Αριθμός 1167/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη και Ασημίνα Υφαντή - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Μαΐου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "COSMOTE ΚΙΝΗΤΕΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε." με τον διακριτικό τίτλο "COSMOTE", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Βούρβαχη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Ξ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Θ. Κ. του Γ., συζύγου Κ. Ξ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ξουλίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/8/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 347/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 18738/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16/1/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρθμ. 18738/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο και της οποίας η συζήτηση είχε ορισθεί για τη δικάσιμο της 20-5-2019 κατά την οποία ματαιώθηκε, φέρεται προς συζήτηση με την από 22-5-2019 κλήση της αναιρεσείουσας. Ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρθμ. 3 ΚΠολΔ).
Το άρθρο 11 του Ν. 3471/2006 <προστασία προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τροποποίηση του Ν. 2472/1997> ορίζει τα εξής: 1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης, ιδίως με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, (με ή) χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπεται μόνον αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς. 2. Δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με ανθρώπινη παρέμβαση (κλήσεων) για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον φορέα παροχής της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες κλήσεις. Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου. 3. Τα στοιχεία επαφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αποκτήθηκαν νομίμως, στο πλαίσιο της πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών ή άλλης συναλλαγής, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απευθείας προώθηση παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών του προμηθευτή ή για την εξυπηρέτηση παρόμοιων σκοπών, ακόμη και όταν ο αποδέκτης του μηνύματος δεν έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι του παρέχεται κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο η δυνατότητα να αντιτάσσεται, με εύκολο τρόπο και δωρεάν, στη συλλογή και χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών του στοιχείων και αυτό κατά τη συλλογή των στοιχείων επαφής, καθώς και σε κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει σε αυτή τη χρήση. 4. Απαγορεύεται η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχουν σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, όταν δεν αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, καθώς επίσης και μια έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας. Περαιτέρω, το άρθρο 14 του ως άνω νόμου ορίζει ότι : 1. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόμου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. 2. Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται, κατ' ελάχιστο, στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ), εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη. 3. Οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης. Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 14, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν 3471/2006 , β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ' ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ' ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 79/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 και είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθμ.19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 9/2016, ΑΠ 401/2019, ΑΠ 293/2018).
Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 αρθμ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα : "Η εναγομένη, εταιρία κινητής τηλεφωνίας, παράγει και προωθεί διάφορες υπηρεσίες - προϊόντα στο χώρο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα. Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι μεταξύ τους και συνδρομητές της εναγομένης πάνω από δέκα έτη, με ταυτοποιημένους σ' αυτήν αριθμούς τηλεφώνων (… για τον πρώτο ενάγοντα και … για την δεύτερη ενάγουσα), κατ' αρχήν με σχετική έγγραφη σύμβαση και στη συνέχεια μέσω καρτοκινητής. Τα τελευταία έτη οι ενάγοντες έχουν υποστεί δυσάρεστες καταστάσεις, όπως βαριές ασθένειες των γονέων τους, θάνατο του αδερφού της δεύτερης ενάγουσας, προβλήματα υγείας, οικονομικές δυσκολίες κλπ, με συνέπεια να μην επιθυμούν καμία ενόχληση στα τηλέφωνά τους (σταθερά και κινητά), κανένα μήνυμα - sms και καμία ενόχληση από τρίτους.
Για τους λόγους αυτούς, στις 22-7-2011 απευθύνθηκαν στην "αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" και, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εγγράφηκαν στο Μητρώο του άρθρου 13 § 3 ν. 2472/1997, που τηρεί η άνω αρχή, έχοντας λάβει δύο επίσημες βεβαιώσεις της αρχής, ότι έχουν εγγραφεί στο Μητρώο προσώπων που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία έχουν σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών (βλ. αριθ. πρωτ.: Γ/ΕΞ/5.100/1.22-7-2011 και Γ/ΕΞ/5.101/1.22-7-2011, αντίστοιχα), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 3 και 19 παρ. 4 εδ. δ' του Ν. 2472/1997. Παρ' όλο, όμως, που συνέβη αυτό, οι ενάγοντες άρχισα/να δέχονται σωρεία γραπτών μηνυμάτων στα δύο ως άνω κινητά τους τηλέφωνα, από τις 14-6-2013 έως και τις 11-7-2013, προερχόμενα από την εναγομένη και από προστηθέντες της συνεργάτες κλπ, με την ένδειξη αποστολέα: COSMOTE ή COSMOKARTA ή 54440 στις οθόνες των δύο κινητών τους, σε ώρες ακατάλληλες, εργασίας αυτών κλπ. Συγκεκριμένα, ο πρώτος ενάγων έχει δεχθεί 30 μηνύματα, ήτοι στις 14-6-2013 ώρα 18.48 μμ, από το 54440 (η cosmote διάλεξε σήμερα 14/6 να βρει τον νικητή, όχι μόνο για το 23° SMART αλλά και για 1 χρόνο δωρεάν SUPER MARKET, το νούμερο σου θα έχει 20 συμμετοχές), στις 14-6-2013 ώρα 19.47 μμ (όλα τα SMS που λαμβάνεις είναι δωρεάν), στις 15-6-2013 ώρα 19.08, 15-6-2013 ώρα 20.09, στις 17-6-2013 ώρα 13.01 (για ραντεβού με γιατρούς ΕΟΠΠΥ), στις 25-6-2013 (διάλεξε η cosmote 25/6 να βρει τον νικητή, στείλε SMS στο 54440), στις 25-6-2013 (έξτρα δώρο κλπ), στις 25-6- 2013 ώρα 13.21, στις 25-6-2013 ώρα 13.50, στις 25-6-2013 ώρα 20.38, στις 25-6-2013 ώρα 20.38, στις 25-6-2013 ώρα 20.38, στις 26- 6-2013 ώρα 10.39, στις 26-6-2013 ώρα 10,39, στις 26-6-2013 ώρα 17.36, στις 26-6-2013 ώρα 17.36, στις 27-6-2013 ώρα 10.36, στις 27- 6-2013 ώρα 10.37, στις 27-6-2013 ώρα 18.35, στις 27-6-2013 ώρα 18.36, στις 28-6-2013 ώρα 10.36, στις 28-6-2013 ώρα 10.36, στις 28-6-2013 ώρα 18.47, στις 28-6-2013 ώρα 19.52, στις 28-6-2013 ώρα 19.53, στις 3-7-2013 ώρα 12.47, στις 6-7-2013 ώρα 19.44, στις 9-7- 2013 ώρα 13.15, στις 11-7-2013 ώρα 12.49, ενώ η δεύτερη ενάγουσα δέχθηκε 6 μηνύματα και δη: στις 28-6-2013 ώρα 18.40, στις 28-6-2013 ώρα 18.40, στις 7-7-2013 ώρα 14.37, 7-7-2013 ώρα 14.37, στις 28-6-2013 ώρα 18.25, στις 3-7-2013 ώρα 12.07. Τα ανωτέρω μηνύματα της εναγομένης, τα οποία τα είχαν δει αναλυτικώς και οι μάρτυρες των εναγόντων (βλ. τις υπ' αριθμ. …/2015 και …/2013 ένορκες βεβαιώσεις τους), αφορούσαν κληρώσεις, τυχερά παιχνίδια, δώρα και προσφορές κι όχι ενημερώσεις για το υπόλοιπο του χρόνου ομιλίας των εναγόντων και το κόστος χρέωσης προς αριθμούς κλήσεων που πληροφορίες καταλόγου ή ραντεβού με γιατρούς, ήτοι απαραίτητες γνωστοποιήσεις εκ μέρους της εναγομένης προς όφελος αυτών (εναγόντων). Η εναγομένη ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και ισχυρίζεται και με τις προτάσεις της επί της κρινομένης εφέσεως ότι ο ν. 3741/2006 είναι νεότερος και ειδικότερος του ν. 2472/1997 και στο άρθρο 11 § 3 αυτού ορίζεται ότι τα στοιχεία επαφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αποκτήθηκαν νομίμως, στο πλαίσιο της πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών ή άλλης συναλλαγής, μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απευθείας προώθηση παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών του προμηθευτή, ακόμη κι αν ο αποδέκτης του μηνύματος δεν έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι του παρέχεται κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο η δυνατότητα να αντιτάσσεται με εύκολο τρόπο και δωρεάν στη συλλογή και χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών του στοιχείων και αυτό σε κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει σ' αυτή τη χρήση. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ουδέποτε έδωσαν τη συγκατάθεσή τους προς την εφεσίβλητη - εναγομένη με ρητή δήλωση βουλήσεώς τους που να της επιτρέπει την επεξεργασία (χρήση και διαβίβαση) των προσωπικών τους δεδομένων, ούτε της έδωσαν ποτέ την άδεια να χρησιμοποιεί τους αριθμούς των κινητών τους τηλεφώνων. Απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες θα έπρεπε να την ενημερώσουν ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν SMS και να μην δεχθούν τα υπόλοιπα μηνύματα και, ως εκ τούτου, από δική τους αμέλεια εξακολούθησαν να λαμβάνουν τα μηνύματα, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν δυνατότητα να απαντήσουν και να ζητήσουν από την cosmote ότι επιθυμούν την άμεση παύση τους, αφού το πρώτο μήνυμα που δέχθηκαν δεν περιείχε μνεία περί του δικαιώματός τους να αντιταχθούν σ' αυτό. Είχε δε λάβει γνώση η εναγομένη ότι οι ενάγοντες είχαν ήδη εγγραφεί στο ειδικό μητρώο της αρχής Α.Π.Δ.Π.Χ, ως άτομα που δεν επιθυμούν να δέχονται μηνύματα και δεν ήταν αναγκαίο να είχαν στείλει γραπτό μήνυμα, περί τούτου, στην εναγομένη. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι στις 25-6- 2013, τα δύο SMS του πρώτου ενάγοντος, υπ' αριθμ. 6 και 7, τα είχε λάβει η ανήλικη θυγατέρα του, Μ. Ξ. και είχε απαντήσει, προκειμένου να συμμετέχει, με προνομιακούς•1 όρους σε μεγάλη κλήρωση, με συνέπεια αυτά τα δύο SMS να τα χρεωθεί ο πρώτος ενάγων, με κόστος 1,23 ευρώ έκαστο, ήτοι 2,46 ευρώ (1,23 Χ 2). Από τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά προκύπτει ότι η ανωτέρω πράξη των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης ήταν παράνομη, αφού έγινε χωρίς δικαίωμα και υπαίτια, αφού τελέστηκε εκ βαρείας αμέλειας αυτών,, οι οποίοι αγνόησαν τις αιτήσεις των εναγομένων και τις επίσημες, βεβαιώσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα περί εγγραφής αυτών στο μητρώο προσώπων που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία είχαν σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών εξ αποστάσεως, είχε δε ως συνέπεια την παραβίαση των άρθρων 11 και 14 του Ν. 3471/2006, ως και των διατάξεων του Ν. 2472/2007 και των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Υπέστησαν, λοιπόν, οι ενάγοντες προσβολή της προσωπικότητάς τους, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, οι ρυθμίσεις του Ν. 3471/2006 και του Ν. 2472/1997 συμπληρώνουν το, προϋπάρχον νομικό πλαίσιο και συγκεκριμενοποιούν τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας, έτσι ώστε να θεωρείται απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου, χωρίς, την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του Νόμου, γι' αυτό η εναγομένη, ως ευθυνόμενη για τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις των προστηθέντων υπαλλήλων της, είναι υποχρεωμένη να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της αναστάτωσης, στενοχώριας και ταλαιπωρίας που υπέστησαν, όφειλαν δε να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Λαμβανομένου υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης (η περιουσιακή ζημία του πρώτου ενάγοντος ανέρχεται σε 2,46 ευρώ), των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βαρύτητας του πταίσματος των οργάνων της εναγομένης και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών και κυρίως των εναγόντων, κρίνεται ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο πρώτος ενάγων ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, αφαιρουμένου του ποσού των 50 ευρώ, για το οποίο επιφυλάσσεται να παρασταθεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ήτοι το ποσό των 9.950 ευρώ (10.000 - 50) + 2,46 ευρώ για τη χρέωση των 2 SMS που έστειλε η κόρη του = 9.952,46. Το άνω ποσό δικαιούται ο πρώτος ενάγων, ενώ η δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ για την ίδια ως άνω αιτία, το οποίο κρίνεται επίσης εύλογο (ελάχιστο κατά τον ως άνω νόμο), αφαιρουμένου του ποσού των 50 ευρώ, ήτοι το ποσό των 9.950 ευρώ (10.000 - 50). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα της εναγομένης τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, όπως έπρεπε, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.".
Με τις σκέψεις του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, έκρινε ως νόμω και ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη έφεσή τους, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα και επιδίκασε στους τελευταίους τα αναφερόμενα ανωτέρω χρηματικά ποσά.
Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα αποδίδει στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, συνισταμένη σε ευθεία παραβίαση, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 13 παρ. 3 Ν 2472/1997. Ο λόγος όμως αυτός κρίνεται αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι εφαρμόσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω επικαλούμενη διάταξη, ενώ, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της, αυτή δεν εφαρμόσθηκε, ούτε και ήταν εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση. Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τρίτος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι έκρινε αντιφατικά, γιατί δέχθηκε ότι με την επίμαχη συμπεριφορά της ήδη αναιρεσείουσας παραβιάσθηκε η ανωτέρω διάταξη και έπρεπε να εκτιμηθεί η σχετική χρηματική ικανοποίηση των αντιδίκων της κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ίδιου νόμου και όχι κατ' άρθρο 14 παρ. 2 του Ν 3471/2006. Και τούτο διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του ανωτέρω νόμου και όχι αυτές που, ανακριβώς, επικαλείται η αναιρεσείουσα ότι εφαρμόσθηκαν και παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου.
Κατά το άρθρο 560 αρθμ. 5 ΚΠολΔ, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός ταυτίζεται με το λόγο του άρθρου 559 αρθμ. 8 του ίδιου Κώδικα. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 493/2015), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1072/2005). Δεν αποτελούν πράγματα, και άρα δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη, οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση αυτών, δηλαδή ισχυρισμοί που δεν καταλήγουν στην επίκληση έννομης συνέπειας, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΑΠ 11/2017), καθώς και οι ισχυρισμοί που δεν έχουν αυτοτέλεια και συνιστούν πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 87/2013) ή νομικά επιχειρήματα, όπως οι νομικοί ισχυρισμοί ή νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου (ΑΠ 1/2016, ΑΠ 933/2014), ούτε τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών, ή από το νόμο (ΑΠ 893/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι αυτή (αναιρεσείουσα) είχε λάβει γνώση ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν εγγραφεί στο ειδικό μητρώο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ως άτομα που δεν επιθυμούν να δέχονται μηνύματα και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαίο να στείλουν γραπτό μήνυμα στην αναιρεσείουσα, παρ' όλα αυτά η τελευταία τους έστειλε τα επίμαχα μηνύματα. Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων προκύπτει, όπως και στο αναιρετήριο αναφέρεται, ότι εκτίθεται σ' αυτή, εκτός των άλλων, ότι, ενώ από τις 22-7-2011 είχαν εγγραφεί στο μητρώο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ως πρόσωπα που δεν επιθυμούν να περιλαμβάνονται σε αρχεία, τα οποία έχουν σκοπό την προώθηση προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, έχοντας συμπεριλάβει και τα κινητά τους τηλέφωνα, η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, χωρίς να συμβουλευθεί, ως όφειλε, το ως άνω μητρώο, στο οποίο ήταν εγγεγραμμένοι ότι δεν επιθυμούν να δέχονται προωθήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, τους απέστειλε τα επίμαχα μηνύματα, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του Ν 3471/2006. Κατόπιν τούτων, προκύπτει ότι, ο ανωτέρω ισχυρισμός, που κατά την αναιρεσείουσα λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, χωρίς να έχει προταθεί, διαλαμβάνεται στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων και επομένως, ο παραπάνω λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντισταθμίσεως προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξεως και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επιλύσεως ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχυρώσεώς της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγυήσεως για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπερβάσεως της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνειδήσεως σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσεως του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ολΑΠ 6/2011, ΑΠ 1406/2015). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διατάξεως. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες προκλήσεως της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του, κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας ( Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 1406/2015). Με το να επιδικάσει, όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στους ήδη αναιρεσίβλητους- ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτοί υπέστησαν από την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων, εκ μέρους της ήδη αναιρεσείουσας-εναγομένης, το ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ στον καθένα, όπως τούτο προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές του, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως και είναι υπερβολικό, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά επιδικάσθηκαν για 30 μηνύματα που έλαβε ο πρώτος και 6 μηνύματα που έλαβε η δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες, περί τα πράγματα παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης. Επομένως, ο σχετικός τέταρτος αναιρετικός λόγος, από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της , με το οποίο καθορίσθηκε και επιδικάσθηκε, με αυτήν, στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους- ενάγοντες, καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων της προς τούτο διακριτικής ευχέρειας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και επομένως κατά παραβίαση της απορρέουσας από την διάταξη της παρ. 1 άρθρου 25 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το ανωτέρω ποσό των 10.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αναφερόμενη σ' αυτήν (προσβαλλομένη) παράνομη προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων εκ μέρους της αναιρεσείουσας-εναγομένης. Ακολούθως, η υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της που αναιρέθηκε, πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ώστε να επανακαθορισθεί από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί στους αναιρεσίβλητους για την ένδικη αιτία. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα σ' αυτήν (άρθρα 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο, σχετικό, αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 αρθμ. 2 ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζητήσεως, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία με την επικύρωσή της από το Εφετείο θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (ολΑΠ 11/2007, 22/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της υπέβαλε παραδεκτά αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ζητώντας να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι σε επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σ' αυτούς σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι: 1) με την 18738/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η αναιρεσείουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσίβλητο το ποσό των 9.952,46 ευρώ και στην δεύτερη αναιρεσίβλητη το ποσό των 9.950 ευρώ, νομιμοτόκως, καθώς και ποσό των 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα. 2) Στις 20-12-2017 οι αναιρεσίβλητοι επέδωσαν στην αναιρεσείουσα αντίγραφο από το Α' εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως με επιταγή προς πληρωμή α) ποσού 9.952,46 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο στον πρώτο αναιρεσίβλητο και ποσού 9.950 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο στην δεύτερη αναιρεσίβλητη β) ποσού 4.482 και 4.480 ευρώ αντίστοιχα για τόκους υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής γ) ποσού 800 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη δ) ποσού 1.037,91 ευρώ για τέλος απογράφου και ε) ποσού 872,60 ευρώ για έκδοση αντιγράφων, έξοδα επιδόσεως, αμοιβή συντάξεως επιταγής και συνολικά το ποσό των 31.574,97 ευρώ. 3) Στις 20-12-2017 η αναιρεσείουσα κατέθεσε στον κοινό λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τα ποσά των 16.072,67 και 14.158 ευρώ αντίστοιχα, και συνολικά 30.230,67 ευρώ, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα του ως άνω κοινού λογαριασμού. Το ποσό αυτό των 30.230,67 ευρώ συνολικά και όχι τα επιπλέον αιτούμενα ποσά των 672,30 και 672 ευρώ αντίστοιχα που, ως παρακρατηθέντες φόροι επί των τόκων υπερημερίας, αποδόθηκαν από την αναιρεσείουσα στο δημόσιο (ολ ΑΠ 31/2009 και 11/2007, ΑΠ 591/2015), πρέπει οι αναιρεσίβλητοι να υποχρεωθούν να επιστρέψουν και δη ο καθένας ξεχωριστά κατά το ανωτέρω χρηματικό ποσό που έλαβε, σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως από την αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή της αιτήσεως της τελευταίας ως και ουσιαστικά βάσιμης, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αποφάσεως αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 18738/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνου, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει.
Δέχεται την αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Υποχρεώνει α) τον πρώτο αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων εβδομήντα δύο ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (16.072,67) και β) την δεύτερη αναιρεσίβλητη να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν πενήντα οκτώ (14.158) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως στον καθένα της αποφάσεως αυτής έως την εξόφληση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου