρύτερης ποινής (άρθρο 277 περ. γ' Π.Κ), τότε έχει συντελεσθεί το "εκ του αποτελέσματος" έγκλημα της θανατηφόρου πρόκλησης ναυαγίου. Πρόκειται, δηλαδή για την λεγόμενη "ευθύνη εκ του αποτελέσματος", η οποία προβλέπεται στο άρθρο 29 Π.Κ. και η οποία ορίζει σχετικά ότι η βαρύτερη ποινή επιβάλλεται μόνο όταν το παραπέρα αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη, υπό την έννοια δηλαδή των διατάξεων του άρθρου 28 Π.Κ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να παρατίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής (βλ. σχ. ΑΠ 300/1998, Π.Χ. ΜΗ/909). Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι οιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξης είναι πρόσωπο που έχε! ιδιαίτερη νομικά υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής παράλειψης ή ενέργειας και του επελθόντος βλαπτικού αποτελέσματος για το πλοίο και τους επιβαίνοντες σ'αυτό (ΑΠ 500/2003, Π.Χ. ΝΓ/122, ΑΠ 1153/2000, Π.Χ. ΝΑ7358). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 161/2007 (παραπεμπτικό) βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις μαρτύρων, την από 4-10-2002 πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα Α και Β, που διενεργήθηκε σε εκτέλεση του υπ'αριθμ. 301/2002 βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, τις απολογίες κατηγορουμένων, σε συνδυασμό προς τα απολογητικά αυτών υπομνήματα και τα υποβληθέντα απ'αυτούς έγγραφα, υπομνήματα, προέκυψαν τα ακόλουθα: Την 17η Ιανουαρίου 1998, στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Ιταλικής νήσου Σαρδηνίας και σε απόσταση είκοσι (20) ναυτικών μιλίων από αυτή, ενώ επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ήτοι βορειοδυτικοί άνεμοι εντάσεως 8 Beaufort (με τοπικές ριπές εντάσεως 9-10 Beaufort), με αντίστοιχο θαλάσσιο κυματισμό, βυθίσθηκε και απωλέσθηκε το υπό σημαία Ονδούρας φορτηγό (γενικού φορτίου) πλοίο " ...", πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία "Golden Dragon Shipping Company S.A.", με καταστατική έδρα την Ονδούρα και πραγματική τον Πειραιά, από όπου ασκούσε το σύνολο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, δια των τριών πρώτων των κατηγορουμένων, οι οποίοι ήταν οι νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της, κατέχοντες στο απαρτιζόμενο από αυτούς διοικητικό της συμβούλιο τις θέσεις του ταμία - διευθυντή ο χ1, του γραμματέα - διευθυντή ο Χ2 και του προέδρου - διευθυντή ο Χ3. Προκύπτει και από το από 26-1-1998 πρακτικό του - αποτελουμένου από τους τρεις πρώτους των κατηγορουμένων, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους - διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S.A.", με το οποίο εξουσιοδοτείται ο Χ1 να υποβάλει έγκληση κατά του Σπ. Κοκόλη για συκοφαντική δυσφήμηση της εταιρείας, το μεν ότι πλοιοκτήτρια του πλοίου " ..." ήταν η εν λόγω εταιρεία, ως ρητώς αναφέρεται στο υπόψη πρακτικό, γεγονός που σημαίνει ότι η εταιρεία αυτή εκμεταλλευόταν η ίδια το άνω πλοίο της και δεν ασκούσε τον εφοπλισμό αυτού κάποιο άλλο πρόσωπο και μάλιστα ο Χ1, όπως οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 ισχυρίζονται, το δε ότι την ανωτέρω εταιρεία εκπροσωπούσαν και οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων, ενεργώντας συλλογικά, και όχι μόνον ο τρίτος Χ3, όπως ο Χ1 ισχυρίζεται. Και οι τρεις ήταν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ανωτέρω εταιρείας, ήλεγχαν και διοικούσαν αυτή και ήταν και οι διαχειριστές αυτής και δι'αυτής, του βυθισθέντος πλοίου της. Το παραπάνω πλοίο " ...", πρώην "Kavo Pappas" απέκτησε με αγορά η εταιρεία "Golden Dragon Shipping Company S.A." στις 25-5-1995. Ήταν νηολογίου San Lorenzo με αριθμό L-... και HQK19, είχε ολική χωρητικότητα 4598,91 κόρων και καθαρή ΔΔΣ χωρητικότητα 895,01 κόρων, ολικό μήκος 79,52 μέτρων, πλάτος 13,50 μέτρων και ύψος 6,65 μέτρων. Ήταν κατασκευής έτους 1972, με χώρα κατασκευής την Γερμανία και έφερε δύο κύτη φορτίου με δύο στόμια κυτών έκαστο με καλύμματα. Κατά τον χρόνο του ναυαγίου (17-1-1998) διάνυε τα 26 έτη ζωής του, ήταν δηλαδή πλοίο ενεργό πέραν της 25ετίας. Την 15η Ιανουαρίου 1998, το πλοίο αυτό αναχώρησε από το λιμάνι Castellon de la Plana της Ισπανίας, φορτωμένο με 2.800 τόνους θεϊκού αμμωνίου, χύδην, με προορισμό το λιμάνι Vasto της Ιταλίας, στην Αδριατική. Το πλήρωμά του απετελείτο από εννέα άτομα. Την 17η Ιανουαρίου 1998 και περί ώρα 15.00 και ενώ το προαναφερόμενο πλοίο έπλεε κοντά στις ακτές της Σαρδηνίας, με συνθήκες σφοδρής θαλασσοταραχής, και ο πλοίαρχος είχε αποφασίσει να κατευθυνθεί προς το λιμάνι του San Antiocho της Ιταλίας, προκειμένου να προστατεύσει το πλοίο και το πλήρωμα του από την κακοκαιρία, ένα μεγάλο σε έκταση και ένταση κύμα, κτύπησε το πλοίο στην αριστερή του πλευρά και του προξένησε ρήγμα στο σημείο της γωνιακής συνδέσεως του καταστρώματος με το αμπάρι No 2, στο ύψος στηρίξεως της κουπαστής, η οποία αποκολλήθηκε στο σημείο της πόρτας του πλοηγού, δημιουργώντας έτσι μεγάλο ρήγμα στο έλασμα του εξωτερικού περιβλήματος λόγω θραύσεων των ενισχυτικών στηρίξεων (νομέων), που δεν άντεξαν τη δύναμη του μεγάλου κυματισμού, εξ αιτίας της διαβρώσεως και φθοράς αυτών, με συνέπεια την άμεση και αιφνίδια εισροή μεγάλης ποσότητας θαλασσίου ύδατος και κλίση του πλοίου προς την αριστερή πλευρά. Τότε ο πλοίαρχος, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της καταστάσεως, εξέπεμψε σήμα κινδύνου, το σήμα δε αυτό ελήφθη από το "Ράδιο Κάλιαρι". Ταυτόχρονα, λόγω της αυξανομένης κλίσεως του πλοίου, συνεπεία πληρώσεως του αμπαριού με θαλάσσια ύδατα, η οποία ενετείνετο και από τη μετατόπιση του φορτίου του, έδωσε διαταγή εγκαταλείψεως αυτού από το πλήρωμα, το οποίο και πήδησε στη θάλασσα, ενώ το πλοίο βυθιζόταν 20 ναυτικά μίλια ΝΔ της Σαρδηνίας και στο στίγμα Γ. Πλάτος : 38° 50' Β, Γ. Μήκος : 007° 59' Α (διεθνή ύδατα). Το πλήρωμα δεν είχε αρκετό χρόνο να κατεβάσει τη σωστική λέμβο και τις δύο πνευστές σχεδίες (βαρελάκια) τις παρέσυρε ο άνεμος μακριά πριν προλάβουν να επιβιβασθούν. Από το εννεαμελές πλήρωμα δύο μόνο διασώθηκαν και παρελήφθησαν από ελικόπτερο, που προσέτρεξε σε βοήθεια. Αυτοί είναι ο Έλληνας Α' μηχανικός Γ1 και ο Πακιστανός ναύτης Γ2. Τα υπόλοιπα επτά μέλη του πληρώματος, δηλαδή οι Γ3, πλοίαρχος (Ελληνας), Γ4, υποπλοίαρχος ('Ελληνας), Γ5, Β' μηχανικός (Πακιστανός), Γ6, βοηθός Μηχανικού (Πακιστανός), Γ7, ναύτης (Έλληνας), Γ8, ναύτης (Πακιστανός) και Γ9, λιπαντής (Πακιστανός) πνίγηκαν. Το εν λόγω πλοίο αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα από την έλλειψη συντηρήσεως του, η οποία επηρέαζε αμέσως την ασφαλή πλεύση τούτου και επέφερε τη βύθιση του. Ως προς την κατάσταση της αξιοπλοΐας του, το πλοίο παρακολουθούσε από την κατά το έτος 1972 ναυπήγηση του μέχρι τον μήνα Οκτώβριο 1978 ο Γερμανικός νηογνώμονας, ακολούθως δε ο Ιταλικός νηογνώμονας "Rina S.A.". Επειδή το πλοίο βρισκόταν ήδη στην τρίτη δεκαετία από τη ναυπήγηση του, η ανωτέρω εταιρεία του Ιταλικού νηογνώμονα, προκειμένου να χορηγήσει τα εκ της διεθνούς ναυσιπλοΐας προβλεπόμενα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του, ζήτησε από την τότε πλοιοκτήτρια εταιρεία να προβεί σε εκτεταμένες επισκευές επί του πλοίου, και επειδή αυτές δεν έγιναν ανέστειλε αρχικά την κλάση του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 19-4-1995 έως 21-2-1996, επιβεβαίωσε δε την αναστολή αυτή στις 22-2-1996 και ακολούθως, στις 6-6-1997, απέσυρε την κλάση του πλοίου. Εν τω μεταξύ, μετά την αναστολή της κλάσης του πλοίου από τον Ιταλικό νηογνώμονα, το πλοίο περιήλθε στην εταιρεία "Golden Dragon Shipping Company S.A." και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου, προσέφυγαν στον Ελληνικό νηογνώμονα, εταιρεία "Ελληνικός Νηογνώμονας Α.Ε.", και από τις αρχές Ιουνίου 1995 το πλοίο παρακολουθείτο από τον Νηογνώμονα αυτόν, ο οποίος και χορήγησε προσωρινά πιστοποιητικά που ίσχυαν μέχρι 31-10-1997 κα αφορούσαν την ασφάλεια-αξιοπλοΐα του πλοίου (πιστοποιητικά κλάσης, γραμμής φόρτωσης, ασφάλειας κατασκευής, ασφάλειας εξαρτισμού και ραδιοτηλεφωνίας). Χορηγήθηκαν προσωρινά, γιατί επέκειντο περιοδικές κα ειδικές επιθεωρήσεις από τον Ελληνικό Νηογνώμονα. Δεν προσέφεραν όμως οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων το πλοίο για τις απαιτούμενες για την ανανέωση των πιστοποιητικών κλάσεως περιοδικές (γραμμής φορτώσεως, ασφάλειας κατασκευής και προλήψεως ρυπάνσεως) και ειδικές (πενταετείς σκάφους και μηχανής) επιθεωρήσεις και ο Ελληνικός Νηογνώμονας ανέστειλε την κλάση του πλοίου από 31-10-1997. Γνώριζαν οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων ότι χωρίς τις άνω επιθεωρήσεις δεν θα εξέδιδε ο Ελληνικός Νηογνώμονας τα σχετικά πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου και θα ανέστελλε την κλάση αυτού και πριν προβεί ο τελευταίος στην αναστολή της κλάσεως του πλοίου, προσέφυγαν σε νέα εταιρεία, ήτοι στην εταιρεία "Honduras Maritime inspection", της οποίας επιθεωρητής και εκπρόσωπος στην Ελλάδα ήταν ο τέταρτος των κατηγορουμένων Χ4. Η εταιρεία "Honduras Maritime inspection" είναι εξουσιοδοτημένη να εκδίδει ναυτιλιακά πιστοποιητικά ασφάλειας για λογαριασμό της Κυβερνήσεως της Ονδούρας για σκάφη που έχουν τη σημαία της Ονδούρας. Χωρίς να υποδείξει και απαιτήσει την εκτέλεση των ενδεδειγμένων και απολύτως αναγκαίων επισκευών του πλοίου, επομένως δε κατά τρόπο επιλήψιμο, εξέδωσε ο τέταρτος των κατηγορουμένων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, τα εξής πιστοποιητικά με ημερομηνία εκδόσεως 18-9-1997 και λήξεως 17-2-1998 1) διεθνές πιστοποιητικό γραμμής φορτώσεως, 2) πιστοποιητικό ασφάλειας κατασκευής φορτηγού πλοίου, 3) πιστοποιητικό ασφάλειας εξαρτισμού φορτηγού πλοίου, 4) πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοτηλεφωνίας, 5) διεθνές πιστοποιητικό αποφυγής ρυπάνσεως, επί πλέον δε τα υπό στοιχεία CHCC/GR7124/97 προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως σκάφους και CCMCC/GR/124/97 προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως μηχανημάτων. Με βάση τα παραπάνω πιστοποιητικά της εταιρείας "Honduras Maritime inspection" το πλοίο μπορούσε τυπικά να εκτελεί πλόες υπό την αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι η πραγματική κατάσταση του ανταποκρίνεται κατ' ουσία σ' αυτά. Τα πιστοποιητικά αυτά, εν τούτοις, έχουν περιεχόμενο αναληθές. Εκδόθηκαν χωρίς να προηγηθούν οι απαιτούμενες εκτεταμένες αντικαταστάσεις ελασμάτων και ενισχυτικών μερών της κατασκευής του σκάφους και εργασίες συντηρήσεως μηχανών και μηχανημάτων, οι οποίες μάλιστα έπρεπε να διενεργηθούν με τις οδηγίες ειδικής κεντρικής υπηρεσίας και με μεγάλη αυστηρότητα του επιθεωρητή. Γνώριζε δε ο τέταρτος των κατηγορουμένων, καθόσον έλεγξε αυτό, ότι το πλοίο, λόγω της παλαιότητας του, πέραν των ατελειών που διαπίστωσε ο Ιταλικός Νηογνώμονας, παρουσίασε και περαιτέρω φθορές και διατρήσεις στο κατάστρωμα και στη μεταλλική-του κατασκευή. Οι φθορές στη σιδηροκατασκευή του πλοίου ήταν πάρα πολλές και συγκεκριμένα μεγάλες φθορές υπήρχαν στα κουβούσια (στόμια αμπαριών), στις σωληνώσεις δικτύου πυρκαϊάς, στα εξαεριστικά των δεξαμενών έρματος και στους μετρητές τους, επίσης στους μετρητές σεντινών και αμπαριών και πιο σημαντικό από όλα στο εξωτερικό περίβλημα του πλοίου. Εξ αιτίας εξωτερικού ρήγματος στη No 2 αριστερή δεξαμενή διπυθμένων, έμπαιναν νερά στο πλοίο, με αποτέλεσμα αυτό να βυθισθεί κατά ένα μέτρο περίπου από το όριο ασφαλείας, στον Σταυρό Θεσσαλονίκης, κατά μήνα Οκτώβριο 1997. Ακολούθως στον Πειραιά έγιναν πρόχειρη επισκευή του ρήγματος, πρόχειρες επισκευές των στομίων των αμπαριών και των καπακιών τους, μερική αντικατάσταση των πρυμναίων εξαεριστικών των δεξαμενών έρματος, πρόχειρη στεγανοποίηση των εσωτερικών ρηγμάτων των αμπαριών. Τα καπάκια των αμπαριών δεν έκλειναν και τα σκέπαζαν με μουσαμάδες. Το ότι στο πλοίο έμπαινε θαλασσινό νερό, δέχεται και ο μάρτυρας πρώην πλοίαρχος Δ. Ο διασωθείς δε Πακιστανός ναύτης αναφέρει ότι αυτός και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος ανησυχούσαν για την κακή κατάσταση του πλοίου, ότι τούτο δεν θα άντεχε πολύ, πράγμα που συνέβη. Ο διασωθείς Έλληνας μηχανικός του πλοίου προσπαθεί να αποδώσει το ναυάγιο σε υπερφόρτωση, κατά 300 τόνους ,επί πλέον, του πλοίου με εμπόρευμα, πράγμα που οι αρχές της Ισπανίας θα αντιλαμβάνοντο αμέσως και θα απαγόρευαν τον απόπλου. Επίσης προσπαθεί να εμφανίσει το ναυάγιο ως τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός, αφού η αποκόλληση της κουπαστής δεν μπορεί να επιφέρει ρήγμα στο κατάστρωμα, διότι οι νομείς (παραπέτο-κουπαστή) δεν είναι συνεχόμενοι εκείνων της πλευράς του πλοίου ή του καταστρώματος, αλλά είναι μόνον συγκολλημένοι επί του καταστρώματος. Τούτο και κατά τους πραγματογνώμονες είναι αληθές. Αλλά επίσης και κατ' αυτούς (πραγματογνώμονες), εάν η αποκόλληση του παραπέτου επιφέρει και αποκόλληση του καταστρώματος, τούτο σημαίνει ότι το κατάστρωμα στις περιοχές των κολλήσεων των ενισχυτικών της κουπαστής επί του καταστρώματος ήταν σαθρό, μειωμένου πάχους κα αντοχής λόγω υπερβολικών φθορών (ασχέτως των παχυμετρήσεων), με αποτέλεσμα η αποκόλληση του παραπέτου να αποσπάσει τμήμα του καταστρώματος, να δημιουργηθούν ρήγματα και εξ αυτών να κατακλυσθεί το No 2 κύτος με νερό, δεδομένης δε της ισχυράς θαλασσοταραχής και του ολίγου ύψους του καταστρώματος από την επιφάνεια της θάλασσας (1,30 μ.), το οποίο ευκόλως ο ολίγον πλάγιος κυματισμός των 8-10 μπωφόρ υπερβαίνει και υπερκαλύπτει αυτό (κατάστρωμα), να εισρεύσει θάλασσα, όχι τόσο από τα εξαεριστικά (σωλήνες διαμέτρου μόλις 7,5 εκατ. περίπου), αλλά από τα ρήγματα του καταστρώματος, που δημιουργήθηκαν από την αποκόλληση του παραπέτου. Λόγω δε της διαλυτότητας του φορτίου (σβόλιασμα), προκλήθηκε μετατόπιση αυτού, εισροή περισσότερου θαλασσινού νερού, γρήγορη κλίση του πλοίου και εξ αυτής η εντός ολίγων λεπτών (00,30') βύθιση του. Τόσον ο Χ1, όσον και ο επιθεωρητής Χ4, ισχυρίζονται, ότι κατά Σεπτέμβριο-Δεκέμβριο 1997, στο πλοίο έγιναν εκτεταμένες επισκευές στον Πειραιά, οπότε τούτο ήταν αξιόπλοο. Σοβαρή επισκευή δεν έλαβε χώρα, όσες δε επισκευές επουσιώδεις έγιναν, έγιναν προχείρως. Το Λιμεναρχείο Περάματος και Πειραιά γνωστοποιεί με έγγραφο του, ότι ουδεμία επισκευή του πλοίου δηλώθηκε σ' αυτό, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Οι δε πραγματογνώμονες επισημαίνουν, ότι όποια τέτοια δικαιολογητικά υπάρχουν, είναι εκ του πονηρού και δεν λαμβάνονται υπόψη. Από τις καταθέσεις των συγγενών των θυμάτων προκύπτει, ότι οι πνιγέντες διαβεβαίωναν αυτούς, ότι το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο. Οι δε Δ και Γ1 (διασωθείς) παραδέχονται, ότι το πλοίο είχε "τρύπα" (ο α') και ότι η κουπαστή ήταν αδύνατη (ο β'). Η βύθιση του πλοίου που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο των προαναφερομένων ναυτικών, ήταν αποτέλεσμα μη τηρήσεως εκ μέρους τριών πρώτων των κατηγορουμένων Χ1, Χ2 και Χ3, ως νομίμων εκπροσώπων και διαχειριστών της πλοιοκτήτριας εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S.A." των όρων ασφαλείας των εργαζομένων στο πλοίο ναυτικών αλλά κα του πλοίου. Συγκεκριμένα, η Διεθνής Σύμβαση "Περί της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα 74/1978" στο Κεφάλαιο Ι του Κανονισμού 10 "Περί επιθεωρήσεως σκάφους, μηχανής και εξαρτισμού φορτηγών πλοίων" ορίζει ότι "Το σκάφος, οι μηχανές και εξαρτισμός ενός φορτηγού πλοίου θα επιθεωρούνται μετά τη συμπλήρωση της κατασκευής αυτών και κατόπιν κατά τέτοιο τρόπο και χρονικά διαστήματα ως η Αρχή ήθελε κρίνει αναγκαίο για να εξασφαλισθεί, ότι η κατάσταση αυτών είναι από πάσης φύσεως ικανοποιητική..." και στον Κανονισμό 11 "Περί τηρήσεως των όρων μετά την επιθεώρηση" ορίζει ότι "η κατάσταση του πλοίου και του εξαρτισμού του θα διατηρείται συμφώνως προς τις διατάξεις της Σύμβασης και του παρόντος πρωτοκόλλου, ώστε να εξασφαλίζεται, ότι από πάσης φύσεως το πλοίο θα παραμείνει ικανό να ανοιγεί στη θάλασσα, χωρίς κανένα κίνδυνο για το ίδιο κα τους επιβαίνοντες αυτού". Ο δε Κανονισμός 1 της Σύμβασης περί Διεθνών Γραμμών Φόρτωσης 1966 "Περί αντοχής του περιβλήματος του σκάφους" ορίζει ότι "Η Αρχή θα πρέπει να ικανοποιείται πως η γενική κατασκευαστική αντοχή του περιβλήματος του σκάφους είναι ικανή στο βύθισμα που αντιστοιχεί στα προσδιορισμένα έξαλα του πλοίου. Πλοία κατασκευασμένα και συντηρούμενα με τις απαιτήσεις ενός νηογνώμονα αναγνωρισμένου από την Αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν ικανή αντοχή". Τις ανωτέρω διατάξεις των ως άνω Διεθνών Συμβάσεων, που έχει κυρώσει και η Ονδούρα, ήτοι το Κράτος της σημαίας του υπόψη πλοίου ( βλ. το από 24-2-2005 πιστοποιητικό του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Ναυτιλίας της Ονδούρας, που προσκόμισε ο τέταρτος των κατηγορουμένων), οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων, όργανα εκπροσωπήσεως της πλοιοκτήτριας εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S.A.", παραβίασαν και επέτρεψαν το συγκεκριμένο απόπλου του πλοίου, από τον Πειραιά προς Ισπανία και στη συνέχεια Ιταλία, αν και γνώριζαν ότι το πλοίο ήταν καθ' όλα αναξιόπλοο (εξ ου και είχε ανασταλεί δύο φορές η κλάση του από δύο διαφορετικούς νηογνώμονες, οι οποίοι και απέσυραν τελικώς την κλάση του) και η συνέχιση των πλόων του θα είχε ως αναγκαία συνέπεια τη βύθιση του με κίνδυνο για τη ζωή των μελών του πληρώματος. Οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου και των μελών του πληρώματος. Η παράλειψη τους να μην συντηρήσουν καλώς το πλοίο, ώστε τούτο να είναι ανά πάσα στιγμή αξιόπλοο, ακόμη και σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση αυτού και την πρόκληση κινδύνου για ανθρώπους καθώς και τον θάνατο (πνιγμό) των ανωτέρω ναυτικών, μελών του πληρώματος. Μεταξύ της άνω παραλείψεως και του επελθόντος ανωτέρω αποτελέσματος, συντρέχει αιτιώδης συνάφεια, γιατί αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια (καλή συντήρηση του πλοίου) που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Τη βύθιση του πλοίου με κίνδυνο ανθρώπων δεν επεδίωκαν μεν οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων, προέβλεψαν όμως ότι η παράλειψη συντηρήσεως του πλοίου θα είχε ως αναγκαία συνέπεια, εάν συνεχίζοντο οι πλόες του, τη βύθιση του με κίνδυνο για ανθρώπους, και παρά αυτά δεν ακινητοποίησαν το πλοίο για συντήρηση και επισκευές, ώστε να έχει αυτό ικανότητα ασφαλούς πλεύσεως, αλλά επέτρεψαν τον συγκεκριμένο πλου με το παραπάνω μοιραίο αποτέλεσμα. Ενήργησαν, δηλαδή, ως προς την πρόκληση ναυαγίου, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, με αναγκαίο δόλο (άμεσο δόλο β' βαθμού). Το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή ο θάνατος των επτά μελών του πληρώματος δεν οφείλεται σε δόλο, έστω και με την μορφή του ενδεχομένου, αλλά σε αμέλεια των τριών πρώτων των κατηγορουμένων. Από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα κατέβαλλε κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, σύμφωνα με τους κρατούντες και ρυθμίζοντες την άσκηση του ορισμένου επαγγέλματος νομικούς κανόνες και τις κρατούσες στον οικείο τομέα δραστηριότητας συνήθειες και της κοινής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρας και λογικής, και μπορούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση να καταβάλουν οι τρεις πρώτοι των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα αυτό (θάνατος των επτά μελών του πληρώματος), το οποίο ναι μεν προέβλεψαν ως δυνατό, όμως το απέκρουσαν και ενήργησαν όπως ενήργησαν, γιατί πίστευσαν ότι δεν θα επερχόταν. Ο τέταρτος των κατηγορουμένων Χ4, επιθεωρητής και εκπρόσωπος στην Ελλάδα της εταιρείας του νηογνώμονα της Ονδούρας "Honduras Maritime inspection", χωρίς να υποδείξει και απαιτήσει την εκτέλεση των ενδεδειγμένων και απολύτως αναγκαίων επισκευών του, χορήγησε τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου, που ήσαν αναληθή. Χωρίς τα πιστοποιητικά αυτά το υπόψη πλοίο δεν θα μπορούσε να εκτελεί πλόες. Με την χορήγηση τους, επομένως, στις 18-9-1997, ο εν λόγω κατηγορούμενος απλά συνήργησε στην πράξη των τριών πρώτων των κατηγορουμένων, της προκλήσεως ναυαγίου (δηλαδή στο βασικό έγκλημα), ώστε πρέπει επιτρεπτά να μεταβληθεί η σε βάρος του αρχικά διατυπωθείσα κατηγορία της άμεσης συνέργειας και να χαρακτηρισθεί σε απλή τοιαύτη ως προς την άνω πράξη των τριών πρώτων των κατηγορουμένων. Η συνεργεία του αυτή έγινε με αναγκαίο δόλο (άμεσο δόλο β' βαθμού) σύμφωνα με όσα περί δόλου αναφέρθηκαν ανωτέρω για την πράξη των τριών πρώτων των κατηγορουμένων, διότι και αυτός γνώριζε ότι το πλοίο διάνυε την τρίτη δεκαετία από τη ναυπήγηση του και έπρεπε να υποστεί εκτεταμένες επισκευές, αφού λόγω της παλαιότητας του, είχε μειωμένη αντοχή οφειλομένη σε διαβρώσεις και στη μακροχρόνια καταπόνηση. Γνώριζε εντεύθεν ότι το πλοίο, εκτελώντας πλόες χωρίς να είναι κατάλληλο προς τούτο, ήταν βέβαιο ότι θα βυθισθεί και ότι από τη βύθιση αυτού, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τα μέλη του πληρώματος, ο οποίος και προέκυψε, προσθέτως δε προέκυψε κα ο θάνατος μελών του πληρώματος, των προαναφερομένων επτά. Το επελθόν αυτό βαρύτερο αποτέλεσμα δεν οφείλεται σε δόλο, έστω και με τη μορφή του ενδεχομένου, αλλά σε αμέλεια και του τέταρτου των κατηγορουμένων. Από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα κατέβαλλε κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, σύμφωνα με τους κρατούντες κα ρυθμίζοντες την άσκηση του ορισμένου επαγγέλματος νομικούς κανόνες και τις κρατούσες στον οικείο τομέα δραστηριότητας συνήθειες και της κοινής, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρας και λογικής, και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να καταβάλει ο τέταρτος των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα αυτό, (θάνατος των επτά μελών του πληρώματος),το οποίο ναι μεν προέβλεψε ως δυνατό, όμως το απέκρουσε και ενήργησε όπως ενήργησε, γιατί πίστευσε ότι δεν θα επήρχετο. Σημειωτέον, ότι η αποδοχή αμέσου δόλου β' βαθμού στο αδίκημα της προκλήσεως ναυαγίου, από το οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους και στην απλή συνεργεία στο αδίκημα της προκλήσεως ναυαγίου, από το οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, δεν έρχεται σε αντίθεση με την απουσία δόλου για το τελικό αποτέλεσμα των θανάτων από αμέλεια, δεδομένου ότι το αντικείμενο της αποδοχής είναι διαφορετικό (σχετ. ΑΠ 2313/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ. 796). Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον των τριών πρώτων αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων για θανατηφόρο πρόκληση ναυαγίου από κοινού ως προς το βασικό έγκλημα και εναντίον του τετάρτου αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου για απλή συνέργεια στην πρόκληση ναυαγίου, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, προσθέτως δε προέκυψε και ο θάνατος ανθρώπων, για τον οποίο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια, εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 6 παρ. 1, 14, 16, 18 εδ. α', 19, 26, 27 παρ. ια, 28, 29, 45, 47 παρ. 1 και 2, 51 παρ. 1, 52, 94 παρ. 2, 277 στοιχ. β', γ' ΠΚ, 267, 268, 270 του Π.Κ. της Ονδούρας. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με αυτά που δέχθηκε, αναφορικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογεί πλήρως τόσο τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων του αναγκαίου για την υποκειμενική συγκρότηση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων στοιχείου του δόλου, δηλαδή του άμεσου β' βαθμού (ή αναγκαίου) δόλου, ως προς την πρόκληση ναυαγίου (βύθιση πλοίου) και την απλή συνέργεια στην πράξη αυτή, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, όσο και την ύπαρξη της συνειδητής αμέλειας που επέδειξαν αυτοί ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή το θάνατο των επτά μελών του πληρώματος. Εκθέτει δε ειδικά και την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που είχαν οι τρεις πρώτοι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι για την ασφάλεια του πλοίου και των μελών του πληρώματος, που πηγάζει από τις αναφερόμενες σ'αυτό διεθνείς συμβάσεις (που έχει κυρώσει και η Ονδούρα, ήτοι το Κράτος της σημαίας του υπόψη πλοίου) τις οποίες οι εν λόγω αναιρεσείοντες ως όργανα εκπροσωπήσεως της πλοιοκτήτριας εταιρείας, παρεβίασαν, ενώ αιτιολογεί πλήρως ότι η παράλειψή τους να μην συντηρήσουν καλώς το πλοίο, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή αξιόπλοο, ακόμη και σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση αυτού και την πρόκληση κινδύνου για ανθρώπους καθώς και τον θάνατο (πνιγμό) των επτά μελών του πληρώματος, παράλειψη που συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν ανωτέρω αποτέλεσμα, γιατί, όπως αναφέρει, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια (καλή συντήρηση του πλοίου) που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και το ότι δεν τα μνημονεύει ρητώς δεν σημαίνει ότι δεν τα έλαβε υπόψη. Η σχετική δε αιτίαση των τριών τελευταίων αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στις κρινόμενες αιτήσεις τους, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν συναξιολόγησε και δεν συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας είναι αβάσιμη, ενώ με το πρόσχημα αυτό, δηλαδή της ελλείψεως της αιτιολογίας, πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Τέλος, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, έλαβε υπόψη του κατά τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα τα οποία προσκομίσθησαν από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ3, ενώ με το υπ'αριθμ. 72/2005 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου εφετών, κλήθηκαν οι λοιποί κατηγορούμενοι να λάβουν γνώση των εγγράφων αυτών και να επιφέρουν, εάν επιθυμούσαν, εντός προθεσμίας 10 ημερών, εγγράφως τις παρατηρήσεις τους, ενώ, όπως σημειώνεται, "μετά την υποβολή των εγγράφων αυτών, δεν υπέβαλε άλλα έγγραφα ο ανωτέρω κατηγορούμενος, ούτε άλλος διάδικος, και ως εκ τούτου δεν ανακύπτει θέμα εφαρμογής του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ αναφορικώς προς άλλα έγγραφα, πέραν εκείνων για τα οποία εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 72/05 βούλευμα".
Συνεπώς δεν στερήθηκε ο αναιρεσείων Χ4 του υπερασπιστικού του δικαιώματος όπως αβασίμως υποστηρίζει.
Κατ' ακολουθία αυτών οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νομίμου βάσεως καθώς και για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Πρέπει λοιπόν να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:Α) Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ4 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Δικαστηρίου σας, Β) να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 11/1-6-2007, 12/22-6-2007, 13/22-6-2007 και 10/31-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 161/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και Γ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε καθένα από τους αναιρεσείοντες. Αθήνα 24 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά του υπ' αριθμ. 161/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκήθηκαν οι με στοιχεία 11/1-6-2007, 12/22-6-2007, 13/22-6-2007 και 10/31/5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των δια του άνω βουλεύματος παραπεμπομένων κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4 αντιστοίχως.
Συνεπώς, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και συνεκδικαζόμενες να εραυνηθούν κατ' ουσίαν.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 Κ.Π.Δ το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ4 διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως "..να διατάξετε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Αρείου Πάγου προς παροχή διευκρινίσεων και να επιτρέψετε και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης από τον συνήγορό του, εφόσον το Συμβούλιό σας μετά την λήψη υπόψη και του ως άνω υπομνήματος και των προσκομισθέντων εγγράφων διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ή ερωτηματικό σχετικά με τους ισχυρισμούς του ..." παρεκτός της ενδοιαστικής υποβολής (... εφόσον το Συμβούλιο διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία..) και της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινίσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αυτός διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 Π.Κ. με δόλο (πρόθεση) πράττει, όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών, που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει, ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τη διατύπωση αυτή στην παραπάνω διάταξη, συνάγεται, ότι καθορίζονται στο νόμο δύο μορφές δόλου, ο άμεσος και ο ενδεχόμενος. Με άμεσο δόλο ενεργεί εφενός μεν εκείνος που επιδιώκει να πραγματώσει με την πράξη του την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, αφετέρου δε και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι η συμπεριφορά του θα έχει ως αναγκαία συνέπεια το εγκληματικό αποτέλεσμα, και παρά αυτά δεν απέχει απ' αυτή. Ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος γνωρίζει ως ενδεχόμενη την από την πράξη του παραγωγή των κατά το νόμο απαρτιζόντων την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης περιστατικών και παρόλα αυτά την αποδέχεται. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι για την ύπαρξη αμελείας στην επέλευση εγκληματικού αποτελέσματος απαιτείται: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 277 Π.Κ., "Όποιος με πρόθεση προκαλεί βύθιση ή προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείο β' επήλθε θάνατος". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικά η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου ανθρώπου. Ο κίνδυνος δε αυτός μπορεί να είναι κοινός και στην εν λόγω περίπτωση (πρόκληση ναυαγίου πλοίου), διότι ναι μεν ο αριθμός των ανθρώπων που κινδυνεύουν είναι ορισμένος (οι επιβάτες του πλοίου), πλην όμως δεν είναι από πριν ορισμένο ποιοι απ' αυτούς θα πνιγούν. Η ενδεχόμενη βλάβη λοιπόν πρέπει να είναι αόριστη (να μη μπορεί να προσδιοριστεί κατ' άτομο από πριν) και όχι ο απειλούμενος ως δυνατότητα κίνδυνος, ο οποίος μπορεί και να εντοπίζεται σε ορισμένα μόνο πρόσωπα. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση (και υπό τη μορφή του ενδεχομένου δόλου) που ενέχει τη γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου, και τη θέληση της βύθισης ή της προσάραξης του πλοίου. Επομένως, ο δόλος πρέπει να καλύπτει τόσο την πρόκληση ναυαγίου, όσο και τον κοινό κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ξένα πράγματα και ανθρώπους. Όταν όμως στην εν λόγω περίπτωση του ναυαγίου η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη προκάλεσε περαιτέρω βαρύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή προκλήθηκε θάνατος, που συνεπάγεται την επιβολή της βαρύτερης ποινής (άρθρο 277 περ. γ' Π.Κ), τότε έχει συντελεσθεί το "εκ του αποτελέσματος" έγκλημα της θανατηφόρου πρόκλησης ναυαγίου. Πρόκειται, δηλαδή για την λεγόμενη "ευθύνη εκ του αποτελέσματος", η οποία προβλέπεται στο άρθρο 29 Π.Κ., και η οποία ορίζει σχετικά ότι η βαρύτερη ποινή επιβάλλεται μόνο όταν το περαιτέρω αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη, υπό την προαναφερθείσα έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 Π.Κ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να παρατίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής. Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξης είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομικά υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής παράλειψης ή ενέργειας και του επελθόντος βλαπτικού αποτελέσματος για το πλοίο και τους επιβαίνοντες σ' αυτό.
IV. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: "....Την 17η Ιανουαρίου 1998, στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Ιταλικής νήσου Σαρδηνία και σε απόσταση είκοσι (20) ναυτικών ΅ιλίων από αυτή, ενώ επικρατούσαν δυσ΅ενείς καιρικές συνθήκες, ήτοι βορειοδυτικοί άνε΅οι εντάσεως 8 Beaufort (΅ε τοπικές Ριπές εντάσεως 9-10 Beaufort), ΅ε αντίστοιχο θαλάσσιο κυ΅ατισ΅ό, βυθίσθηκε και απωλέσθηκε το υπό ση΅αία Ονδούρας φορτηγό (γενικού φορτίου) πλοίο "...", πλοιοκτησίας της εταιρείας ΅ε την επωνυ΅ία "Golden Dragon Shipping Company S.A.", ΅ε καταστατική έδρα την Ονδούρα και πραγ΅ατική τον Πειραιά, από όπου ασκούσε το σύνολο των επιχειρη΅ατικών της δραστηριοτήτων, δια των τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων, οι οποίοι ήταν οι νό΅ι΅οι εκπρόσωποι και διαχειριστές της, κατέχοντες στο απαρτιζό΅ενο από αυτούς διοικητικό της συ΅βούλιο τις θέσεις του τα΅ία - διευθυντή ο Χ1, του γρα΅΅ατέα - διευθυντή ο Χ2 και του προέδρου - διευθυντή ο Χ3. Προκύπτει και από το από 26-1-1998 πρακτικό του - αποτελου΅ένου από τους τρεις πρώτους των κατηγορου΅ένων, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους - διοικητικού συ΅βουλίου της εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S.A.", ΅ε το οποίο εξουσιοδοτείται ο Χ1 να υποβάλει έγκληση κατά του Ε για συκοφαντική δυσφή΅ηση της εταιρείας, το ΅εν ότι πλοιοκτήτρια του πλοίου "..." ήταν η εν λόγω εταιρεία, ως ρητώς αναφέρεται στο υπόψη πρακτικό, γεγονός που ση΅αίνει ότι η εταιρεία αυτή εκ΅εταλλευόταν η ίδια το άνω πλοίο της και δεν ασκούσε τον εφοπλισ΅ό αυτού κάποιο άλλο πρόσωπο και ΅άλιστα ο Χ1 , όπως οι κατηγορού΅ενοι Χ2 και Χ3 ισχυρίζονται, το δε ότι την ανωτέρω εταιρεία εκπροσωπούσαν και οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων, ενεργώντας συλλογικά, και όχι ΅όνον ο τρίτος Χ3, όπως ο Χ1 ισχυρίζεται. Και οι τρεις ήταν οι νό΅ι΅οι εκπρόσωποι της ανωτέρω εταιρείας, ήλεγχαν και διοικούσαν αυτή και ήταν και οι διαχειριστές αυτής και δι' αυτής, του βυθισθέντος πλοίου της. Το παραπάνω πλοίο "...", πρώην "Kavo Pappas" απέκτησε ΅ε αγορά η εταιρεία "Golden Dragon Shipping Company S.A." στις 25-5-1995. Ήταν νηολογίου San Lorenzo ΅ε αριθ΅ό L-... και HQK19, είχε ολική χωρητικότητα 4598,91 κόρων και καθαρή ΔΔΣ χωρητικότητα 895,01 κόρων, ολικό ΅ήκος 79,52 ΅έτρων, πλάτος 13,50 ΅έτρων και ύψος 6,65 ΅έτρων. Ήταν κατασκευής έτους 1972, ΅ε χώρα κατασκευής την Γερ΅ανία και έφερε δύο κύτη φορτίου ΅ε δύο στό΅ια κυτών έκαστο ΅ε καλύ΅΅ατα. Κατά τον χρόνο του ναυαγίου (17-1-1998) διάνυε τα 26 έτη ζωής του, ήταν δηλαδή πλοίο ενεργό πέραν της 25ετίας. Την 15η Ιανουαρίου 1998, το πλοίο αυτό αναχώρησε από το λι΅άνι Castellon de la Plana της Ισπανίας , φορτωμένο ΅ε 2.800 τόνους θειϊκού αμμωνίου, χύδην, ΅ε προορισ΅ό το λι΅άνι Vasto της lταλίας, στην Αδριατική. Το πλήρω΅ά του απετελείτο από εννέα άτο΅α. Την 17η Ιανουαρίου 1998 και περί ώρα 15.00 και ενώ το προαναφερό΅ενο πλοίο έπλεε κοντά στις ακτές της Σαρδηνίας, ΅ε συνθήκες σφοδρής θαλασσοταραχής, και ο πλοίαρχος είχε αποφασίσει να κατευθυνθεί προς το λι΅άνι του San Antiocho της lταλίας, προκει΅ένου να προστατεύσει το πλοίο και το πλήρω΅α του από την κακοκαιρία, ένα ΅εγάλο σε έκταση και ένταση κύ΅α, κτύπησε το πλοίο στην αριστερή του πλευρά και του προξένησε ρήγ΅α στο ση΅είο της γωνιακής συνδέσεως του καταστρώ΅ατος ΅ε το α΅πάρι Νο 2, στο ύψος στηρίξεως της κουπαστής, η οποία αποκολλήθηκε στο ση΅είο της πόρτας του πλοηγού, δη΅ιουργώντας έτσι ΅εγάλο ρήγ΅α στο έλασ΅α του εξωτερικού περιβλή΅ατος λόγω θραύσεων των ενισχυτικών στηρίξεων (νο΅έων), που δεν άντεξαν τη δύνα΅η του ΅εγάλου κυ΅ατισ΅ού, εξ αιτίας της διαβρώσεως και φθοράς αυτών, ΅ε συνέπεια την ά΅εση και αιφνίδια εισροή ΅εγάλης ποσότητας θαλασσίου ύδατος και κλίση του πλοίου προς την αριστερή πλευρά. Τότε ο πλοίαρχος, αντιλα΅βανό΅ενος την κρισι΅ότητα της καταστάσεως, εξέπε΅ψε σή΅α κινδύνου, το σή΅α δε αυτό ελήφθη από το "Ράδιο Κάλιαρι". Ταυτόχρονα, λόγω της αυξανο΅ένης κλίσεως του πλοίου, συνεπεία πληρώσεως του α΅παριού ΅ε θαλάσσια ύδατα, η οποία ενετείνετο και από τη ΅ετατόπιση του φορτίου του, έδωσε διαταγή εγκαταλείψεως αυτού από το πλήρω΅α, το οποίο και πήδησε στη θάλασσα, ενώ το πλοίο βυθιζόταν 20 ναυτικά ΅ίλια ΝΔ της Σαρδηνίας και στο στίγ΅α Γ. Πλάτος: 38ο 50' Β, Γ. Μήκος : 007ο 59' Α (διεθνή ύδατα). Το πλήρω΅α δεν είχε αρκετό χρόνο να κατεβάσει τη σωστική λέ΅βο και τις δύο πνευστές σχεδίες (βαρελάκια) τις παρέσυρε ο άνε΅ος ΅ακριά πριν προλάβουν να επιβιβασθούν. Από το εννεα΅ελές πλήρω΅α δύο ΅όνο διασώθηκαν και παρελήφθησαν από ελικόπτερο, που προσέτρεξε σε βοήθεια. Αυτοί είναι ο Έλληνας Α' ΅ηχανικός Γ1 και ο Πακιστανός ναύτης Γ2. Τα υπόλοιπα επτά ΅έλη του πληρώ΅ατος, δηλαδή οι Γ3, πλοίαρχος ('Ελληνας), Γ4, υποπλοίαρχος ('Έλληνας), Γ5, Β' ΅ηχανικός (Πακιστανός), Γ6, βοηθός Μηχανικού (Πακιστανός), Γ7, ναύτης (Έλληνας), Γ8, ναύτης (Πακιστανός) και Γ9, λιπαντής (Πακιστανός) πνίγηκαν. Το εν λόγω πλοίο αντι΅ετώπιζε σοβαρό πρόβλη΅α από την έλλειψη συντηρήσεως του, η οποία επηρέαζε α΅έσως την ασφαλή πλεύση τούτου και επέφερε τη βύθιση του. Ως προς την κατάσταση της αξιοπλοϊας του, το πλοίο παρακολουθούσε από την κατά το έτος 1972 ναυπήγησή του ΅έχρι τον ΅ήνα Οκτώβριο 1978 ο Γερ΅ανικός νηογνώ΅ονας, ακολούθως δε ο Ιταλικός νηογνώ΅ονας "Rina S.A.". Επειδή το πλοίο βρισκόταν ήδη στην τρίτη δεκαετία από τη ναυπήγηση του, η ανωτέρω εταιρεία του Ιταλικού νηογνώ΅ονα, προκει΅ένου να χορηγήσει τα εκ της διεθνούς ναυσιπλοϊας προβλεπό΅ενα πιστοποιητικά αξιοπλοϊας του, ζήτησε από την τότε πλοιοκτήτρια εταιρεία να προβεί σε εκτετα΅ένες επισκευές επί του πλοίου, και επειδή αυτές δεν έγιναν ανέστειλε αρχικά την κλάση του πλοίου κατά το χρονικό διάστη΅α από 19-4-1995 έως 21-2-1996, επιβεβαίωσε δε την αναστολή αυτή στις 22-2-1996 και ακολούθως, στις 6-6-1997, απέσυρε την κλάση του πλοίου. Εν τω ΅εταξύ, ΅ετά την αναστολή της κλάσης του πλοίου από τον Ιταλικό νηογνώ΅ονα, το πλοίο περιήλθε στην εταιρεία "Golden Dragon Shipping Company S.A." και οι νό΅ι΅οι εκπρόσωποι αυτής, τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων, προκει΅ένου να εξασφαλίσουν τα πιστοποιητικά αξιοπλοϊας του πλοίου, προσέφυγαν στον Ελληνικό νηογνώ΅ονα, εταιρεία "Ελληνικός Νηογνώ΅ονας Α.Ε.", και από τις αρχές lουνίου 1995 το πλοίο παρακολουθείτο από τον Νηογνώ΅ονα αυτόν, ο οποίος και χορήγησε προσωρινά πιστοποιητικά που ίσχυαν ΅έχρι 31-10-1997 και αφορούσαν την ασφάλεια-αξιοπλοϊα του πλοίου (πιστοποιητικά κλάσης, γρα΅΅ής φόρτωσης, ασφάλειας κατασκευής, ασφάλειας εξαρτισ΅ού και ραδιοτηλεφωνίας). Χορηγήθηκαν προσωρινά, γιατί επέκειντο περιοδικές κα ειδικές επιθεωρήσεις από τον Ελληνικό Νηογνώ΅ονα. Δεν προσέφεραν ό΅ως οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων το πλοίο για τις απαιτού΅ενες για την ανανέωση των πιστοποιητικών κλάσεως περιοδικές (γρα΅΅ής φορτώσεως, ασφάλειας κατασκευής και προλήψεως ρυπάνσεως) και ειδικές (πενταετείς σκάφους και ΅ηχανής) επιθεωρήσεις και ο Ελληνικός Νηογνώ΅ονας ανέστειλε την κλάση του πλοίου από 31-10-1997. Γνώριζαν οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων ότι χωρίς τις άνω επιθεωρήσεις δεν θα εξέδιδε ο Ελληνικός Νηογνώ΅ονας τα σχετικά πιστοποιητικά αξιοπλοϊας του πλοίου και θα ανέστελλε την κλάση αυτού και πριν προβεί ο τελευταίος στην αναστολή της κλάσεως του πλοίου, προσέφυγαν σε νέα εταιρεία, ήτοι στην εταιρεία "Honduras Maritime inspection", της οποίας επιθεωρητής και εκπρόσωπος στην Ελλάδα ήταν ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων Ου΅βέρτος Μακρής. Η εταιρεία "Honduras Maritime inspection" είναι εξουσιοδοτη΅ένη να εκδίδει ναυτιλιακά πιστοποιητικά ασφάλειας για λογαριασ΅ό της Κυβερνήσεως της Ονδούρας για σκάφη που έχουν τη ση΅αία της Ονδούρας. Χωρίς να υποδείξει και απαιτήσει την εκτέλεση των ενδεδειγ΅ένων και απολύτως αναγκαίων επισκευών του πλοίου, επο΅ένως δε κατά τρόπο επιλήψι΅ο, εξέδωσε ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, τα εξής πιστοποιητικά ΅ε η΅ερο΅ηνία εκδόσεως 18-9-1997 και λήξεως 17-2-1998 1) διεθνές πιστοποιητικό γρα΅΅ής φορτώσεως, ασφάλειας κατασκευής φορτηγού πλοίου, 3) πιστοποιητικό ασφάλειας εξαρτισ΅ού φορτηγού πλοίου, 4) πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοτηλεφωνίας, 5) διεθνές πιστοποιητικό αποφυγής ρυπάνσεως, επί πλέον δε τα υπό στοιχεία CHCC/GR7124/97 προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως σκάφους και CCMCC/GR/124/97 προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως ΅ηχανη΅άτων. Με βάση τα παραπάνω πιστοποιητικά της εταιρείας "Honduras Maritime inspection" το πλοίο ΅πορούσε τυπικά να εκτελεί πλόες υπό την αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι η πραγ΅ατική κατάστασή του ανταποκρίνεται κατ' ουσία σ' αυτά. Τα πιστοποιητικά αυτά, εν τούτοις, έχουν περιεχό΅ενο αναληθές. Εκδόθηκαν χωρίς να απαιτού΅ενες εκτετα΅ένες αντικαταστάσεις ελασ΅άτων και ενισχυτικών ΅ερών της κατασκευής του σκάφους και εργασίες συντηρήσεως ΅ηχανών και ΅ηχανη΅άτων, οι οποίες ΅άλιστα έπρεπε να διενεργηθούν ΅ε τις οδηγίες ειδικής κεντρικής υπηρεσίας και ΅ε ΅εγάλη αυστηρότητα του επιθεωρητή. Γνώριζε δε ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων, καθόσον έλεγξε αυτό, ότι το πλοίο, λόγω της παλαιότητας του, πέραν των ατελειών που διαπίστωσε ο Ιταλικός Νηογνώ΅ονας, παρουσίασε και περαιτέρω φθορές και διατρήσεις στο κατάστρω΅α και στη ΅εταλλική του κατασκευή. Οι φθορές στη σιδηροκατασκευή του πλοίου ήταν πάρα πολλές και συγκεκρι΅ένα ΅εγάλες φθορές υπήρχαν στα κουβούσια (στό΅ια α΅παριών), στις σωληνώσεις δικτύου πυρκαϊάς, στα εξαεριστικά των δεξα΅ενών έρ΅ατος και στους ΅ετρητές τους, επίσης στους ΅ετρητές σεντινών και α΅παριών και πιο ση΅αντικό από όλα στο εξωτερικό περίβλη΅α του πλοίου. Εξ αιτίας εξωτερικού ρήγ΅ατος στη Νο 2 αριστερή δεξα΅ενή διπυθ΅ένων, έ΅παιναν νερά στο πλοίο, ΅ε αποτέλεσ΅α αυτό να βυθισθεί κατά ένα ΅έτρο περίπου από το όριο ασφαλείας, στον Σταυρό Θεσσαλονίκης, κατά ΅ήνα Οκτώβριο 1997. Ακολούθως στον Πειραιά έγιναν πρόχειρη επισκευή του ρήγ΅ατος, πρόχειρες επισκευές των στο΅ίων των α΅παριών και των καπακιών τους, ΅ερική αντικατάσταση των πρυ΅ναίων εξαεριστικών των δεξα΅ενών έρ΅ατος, πρόχειρη στεγανοποίηση των εσωτερικών ρηγ΅άτων των α΅παριών. Τα καπάκια των α΅παριών δεν έκλειναν και τα σκέπαζαν ΅ε ΅ουσα΅άδες. Το ότι στο πλοίο έ΅παινε θαλασσινό νερό, δέχεται και ο ΅άρτυρας πρώην πλοίαρχος Δ. Ο διασωθείς δε Πακιστανός ναύτης αναφέρει ότι αυτός και τα υπόλοιπα ΅έλη του πληρώ΅ατος ανησυχούσαν για την κακή κατάσταση του πλοίου, ότι τούτο δεν θα άντεχε πολύ, πράγ΅α που συνέβη. Ο διασωθείς Έλληνας ΅ηχανικός του πλοίου προσπαθεί να αποδώσει το ναυάγιο σε υπερφόρτωση, κατά 300 τόνους, επί πλέον, του πλοίου ΅ε ε΅πόρευ΅α, πράγ΅α που οι αρχές της Ισπανίας θα αντιλα΅βάνοντο α΅έσως και θα απαγόρευαν τον απόπλου. Επίσης προσπαθεί να ε΅φανίσει το ναυάγιο ως τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός, αφού η αποκόλληση της κουπαστής δεν ΅πορεί να επιφέρει ρήγ΅α στο κατάστρω΅α, διότι οι νο΅είς (παραπέτο-κουπαστή) δεν είναι συνεχό΅ενοι εκείνων της πλευράς του πλοίου ή του καταστρώ΅ατος, αλλά είναι ΅όνον συγκολλη΅ένοι επί του καταστρώ΅ατος. Τούτο και κατά τους πραγ΅ατογνώ΅ονες είναι αληθές. Αλλά επίσης και κατ' αυτούς (πραγ΅ατογνώ΅ονες), εάν η αποκόλληση του παραπέτου επιφέρει και αποκόλληση του καταστρώ΅ατος, τούτο ση΅αίνει ότι το κατάστρω΅α στις περιοχές των κολλήσεων των ενισχυτικών της κουπαστής επί του καταστρώ΅ατος ήταν σαθρό, ΅ειω΅ένου πάχους κα αντοχής λόγω υπερβολικών φθορών (ασχέτως των παχυ΅ετρήσεων), ΅ε αποτέλεσ΅α η αποκόλληση του παραπέτου να αποσπάσει τ΅ή΅α του καταστρώ΅ατος, να δη΅ιουργηθούν ρήγ΅ατα και εξ αυτών να κατακλυσθεί το Νο 2 κύτος με νερό, δεδο΅ένης δε της ισχυράς θαλασσοταραχής και του ολίγου ύψους του καταστρώ΅ατος από την επιφάνεια της θάλασσας (1,30 ΅.), το οποίο ευκόλως ο ολίγον πλάγιος κυ΅ατισ΅ός των 8-10 ΅πωφόρ υπερβαίνει και υπερκαλύπτει αυτό (κατάστρω΅α), να εισρεύσει θάλασσα, όχι τόσο από τα εξαεριστικά (σωλήνες δια΅έτρου ΅όλις 7,5 εκατ. περίπου), αλλά από τα ρήγ΅ατα του καταστρώ΅ατος, που δη΅ιουργήθηκαν από την αποκόλληση του παραπέτου. Λόγω δε της διαλυτότητας του φορτίου (σβόλιασ΅α), προκλήθηκε ΅ετατόπιση αυτού, εισροή περισσότερου θαλασσινού νερού, γρήγορη κλίση του πλοίου και εξ αυτής η εντός ολίγων λεπτών (00.30') βύθιση του. Τόσον ο Χ1, όσον και ο επιθεωρητής Χ4, ισχυρίζονται, ότι κατά Σεπτέ΅βριο-Δεκέ΅βριο 1997, στο πλοίο έγιναν εκτετα΅ένες επισκευές στον Πειραιά, οπότε τούτο ήταν αξιόπλοο. Σοβαρή επισκευή δεν έλαβε χώρα, όσες δε επισκευές επουσιώδεις έγιναν, έγιναν προχείρως. Το Λι΅εναρχείο Περά΅ατος και Πειραιά γνωστοποιεί ΅ε έγγραφο του, ότι ουδε΅ία επισκευή του πλοίου δηλώθηκε σ' αυτό, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστη΅α. Οι δε πραγ΅ατογνώ΅ονες επιση΅αίνουν, ότι όποια τέτοια δικαιολογητικά υπάρχουν, είναι εκ του πονηρού και δεν λα΅βάνονται υπόψη. Από τις καταθέσεις των συγγενών των θυ΅άτων προκύπτει, ότι οι πνιγέντες διαβεβαίωναν αυτούς, ότι το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο. Οι Δ και Γ1 (διασωθείς) παραδέχονται, ότι το πλοίο είχε "τρύπα" (ο α') και ότι η κουπαστή ήταν αδύνατη (ο β'). Η βύθιση του πλοίου που είχε ως αποτέλεσ΅α τον θάνατο των προαναφερο΅ένων ναυτικών, ήταν αποτέλεσ΅α ΅η τηρήσεως εκ ΅έρους τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων Χ1, Χ2 και Χ3, ως νο΅ί΅ων εκπροσώπων και διαχειριστών της πλοιοκτήτριας εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S .Α." των όρων ασφαλείας των εργαζο΅ένων στο πλοίο ναυτικών αλλά και του πλοίου. Συγκεκρι΅ένα, η Διεθνής Σύ΅βαση "Περί της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα 74/1978" στο Κεφάλαιο Ι του Κανονισ΅ού 10 "Περί επιθεωρήσεως σκάφους, ΅ηχανής και εξαρτισ΅ού φορτηγών πλοίων" ορίζει ότι "Το σκάφος, οι ΅ηχανές και εξαρτισ΅ός ενός φορτηγού πλοίου θα επιθεωρούνται ΅ετά τη συ΅πλήρωση της κατασκευής αυτών και κατόπιν κατά τέτοιο τρόπο και χρονικά διαστή΅ατα ως η Αρχή ήθελε κρίνει αναγκαίο για να εξασφαλισθεί, ότι η κατάσταση αυτών είναι από πάσης φύσεως ικανοποιητική ... " και στον Κανονισ΅ό 11 "Περί τηρήσεως των όρων ΅ετά την επιθεώρηση" ορίζει ότι "η κατάσταση του πλοίου και του εξαρτισ΅ού του θα διατηρείται συ΅φώνως προς τις διατάξεις της Σύ΅βασης και του παρόντος πρωτοκόλλου, ώστε να εξασφαλίζεται, ότι από πάσης φύσεως το πλοίο θα παρα΅είνει ικανό να ανοιγεί στη θάλασσα, χωρίς κανένα κίνδυνο για το ίδιο κα τους επιβαίνοντες αυτού". Ο δε Κανονισ΅ός 1 της Σύ΅βασης περί Διεθνών Γρα΅΅ών Φόρτωσης 1966 "Περί αντοχής του περιβλή΅ατος του σκάφους" ορίζει ότι "Η Αρχή θα πρέπει να ικανοποιείται πως η γενική κατασκευαστική αντοχή του περιβλή΅ατος του σκάφους είναι ικανή στο βύθισ΅α που αντιστοιχεί στα προσδιορισ΅ένα έξαλα του πλοίου. Πλοία κατασκευασ΅ένα και συντηρού΅ενα ΅ε τις απαιτήσεις ενός νηογνώ΅ονα αναγνωρισ΅ένου από την Αρχή ΅πορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν ικανή αντοχή". Τις ανωτέρω διατάξεις των ως άνω Διεθνών Συ΅βάσεων, που έχει κυρώσει και η Ονδούρα, ήτοι το Κράτος της ση΅αίας του υπόψη πλοίου ( βλ. το από 24-2-2005 πιστοποιητικό του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Ναυτιλίας της Ονδούρας, που προσκό΅ισε ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων), οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων, όργανα εκπροσωπήσεως της πλοιοκτήτριας εταιρείας "Golden Dragon Shipping Company S.A.", παραβίασαν και επέτρεψαν το συγκεκρι΅ένο απόπλου του πλοίου, από τον Πειραιά προς Ισπανία και στη συνέχεια lταλία, αν και γνώριζαν ότι το πλοίο ήταν καθ' όλα αναξιόπλοο (εξ ου και είχε ανασταλεί δύο φορές η κλάση του από δύο διαφορετικούς νηογνώ΅ονες, οι οποίοι και απέσυραν τελικώς την κλάση του) και η συνέχιση των πλόων του θα είχε ως αναγκαία συνέπεια τη βύθιση του ΅ε κίνδυνο για τη ζωή των ΅ελών του πληρώ΅ατος. Οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων είχαν ιδιαίτερη νο΅ική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου και των ΅ελών του πληρώ΅ατος. Η παράλειψη τους να ΅ην συντηρήσουν καλώς το πλοίο, ώστε τούτο να είναι ανά πάσα στιγ΅ή αξιόπλοο, ακό΅η και σε δυσ΅ενείς καιρικές συνθήκες, είχε ως αποτέλεσ΅α τη βύθιση αυτού και την πρόκληση κινδύνου για ανθρώπους καθώς και τον θάνατο (πνιγ΅ό) των ανωτέρω ναυτικών, ΅ελών του πληρώ΅ατος. Μεταξύ της άνω παραλείψεως και του επελθόντος ανωτέρω αποτελέσ΅ατος, συντρέχει αιτιώδης συνάφεια, γιατί αν γινόταν η επιβεβλη΅ένη ενέργεια (καλή συντήρηση του πλοίου) που δεν έγινε, τότε ΅ε πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας το συγκεκρι΅ένο εγκλη΅ατικό αποτέλεσ΅α δεν θα επερχόταν. Τη βύθιση του πλοίου ΅ε κίνδυνο ανθρώπων δεν επεδίωκαν ΅εν οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων, προέβλεψαν ό΅ως ότι η παράλειψη συντηρήσεως του πλοίου θα είχε ως αναγκαία συνέπεια, εάν συνεχίζοντο οι πλόες του, τη βύθιση του ΅ε κίνδυνο για ανθρώπους, και παρά αυτά δεν ακινητοποίησαν το πλοίο για συντήρηση και επισκευές, ώστε να έχει αυτό ικανότητα ασφαλούς πλεύσεως, αλλά επέτρεψαν τον συγκεκρι΅ένο πλού ΅ε το παραπάνω ΅οιραίο αποτέλεσ΅α. Ενήργησαν, δηλαδή, ως προς την πρόκληση ναυαγίου, από την οποία ΅πορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, ΅ε αναγκαίο δόλο (ά΅εσο δόλο β' βαθ΅ού). Το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσ΅α, δηλαδή ο θάνατος των επτά ΅ελών του πληρώ΅ατος δεν οφείλεται σε δόλο, έστω και ΅ε την ΅ορφή του ενδεχο΅ένου, αλλά σε α΅έλεια των τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων. Από έλλειψη της επι΅έλειας και προσοχής που ο ΅έσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα κατέβαλλε κάτω από τις ίδιες πραγ΅ατικές περιστάσεις, σύ΅φωνα ΅ε τους κρατούντες και ρυθ΅ίζοντες την άσκηση του ορισ΅ένου επαγγέλ΅ατος νο΅ικούς κανόνες και τις κρατούσες στον οικείο το΅έα δραστηριότητας συνήθειες και της κοινής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγ΅άτων, πείρας και λογικής, και ΅πορούσαν στη συγκεκρι΅ένη περίπτωση να καταβάλουν οι τρεις πρώτοι των κατηγορου΅ένων, σύ΅φωνα ΅ε τις προσωπικές τους ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσ΅α αυτό (θάνατος των επτά ΅ελών του πληρώ΅ατος), το οποίο ναι ΅εν προέβλεψαν ως δυνατό, ό΅ως το απέκρουσαν και ενήργησαν όπως ενήργησαν, γιατί πίστευσαν ότι δεν θα επερχόταν. Ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων Χ4, επιθεωρητής και εκπρόσωπος στην Ελλάδα της εταιρείας του νηογνώ΅ονα της Ονδούρας "Honduras Maritime inspection", χωρίς να υποδείξει και απαιτήσει την εκτέλεση των ενδεδειγ΅ένων και απολύτως αναγκαίων επισκευών του, χορήγησε τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά αξιοπλοϊας του πλοίου, που ήσαν αναληθή. Χωρίς τα πιστοποιητικά αυτά το υπόψη πλοίο δεν θα ΅πορούσε να εκτελεί πλόες. Με την χορήγηση τους, επο΅ένως, στις 18-9-1997, ο εν λόγω κατηγορού΅ενος απλά συνήργησε στην πράξη των τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων, της προκλήσεως ναυαγίου (δηλαδή στο βασικό έγκλη΅α), ώστε πρέπει επιτρεπτά να ΅εταβληθεί η σε βάρος του αρχικά διατυπωθείσα κατηγορία της ά΅εσης συνέργειας και να χαρακτηρισθεί σε απλή τοιαύτη ως προς την άνω πράξη των τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων. Η συνεργεία του αυτή έγινε ΅ε αναγκαίο δόλο (ά΅εσο δόλο β' βαθ΅ού) σύ΅φωνα ΅ε όσα περί δόλου αναφέρθηκαν ανωτέρω για την πράξη των τριών πρώτων των κατηγορου΅ένων, διότι και αυτός γνώριζε ότι το πλοίο διάνυε την τρίτη δεκαετία από τη ναυπήγηση του και έπρεπε να υποστεί εκτετα΅ένες επισκευές, αφού λόγω της παλαιότητας του, είχε ΅ειω΅ένη αντοχή οφειλο΅ένη σε διαβρώσεις και στη ΅ακροχρόνια καταπόνηση. Γνώριζε εντεύθεν ότι το πλοίο, εκτελώντας πλόες χωρίς να είναι κατάλληλο προς τούτο, ήταν βέβαιο ότι θα βυθισθεί και ότι από τη βύθιση αυτού, ΅πορούσε να προκύψει κίνδυνος για τα ΅έλη του πληρώ΅ατος, ο οποίος και προέκυψε, προσθέτως δε προέκυψε και ο θάνατος ΅ελών του πληρώ΅ατος, των προαναφερο΅ένων επτά. Το επελθόν αυτό βαρύτερο αποτέλεσ΅α δεν οφείλεται σε δόλο, έστω και ΅ε τη ΅ορφή του ενδεχο΅ένου, αλλά σε α΅έλεια και του τέταρτου των κατηγορου΅ένων. Από έλλειψη της επι΅έλειας και προσοχής που ο ΅έσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα κατέβαλλε κάτω από τις ίδιες πραγ΅ατικές περιστάσεις, σύ΅φωνα ΅ε τους κρατούντες και ρυθ΅ίζοντες την άσκηση του ορισ΅ένου επαγγέλ΅ατος νο΅ικούς κανόνες και τις κρατούσες στον οικείο το΅έα δραστηριότητας συνήθειες και της κοινής, κατά την συνήθη πορεία των πραγ΅άτων, πείρας και λογικής, και ΅πορούσε στη συγκεκρι΅ένη περίπτωση να καταβάλει ο τέταρτος των κατηγορου΅ένων, σύ΅φωνα ΅ε τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσ΅α αυτό, (θάνατος των επτά ΅ελών του πληρώ΅ατος), το οποίο ναι ΅εν προέβλεψε ως δυνατό, ό΅ως το απέκρουσε και ενήργησε όπως ενήργησε, γιατί πίστευσε ότι δεν θα επήρχετο. Ση΅ειωτέον, ότι η αποδοχή α΅έσου δόλου β' βαθ΅ού στο αδίκη΅α της προκλήσεως ναυαγίου, από το οποίο ΅πορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους και στην απλή συνεργεία στο αδίκη΅α της προκλήσεως ναυαγίου, από το οποίο ΅πορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, δεν έρχεται σε αντίθεση ΅ε την απουσία δόλου για το τελικό αποτέλεσ΅α των θανάτων από α΅έλεια, δεδο΅ένου ότι το αντικεί΅ενο της αποδοχής είναι διαφορετικό (σχετ. ΑΠ 2313/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ. 796)....".
Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, μεταρρυθμίζοντας εν μέρει τα πρωτόδικα υπ'αριθμ. 1840/2001 και 1309/2002 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ1, Χ2 και Χ3 για την πράξη της από πρόθεση πρόκλησης ναυαγίου από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος ανθρώπων και επήλθε εξ αυτής θάνατος ανθρώπων, οφειλόμενος σε αμέλεια τους, του δε κατηγορουμένου Χ4 για απλή συνέργεια στην άνω πράξη, ενώ αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των άνω τριών πρώτων για ανθρωποκτονία κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο και κατά του τετάρτου για άμεση συνέργεια στην τελευταία πράξη αναφορικά με τα επτά θύματα του ναυαγίου. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους-αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη για την οποία κατά τα άνω τους παραπέμπει και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή αυτών στο ακροατήριο , καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων άρθρων 26§ια, 27§1, 28,45, 47 και 277 περ.β' και γ' του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο Εφετών συνήγαγε την κρίση του ότι α) η βύθιση του αναφερομένου πλοίου, που ως αποτέλεσμα είχε τον πνιγμό των επτά μελών του πληρώματος, οφείλεται σε άμεσο δόλου δευτέρου βαθμού των τριών πρώτων κατηγορουμένων, συνδιαχειριστών της εταιρίας, στην κυριότητα της οποίας ανήκε το πλοίο β) εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παραλείψεις των αυτών ως άνω κατηγορουμένων, από τα οποία το συμβούλιο καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η παράλειψη συντηρήσεως του πλοίου θα είχε ως αναγκαία συνέπεια, εάν συνεχίζοντο οι πλόες του, τη βύθισή του ΅ε κίνδυνο για ανθρώπους, και παρά αυτά δεν ακινητοποίησαν αυτό για συντήρηση και επισκευές, ώστε να έχει αυτό ικανότητα ασφαλούς πλεύσεως, αλλά επέτρεψαν τον συγκεκρι΅ένο πλού ΅ε το παραπάνω αποτέλεσμα γ) ότι οι τρείς πρώτοι κατηγορούμενοι ήσαν νόμιμοι εκπρόσωποι και συνδιαχειριστές της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρίας και με την ιδιότητά τους αυτή είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λάβουν μέτρα ασφαλείας του πλοίου, τα οποία και παρέλειψαν να λάβουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζονται δε οι επιτακτικοί κανόνες οι οποίο επέβαλαν την υποχρέωση της λήψης μέτρων. Τέλος, επαρκώς αιτιολογείται με παράθεση πραγματικών περιστατικών η αμέλεια των αυτών κατηγορουμένων στην επέλευση του βαρύτερου εγκληματικού αποτελέσματος και προσδιορίζεται το είδος της αμελείας αυτής ως συνειδητής. Εξάλλου και για τον κατηγορούμενο Χ4, το προσβαλλόμενο βούλευμα παραθέτει πραγματικά περιστατικά προσδιοριστικά της συνδρομής αυτού στην τέλεση της πράξης, από τα οποία το Συμβούλιο δέχεται αφενός μεν ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικώς η συμμετοχή του ως απλού συνεργού στην πράξη της βύθισης του πλοίου, αφετέρου δε υποκειμενικώς ο άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού στην παραπάνω πράξη και περαιτέρω, για το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου των μελών του πληρώματος, διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι ενήργησε αυτός από συνειδητή αμέλεια τα στοιχεία της οποίας προσδιορίζονται. Ενόψει των προεκτεθέντων ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ1, με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο πλήττεται το βούλευμα ως προς την αιτιολογία αναφορικά με τον δόλο στο έγκλημα της πρόκλησης ναυαγίου, κατά το δεύτερο σκέλος για ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς την αμέλεια για το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του πνιγμού των επτά μελών του πληρώματος, και κατά το τρίτο και τέταρτο σκέλος που αναφέρονται στη μη τήρηση των μέτρων ασφαλείας και τον προσδιορισμό του επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον οποίο προέκυπτε η υποχρέωση για λήψη μέτρων ασφαλούς πλεύσεως του πλοίου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ομοίως, αβάσιμοι και απορριπτέοι είναι και ο πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, των ταυτόσημων αιτήσεων του Χ2 και Χ3 για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη από το προσβαλλόμενο βούλευμα ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με το υποκειμενικό στοιχείο, καθώς ήδη αναφέρθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του στοιχείου του δόλου, δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνονται στο βούλευμα σκέψεις, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι άνω αναιρεσείοντες, α) ότι η βύθιση του πλοίου θα απέληγε εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των ιδίων, β) ότι από την μη πραγματοποίηση επισκευών και το μη αξιόπλοο του πλοίου δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον για τη ναύλωση αυτού ούτε πληρώματα προσφερόμενα να ναυτολογηθούν και γ) να δίδεται εξήγηση στο βούλευμα γιατί το έμπειρο πλήρωμα δέχθηκε να ταξιδεύσει με αναξιόπλοο πλοίο. Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, ορθώς το βούλευμα δέχεται ότι η επέλευση του βαρύτερου εγκληματικού αποτελέσματος ( άρθρο 29 Π.Κ) πρέπει να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη, την οποία για τους αναιρεσείοντες αυτούς δέχεται ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά τούτο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις, οι παραδοχές δε αυτές δεν είναι αντίθετες με εκείνες περί απουσίας δόλου, έστω και υπό την μορφή του ενδεχομένου, για το τελικό αποτέλεσμα, παραδοχές στις οποίες και στήριξε την απαλλακτική του διάταξη για το έγκλημα της κατά συρροή ανθρωποκτονίας. Οι αιτιάσεις ότι έγιναν επισκευές επί του πλοίου, ότι το πλοίο για ορισμένο χρονικό διάστημα είχε παραμείνει " αργό ", ότι για το πλοίο έγινε έναρξη της 5ης ειδικής επιθεώρησης και επιθεωρήθηκε τον Σεπτέμβριο 1996, ότι εκτός από τον νηογνώμονα το πλοίο είχε κατά καιρούς επιθεωρηθεί και από τις Αρχές των λιμανιών στα οποία προσέγγιζε χωρίς να διαπιστωθούν ελλείψεις, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες γιατί πλήττουν την διαφορετική περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου. Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, αναφορικά με την έκθεση των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο και στα οποία στήριξε την παραπεμπτική του κρίση, στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο, ειδικώς δε αναφέρεται μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και ξεχωριστά από τα λοιπά έγγραφα, η από 4-10-2002 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των Β και Α οι οποίοι διορίσθηκαν με διάταξη του ανακριτή και το ίδιο βούλευμα στο σκεπτικό του αξιολογεί το πόρισμα των πραγματογνωμόνων, για δε τα λοιπά έγγραφα δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική αναφορά σε καθένα από αυτά και αξιολογική εκτίμηση του περιεχομένου τους ώστε εκ της μη ειδικής αναφοράς καθενός εξ αυτών να συνάγεται ότι αγνοήθηκαν. Εντεύθεν και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως των ιδίων αναιρεσειόντων για έλλειψη αιτιολογίας συνιστάμενος στη μη λήψη υπόψη της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και των υπό στοιχεία α' έως στ' στις αιτήσεις αναιρέσεως μνημονευομένων εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, για την παραπομπή του αναιρεσείοντος Χ4, το ίδιο βούλευμα έχει την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική αιτιολογία, αφού διαλαμβάνονται σ' αυτό πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή του για απλή συνέργεια στην πράξη των λοιπών κατηγορουμένων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αυτού ότι τα πιστοποιητικά τα οποία αυτός ως νηογνώμων εξέδωσε ήσαν αληθή, ότι έγιναν πραγματικές επιθεωρήσεις του πλοίου, ενώ δεν χρειαζόταν υποβρύχια επιθεώρηση, πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου και εκ του λόγου αυτού είναι απαράδεκτες. Περαιτέρω, από τις παραδοχές του βουλεύματος αναφορικά με τους Ιταλικό και Ελληνικό νηογνώμονα που παρακολουθούσαν προηγουμένως το πλοίο, ουδεμία προκύπτει ασάφεια και αντίθεση και σε κάθε περίπτωση, κρίσιμα περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται το βούλευμα για τη θεμελίωση και της δικής του ποινικής ευθύνης είναι η ανυπαρξία πραγματικού ελέγχου της καταστάσεως και του αξιόπλοου του πλοίου από του χρονικού σημείου από του οποίου ανέλαβε ως επιθεωρητής και εκπρόσωπος του νηογνώμονα τον έλεγχο αυτού και η υπ' αυτού έκδοση αναληθών πιστοποιητικών. Εξάλλου, το βούλευμα, ως προαναφέρθηκε, έχει ειδική αιτιολογία με παράθεση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την εξ αμελείας ευθύνη του και προσδιορίζουν το είδος της συμμετοχής του στο έγκλημα της πρόκλησης ναυαγίου με το επακόλουθο βαρύτερο αποτέλεσμα τον πνιγμό των αναφερομένων ναυτικών. Η αιτίαση ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που εκείνος προσκόμισε, καθώς και την πραγματογνωμοσύνη και ότι δεν εξετίμησε το περιεχόμενο αυτών, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Η προβαλλόμενη αιτίαση με την οποία ουσιαστικώς γίνεται από αυτόν διαφορετική αξιολόγηση και εκτίμηση του πορίσματος των επιθεωρητών, αποσπάσματα του οποίου (πορίσματος) παρατίθενται στο αναιρετήριο, πλήττει την ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου και είναι απαράδεκτη.
Συνεπώς οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται το βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων τις οποίες εφάρμοσε, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίφαση απόλυτης ακυρότητας, ουσιαστικώς πλήττεται το βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, συνιστάμενη στη μη λήψη υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών του από 15-3-2005 υπομνήματός του και των συνημμένων εγγράφων τα οποία αυτός κατέθεσε εντός της προς τούτο ταχθείσης προθεσμίας, αφού κατά τα προεκτεθέντα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών διαλαμβάνει ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ δε αυτών, και ξεχωριστά από τα έγγραφα, μνημονεύει και τα υπομνήματα των διαδίκων που υποβλήθηκαν κατά τα διαδικαστικά στάδια.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ι. Απορρίπτει το αίτημα του Χ4 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο.
ΙΙ. Απορρίπτει τις με στοιχεία 11/1-6-2007, 12/22-6-2007, 13/22-6-2007 και 10/31/5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ' αριθμ.161/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ