Αριθμός 1422/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα - Εισηγήτρια και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π. του Δ., 2) Κ. Φ. του Χ., κατοίκων …, 3) Εταιρείας με την επωνυμία "ΚΟΣΜΟΣ Ε.Π.Ε.", που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κουτσουλέλο και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ά.-Ν. Π. του Τ. (A.-D. P. του J.), κατοίκου … και ήδη ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανατάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/7/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 734/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 268/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/9/2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ακολούθως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την διατήρηση της ισχύος της υπ' αριθμ. 117/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (σε συμβούλιο), με την οποία έχει διαταχθεί αναστολή εκτέλεσης της 734/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που επικυρώθηκε με την 268/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της συζητηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και απορριφθεί στην ουσία ή αν γίνει δεκτή και στην ουσία και εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση, αφού στην πρώτη περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώνεται σε αυτή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση έπαυσε να ισχύει (Ολ. ΑΠ 40/1996, ΑΠ 1708/2007, ΑΠ 1253/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 566 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνει σε καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Η παράβαση της ανωτέρω διάταξης, η οποία συμπληρώνει τη γενική διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των ένδικων μέσων, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αναίρεσης ως απαράδεκτης για εκείνη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ως προς την οποία το αναιρετήριο δεν έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (ΑΠ 96/2010, ΑΠ 1573/2010, ΑΠ 850/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 268/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με αυτή έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η από 12-1-2015 έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της συμπροσβαλλόμενης 734/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, καθόσον στρέφεται κατά της παραπάνω πρωτόδικης απόφασης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, με την απόρριψη της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της, ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφενός μεν για το λόγο τούτο, αφετέρου δε διότι από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει κατάθεσή της και στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που την εξέδωσε. Κατά τα λοιπά, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Δ ΚΠολΔ, υπ' αριθμ. 268/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε την από 12-1-2015 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 734/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, το οποίο, δεχόμενο εν μέρει την από 9-7-2012 αγωγή του αναιρεσιβλήτου εναντίον τους, υποχρέωσε αυτούς, πλην άλλων, να του καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοσή της, εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 8.000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη δημοσίευση των περιγραφόμενων φωτογραφιών του με το σχετικό προσβλητικό άρθρο στην αναφερόμενη Εφημερίδα. Η αίτηση αναίρεσης, καθόσον στρέφεται κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ 24/2015). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 20/2005). Αντίθετα με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αναιρεσείοντος αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 148/2008). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 766/2017).
Εξάλλου, από τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητα του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών, που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση δε που η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, το δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον προσβολέα, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη, που τυχόν έχει επέλθει, ιδίως με πληρωμή χρηματικού ποσού. Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας, (η τιμή, η υπόληψη, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ. ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα. Η εικόνα του ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει, και γι' αυτό η από άλλον αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή αυτής δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου, αποτελεί, καθαυτή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή του δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας, και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητάς του, όπως το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, ή η υπόληψη του. Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της, που μειώνουν την υπόληψή του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή συμπεράσματα που είναι αληθή μεν αλλά ελλιπή, και έχουν σχέση με τον εικονιζόμενο, δημιουργούν δε εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα σε βάρος του, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητας του, (εικόνα, απόρρητο ιδιωτικού βίου, τιμή, υπόληψη), και η προσβολή είναι σημαντικότερη. Αν η προβολή της εικόνας ή η αποκάλυψη στοιχείων του ιδιωτικού βίου του απεικονιζόμενου γίνεται οπό πρόσωπο που άμεσα συνδέεται με τη λειτουργία του τύπου, γίνεται δε κατ' αυτή τη λειτουργία του η οποία, κατά το Σύνταγμα (αρθρ. 14 παρ. 1 και 2), είναι ελεύθερη, εφόσον ο απεικονιζόμενος δεν αποτελεί πρόσωπο που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, το παράνομο της προσβολής της προσωπικότητας του με την αποτύπωση ή έκθεση της εικόνας και τη δημοσιοποίηση στοιχείων του ιδιωτικού βίου του αίρεται με τη ρητή ή σιωπηρή οικεία συναίνεση ή έγκριση του ή εφόσον συντρέχουν λόγοι που θεμελιώνονται στην ανάγκη προστασίας δικαιολογημένου συμφέροντος, κατά τα προεκτεθέντα. (ΑΠ 456/2014, ΑΠ 1595/2013, ΑΠ 543/2009, ΑΠ 195/2007). Έτσι, η λήψη φωτογραφίας ενός προσώπου ως μέλους του συνόλου των ατόμων, που πήραν μέρος σε δημόσια εκδήλωση, δεν προσκρούει, κατ' αρχήν, στις διατάξεις προστασίας της προσωπικότητας. Η συμμετοχή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά είτε σιωπηρή συναίνεση, που απορρέει από την εξουσία αυτοπροσδιορισμού του προσώπου, είτε "ιδίω κινδύνω ενέργεια" (ΑΚ 300). Αντιθέτως, η εξατομίκευση ενός από τα πρόσωπα που συμμετείχαν και η χωρίς λόγο δημοσιογραφική εμμονή στο πρόσωπό του συνιστά προσβολή, εφ' όσον το συγκεκριμένο άτομο δεν διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερο ρόλο στη συλλογική εκδήλωση. Πάντως, η φωτογράφηση ενός ατομικώς προσδιοριζόμενου προσώπου επιτρέπεται μόνο, οσάκις αυτό επιβάλλεται από τις ειδικές περιστάσεις, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται, χωρίς άλλο, και η δημοσίευση της φωτογραφίας. Εάν η δημοσίευση επιβάλλεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα, ώστε να αποφευχθεί η αναγνώριση του απεικονιζόμενου προσώπου από το κοινό. Κατά συνέπεια, εφ' όσον η λήψη φωτογραφίας είναι αναγκαία και πρόσφορη για την ικανοποίηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, δικαιολογείται η φωτογράφηση, εάν το ενδιαφέρον που αποσκοπείται να ικανοποιηθεί με αυτήν, υπερτερεί σαφώς της μέσω της λήψεως επεμβάσεως στην προσωπικότητα. Η διαπίστωση όμως ότι η λήψη είναι επιτρεπτή, δεν σημαίνει υποχρεωτικά, ότι επιτρέπεται και η διάδοσή της. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει, επομένως, να εξετάζεται, εάν είναι αναγκαία για την ικανοποίηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης η αναγνώριση της ταυτότητας του εικονιζόμενου προσώπου. Στην ανωτέρω δε, χωρίς συναίνεση απαγόρευση εμπίπτει, όχι μόνο η φωτογραφική απεικόνιση του προσώπου, αλλά η παροχή της εικόνας σε τρίτο, η αναπαραγωγή και η διάδοση αυτής στο κοινό, ιδία δια του τύπου. Επίσης, απαγορεύεται η χρησιμοποίηση της εικόνας για διαφημιστικούς ή οικονομικούς σκοπούς, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συνιστά αυτοτελή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, έστω και αν δεν συνιστά μείωση της τιμής και υπόληψής του, ή παραβίαση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του. Προστατεύεται έτσι, με τα ως άνω άρθρα, η προσωπικότητα και κατ' επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα, όπως προαναφέρθηκε, πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Ενόψει των εκτεθέντων προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρου 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ. ΑΠ 2/2008). Στην περίπτωση αυτή, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, είναι η φύση της διατάξεως, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου.
Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη, με το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ.). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ακριβώς τα άρθρα 361-363 ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικτά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφ' όσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά αποδείξεως. Δεν αποκλείεται όμως στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως ακόμη και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 361 του ΠΚ. Ισχυρισμό δε του γεγονότος συνιστά κάθε σχετική μ' αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοινώσεως που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ' αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα που βλάπτουν την τιμή ή την υπόληψη άλλου, υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. (ΑΠ 456/2014). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367§1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ), έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1662/2005). Κατ' εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ' αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005). Το ζήτημα εάν οι εκδηλώσεις, που προαναφέρθηκαν, ήταν πρόσφορες και αναγκαίες αντικειμενικά για τη διαφύλαξη του δικαιώματος του εναγομένου και περί του κατά πόσον οι εκδηλώσεις αυτές υπερέβησαν τελικά το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του ίδιου δικαιώματος, αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1030/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178/1981 "περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρ. 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρ. 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρ. 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται σε περίπτωση προσβλητικού της τιμής ή της υπόληψης άλλου δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 ΠΚ (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012). Έτσι με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη κάθε εντύπου σε πλήρη αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει η κατά τα ανωτέρω υποκειμενική ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτη ή του εκδότη του επιλήψιμου δημοσιεύματος και εφόσον θίγεται η τιμή και η υπόληψη του αναφερόμενου σε τούτο (δημοσίευμα) προσώπου (ΑΠ 546/2014). Παράλληλα, ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων..... γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. θ) "Τρίτος", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν Αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα.
ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας .....". Με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων... β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 αυτού ορίζεται ότι: "1. Απαγορεύεται η συλλογή και η Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση. β. Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου ή προβλεπομένου από το νόμο συμφέροντος τρίτου, εάν το υποκείμενο τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου..... ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής...". Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1, 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1)... Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ. 3). Στο άρθρο 22 παρ. 1 έως 4 του ίδιου νόμου 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή κατά το άρθρο 6 αυτού, τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της προβλεπόμενης από την παρ. 3 του άρθρου 7 άδειας (παρ. 1), όποιον, κατά παράβαση του άρθρου 7 αυτού, διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής (παρ. 2), όποιον, κατά παράβαση του άρθρου 8 αυτού, προβαίνει σε διασύνδεση αρχείων χωρίς να τη γνωστοποιήσει στην Αρχή (παρ. 3), όποιον, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο (παρ. 4). Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού, με τίτλο "αστική ευθύνη", ορίζεται, ότι: "Φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά, (πράξη ή παράλειψη), που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ' ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ' ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας ( ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013). Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να τους τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου, υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. ε' του ν. 2472/1997 που προαναφέρθηκε. Με βάση τα παραπάνω, το αρχείο μιας εφημερίδας αποτελεί σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, που είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του συγκεκριμένου φύλλου, τα οποία επιτρέπουν την πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που έχουν δημοσιευθεί. Οι διατάξεις του ν. 2472/1997, κατά το μέρος που απαγορεύουν την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημοσιογράφους, δεν προσκρούουν στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την ελευθερία της εκφράσεως και διαδόσεως στοχασμών και πληροφοριών μέσω της ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, καθόσον η ελευθερία αυτή, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικώς ως προς τον έγγραφο Τύπο από το άρθρο 14 αρ. 1 αυτού, δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία διαδόσεως πληροφοριών που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει και η ερωτική τους ζωή. Η διάδοση πληροφοριών τέτοιου περιεχομένου σχετικά με την ερωτική ζωή ατομικώς προσδιοριζόμενου προσώπου δεν επιτρέπεται να αποτελέσει από συνταγματική άποψη περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφορήσεως ή της ελεύθερης εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασμών. Ο νόμος 2472/1997, οι διατάξεις του οποίου προβλέπουν περιορισμούς στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εν γένει, αποβλέπουν στην προστασία των αξιών που αναγνωρίζονται και από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος και οριοθετούν μαζί με αυτές τις συνταγματικές διατάξεις τις λοιπές ίσου κύρους διατάξεις του Συντάγματος, μεταξύ των οποίων και αυτές των άρθρων 5 παρ. 1 και 14 παρ. 1 τούτου ως προς το περιεχόμενο των κατοχυρούμενων με αυτές δικαιωμάτων και ελευθεριών. Συνάδει με τους περιορισμούς αυτούς ο τιθέμενος από το ν. 2472/1997 κανόνας της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της κατ' εξαίρεση επεξεργασίας τέτοιων προσωπικών δεδομένων και μόνον ύστερα από προηγούμενη άδεια της Αρχής, και υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις της τηρήσεως του απορρήτου και του περιορισμένου του χρόνου της επεξεργασίας. Στις ειδικές αυτές περιπτώσεις όπου κατ' εξισορρόπηση διαφόρων συνταγματικών αξιών διευκολύνεται η άσκηση κατοχυρούμενων από άλλες συνταγματικές διατάξεις δικαιωμάτων, όπως η εξυπηρέτηση της ελεύθερης πληροφορήσεως των ατόμων μέσω του Τύπου, περιλαμβάνεται και η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παρ. 2 περ. ζ' του ν. 2472/1997 περίπτωση, κατά την οποία όταν η επεξεργασία αφορά τα δεδομένα δημόσιων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η επεξεργασία κατόπιν αδείας της αρχής, που χορηγείται μόνον αν είναι απολύτως αναγκαία αυτή για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Επομένως, στις περιπτώσεις χρήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημοσιογράφους και συγκεκριμένα όταν γίνεται δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με επερχόμενη από αυτήν προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου, καθίσταται αναγκαία η εναρμόνιση των συγκρουόμενων ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προς το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποία η επαχθής πράξη, (δημοσιοποίηση των ευαίσθητων δεδομένων), πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι : α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού υπό την έννοια ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή έστω ηπιότερο μέσο και γ) η προσβολή που προκαλείται πρέπει να είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη ή έστω ανάλογη προς το επιδιωκόμενο όφελος, ποτέ όμως βαρύτερη από αυτήν. [ΑΠ 10/2011 (Ποιν.), ΑΠ 1567/2010 (Ποιν.).].
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνώντας τη βασιμότητα των λόγων της από 12-1-2014 έφεσης των αναιρεσειόντων κατά της 734/2014 πρωτόδικης οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, δέχτηκε, μετά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδείξεων, τα ακόλουθα: "Στις 8-3-2012, που έχει καθιερωθεί παγκοσμίως ως "η ημέρα της γυναίκας", διοργανώθηκε από τους ιδιοκτήτες των ευρισκόμενων στην Πάτρα καφέ-μπαρ με τους διακριτικούς τίτλους "Bocca" και "Due Piani", Ν. Π. του Η. και Ι. Κ. του Δ., αντίστοιχα, εκδήλωση με ελεύθερη είσοδο ανδρών και γυναικών στο καφέ- μπαρ του τελευταίου εξ αυτών (Due Piani), που βρίσκεται στον πεζόδρομο Αγ. Νικολάου αρ. 47, έχοντας διαφημίσει τις αμέσως προηγούμενες ημέρες την εκδήλωση αυτή μέσω του ιστοχώρου κοινωνικής δικτύωσης "facebook" και μέσω της ιστοσελίδας "Patras Events.gr", τονίζοντας ότι θα παρουσιαστεί strip show με Έλληνες και ξένους χορευτές. Στο θέαμα, που άρχισε περί τις 23.00, συμμετείχε, ως στρίπερ, ο ενάγων, που είναι … υπήκοος και εκείνη την εποχή εργαζόταν ως υπάλληλος σε ανθοπωλείο στην Πάτρα, αλλά περιστασιακά απασχολείτο επαγγελματικά και ως στρίπερ, καθ' όλη δε τη διάρκεια της εκδήλωσης παρευρισκόταν στο χώρο του μπαρ και η σύζυγος του, η οποία είχε διαπραγματευτεί με τους διοργανωτές τη συμμετοχή του στην ένδικη εκδήλωση. Το βράδυ εκείνο ο ενάγων χόρεψε μπροστά στους 800 περίπου θαμώνες του μπαρ "Due Piani" κρατώντας τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου και λικνιζόμενος στους ρυθμούς της έντονης μουσικής που παιζόταν, αφαιρώντας σταδιακά τα ενδύματά του μέχρι που έμεινε παντελώς γυμνός, αποκαλύπτοντας πλήρως τα γεννητικά του όργανα. Την εκδήλωση κάλυπτε επαγγελματίας φωτογράφος της ιστοσελίδας "Patras Events.gr", στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο αυτό κατόπιν σχετικής συνεννόησης των διοργανωτών και των υπευθύνων της παραπάνω ιστοσελίδας (βλ. τις από 21-9-2012, 4-10-2012 και 16-10-2012 ένορκες καταθέσεις των Ι. Κ., Κ. Τ. και Ν. Π. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πάτρας), επιπλέον δε, κατά τη διάρκεια του χορευτικού θεάματος αρκετοί θαμώνες αποθανάτιζαν με τη χρήση της κάμερας των κινητών τηλεφώνων τους τον ενάγοντα, ο οποίος, έχοντας αντιληφθεί τη φωτογράφησή του γυμνού τόσο από τον επαγγελματία φωτογράφο, όσο και από τους θαμώνες του μπαρ, αποδεχόταν σιωπηρά αυτή, μη αντιδρώντας καθοιονδήποτε τρόπο αρνητικά είτε αυτός ο ίδιος είτε δια της παρευρισκόμενης συζύγου του. Μία εβδομάδα αργότερα, στις 16-3-2012, στο υπ' αριθ. 331 φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας "Κόσμος της ενημέρωσης", που εκδίδεται και κυκλοφορεί στην Πάτρα, ιδιοκτησίας της 3ης εναγομένης εταιρίας, της οποίας εκδότης ήταν ο 1ος εναγόμενος και διευθυντής σύνταξης ο 2ος εναγόμενος, δημοσιεύτηκε στο πρωτοσέλιδο αυτής, στο άνω δεξιό άκρο, μία έγχρωμη φωτογραφία από την ανωτέρω εκδήλωση, στην οποία εικονίζεται ολόσωμος ο ενάγων να κρατά τη βρετανική σημαία και να χορεύει ολόγυμνος, χωρίς όμως να αποκαλύπτονται στους αναγνώστες τα γεννητικά του όργανα, επειδή αυτά ήταν τεχνηέντως μαρκαρισμένα με μαύρο χρώμα, και η οποία αφενός μεν συνοδευόταν από τον τίτλο "Καυτό σόου μπροστά σε διακόσιες γυναίκες. Τα έβγαλε όλα ο Βρετανός!", αφετέρου δε από κείμενο με περιεχόμενο "Το τι έγινε σε κεντρικό καφέ της Πάτρας την ημέρα της γιορτής της γυναίκας... δύσκολα περιγράφεται", στο τέλος του οποίου γινόταν παραπομπή για τη συνέχεια στη σελίδα 38 του ίδιου φύλλου εφημερίδας. Εκεί δημοσιεύθηκε το κύριο άρθρο για την εκδήλωση, το οποίο τιτλοφορείτο "Τα έβγαλε όλα ο Βρετανός! "Καυτό" σόου σε καφέ μπροστά στα μάτια δεκάδων γυναικών" και αποτελείτο από μικρής έκτασης κείμενο με περιεχόμενο "Το τι έγινε σε κεντρικό καφέ της Πάτρας την ημέρα της γιορτής της γυναίκας ... δύσκολα περιγράφεται αν και οι φωτογραφίες που παρουσιάζουμε...μιλούν από μόνες τους! Κατάμεστο το καφέ, τόσο από γυναίκες όσο και από άντρες. Ο επιχειρηματίας επεφύλασσε έκπληξη στους θαμώνες του, και μια και γιορτάζαμε την ημέρα της γυναίκας, θέλησε να ανταμείψει... το "αδύναμο" φύλο! Στη σκηνή ανέβηκε ένας καλογυμνασμένος Βρετανός, άρχισε να χορεύει, έκανε στριπτίζ και επικράτησε πανικός! Στην κυριολεξία τα έβγαλε όλα ενώ φρόντισε να αλείψει και με ειδικό "σπρέι" το...μόριό του, ώστε να παραπέμπει σε... σεξουαλική έκρηξη! Μετά το σόου του συγκεκριμένου Βρετανού, ακολούθησε και άλλη "επίδειξη" με άλλον... προσκεκλημένο του ιδιοκτήτη του καφέ.". Το κείμενο αυτό συνοδευόταν από δώδεκα (12) έγχρωμες φωτογραφίες, που σχεδόν κάλυπταν το υπόλοιπο της σελίδας, στις δέκα (10) εκ των οποίων εικονίζεται ολόσωμος ο ενάγων σε διάφορες στάσεις, χωρίς να καλύπτεται το πρόσωπό του. Ειδικότερα, σε μία εξ αυτών εικονίζεται να φορά το εσώρουχό του, σε δύο να το αποβάλλει και στις λοιπές οκτώ να είναι ολόγυμνος και να κρατά τη βρετανική σημαία είτε κατά τρόπο ώστε να κρύβει μ' αυτή τα γεννητικά του όργανα (σε μία φωτογραφία), είτε κατ' άλλο τρόπο, ώστε να παραμένουν εκτεθειμένα στη θέα των θαμώνων του μπαρ τα γεννητικά του όργανα, τα οποία, όμως, κατά τη δημοσίευση των συγκεκριμένων φωτογραφιών παρέμειναν αθέατα στους αναγνώστες, επειδή είχαν τεχνηέντως μαρκαριστεί με μαύρο χρώμα, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας των φωτογραφιών. Αυτή καθεαυτή η δημοσίευση των παραπάνω φωτογραφιών αποτελεί δημοσίευση και διάδοση της εικόνας του ενάγοντος σε οποιονδήποτε αναγνώστη της εφημερίδας και πρόσβαλε από μόνη της το δικαίωμα του ενάγοντος στην αυτοδιάθεση της εικόνας του, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τέλος, οι δημοσιευθείσες φωτογραφίες του ενάγοντος συνοδεύονταν και από λεζάντες με το εξής περιεχόμενο: "Στην αρχή ο Βρετανός "έπαιξε" με τις γυναίκες", "Η στιγμή που βγάζει το εσώρουχό του προς έκπληξη όλων...", "Μόνο η σημαία καλύπτει την περιοχή...", "Καρέ καρέ... το στριπτίζ του νεαρού Βρετανού. Κάποιες από τις γυναίκες γελούσαν με την ψυχή τους άλλες πάλι ... κρατούσαν το στόμα τους θέλοντας να κρύψουν την έκπληξή τους! Κάποιες... συμμετείχαν στο σόου πιστεύοντας πως η αγγλική σημαία... δεν θα ανέβει! Κι όμως ανέβηκε". Τα παραπάνω κείμενα του κυρίως άρθρου και των λεζάντων των φωτογραφιών, που περιέχουν σχολιασμό της εκδήλωσης και του χορευτικού θεάματος του ενάγοντος, συντάχθηκαν από άγνωστο δημοσιογράφο-συντάκτη, στον οποίο ανατέθηκε το σχετικό έργο από τους 2° και 3° εναγόμενους για την πληρότητα της παρουσίασης του δημοσιευθέντος καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Το τελευταίο, αξιολογούμενο στο σύνολό του (κείμενο και φωτογραφίες) με ιδιαίτερη επισήμανση της φράσης "Στην κυριολεξία τα έβγαλε όλα ενώ φρόντισε να αλείψει και με ειδικό "σπρέι" το... μόριό του, ώστε να παραπέμπει σε... σεξουαλική έκρηξη" (και ανεξάρτητα από τη δια της δημοσίευσης της εικόνας του ενάγοντος επελθούσα προσβολή της προσωπικότητάς του), μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και οικογενειάρχη, όπως και συνέβη, αφού ο ενάγων παρουσιάστηκε στο αναγνωστικό κοινό ως άτομο αμφιβόλου ηθικής, που όχι μόνο δε διστάζει να αποβάλλει χωρίς αιδώ το σύνολο των ενδυμάτων του μπροστά σε κοινό, αλλά χρησιμοποιεί και ιδιαίτερα ερωτικά μέσα και τεχνάσματα για την ανάδειξη των σεξουαλικών του προσόντων, με συνέπεια να τύχει δυσμενών σχολίων και απαξιωτικής κριτικής από το συγγενικό, φιλικό και εν γένει κοινωνικό του περιβάλλον, που καταδίκασε την περιγραφείσα, μη γνωστή σ' αυτό, επαγγελματική του επιλογή να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη εκδήλωση χορεύοντας ολόγυμνος, στοιχειοθετούμενου κατ' αρχήν, ως εκ τούτου, του αδικήματος της απλής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω δημοσιευθείσες φωτογραφίες περιήλθαν στην κατοχή των 1ου και 2ου εναγομένων από τους ίδιους τους διοργανωτές της εκδήλωσης και όχι μέσω του διαδικτύου από προηγούμενη δημοσίευση-ανάρτησή τους είτε από ανώνυμους είτε, κυρίως, από τους υπεύθυνους της ιστοσελίδας "Patras Events.gr", σε αντίθεση με ό,τι κρίθηκε την υπ' αριθ. 290/2013 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, με την οποία τέθηκε στο αρχείο η από 6-6-2012 έγκληση του ενάγοντος κατά των εναγομένων και άλλων προσώπων για δυσφήμηση και παράβαση του Ν. 2472/1997. Η κρίση αυτή στηρίζεται, εκτός άλλων, στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος με επιμέλεια των εναγομένων μάρτυρα Α. Ρ., ο οποίος με την ιδιότητα του δημοσιογράφου της εφημερίδας "Κόσμος της ενημέρωσης" κατέθεσε με απόλυτη σαφήνεια ότι εκείνοι που τους έδωσαν τις φωτογραφίες προς δημοσίευση ήταν οι διοργανωτές της εκδήλωσης, ενισχύεται δε τόσο από την ενώπιον της Πταισματοδίκη Πάτρας κατάθεση του Κ. Τ., διαχειριστή της ιστοσελίδας "Patras Events.gr", ο οποίος κατέθεσε ότι οι διοργανωτές της εκδήλωσης θα έδιναν τις ληφθείσες φωτογραφίες και σε άλλα μέσα ενημέρωσης, όσο και από την παράλειψη προσκομιδής από τους εναγόμενους, προς υποστήριξη του σχετικού ισχυρισμού τους, αντιγράφων των φωτογραφιών που είχαν αναρτηθεί στην προαναφερθείσα ιστοσελίδα ή σε άλλες ιστοσελίδες, οι οποίες να ταυτίζονται με εκείνες που οι ίδιοι δημοσίευσαν με πρωταγωνιστή τον ενάγοντα ή έστω άλλων φωτογραφιών της εκδήλωσης, στις οποίες να εικονίζεται γυμνός ο ενάγων με αποκάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου του, ώστε να γίνεται αντιληπτό ότι ο γυμνός χορευτής είναι ο ενάγων. Αντιθέτως, το θέμα των φωτογραφιών που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι, ως εξαχθεισών από την ιστοσελίδα "Patras Events.gr" και αναρτηθεισών σ' αυτήν σε προγενέστερο χρόνο της επίμαχης δημοσίευσης στην εφημερίδα τους, περιορίζεται στην ανάδειξη της επιτυχίας της εκδήλωσης, λόγω του εμφαινόμενου πλήθους των θαμώνων που συγκεντρώθηκε και διασκέδασε στο μπαρ "Due Piani", με εξαίρεση μία φωτογραφία, στην οποία εμφαίνεται το πίσω μέρος του σώματος ενός άνδρα που χορεύει γυμνός περιβαλλόμενος από θαμώνες, χωρίς όμως να αποκαλύπτονται συγχρόνως οποιαδήποτε χαρακτηριστικά του προσώπου του, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτή η ταυτοποίησή του με τον ενάγοντα σε όσους τη βλέπουν. Περαιτέρω, αναφορικά με την υπαγωγή της ως άνω δημοσίευσης των φωτογραφιών του ενάγοντος στις διατάξεις του Ν. 2472/1997 σημειώνεται ότι η 3η εναγομένη εταιρία (ιδιοκτήτρια της εφημερίδας), όπως όλες οι εταιρίες εφημερίδων, τηρεί διαρθρωμένο αρχείο, που περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα δημοσιευμένα φύλλα της εφημερίδας "Κόσμος της ενημέρωσης", όπου και βρίσκονται καταχωρημένα όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στην εφημερίδα αυτή, επομένως και αυτά που αφορούν τον ενάγοντα. Η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα καθίσταται δυνατή τόσο με το κριτήριο του αριθμού του κάθε φύλλου της εφημερίδας ή/και της ημερομηνίας κυκλοφορίας του όσο και με εσωτερικές μηχανές αναζήτησης, που τηρούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας όλες οι εφημερίδες, όπως και η συγκεκριμένη και επομένως πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης "Αρχείου". Η δημοσίευση των φωτογραφιών του ενάγοντος στο υπ' αριθ. …/…-3-2012 φύλλο της εφημερίδας "Κόσμος της ενημέρωσης", που έλαβε χώρα για τις ανάγκες δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου στην ίδια εφημερίδα, είχε ως αποτέλεσμα να αποτελέσουν οι φωτογραφίες αυτές μέρος του αρχείου της εφημερίδας και έτσι να περιληφθούν σ' αυτό προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και μάλιστα "ευαίσθητα" προσωπικά δεδομένα αυτού, αφορώντα την ερωτική του ζωή και συγκεκριμένα την επιλογή του να χορεύει ολόγυμνος ενώπιον συγκεκριμένου κοινού, καθιστώντας το θεατή των απόκρυφων μελών του σώματός του ... ανεξαρτήτως του ότι η ερωτική του ζωή συνέχεται στην προκείμενη περίπτωση με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Τα ως άνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος οι εναγόμενοι κατέστησαν, χωρίς δικαίωμα, προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και συγκεκριμένα στο αναγνωστικό κοινό της πόλης της Πάτρας, το οποίο έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σ' αυτά με τη χρήση του κριτηρίου του αριθμού του φύλλου της εφημερίδας (331) ή/και της ημερομηνίας κυκλοφορίας του (16-3-2012). Συναφώς επισημαίνεται ότι η πραγματοποιηθείσα δημοσίευση των ίδιων φωτογραφιών του ενάγοντος προϋπέθετε την προηγούμενη πραγμάτωση ιδιαίτερων και διακριτών μορφών επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, καθόσον αυτά υπέστησαν κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου, που αποτέλεσε το μέσο της διάδοσής τους σ' ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων, περισσότερες διαδοχικές διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες, μέσω αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής της εφημερίδας, όπως είναι η ψηφιοποίησή τους μέσω ειδικών σαρωτών (scanners), καθώς και η περαιτέρω επεξεργασία τους προς βελτίωση της ευκρίνειας και του χρωματισμού τους, αλλά και προς κάλυψη με μαύρο χρώμα των γεννητικών οργάνων του ενάγοντος. Ενεργώντας οι 1ος και 2ος εναγόμενοι κατά τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο και δεδομένου ότι ο ενάγων δεν είχε συγκατατεθεί στη δια δημοσίευσης χρήση των ληφθεισών φωτογραφιών του, ούτε είχαν προηγουμένως δημοσιευθεί από τον ίδιο τέτοιες φωτογραφίες του, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την εξαίρεση του άρθρου 7 § 2 εδ. γ' Ν. 2472/1997 (γεγονός που δεν επικαλούνται, άλλωστε, ούτε οι εναγόμενοι), αλλά ούτε και είχαν δημοσιευθεί από άλλον και ιδίως από τους υπεύθυνους της ιστοσελίδας "Patras Events.gr" γυμνές φωτογραφίες του με αποκάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου του, κατά τα ήδη αναφερθέντα, έπεται ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν τις διατάξεις του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πλέον της γενομένης προσβολής της εικόνας του, της τιμής και της υπόληψής του, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η οικειοθελής συμμετοχή του ενάγοντος στην ενέχουσα αυξημένο κίνδυνο προσβολής της προσωπικότητάς του συγκεκριμένη εκδήλωση και η αποδοχή της φωτογράφησής του τόσο από θαμώνες του μπαρ όσο και από επαγγελματία φωτογράφο συνιστά περίπτωση σιωπηρής συναίνεσης για δημοσίευση των ανωτέρω φωτογραφιών του, άλλως ότι η συμπεριφορά του αυτή συνιστά οικείο πταίσμα του στην επελθούσα προσβολή και όλως επικουρικά συνιστά συντρέχον πταίσμα του στην έκταση της ζημίας κατά ποσοστό 90%, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι τόσο η επαγγελματική συμμετοχή του ενάγοντος ως στρίπερ στη διοργανωθείσα εκδήλωση, όσο και η πράγματι αποδειχθείσα σιωπηρή συναίνεσή του στη λήψη φωτογραφιών του κατά τη διάρκεια του χορευτικού θεάματος, αν και ήταν ολόγυμνος, δε συνεπάγονται αυτόθροα και δίχως τη συνδρομή άλλων πρόσθετων στοιχείων, που να είναι ικανά να τεθούν προς σχετική αξιολόγηση, την παροχή της κατ' άρθρα 2 περ. ια' και 5 § 1 Ν. 2472/1997 συγκατάθεσής του για δημοσίευση των παραπάνω φωτογραφιών του και μάλιστα χωρίς να είναι καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του για τη διαφύλαξη της ανωνυμίας του, αλλά ούτε και συνιστούν, για τον ίδιο λόγο, οικείο πταίσμα του (έστω υπό τη μορφή του συντρέχοντος πταίσματος), συνδεόμενο αιτιωδώς με την επελθούσα δια της δημοσίευσης των φωτογραφιών και του συνοδεύοντος αυτές κειμένου προσβολή, αφού αυτή οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε ενέργειες των 1ου και 2ου εναγομένων. Επομένως, οι περί του αντιθέτου συναφείς 3ος και 7ος (ως προς το υπό στοιχείο Γ' σκέλος του) λόγοι έφεσης, με τους οποίους επαναφέρεται προς κρίση στο παρόν Δικαστήριο ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός (ένσταση) των εναγομένων τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. Ούτε, βεβαίως μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εναγόμενοι τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη, άλλως σε πραγματική πλάνη αναφορικά με τη συνδρομή του στοιχείου της σιωπηρής συναίνεσης του ενάγοντος προς δημοσίευση των επίδικων φωτογραφιών και τούτο επειδή οι 1ος και 2ος εξ αυτών, λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, που συνέχεται με την ιδιότητά τους ως εκδότη και διευθυντή σύνταξης, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τη δεδομένη εμπειρία τους στο χώρο του τύπου αναμφίβολα γνώριζαν την έλλειψη συγκατάθεσης του ενάγοντος, καθώς και τον αδικοπρακτικό χαρακτήρα της πράξης τους και παρά ταύτα προέβησαν εν γνώσει τους στην ανωτέρω δημοσίευση των επίδικων φωτογραφιών με σκοπό την αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας και κατ' επέκταση των κερδών της, αδιαφορώντας για την επερχόμενη προσβολή του ενάγοντος στο δικαίωμά του στην προσωπικότητα και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του. Κατά συνέπεια οι συναφείς 5ος και 7ος (ως προς το υπό στοιχείο Δ' σκέλος του) λόγοι έφεσης, δια των οποίων επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων, κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου, εν προκειμένω δε συντρέχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον των εναγομένων για τη δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών και του συνοδεύοντος αυτές κειμένου (συμπεριλαμβανομένων των λεζάντων) στο πλαίσιο του καθήκοντος πληροφόρησης του αναγνωστικού κοινού σχετικά με τη διενεργηθείσα εκδήλωση και την κατ' αυτήν πρόκληση της δημόσιας αιδούς από τον ενάγοντα που χόρευε γυμνός και τούτο επειδή ο προβαλλόμενος σκοπός της πληροφόρησης της κοινής γνώμης σχετικά με το θέαμα, που έλαβε χώρα κατά την ανωτέρω εκδήλωση, μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με την απλή αναφορά και περιγραφή των γεγονότων, χωρίς την ταυτόχρονη δημοσίευση φωτογραφιών του ενάγοντος, οι οποίες αφορούσαν την ιδιωτική του ζωή, που εμπεριέχει και την περιστασιακή επαγγελματική δραστηριότητά του ως στρίπερ και σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος σκοπός μπορούσε να επιτευχθεί με τη δημοσίευση ορισμένων φωτογραφιών του ενάγοντος κατά τη διάρκεια του γυμνού χορευτικού θεάματος, στις οποίες, όμως, θα είχαν καλυφθεί τεχνηέντως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, ώστε να μην καθίσταται εφικτή η αναγνώριση της ταυτότητάς του, ή έστω φωτογραφιών που να δείχνουν το πίσω μέρος του σώματός του, όπως είναι η αναρτηθείσα στην ιστοσελίδα "Patras Events.gr", που προσκομίζεται σε φωτοαντίγραφο από τους εναγόμενους και χωρίς, βεβαίως, να συνοδεύονται από σχόλια, όπως το δημοσιευθέν ότι ο ενάγων "...φρόντισε να αλείψει με ειδικό σπρέι το... μόριό του, ώστε να παραπέμπει σε... σεξουαλική έκρηξη", το οποίο δεν εξυπηρετεί σε τίποτε το σκοπό της θεμιτής πληροφόρησης του αναγνωστικού κοινού. Η ικανοποίηση της περιέργειας μερίδας του αναγνωστικού κοινού να λάβει γνώση της ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής του ενάγοντος (ο οποίος, σημειωτέον, δεν ήταν πρόσωπο της επικαιρότητας, όπως αντιθέτως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, αλλά οι τελευταίοι τον κατέστησαν τέτοιο με το σχετικό δημοσίευμά τους) αποκλειστικά και μόνο λόγω της συμμετοχής του στην ένδικη χορευτική εκδήλωση ως στρίπερ, σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας και τη συνεπεία αυτής επίτευξη οικονομικών ωφελημάτων αποτελούν παράγοντες που μαρτυρούν, με βάση την αρχή της αναλογικότητας και το κριτήριο της αναγκαιότητας, την παντελή έλλειψη αναγκαιότητας και δικαιολογημένου ενδιαφέροντος των εναγομένων προς διάδοση προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος μέσω της δημοσίευσης της εικόνας του προσώπου και του γυμνού σώματος του. Και τούτο, επειδή από τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων πλευρών υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, δηλαδή του επικαλούμενου δημοσιογραφικού συμφέροντος των εναγομένων προς πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού αναφορικά με το συγκεκριμένο συμβάν και του συμφέροντος του ενάγοντος προς προστασία του ιδιωτικού βίου του και της περικλειόμενης σ' αυτόν περιστασιακής επαγγελματικής του ενασχόλησης ως στρίπερ, προκύπτει ότι η δια του τύπου δημοσίευση των επιδίκων φωτογραφιών, με το συνοδευόμενο αυτές εν μέρει προσβλητικό της τιμής και της υπόληψής του ενάγοντος κείμενο, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης του αναγνωστικού κοινού της Πάτρας επί του θέματος της εκδήλωσης που έλαβε χώρα στο μπαρ "Due Piani", αφού δεν εξυπηρετούσε καμία συγκεκριμένη ανάγκη ενημέρωσής του, αλλά έγινε προς ανεπίτρεπτη ικανοποίηση της περιέργειάς του και αύξηση της κυκλοφορίας της εφημερίδας με επίτευξη αντίστοιχου οικονομικού οφέλους, προσβληθείσας έτσι της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος και παραβιασθέντος συγχρόνως του δικαιώματός του για προστασία της ιδιωτικής ζωής του, κατά παράβαση του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997. Επομένως, οι συναφείς 4ος και 7ος (ως προς το υπό στοιχείο Α' σκέλος του) λόγοι έφεσης, με τους οποίους επαναφέρεται στο Δικαστήριο τούτο ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων για δικαιολόγηση της δημοσίευσης του ένδικου άρθρου (φωτογραφίες και κείμενο), που θεμελιώνει σχετική ένσταση από το άρθρο 367 ΠΚ για άρση του παρανόμου της δυσφήμησης, τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμοι και για το λόγο τούτο κρίνονται απορριπτέοι, παρέλκουσας ως εκ τούτου της έρευνας της αντένστασης του ενάγοντος περί ειδικού σκοπού εξύβρισης, που επίσης επαναφέρεται στη δευτεροβάθμια δίκη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι 1ος και 2ος εναγόμενοι, με τη συλλογή, εν γένει επεξεργασία και δημοσίευση των ανωτέρω φωτογραφιών του ενάγοντος και του συνοδεύοντος αυτές κειμένου στην εφημερίδα της 3ης εναγομένης, "Κόσμος της ενημέρωσης", πρόσβαλαν παράνομα την προσωπικότητα του ενάγοντος ως προς τις ειδικότερες εκφάνσεις της τιμής, της υπόληψης και της εικόνας του, και επιπλέον το δικαίωμά του για προστασία των προσωπικών δεδομένων του, ενεργώντας εν γνώσει του επιζήμιου για τον ενάγοντα αποτελέσματος της συμπεριφοράς τους, παραλείποντας επιπλέον να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο για την αποτροπή ή έστω τον περιορισμό της προσβολής και ιδίως εκείνο της κάλυψης με σκούρο χρώμα, κατά την επεξεργασία με ηλεκτρονικά μέσα των φωτογραφιών, των χαρακτηριστικών του προσώπου του ενάγοντος για να μην καταστεί γνωστή η ταυτότητά του, αντιθέτως απ' ό,τι έπραξαν σε σχέση με το σημείο των γεννητικών οργάνων του, το οποίο κάλυψαν προς αποφυγή δίωξής τους για παράβαση του νόμου περί άσεμνων δημοσιευμάτων. Το γεγονός δε, ότι δεν περιορίστηκαν στη δημοσίευση μίας μόνο φωτογραφίας του ενάγοντος και μάλιστα από εκείνες στις οποίες χόρευε φορώντας το εσώρουχό του, αλλά προέβησαν στη δημοσίευση δέκα φωτογραφιών του, στις οκτώ εκ των οποίων εικονιζόταν ολόγυμνος, μία δε εξ αυτών δημοσιεύτηκε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, επιδρά ενισχυτικά στην ένταση του δόλου τους κατά την πραγματοποίηση της επελθούσας προσβολής, όπως αυτή εκτενώς περιγράφηκε, συνεπεία της οποίας ο ενάγων υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, δικαιούμενος για την αποκατάστασή της να λάβει εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Λαμβάνοντας υπόψη: α) το είδος της προσβολής (προσωπικότητα, προσωπικά δεδομένα) και τη βαρύτητά της, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν εναργώς από τα παραπάνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, με την επισήμανση ότι η προσωπικότητα του ενάγοντος προσβλήθηκε σε περισσότερες εκφάνσεις της, β) το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων φυσικών προσώπων, γ) τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η προσβολή και ιδίως ο τρόπος και το μέσο (εφημερίδα) δια του οποίου έγινε αυτή, σε συνδυασμό με τον αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο που είχε η προσβολή για τον ενάγοντα και την οικογένειά του εντός ευρέως κύκλου προσώπων (αναγνωστικό κοινό της Πάτρας, ως της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας) και δ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνεται ότι η χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται ο ενάγων προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ανέρχεται στο εμπίπτον στα πλαίσια του άρθρου μόνου § 2 Ν. 1178/1981 ποσό των € 8.00, ως προς την καταβολή του οποίου ενέχονται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι, με την επισήμανση ότι η 3η εξ αυτών ευθύνεται αντικειμενικά, κατά τους ορισμούς του άρθρου μόνου § 1 Ν. 1178/1981, λόγω της επιδειχθείσας υπαίτιας συμπεριφοράς των 1ου και 2ου εναγομένων και της παράνομης προσβολής απ' αυτούς, με την ιδιότητα του εκδότη και του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας, αντίστοιχα, εκτός άλλων, της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος. Σημειώνεται ότι αν και στους διαλαμβανόμενους στην υπό κρίση έφεση λόγους δε γίνεται ειδική μνεία παραπόνου αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εντούτοις θεωρείται ότι το κεφάλαιο αυτό έχει συμπροσβληθεί με τον 3° λόγο έφεσης, με τον οποίο η υπόθεση μεταβιβάστηκε στο Δικαστήριο τούτο ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, στο οποίο εμπεριέχεται και εκείνο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ... Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με τις ίδιες ως άνω σκέψεις, αν και με εν μέρει ελλιπή κατά περίπτωση αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τις σκέψεις της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), αφού προηγουμένως απέρριψε τους επαναφερόμενους προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και ήδη εξετασθέντες ισχυρισμούς των εναγομένων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ενάγοντος για το ίδιο ως άνω ποσό των € 8.000, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και επομένως οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι στην ουσία τους και απορριπτέοι, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, απορρίπτοντας δηλαδή, υπό τις ανωτέρω παραδοχές του, τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης των αναιρεσειόντων, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, κάποια από τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά ούτε εκείνες των άρθρων 367 ΠΚ, 1, 2, 3, 22 του ν.2472/1997, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, χωρίς όμως να προσδιορίζουν επακριβώς στο αναιρετήριο τα αποδιδόμενα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αντίστοιχα νομικά σφάλματα περί την ερμηνεία ή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, καθώς και την επίδραση που είχαν τα σφάλματα αυτά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του ενόψει των προαναφερόμενων παραδοχών του. Τούτο δε διότι τα αντελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα περιστατικά πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της προσβολής της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου, ως προς τις ειδικότερες εκφάνσεις της τιμής, της υπόληψης και της εικόνας του, καθώς και του δικαιώματός του για την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του κατά τις διατάξεις του ν.2472/1997, με τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών του, μετά του συνοδεύοντος αυτές δυσφημιστικού κειμένου στην εφημερίδα της τρίτης αναιρεσείουσας, που δικαιολογούν κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τόσο την παραδοχή της ένδικης αγωγής του εναντίον των αναιρεσειόντων, όσον και την απόρριψη των προς απόκρουση αυτής, ισχυρισμών των τελευταίων περί α) σιωπηρής συναίνεσής του για δημοσίευση των συγκεκριμένων φωτογραφιών, άλλως οικείου πταίσματος αυτού στην επελθούσα προσβολή του, ή συντρέχοντος πταίσματος του ιδίου στην έκταση της προκληθείσας ζημίας του σε ποσοστό 90% κατ' άρθρο 300 ΑΚ, β) συγγνωστής νομικής πλάνης, άλλως πραγματικής πλάνης, ως προς την ύπαρξη σιωπηρής συναίνεσής του, προς δημοσίευση των ανωτέρω φωτογραφιών, γ) δικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος για τη δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών, μετά του συνοδεύοντος αυτές κειμένου και διάδοση προσωπικών δεδομένων του αναιρεσιβλήτου, στο πλαίσιο του καθήκοντος πληροφόρησης του αναγνωστικού κοινού σχετικά με τη διενεργηθείσα εκδήλωση, κατ' άρθρο 367 Π.Κ. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, κατά τα οικεία σκέλη τους λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που υπό την επίκληση της ίδιας πλημμέλειας (559 αρ. 1 ΚΠολΔ), πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, είναι απαράδεκτοι, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που περιέχονται στους ίδιους λόγους αναίρεσης, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή των προβαλλόμενων ισχυρισμών τους, δεν αφορούν στις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες και μόνο ο Άρειος Πάγος ελέγχει την παραβίαση ή όχι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου για τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, αλλά με αυτές επιχειρείται απαραδέκτως η ανατροπή της ακυρωτικά ανέλεγκτης κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Παράλληλα, με τις ως άνω παραδοχές στο σύνολό τους, το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, (την οποία άλλωστε ούτε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται με την παράθεση ενάριθμα των φερόμενων ως παραβιασθέντων κανόνων δικαίου), εξαιτίας ελλείψεως αιτιολογίας ή ελαττώματος σε αυτήν, αφού από το αιτιολογικό της σαφώς προκύπτουν όλα τα περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα και είναι αναγκαία για την κρίση του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση, περί συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων, που δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αγωγής και αντίστοιχα την απόρριψη των προβαλλόμενων περί του αντιθέτου ισχυρισμών των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τις αναφερόμενες σε αυτή ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που εφάρμοσε. Διέλαβε δε το Εφετείο στην απόφασή του αυτή, αναφορικά με τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες ζητήματα της συνδρομής των απαιτούμενων προϋποθέσεων εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, επαρκείς, σαφείς, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής τους και δεν απαιτούνται προς τούτο άλλες επιπλέον αιτιολογίες, τις οποίες άλλωστε ούτε οι αναιρεσείοντες προσδιορίζουν, αλλά υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, πλήττουν απαραδέκτως την ακυρωτικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης, κατά τα σκέλη που οι αναιρεσείοντες, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, υποστηρίζουν τα αντίθετα, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, αφού δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή τους στοιχεία σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που υπό την επίκληση της ίδιας αιτίασης (559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ οι επικαλούμενες ελλείψεις των αιτιολογιών, που αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι στη ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγησή τους, καθώς και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές ή στη σχετική επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου ή των αναιρεσειόντων, δεν θεμελιώνουν την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφασή του και επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, υπό την έννοια της άνω διάταξης νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 530/200., ΑΠ 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισμοί, που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/1989, ΑΠ 864/2003, ΑΠ 1072/2005).
Επομένως δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων και τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα αυτών από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 2166/2009, ΑΠ 2176/2009). Για την πληρότητα δε του συγκεκριμένου από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, αν το παράπονο συνίσταται στη μη λήψη υπόψη πραγμάτων, που προτάθηκαν, πρέπει στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται ποια ήταν τα πράγματα, τα οποία, παρά το νόμο, το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη, μολονότι προτάθηκαν παραδεκτά και ποια επίδραση θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 253/2011, ΑΠ 367/2009), ενώ για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός από τη λήψη υπόψη ισχυρισμού μη προταθέντος, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη, καίτοι δεν είχε επαναφερθεί νομίμως σε αυτό (ΑΠ 739/2011, ΑΠ 1647/2005)...
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο κατά το σχετικό σκέλος του, λόγο της υπό κρίση αίτησής τους, οι αναιρεσείοντες επικαλούμενοι το περιεχόμενο και την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ισχυρίζονται ότι: "Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση για τους παραπάνω λόγους κατέστη αναιρετέα". Ο λόγος όμως αυτός αναίρεσης υπό το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είναι απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή του ιστορικά στοιχεία και ιδίως ποιά ήταν τα "πράγματα", που παρά το νόμο το Δικαστήριο της ουσίας, έλαβε ή αναλόγως δεν έλαβε υπόψη του κατά τις ως άνω διακρίσεις, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 559 αριθ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Διδάγματα δε της κοινής πείρας είναι γενικές αρχές που επαγωγικά συνάγονται από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, της συμμετοχής στις συναλλαγές και από τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει πλέον κοινό κτήμα. Κατά την έννοια αυτή, χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο της ουσίας για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας και των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση νόμιμα προσκομίστηκαν. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνον, όμως, αν αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, ενώ αντίθετα ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η παράβαση των διδαγμάτων αυτών κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών ή την εκτίμηση των αποδείξεων και τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η παραβίαση ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να εξειδικεύσει τις αόριστες νομικές έννοιες ή για να υπαγάγει ή όχι τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς στον κανόνα αυτό, όχι όμως όταν τα διδάγματα αυτά χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή για την εκτίμηση αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται από τους διαδίκους. (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 752/2017). Συνακόλουθα τούτων, τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔ 336 § 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔ 559 αριθμ. 1). Έτσι, αν στην πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια από το εδάφιο 11 του άρθρου 559, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 § 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα. (Ολ. Α.Π. 8/2005, ΑΠ 1353/2017).
Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός, περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ' αυτόν από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος έννοια που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ο τρόπος κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν. (ΑΠ 225/2009, ΑΠ 698/2009). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησής τους αναφέρουν μεν ότι: "η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς", πλην όμως δεν επικαλούνται τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη ιστορικά στοιχεία για τη θεμελίωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 559 αρ. 1 β' ΚΠολΔ σχετικής πλημμέλειας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε εκτιμηθεί ότι προβάλλεται, είναι απαράδεκτη ως αόριστη. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναίρεσης, να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, το οποίο καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 30/2017 έκθεση κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παριστάμενου αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ, μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, παρέλκει πλέον η έρευνα του περιεχόμενου σε αυτήν αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατ' άρθρο 579 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-9-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 268/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπογράφει η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Προϊσταμένη του καθόσον ο διευθύνων τη συζήτηση και όλα τα μέλη του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης έπαψαν να είναι τοποθετημένα στο Δικαστήριο τούτο λόγω συνταξιοδότησης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ