Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1112 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική υπεξαίρεση από κοινού από εν τοις πράγμασι διαχειριστή Ανώνυμης Εταιρείας και απόρριψη ως αβασίμων των λόγων αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και ως απαραδέκτου του λόγου με τον οποίο πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1112/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., 2. Χ2, κατοίκου ... και 3. Χ3, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1957/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ4.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Οκτωβρίου 2007, 25 Οκτωβρίου 2007 και 23 Οκτωβρίου 2007 αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 54/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 400/31-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας μετά της σχετικής δικογραφίας, σύμφωνα με το αρθρ. 485§1 Κ.Π.Δ., τις παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465§1, 473§1, 474, 482§1 στοιχ.α' και 484§1 στοιχ.β' και δ' Κ.Π.Δ., αιτήσεις αναιρέσεως, που ησκήθησαν υπό των κατηγορουμένων: α) Χ2, β) Χ3 και γ) Χ1, δια των πληρεξουσίων των δικηγόρων, κατά του υπ'αριθ. 1957/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως των κατά του υπ'αριθ. 3141/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3141/2006 βούλευμα του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας υπό την ιδιότητα των, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (αρθρ. 375 §1,2, ως αντικατεστάθη και συνεπληρώθη δι'άρθρ. 14§3β ν. 2721/1999). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθησαν αι υπ'αριθ. 559/2006, 540/2006 και 3/2007 εκθέσεις εφέσεως των κατηγορουμένων, αντιστοίχως, επί των οποίων εξεδόθη το προβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθησαν κατ'ουσίαν αι παραπάνω εφέσεις των και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως των πληρεξουσίων δικηγόρων των κατηγορουμένων ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών και Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, του τόπου κατοικίας του τελευταίου, και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως και δη: α)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και β)της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484§1 στοιχ. Β' και δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν.
II) Κατά το αρθρ. 375§§1, 2 Π.Κ., ως η παρ.2 αντικ. με το αρθρ. 1 §9 ν. 2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένα υλικά ή εν μέρει κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί εις τον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α)το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που είναι κινητό, όπως είναι το χρήμα και τα παραστατικά αξίας έγγραφα (επιταγές, συναλλαγματικές κ.λπ.), να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιοι, εις άλλον και όχι στον δράστη. β)η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, ενώ η κατοχή του πράγματος που υπεξαιρείται, πρέπει να περιήλθε στον δράστη πριν από την ιδιοποίηση, έστω και αν κατά την στιγμή της ιδιοποίησης αυτής δεν έχει πλέον την κατοχή του, είναι όμως σε θέση να το ιδιοποιηθεί (Α.Π. 291/2003 αδημ.). Ως κατοχή κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται η πραγματική σχέση προς το πράγμα που καθιστά δυνατή την εξουσίασή της από εκείνον που την κατέχει κατά βούληση, όπως η εξουσίαση αυτή νοείται κατά την φυσική αντίληψη της καθημερινής ζωής και όχι η κατοχή κατά την εξειδικευμένη έννοια του αστικού δικαίου. γ)παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ)συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στην δεύτερη παράγραφο του παραπάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στον δράστη λόγω της ιδιότητος του ως διαχειριστού ξένης ιδιοκτησίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης ιδιοκτησίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποίαν αντλεί από την σύμβαση ή από τον νόμο. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η διαχείριση δεν είναι ανάγκη να περιλαμβάνει περισσότερες νομικές πράξεις, αλλά αρκεί και μία μόνο. Επίσης δεν είναι ανάγκη να έχει οδηγήσει ήδη σε νομικές πράξεις, αρκεί ότι έχει δοθεί στον υπαίτιο η νομική εξουσία προς τούτο και η υλική δυνατότητα (κατοχή). Η τοιαύτη δε ιδιότης του διαχειριστού ξένης περιουσίας και του εντολοδόχου που προσδίδουν τον κακουργηματικό χαρακτήρα στην υπεξαίρεση, πρέπει να υφίσταται, κατά τα εκτεθέντα, ουχί κατά τον χρόνον της παρανόμου ιδιοποιήσεως, αλλά κατά τον χρόνον που ευρίσκεται το κινητό πράγμα στην κατοχή του δράστου (Α.Π. 292/93). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθ. 18 και 22 ν. 2190/20, όπως ισχύει, την εκπροσώπηση και διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας, καθώς και την διαχείριση της περιουσίας αυτής, ασκεί το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς. Μπορεί όμως το καταστατικό της εταιρίας να προβλέψει, ότι ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα, κατονομαζόμενα από το καταστατικό ή οριζόμενα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, έχουν εξουσία να ασκούν εν όλω ή εν μέρει τις αρμοδιότητες αυτές του Διοικητικού Συμβουλίου (Α.Π. 1253/2000 Ποιν.Δικ. 2001 σελ. 350). ε)το πράγμα, κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δολία προαίρεση του δράση, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στην δική του περιουσία. Από την ανωτέρω διάταξη του αρθρ. 375 § 1 Π.Κ. εν συνδυασμώ με εκείνη του αρθρ. 45 του ίδιου κώδικα ακολουθεί ότι, αυτουργός της υπεξαιρέσεως είναι μόνον αυτός που έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός υπεξαιρέσεως μπορεί να είναι μόνον αυτός που έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού με άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει, όταν επ'αυτού δεν μπορεί να επενεργεί ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης επί των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα βρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμέτοχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία. Εξάλλου, μετά την, κατά τα εκτεθέντα, αντικατάσταση, της διάταξης του αρθρ. 375§2 Π.Κ., οι περιπτώσεις που καθιστούν το έγκλημα της υπεξαίρεσης κακούργημα, όταν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης, απαριθμούνται πλέον περιοριστικά και κατά τούτο η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη στην οποία η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και για κάθε μη κατονομαζόμενη περίπτωση έπρεπε να συντρέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης εκ μέρους του δράστη. Επομένως, κατά το άρθρο 2 Π.Κ., η νέα διάταξη είναι εφαρμοστέα και στις αξιόποινες πράξεις υπεξαίρεσης που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 2408/96, μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση αυτών (Α.Π. 830/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 811, Α.Π. 537/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 117). Εξ άλλου από τις διατάξεις των αρθρ. 7α περ γ και 7β παρ.15 και 7ε του ν. 2190/20, όπως ισχύει σήμερα, προκύπτει περαιτέρω ότι η δημοσιότητα στην οποία υποβάλλεται η πράξη διορισμού μελών Δ.Σ. ανώνυμης εταιρίας δεν έχει συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα, γι'αυτό αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ'αυτής οι τρίτοι. Αυτό σημαίνει ότι η πράξη διορισμού οργάνων διοικήσεως ολοκληρώνεται από την λήψη της σχετικής αποφάσεως, από το αρμόδιο όργανο (Γενική Συνέλευση) και της αποδοχής του διορισμού ή της εκλογής από τον διοριζόμενο η οποία μπορεί να είναι άτυπη (σιωπηρά), πλην όμως η μη δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως πράξεων και στοιχείων, που αναφέρονται στον διορισμό των οργάνων διοικήσεως έχει ως αποτέλεσμα ότι η ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να την αντιτάξει κατά τρίτων, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα εγνώριζαν (Α.Π. 724/2002 Δ.Ε.Ε. 2002 σελ. 1254, Α.Π. 395/98 Δ.Ε.Ε. 1999 σελ. 7111, Α.Π. 488/94 Ε.Ε.Δ. Τομ. Α' σελ. 182 (έτος 1995). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάρχει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό και στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό που ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 614/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 19). Εξάλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα αρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το αρθρ. 484§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται εις αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που εθεμελίωσαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β)αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το κάθε ένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ'όψιν του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1143/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ1 σελ. 29).
III) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ'είδος, δι'αναφοράς του εις την ενσωματωθείσα εις αυτό πρόταση του εισαγγελέως, εδέχθη ανελέγκτως ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" συνεστήθη δυνάμει της υπ'αριθ. ... πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Βρυνίου και λειτούργησε κανονικά με έδρα επί της οδού ... αριθ. ... στην περιοχή ... του Νομού ... μέχρι και την 21-1-1997, οπότε ανεκλήθη η άδεια της, δυνάμει της υπ'αριθ. Κ3/910/21 -1 -1997 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης. Την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ακολούθησε η διαδικασία εκκαθάρισης. Προς τον σκοπό αυτό διορίστηκε επόπτης της Ασφαλιστικής εκκαθάρισης η ΑΑ, με ενέργειες της οποίας έγινε την 23-1-1997 η σφράγιση των Γραφείων της Εταιρίας στην ως άνω έδρα της παρουσία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της ΒΒ (βλ. Την υπ'αριθ. ... έκθεση σφράγισης). Κατά την ημέρα αυτή ωστόσο δεν έγινε απογραφή των κινητών που υπήρχαν εις τα Γραφεία της Εταιρίας, ούτε παρεδόθηκαν στην επόπτρια το Ταμείο και τα βιβλία της, όπως δε διαπιστώθηκε κατά την αποσφράγιση που έλαβε χώρα την 19-9-1997 κατά το διαδραμόν χρονικό διάστημα μεταξύ σφράγισης και αποσφράγισης είχαν παραβιασθεί, οι τεθείσες στα γραφεία της, σφραγίδες και είχαν αφαιρεθεί όλα τα βασικά βιβλία του λογιστηρίου. Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι είχε παραβιασθεί και το δίκτυο Η/Υ της εταιρίας και είχαν καταστραφεί τα ηλεκτρονικά αρχεία της με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανευρεθούν και να εκτυπωθούν τα ημερολόγια κίνησης, τα ημερολόγια διαφόρων πράξεων, το ημερολόγιο ταμείου, τα ημερολόγια αναπαραγωγής ασφαλίστρων και τα αναλυτικά καθολικά. Ειδικότερα δεν βρέθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εκτυπωθούν, λόγω της προαναφερομένης παραβίασης του δικτύου Η/Υ της εταιρίας τα κατωτέρω βιβλία: 1)το ημερολόγια ταμείου της περιόδου 1-12-1996 έως 23-1-1997, 2)το ημερολόγιο διαφόρων πράξεων της περιόδου 1-12-1996 έως 23-1-1997, 3)τα αναλυτικά καθολικά (αναλυτικές καρτέλες) και το Γενικό Καθολικό της 23-1-1997, 4)τα αναλυτικά και συγκεντρωτικά ισοζύγια της 23-1-1997, 5)ο Ισολογισμός της 31-12-1996, 6)τα βιβλία απογραφών και Ισολογισμού της 31-12-1996. Επίσης δεν βρέθηκε το αρχείο εκκαθαρίσεων της ιδίας περιόδου του υποκαταστήματος εις την ..., το οποίον δεν είχε δηλωθεί και συνεπώς, δεν είχε σφραγισθεί, παρά ταύτα όμως λειτουργούσε και υπεύθυνος αυτού ήταν ο εκκαλών Χ1. Δεν βρέθηκαν εξάλλου και έγγραφα που αφορούσαν τις συμβάσεις της εταιρείας με πράκτορες και αντασφαλιστές, οι συμβάσεις εκμίσθωσης ακινήτων, προσύμφωνα ή συμβόλαια πώλησης ακινήτων της εταιρίας, μητρώο ασφαλισμένων, ασφαλίστρων και εκκρεμών ζημιών της εταιρίας, ενημερωμένα μέχρι την 23-1-1997, εξερχόμενες και εισερχόμενες επιστολές και έγγραφα από και προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, που αφορούν την τοποθέτηση των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας και δεν παραδόθηκε ποτέ το ταμείο της εταιρίας εις τους εκκαθαριστές. Παρά την εξαφάνιση όμως των βιβλίων και του Ηλεκτρονικού αρχείου της εταιρίας η οποία έλαβε χώρα κατά την ημέρα της σφράγισης ή την επομένη, από το Ισοζύγιο που βρέθηκε τυπωμένο σε μηχανογραφημένο χαρτί της εταιρίας για την χρονική περίοδο από 1-1-1996 έως 30-11-1996 καθώς και το αναλυτικό ισοζύγιο των υπό λογαριασμών του κωδικού 38 "χρηματικά διαθέσιμα" με ημερομηνία 30-11-96 προκύπτει ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία το Ταμείο της εταιρίας περιελάμβανε τα εξής: α) μετρητά στο Ταμείο του Κεντρικού καταστήματος στην ... 1.481.616 δρχ. β) Μετρητά στο Ταμείο του υποκαταστήματος στην ... 32.087.741 δρχ., γ) επιταγές σε καθυστέρηση 7.270.000 δρχ. και δ) επιταγές εισπρακτέες 72.539.526 δρχ. περιείχε δε συνολικά το Ταμείο κατά την ημέρα αυτή το ποσό των 113.378.883 δρχ. ή 332.733,33 ευρώ, το οποίο έπρεπε να αποδοθεί εις την επόπτρια της εκκαθάρισης αμέσως μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της εταιρίας την 23-1-1997 και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 19-9-1997 που έγινε αποσφράγιση και απογραφή των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, πλην όμως αυτό δεν βρέθηκε κατά την αποσφράγιση ούτε αποδόθηκε εις την επόπτρια από τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου που το κατείχαν και είχαν την διαχείριση του μολονότι προσκλήθηκαν προς τούτο αλλά παρακρατήθηκε νόμιμα από αυτούς και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Οι ίδιοι στην συνέχεια δια να αποκρύψουν την ύπαρξη του περιεχομένου του κατά την ημέρα της σφράγισης, καθώς και την ύπαρξη των λοιπών εσόδων της που εισέρευσαν στο Ταμείο της κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1996 έως 21-1-1997 διέρρηξαν αυθημερόν ή την επομένην τις τεθείσες την 23-1-1997 σφραγίδες από την επόπτρια της εκκαθάρισης και κατέστρεψαν το ηλεκτρονικό της αρχείο προκειμένου να καταστεί αδύνατος ο έλεγχος και η απόδοσις του ενεργητικού της εις αυτήν. Το ότι η πράξη αυτή τελέστηκε από τους υπεύθυνους διαχειριστές της εταιρίας αυτής είναι απολύτως βέβαιο καθόσον οι ίδιοι είχαν συμφέρον προς τούτο. Ουδείς άλλωστε θα προέβαινε εις την καταστροφή του ηλεκτρονικού αρχείου αλλά και εις την εξαφάνιση των εντύπων βιβλίων της αφού δεν είχε λόγους που να δικαιολογούν τέτοια ενέργεια του. Οι δε ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν δίδουν επ'αυτού επαρκείς εξηγήσεις, αντιθέτως δια να αντιπαρέλθουν την κατηγορία που τους βαρύνει δηλώνουν άπαντες αναρμόδιοι περί την διαχείριση και αμφισβητούν την ιδιότητα τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Ειδικότερα από αυτούς ο Χ2 και Χ4, ισχυρίζονται ότι ναι μεν διετέλεσαν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντίστοιχα, κατά το έτος 1996 εκλεγέντες στην θέση αυτή με το από 11-1-1996 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης, πλην όμως στην συνέχεια παραιτήθηκαν ο μεν πρώτος με το από 30-9-96 έγγραφο του που κοινοποιήθηκε εις το Υπουργείο Εμπορίου και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ... ο δε δεύτερος με το υπ'αριθ. Πρωτ. ... έγγραφο του Υπουργείου Εμπορίου. Παραίτηση επίσης επικαλείται και ο απ'αυτούς Χ3 δηλώνοντας ότι παραιτήθηκε την 14-3-1996 με παρόμοιοι έγγραφο του, λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό. Ο εκκαλών Χ1 ισχυρίζεται ότι δεν ήταν μέλος του τελευταίου Διοικητικού Συμβουλίου που εκλέχθηκε την 6-11-1996 και ότι για την εκλογή του στο προγενέστερο Διοικητικό Συμβούλιο ως Αντιπρόεδρος αυτού την 12-1-1996 διαφωνούσε και για τον λόγο αυτό ανέγραψε στο σχετικό πρακτικό δίπλα από το όνομα του και την υπογραφή του που δεν είχε θέσει ο ίδιος την λέξη "όχι". Σε σχέση με τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με το από 5-3-97 έγγραφο του Υπουργείου Ανάπτυξης το τελευταίο Διοικητικό Συμβούλιο της εγκαλούσας εταιρίας που εξελέγη στην συνεδρίαση της 6-11-1996 αποτελούνταν από τον κατηγορούμενο ΒΒ, ως πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο και τους ΓΓ, ΔΔ, ΕΕ και ΣΤ ως μέλη. Η σύνθεση όμως αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δημοσιεύθηκε εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντιθέτως δημοσιεύθηκες εις το ΦΕΚ 217/17-1-97 η σύνθεση του εκλεγέντος την 30-6-1996 Διοικητικού Συμβουλίου της στο οποίο μετείχαν οι Χ2 ως Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, ΔΔ, ως Αντιπρόεδρος, ο Χ2, ως Διευθύνων Σύμβουλος, και εκπρόσωπος αυτής και οι Χ1, ΓΓ και ΣΤ ουδεμία σχέση είχαν με την διοίκηση της εταιρίας όπως και οι ίδιοι απολογούμενοι ισχυρίσθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν δε τα στοιχεία της ταυτότητος τους από τους πραγματικούς υπευθύνους της εταιρίας, εν αγνοία τους και χωρίς την συναίνεση τους καθώς ο μεν πρώτος είχε επιδιώξει εις το παρελθόν την συνεργασία του με την εταιρία αυτή ως ασφαλιστικός σύμβουλος ο δε δεύτερος είχε ασφαλίσει εις αυτήν το αυτοκίνητο του όπως προαναφέρθηκε. Ο ΔΔ και η ΕΕ, μολονότι φέρονται ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της 6-11-1996, που η σύνθεση του δεν δημοσιεύθηκε, δεν προκύπτει ότι είχαν ουσιαστική ανάμειξη εις τα της διοίκησης της εταιρίας, πολύ δε περισσότερο στην διαχείριση του ταμείου της. Αντιθέτως; Οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ4, Χ3 και Χ1 που αποτελούσαν τα μέλη του δημοσιευθέντος εις το Φ.Ε.Κ, διοικητικού συμβουλίου της 30-6-1996, συνεπικουρούμενοι και από τον ΒΒ που εξελέγη ως Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού της Συμβουλίου στην συνεδρίαση της 6-11-96 ήταν αυτοί οι οποίοι ήλεγχαν και διοικούσαν την εταιρία καθόλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 30-11-96 έως 23-1-97. Τούτο προκύπτει τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων όσο και από τις απολογίες των τότε συγκατηγορουμένων τους (βλ. Την από 11-7-προανακριτική κατάθεση του ΖΖ και το απολογητικό υπόμνημα του ΓΓ), καθώς και από τα εξής πραγματικά περιστατικά: α)Αυτοί μετείχαν την 30-6-96 σε σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου που φερόταν ως μέλη πρόσωπα που δεν συνήνεσαν και δεν είχαν γνώση ότι χρησιμοποιήθηκαν τα ονόματα τους (ΓΓ και ΣΤ) και συνέταξαν σχετικό πρακτικό το οποίο δημοσίευσε ο κατηγορούμενος ΒΒ στο Φ.Ε.Κ. της 17-1-97 που προαναφέρθηκε, γεγονός που σημαίνει ότι δρούσαν ανέλεγκτα και με αποκλειστικό από τότε σκοπό να παραπλανήσουν ως προς τα πρόσωπα που ασκούσαν πράγματι την διοίκηση της εταιρίας, β)ενώ κοινοποίησαν στο Υπουργείο Ανάπτυξης την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου αυτό της 6-11-96, δεν προέβησαν και στην δημοσίευση αυτού, αλλά αντιθέτως δημοσίευσαν την σύνθεση του, όπως αυτό προκύπτει από το πρακτικό της 30-6-1996 εις το οποίο συμμετείχαν και οι ίδιοι, γ) ο εξ αυτών Χ3, ενώ εμφανίζεται να παραιτείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο με το έγγραφο που προαναφέρθηκε, εν τούτοις διατηρεί γραφείο εις το ίδιο κτίριο με τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας, τα οποία επικοινωνούσαν εσωτερικά μεταξύ τους, όπως διαπιστώθηκε κατά τον χρόνο σφράγισης (βλ. Τις από 18-11-2004 ανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων ΗΗ και ΑΑ) και μετέχει ενεργά στα της Διοίκησης της εταιρίας, φερόμενος ως αποκλειστικός μέτοχος και ιδιοκτήτης αυτής. δ) ο Χ1, μολονότι δεν φέρεται ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου που προέκυψε την 6-11-96, εν τούτοις εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος δια το Υποκατάστημα της ..., να λειτουργεί αυτό χωρίς να το έχουν δηλώσει στο Υπουργείο Ανάπτυξης και φυσικά, ως εκ της θέσεως του αυτής να διαχειρίζεται το Ταμείο του Υποκαταστήματος αλλά και αυτό των κεντρικών της γραφείων από κοινού με τους λοιπούς (βλ. Κατάθεση του ΖΖ και τις απολογίες του ΓΓ και του ΒΒ), από την οποία συνάγεται ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι ουδέποτε αποξενώθηκαν από την διοίκηση της εταιρίας. Επειδή οι ανωτέρω 4 εκκαλούντες κατηγορούμενοι, μολονότι ήσαν υποχρεωμένοι προς τούτο, δεν απέδωσαν εις την επόπτρια της εκκαθάρισης ΑΑ το ταμείο της ανωτέρω εταιρίας ούτε και αργότερα μέχρι την 19-9-1997, που έγινε η απογραφή των περιουσιακών της στοιχείων, αλλά αντιθέτως παρεκράτησαν, ως ίδια, τα διαθέσιμα του και προσεπάθησαν με την αφαίρεση των βιβλίων της και την καταστροφή του ηλεκτρονικού της αρχείου να αποκρύψουν το πραγματικό διαθέσιμο αυτού ου ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 332.733,33 ευρώ που υπήρχε στα χέρια τους σε μετρητά και επιταγές οπωσδήποτε κατά την ημέρα της σφράγισης. Εις την ανωτέρω δε παράνομη ενέργεια τους προέβησαν από κοινού, στοιχειοθετεί δε αυτή την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης διότι το ποσό αυτό περιήλθε στην κατοχή τους υπό την ανωτέρω ιδιότητα του καθενός ως διαχειριστών της εγκαλούσης εταιρίας και ετύγχανε ως προς αυτούς, ξένο, αφού ανήκε κατά κυριότητα εις την εγκαλούσα ήτοι βρισκόταν υπό ξένη εν σχέση με τους ιδίους, κυριότητα, υπό την κατά το Αστικόδίκαιο έννοια της και τελούσε μόνον υπό την κατοχή τους, επί πλέον δε ετύγχανε ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα χωρίς την νομότυπη συναίνεση της κυρίας του πράγματος που εκφραζόταν εν προκειμένω από την επόπτρια της εκκαθάρισης και χωρίς να συντρέχει άλλο δικαίωμα που να τους παρέχει ο Νόμος. Η ως άνω παράνομη ιδιοποίηση του έλαβε χώρα την 23-1-1997 καθώς κατά την ημερομηνία αυτή δεν βρέθηκε το Ταμείο ούτε παραδόθηκε στην επόπτρια της εκκαθάρισης που διενήργησε την σφράγιση και όχι κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1996 έως 21-1-97 όπως απηγγέλθη αρχικά η κατηγορία δεδομένου ότι η βούληση των εκκαλούντων για ιδιοποίηση του Ταμείου της εγκαλούσας δεν εκδηλώθηκε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Βέβαια οι κατηγορούμενοι δια να αποκρούσουν την κακουργηματική ως άνω κατηγορία ισχυρίζονται ότι τα διάφορα ποσά που αναφέρονται εις το Ισοζύγιο της 30-11-96 δεν υπήρχαν πράγματι κατά τον χρόνο αυτό ως ενεργητικό στο Ταμείο της και τούτο διότι οι αναφερόμενες σ'αυτό επιταγές, είτε δεν είχαν εξοφληθεί στο παρελθόν όπως έπρεπε από τους εκδότες τους είτε είχαν ήδη δοθεί προς πληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρίας πριν την ημερομηνία αυτή της 30-11-1996 και οι δύο όμως αυτές εκδοχές αποκρούονται από την λογιστική επιστήμη και την κοινή λογική και πρακτική, καθώς οι μη πληρωθείσες επιταγές αποτελούν δικαστικά επιδιώξιμες απαιτήσεις της εγκαλούσας που προσμετρώνται εις το ενεργητικό της περιουσίας της και οι μεταβιβασθείσες ήδη επιταγές προς τρίτους σε εξόφληση αντίστοιχων υποχρεώσεων της εταιρίας δεν μπορεί να αναφέρονται εις το ενεργητικό της και εις το κατάλοιπο του Ταμείου της όπως συμβαίνει εν προκειμένω εις το επίμαχο ισοζύγιο, ούτε μπορεί η καταγραφή αυτή να αποδοθεί σε λάθος, καθώς η εν λόγω εταιρία εκ του αντικειμένου της και μόνο διέθετε οργανωμένο λογιστήριο και εμπειρία πολλών ετών στην σύνταξη Ισολογισμών και εις την τήρηση των βιβλίων της. Επίσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το όποιο ποσό εμφανιζόταν στο Ταμείο της εγκαλούσας κατά την 30-1-96 δεν υπήρχε κατά τον χρόνο της σφράγισης των γραφείων της την 23-1-97 διότι αναλώθηκε στο μεταξύ δια την πληρωμή των προς τρίτους υποχρεώσεων της, και ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί καθώς, όπως προκύπτει από την απόφαση ανάκλησης της αδείας της εταιρίας αυτής, δεν κατέβαλε από την 8-10-96 τουλάχιστον και εφεξής τις υποχρεώσεις της για αποζημιώσεις, είτε είχε υποχρεωθεί προς τούτο δικαστικά, είτε είχε διακανονισθεί με εξώδικο συμβιβασμό, ούτε κατέβαλε τις εισφορές της στο επικουρικό κεφάλαιο ή το ταμείο εθνικής οδοποιίας, ούτε πλήρωσε τους μισθούς των εργαζομένων της και συνεπώς υπήρχε στο Ταμείο της και στην κατοχή των εκκαλούντων κατά την ημερομηνία της σφράγισης των γραφείων της την 23-1-97 πλήρες το ποσό που καταγράφεται στο ενεργητικό της την 30-11-96, αντιθέτως δε με τους ισχυρισμούς τους κατά το χρονικό αυτό διάστημα αύξησε και το ενεργητικό της αφού συνέχισε κανονικά την λειτουργία της, κατά τα λοιπά πλην των πληρωμών και συνεπώς εισέπραττε τουλάχιστον τα ασφάλιστρα των ενεργών εισέτι ασφαλιστικών συμβάσεων της, ποσά όμως που δεν μπορούν να προσδιορισθούν καθώς εξαφάνισαν τα λογιστικά της βιβλία. Άλλωστε αν δεν υπήρχαν στο ταμείο της εγκαλούσας τα χρήματα και οι επιταγές που προαναφέρθηκαν δεν θα χρειαζόταν να γίνει και η παραβίαση των σφραγίδων των γραφείων της και η αφαίρεση των λογιστικών βιβλίων και του ηλεκτρονικού της αρχείου για τα οποία ουδεμία πειστική εξήγηση δίνουν οι εκκαλούντες. Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αποδιδομένης εις αυτούς αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως διαχειριστών ξένης περιουσίας τελεσθείσης από κοινού και μετά ταύτα απέρριψε κατ'ουσίαν τις ασκηθείσες απ'αυτούς εφέσεις κατά του πρωτοδίκου για την πράξιν αυτήν παραπεμπτικού βουλεύματος το οποίο και επεκύρωσε. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εν σχέσει με την προαναφερόμενη πράξη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει εις αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως για την οποίαν παρεπέμφθησαν οι αναιρεσίοντες, καθώς και εκείνα που προσδίδουν εις αυτήν κακουργηματικό χαρακτήρα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στην προαναφερθείσα διάταξη του αρθρ. 375 §1, 2 Π.Κ., ως αντικ. δι'άρθρ. 1 § 9 ν. 2408/96, την οποίαν ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερον προκειμένου το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να χαρακτηρισθεί ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει περί αυτού ανελέγκτως, για όλα συνολικά τα ξένα κινητά πράγματα που έχουν ιδιοποιηθεί οι δράστες με μία πράξη των, όπως εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών στην προκειμένη περίπτωση δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος και δεν επεβάλλετο να γίνει αναφορά της αξίας του καθενός χωριστά, ενώ διαλαμβάνεται εις το βούλευμα ειδική αναφορά, ότι για τον προσδιορισμό της αξίας των υπεξαιρεθέντων κινητών πραγμάτων, ως ιδιαιτέρως μεγάλης, ότι εις ταύτην υπολογίζεται, ουχί η αξία των πιστωτικών τίτλων, αλλά το χρηματικό ποσό για το οποίον ούτοι είχον εκδοθεί. Περαιτέρω με επαρκή αιτιολογία το Συμβούλιο των Εφετών εδέχθη ότι η κατοχή των κινητών πραγμάτων, που παρανόμως ιδιοποιήθησαν, είχε περιέλθει εις τούτους εις χρόνον προγενέστερον εκείνου που εξεδηλώθη η πρόθεσις της παρανόμου ιδιοποιήσεως των και μάλιστα καθ'όν χρόνον οι αναιρεσείοντες, ενεργούντες συλλογικώς, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωνύμου εταιρίας, ετύγχανον διαχειριστές της περιουσίας της, ενώ δεν δημιουργείται αντίφασις ούτε εσφαλμένη εφαρμογή του αρθρ. 375§1, 2 Π.Κ. εν σχέσει με τις παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών αφ'ενός μεν εκ του ότι με μεταγενέστερη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ως άνω εταιρίας, επηκολούθησε η αντικατάσταση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, εις την σύνθεση του οποίου δεν μετείχον οι αναιρεσείοντες, ανεξαρτήτως της μη δημοσιεύσεως της εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφ'ετέρου εκ του ότι οι εξ αυτών Χ2, Χ4 και Χ3 είχον ήδη παραιτηθεί από τον μήνα Οκτώβριο 1996 οι πρώτος και δεύτερος και την 14-3-96 ο τελευταίος, φέρονται μεταγενέστερα την 23-1-97 ότι ιδιοποιήθησαν κινητά πράγματα της εταιρίας υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητα των. Με τα δεδομένα αυτά οι από το αρθρ. 484§1 στοιχ. Β και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των υπό κρίσιν αιτήσεων αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι Πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της ελλείψεως νομίμου βάσεως είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθούν και συνακόλουθα, αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω : Να απορριφθούν αι υπ'αριθ. 231/25-10-2007, 220/23-10-2007 και 112/29-10-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των: α) Χ2, κατοίκου ..., β) Χ3, κατοίκου ... και γ) Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθ. 1957/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήναι τη 18 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αντώνιος Μύτης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι από 29-10-2007, 25-10-2007 και 23-10-2007 αιτήσεις των α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3, αντίστοιχα, κατά του 1957/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει, ως συναφείς, να συνεκδικασθούν.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δΰο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικατασταθήκαμε το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης στους αναιρεσείοντες πράξης. Αν πρόκειται, για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ. ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 Π.Κ., συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στην συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στην συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β1 Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμιη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 1957/2007 βούλευμά του με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά την εκτίμηση των κατ'είδος σ'αυτή αναφερομένων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: η εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" συνεστήθη δυνάμει της υττ'αριθ. ... πράξεις του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Βρυνίου και λειτούργησε κανονικά με έδρα επί της οδού ... αριθ. ... στην περιοχή ... του Νομού ... μέχρι και την 21-1-1997 οπότε ανεκλήθη η άδεια της, δυνάμει της υπ'αριθ. Κ3/910/21-1-1997 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης. Την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ακολούθησε η διαδικασία εκκαθάρισης. Προς τον σκοπό αυτό διορίστηκε επόπτης της Ασφαλιστικής εκκαθάρισης η ΑΑ, με ενέργειες της οποίας έγινε την 23-1-1997 η σφράγιση των Γραφείων της Εταιρίας στην ως άνω έδρα της παρουσία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της ΒΒ (βλ. Την υπ'αριθ. ... έκθεση σφράγισης). Κατά την ημέρα αυτή ωστόσο δεν έγινε απογραφή των κινητών που υπήρχαν εις τα Γραφεία της Εταιρίας, ούτε παρεδόθηκαν στην επόπτρια το Ταμείο και τα βιβλία της, όπως δε διαπιστώθηκε κατά την αποσφράγιση που έλαβε χώρα την 19-9-1997 κατά το διαδραμόν χρονικό διάστημα μεταξύ σφράγισης και αποσφράγισης είχαν παραβιασθεί, οι τεθείσες στα γραφεία της, σφραγίδες και είχαν αφαιρεθεί όλα τα βασικά βιβλία του λογιστηρίου. Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι είχε παραβιασθεί και το δίκτυο Η/Υ της εταιρίας και είχαν καταστραφεί τα ηλεκτρονικά αρχεία της με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανευρεθούν και να εκτυπωθούν τα ημερολόγια κίνησης, τα ημερολόγια διαφόρων πράξεων, το ημερολόγιο ταμείου, τα ημερολόγια αναπαραγωγής ασφαλίστρων και τα αναλυτικά καθολικά. Ειδικότερα δεν βρέθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εκτυπωθούν, λόγω της προαναφερομένης παραβίασης του δικτύου Η/Υ της εταιρίας τα κατωτέρω βιβλία: 1) το ημερολόγια ταμείου της περιόδου 1-12-1996 έως 23-1-1997, 2) το ημερολόγιο διαφόρων πράξεων της περιόδου 1-12-1996 έως 23-1-1997, 3) τα αναλυτικά καθολικά (αναλυτικές καρτέλες) και το Γενικό Καθολικό της 23-1-1997, 4) τα αναλυτικά και συγκεντρωτικά ισοζύγια της 23-1-1997, 5) ο Ισολογισμός της 31-12-1996, 6) τα βιβλία απογραφών και Ισολογισμού της 31-12-1996. Επίσης δεν βρέθηκε το αρχείο εκκαθαρίσεων της ιδίας περιόδου του υποκαταστήματος εις την ..., το οποίον δεν είχε δηλωθεί και συνεπώς, δεν είχε σφραγισθεί, παρά ταύτα όμως λειτουργούσε και υπεύθυνος αυτού ήταν ο εκκαλών Χ1. Δεν βρέθηκαν εξάλλου και έγγραφα που αφορούσαν τις συμβάσεις της εταιρείας με πράκτορες και αντασφαλιστές, οι συμβάσεις εκμίσθωσης ακινήτων, προσύμφωνα ή συμβόλαια πώλησης ακινήτων της εταιρίας, μητρώο ασφαλισμένων, ασφαλίστρων και εκκρεμών ζημιών της εταιρίας, ενημερωμένα μέχρι την 23-1-1997, εξερχόμενες και εισερχόμενες επιστολές και έγγραφα από και προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, που αφορούν την τοποθέτηση των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας και δεν παραδόθηκε ποτέ το ταμείο της εταιρίας εις τους εκκαθαριστές. Παρά την εξαφάνιση όμως των βιβλίων και του Ηλεκτρονικού αρχείου της εταιρίας η οποία έλαβε χώρα κατά την ημέρα της σφράγισης ή την επομένη, από το Ισοζύγιο που βρέθηκε τυπωμένο σε μηχανογραφημένο χαρτί της εταιρίας για την χρονική περίοδο από 1-1-1996 έως 30-11-1996 καθώς και το αναλυτικό ισοζύγιο των υπό λογαριασμών του κωδικού 38 "χρηματικά διαθέσιμα" με ημερομηνία 30-11-96 προκύπτει ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία το Ταμείο της εταιρίας περιελάμβανε τα εξής: α) μετρητά στο Ταμείο του Κεντρικού καταστήματος στην ... 1.481.616 δρχ. β) Μετρητά στο Ταμείο του υποκαταστήματος στην ... 32.087.741 δρχ., γ) επιταγές σε καθυστέρηση 7.270.000 δρχ. και δ) επιταγές εισπρακτέες 72.539.526 δρχ. περιείχε δε συνολικά το Ταμείο κατά την ημέρα αυτή το ποσό των 113.378.883 δρχ. ή 332.733,33 ευρώ, το οποίο έπρεπε να αποδοθεί εις την επόπτρια της εκκαθάρισης αμέσως μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της εταιρίας την 23-1-1997 και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 19-9-1997 που έγινε αποσφράγιση και απογραφή των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, πλην όμως αυτό δεν βρέθηκε κατά την αποσφράγιση ούτε αποδόθηκε εις την επόπτρια από τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου που το κατείχαν και είχαν την διαχείριση του μολονότι προσκλήθηκαν προς τούτο αλλά παρακρατήθηκε νόμιμα από αυτούς και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Οι ίδιοι στην συνέχεια δια να αποκρύψουν την ύπαρξη του περιεχομένου του κατά την ημέρα της σφράγισης, καθώς και την ύπαρξη των λοιπών εσόδων της που εισέρευσαν στο Ταμείο της κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1996 έως 21-1-1997 διέρρηξαν αυθημερόν ή την επομένην τις τεθείσες την 23-1-1997 σφραγίδες από την επόπτρια της εκκαθάρισης και κατέστρεψαν το ηλεκτρονικό της αρχείο προκειμένου να καταστεί αδύνατος ο έλεγχος και η απόδοσις του ενεργητικού της εις αυτήν. Το ότι η πράξη αυτή τελέστηκε από τους υπεύθυνους διαχειριστές της εταιρίας αυτής είναι απολύτως βέβαιο καθόσον οι ίδιοι είχαν συμφέρον προς τούτο. Ουδείς άλλωστε θα προέβαινε εις την καταστροφή του ηλεκτρονικού αρχείου αλλά και εις την εξαφάνιση των εντύπων βιβλίων της αφού δεν είχε λόγους που να δικαιολογούν τέτοια ενέργεια του. Οι δε ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν δίδουν επ'αυτού επαρκείς εξηγήσεις, αντιθέτως δια να αντιπαρέλθουν την κατηγορία που τους βαρύνει δηλώνουν άπαντες αναρμόδιοι περί την διαχείριση και αμφισβητούν την ιδιότητα τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Ειδικότερα από αυτούς ο Χ2 και Χ4, ισχυρίζονται ότι ναι μεν διετέλεσαν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντίστοιχα, κατά το έτος 1996 εκλεγέντες στην θέση αυτή με το από 11-1-1996 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης, πλην όμως στην συνέχεια παραιτήθηκαν ο μεν πρώτος με το από 30-9-96 έγγραφο του που κοινοποιήθηκε εις το Υπουργείο Εμπορίου και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ... ο δε δεύτερος με το υπ'αριθ. Πρωτ. ... έγγραφο του Υπουργείου Εμπορίου. Παραίτηση επίσης επικαλείται και ο απ'αυτούς Χ3δηλώνοντας ότι παραιτήθηκε την 14-3-1996 με παρόμοιοι έγγραφο του, λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό. Ο εκκαλών Χ1 ισχυρίζεται ότι δεν ήταν μέλος του τελευταίου Διοικητικού Συμβουλίου που εκλέχθηκε την 6-11-1996 και ότι για την εκλογή του στο προγενέστερο Διοικητικό Συμβούλιο ως Αντιπρόεδρος αυτού την 12-1-1996 διαφωνούσε και για τον λόγο αυτό ανέγραψε στο σχετικό πρακτικό δίπλα από το όνομα του και την υπογραφή του που δεν είχε θέσει ο ίδιος την λέξη "όχι". Σε σχέση με τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με το από 5-3-97 έγγραφο του Υπουργείου Ανάπτυξης το τελευταίο Διοικητικό Συμβούλιο της εγκαλούσας εταιρίας που εξελέγη στην συνεδρίαση της 6-11-1996 αποτελούνταν από τον κατηγορούμενο ΒΒ, ως πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο και τους ΓΓ, ΔΔ, ΕΕ και ΣΤ ως μέλη. Η σύνθεση όμως αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δημοσιεύθηκε εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντιθέτως δημοσιεύθηκες εις το ΦΕΚ 217/17-1-97 η σύνθεση του εκλεγέντος την 30-6-1996 Διοικητικού Συμβουλίου της στο οποίο μετείχαν οι Χ2 ως Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, ΔΔ, ως Αντιπρόεδρος, ο Χ4, ως Διευθύνων Σύμβουλος, και εκπρόσωπος αυτής και οι Χ1, ΓΓ και ΣΤ ουδεμία σχέση είχαν με την διοίκηση της εταιρίας όπως και οι ίδιοι απολογούμενοι ισχυρίσθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν δε τα στοιχεία της ταυτότητος τους από τους πραγματικούς υπευθύνους της εταιρίας, εν αγνοία τους και χωρίς την συναίνεση τους καθώς ο μεν πρώτος είχε επιδιώξει εις το παρελθόν την συνεργασία του με την εταιρία αυτή ως ασφαλιστικός σύμβουλος ο δε δεύτερος είχε ασφαλίσει εις αυτήν το αυτοκίνητο του όπως προαναφέρθηκε. Ο ΔΔ και η ΕΕ, μολονότι φέρονται ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της 6-11-1996, που η σύνθεση του δεν δημοσιεύθηκε, δεν προκύπτει ότι είχαν ουσιαστική ανάμειξη εις τα της διοίκησης της εταιρίας, πολύ δε περισσότερο στην διαχείριση του ταμείου της. Αντιθέτως; Οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ4, Χ3 και Χ1 που αποτελούσαν τα μέλη του δημοσιευθέντος εις το Φ.Ε.Κ, διοικητικού συμβουλίου της 30-6-1996, συνεπικουρούμενοι και από τον ΒΒ που εξελέγη ως Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού της Συμβουλίου στην συνεδρίαση της 6-11-96 ήταν αυτοί οι οποίοι ήλεγχαν και διοικούσαν την εταιρία καθόλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 30-11-96 έως 23-1-97. Τούτο προκύπτει τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων όσο και από τις απολογίες των τότε συγκατηγορουμένων τους (βλ. Την από 11-7-προανακριτική κατάθεση του ΖΖ και το απολογητικό υπόμνημα του ΓΓ), καθώς και από τα εξής πραγματικά περιστατικά: α) Αυτοί μετείχαν την 30-6-96 σε σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου που φερόταν ως μέλη πρόσωπα που δεν συνήνεσαν και δεν είχαν γνώση ότι χρησιμοποιήθηκαν τα ονόματα τους (ΓΓ και ΣΤ) και συνέταξαν σχετικό πρακτικό το οποίο δημοσίευσε ο κατηγορούμενος ΒΒ στο Φ.Ε.Κ. της 17-1-97 που προαναφέρθηκε, γεγονός που σημαίνει ότι δρούσαν ανέλεγκτα και με αποκλειστικό από τότε σκοπό να παραπλανήσουν ως προς τα πρόσωπα που ασκούσαν πράγματι την διοίκηση της εταιρίας, β)ενώ κοινοποίησαν στο Υπουργείο Ανάπτυξης την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου αυτό της 6-11-96, δεν προέβησαν και στην δημοσίευση αυτού, αλλά αντιθέτως δημοσίευσαν την σύνθεση του, όπως αυτό προκύπτει από το πρακτικό της 30-6-1996 εις το οποίο συμμετείχαν και οι ίδιοι, γ) ο εξ αυτών Χ3, ενώ εμφανίζεται να παραιτείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο με το έγγραφο που προαναφέρθηκε, εν τούτοις διατηρεί γραφείο εις το ίδιο κτίριο με τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας, τα οποία επικοινωνούσαν εσωτερικά μεταξύ τους, όπως διαπιστώθηκε κατά τον χρόνο σφράγισης (βλ. Τις από 18-11-2004 ανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων ΗΗ και ΑΑ) και μετέχει ενεργά στα της Διοίκησης της εταιρίας, φερόμενος ως αποκλειστικός μέτοχος και ιδιοκτήτης αυτής. δ) ο Χ1, μολονότι δεν φέρεται ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου που προέκυψε την 6-11-96, εν τούτοις εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος δια το Υποκατάστημα της ..., να λειτουργεί αυτό χωρίς να το έχουν δηλώσει στο Υπουργείο Ανάπτυξης και φυσικά, ως εκ της θέσεως του αυτής να διαχειρίζεται το Ταμείο του Υποκαταστήματος αλλά και αυτό των κεντρικών της γραφείων από κοινού με τους λοιπούς (βλ. Κατάθεση του ΖΖ και τις απολογίες του ΓΓ και του ΒΒ), από την οποία συνάγεται ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι ουδέποτε αποξενώθηκαν από την διοίκηση της εταιρίας. Επειδή οι ανωτέρω 4 εκκαλούντες κατηγορούμενοι, μολονότι ήσαν υποχρεωμένοι προς τούτο, δεν απέδωσαν εις την επόπτρια της εκκαθάρισης ΑΑ το ταμείο της ανωτέρω εταιρίας ούτε και αργότερα μέχρι την 19-9-1997, που έγινε η απογραφή των περιουσιακών της στοιχείων, αλλά αντιθέτως παρεκράτησαν, ως ίδια, τα διαθέσιμα του και προσεπάθησαν με την αφαίρεση των βιβλίων της και την καταστροφή του ηλεκτρονικού της αρχείου να αποκρύψουν το πραγματικό διαθέσιμο αυτού ου ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 332.733,33 ευρώ που υπήρχε στα χέρια τους σε μετρητά και επιταγές οπωσδήποτε κατά την ημέρα της σφράγισης. Εις την ανωτέρω δε παράνομη ενέργεια τους προέβησαν από κοινού, στοιχειοθετεί δε αυτή την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης διότι το ποσό αυτό περιήλθε στην κατοχή τους υπό την ανωτέρω ιδιότητα του καθενός ως διαχειριστών της εγκαλούσης εταιρίας και ετύγχανε ως προς αυτούς, ξένο, αφού ανήκε κατά κυριότητα εις την εγκαλούσα ήτοι βρισκόταν υπό ξένη εν σχέση με τους ιδίους, κυριότητα, υπό την κατά το Αστικόδίκαιο έννοια της και τελούσε μόνον υπό την κατοχή τους, επί πλέον δε ετύγχανε ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα χωρίς την νομότυπη συναίνεση της κυρίας του πράγματος που εκφραζόταν εν προκειμένω από την επόπτρια της εκκαθάρισης και χωρίς να συντρέχει άλλο δικαίωμα που να τους παρέχει ο Νόμος. Η ως άνω παράνομη ιδιοποίηση του έλαβε χώρα την 23-1-1997 καθώς κατά την ημερομηνία αυτή δεν βρέθηκε το Ταμείο ούτε παραδόθηκε στην επόπτρια της εκκαθάρισης που διενήργησε την σφράγιση και όχι κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1996 έως 21-1-97 όπως απηγγέλθη αρχικά η κατηγορία δεδομένου ότι η βούληση των εκκαλούντων για ιδιοποίηση του Ταμείου της εγκαλούσας δεν εκδηλώθηκε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Βέβαια οι κατηγορούμενοι δια να αποκρούσουν την κακουργηματική ως άνω κατηγορία ισχυρίζονται ότι τα διάφορα ποσά που αναφέρονται εις το Ισοζύγιο της 30-11-96 δεν υπήρχαν πράγματι κατά τον χρόνο αυτό ως ενεργητικό στο Ταμείο της και τούτο διότι οι αναφερόμενες σ'αυτό επιταγές, είτε δεν είχαν εξοφληθεί στο παρελθόν όπως έπρεπε από τους εκδότες τους είτε είχαν ήδη δοθεί προς πληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρίας πριν την ημερομηνία αυτή της 30-11-1996 και οι δύο όμως αυτές εκδοχές αποκρούονται από την λογιστική επιστήμη και την κοινή λογική και πρακτική, καθώς οι μη πληρωθείσες επιταγές αποτελούν δικαστικά επιδιώξιμες απαιτήσεις της εγκαλούσας που προσμετρώνται εις το ενεργητικό της περιουσίας της και οι μεταβιβασθείσες ήδη επιταγές προς τρίτους σε εξόφληση αντίστοιχων υποχρεώσεων της εταιρίας δεν μπορεί να αναφέρονται εις το ενεργητικό της και εις το κατάλοιπο του Ταμείου της όπως συμβαίνει εν προκειμένω εις το επίμαχο ισοζύγιο, ούτε μπορεί η καταγραφή αυτή να αποδοθεί σε λάθος, καθώς η εν λόγω εταιρία εκ του αντικειμένου της και μόνο διέθετε οργανωμένο λογιστήριο και εμπειρία πολλών ετών στην σύνταξη Ισολογισμών και εις την τήρηση των βιβλίων της. Επίσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το όποιο ποσό εμφανιζόταν στο Ταμείο της εγκαλούσας κατά την 30-1-96 δεν υπήρχε κατά τον χρόνο της σφράγισης των γραφείων της την 23-1-97 διότι αναλώθηκε στο μεταξύ δια την πληρωμή των προς τρίτους υποχρεώσεων της, και ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί καθώς, όπως προκύπτει από την απόφαση ανάκλησης της αδείας της εταιρίας αυτής, δεν κατέβαλε από την 8-10-96 τουλάχιστον και εφεξής τις υποχρεώσεις της για αποζημιώσεις, είτε είχε υποχρεωθεί προς τούτο δικαστικά, είτε είχε διακανονισθεί με εξώδικο συμβιβασμό, ούτε κατέβαλε τις εισφορές της στο επικουρικό κεφάλαιο ή το ταμείο εθνικής οδοποιίας, ούτε πλήρωσε τους μισθούς των εργαζομένων της και συνεπώς υπήρχε στο Ταμείο της και στην κατοχή των εκκαλούντων κατά την ημερομηνία της σφράγισης των γραφείων της την 23-1-97 πλήρες το ποσό που καταγράφεται στο ενεργητικό της την 30-11-96, αντιθέτως δε με τους ισχυρισμούς τους κατά το χρονικό αυτό διάστημα αύξησε και το ενεργητικό της αφού συνέχισε κανονικά την λειτουργία της, κατά τα λοιπά πλην των πληρωμών και συνεπώς εισέπραττε τουλάχιστον τα ασφάλιστρα των ενεργών εισέτι ασφαλιστικών συμβάσεων της, ποσά όμως που δεν μπορούν να προσδιορισθούν καθώς εξαφάνισαν τα λογιστικά της βιβλία. Άλλωστε αν δεν υπήρχαν στο ταμείο της εγκαλούσας τα χρήματα και οι επιταγές που προαναφέρθηκαν δεν θα χρειαζόταν να γίνει και η παραβίαση των σφραγίδων των γραφείων της και η αφαίρεση των λογιστικών βιβλίων και του ηλεκτρονικού της αρχείου για τα οποία ουδεμία πειστική εξήγηση δίνουν οι εκκαλούντες. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας τελεσθείσα από κοινού' και στη συνέχεια απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις που άσκησαν αυτοί κατά του πρωτόδικου βουλεύματος και επικύρωσε αυτό. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εν σχέσει με την προαναφερόμενη πράξη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει εις αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως για την οποίαν παρεπέμφθησαν οι αναιρεσείοντες, καθώς και εκείνα που προσδίδουν εις αυτήν κακουργηματικό χαρακτήρα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρ. 375 παρ.1, 2 ΠΚ, ως αντικ. δι'άρθρο 1 παρ.9 ν. 2408/2006, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκούσε η καθολική αναφορά στις σκέψεις της εισαγγελικής πρότασης, ως και η αναφορά στα σ'αυτήν αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, το ότι δε εξαίρονται στο βούλευμα οι καταθέσεις ορισμένων μόνο μαρτύρων και απολογίες των τότε συγκατηγορουμενων τους, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη όλα τα λοιπά κατ'είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αλλά μόνο αυτές. Πλήρως αιτιολογείται το ύψος του ποσού, το οποίο το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι από κοινού οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ιδιοποιήθηκαν παράνομα, και ειδικότερα το μέρος αυτού που αντιστοιχεί στις επιταγές προς είσπραξη.
Με τις παραδοχές ότι όλοι οι κατηγορούμενοι κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-1996 και μέχρι 23-1-1997 ήσαν εν τοις πράγμασι διαχειριστές της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της την 21-1-1997, αιτιολογείται η αξιούμενο από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ για την θεμελίωση της κακουργηματικής μορφής της υπεξαίρεσης στοιχείο του διαχειριστού ξένης περιουσίας, ενώ παρατίθενται αναλυτικά οι συλλογισμοί με τους οποίους το Συμβούλιο κατέληξε στις παραδοχές του αυτές, αποκρούοντας τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων.
Συνακόλουθα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι Α) Οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ συναφείς λόγοι της από 29-10-2007 αίτησης του αναιρεσείοντα Χ1 για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίς με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει ίδιες σκέψεις αλλ'αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση ως και ότι δεν συνεκτιμήθηκαν όλα τα από την ανάκριση προκύψαντα πραγματικά περιστατικά εκ του ότι εξαίρονται μερικά από αυτά. Β) Οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της από 23-10-2007 αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ3 και της από 25-10-2007 αιτήσεως αναίρεσης του Χ2 για ελλειπή αιτιολογία με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς το ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού. Γ) Ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συναφής λόγος της από 23-10-2007 αίτησης αναίρεσης του Χ3 και της από 25-10-2007 αίτησης αναίρεσης του Χ2 για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 375 παρ.2 με την αιτίαση ότι κατ'εσφαλμένη εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης κρίθηκαν ένοχοι της ως άνω αξιόποινης πράξης χωρίς να είναι κατά το κρίσιμο διάστημα από 1-12-1996 έως 21-1-1997 μέλοι του Διοικητικού Συμβουλίου της ασφαλιστικής εταιρείας, αφού κατά το από 6-11-96 πρακτικό μέλη αυτού ήταν άλλα πρόσωπα. Οι κατ'επίφαση, υπό την επίκληση, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιασιτκής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 του ΠΚ λοιπές αιτιάσεις και των τριών αιτήσεων αναιρέσεως με τις οποίες αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτες διότι μ'αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 29-10-2007, 25-10-2007 και 23-10-2007 αιτήσεις των α) Χ1, κατοίκου ..., β) Χ2, κατοίκου ... και γ) Χ3, κατοίκου ... για αναίρεση του 1957/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή