Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1690 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη και απλή συνέργεια στις πράξεις αυτές. Έννοια και στοιχεία των άνω πράξεων. Ορθή εφαρμογή του νόμου και αιτιολογημένη από το Συμβούλιο παραπομπή.





Αριθμός 1690/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 699/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Νοεμβρίου 2006 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 380/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 341/27-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 699/2006 βούλευμά του απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις υπ'αριθμ. 18/2006 και 19/2006 -αντίστοιχα εφέσεις των Χ2 και Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 3280/2005 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε. Με το τελευταίο είχαν παραπεμφθεί αυτοί στο ακροατήριο του τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως ο μεν πρώτοs α) απάτης κατεξακολούθηση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ? β) πλαστογραφίας με χρήση κατεξακολούθηση από την οποία το συνολικό όφελος -ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ, η δε δεύτερη απλής συνέργειας στις ανωτέρω πράξεις του πρώτου (386 § § 3 β, 1, 216 § § 3, 1, 98 § § 1,2, 47 § 1 Ποιν.Κ., 94 ΠΚ). Κατά του άνω βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών άσκησαν οι ίδιοι ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών στις 16-11-2006, ήτοι προ της επιδόσεως του σ'αυτούς, η οποία έγινε στις 1-3-2007, τις υπ'αριθμ. 135 και 134 αναιρέσεις προβάλλοντες αμφότεροι εσφαλμένη εφαρμογή- ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και δη ότι δεν περιέχει (το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα κρίσιμα εκείνα πραγματικά περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την εφαρμογήν αυτής και ειδικώτερα δεν περιέχει τα ιδιαίτερα περιστατικά εκάστου των εγκλημάτων για τα οποία παραπέμφθηκαν, αλλά αυτά που παραθέτει είναι τα αυτά χωρίς διαφοροποίηση δι'έκαστον των εγκλήματων (αναφέρονται κυρίως για το έγκλημα της απάτης) - επί πλέον δε η δεύτερη τούτων ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι ενώ δέχεται γι' αυτή ότι "...... Παρέσχε οποιαδήποτε συνδρομή στις πράξεις του (=του πρώτου) αφού εξέδωσε από το δικό της μπλοκ και παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της έξι (6) από τις εν λόγω επιταγές συνολικού ποσού 108.005,45 ευρώ, τελώντας εν γνώσει ότι ουδέποτε τις εν λόγω επιταγές τις είχε αποδεχθεί ο εγκαλών...", δεν προκύπτει ποιά ακριβώς πράξη αποδίδεται σ'αυτή, η οποία να συνιστά τα άνω εγκλήματα, καθόσον η έκδοση 6 επιταγών από ιδικό της μπλοκ ουδόλως συνιστά αξιόποινη συμπεριφορά, πολλώ δε μάλλον όταν δεν εκτίθεται ότι οι επιταγές αυτές ήσαν ακάλυπτες. Επί πλέον διότι το εκτιθέμενο σ'αυτό (=προσβαλλόμενο βούλευμα) ότι την έκδοση των επιταγών την έπραξε "τελώντας εν γνώσει ούτι ουδέποτε τις εν λόγω επιταγές τις είχε αποδεχθεί ο εγκαλών" δεν καθιστά τούτο αιτιολογημένο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν νοείται αποδοχή επιταγής.
ΙΙ) Επειδή ο λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας - εφαρμογής συνίσταται όταν το συμβούλιο αποδίδει (-με το προσβαλλόμενο βούλευμά του) στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από αυτή που πράγματι έχει (στην περίπτωση της εσφαλμένης ερμηνείας)- βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2/2000 ολ, ΑΠ 3/97 ολ. κ.α., Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β'σελ. 199, Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τόμ. γ σελ. 291, Καρρά Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο (2007) σελ. 952- ή όταν υπάγει τα πραγματικά περιστατικά σε διάταξη ποινικού νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ 1527/2000, ΑΠ 1489/89, ΑΠ 1128/2004 κ.α.) - στην περίπτωση της εσφαλμένης εφαρμογής- πχ διότι δεν συγκεντρώνουν όλους τους όρους του εγκλήματος που προβλέπονται από αυτή (βλ. ΑΠ 240/85, ΑΠ 1489/89 κ.ά.). Έτσι πρέπει να αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το συμβούλιο και σε τί -σε σχέση με αυτά- συνίσταται το σφάλμα περί την ερμηνεία - εφαρμογή του οικείου ποινικού νόμου (βλ. και ΑΠ 567/2006, ΑΠ 67/2006, ΑΠ2/2000 ολ, ΑΠ 443/2004, ΑΠ 1643/2003 κ.α.) ΑΠ 1339/2005 -διότι άλλως ο σχετικός λόγος είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και συνεπώς απαράδεκτος (474 § 2, 476 § 1 Κ.Π.Δ.). Στην περίπτωση δε της εσφαλμένης εφαρμογής - ερμηνείας όταν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη και έχει εξαντληθεί η κατηγορία (δεν απαιτείται συνεπώς νέα παραπομπή στο συμβούλιο), το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται να μην γίνει κατηγορία -485 § 1 Κ.Π.Δ.- βλ. και ΑΠ 1506/2005, ΑΠ 351/2003, ΑΠ 1281/2002, ΑΠ 227/92, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 140/2003 κ.ά.- Επειδή έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ή στην υιοθετουμένη υπ'αυτού εισαγγελική πρόταση -ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1273/2005 κ.ά.- με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στηρίζουν την κρίση του συμβουλίου για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη που παραπέμπεται ......(βλ. ΑΠ 1128/2002, ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 9/2001 ολ. κ.ά.). Και στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εκτίθενται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή κλπ-βλ ΑΠ 855/2006, ΑΠ 19/2001 ολ, ΑΠ 1527/2005, ΑΠ 1643/2003 κ.ά.- Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 47 § 1 Π.Κ. όποιος παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως απλός συνεργός (βλ. και ΑΠ 1191/2001, ΑΠ 683/99, ΑΠ 1280/2005, 373/2003 κ.ά.). Για την ύπαρξη απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού που συνιστάται στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της (ΑΠ 26/95, ΑΠ 382/87, ΑΠ 516/81, ΑΠ 1676/2005, ΑΠ 101/2002, ΑΠ 1588/2000 κ.ά.). Η απλή συνέργεια δύναται να τελεσθή και κατεξακολούθηση (βλ. 794/84, ΑΠ 73/84, ΑΠ 1281/85 κ.ά.), ο δε σκοπός της § 3 του άρθρου 216 ΠΚ πρέπει να υπάρχει και σ'αυτόν, όχι δηλ. μόνο στον αυτουργό, για να υπαχθεί και αυτός στην § 3 του άρθρου 216 ΠΚ, αφού ο σκοπός αυτός ανάγεται στο υποκειμενικό στοιχείο της πράξης (πρ.βλ. ΑΠ 1066/95, ΑΠ 1318/88, ΑΠ 1859/2000, ΑΠ 1246/90, Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο (2005) σελ. 93). Επειδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται, μεταξύ των άλλων, όπως από την παράσταση ψευδών γεγονότων κλπ προκληθεί πλάνη στον απατώμενο συνεπεία της οποίας αυτός προβαίνει σε πράξη η παράλειψη ή ανοχή που ενέχει περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα, εξ' αυτής αμέσως πηγάζουσας, τη βλάβη της περιουσίας του πλανωμένου ή άλλου (βλ. Μπουρόπολο Ερμ. ΠΚ τόμ. γ' σελ. 77-78, Αποστολίδου Απάτη- (2000) σελ. 512 επ., όπου και παραπομπές Πατεράκη-Απάτη- (2001) σελ. 72, 133 με παραπομπές, Τούση-Γεωργίου ΠΚ (1967/1056 Νο 17 με παραπομπές, ΑΠ 1642/2002, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1558/91, ΑΠ 1310/2001, ΑΠ 1203/99, ΑΠ 507/97, ΑΠ 1277/90 κ.ά.), εφόσον, σε σχέση με τον άλλον, ο πλανώμενος έχει από το νόμο ή τα πράγματα τη δυνατότητα να διαθέσει την ξένη περιουσία (βλ. ΑΠ 1296/2002, ΑΠ 760/2000, κ.ά.). Επομένως δεν αρκεί όταν η βλάβη είναι έμμεση. Εξ' άλλου το περιουσιακόν όφελος, το οποίο επιδιώκεται με την απατηλή συμπεριφορά, πρέπει να προέρχεται από την βλαβείσα περιουσία (βλ. ΑΠ 2264/2003, ΑΠ 1506/2005, ΑΠ 760/2000 κ.ά., Μυλωνόπουλο ΠΧρ ΜΑ 570, Γάφο τεύχος ΣΤ 153, Σπινέλη-Ειδικό Ποινικό -σελ. 115-6).

ΙΙΙ) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι "από το περιεχόμενο της έγκλησης, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά και στο σύνολο τους σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο εγκαλών το έτος 2000 είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου και συνέχιζε τις σπουδές του στην Ιατρική σχολή καθόσον δεν επιθυμούσε να ασκήσει το επάγγελμα του φαρμακοποιού. Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος, που είναι ιατρός το επάγγελμα, ήλθε σε επαφή με τον εγκαλούντα και του πρότεινε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος να του παραχωρήσει την άδεια επαγγέλματος του φαρμακοποιού, ώστε να λειτουργήσει φαρμακείο στη .... Λακωνίας, το οποίο θα εκμεταλλευόταν ο ίδιος μαζί με την δεύτερη κατηγορουμένη και σύζυγο του, η οποία ήδη λειτουργούσε ως φαρμακοποιός ατομική επιχείρηση φαρμακείου στην περιοχή...... Αττικής. Έτσι μεταξύ του εγκαλούντα Ψ1 και του πρώτου κατηγορουμένου καταρτίσθηκε σχετική σύμβαση και συμφωνήθηκε ο εγκαλών να παίρνει κάθε μήνα ένα συγκεκριμένο ποσόν που για τα έτη 2002-2003 ανερχόταν στο ποσό των 300.000 δραχμών και ο πρώτος κατηγορούμενος θα λειτουργούσε το φαρμακείο με αποκλειστικά δικές του δαπάνες, προσλαμβάνοντας ο ίδιος το προσωπικό και αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις της εμπορικής αυτής δραστηριότητας. Το φαρμακείο λειτούργησε με τους ανωτέρω όρους και ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ιδρύσει στο μεταξύ και μια Ε.Π.Ε. με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε." με αντικείμενο εκτός των άλλων τη λειτουργία και εκμετάλλευση φαρμακείων σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επικράτειας. Για τις ανάγκες της ανωτέρω δραστηριότητας του ο πρώτος κατηγορούμενος διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό της στην Τράπεζα "ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ", όπως και η δεύτερη κατηγορουμένη προσωπικό λογαριασμό στην ίδια Τράπεζα, από τους λογαριασμούς δε αυτούς είχαν ο καθένας χωριστά αυτοτελές δικαίωμα έκδοσης επιταγών. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα και ο πρώτος κατηγορούμενος είχε εξασφαλίσει ένα εμφανή εταίρο που είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία δηλαδή τον εγκαλούντα στην επιχείρηση του φαρμακείου στη ..... Λακωνίας προέβηκε στο όνομα του φαρμακείου στην αγορά ασυνήθιστα μεγάλων ποσοτήτων φαρμάκων από διάφορες εταιρείες και συνεταιρισμούς τις οποίες (ποσότητες φαρμάκων) στη συνέχεια μεταπώληση, σε τιμές χονδρικής σε διάφορα φαρμακεία ενσωματώνοντας στην περιουσία του τις εισπράξεις από τις εν λόγω πωλήσεις, στις οποίες εμφάνιζε ως αγοραστή στους διάφορους προμηθευτές και έτσι οφειλέτη, τον εγκαλούντα. Ειδικότερα; τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του (δεύτερη κατηγορουμένη) εξέδωσαν επιταγές από τα ανωτέρω μπλοκ επιταγών σε διαταγή του εγκαλούντα και στη θέση του πρώτου οπισθογράφου ο πρώτος κατηγορούμενος σε όλες τις επιταγές, συνολικά δεκαπέντε (15) έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι έχει τεθεί απ' αυτόν, εξαπατώντας έτσι τους προμηθευτές στους οποίους παρέδωσε τις εν λόγω επιταγές ότι το πρόσωπο που συναλλάσσονταν ήταν ο εγκαλών, του οποίου ζημιώθηκε η περιουσία κατά το συνολικό ποσό των επιταγών που ανέρχεται στο ποσό των 175.358,02 ευρώ με αντίστοιχο δικό του παράνομο όφελος και της συγκατηγορουμένης του η οποία παρέσχε οποιαδήποτε συνδρομή στις πράξεις του, δηλαδή της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και της απάτης κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, αφού εξέδωσε από το δικό της μπλοκ και παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της έξι (6) από τις εν λόγω επιταγές συνολικού ποσού 108.005,48 ευρώ, τελώντας εν γνώσει ότι ουδέποτε τις εν λόγω επιταγές τις είχε αποδεχθεί ο εγκαλών. Ειδικότερα, οι επιταγές που εξέδωσαν οι δύο κατηγορούμενοι και στη συνέχεια πλαστογραφήθηκαν ως ανωτέρω από τον πρώτο κατηγορούμενο στη θέση του πρώτου οπισθογράφου είναι οι ακόλουθες: 1) Αριθμ.επιταγής: ......., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-1-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.362,51€ εκδότης: ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον .... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών .....). 2) Αριθμ.επιταγής:........, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-2-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 10.000€ εκδότης: επιχειρήσεις ....... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον ..... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών ......). 3) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-3-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 10.000€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον ...... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών .....). 4) Αριθμ.επιταγής: ......., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 8-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.243,4€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε.. 5) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-1-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 3.916,34€ εκδότης: επιχειρήσεις ........ μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε. 6)Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-2-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 5.480,78€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε.. 7) Αριθμ.επιταγής: ......., όπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 30-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.536,90€ εκδότης: επιχειρήσεις ....... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία BOEHRINGER INGELHEIM ΕΛΛΑΣ Α.Ε.. 8) Αριθμ.επιταγής: ......., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 7-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.836,62€, εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία BOEHRINGER INGELHEIM ΕΛΛΑΣ Α.Ε.. 9) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-3-2003, Πληρώτρια Τράπεζα:ΑLΡΗΑ BANK, ποσό:12.812,61€, εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε.. 10) Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 16-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 49.069,84€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε.. 11) Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 22-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 9.772,85€, εκδότης:Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε.. 12) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 29-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 4.531,04€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε.. 13) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 19-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 16.245,68€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ALLEN ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.. 14) Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης:11-3-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 20957,17€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε.. 15) Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 2-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 7.428,90€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε.. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις πράξεις των και διατείνονται, ότι οι επίδικες επιταγές αφορούσαν υποχρεώσεις του φαρμακείου στη ..... Λακωνίας που ήταν στο όνομα του εγκαλούντα και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε τη ρητή συναίνεση του εγκαλούντα προκειμένου να θέσει την υπογραφή του στις επιταγές στη θέση του πρώτου οπισθογράφου, πλην όμως ο ισχυρισμός τους αυτός δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα αξιόπιστο στοιχείο της δικογραφίας. Αντίθετα, το γεγονός ότι οι εν λόγω επιταγές αφορούν αγορές φαρμάκων όπως προεκτέθηκε ασυνήθιστα μεγάλων ποσοτήτων, ήτοι αξίας 175.358,02 ευρώ και καλύπτουν, όπως προκύπτει από τις επιταγές, χρονικό διάστημα ενός τριμήνου περίπου (Νοέμβριος 2002 έως Μάρτιος 2003) είναι φανερό ότι αφορούν αγορές φαρμάκων που εξυπηρετούσαν την ανωτέρω Ε.Π.Ε., χρέη της οποίας μετέθεσαν έτσι στην του εγκαλούντα αφού οι επιταγές, ουδέποτε πληρώθηκαν και οι κομιστές των απαιτήσεων τους σε βάρος του εγκαλούντα. Περαιτέρω και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι οι πράξεις φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος αφού πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα και κάθε μια χωριστά δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ θα πρέπει ν' απορριφθεί αφού κατ' άρθρο 98 παρ.2 Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.11 Ν.2721/99 η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Επισημαίνεται, ότι το συνολικό ποσό που ζημιώθηκε ο εγκαλών ανέρχεται στο ύψος των 175.358,02 ευρώ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και βλάβη που επήλθε συνολικά στην περιουσία του εγκαλούντα αφού και μόνο οι επιταγές που εξέδωσε η δεύτερη κατηγορουμένη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 108.005,48 ευρώ. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το να δεχθεί, όπως με το βούλευμα που προσβάλλεται προκύπτει, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων, που να δικαιολογούν την παραπομπή τους στο ακροατήριο για να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απάτης κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με χρήση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (ο πρώτος εκκαλών) και γ) της απλής συνέργειας στις ανωτέρω πράξεις (η δεύτερη εκκαλούσα) (άρθρα 1, 13γ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 47 παρ.1, 94, 98 παρ.1 και 2, 216 παρ.1 και 3α και 386 παρ.1 και 3β, όπως το εδ.α' της παρ.3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2α Ν.2721/99 και η παρ.3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ.4 Ν.2721/99) σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβηκε και ορθά υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Έτσι θα πρέπει ν' απορριφθούν στην ουσία τους οι υπό κρίση εφέσεις και να επικυρωθεί το βούλευμα που προσβάλλεται (άρθρο 319 παρ.3 ΚΠΔ), στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου επιπρόσθετα αναφέρεται". Ενόψει των ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος αφού δεν γίνεται ειδικώτερη αναφορά των ελλειπόντων μεν πλην απαραιτήτων κατά νόμο πραγματικών περιστατικών. Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο είναι αβάσιμος αφού εκτίθενται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν αφενός μεν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας και της απλής συνέργειας σ'αυτήν -όπως απαιτούν τα άρθρα 216 § § 1-3, 47 § 1,98 ΠΚ, - τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι λόγοι και ειδικώτερα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αφού εξέδωσε (δηλ. υπέγραψε) ως εκδότης με την ιδιότητα του εκπροσώπου της ΕΠΕ της εταιρείας "......." και σε διαταγή του εγκαλούντος τις αναφερόμενες 1 έως και 9 επιταγές, η δε δεύτερη αφού εξέδωσε ως εκδότης και δη ατομικά τις αναφερόμενες 10-15 επιταγές, συνολικού ποσού 108.005,48 ευρώ, σε διαταγή του εγκαλούντος και τις παρέδωσε στον πρώτο, ο τελευταίος έθεσε αυθαίρετα σε όλες στην θέση του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του εγκαλούντος, ότι δήθεν αυτός τις μεταβίβασε στους αναφερομένους πωλητές φαρμάκων, με σκοπό να παραπλανήσει αυτούς περί της γνησιότητά τους και έτσι δεχθούν αυτές έναντι του τιμήματος της κάθε φορά πωλήσεως αντιστοίχου ποσότητας φαρμάκων προς την επιχείρηση του φαρμακείου που εκμεταλλεύονταν οι κατηγορούμενοι και έτσι παραδώσουν σ'αυτόν -που εμφανιζόνταν αγοραστής- τα πωλούμενα υπ'αυτών φάρμακα, με σκοπό να περιποιήσουν στους εαυτούς τους παράνομα την αντίστοιχη περιουσιακή αξία αυτών, την οποία επιδίωκαν και δη ο πρώτος συνολική αξία 175.358,02 ευρώ, η δε δεύτερη 108.005,48 ευρώ, πράγμα που και πέτυχαν. Ειδικώτερα δε η συγκεκριμένη συμπεριφορά της δεύτερης κατηγορουμένης σαφώς περιγράφεται και δη "έκδοση από το δικό της μπλόκ και παράδοση στον συγκατηγορούμενό της των έξι επιταγών συνολικού ποσού 108.005,48 ευρώ, εν γνώσει τελούσα ότι ουδέποτε τις εν λόγω επιταγές τις είχε αποδεχθεί ο εγκαλών" -Η έννοια του "αποδεχθεί" δεν είναι αυτή που φαίνεται να αποδίδει η αναιρεσείουσα αλλά έχει την έννοια της εκδόσεως αυτών σε διαταγή του εγκαλούντος με τον οποίο δεν είχε συναλλαγή έτσι ώστε να δικαιολογείται η προς αυτόν έκδοση- και της παραδόσεως τους στον πρώτο με σκοπό την χρησιμοποίησή τους. Ρητά δε γίνεται αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι επιταγές δεν πληρώθησαν (βλ. 8ο φύλλο αυτού). Σε σχέση όμως με την πράξη της απάτης το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 386 ΠΚ αφού δεν συντρέχουν εδώ τα στοιχεία αυτού. Συγκεκριμένα δε δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης των πλανηθέντων, ήτοι των πωλητών, και της φερομένης βλάβης του εγκαλούντος από πράξη (-παράλειψη-ανοχή) αυτών, ήτοι της αποδοχής των επιταγών από αυτούς. Η πράξη δηλ. των πλανηθέντων συνιστάται στην αποδοχή από αυτούς των επιταγών, η οποία όμως αποδοχή των επιταγών συνεπάγεται άμεση βλάβη αυτών των ιδίων και όχι του εγκαλούντος (όπως δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα). Οι πλανηθέντες δεν διέθεσαν με την αποδοχή των επιταγών κάποια περιουσιακή βλάβη και δη άμεση του εγκαλούντος. Αυτοί διέθεσαν τα εμπορεύματά τους και μόνο. Επομένως όπως έχουν τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, τα οποία και δεν χρήζουν περαιτέρω παραπομπής, δεν νοείται απάτη και συνεπώς συνέργεια σ'αυτή σε βάρος του εγκαλούντος.
Συνεπώς πρέπει γι'αυτή να μην γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων- 485 § 1 ΚΠΔ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 135,134/2006 αναιρέσεις των Χ2 και Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 699/2006 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να επικυρωθεί τούτο σε σχέση με την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση και κατεξακολούθηση από την οποί το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και απλής συνέργειας κατεξακολούθηση σ'αυτή με το αυτός όφελος, και να αναιρεθεί τούτο σε σχέση με την πράξη της απάτης κατεξακολούθηση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και απλής συνεργείας σ'αυτή, την οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτούς από Νοεμβρίου 2002 έως Μαρτίου 2003 στην Αθήνα σε βάρος του Ψ1, για την οποία δεν πρέπει να γίνει κατ'αυτών κατηγορία. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτών. Αθήνα 14 Απριλίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Στην περίπτωση δε τελέσεως πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του Ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α).... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Μεταξύ των άνω εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα από το άλλο, έστω και αν ο δράστης της πλαστογραφίας χρησιμοποιεί τα πλαστά έγγραφα για να πείσει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδομένου ότι καθένα από τα εγκλήματα αυτά είναι αυτοτελές, αφού η αντικειμενική υπόσταση αυτών συγκροτείται από διαφορετικά περιστατικά και η μία πράξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο η επιβαρυντική περίσταση της άλλης. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, που διέπραξε ο τελευταίος, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, και που δεν είναι άμεση, εν γνώσει αυτού, που την παρέχει, για την τέλεση από τον αυτουργό ορισμένου εγκλήματος. Η απλή συνέργεια δύναται να τελεσθεί και κατ' εξακολούθηση, επί της συνέργειας δε αυτής σε πράξη κακουργηματικής πλαστογραφία, ο σκοπός του πορισμού παρανόμου περιουσιακού οφέλους από τον φυσικό αυτουργό πρέπει υποκειμενικά να συντρέχει και στο πρόσωπο του απλού συνεργού.

ΙΙ.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά:
ΒΒΒΒ Ο εγκαλών το έτος 2000 είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου και συνέχιζε τις σπουδές του στην Ιατρική σχολή καθόσον δεν επιθυμούσε να ασκήσει το επάγγελμα του φαρμακοποιού. Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος, που είναι ιατρός το επάγγελμα, ήλθε σε επαφή με τον εγκαλούντα και του πρότεινε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος να του παραχωρήσει την άδεια επαγγέλματος του φαρμακοποιού, ώστε να λειτουργήσει φαρμακείο στη .... Λακωνίας, το οποίο θα εκμεταλλευόταν ο ίδιος μαζί με την δεύτερη κατηγορουμένη και σύζυγό του, η οποία ήδη λειτουργούσε ως φαρμακοποιός -ατομική επιχείρηση φαρμακείου στην περιοχή ..... Αττικής. Έτσι μεταξύ του εγκαλούντα Ψ1 και του πρώτου κατηγορουμένου καταρτίσθηκε σχετική σύμβαση και συμφωνήθηκε ο εγκαλών να παίρνει κάθε μήνα ένα συγκεκριμένο ποσόν που για τα έτη 2002-2003 ανερχόταν στο ποσό των 300.000 δραχμών και ο πρώτος κατηγορούμενος θα λειτουργούσε το φαρμακείο με αποκλειστικά δικές του δαπάνες, προσλαμβάνοντας ο ίδιος το προσωπικό και αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις της εμπορικής αυτής δραστηριότητας. Το φαρμακείο λειτούργησε με τους ανωτέρω όρους και ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ιδρύσει στο μεταξύ και μια Ε.Π.Ε. με την επωνυμία "......... Ε.Π.Ε." με αντικείμενο εκτός των άλλων τη λειτουργία και εκμετάλλευση φαρμακείων σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επικράτειας. Για τις ανάγκες της ανωτέρω δραστηριότητάς του ο πρώτος κατηγορούμενος διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό της στην Τράπεζα "ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ", όπως και η δεύτερη κατηγορουμένη προσωπικό λογαριασμό στην ίδια Τράπεζα, από τους λογαριασμούς δε αυτούς είχαν ο καθένας χωριστά αυτοτελές δικαίωμα έκδοσης επιταγών. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα και ο πρώτος κατηγορούμενος είχε εξασφαλίσει ένα εμφανή εταίρο που είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία δηλαδή τον εγκαλούντα στην επιχείρηση του φαρμακείου στη ..... Λακωνίας προέβηκε στο όνομα του φαρμακείου στην αγορά ασυνήθιστα μεγάλων ποσοτήτων φαρμάκων από διάφορες εταιρείες και συνεταιρισμούς τις οποίες (ποσότητες φαρμάκων) στη συνέχεια μεταπώλησε, σε τιμές χονδρικής σε διάφορα φαρμακεία ενσωματώνοντας στην περιουσία του τις εισπράξεις από τις εν λόγω πωλήσεις, στις οποίες εμφάνιζε ως αγοραστή στους διάφορους προμηθευτές και έτσι οφειλέτη, τον εγκαλούντα. Ειδικότερα, τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του (δεύτερη κατηγορουμένη) εξέδωσαν επιταγές από τα ανωτέρω μπλοκ επιταγών σε διαταγή του εγκαλούντα και στη θέση του πρώτου οπισθογράφου ο πρώτος κατηγορούμενος σε όλες τις επιταγές, συνολικά δεκαπέντε (15) έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι έχει τεθεί απ' αυτόν, εξαπατώντας έτσι τους προμηθευτές στους οποίους παρέδωσε τις εν λόγω επιταγές ότι το πρόσωπο που συναλλάσονταν ήταν ο εγκαλών, του οποίου ζημιώθηκε η περιουσία κατά το συνολικό ποσό των επιταγών που ανέρχεται στο ποσό των 175.358,02 ευρώ με αντίστοιχο δικό του παράνομο όφελος και της συγκατηγορουμένης του η οποία παρέσχε οποιαδήποτε συνδρομή στις πράξεις του, δηλαδή της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και της απάτης κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, αφού εξέδωσε από το δικό της μπλοκ και παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της έξι (6) από τις εν λόγω επιταγές συνολικού ποσού 108.005,48 ευρώ, τελώντας εν γνώσει ότι ουδέποτε τις εν λόγω επιταγές τις είχε αποδεχθεί ο εγκαλών. Ειδικότερα, οι επιταγές που εξέδωσαν οι δύο κατηγορούμενοι και στη συνέχεια πλαστογραφήθηκαν ως ανωτέρω από τον πρώτο κατηγορούμενο στη θέση του πρώτου οπισθογράφου είναι οι ακόλουθες: 1.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-1-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.362,51€ εκδότης: επιχειρήσεις ........ μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον ..... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών .....).
2.- Αριθμ.επιταγής: ......., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-2-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 10.000€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον ..... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών ........). 3.- Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 20-3-2003 Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 10.000€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στον ...... (Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών .......), 4.- Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 8-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.243,4€ εκδότης: επιχειρήσεις ....... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΡΗΑRΜΑGROUP Α.Ε.. 5.- Αριθμ.επιταγής: ...., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-1-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 3.916,346€ εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία PHARMAGROUP Α.Ε.. 6.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-2-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 5.480,78€ εκδότης: επιχειρήσεις ....... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΡΗΑRMAGROUP Α.Ε..
7.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 30-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.536,90€ εκδότης: επιχειρήσεις ....... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΒΟΕΗRINGER INGELHEIM ΕΛΛΑΣ Α.Ε.. 8.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 7-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 8.836,62€, εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΒΟΕΗRINGER ΙΝGΕLΗΕΙΜ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.. 9.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 10-3-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 12.812,61€, εκδότης: επιχειρήσεις ...... μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε..
10.- Αριθμ.επιταγής: ....., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 16-11-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 49.069,84€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β.Ε..) 11.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 22-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 9.772,85€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE Α.Ε.Β, Ε.
12.- Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης; 29-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 4.531,04€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία GLAXO SMITH KLINE A.Ε.Β.Ε.. 13.- Αριθμ.επιταγής: ......., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 19-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 16.245,68€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΑLLEΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε..
14.- Αριθμ.επιταγής: ...., τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 11-3-2003, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 20957,17€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΡΗΑRΜΑGROUP Α.Ε..
15) Αριθμ.επιταγής: ......, τόπος έκδοσης: Αθήνα, χρόνος έκδοσης: 2-12-2002, Πληρώτρια Τράπεζα: ALPHA BANK, ποσό: 7.428,90€, εκδότης: Φαρμακείο Χ1 μεταβίβαση από τον φερόμενο λήπτη στην εταιρία με την επωνυμία ΡΗΑRΜΑGROUP Α.Ε..
Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις πράξεις των και διατείνονται, ότι οι επίδικες επιταγές αφορούσαν υποχρεώσεις του φαρμακείου στη ..... Λακωνίας που ήταν στο όνομα του εγκαλούντα και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε τη ρητή συναίνεση του εγκαλούντα προκειμένου να θέσει την υπογραφή του στις επιταγές στη θέση του πρώτου οπισθογράφου, πλην όμως ο ισχυρισμός τους αυτός δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα αξιόπιστο στοιχείο της δικογραφίας. Αντίθετα, το γεγονός ότι οι εν λόγω επιταγές αφορούν αγορές φαρμάκων όπως προεκτέθηκε ασυνήθιστα μεγάλων ποσοτήτων, ήτοι αξίας 175.358,02 ευρώ και καλύπτουν, όπως προκύπτει από τις επιταγές, χρονικό διάστημα ενός τριμήνου περίπου (Νοέμβριος 2002 έως Μάρτιος 2003) είναι φανερό ότι αφορούν αγορές φαρμάκων που εξυπηρετούσαν την ανωτέρω Ε.Π.Ε., χρέη της οποίας μετέθεσαν έτσι στην περιουσία του εγκαλούντα αφού οι επιταγές, ουδέποτε πληρώθηκαν και οι κομιστές στράφηκαν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους σε βάρος του εγκαλούντα. Περαιτέρω και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι οι πράξεις φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος αφού πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα και κάθε μια χωριστά δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ θα πρέπει ν' απορριφθεί αφού κατ' άρθρο 98 παρ.2 Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.11 Ν.2721/99 η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Επισημαίνεται ότι το συνολικό ποσό που ζημιώθηκε ο εγκαλών ανέρχεται στο ύψος των 175.358,02 ευρώ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και βλάβη που επήλθε συνολικά στην περιουσία του εγκαλούντα αφού και μόνο οι επιταγές που εξέδωσε η δεύτερη κατηγορουμένη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 108.005,48 ευρώ...".
Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και απέρριψε τις εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον μεν αναιρεσείοντα Χ2, ως φυσικό αυτουργό, στην δε αναιρεσείουσα Χ1 ως απλή συνεργό, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1,3, 386 παρ.1,3 και 47 του Π.Κ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Η αιτίαση που αποδίδεται στο βούλευμα και από τους δύο αναιρεσείοντες ότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτό πραγματικά περιστατικά διακεκριμένα για καθένα των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης που να δικαιολογούν την κρίση του συμβουλίου περί αληθούς πραγματικής συρροής μεταξύ των άνω εγκλημάτων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Δέχεται το βούλευμα ότι η πράξη της πλαστογραφίας συνίσταται στην εν αγνοία του εγκαλούντος θέση της υπογραφής αυτού στη θέση του οπισθογράφου των αναφερομένων επιταγών εκδόσεως των αναιρεσειόντων, το γεγονός δε αυτό είναι διάφορο της παραπλάνησης τρίτων, συνισταμένης στην, μετά την πλαστογράφηση των επιταγών, μεταβίβαση αυτών σε προμηθευτές φαρμάκων από τους οποίους ο πρώτος αναιρεσείων αγόρασε εμπορεύματα ίσης αξίας με το ποσό των επιταγών, από δε την πράξη του αυτή ωφελήθηκε αυτός με αντίστοιχη ισόποση ζημία του εγκαλούντος. Τέλος, και η αιτίαση της αναιρεσείουσας Χ1 για έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος, συνισταμένης στη μη αναφορά πραγματικών περιστατικών τα οποία θεμελιώνουν απλή συνέργεια αυτής στις πράξεις του συζύγου της και δικαιολογούν την παραπομπή της, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού το συμβούλιο δέχεται ότι και αυτή εξέδωσε εις διαταγή του πολιτικώς ενάγοντος έξι (6) από τις δέκα πέντε (15) επιταγές τις οποίες εν συνεχεία παρέδωσε στον σύζυγό της και εκείνος πλαστογράφησε κατά τα ανωτέρω, εξέδωσε δε τις επιταγές αυτές εν γνώσει της ότι ουδεμία συναλλαγή είχε με τον μηνυτή ώστε να δικαιολογείται η απ' αυτήν έκδοση σε διαταγή του, υπ' αυτήν δε την έννοια, την ανυπαρξία δηλαδή οφειλής της, αδοκίμως διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι ο μηνυτής δεν είχε αποδεχθεί τις επιταγές.
Συνεπώς, οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 134/16-11-2006 αίτηση της Χ1 και την υπ' αριθμ.135/16-11-2006 αίτηση του Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 699/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2008.



Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή