Αριθμός 1022/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, στις 31 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας-καλούσας: Ε. Φ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο.
Της αναιρεσιβλήτου-καθ' ης η κλήση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσενέ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-5-2001 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 689/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 445/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 1-12-2007 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 1399/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με την από 7-8-2009 κλήση της αναιρεσείουσας.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευφημία Λαμπροπούλου ανέγνωσε την από 30-4-2009 έκθεση του ήδη προαχθέντος σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Αρεοπαγίτη Χαραλάμπους Ζώη, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως και την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας-καλούσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου-καθ' ης η κλήση την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το ν.δ.1059/1971 "περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων", όπως αυτό ίσχυε στις 26-4-2001, οπότε επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, διαλάμβανε τα εξής: "Οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι απόρρητες. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, των σχετικών με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της εφαρμογής των νομισματικών, πιστωτικών και συναλλαγματικών κανόνων. Εξαιρετικά, επιτρέπεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου ύστερα από ενέργεια του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. στην περίπτωση που προσκομίζεται προσωπική επιταγή ποσού άνω του 1.000.000 δραχμών, για εξόφληση χρεών προς το Δημόσιο, οπότε και δίδεται πρόβλεψη και δέσμευση του ποσού υπέρ της Δ.Ο.Υ." (άρθρο 1), "Διοικηταί, μέλη διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι τραπεζών, οίτινες ως εκ των καθηκόντων των λαμβάνουν γνώσιν των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ' οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε περί αυτών πληροφορίαν, τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών. Η συναίνεσις ή έγκρισις του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου, ουδαμώς αναιρεί τον αξιόποινον χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται για τη Διοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νομισματικών, πιστωτικών ή συναλλαγματικών κανόνων" (άρθρο 2 παρ.1), "Τα εν παραγράφω 1 αναφερόμενα πρόσωπα, καλούμενα ως μάρτυρες εν πολιτική ή ποινική δίκη, ουδέποτε εξετάζονται περί των απορρήτων καταθέσεων και συναινούντος έτι του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου", και "εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Eλλάδα, μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμόδιου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος" (άρθρο 3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 παρ.1 ν.1868/1989). Στην έννοια των καταθέσεων εμπίπτουν οι χρηματικές καταθέσεις σε δραχμές ή συνάλλαγμα, ελεύθερες ή δεσμευμένες, όψεως, προθεσμιακές ή σε τρεχούμενο λογαριασμό, καθώς και οι καταθέσεις υπέρ διαφόρων εξαγωγέων από επιστροφές ή χρηματικές επιδοτήσεις (πριμ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, που καθιερώνουν το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες, δεν προκύπτει ότι θεσπίσθηκε και το ακατάσχετο των αντιστοίχων από τις καταθέσεις αυτές απαιτήσεων, γιατί οι διατάξεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνο στο απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή μη κατασχέσεώς τους. Με την κατάσχεση ενασκείται δικαίωμα, για την ικανοποίησή του δε πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόμενη στον Κ.Πολ.Δ. διαδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και η δήλωση του τρίτου (της τράπεζας) σχετικά με την ύπαρξη της απαιτήσεως. Η δήλωση αυτή αποτελεί συνεπώς δικονομική υποχρέωση της τράπεζας, απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα ματαιωνόταν. Απόρρητο άρα δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της καταθέσεως, διότι το δικαίωμα αυτό κατισχύει. Αντίθετη ερμηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν θα προσέκρουε άλλωστε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας. Διότι σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, μορφή της οποίας αποτελεί και η κατάσχεση στα χέρια τρίτου για την ικανοποίηση απαιτήσεως, χωρίς δε τη δήλωση της τράπεζας ως τρίτης και χωρίς τη δυνατότητα να ασκηθεί κατά της (ρητής ή σιωπηρής) αρνητικής δηλώσεώς της η ανακοπή του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ., η μορφή αυτή έννομης προστασίας θα απέβαινε ανέφικτη. ’ρα δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό ο νομοθέτης να αποκλείει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ανακόπτοντος λόγω του τραπεζικού απορρήτου των καταθέσεων. Κατ' ακολουθίαν οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ.1059/1971 δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ούτε απαγορεύουν την εκ μέρους της τράπεζας δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 985 παρ.1, 2 Κ.Πολ.Δ. περί του αν υπάρχει η απαίτηση από χρηματική στην τράπεζα κατάθεση η οποία έγινε αντικείμενο κατασχέσεως, η δε τυχόν δήλωση της τράπεζας περί της υπάρξεως της καταθέσεως δεν είναι άκυρη. Τυχόν άρνηση της τράπεζας να προβεί στη δήλωση αυτή ή παράλειψη δηλώσεως εκ μέρους της εντός της οριζόμενης οκταήμερης προθεσμίας, θεωρούμενη ως αρνητική της υπάρξεως της καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 986 Κ.Πολ.Δ., που προϋποθέτει δήλωση κατά το προηγούμενο άρθρο 985 (Ολ.Α.Π.19/2001). Ήδη δε με το άρθρο 24 ν.2915/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από τις 29-5-2001, θεσπίστηκε ρητά ότι: "Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικό ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα ’υλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή". Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της από 21-5-2001 ανακοπής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι με αυτήν η ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι με την 2845/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της επιτράπηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Διεθνές Δίκτυο Διακοπών Ανώνυμος Εταιρεία Ξενοδοχειακών και Τουριστικών Επιχειρήσεων και Μάρκετινγκ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "Δίκτυο Hotels Travel και Μάρκετινγκ Α.Ε." που βρίσκεται στα χέρια της ή στα χέρια τρίτων, καθώς και κάθε απαιτήσεώς της έναντι τρίτων, προκειμένου να εξασφαλισθεί απαίτηση αυτής (της αναιρεσείουσας) ποσού 23.477,62 ευρώ, η οποία προερχόταν από δεδουλευμένους μισθούς οφειλομένους σ' αυτήν εξαιτίας συμβάσεως εργασίας μεταξύ αυτής και της ανωτέρω εταιρείας. Ότι με βάση την πιο πάνω απόφαση, στις 26-4-2001 επέβαλε συντηρητική κατάσχεση, στα χέρια της καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσιβλήτου τραπεζικής εταιρείας ως τρίτης, της χρηματικής καταθέσεως που η πιο πάνω οφειλέτρια τηρούσε στην αναιρεσίβλητη, η οποία όμως, επικαλούμενη τις περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων διατάξεις του ν.δ.1059/1971, αρνήθηκε να προβεί σε σχετική δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 985 Κ.Πολ.Δ. Ζήτησε δε να ακυρωθεί η (εξομοιούμενη με αρνητική δήλωση) παράλειψη της αναιρεσιβλήτου να δηλώσει αν έχει στα χέρια της την κατασχεθείσα χρηματική κατάθεση. Το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει την ανακοπή ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι με βάση τις διατάξεις του ν.δ.1059/1971 η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται να προβεί σε δήλωση κατά το άρθρο 985 Κ.Πολ.Δ. Έτσι που έκρινε το εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 ν.δ.1059/ 1971 σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη, και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α Κ.Πολ.Δ. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός μόνος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 445/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιουνίου 2011.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ