Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 463 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Βούλευμα. Παραπέμπονται για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία και για τον πρώτο κατ' εξακολούθηση. Επιπλέον δε ο πρώτος κατηγορούμενος και για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου στην κατοχή του με την ιδιότητα του εντολοδόχου με κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Αιτιάσεις των δύο κατηγορουμένων για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί δεν λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο το υπόμνημά τους προς αυτό το οποίο περιείχε και αίτηση αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς τους στο Συμβούλιο. Δεν λήφθηκε υπόψη διότι παραδόθηκε στο Συμβούλιο μετά την προφορική ανάπτυξη της προτάσεώς του στη συνεδρίαση αυτού. Λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Απορρίπτει αιτήσεις αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 463/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., 2. Χ2, κατοίκου Αθηνών και 3. Χ3, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 975/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ4 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Ιουνίου 2009, 28 Μαΐου 2009 και 3 Ιουνίου 2009 αιτήσεις των, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 856/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 279/16-9-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατ' άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, μαζί με τη σχετική δικογραφία τις υπ' αρ. 108/09, 116/09 και 117/09 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων (1) Χ2, κατοίκου ..., (2) Χ1, κατοίκου ... και 3) Χ3, κατοίκου ..., αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 975/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν στην ουσία οι υπ' αρ. 79/2009, 80/2009 και 81/2009 εφέσεις των κατηγορουμένων αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 322/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, εκτός των άλλων, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για (α) απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά τα 73.000 €, κατά συναυτουργία (όλοι) και μόνον όσον αφορά τον Χ2 και κατ' εξακολούθηση και (β) υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, με κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (μόνο ο Χ2) - άρθρ. 2,6, 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 375 παρ. 1-2, 386 παρ. 1-3β ΠΚ. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν, η μεν 108/2009 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ2, οι δε 116/2009 και 117/2009 των Χ1 και Χ3 αντίστοιχα από τον πληρεξούσιο (δυνάμει της από 2/6/2009 εξουσιοδοτήσεως) δικηγόρο τους Νικόλαο Τσουτσάνη νομοτύπως, εμπροθέσμως (αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε την 28/5/2009 σ' όλους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους και την 20/5/2009 στον αντίκλητο δικηγόρο τους αντίστοιχα) και παραδεκτώς από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 462-463, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ ως ισχύουν), για τις οποίες συντάχθηκαν νομοτύπως οι υπ' αρ. 108/28-5-2009, 116/3-6-2009 και 17/3-6-2009 εκθέσεις αναιρέσεως αντίστοιχα, στις οποίες αναφέρονται ως λόγοι αναίρεσης η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος και η αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 93 παρ. 3 Συντ., 139, 171 παρ. 1δ', 484 παρ. 1α', β', δ' και στ' ΚΠΔ) - βλ. αναλυτικά τις ως άνω εκθέσεις αναιρέσεως-. Κατόπιν των ανωτέρω οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
Δεν νοείται παραβίαση των ορισμών των άρθρ. 309 παρ. 2 και 138 παρ. 2 ΚΠΔ από το Συμβούλιο σε σχέση με την υποχρέωση του να αποφανθεί στην υποβληθείσα αίτηση εμφάνισης των διαδίκων, όταν η προς το Συμβούλιο απευθυνόμενη αίτηση εμφανίσεως δεν υποβλήθηκε στο Συμβούλιο αλλά στον Εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή η διαβίβασή της μαζί με την απαιτουμένη γι' αυτή έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα, πριν από τη προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης (ΑΠ 395/84 Π.Χρ. ΛΔ'/837, ΑΠ 57/98, ΑΠ 475/89, ΑΠ 181/83 και ΑΠ 69/96 και Αθ. Κονταξής ΚΠΔ υπ' αριθρ. 309 ΚΠΔ σελ. 1994 επ.) όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αφού δεν είχε υποβληθεί προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών η προς αυτό απευθυνόμενη αίτηση προσωπικής εμφάνισης των κατηγορουμένων Χ1 και Χ3, όταν έγινε την 7/5/09 η προφορική ανάπτυξη της έγγραφης πρότασης του Εισαγγελέα Εφετών και εγχειρίσθηκε (κατατέθηκε) η αίτηση αυτή στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών την 8/5/09, το δε Συμβούλιο Εφετών έκρινε και αποφάσισε επί της υποθέσεως την 7/5/09.
Συνεπώς το Συμβουλιο Εφετών Αθηνών δεν παραβίασε κανένα δικαίωμα των ως άνω κατηγορουμένων και δεν δημιουργήθηκε καμμία ακυρότητα, απορριπτομένου του περί απολύτου ακυρότητος σχετικού λόγου αναίρεσης ως αβασίμου (βλ. ΑΠ 395/84 ΠΧρ ΛΔ'/837, ΑΠ 1330/81 Π.Χρ. ΛB'/531 και ΑΠ 1611/85 Π.Χρ. ΛΣΤ'/327).
Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα. δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή vα προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα- άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΓ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 και ΑΠ 93/06, ΑΠ 570/06 κ.ά.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α) Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται : στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.). Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 21078/2005) Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.) πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού (87 επ. Συντ.).
Η υπέρβαση εξουσίας δύναται να είναι θετική ή αρνητική. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το Συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο Νόμος και αρνητική όταν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Η διάκριση όμως αυτή συνδέεται με το ουσιαστικό περιεχόμενο της απόφασης με το οποίο διατυπώνεται θετική ή αρνητική κρίση και όχι με την έκδοση ή άρνηση έκδοσης απόφασης (ΑΠ 3/05, ΑΠ 353/04, ΑΠ 9/01 και ΑΠ 1321/99 κ.ά.).
Επειδή ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι' αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ 88/82 κ.ά.).
Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στην απόφαση ή το βούλευμα πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι' αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001).
Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (ΑΠ .86782, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84).
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους· (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002) - ούτε- απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 ) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.).
Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά (ΑΠ 2464/05 Π.Χρ. ΝΣΤ/626, ΑΠ 1494/05, ΑΠ 176/06, ΑΠ 67/06) και υιοθέτηση της πρότασης του παρ' αυτώ εισαγγελέα, δέχθηκε μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία επαρκώς προσδιορίζει κατ' είδος, τα εξής:
(Ι) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του Ν. 2721/1999, "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000,00 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Όπως συνάγεται από την προειρημένη διάταξη, για τον απαρτισμό της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το, κατά την φυσική αντίληψη, κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή μερικά ξένο, θεωρούμενο ως τέτοιο εκείνο που βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να το ιδιοποιείται παρανόμως, δηλαδή χωρίς συναίνεση από τον ιδιοκτήτη ή με βάση άλλο δικαίωμα αναγνωριζόμενο από το νόμο και να έχει δολία κατά τούτο προαίρεση, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο (Α.Π. 266/2007, Ποιν.Χρον. ΝΗ/2008, σελ. 42, Α.Π. 384/2006, Ποιν. Χρον. ΝΣΤ/2006, σελ. 901). Περαιτέρω από τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (375 Π.Κ.), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 εδ. β' του Ν. 2721/1999, κατά την οποία "2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο οποίος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση", παρέπεται ότι η πράξη προσλαμβάνει διακεκριμένο (κακουργηματικό) χαρακτήρα, αν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπρόσθετα συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη μία τουλάχιστον από τις περιοριστικά αναφερόμενες στην υπόψη διάταξη περιπτώσεις εμπίστευσης τούτου στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (Α.Π. 1967/2006, Ποιν.Χρ. ΝΖ/2007, σελ. 820, Α.Π. 2383/2004 (Σε Συμβούλιο), Ποιν.Χρον. ΝΕ/2005, σελ. 816). Η ιδιότητα του "εντολοδόχου" καθορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 713 επ. Α.Κ., μεταξύ δε αυτού και του παθόντος πρέπει να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής, ενώ ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Α.Π. 975/2001, Ποιν.Χρον. ΝΒ', σελ. 334). Εξάλλου για να προσδοθεί στον υπαίτιο η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει αυτός να προβαίνει σε πράξεις διαχείρισης, δηλαδή να ενεργεί νομικές (και όχι απλώς υλικές) πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση (Α.Π. 1275/2006, Ποιν.Χρον. ΝΖ/2007, σελ. 515, Α.Π. 1672/2002 (Σε Συμβούλιο), Ποιν.Χρον. ΝΓ'/2003, σελ. 826), χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής (Α.Π. 2328/2004 (Συμβ.), Ποιν.Χρον. ΝΕ/2005, σελ. 811, Α.Π. 1786/1997, Ποιν.Χρον. ΜΗ/1998, σελ. 594), ενώ χρόνος τέλεσης της περί ης ο λόγος αξιόποινης πράξης (υπεξαίρεσης) είναι αυτός κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος (Α.Π. 1167/2006 (Σε Συμβούλιο), Ποιν.Χρον. ΝΖ/2007, σελ. 428, Α.Π. 862/1992, Ποιν.Χρον. ΜΒ/1992, σελ.685). Για την κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης, στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε μέχρι την 4/6/1996, οπότε αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 Ν. 2408/1996, οριζόταν ότι "αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Απαιτείται δηλαδή κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ανεξαρτήτως αν το αντικείμενο ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή μη. Την υπερβολική διεύρυνση των περιπτώσεων που συνιστούσαν κατάχρηση της εμπιστευτικής ιδιότητας και ως εκ τούτου υπάγονται στην παράγραφο 2 του προϊσχύσαντος άρθρου 375 Π.Κ., θέλησε να περιορίσει ο νεώτερος νομοθέτης του Ν. 2408/1996, αντικαθιστώντας την εν λόγω παράγραφο με τη διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 1 αυτού, η οποία αναφέρεται πιο πάνω. Έτσι, μνημονεύονται πλέον περιοριστικά, αφού απαλείφθηκε η φράση ενδεικτικού προσδιορισμού "ιδίως" και διατυπώνονται σαφέστατα οι προϋποθέσεις που συνιστούν κακουργηματική υπεξαίρεση, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργούνται πλέον προβλήματα και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το αντικείμενο της πράξης θα είναι πλέον "ιδιαίτερα μεγάλης αξίας". Σε περίπτωση που δεν συντρέχει το τελευταίο αυτό στοιχείο, η υπεξαίρεση λαμβάνει πλημμεληματική μορφή, έστω και αν συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι εκείνες του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας (Α.Π. 139/1998, Α.Π. 109/1998, Α.Π. 46/1998, Α.Π. 1733/1997, Ποιν.Χρον. ΜΗ' , σελ. 772, 758, 1057, 579 αντίστοιχα). Η νεώτερη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 375 Π.Κ. τυγχάνει συνεπώς επιεικέστερη της προηγούμενης και εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις υπεξαίρεσης που έχουν τελεστεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996. Ειδικά όμως για τις πράξεις αυτές, όταν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας βασίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητα του δράστη ως "εντολοδόχος", η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, επειδή η στοιχειοθέτηση του κακουργήματος αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της "κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης" σε σχέση με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 9 Ν. 2408/1996, η οποία αποβαίνει αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο, καθόσον αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαίρεσης.
Εξάλλου, η ακόμη νεώτερη προσθήκη και δεύτερου εδαφίου στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 Π.Κ., με τα άρθρα 14 παρ. 3 Ν. 2721/1999, κατέστησε αυτήν ακόμη αυστηρότερη κατά το περιεχόμενο και συνεπώς, ως προς τα τελεσθέντα προ του χρόνου αυτού εγκλήματα, δε μεταβάλλονται όσα πιο πάνω εκτέθηκαν (Συμβ. Α.Π. 765/2000, Α.Π. 308/01, Ποιν.Χρον. ΝΑ', σελ. 113, 975 αντίστοιχα, Α.Π. 981/2002, Ποιν.Δικ. 2002, σελ. 1097).
Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 περ. α' και β' Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερη μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν (α) ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ) ή (β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, για τον απαρτισμό της ποινικής υπόστασης του υπαλλακτικά μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτείται η επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αγώγιμη αξίωση προς ανόρθωσή της, ως αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της δολίως παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη, αποβλέποντος να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη (θετικές ενέργειες απατηλής συμπεριφοράς) ή παρασιώπηση αληθινών (δια παραλείψεως απατηλή συμπεριφορά), εφόσον αυτή υπήρξε η παραγωγός αιτία της εντεύθεν πράξεως ή παραλείψεως ή ανοχής του εξαπατωμένου (Α.Π. 587/2006, Ποιν.Χρον. ΝΖ/2007, σελ. 57, Α.Π. 1506/2005, Ποιν.Χρον. ΝΣΤ/2006, σελ. 308, Α.Π. 1470/2003, Ποιν.Χρον. ΝΔ/2004, σελ. 419). Ως περιουσιακή βλάβη νοείται και η διακινδύνευση περιουσιακού στοιχείου και η ματαίωση της προσδοκίας απόκτησης εισοδήματος στηριζόμενης επί εδραίας βάσεως (Συμβ. Α.Π. 5/2001, Ποιν.Χρον. ΝΑ, σελ. 591, Α.Π. 79/2001, Ποιν.Χρον. ΝΑ σελ. 890, Α.Π. 1697/1993, Ποιν.Χρον. Μ.Δ. σελ. 157). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις (Α.Π. 59/2005 (Συμβ.), Ποιν.Χρον. ΝΕ/2005, σελ. 887, Α.Π. 1352/2006 (Συμβ.), Ποιν.Χρον. ΝΔ/2005, σελ. 512). Όταν όμως οι τελευταίες συνδέονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης, βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής κατάστασης ή δυνατότητας του δράστη, που έχει την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Συμβ. Α.Π. 299/1998, Συμβ. Α.Π. 701/1997, Συμβ. Α.Π. 691/1997, Ποιν.Χρον. ΜΗ, σελ. 907, 218, 176 αντίστοιχα, κ.ά.). Στην έννοια των "γεγονότων" περιλαμβάνονται και ψεύτικες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις, καθώς και γνώμες και γενικές κρίσεις όταν υποκρύπτουν βεβαίωση πραγματικών γεγονότων (Ολομέλεια Α.Π. 1585/1984, Ποιν.Χρον. ΛΒ, σελ. 496), ενώ στη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι εξαιρετική επιπολαιότητα ή κουφότητα του παθόντος διευκόλυναν την εξαπάτησή του (Α.Π. 165/1985, Ποιν.Χρον. ΛΕ', σελ. 683). Τούτο δε διότι ενδεχόμενη συντρέχουσα αμέλεια του παραπλανηθέντος δεν αναιρεί τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση της απάτης διότι καθοριστικό στοιχείο είναι η πρόκληση της πλάνης και δεν απαιτείται η επιλήψιμη παραπλανητική ενέργεια να αποτελεί την μοναδική αιτία της πλάνης (Α.Π. 1296/2002, Ποιν.Χρον. ΝΓ/2003, σελ. 430). Ως χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος (Α.Π. 1639/2002, Ποιν.Χρον. ΝΓ σελ. 609, Α.Π. 77/2003, Ποιν.Δικ. 2003, 699, ΑΠ 78/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε τελείται μία πράξη απάτης επί συνεχιζόμενων ψευδών παραστάσεων που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, καθώς και όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε πλείονες και σε διάφορους χρόνους πράξεις. Η βλάβη του απατηθέντος πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, που έχει το χαρακτήρα περιουσιακής διάθεσης.
Επομένως πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της εξ αυτής προκληθείσας πλάνης και μεταξύ πλάνης και περιουσιακής διάθεσης, το δε σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος μπορεί να συνίσταται, μεταξύ των άλλων και στην αμοιβή από τη διεξαγωγή με τη βλαβείσα περιουσία του παθόντα, συναλλαγών σε χρηματιστηριακές πράξεις (Συμβ. Α.Π. 5/2001 ο.π.).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Η πράξη του συναυτουργού δύναται να είναι είτε σύγχρονη είτε προηγούμενη είτε επόμενη της πράξεως των άλλων (Α.Π. 2/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 2721/2002 Ποιν.Χρον. ΝΓ-803, Α.Π. 544/02, Ποιν.Χρον. ΝΓ-35, Α.Π. 818/89, Ποιν.Χρον. Λ-265, Α. Μπουρόπουλος Ερμ. Κ.Π.Δ., Τόμος α' σελ. 133, Χωραφάς Π.Δικ./106, Γάφος Τόμος α' 397, Σακελλαρίου Ποιν.Χρον. Ι/585).
Τέλος, "έγκλημα κατ' εξακολούθηση" είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που απέχουν χρονικά μεταξύ τους και καθεμία από αυτές προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και περιέχουν πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ίδια απόφαση για την εκτέλεσή τους. Έτσι, το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή (ομοειδούς) πραγματικής συρροής εγκλημάτων (Α.Π. 466/1985, Α.Π. 1821/1984, Ποιν.Χρον. ΛΕ' σελ. 799, 564 αντίστοιχα). Μετά δε την προσθήκη της παραγράφου 2 στο άρθρο 98 Π.Κ. με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999, στις περιπτώσεις που αποκλειστικά προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κ.λ.π. και συνεπώς για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος αποτελεί το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για τον σκοπό αυτό. Επιπροσθέτως, απαιτείται στο περιεχόμενο του δόλο του δράστη να συμπεριλαμβάνεται ο εκ των προτέρων σχεδιασμός και η βούληση αποκόμισης του τελικού συνολικού οικονομικού αποτελέσματος με μερικότερες πράξεις (Ολομέλεια Α.Π. 5/2002, Ποιν.Δικ. 8-9/2002, σελ. 836).
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας που συγκεντρώθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση (η οποία περατώθηκε με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τη γνωστοποίηση του πέρατος της στους πληρεξουσίους δικηγόρους - αντικλήτους αυτών και του πολιτικώς ενάγοντος, κατά τα άρθρα 270 παρ. 1α και 308 παρ. 1, 4 Κ.Π.Δ., όπως προκύπτει από τις επισυναπτόμενες στη δικογραφία με ημερομηνία 28/3/2008 εκθέσεις γνωστοποίησης πέρατος ανάκρισης) και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τις χωρίς όρκο καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντα-εγκαλούντα εκτιμώμενες καθ' εαυτές και στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων υπομνημάτων των διαδίκων και των εκθέσεων εφέσεων) και τις απολογίες των κατηγορουμένων-εκκαλούντων, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο μηνυτής Ψ, υιός και κληρονόμος του αποβιώσαντος κατά το έτος 1990 μεγαλομετόχου της εταιρίας "Βέτλανς Νάουσα" ΑΑ, έζησε επί σειρά ετών στο εξωτερικό και ιδία στην Ελβετία, μαζί με τη μητέρα ΒΒ, έως το έτος 2002 που επέστρεψε στην Ελλάδα και διέμενε στο ...με τη σύζυγό του ΓΓ, την οποία παντρεύτηκε το έτος 1997. Η πολύχρονη απουσία του από την Ελλάδα και η διαμονή του στο εξωτερικό είχε ως αιτία την ανάγκη ιατρικής παρακολούθησής του από ειδικούς ιατρούς λόγω της ψυχικής ασθένειας από την οποία έπασχε και που ακόμη διαρκεί, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις επισυναπτόμενες στη δικογραφία ιατρικές γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών (Ψυχιάτρων) του μηνυτή ... του Νοσοκομείου THE PRIORI Λονδίνου και ... και ..., ο ανωτέρω κατά τα έτη 1988 και 1990 (αλλά και τουλάχιστον από το 1986) έπασχε από σοβαρή υποτροπιάζουσα καταθλιπτική ασθένεια, συναισθηματική ψύχωση, με σημαντικές τάσεις αυτοκτονίας, συμπτώματα άγχους, κρίσεις ποινικού, απώλεια ελέγχου και εμφάνιση παρορμητικών, δυσφορικών και καταστροφικών επεισοδίων. Επιπροσθέτως, από την ημερομηνία 17/10/2005 έκθεση ψυχιατροδικαστικής γνωμοδότησης των ψυχιάτρων ... και ..., οι οποίοι εξέτασαν το Ψ το έτος 2005 (βλ. σχετικά και την από 17/5/2006 κατάθεση του πρώτου εξ αυτών) συνάγεται ότι τελευταίος πάσχει από μακροχρόνια διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ και διαταραχή πανικού, οι οποίες αυξάνουν δραματικά την υποβολιμότητα και ευαλωτότητά του σε χειρισμούς τρίτων και επηρεάζουν ουσιωδώς την αυτόβουλη ικανότητά του και για την διαχείριση των επαγγελματικών και οικονομικών του υποθέσεων, ενώ σχετίζονται άμεσα με άστοχες οικονομικές ενέργειες, κατά δε τη χρονική περίοδο 1986 έως και 2001 ούτος παρουσίαζε μεγάλα διαστήματα νοσηρής συμπτωματολογίας, παρά το ότι τα καταθλιπτικά επεισόδια που χαρακτηρίζουν την ασθένειά του διακόπτονται από περιόδους νορμοθυμίας, δηλαδή περιόδους φυσιολογικής συναισθηματικής κατάστασης κυμαινόμενης διάρκειας. Έτσι η ασθένεια του μηνυτή με ενάργεια αποτυπώνεται στα από 9/3/2005 και 19/5/2005 ιατρικά πιστοποιητικά, αντίστοιχα, του Αιγινητείου Νοσοκομείου Αθηνών και του ιατρού του Ιατρικού Κέντρου ΥΙDY Λωζάνης ... αλλά και στο υπ' αριθμ. πρωτ. .../21-9-2006 έγγραφο της Πρωτοβάθμιας Υπηρεσιακής Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχίας Αθηνών, με το οποίο αναγνωρίσθηκε στον ανωτέρω, λόγω της πάθησής του, ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Οι σχέσεις μεταξύ του μηνυτή και του Α' εκκαλούντα - κατηγορουμένου Χ2, ο οποίος τυγχάνει εξάδελφός του, ήταν τυπικές οικογενειακές έως το έτος 1995 που διακόπηκε η λειτουργία της εταιρίας "Βέτλανς Νάουσα", οπότε ο Χ2 άρχισε να επιδιώκει τη δημιουργία στενότερων μεταξύ τους σχέσεων, γνωρίζοντας ότι ο μηνυτής διαθέτει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό (ιδίως στη ... της Ελβετίας), στην οποία συμπεριλαμβανόταν, εκτός των άλλων, χρηματικές καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού (UBS Γενεύης), ανερχόμενες κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του στο ποσό των 5.500.000 δολλαρίων Η.Π.Α. και πολλά μετρητά χρήματα, μεγάλο μέρος των οποίων φύλασσε σε χρηματοκιβώτιο στην οικία του, κυρίως λόγω της ανασφάλειας που του δημιούργησε η πάθησή του, γεγονός που επίσης γνώριζε ο ανωτέρω κατηγορούμενος. Στα πλαίσια του κλίματος οικειότητας που ο τελευταίος καλλιεργούσε μεταξύ τους με επισκέψεις του, εκτός των άλλων, στην Ελβετία, όπου ζούσε έως το έτος 2002 ο μηνυτής, απέκτησε σταδιακά την εμπιστοσύνη του, εμφανιζόμενος ως επίδοξος συνέταιρός του στις επιχειρήσεις που διατηρούσε, έως το σημείο αυτός να τον αισθάνεται "στήριγμα", ενώ παράλληλα του καλλιεργούσε περισσότερο το αίσθημα της ανασφάλειας και το αίσθημα του πανικού, που ήδη τον διακατείχαν λόγω της ασθένειάς του, επιτονίζοντας την ανάγκη, εξ αιτίας αυτής (ασθένειας), να αξιοποιηθούν τα κεφάλαιά του σε σταθερές επενδύσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί οικονομικώς στο μέλλον, λόγω και της αδυναμίας του να εργασθεί. Ταυτόχρονα, έχοντας σκοπό να αποκομίσει ίδια οφέλη από την περιουσία του μηνυτή, εμφανιζόταν σ' αυτόν και την οικογένειά του ως παράγοντας του Χρηματιστηρίου με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και δύναμη επιρροής, ως γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με τις μεγάλες αποδόσεις, καθώς και με ισχυρές διασυνδέσεις στον κύκλο του Χ.Α.Α. και της Κεφαλαιαγοράς. Με την υπόσχεση ότι δεν θα καταστήσει το μηνυτή συνέταιρό του στον όμιλο εταιριών του "ΚΛΩΝΑΤΕΞ" και καταχρώμενος στην ιδιαίτερη εμπιστοσύνη που ο ανωτέρω έτρεφε πλέον στο πρόσωπό του, του απέσπασε σε μετρητά το συνολικό ποσό των 1.036.000.000 δραχμών, προερχόμενο κυρίως από την εκποίηση ακινήτων του στην Ελλάδα (...) και στη ... της Ελβετίας, προκειμένου κατ' εντολή του μηνυτή, να τα επενδύσει στην ανωτέρω εταιρία συμφερόντων του και να τον καταστήσει μέτοχό της, με ποσοστό συμμετοχής 5%. Το ήμισυ του ανωτέρω ποσού δόθηκε στο Χ2 περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 1996 σε δολλάρια ΗΠΑ και το υπόλοιπο περί τα τέλη του έτους 1998 σε δραχμές, δολλάρια ΗΠΑ και Ελβετικά φράγκα, το οποίο ο τελευταίος ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία, χωρίς ποτέ να δώσει υπόσταση στη μετοχική συμμετοχή του μηνυτή στην ως άνω εταιρία, για την οποία απαιτούσε από αυτόν και άλλα κεφάλαια (βλ. σχετικά τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της μητέρας του μηνυτή ΒΒ και της συζύγου του ΓΓ). Περαιτέρω, στη ..., στην ... και στο ... από τις αρχές Αυγούστου 1999, ο Χ2, ενεργώντας εξακολουθητικά ο ίδιος και από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του - ήδη εκκαλώντες - Χ1 και Χ3, νομίμους εκπροσώπους της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ ΑΧΕ" και Χ4, που εμφανιζόταν ως νόμιμος εκπρόσωπος της επίσης εδρεύουσας στην ... χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ ΑΧΕ", παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στο μηνυτή όσα πιο πάνω αναφέρονται, ότι δηλαδή τυγχάνει παράγοντας του Χ.Α.Α., με υψηλές γνωριμίες στους χρηματιστηριακούς κύκλους με την Κεφαλαιαγορά, γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με τις μεγάλες αποδόσεις και ότι σε περίπτωση εισαγωγής στην Ελλάδα και τοποθέτησης των κεφαλαίων του (μηνυτή) στο Χ.Α.Α., σε μετοχές δικής του επιλογής, θα είχε εξασφαλισμένες μεγάλες αποδόσεις. Έτσι, με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και εκμεταλλευόμενος αφενός την "τυφλή" εμπιστοσύνη του Ψ προς το πρόσωπό του και αφετέρου την ψυχική νόσο από την οποία αυτός έπασχε, τον έπεισε και υπέγραψε αρχικά την από 20/8/1999 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εταιρία "Γ.Α. ΠΕΡΒΑΝΑΣ - ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με την οποία η εν λόγω εταιρία και συνακόλουθα οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (εκκαλούντων), ανέλαβαν να του παρέχουν τις διαλαμβανόμενες στη σύμβαση επενδυτικές υπηρεσίες αντί αμοιβής οριζόμενης σε ποσοστό επί της αξίας εκάστης συναλλαγής (βλ. όρο θ' αυτής). Η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε από το μηνυτή την 20/8/1999 στη ... της Ελβετίας, όπου κατοικούσε εκείνο το χρονικό διάστημα και όπου του εστάλη από το Χ2 και φέρει την υπογραφή του, με βεβαιωμένο το γνήσιο αυτής από το Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη ..., ενώ παράλληλα εξουσιοδότησε ως αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα για τις σχετικές με την παραπάνω σύμβαση πράξεις τον πεθερό του ΔΔ (βλ. σχετ. την από 20/8/1999 εξουσιοδότησή του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της του από τον ίδιο Γενικό Πρόξενο). Εδώ τονίζεται ότι ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ενασχόλησης του μηνυτή με χρηματιστηριακές πράξεις και περί επιλογής για την πραγματοποίησή τους της προαναφερομένης χρηματιστηριακής εταιρίας λόγω παλαιάς γνωριμίας της πεθεράς του ΕΕ με την σύζυγο του Β' κατηγορουμένου ΣΤ, δεν αποδεικνύεται αλλ' αντίθετα αναιρείται από τις ίδιες τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των δύο αυτών γυναικών. Στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο και με τις αυτές ως άνω ψευδείς παραστάσεις, την 8/7/2003 (μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα και στο ...), ο μηνυτής πείσθηκε και υπέγραψε την από 8/7/2003 όμοια σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εδρεύουσα στην ... χρηματιστηριακή εταιρία με την επωνυμία "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ Α.Χ.Ε.", που τότε δήλωνε σ' αυτόν (μηνυτή) ότι εκπροσωπούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ4, αμφοτέρων δε των ως άνω συμβάσεων το περιεχόμενο αλλά και τις συνέπειες της κατάρτισής τους, ο μηνυτής δεν είχε συνειδητοποιήσει, λόγω και της ευάλωτης και υποβόλιμης προσωπικότητάς του, όπως είχε διαμορφωθεί εξαιτίας της πάθησής του και της διαρκούς θεραπείας, στην οποία υποβαλλόταν για την αντιμετώπισή της. Επισημαίνεται ότι, η κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων προσέδωσε νομιμοφάνεια στην απορρόφηση των κεφαλαίων και στην οικονομική συνεπεία ταύτης αφαίμαξη του μηνυτή, ένα μεγάλο μέρος των οποίων (κεφαλαίων) είχε κατατεθεί στην Τράπεζα "UBS" της Γενεύης και με βάση αυτές (συμβάσεις) ο προαναφερόμενος φέρεται να πραγματοποίησε, μέσω της εταιρίας "Περβανάς Α.Χ.Ε.", αγορές μετοχών συνολικού ύψους 8.849.593,96 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο 1999 έως την 7/1/2004 και μέσω της εταιρίας "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." - αγορές μετοχών συνολικού ύψους 5.423.312,80 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 8/7/2003 μέχρι 2/6/2004 (και συνολικά αγόρασε μετοχές αξίας άνω των 14.000.000 ευρώ), τις οποίες εξόφλησε είτε με εμβάσματα προς την εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", κατά το χρονικό διάστημα που κατοικούσε στη ... της Ελβετίας (έως το έτος 2002), είτε με κατάθεση των χρημάτων στους λογαριασμούς των εν λόγω χρηματιστηριακών εταιριών που του είχαν υποδειχθεί. Όμως παρά το γεγονός ότι ο μηνυτής φέρεται ως συμβαλλόμενος στις διενεργηθείσες με τα κεφάλαιά του χρηματιστηριακές πράξεις, τις οποίες επίσης φέρεται να εγκρίνει ως διενεργηθείσες κατόπιν εντολών του (βλ. τις επισυναπτόμενες στη δικογραφία σχετικές επιβεβαιώσεις πράξεων, σε απλά φωτοαντίγραφα, που φέρουν την υπογραφή του), στην πραγματικότητα ο αφανής διαχειριστής του χαρτοφυλακίου του ήταν ο Χ1, ο οποίος από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του - νομίμως εκπροσώπους των προαναφερομένων Α.Χ.Ε. (που επέλεξε αποκλειστικά αυτός) - ωφελήθηκαν με αντίστοιχη οικονομική ζημία του μηνυτή, καθόσον αφενός μεν ο Χ1 παρακρατούσε μεγάλο μέρος των κερδών που προέκυπταν από τις διενεργούμενες αγοραπωλησίες μετοχών και την πώληση υπερτιμημένων μετοχών εταιριών συμφερόντων του και αφετέρου οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες εισέπρατταν μεγάλα χρηματικά ποσά ως "προμήθειες" από την πληθώρα των χρηματιστηριακών πράξεων και τον "όγκο" των αλλεπάλληλων συναλλαγών που πραγματοποιούντο για λογαριασμό και στο όνομα αυτού (μηνυτή), εκμηδενίζοντας σταδιακά τα επενδυόμενα κεφάλαιά του. Παράλληλα (αν και ως προς την πλημμεληματική παράβαση του άρθρου 34 Ν. 3632/1998 κατ' εξακολούθηση, για την οποία επίσης ασκήθηκε ποινική δίωξη, η δικογραφία χωρίσθηκε λόγω κινδύνου παραγραφής και παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι να δικασθούν στο Μον/λές Πλημ/κείο Αθηνών), είναι σαφές ότι οι κατηγορούμενοι - ήδη εκκαλούντες - ενεργώντας πάντοτε από κοινού, όπως λεπτομερώς εκτίθεται στο εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, στόχευαν στη χειραγώγηση των τιμών μετοχών εταιριών του Χ1 (ΚΛΩΝΑΤΕΞ, ΛΑΝΝΕΤ, ΛΑΝΤΕΚ κ.α) με την τεχνητή (διά παρεμβάσεων) αύξηση της εμπορευσιμότητάς τους, που συνεπαγόταν η πραγματοποίηση με κεφάλαια του μηνυτή αγορών μεγάλης κλίμακας, μέσω του Χ.Α.Α., κερδίζοντας μεγάλα χρηματικά ποσά από την πώληση των υπερτιμημένων μετοχών που είχε στην κατοχή του κυρίως ο εξ αυτών Χ1.
Προκειμένου λοιπόν να πετύχουν τον σκοπό τους, συμπεριλαμβανομένης σ' αυτόν και της δημιουργίας - διατήρησης πλάνης στο μηνυτή σχετικά με τη σωστή και επικερδή επένδυση των κεφαλαίων του, ενεργούντες βάσει σχεδίου που είχαν καταστρώσει, αρχικά, δηλαδή κατά τα έτη 1999 έως 2000, πραγματοποίησαν στο όνομά του αγορές μετοχών μεγάλων εταιριών του Δημοσίου, Δ.Ε.Κ.Ο. και Τραπεζών (blue chips), όπως και ίδιος ο μηνυτής επιθυμούσε και έτσι το χαρτοφυλάκιό του σχηματίσθηκε από μετοχές κυρίως τέτοιου είδους, όπως προκύπτει και από τις συνημμένες στη μήνυση καταστάσεις αναλύσεων αγορών. Για τις αγορές των μετοχών "blue chips" επενδύθηκαν περίπου 8.000.000 ευρώ, ενώ για αγορές μετοχών των εταιριών συμφερόντων του Χ1 επενδύθηκαν περίπου 300.000.000 δραχμές. Επίσης με την αποστολή σ' αυτόν των μηνιαίων ενημερωτικών καταστάσεων σχετικά με τις κινήσεις και τις πραγματοποιηθείσες αγορές στον "κωδικό του αριθμό" (ως επενδυτή), στη χρηματιστηριακή εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", πέτυχαν να καθησυχάσουν τόσο το μηνυτή όσο και τους οικείους του, σχετικά με τη μεταφορά των κεφαλαίων του από την ασφαλή κατάθεσή τους έως τότε στην Τράπεζα "UBS" της Γενέυης στην Ελλάδα και την επένδυσή τους σε μετοχές του Χ.Α.Α. Στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 - 2002 και αφού ο μηνυτής υπέγραψε, μετά από απαίτηση του Χ1, την από 25/10/2000 έγγραφη δήλωσή του, με την οποία γνωστοποιούσε στην εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", ότι δεν επιθυμούσε πλέον να ενημερώνεται για τις συναλλαγές του με την αποστολή της μηνιαίας κίνησης των λογαριασμών του στην οδό ... στο ... και ότι θα παρελάμβανε ο ίδιος τα σχετικά έγγραφα από τα γραφεία της εταιρίας (παρότι ακόμη κατοικούσε στη Γενεύη), φέρεται να προβαίνει σε αγορές μετοχών διαφόρων εταιριών, κυρίως όμως συμφερόντων του Χ2 (ΚΛΩΝΑΤΑΞ, ΔΟΥΔΟΣ, ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ) και τελικά, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2003 έως 7/1/2004, ο μηνυτής φέρεται να προβαίνει, ξανά μέσω της εταιρίας "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", αποκλειστικά σχεδόν σε αγορές μετοχών των εταιριών συμφερόντων του ιδίου ως άνω κατηγορομένου "ΚΛΩΝΑΤΕΞ", "ΛΑΝΝΕΤ" και "ΛΑΝΤΕΚ" και να πωλεί σταδιακά ολόκληρο το αποτελούμενο από "blue chips" χαρτοφυλάκιό του. Εδώ επιτονίζεται ότι σκοπός της εκ μέρους των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1 απόσπασης της προαναφερομένης (από 25/10/2000) έγγραφης δήλώσης του μηνυτή ήταν να παραιτηθεί (ο ίδιος και οι οικείοι του) της επιτήρησης και του ελέγχου επί των πραγματοποιηθησομένων χρηματιστηριακών συναλλαγών που αφορούσαν το χαρτοφυλάκιό του, στις οποίες πλέον απολύτως και ανελέγκτως οι ίδιοι προέβησαν αγοράζοντας υπερτιμημένες μετοχές εταιριών συμφερόντων του Χ2 επ' ωφελεία των ιδίων και με αντίστοιχη ζημία εκείνου (μηνυτή). Έκτοτε, ο μηνυτής φέρεται να έχει μεταφέρει μέρος του χαρτοφυλακίου του από την "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε." στη "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ Α.Χ.Ε.", με την οποία, προετέθηκε, είχε υπογράψει κατόπιν υποδείξεως του Χ2, την από 8/7/2003 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (βλ. την από 8/7/2003 αίτηση μεταφοράς αξιών προς τη "Γ.Α. Περβαντάς Α.Χ.Ε."), ενώ επιπλέον φέρεται να προβαίνει σε αθρόες αγορές μετοχών των παραπάνω εταιριών, συμφερόντων του Χ2, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα και κατάληξη την πλήρη απαξίωση και εκμηδένιση της αξίας του χαρτοφυλακίου του, καθόσον ο χρηματιστηριακός του λογαριασμός στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 87.961,15 ευρώ, έναντι του οποίου καταβλήθηκαν από τη σύζυγο του μηνυτή ΓΓ 3.000 ευρώ. Προηγουμένως, οι κατηγορούμενοι από πακέτο μετοχών του μηνυτή εταιριών συμφερόντων Χ2, αξίας 2.000.000 ευρώ περίπου, πώλησαν μέρος αυτών αξίας 800.000 ευρώ και το υπόλοιπο, αξίας 1.200.000 ευρώ μετέφεραν στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." Σημειωτέον ότι τις φερόμενες ως εντολές του για τη διενέργεια των χρηματιστηριακών πράξεων στην παραπάνω εταιρία (Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε.) εκτελούσαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΙΚΑΡΟΣ ΑΕΛΔΕ".
Μετά από αυτή την εξέλιξη και την επελθούσα οικονομική ζημία του μηνυτή υφίσταται σφοδρή αντιδικία τόσο στα ποινικά όσο και στα πολιτικά δικαστήρια μεταξύ των διαδίκων μερών (με την εκατέρωθεν κατάθεση αγωγών κ.λ.π.)Εκτός των ανωτέρω όμως και με αφορμή εξώδικες αιτήσεις του Ψ προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, έχουν επιβληθεί κυρώσεις στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." για μη καταγραφή εντολών του ανωτέρω (μηνυτή) και για αγορά για λογαριασμό του μετοχών την 17/7/2003, παρόλο που ο λογαριασμός του εμφάνιζε υπερήμερο χρεωστικό υπόλοιπο (βλ. την υπ' αριθμ. 12/414/22-2-2007 απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Συνολικά το περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του μηνυτή ανέρχεται στο ποσό των 13.870.000 ευρώ (7.250.000 + 6.620.000). Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι (και οι δη αναιρεσείοντες) αρνούνται τις κατηγορίες που τους αποδίδονται ισχυριζόμενοι, εκτός των άλλων, ότι ο μηνυτής ενήργησε αυτοβούλως και κατ' επιλογή του, αναλαμβάνοντας συνεχώς μεγαλύτερο "ρίσκο" κατά τις επενδυτικές του επιλογές, χωρίς ουδεμία μεσολάβηση ή ανάμειξη του Χ2, τόσο κατά την υπογραφή των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και κατά τη διαβίβαση των εντολών αγοράς και πώλησης μετοχών στους αρμοδίους υπαλλήλους των Α.Χ.Ε., καθώς και ότι δεν υπήρχε συνεργασία ή οποιουδήποτε είδους συνεννόηση των τελευταίων και του Χ2. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί ανατρέπονται απ' όσα προαναφέρθηκαν, αλλά και όσα λεπτομερώς εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, από τα οποία με ενάργεια και σαφήνεια προκύπτει ότι οι ενέργειές τους ήταν προϊόν σχεδίου και συναπόφασης, με σκοπό την οικονομική αφαίμαξη του μηνυτή, τα κεφάλαια του οποίου εξανεμίσθηκαν, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της ψυχικής νόσου του και την άγνοιά του περί τα χρηματιστηριακά πράγματα. Επισημαίνεται επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης δεν απαιτείται η πλάνη του απατηθέντος να υπήρξε η μοναδική αιτία της περιουσιακής διάθεσης (Α.Π. 200/1975, Ποιν. Χρον. ΚΔ' 429), δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, η ελαφρότητα ή η αμέλεια του θύματος στη δημιουργία της πλάνης, που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ένα συνετότερο και προσεκτικότερο άτομο, δεν αποκλείει την απάτη, αφού μάλιστα τα εν λόγω εύπιστα άτομα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προστασίας έναντι των δραστών της απάτης, των οποίων είναι εύκολα θύματα (Α.Π. 165/1985 Π.Χρ. ΛΕ/683, Α.Π. 537/1976 Ποιν. Χρον. ΚΖ' 49, Μπουρόπουλος άρθρο 386 Π.Κ., σ.77). Εξάλλου οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες που σχετίζονται με τηλεφωνικές συνομιλίες του μηνυτή, κατά τη διάρκεια των οποίων φέρεται να δίδει εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, που προσκομίζονται ως αποδεικτικό μέσο, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν υπέρ των εκκαλούντων, καθόσον αφενός δεν έχει αποδειχθεί η γνησιότητά τους και αφετέρου δεν συνοδεύονται από απομαγνητοφώνηση όλων των συνομιλιών. Ανεξαρτήτως τούτο όμως, το περιεχόμενο των εν λόγω συνομιλιών δίδει την εντύπωση είτε ατόμου που απερίσκεπτα λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις και προχωρεί σε ριψοκίνδυνες αποφάσεις επενδυτικές επιλογές, είτε ατόμου που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανασφάλειας και απελπισίας, καταστάσεις στις οποίες προφανώς είχε επιδράσει ουσιωδώς και η πάθηση του μηνυτή. Σε σχέση με την ως άνω επισήμανση, δυσεξήγητη και αξιοπερίεργη τυγχάνει η από 25/10/2000 ως άνω δήλωση του μηνυτή, σύμφωνα με την οποία ούτος "δεν επιθυμεί να ενημερώνεται για την κίνηση του χαρτοφυλακίου του",αλλά και η εν γένει συμπεριφορά και στάση που σχετικά με τις οικονομικής φύσεως κινήσεις του, που προφανώς οφείλεται στον ανωτέρω παράγοντα, αλλά και στην "τυφλή" εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του εξαδέλφου του Χ2.
(ΙΙΙ) Με βάση τις προηγούμενες παραδοχές, υπάρχουν όλες οι απαιτούμενες στο παρόν διαδικαστικό στάδιο σοβαρές ενδείξεις ενοχής των εκκαλούντων κατηγορουμένων (αναιρεσειόντων) για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις, με την έννοια ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν πιθανολογούν σε σοβαρό βαθμό την ενοχή τους, δεδομένου ότι από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, προκύπτει η βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα διαθέτει αξιόλογο προς κρισιολόγηση αντικείμενο, με αυξημένη την πιθανότητα ενίσχυσης των υφισταμένων ήδη ενδείξεων, οι οποίες και θα συντελέσουν στην πλήρωση της απαιτούμενης αποδεικτικής βεβαιότητας για την κήρυξη της ενοχής τους. Συνακόλουθα, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση κατά τα λοιπά αναφερόμενα, παρέπεμψε τους εκκαλούντες, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, κατ' εφαρμογή των άρθρων 309 παρ. 1ε και 313 του Κ.Π.Δ., στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστούν για τις διωκόμενες αξιόποινες πράξεις. Κατά συνέπεια λοιπόν όλων όσων προεκτέθηκαν, οι κρινόμενες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες του τις διατάξεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 55 παρ.1 Π. 3160/2003, σε συνδ. με την υπ' αριθμ.58553/2006 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκαν οι αναιρεσείοντες παραπεμπτέοι στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσδιορίζονται επαρκώς κατ' είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε, αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 1,6, 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 375 παρ. 1-2 και 386 παρ. 1-3β ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και αιτιολογημένα απέρριψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων περί μη αξιολόγησης και συνεκτίμησης του περιεχομένου της επίμαχης μαγνητοταινίας, διότι δεν είχε αποδειχθεί η γνησιότητά της και δεν συνοδεύονταν από απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας χωρίς να δημιουργηθεί ουδεμία ακυρότητα, ή αρνητική υπέρβαση εξουσίας όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1α', β', δ' και στ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, αρνητική υπέρβαση εξουσίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε τελευταίος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει οι υπό κρίση αναιρέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
(A) Να απορριφθούν οι υπ' αρ. 108/2009, 116/2009 και 117/2009 αντίστοιχες αιτήσεις των (1) Χ2, κατοίκου ..., (2) Χ1, κατοίκου ... και 3) Χ3, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αρ. 975/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες.
Αθήνα 17 Ιουλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση οι υπ' αρ. 108/09, 116/09 και 117/09 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων (1) Χ2, κατοίκου ..., (2) Χ1, κατοίκου ..., και 3) Χ3, κατοίκου ..., αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 975/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν στην ουσία οι υπ' αρ. 79/2009, 80/2009 και 81/2009 εφέσεις των κατηγορουμένων αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 322/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, εκτός των άλλων, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για (α) απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά τα 73.000 €, κατά συναυτουργία (όλοι) και μόνον όσον αφορά τον Χ2 και κατ' εξακολούθηση και (β) υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, με κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (μόνο ο Χ2) - άρθρ. 2,6, 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 375 παρ. 1-2, 386 παρ. 1-3β ΠΚ. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Αναφέρονται ως λόγοι αναίρεσης η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος και η αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 93 παρ.3 Συντ. 139, 171 παρ.1 δ', 484 παρ.1 α', β', δ' και στ' ΚΠΔ). Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Από τις διατάξεις του άρθρου 388 παρ.1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 375 ΠΚ Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β'του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του όρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του όρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικείμενου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Η πράξη του συναυτουργού δύναται να είναι είτε σύγχρονη είτε προηγούμενη είτε επόμενη της πράξεως των άλλων.
Τέλος, "έγκλημα κατ' εξακολούθηση" είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που απέχουν χρονικά μεταξύ τους και καθεμία από αυτές προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και περιέχουν πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ίδια απόφαση για την εκτέλεσή τους. Έτσι, το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή (ομοειδούς) πραγματικής συρροής εγκλημάτων.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι έσκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τ" προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ παγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές του σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και του εγκαλούντος, απολογίες κατηγορουμένη και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατ' αντιγραφή κατά τα κύρια σημεία από το σκεπτικό του βουλεύματος, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ, υιός και κληρονόμος του αποβιώσαντος κατά το έτος 1990 μεγαλομετόχου της εταιρίας "Βέτλανς Νάουσα", ΑΑ, έζησε επί σειρά ετών στο εξωτερικό και ιδία στην Ελβετία, μαζί με τη μητέρα ΒΒ, έως το έτος 2002 που επέστρεψε στην Ελλάδα και διέμενε στο ... με τη σύζυγό του ΓΓ, την οποία παντρεύτηκε το έτος 1997. Η πολύχρονη απουσία του από την Ελλάδα και η διαμονή του στο εξωτερικό είχε ως αιτία την ανάγκη ιατρικής παρακολούθησής του από ειδικούς ιατρούς λόγω της ψυχικής ασθένειας από την οποία έπασχε και που ακόμη διαρκεί, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις επισυναπτόμενες στη δικογραφία ιατρικές γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών (Ψυχιάτρων) του μηνυτή ... του Νοσοκομείου THE PRIORI Λονδίνου και ... και ..., ο ανωτέρω κατά τα έτη 1988 και 1990 (αλλά και τουλάχιστον από το 1986) έπασχε από σοβαρή υποτροπιάζουσα καταθλιπτική ασθένεια, συναισθηματική ψύχωση, με σημαντικές τάσεις αυτοκτονίας, συμπτώματα άγχους, κρίσεις ποινικού, απώλεια ελέγχου και εμφάνιση παρορμητικών, δυσφορικών και καταστροφικών επεισοδίων. Επιπροσθέτως, από την ημερομηνία 17/10/2005 έκθεση ψυχιατροδικαστικής γνωμοδότησης των ψυχιάτρων ... και ..., οι οποίοι εξέτασαν το Ψ το έτος 2005 (βλ. σχετικά και την από 17/5/2006 κατάθεση του πρώτου εξ αυτών) συνάγεται ότι τελευταίος πάσχει από μακροχρόνια διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ και διαταραχή πανικού, οι οποίες αυξάνουν δραματικά την υποβολιμότητα και ευαλωτότητά του σε χειρισμούς τρίτων και επηρεάζουν ουσιωδώς την αυτόβουλη ικανότητά του και για την διαχείριση των επαγγελματικών και οικονομικών του υποθέσεων, ενώ σχετίζονται άμεσα με άστοχες οικονομικές ενέργειες, κατά δε τη χρονική περίοδο 1986 έως και 2001 ούτος παρουσίαζε μεγάλα διαστήματα νοσηρής συμπτωματολογίας, παρά το ότι τα καταθλιπτικά επεισόδια που χαρακτηρίζουν την ασθένειά του διακόπτονται από περιόδους νορμοθυμίας, δηλαδή περιόδους φυσιολογικής συναισθηματικής κατάστασης κυμαινόμενης διάρκειας. Έτσι η ασθένεια του μηνυτή με ενάργεια αποτυπώνεται στα από 9/3/2005 και 19/5/2005 ιατρικά πιστοποιητικά, αντίστοιχα, του Αιγινητείου Νοσοκομείου Αθηνών και του ιατρού του Ιατρικού Κέντρου ΥΙDY Λωζάνης ... αλλά και στο υπ' αριθμ. πρωτ. .../21-9-2006 έγγραφο της Πρωτοβάθμιας Υπηρεσιακής Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχίας Αθηνών, με το οποίο αναγνωρίσθηκε στον ανωτέρω, λόγω της πάθησής του, ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Οι σχέσεις μεταξύ του μηνυτή και του Α' εκκαλούντα - κατηγορουμένου Χ2, ο οποίος τυγχάνει εξάδελφός του, ήταν τυπικές οικογενειακές έως το έτος 1995 που διακόπηκε η λειτουργία της εταιρίας "Βέτλανς Νάουσα", οπότε ο Χ2 άρχισε να επιδιώκει τη δημιουργία στενότερων μεταξύ τους σχέσεων, γνωρίζοντας ότι ο μηνυτής διαθέτει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό (ιδίως στη ... της Ελβετίας), στην οποία συμπεριλαμβανόταν, εκτός των άλλων, χρηματικές καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού (UBS Γενεύης), ανερχόμενες κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του στο ποσό των 5.500.000 δολλαρίων Η.Π.Α. και πολλά μετρητά χρήματα, μεγάλο μέρος των οποίων φύλασσε σε χρηματοκιβώτιο στην οικία του, κυρίως λόγω της ανασφάλειας που του δημιούργησε η πάθησή του, γεγονός που επίσης γνώριζε ο ανωτέρω κατηγορούμενος. Στα πλαίσια του κλίματος οικειότητας που ο τελευταίος καλλιεργούσε μεταξύ τους με επισκέψεις του, εκτός των άλλων, στην Ελβετία, όπου ζούσε έως το έτος 2002 ο μηνυτής, απέκτησε σταδιακά την εμπιστοσύνη του, εμφανιζόμενος ως επίδοξος συνέταιρός του στις επιχειρήσεις που διατηρούσε, έως το σημείο αυτός να τον αισθάνεται "στήριγμα", ενώ παράλληλα του καλλιεργούσε περισσότερο το αίσθημα της ανασφάλειας και το αίσθημα του πανικού, που ήδη τον διακατείχαν λόγω της ασθένειάς του, επιτονίζοντας την ανάγκη, εξ αιτίας αυτής (ασθένειας), να αξιοποιηθούν τα κεφάλαιά του σε σταθερές επενδύσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί οικονομικώς στο μέλλον, λόγω και της αδυναμίας του να εργασθεί. Ταυτόχρονα, έχοντας σκοπό να αποκομίσει ίδια οφέλη από την περιουσία του μηνυτή, εμφανιζόταν σ' αυτόν και την οικογένειά του ως παράγοντας του Χρηματιστηρίου με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και δύναμη επιρροής, ως γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με τις μεγάλες αποδόσεις, καθώς και με ισχυρές διασυνδέσεις στον κύκλο του Χ.Α.Α. και της Κεφαλαιαγοράς. Με την υπόσχεση ότι δεν θα καταστήσει το μηνυτή συνέταιρό του στον όμιλο εταιριών του "ΚΛΩΝΑΤΕΞ" και καταχρώμενος στην ιδιαίτερη εμπιστοσύνη που ο ανωτέρω έτρεφε πλέον στο πρόσωπό του, του απέσπασε σε μετρητά το συνολικό ποσό των 1.036.000.000 δραχμών, προερχόμενο κυρίως από την εκποίηση ακινήτων του στην Ελλάδα (...) και στη ... της Ελβετίας, προκειμένου κατ' εντολή του μηνυτή, να τα επενδύσει στην ανωτέρω εταιρία συμφερόντων του και να τον καταστήσει μέτοχό της, με ποσοστό συμμετοχής 5%. Το ήμισυ του ανωτέρω ποσού δόθηκε στο Χ2 περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 1996 σε δολλάρια ΗΠΑ και το υπόλοιπο περί τα τέλη του έτους 1998 σε δραχμές, δολλάρια ΗΠΑ και Ελβετικά φράγκα, το οποίο ο τελευταίος ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία, χωρίς ποτέ να δώσει υπόσταση στη μετοχική συμμετοχή του μηνυτή στην ως άνω εταιρία, για την οποία απαιτούσε από αυτόν και άλλα κεφάλαια (βλ. σχετικά τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της μητέρας του μηνυτή ΒΒ και της συζύγου του ΓΓ). Περαιτέρω, στη ..., στην ... και στο ... από τις αρχές Αυγούστου 1999, ο Χ2, ενεργώντας εξακολουθητικά ο ίδιος και από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του - ήδη εκκαλώντες - Χ1 και Χ3, νομίμους εκπροσώπους της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ ΑΧΕ" και Χ4, που εμφανιζόταν ως νόμιμος εκπρόσωπος της επίσης εδρεύουσας στην ... χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ ΑΧΕ", παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στο μηνυτή όσα πιο πάνω αναφέρονται, ότι δηλαδή τυγχάνει παράγοντας του Χ.Α.Α., με υψηλές γνωριμίες στους χρηματιστηριακούς κύκλους με την Κεφαλαιαγορά, γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με τις μεγάλες αποδόσεις και ότι σε περίπτωση εισαγωγής στην Ελλάδα και τοποθέτησης των κεφαλαίων του (μηνυτή) στο Χ.Α.Α., σε μετοχές δικής του επιλογής, θα είχε εξασφαλισμένες μεγάλες αποδόσεις. Έτσι, με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και εκμεταλλευόμενος αφενός την "τυφλή" εμπιστοσύνη του Ψ προς το πρόσωπό του και αφετέρου την ψυχική νόσο από την οποία αυτός έπασχε, τον έπεισε και υπέγραψε αρχικά την από 20/8/1999 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εταιρία "Γ.Α. ΠΕΡΒΑΝΑΣ - ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με την οποία η εν λόγω εταιρία και συνακόλουθα οι νόμιμοι εκπρόσωποί της, δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (εκκαλούντων), ανέλαβαν να του παρέχουν τις διαλαμβανόμενες στη σύμβαση επενδυτικές υπηρεσίες αντί αμοιβής οριζόμενης σε ποσοστό επί της αξίας εκάστης συναλλαγής (βλ. όρο θ' αυτής). Η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε από το μηνυτή την 20/8/1999 στη ... της Ελβετίας, όπου κατοικούσε εκείνο το χρονικό διάστημα και όπου του εστάλη από το Χ2 και φέρει την υπογραφή του, με βεβαιωμένο το γνήσιο αυτής από το Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη ..., ενώ παράλληλα εξουσιοδότησε ως αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα για τις σχετικές με την παραπάνω σύμβαση πράξεις τον πεθερό του ΔΔ (βλ. σχετ. την από 20/8/1999 εξουσιοδότησή του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της του από τον ίδιο Γενικό Πρόξενο). Εδώ τονίζεται ότι ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ενασχόλησης του μηνυτή με χρηματιστηριακές πράξεις και περί επιλογής για την πραγματοποίησή τους της προαναφερομένης χρηματιστηριακής εταιρίας λόγω παλαιάς γνωριμίας της πεθεράς του ΕΕ με την σύζυγο του Β' κατηγορουμένου ΣΤ, δεν αποδεικνύεται αλλ' αντίθετα αναιρείται από τις ίδιες τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των δύο αυτών γυναικών. Στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο και με τις αυτές ως άνω ψευδείς παραστάσεις, την 8/7/2003 (μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα και στο ...), ο μηνυτής πείσθηκε και υπέγραψε την από 8/7/2003 όμοια σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εδρεύουσα στην ... χρηματιστηριακή εταιρία με την επωνυμία "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ Α.Χ.Ε.", που τότε δήλωνε σ' αυτόν (μηνυτή) ότι εκπροσωπούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ4, αμφοτέρων δε των ως άνω συμβάσεων το περιεχόμενο αλλά και τις συνέπειες της κατάρτισής τους, ο μηνυτής δεν είχε συνειδητοποιήσει, λόγω και της ευάλωτης και υποβόλιμης προσωπικότητάς του, όπως είχε διαμορφωθεί εξαιτίας της πάθησής του και της διαρκούς θεραπείας, στην οποία υποβαλλόταν για την αντιμετώπισή της. Επισημαίνεται ότι, η κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων προσέδωσε νομιμοφάνεια στην απορρόφηση των κεφαλαίων και στην οικονομική συνεπεία ταύτης αφαίμαξη του μηνυτή, ένα μεγάλο μέρος των οποίων (κεφαλαίων) είχε κατατεθεί στην Τράπεζα "UBS" της Γενεύης και με βάση αυτές (συμβάσεις) ο προαναφερόμενος φέρεται να πραγματοποίησε, μέσω της εταιρίας "Περβανάς Α.Χ.Ε.", αγορές μετοχών συνολικού ύψους 8.849.593,96 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο 1999 έως την 7/1/2004 και μέσω της εταιρίας "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." - αγορές μετοχών συνολικού ύψους 5.423.312,80 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 8/7/2003 μέχρι 2/6/2004 (και συνολικά αγόρασε μετοχές αξίας άνω των 14.000.000 ευρώ), τις οποίες εξόφλησε είτε με εμβάσματα προς την εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", κατά το χρονικό διάστημα που κατοικούσε στη ... της Ελβετίας (έως το έτος 2002), είτε με κατάθεση των χρημάτων στους λογαριασμούς των εν λόγω χρηματιστηριακών εταιριών που του είχαν υποδειχθεί. Όμως παρά το γεγονός ότι ο μηνυτής φέρεται ως συμβαλλόμενος στις διενεργηθείσες με τα κεφάλαιά του χρηματιστηριακές πράξεις, τις οποίες επίσης φέρεται να εγκρίνει ως διενεργηθείσες κατόπιν εντολών του (βλ. τις επισυναπτόμενες στη δικογραφία σχετικές επιβεβαιώσεις πράξεων, σε απλά φωτοαντίγραφα, που φέρουν την υπογραφή του), στην πραγματικότητα ο αφανής διαχειριστής του χαρτοφυλακίου του ήταν ο Χ2, ο οποίος από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του - νομίμως εκπροσώπους των προαναφερομένων Α.Χ.Ε. (που επέλεξε αποκλειστικά αυτός) - ωφελήθηκαν με αντίστοιχη οικονομική ζημία του μηνυτή, καθόσον αφενός μεν ο Χ2 παρακρατούσε μεγάλο μέρος των κερδών που προέκυπταν από τις διενεργούμενες αγοραπωλησίες μετοχών και την πώληση υπερτιμημένων μετοχών εταιριών συμφερόντων του και αφετέρου οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες εισέπρατταν μεγάλα χρηματικά ποσά ως "προμήθειες" από την πληθώρα των χρηματιστηριακών πράξεων και τον "όγκο" των αλλεπάλληλων συναλλαγών που πραγματοποιούντο για λογαριασμό και στο όνομα αυτού (μηνυτή), εκμηδενίζοντας σταδιακά τα επενδυόμενα κεφάλαιά του. Παράλληλα (αν και ως προς την πλημμεληματική παράβαση του άρθρου 34 Ν. 3632/1998 κατ' εξακολούθηση, για την οποία επίσης ασκήθηκε ποινική δίωξη, η δικογραφία χωρίσθηκε λόγω κινδύνου παραγραφής και παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι να δικασθούν στο Μον/λές Πλημ/κείο Αθηνών), είναι σαφές ότι οι κατηγορούμενοι - ήδη εκκαλούντες - ενεργώντας πάντοτε από κοινού, όπως λεπτομερώς εκτίθεται στο εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, στόχευαν στη χειραγώγηση των τιμών μετοχών εταιριών του Χ2 (ΚΛΩΝΑΤΕΞ, ΛΑΝΝΕΤ, ΛΑΝΤΕΚ κ.α) με την τεχνητή (διά παρεμβάσεων) αύξηση της εμπορευσιμότητάς τους, που συνεπαγόταν η πραγματοποίηση με κεφάλαια του μηνυτή αγορών μεγάλης κλίμακας, μέσω του Χ.Α.Α., κερδίζοντας μεγάλα χρηματικά ποσά από την πώληση των υπερτιμημένων μετοχών που είχε στην κατοχή του κυρίως ο εξ αυτών Χ2.
Προκειμένου λοιπόν να πετύχουν τον σκοπό τους, συμπεριλαμβανομένης σ' αυτόν και της δημιουργίας - διατήρησης πλάνης στο μηνυτή σχετικά με τη σωστή και επικερδή επένδυση των κεφαλαίων του, ενεργούντες βάσει σχεδίου που είχαν καταστρώσει, αρχικά, δηλαδή κατά τα έτη 1999 έως 2000, πραγματοποίησαν στο όνομά του αγορές μετοχών μεγάλων εταιριών του Δημοσίου, Δ.Ε.Κ.Ο. και Τραπεζών (blue chips), όπως και ίδιος ο μηνυτής επιθυμούσε και έτσι το χαρτοφυλάκιό του σχηματίσθηκε από μετοχές κυρίως τέτοιου είδους, όπως προκύπτει και από τις συνημμένες στη μήνυση καταστάσεις αναλύσεων αγορών. Για τις αγορές των μετοχών "blue chips" επενδύθηκαν περίπου 8.000.000 ευρώ, ενώ για αγορές μετοχών των εταιριών συμφερόντων του Χ2 επενδύθηκαν περίπου 300.000.000 δραχμές. Επίσης με την αποστολή σ' αυτόν των μηνιαίων ενημερωτικών καταστάσεων σχετικά με τις κινήσεις και τις πραγματοποιηθείσες αγορές στον "κωδικό του αριθμό" (ως επενδυτή), στη χρηματιστηριακή εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", πέτυχαν να καθησυχάσουν τόσο το μηνυτή όσο και τους οικείους του, σχετικά με τη μεταφορά των κεφαλαίων του από την ασφαλή κατάθεσή τους έως τότε στην Τράπεζα "UBS" της Γενεύης στην Ελλάδα και την επένδυσή τους σε μετοχές του Χ.Α.Α. Στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 - 2002 και αφού ο μηνυτής υπέγραψε, μετά από απαίτηση του Χ2, την από 25/10/2000 έγγραφη δήλωσή του, με την οποία γνωστοποιούσε στην εταιρία "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", ότι δεν επιθυμούσε πλέον να ενημερώνεται για τις συναλλαγές του με την αποστολή της μηνιαίας κίνησης των λογαριασμών του στην οδό ... στο ... και ότι θα παρελάμβανε ο ίδιος τα σχετικά έγγραφα από τα γραφεία της εταιρίας (παρότι ακόμη κατοικούσε στη ...), φέρεται να προβαίνει σε αγορές μετοχών διαφόρων εταιριών, κυρίως όμως συμφερόντων του Χ2 (ΚΛΩΝΑΤΑΞ, ΔΟΥΔΟΣ, ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ) και τελικά, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2003 έως 7/1/2004, ο μηνυτής φέρεται να προβαίνει, ξανά μέσω της εταιρίας "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε.", αποκλειστικά σχεδόν σε αγορές μετοχών των εταιριών συμφερόντων του ιδίου ως άνω κατηγορομένου "ΚΛΩΝΑΤΕΞ", "ΛΑΝΝΕΤ" και "ΛΑΝΤΕΚ" και να πωλεί σταδιακά ολόκληρο το αποτελούμενο από "blue chips" χαρτοφυλάκιό του. Εδώ επιτονίζεται ότι σκοπός της εκ μέρους των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1 απόσπασης της προαναφερομένης (από 25/10/2000) έγγραφης δήλώσης του μηνυτή ήταν να παραιτηθεί (ο ίδιος και οι οικείοι του) της επιτήρησης και του ελέγχου επί των πραγματοποιηθησομένων χρηματιστηριακών συναλλαγών που αφορούσαν το χαρτοφυλάκιό του, στις οποίες πλέον απολύτως και ανελέγκτως οι ίδιοι προέβησαν αγοράζοντας υπερτιμημένες μετοχές εταιριών συμφερόντων του Χ2 επ' ωφελεία των ιδίων και με αντίστοιχη ζημία εκείνου (μηνυτή). Έκτοτε, ο μηνυτής φέρεται να έχει μεταφέρει μέρος του χαρτοφυλακίου του από την "ΠΕΡΒΑΝΑΣ Α.Χ.Ε." στη "ΛΑΪΚΗ ΑΤΤΑΛΟΣ Α.Χ.Ε.", με την οποία, προετέθηκε, είχε υπογράψει κατόπιν υποδείξεως του Χ2, την από 8/7/2003 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (βλ. την από 8/7/2003 αίτηση μεταφοράς αξιών προς τη "Γ.Α. Περβαντάς Α.Χ.Ε."), ενώ επιπλέον φέρεται να προβαίνει σε αθρόες αγορές μετοχών των παραπάνω εταιριών, συμφερόντων του Χ2, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα και κατάληξη την πλήρη απαξίωση και εκμηδένιση της αξίας του χαρτοφυλακίου του, καθόσον ο χρηματιστηριακός του λογαριασμός στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 87.961,15 ευρώ, έναντι του οποίου καταβλήθηκαν από τη σύζυγο του μηνυτή ΓΓ 3.000 ευρώ. Προηγουμένως, οι κατηγορούμενοι από πακέτο μετοχών του μηνυτή εταιριών συμφερόντων Χ2, αξίας 2.000.000 ευρώ περίπου, πώλησαν μέρος αυτών αξίας 800.000 ευρώ και το υπόλοιπο, αξίας 1.200.000 ευρώ μετέφεραν στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." Σημειωτέον ότι τις φερόμενες ως εντολές του για τη διενέργεια των χρηματιστηριακών πράξεων στην παραπάνω εταιρία (Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε.) εκτελούσαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΙΚΑΡΟΣ ΑΕΛΔΕ".
Μετά από αυτή την εξέλιξη και την επελθούσα οικονομική ζημία του μηνυτή υφίσταται σφοδρή αντιδικία τόσο στα ποινικά όσο και στα πολιτικά δικαστήρια μεταξύ των διαδίκων μερών (με την εκατέρωθεν κατάθεση αγωγών κ.λ.π.) Εκτός των ανωτέρω όμως και με αφορμή εξώδικες αιτήσεις του Ψ προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, έχουν επιβληθεί κυρώσεις στη "Λαϊκή Άτταλος Α.Χ.Ε." για μη καταγραφή εντολών του ανωτέρω (μηνυτή) και για αγορά για λογαριασμό του μετοχών την 17/7/2003, παρόλο που ο λογαριασμός του εμφάνιζε υπερήμερο χρεωστικό υπόλοιπο (βλ. την υπ' αριθμ. 12/414/22-2-2007 απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Συνολικά το περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του μηνυτή ανέρχεται στο ποσό των 13.870.000 ευρώ (7.250.000 + 6.620.000). Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι (και ήδη αναιρεσείοντες) αρνούνται τις κατηγορίες που τους αποδίδονται ισχυριζόμενοι, εκτός των άλλων, ότι ο μηνυτής ενήργησε αυτοβούλως και κατ' επιλογή του, αναλαμβάνοντας συνεχώς μεγαλύτερο "ρίσκο" κατά τις επενδυτικές του επιλογές, χωρίς ουδεμία μεσολάβηση ή ανάμειξη του Χ2, τόσο κατά την υπογραφή των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και κατά τη διαβίβαση των εντολών αγοράς και πώλησης μετοχών στους αρμοδίους υπαλλήλους των Α.Χ.Ε., καθώς και ότι δεν υπήρχε συνεργασία ή οποιουδήποτε είδους συνεννόηση των τελευταίων και του Χ2. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί ανατρέπονται απ' όσα προαναφέρθηκαν, αλλά και όσα λεπτομερώς εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, από τα οποία με ενάργεια και σαφήνεια προκύπτει ότι οι ενέργειές τους ήταν προϊόν σχεδίου και συναπόφασης, με σκοπό την οικονομική αφαίμαξη του μηνυτή, τα κεφάλαια του οποίου εξανεμίσθηκαν, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της ψυχικής νόσου του και την άγνοιά του περί τα χρηματιστηριακά πράγματα. Επισημαίνεται επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης δεν απαιτείται η πλάνη του απατηθέντος να υπήρξε η μοναδική αιτία της περιουσιακής διάθεσης (Α.Π. 200/1975, Ποιν. Χρον. ΚΔ' 429), δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, η ελαφρότητα ή η αμέλεια του θύματος στη δημιουργία της πλάνης, που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ένα συνετότερο και προσεκτικότερο άτομο, δεν αποκλείει την απάτη, αφού μάλιστα τα εν λόγω εύπιστα άτομα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προστασίας έναντι των δραστών της απάτης, των οποίων είναι εύκολα θύματα (Α.Π. 165/1985 Π.Χρ. ΛΕ/683, Α.Π. 537/1976 Ποιν. Χρον. ΚΖ'49, Μπουρόπουλος άρθρο 386 Π.Κ., σ.77). Εξάλλου οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες που σχετίζονται με τηλεφωνικές συνομιλίες του μηνυτή, κατά τη διάρκεια των οποίων φέρεται να δίδει εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, που προσκομίζονται ως αποδεικτικό μέσο, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν υπέρ των εκκαλούντων, καθόσον αφενός δεν έχει αποδειχθεί η γνησιότητά τους και αφετέρου δεν συνοδεύονται από απομαγνητοφώνηση όλων των συνομιλιών. Ανεξαρτήτως τούτο όμως, το περιεχόμενο των εν λόγω συνομιλιών δίδει την εντύπωση είτε ατόμου που απερίσκεπτα λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις και προχωρεί σε ριψοκίνδυνες αποφάσεις επενδυτικές επιλογές, είτε ατόμου που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανασφάλειας και απελπισίας, καταστάσεις στις οποίες προφανώς είχε επιδράσει ουσιωδώς και η πάθηση του μηνυτή. Σε σχέση με την ως άνω επισήμανση, δυσεξήγητη και αξιοπερίεργη τυγχάνει η από 25/10/2000 ως άνω δήλωση του μηνυτή, σύμφωνα με την οποία ούτος "δεν επιθυμεί να ενημερώνεται για την κίνηση του χαρτοφυλακίου του", αλλά και η εν γένει συμπεριφορά και στάση που σχετικά με τις οικονομικής φύσεως κινήσεις του, που προφανώς οφείλεται στον ανωτέρω παράγοντα, αλλά και στην "τυφλή" εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του εξαδέλφου του Χ2. Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απάτης σε βαθμό κακουργήματος με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία (όλοι οι κατηγορούμενοι) και μόνο όσον αφορά το Θ.Λαναρά και κατ' εξακολούθηση και β) της υπεξαίρεσης αντικειμένου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου με κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (μόνο ο πρώτος κατηγορούμενος), που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 45, 94, 98, 375 παρ.1-2 και 386 παρ.1 -3β' (όπως ισχύει) ΠΚ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για τις άνω κακουργηματικές πράξεις, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή των κατηγορουμένων, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση κάθε ως άνω αξιόποινης πράξης για τις οποίες παραπέμφθηκε κάθε κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι κάθε αναιρεσείων-κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω σο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία του εγκαλούντος που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 13.870 ευρώ, δηλαδή για καθένα τους υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κακουργηματική τέλεση από κάθε κατηγορούμενο, σε βάρος του εγκαλούντος της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία (όλοι), και, μόνον όσον αφορά το Χ2 και, κατ' εξακολούθηση, καθώς και για την, επίσης κακουργηματική, όπως παραπάνω αναφέρεται, πράξη της υπεξαίρεσης (μόνο για το βαρυνόμενο με αυτή, Χ2), αφού αναφέρονται στο βούλευμα με κάθε λεπτομέρεια τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 45 και 98 ΠΚ για τη συγκρότηση των παραπάνω ευνοιών, στοιχεία, καθώς και αυτά των διατάξεων των άρθρων 375 παρ.1-2 και 386 παρ.1 β' ΠΚ. Επομένως είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και, συγκεκριμένα : Α) του πρώτου, Χ2, ότι: 1) το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα πάσχει ως προς την αιτιολογία κατ' άρθρο 484 παρ.1 εδ.δ', δεχόμενο με πλήρη αποδοχή της εισαγγελικής προτάσεως, για τη συγκρότηση της υπεξαιρέσεως, μεταξύ άλλων, και την αναφορά σε όμιλο εταιρειών ΚΛΩΝΑΤΕΧ, χωρίς να αναφέρει και να εξειδικεύει ποιες είναι οι εταιρίες που συγκροτούν τον 'Ομιλο αυτό, 2) αδικαιολόγητα, δέχεται ότι ο αναιρεσείων θα καθιστούσε το Ψ (εγκαλούντα) συνεταίρο, ενώ αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, 3) επίσης, γίνεται δεκτό ότι Ψ είχε στην κυριότητά του το ποσό των 1.036.000.000 δραχμών, χωρίς κανένα προσδιορισμό και ουδεμία παράθεση αντικειμενικού στοιχείου, που να τεκμηριώνει την υπόσταση των εκποιηθέντων ακινήτων, τίμημα της πωλήσεως των οποίων αποτελεί το άνω ποσό, 4) το ίδιο βούλευμα πάσχει ως προς την αιτιολογία, κατ' άρθρο 484 παρ.1 εδ.β' και δ' ΚΠΔ, δεχόμενο με πλήρη αποδοχή της εισαγγελικής προτάσεως, για τη συγκρότηση της απάτης, αποσπασματικά, τμήματα από τη μήνυση κατ' αυτού και των άλλων κατηγορουμένων, επίσης 5) δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων το αδίκημα της απάτης ενέργησε από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του (α' μέχρι και ζ' λόγοι αναιρέσεως), αφού το εν λόγω βούλευμα, ως προς τα πιο πάνω περιστατικά, περιέχει πλήρη και σαφή αιτιολογία, η δε αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, είναι επιτρεπτή. Β) του δεύτερου, Χ1 και του τρίτου των αναιρεσειόντων Χ3, με τις ομοίου περιεχομένου, χωριστές αιτήσεις τους, ότι : 1) υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, με την αναφορά εξολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση, καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα, είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, πρόταση του εισαγγελέα. 2) το προσβαλλόμενο βούλευμα προέβη σε επιλεκτική αιτιολογία, με το να στηριχθεί σε ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη: α) τον οπτικό δίσκο-CD, που περιείχε όλες τις μαγνητοφωνηθείσες τηλεφωνικές εντολές του μηνυτή για την αγορά ή πώληση μετοχών μέσω χρηματιστηριακών συναλλαγών που διενέργησε η εταιρία "Γ.Α.ΠΕΡΒΑΝΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΥ", καθώς και τις απομαγνηροφωνήσεις, μέρους από αυτές. Το αίτημα όμως αυτό έχει απορρίψει το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία ότι "αφενός δεν έχει αποδειχθεί η γνησιότητα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών και αφετέρου δεν συνοδεύονται από απομαγνητοφώνηση όλων των συνομιλιών", στην ανέλεγκτη κρίση του οποίου το παρόν Συμβούλιο δεν μπορεί να εισέλθει. β) Τα προσκομισθέντα στη δικογραφία και επικληθέντα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της δικασίμου 17-4-2008, από τα οποία αποδεικνύεται ότι η εν λόγω υπόθεση αποτελεί το αποτέλεσμα ενός κακόβουλου σχεδίου του μηνυτή. Όμως, τα πρακτικά αυτά, ως έγγραφο έχουν ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών για την παραπεμπτική κρίση αυτού και των άλλων κατηγορουμένων για τις άνω πράξεις, όπου ρητά αναφέρεται στο βούλευμα ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα κατ' άρθρο 178 ΚΠΔ αποδεικτικά μέσα και στοιχεία και όχι μόνο κάποια από αυτά. Γ) Τη με αριθμό 13/4141/22-2-2007 απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η απόφαση αυτή, ως έγγραφο, όπως προαναφέρεται, έχει ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών. 3) Το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη αιτιολογία, διότι δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, αλλά και διότι αναφέρει πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία αντίκεινται στη λογική. Αβάσιμα όμως, διότι υπάρχει πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (πρώτος μέχρι και όγδοος λόγοι αναιρέσεως). 4) Το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, διότι δεν εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και έτσι, τους παρέπεμψε να δικαστούν για τις άνω πράξεις, μη λαμβάνοντας υπόψη και μη σταθμίζοντας, τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις ενδείξεις τελέσεως των άνω πράξεων, όσο και αυτά που τις αποδυναμώνουν (όγδοος λόγος κατά το β' σκέλος του και ένατος λόγος). Επίσης, η άρνηση του άνω Συμβουλίου να λάβει υπόψη τις μαγνητοταινίες, (ότι) αποτελεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι αποστερήθηκε ο κατηγορούμενος της ασκήσεως δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος (δέκατος λόγος). Αβάσιμα όμως διότι, κατά τα άνω εκτεθέντα, το Συμβούλιο για την περί παραπομπής των κατηγορουμένων κρίση του στάθμισε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν στερήθηκαν οι κατηγορούμενοι από τις προς άσκηση των δικαιωμάτων τους, διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. 5) Τέλος, οι κατηγορούμενοι με το δωδέκατο λόγο της αιτήσεώς στους προβάλλουν την αιτίαση ότι παρόλον ότι με το από 7-5-2009 υπόμνημά τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών προέβαλαν το αίτημα να διαταχθεί η εμφάνισή τους ενώπιόν του, το εν λόγω Συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν αναφέρει τίποτε για το αίτημά τους, αρνούμενο ουσιαστικά σιωπηρώς την εμφάνισή τους. Και ότι η αδικαιολόγητη άρνηση εμφανίσεώς τους δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ και λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.α' του αυτού Κώδικα. Επίσης, οι αυτοί κατηγορούμενοι, με τον ενδέκατο λόγο της αιτήσεώς τους προβάλλουν την αιτίαση ότι το άνω υπόμνημά τους δεν λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών και έτσι, παραβιάστηκε η διάταξη που καθορίζει την υπεράσπισή τους με συνέπεια, η μη λήψη υπόψη του υπομνήματός τους και η εντεύθεν απόλυτη κατά του ΚΠΔ 171 παρ.1 ακυρότητα, να δημιουργεί τον κατά τα άνω λόγο αναιρέσεως για το προσβαλλόμενο βούλευμα. Από τις διατάξεις του άρθρου 309 παρ.2 ΚΠΔ συνάγεται ότι το Συμβούλιο δεν έχει υποχρέωση να διατάσσει την εμφάνιση του διαδίκου αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτησή του. Η αίτηση υποβάλλεται στο Συμβούλιο είτε κατατιθέμενη στη γραμματεία του είτε δια τον εισαγγελέα είτε για του διευθυντή των φυλακών, αρκεί να είναι δυνατή η έγκαιρη διαβίβαση στο Συμβούλιο. Δυνατόν όμως η αίτηση να περιέχεται στην έκθεση εφέσεως ή σε υπόμνημα συνημμένο στην έκθεση αυτή, όμως όμως σε υπόμνημα ενώπιον του ανακριτή. Η αίτηση πρέπει, να υποβληθεί το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, δηλ. μέχρι την προφορική ανάπτυξη της προτάσεως του Εισαγγελέα (Μ.Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και εκεί παραπομπή σε θεωρία και νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, οι άνω αναιρεσείοντες στην αίτησή τους αναφέρουν "... στις 8-5-2009 κατέθεσαν υπόμνημα ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στο οποίο, εκτός άλλων, ζητούσαν και την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών ..." Οι αυτοί αναιρεσείοντες με τις αιτήσεις τους αναφέρουν (σελ. 46), από την παραδεκτή δε επισκόπηση του εν λόγω βουλεύματος από το Συμβούλιο αυτό, προκύπτει ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 7 Μαΐου 2009, καταχωρήθηκε στις 8-5-2009 και εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 2009. Από το άνω βούλευμα προκύπτει επίσης ότι ο Εισαγγελέας στις 7 Μαΐου 2009, παρέστη στη συνεδρίαση του άνω Συμβουλίου, και, αφού αναφέρθηκε στην πρότασή του, που ανέπτυξε και προφορικά, κατόπιν αποχώρησε. Κατά συνέπεια, δεν νοείται παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 309 παρ.2 και 138 παρ.1 ΚΠΔ από το Συμβούλιο σχετικά με τις άνω αιτιάσεις, όταν η υποβληθείσα αίτηση εμφανίσεως υποβλήθηκε μετά την προφορική ανάπτυξη, της προτάσεως του Εισαγγελέα, αφού όταν έγινε στις 7 Μαΐου 2009 η προφορική ανάπτυξη της έγγραφης προτάσεως του Εισαγγελέα, δεν είχε υποβληθεί στο συμβούλιο το άνω υπόμνημα με το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, το δε Συμβούλιο Εφετών την 8 Μαΐου 2009, που υποβλήθηκε το άνω υπόμνημα, είχε κρίνει και αποφασίσει για την υπόθεση από τις 7 Μαΐου 2009. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών δεν παραβίασε κανένα δικαίωμα των άνω κατηγορουμένων και δεν δημιουργήθηκε καμμία ακυρότητα, απορριπτομένων έτσι, των περί απολύτου ακυρότητας ενδέκατου και δωδέκατου λόγων αναιρέσεως, ως αβασίμων.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση κάθε παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικοί, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει κάθε αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση των άνω λόγων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από: 1) 28 Μαΐου 2009 και με αριθμ.καταθ. 108/2009, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, του Χ2, 2) 3 Ιουνίου 2009 και με αρ.κατάθ. 116/2009, ενώπιον του αυτού Γραμματέα, του Χ1 και 3) 3 Ιουνίου 2009 και με αριθμ. κατάθ. 117/2009, ενώπιον του αυτού Γραμματέα, του Χ3, αιτήσεις για αναίρεση του με αριθμό 975/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή