Αριθμός 522/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Μαριάνθη Παγουτέλη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4η Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αρετής Βλαστού, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Π. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Δήμητρας Πρέντζα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-9-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1675/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3789/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαριάνθη Παγουτέλη. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Η από 2-9-2019 και με ειδικό αριθ. κατάθεσης 751/2-9-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθ. 3789/1-7-2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της ασκηθείσας εφέσεως της αναιρεσίβλητης και τότε εκκαλούσας κατά της με αριθ. 1675/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της από 14-9-2015 και με αριθ. κατάθεσης 83989/2833/2015 αγωγής της αναιρεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 2-9-2019, πριν από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 27-9-2019, και εντός της, υπό του νόμου, τασσόμενης προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έγινε την 1-7-2019 (άρθρα 552, 553, 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 144 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα ως προς τη διαδικαστική πορεία της ένδικης υπόθεσης: Η αναιρεσίβλητη και τότε ενάγουσα, με την ως άνω αγωγή της, όπως η ιστορική της βάση διορθώθηκε στον πρώτο βαθμό, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορούσε ότι προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, διαχειρίστρια της οποίας ήταν η δεύτερη εναγομένη, Θ.- Α. Ε., την 1.12.2004, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και στη συνέχεια την 1.10.2013 συνήψε με την εναγομένη εταιρεία ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών ψυχολόγου, για αόριστο χρόνο. Ότι οι συμβάσεις αυτές, χαρακτηριζόμενες κατ' επίφαση ως συμβάσεις έργου, υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι παρείχε .τις υπηρεσίες της ως ψυχολόγος, με τα καθήκοντα, το ωράριο και τον συμφωνηθέντα μισθό που αναφέρει στην αγωγή, στην πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "...", μέχρι τις 16.7.2015, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της και έπαυσε η πρώτη εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ότι η ανωτέρω καταγγελία έγινε χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και συνεπώς η καταγγελία αυτή είναι άκυρη. Ότι η εν λόγω καταγγελία είναι και καταχρηστική, καθόσον έλαβε χώρα υπό τις περιστάσεις και συνθήκες που ειδικότερα εκθέτει στην αγωγή. Ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων, έχει προσβληθεί η προσωπικότητά της και η επαγγελματική της τιμή και υπόληψη. Ζήτησε, στη συνέχεια, η ενάγουσα, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής όσον αφορά την επιδίκαση μισθών υπερημερίας σε εν μέρει αναγνωριστικό, τα ακόλουθα: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 16.7.2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της και να της καταβάλει τις συμφωνημένες αποδοχές της, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα παραβίασης της υποχρέωσής της και με απειλή προσωπικής κράτησης της δεύτερης εναγομένης - νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, γ) να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να της καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας από 1.10.2014 έως 15.7.2015 το ποσό των 25.127,50 ευρώ και για αποδοχές υπερημερίας από 16.7.2015 έως 20.1.2017 το ποσό των 39.440 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα κατά τον οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις αυτές, άλλως από την επίδοση της αγωγής, διαφορετικά και εάν κριθεί ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι έγκυρη, να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να της καταβάλει το ποσό των 17.255 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία απόλυσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 7.401,02 ευρώ για δώρα Πάσχα των ετών 2010 έως 2015, το ποσό των 12.747,83 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων των ετών 2010 έως 2014 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2015 και το ποσό των 7.105 ευρώ για επιδόματα αδείας των ετών 2010 έως 2015, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα κατά τον οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις αυτές άλλως από την επίδοση της αγωγής, ε) να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να της καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία απόλυσης, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής με απειλή προσωπικής κράτησης της δεύτερης εναγομένης. Επικουρικά ζήτησε η ενάγουσα, σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας της, να της επιδικασθούν τα παραπάνω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή, με την υπ' αριθ. 1675/2017 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια αλλά και την επικουρική της βάση, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της παραπάνω απόφασης η ενάγουσα άσκησε έφεση και επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, η προσβαλλόμενη, με αριθ. 3789/2019, απόφαση, με την οποία εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία και ήδη αναιρεσείουσα, και α) αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της, από 16-7-2015, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, η οποία σύμβαση κρίθηκε ότι ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι ανεξαρτήτων υπηρεσιών, β) υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη, με την απειλή χρηματικής ποινής, να αποδέχεται την εργασία της ενάγουσας και γ) αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ενάγουσα τα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης χρηματικά ποσά.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν' ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του. Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι' αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 1205/2020, ΑΠ 412/2019, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2242/2013). Με βάση το κριτήριο αυτό, η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και, ακόμη και εν μέρει, τον χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον, καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του, τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 617/2017, ΑΠ 2242/2013). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ' αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2105/2013). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 1775/2017, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017, ΑΠ 608/2014). Σε κάθε περίπτωση, εξ άλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ ΑΠ 13/2017, Ολ ΑΠ 8/2011 και ΟλΑΠ 7/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2639/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010(ΦΕΚ Α 66), "Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίοις στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες". Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου," Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 19/2020, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ., η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά του στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 997/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προκειμένου να καταλήξει στο ουσιώδες αποδεικτικό του πόρισμα ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα: Ότι η ενάγουσα, η οποία είναι πτυχιούχος του ... Πανεπιστημίου … με ειδίκευση στην ψυχολογία και κάτοχος μεταπτυχιακών σπουδών στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του ... στις ειδικές ανάγκες και στο βρετανικό Πανεπιστήμιο της ... στην ψυχολογία, προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη, της οποίας σκοπός είναι η παροχή υπηρεσιών ψυχολόγου και συναφών υπηρεσιών ψυχολογικής διάγνωσης, υποστήριξης και θεραπείας την 1.12.2004, προκειμένου να απασχοληθεί ως εκπαιδευόμενη ειδική παιδαγωγός- ψυχολόγος και στη συνέχεια από τον Ιανουάριο του 2005, μετά τη λήξη της εκπαίδευσης της, εξακολούθησε να εργάζεται στον ως άνω τομέα εξειδίκευσης της στην πρώτη εναγομένη. Ότι τα ειδικότερα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην ενάγουσα ήταν η αξιολόγηση παιδιών, εφήβων και ενηλίκων μέσω της συλλογής ιστορικού (με προσωπική συνέντευξη) και της χορήγησης ποικίλων τεστ ανάλογα με την περίπτωση, η χρήση του τεστ ψυχοακουστικής διερεύνησης, η παρακολούθηση των πελατών της πρώτης εναγομένης και η συμβουλευτική υποστήριξη με εξειδίκευση σε ζητήματα παιδικής δυσλεξίας, δυσορθογραφίας, προβλημάτων αντιδραστικής συμπεριφοράς, προσαρμοστικότητας, ψυχολογικών μεταπτώσεων, κοινωνικοποίησης κλπ. Ότι την 1.10.2013 καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της ενάγουσας ένα έγγραφο, που επιγράφεται "...", βάσει του οποίου συμφωνήθηκε η ενάγουσα να παρέχει στην πρώτη εναγομένη, για αόριστο χρόνο, υπηρεσίες ψυχολόγου και λοιπών συναφών ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών, σε καθημερινή βάση και κατά τις ώρες λειτουργίας της πρώτης εναγομένης, αντί μηνιαίας αμοιβής 2.125 ευρώ. Ότι περαιτέρω η ενάγουσα παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες της ήδη από τον Ιανουάριο του 2005 επί 3 ημέρες την εβδομάδα και από τον Ιούνιο του 2005 από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 14.30' έως τις 21.30', ήτοι κατά τις ώρες λειτουργίας του κέντρου που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη, κάθε εργάσιμη ημέρα και αμειβόμενη κάθε μήνα από την αρχική της πρόσληψη μέχρι το Νοέμβριο του 2006 με 1.437 ευρώ, από 1.12.2006 έως το Σεπτέμβριο του 2008 με το ποσό των 1.562,50 ευρώ, από τον Οκτώβριο του 2008 έως και 31.8.2011 με 1.875 ευρώ και από το Σεπτέμβριο του 2011 μέχρι τις 16.7.2015 , οπότε και καταγγέλθηκε από την πρώτη εναγομένη η ως άνω σύμβαση, με 2.125 ευρώ, παρείχε δε τις ως άνω υπηρεσίες της αποκλειστικά σε ασθενείς-πελάτες της πρώτης εναγομένης και εντός της έδρας της τελευταίας και με βάση τις προγραμματισμένες συναντήσεις (ραντεβού) με αυτούς που είχαν κανονιστεί από το διοικητικό προσωπικό της πρώτης εναγομένης και είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα, χρησιμοποιώντας (η ενάγουσα) γραφείο, υπολογιστές και μηχανήματα που η πρώτη εναγομένη της διέθετε, τελώντας υπό την εποπτεία και υπό τις οδηγίες της δεύτερης εναγομένης, νόμιμης εκπροσώπου και διαχειρίστριας της πρώτης εναγομένης, η δε ενάγουσα καθ όλη τη διάρκεια της ανωτέρω απασχόλησής της αξιολογούσε τα αποτελέσματα των πιο πάνω τεστ που διενεργούσε με την καθοδήγηση της δεύτερης εναγομένης και η τελευταία στη συνέχεια υπαγόρευε στην ενάγουσα τη θεραπευτική μέθοδο αντιμετώπισης των προβλημάτων που παρουσίαζε ο κάθε ασθενής-πελάτης της πρώτης εναγομένης ενώ αμειβόταν κάθε μήνα με πάγια ποσά και δη με τα προεκτεθέντα κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ενώ ελάμβανε τα ποσά αυτά και τον Αύγουστο κάθε έτους κατά τα πιο πάνω χρονικά διαστήματα και για περίοδο που το κέντρο που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη ήταν κλειστό λόγω καλοκαιρινών αδειών. Επίσης η ενάγουσα, όταν δεν της είχε ανατεθεί να δει κάποιο ασθενή-πελάτη της πρώτης εναγομένης, πραγματοποιούσε διοικητικής φύσεως εργασίες, όπως σύνταξη αναφορών-ενδοεπικοινωνίας για την πορεία των ασθενών-πελατών της πρώτης εναγομένης, διεξαγωγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και ενημέρωσης των υποψήφιων πελατών της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου, η πρώτη εναγομένη ενώ είχε υποχρέωση να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας όλες τις πιο πάνω συμβάσεις που κατάρτισε με την ενάγουσα και δη αυτές των ετών 2004, 2005 και 2013, δεν προέβη σε αυτή την ενέργεια αλλά απλώς υπέβαλε αυτές στην οικεία Δ. Ο. Υ. Ότι με βάση τα παραπάνω, εφόσον διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα τελούσε υπό τη νομική και προσωπική εξάρτηση της πρώτης εναγομένης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η σύμβαση που συνέδεε από την αρχική πρόσληψη της ενάγουσας (την 1.1.2005) την τελευταία με την πρώτη εναγομένη, είναι αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Προέκυψε επίσης ότι η ενάγουσα, όταν έμαθε το Μάιο του 2014 ότι ήταν έγκυος, συμφώνησε με τη δεύτερη εναγομένη τον Ιούλιο του 2014 να λάβει την άδεια απουσίας από την εργασία της που ισχύει για τους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα και δη 2 μήνες πριν τον τοκετό, 2 μήνες μετά για άδεια λοχείας και 6 μήνες για άδεια προστασίας μητρότητας. Ότι η ενάγουσα, η οποία λόγω επιπλοκών στην εγκυμοσύνη της απουσίαζε από την εργασία της από τις αρχές Οκτωβρίου του 2014, γέννησε πρόωρα στις 16.11.2014 και κατά τα συμφωνηθέντα με τη δεύτερη εναγομένη θα επέστρεφε στην εργασία της τον Ιούλιο του 2015. Ωστόσο, επειδή η πρώτη εναγομένη, παρότι συνδεόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από το 2004 με την ενάγουσα, δεν είχε προβεί στην ασφάλιση της τελευταίας στο Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.), η ενάγουσα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα λόγω της απουσίας της από την εργασία της και λόγω μη λήψεως από αυτή καμίας παροχής ούτε από την εργοδότρια της ούτε από το (τότε) Ι.Κ.Α. ούτε από τον Ο.Α.Ε.Δ. κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2014 και μετά. Για το λόγο αυτό και επειδή με τη γέννηση του άρρενος τέκνου της αυξήθηκαν τα έξοδα της οικογένειάς της, η ενάγουσα ζήτησε κατά το Φεβρουάριο του 2015 και κατά τον Απρίλιο του 2015 από τη δεύτερη εναγομένη να επιστρέψει νωρίτερα στην εργασία της, πλην όμως η τελευταία της ζήτησε να επιστρέψει τον Ιούλιο του 2015, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί. Όταν δε η ενάγουσα επέστρεψε στην εργασία της στις 16.7.2015, της ανακοινώθηκε από τη δεύτερη εναγομένη η απόλυσή της, χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος της καταγγελίας αυτής, χωρίς να καταβληθεί στην ενάγουσα η σχετική αποζημίωση απόλυσης και χωρίς να ασφαλιστεί η ενάγουσα στο Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Φ.Κ.Α.). Ότι επομένως η καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη. Μετά ταύτα κατέληξε το Εφετείο ότι εφαρμόζονται στην πιο πάνω σύμβαση οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και συνακόλουθα η μη έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας και η μη καταβολή αποζημιώσεως απόλυσης επέφεραν ακυρότητα στην καταγγελία της συμβάσεως αυτής και οφείλονται γι'αυτό στην ενάγουσα οι ζητούμενοι με την αγωγή μισθοί υπερημερίας κλπ.
Με την κρίση του αυτή, όμως, το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ. 6 του α.v.. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) και άρθρο 1 του ν. 2639/1998, αφού αφενός μεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, αφετέρου δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της συνδέουσας τις διαδίκους σύμβασης, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, από τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδίως αυτές, ότι η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά με τήρηση συγκεκριμένου ωραρίου εργασίας στο χώρο της εναγομένης εταιρείας, ότι αμειβόταν με μηνιαίο μισθό, ακόμη και κατά το μήνα Αύγουστο που δεν λειτουργούσε το κέντρο της εναγομένης, ότι τα ραντεβού με τους πελάτες ρυθμιζόταν από το διοικητικό προσωπικό αυτής, ότι η ενάγουσα τελούσε υπό την εποπτεία και τις οδηγίες της νομίμου εκπροσώπου και διαχειρίστριας της εναγομένης εταιρείας, η οποία μάλιστα την καθοδηγούσε και της υπαγόρευε και τη θεραπευτική μέθοδο αντιμετώπισης των προβλημάτων που παρουσίαζε κάθε πελάτης και ότι η μη υποβολή των συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας υποδηλώνει ότι οι συμβάσεις αυτές ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, δεν δικαιολογείται η σχετική κρίση της, ότι η σύμβαση που συνέδεε τις διαδίκους ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν πληρούν τα περιστατικά αυτά την έννοια της νομικής και προσωπικής εξάρτησης της αναιρεσίβλητης από την αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα, η παραδοχή ότι η νόμιμη εκπρόσωπος της τελευταίας αξιολογούσε τα αποτελέσματα των τεστ που συνέτασσε η αναιρεσίβλητη και υπαγόρευε σ' αυτή τη θεραπευτική μέθοδο αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετώπιζε κάθε ασθενής, δεν αποτελεί ένδειξη παρέμβασης και εποπτείας στο έργο της αναιρεσίβλητης, γιατί το δικαίωμα αυτό ασκείτο μετά την παράδοση του έργου και όχι κατά την εκτέλεσή του. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ως προς τη σχέση που συνέδεε τις διαδίκους περιστατικά, ήτοι: α) αν η αναιρεσίβλητη, η οποία δεν ελάμβανε, κατά τις παραδοχές της, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με την αναιρεσείουσα δώρα εορτών και επίδομα αδείας, ούτε ήταν ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, είχε διαμαρτυρηθεί όλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας της με την αναιρεσείουσα με οποιοδήποτε τρόπο στην τελευταία, β) αν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εργασίας της αναιρεσίβλητης και της προσωπικής επαφής αυτής με τους πελάτες παρενέβαινε η νόμιμη εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας και αν η αναιρεσίβλητη ανέπτυσσε πρωτοβουλία στα πλαίσια των καθηκόντων της με βάση τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις της, διότι κρίσιμο στοιχείο για το χαρακτήρα της σύμβασης αποτελεί ο βαθμός της προσωπικής εξάρτησης κατά την παροχή της εργασίας, γ) δεν αναφέρει τον τρόπο αμοιβής της αναιρεσίβλητης (με αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ή με άλλο τρόπο), όπως και αν αυτή παρείχε τις υπηρεσίες της μόνο στην αναιρεσείουσα ή και σε τρίτους και δ) δεν διαλαμβάνει παραδοχές περί του αν η νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της αναιρεσείουσας εταιρείας είχε σχέση με την επιστήμη της ψυχολογίας και μπορούσε να επέμβει στο έργο της αναιρεσίβλητης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 του ΚΠολΔ δύο πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως, όπως αυτοί συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΑΠ 204/2021, ΑΠ 258/2019), είναι βάσιμοι.? Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, κατά παραδοχή των δύο πρώτων λόγων αναίρεσης, ενώ λόγω της αναιρετικής εμβέλειας αυτών παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 3789/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στην αναιρεσείουσα για τα δικαστικά της έξοδα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ