Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1450 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος ως προς την έκθεση των αποδείξεων. Αναίρεση βουλεύματος, Συμβουλίου Εφετών, το οποίο με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για κακουργηματική υπεξαίρεση, χωρίς να προσδιορίζονται στην Εισαγγελική πρόταση, ούτε στο προσβαλλόμενο βούλευμα το είδος των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες), που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο απόρριψη χωρίς πρόταση Εισαγγελέα. Απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 484 παρ. 1 περ. α, 171 παρ. 1 περ. δ, 309 παρ. 2 ΚΠΔ, άρθρα 20 Συντάγματος και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ). Εξέταση αυτεπαγγέλτως. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1450/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα -ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4 , περί αναιρέσεως του με αριθμό 87/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2007 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1862/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 91/15.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 2/19-10-07 (ενώπιον της Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου) αίτηση αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4)Χ4 κατά του υπ'αρ. 87/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τ'ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το υπ'αρ. 217/2003 βούλευμά του παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου όπως δικασθούν για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας το οποίο είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους με την ιδιότητά τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας (αρ. 45, 375 παρ. 2-1 του Π.Κ.). Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση και αρχικά εξεδόθη το υπ'αρ. 48/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου με το οποίο διετάχθη η διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, μετά το πέρας της οποίας με το υπ'αρ. 87/2007 βούλευμά του το ίδιο συμβούλιο αφού επαναδιατύπωσε την κατηγορία, απέρριψε την έφεση των κατηγορουμένων, επεκύρωσε το εκκληθέν και απέρριψε το αίτημα των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του συμβουλίου.Το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου επεδόθη εις τους κατηγορούμενους την 10-10-2007 (βλ. αποδεικτικά) και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 19-10-2007 ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και συνεπώς είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (473 παρ. 1, 474 παρ. 1 ΚΠΔ) είναι και παραδεκτή αφού περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως (αρ. 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) στρεφομένη κατά βουλεύματος που παραπέμπει τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 482 παρ. 12 ΚΠΔ).
ΙΙ) Προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως: α) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 375 παρ. 1-2 ΠΚ) διότι: ως εκπρόσωποι της εταιρείας ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ ΤWE AE που ασχολείται και με πρακτόρευση πλοίων, διοργάνωση εκδρομών κλπ δεν είχαν την ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, επειδή στην εταιρεία τους είχε απλώς ανατεθεί από την εγκαλούσα κοινοπραξία η κεντρική πρακτόρευση των πλοίων που ανήκουν στην ιδιοκτησία της χωρίς δικαίωμα διαχειρίσεως. Με το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό πρακτορεύσεως με την εγκαλούσα οριοθετήθηκαν και εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες της εταιρείας τους, οι οποίες αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις υλικές πράξεις.
α) Της εκδόσεως εισιτηρίων για επιβάτες και οχήματα β) της εκδόσεως φορτοαποδείξεων στα συνήθη έργα του Πράκτορα, όμως γίνεται δεκτό νομολογιακά ότι ο διαχειριστής δεν ενεργεί απλά υλικές αλλά κυρίως νομικές πράξεις και μάλιστα με εξουσία αντιπροσωπεύσεως.
Συνεπώς η εταιρεία τους είχε απλά την ιδιότητα του απλού αντιπροσώπου (εντολοδόχου κατά το αρ. 713 Α.Κ.) της εγκαλούσας κοινοπραξίας και δεν ασκούσε πράξεις διαχειριστικές, αφού δεν είχε την δυνατότητα διακινδυνεύσεως των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι για την θεμελίωση της υπεξαιρέσεως απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, όπως εξέθεσαν εξαντλητικά με τα υπομνήματά τους η θέση τους είναι ότι κανένα απολύτως ποσό δεν οφείλει η Α.Ε. στην εγκαλούσα κοινοπραξία μέχρι και την ημέρα διακοπής της συνεργασίας τους (4-7-2001). Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσκόμισαν στις 6-2-2003 στον Ανακριτή Ρόδου σειρά ολόκληρη από σημαντικά έγγραφα μεταξύ των οποίων η από ..... επιστολή βεβαίωση της εγκαλούσας κοινοπραξίας προς την 2η των κατηγορουμένων, σύμφωνα με την οποία "μετά την τακτοποίηση των ταμειακών εκκρεμοτήτων μεταξύ τους η εταιρεία της ανέθετε και πάλι την κεντρική πρακτόρευση του πλοίου της Δ1". Το έγγραφο αυτό ουδόλως αξιολογήθηκε, ούτε καν ελήφθη υπόψη από το βαλλόμενο βούλευμα, το οποίο όφειλε να αιτιολογήσει με ποιές σκέψεις κατέληξε ότι δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα το οφειλόμενο ποσό των 67.630.516 δρχ. Εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων των αρ. 98, 375 παρ. 2 Π.Κ., διότι γ) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπονται όπως δικασθούν ότι στις 4-7-2001 κατά συναυτουργία το πιο πάνω συνολικό ποσό που περιήλθε σ'αυτούς ως εντολοδόχους και διαχειριστές και το οποίο είχαν υποχρέωση να αποδίδουν στην εγκαλούσα κοινοπραξία σε τακτά χρονικά διαστήματα 30 ημερών για τα έτη 1999, 2000 και 2001 εκδήλωσαν την βούλησή τους για ιδιοποίηση δια της κοινοποιήσεως στην εγκαλούσα στις 16-7-2001 εξωδίκου-δηλώσεως-απαντήσεως με την οποία αρνήθηκαν την απόδοση του παραπάνω αιτουμένου από την κοινοπραξία ποσού.Το βούλευμα κατά τρόπο αντιφατικό και αόριστο δεν αναφέρει τα ποσά και τις συγκεκριμένες ημερομηνίες των ετών 1999, 2000 και 2001 στις οποίες δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα παρά την συμβατική υποχρέωσή τους τα αντίστοιχα ποσά. Επίσης δεν αναφέρει χωριστά το ύψος των οφειλομένων κονδυλίων των μηνιαίων αποδόσεων πριν και μετά την ισχύ του Ν. 271/99 αφού σύμφωνα με το τότε νομικό καθεστώς η κάθε πράξη της υπεξαιρέσεως είχε αυτοτέλεια και χωριστή παραγραφή. Αντίθετα το βούλευμα κατά τρόπο μη νόμιμο αναφέρεται γενικά (χωρίς εξειδίκευση) για άγνωστα ποσά που θα έπρεπε να αποδοθούν στην εγκαλούσα το έτος 1999 και δεν αποδόθηκαν από την εταιρεία τους.IV) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005).
Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). β)Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5, 07). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β.Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).

ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρου 375 §§1 και 2α Π.Κ., όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 §3α Ν. 2721/99 και η παρ. 2 αντικ. με αρ. 1 §9 Ν.2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα, και ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64), γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) δ) παράνομη ιδιοποίηση από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772). ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, μεταξύ των οποίων του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ιδιότητα του διαχειριστή υπάρχει, όταν αυτός ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση· επιπλέον το υπεξαιρεθέν να περιήλθε στην κατοχή του δράστη λόγω της ιδιότητάς του (Α.Π. 289/2001 Π.Χρ. ΝΑ/334, Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΑ/972). Ως διαχειριστής είναι και ο εν τοις πράγμασι (de facto) έχων την διαχείριση (Α.Π. 46/98 Π.Χρ. ΜΗ/758). Εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των αρ. 713 επ. Α.Κ., δηλαδή, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαιρέσεως να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (Α.Π. 1258/98 Π.Χρ. ΜΘ/691). Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΒ/334). Τέλος κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου: Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 375 σελ. 1016 παρ. 19 εδαφίου, Γάφος Ειδικό μέρος Τεύχος ΣΤ σελ. 57 επομ.). Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο εκδίδων εισιτήρια πλοίων ή αεροπορικά πράκτορας, ο οποίος παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ναύλα, που εισπράττει για λογαριασμό ναυτιλιακής ή αεροπορικής εταιρείας με την οποία έχει καταρτίσει σύμβαση πρακτορείας, διότι ο κατά τα ανωτέρω πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ναυτικής ή αεροπορικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της (Συμβ. Α.Π. 122/2006 Π.Δ/σύνη 2006/810 ως εντολοδόχο και Α.Π. 542/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1079 ως διαχειριστής. Το κατ'εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257).
Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99 (και ισχύει από 3-6-99). Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση εδέχθη ότι: Με το υπ' αριθμ. 48/04 βούλευμα του Συμβουλίου σας διατάχθηκε διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου, αφού τεθούν υπ' όψη του πραγματογνώμονα οι λογιστικές καταστάσεις, τα λογιστικά στοιχεία και κάθε άλλο επικαλούμενο από τους διαδίκους (G.A. Ferries -ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε.) κρίσιμο έγγραφο να προβεί στην οικονομική αποτίμηση των εργασιών της εταιρείας των κατηγορουμένων σε σχέση με την πρακτόρευση των πλοίων της εγκαλούσας κοινοπραξίας και να αποφανθεί αν υπάρχει ή όχι απαίτηση της εγκαλούσας κοινοπραξίας προσδιορίζοντας, στην περίπτωση που υπάρχει και το ύψος αυτής καθώς και β) η διεξαγωγή κάθε άλλης ενέργειας που ο ανακριτής ήθελε κρίνει αναγκαία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Σε εκτέλεση του ως άνω διατακτικού ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 9/06 διάταξη του Ανακριτή του Β' Τακτικού Τμήματος ως πραγματογνώμων ο Γ1 - Οικονομολόγος Α' Τάξης, αρ αδείας ...., κάτοικος .....- ..... Ρόδος, ο οποίος διενήργησε τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσε στον ίδιο ως άνω ανακριτή την από ..... έκθεση πραγματογνωμοσύνης για την περίοδο 1999-2001. Καθώς αναφέρει στην ως άνω έκθεση του ο προαναφερόμενος πραγματογνώμων εστίασε την ερευνά του στα συγκεκριμένα σημεία που διαφωνεί η πλευρά Χ1,Χ2,Χ3,Χ4 με την G.A. Ferries, που συνολικά συνοψίζονται στις παρακάτω 11 διαφορές 1.
Διαφορά στο υπόλοιπο της 31-12-1999 ύψους 27.452.361 δρχ.
2.
Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2000 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 12.365.814 δρχ· 3.
Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2001 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 3.008.225 δρχ· 4.
Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2000 ύψους 14.204.214 δρχ.
5.
Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δρχ.
6.
Αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 ύψους (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) 3.822.361 δρχ 7.
Διαφορά προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δρχ.
8.
Άκυρα και αντικατασταθέντα εισιτήρια ύψους 6.990.172 δρχ.
9.
Υπόλοιπο Πρακτορείου Κ1 ύψους 534.224 δρχ.
10.
Υπόλοιπο μεταφορικών εταιρειών ύψους 19.841.278 δρχ 11.
Λιμενικά τέλη Μαΐου 2001 ύψους 1.409.914 δρχ.
12.
Σύνολο 94.368.969 δρχ.
Φυσικά έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με την με αρ.κατάθεσης 654/01 αγωγή της "Κοινοπραξίας G.A. Ferries" ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου το ύψος της οφειλής της εναγομένης προς την Κοινοπραξία στις 2-11-2000 ανέρχεται σε 72.521.780 δρχ. Με βάση τον παραπάνω πίνακα η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. διεκδικεί την μείωση του κατά το παραπάνω ποσό των 94.368.969δρχ. με αποτέλεσμα αντί για οφειλή να προκύπτει απαίτηση ύψους 21.847.189δρχ.Όσον αφορά το υπ' αριθμ. 1° θέμα, δηλαδή τη διαφορά υπολοίπου την 31-12-1999 ύψους 27.452.361δρχ. που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά μεταξύ τους στο υπόλοιπο της 31-12-1999, και αφορούσε στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (Εσόδων Προμήθειας Χ1,Χ2,Χ3,Χ4) No .... εκ δρχ. 3.451.465 και No ..... εκ δρχ. 24.000.285, που σύμφωνα με την ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ έχουν χρεωθεί στην καρτέλα της από την G. A. Ferries A.E. αντί να πιστωθούν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ετίθετο θέμα διεκδίκησης του ποσού των 27.452.361δρχ., διότι είχε πιστωθεί στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. που τηρεί η G.A. Ferries και δεν έχει χρεωθεί. Η ως άνω διαφορά όμως καθώς διαπιστώθηκε οφείλετο σε απόδειξη πληρωμής έκδοσης Χ4 συνολικής αξίας 26.806.512δρχ. και όχι στη χρέωση των ως άνω δύο τιμολογίων και συνεπώς η μεταξύ των αντιδίκων διαφορά είναι 27.452.361-26.806.512=ποσό 645.849 δρχ.Όσον αφορά το υπ' αριθμ. 2° θέμα, δηλαδή των χρεώσεων (πληρωμών) που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα της G.A. Ferries ύψους 12.365.814 δραχμών που η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ ισχυρίζεται ότι πρόκειται για πληρωμές που η ίδια πραγματοποίησε το έτος 2000. Ο ως άνω πραγματογνώμων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. του υπό διεκδίκηση ποσού των 12.365.814δρχ. διότι: α) ποσό ύψους 10.914.542 έχει ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της β) ποσό ύψους 1.150.072δρχ. δεν μπορεί να εκπέσει νόμιμα από τα έξοδα της και γ) ποσό ύψους 301.200δρχ. δεν μπορεί, λόγω μη προσκόμισης των αναγκαίων παραστατικών να διασταυρωθεί.Όσον αφορά το 3° θέμα, δηλαδή των χρεώσεων (πληρωμών) που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα της G.A. Ferries ύψους 3.008.225δρχ., που κατά την ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. πρόκειται για πληρωμές που η ίδια πραγματοποίησε το 2001, πλην όμως δεν πιστώθηκαν στην καρτέλα της G.A. Ferries Α.Ε. ο λογιστικός έλεγχος και η διασταύρωση έδειξαν ότι: 1) ποσό ύψους 2.835.955δρχ. έχει ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. 2) ποσό ύψους 91.500δρχ. δεν δικαιούται να το απαιτήσει και 3) το υπόλοιπο ποσό των 80.000δρχ. δικαιούται να το διεκδικήσει αφού έχει προσκομίσει τα νόμιμα παραστατικά. Σημειωτέον ότι και η G.A. Ferries αναγνωρίζει και αποδέχεται τις παραπάνω χρεώσεις.Όσον αφορά το 4° θέμα, δηλαδή τις επιστρεφόμενες επιταγές ύψους 14.204.214δρχ. έτους 2000, πρόκειται για 12 επιταγές που από τον έλεγχο προέκυψε ότι πράγματι έχουν πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και ότι από το συνολικό ποσό των 14.204.214δρχ. μόνο το ποσό των 164.759δρχ. δικαιούται η ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. να διεκδικήσει, καθ' όσον το υπόλοιπο ποσό έχει κανονικά πιστωθεί στην καρτέλα της. Όσον αφορά το 5° θέμα, δηλαδή τις επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δραχμών, πρόκειται για δύο επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δραχμών, που είχαν εκδοθεί σε διαταγή της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και στη συνέχεια οπισθογραφήθησαν και διαβιβάστηκαν στην G. A. Ferries, πλην όμως βρέθηκαν ακάλυπτες και επεστράφησαν στην ΤΕΝΕ ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και χρεώθηκε η καρτέλα τους, ώστε να φαίνεται η απαίτηση.
Συνεπώς, επ' αυτού δεν τίθεται θέμα απαίτησης της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. στο υπό διεκδίκηση ποσό των 1.080.475 δραχμών από την G. A. Ferries, αφού αυτό έχει ορθώς χρεωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Όσον αφορά το 6° θέμα, δηλαδή τα αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) ύψους 3.822.361δρχ., που πρόκειται για εισιτήρια που χρεώθησαν στην ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, δεν μπόρεσε να ελεγχθεί αν όντως τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθώς έγινε η χρέωση του ποσού των 3.822.361 δρχ. στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από την G. A. Ferries. Όσον αφορά το 7° θέμα, δηλαδή της διαφοράς προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δραχμών, προέκυψε ότι η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. δικαιούται να διεκδικήσει το ποσό των 3.670.688 δραχμών (αντί των 3.659.931 δρχ. που η ίδια αρχικά εσφαλμένα εκτίμησε) για την τακτοποίηση των προμηθειών της, έτους 2001, με απαραίτητη προϋπόθεση την έκδοση των αντίστοιχων νόμιμων παραστατικών του Κ.Β.Σ. Σημειωτέον ότι και η G.A. Ferries αναγνωρίζει και αποδέχεται τις παραπάνω χρεώσεις. Όσον αφορά το 8° θέμα, δηλαδή των άκυρων και αντικατασταθέντων εισιτηρίων ετών 2000 και 2001 ύψους 6.990.172 δρχ., που πρόκειται για εισιτήρια που για κάποιον λόγο ακυρώθηκαν και σε αντικατάσταση αυτών εκδόθηκαν νέα, με τα οποία τελικά ταξίδεψαν οι επιβάτες ή και τα οχήματα. Προέκυψε ότι όλα τα εισιτήρια έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε., και ως εκ τούτου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη της συγκεκριμένης απαίτησης από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Όσον αφορά το 9° θέμα, δηλαδή το υπόλοιπο Πρακτορείου Κ1 ύψους 534.224 δραχμών, που πρόκειται για υπόλοιπο λογιστικό που παρουσιάζεται στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τη συνεργασία της με τον υποπράκτορά της κ.Κ1 , αυτό δεν μπόρεσε να διασταυρωθεί ελλείψει στοιχείων. Όσον αφορά το 10° θέμα, δηλαδή τα Υπόλοιπα Μεταφορικών Εταιριών ύψους 19.481.278 δρχαχμών, που πρόκειται για το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων που παρουσιάζονται στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τη συνεργασία της με διάφορα γραφεία μεταφορικών εταιρειών προέκυψε από τον έλεγχο νέο υπόλοιπο μικρότερο του αρχικού ύψους 17.149.148 δρχ. Τέλος, όσον αφορά το 11° θέμα, δηλαδή τα Λιμενικά τέλη μηνός Μαΐου 2001 ύψους 1.409.414 δραχμών που σχετίζεται με απαίτηση λιμενικών τελών μονής Μαΐου 2001, που η πλευρά Χ4 αμφισβητεί την πίστωση του ως άνω ποσού στην καρτέλα της από την G.A. Ferries, από τον έλεγχο προέκυψε ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης του υπό διεκδίκηση ποσού των 1.409.414 δραχμών, αφού αυτό έχει πιστωθεί κανονικά. Επίσης, από τον έλεγχο του ως άνω πραγματογνώμονος σχετικά με το αν από τα εισιτήρια που εξέδωσε η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. υπάρχουν άκυρα ή αντικατασταθέντα και για τα οποία η G.A. Ferries Α.Ε. δεν έχει απαίτηση είσπραξης ανάλογου ποσού, διαπιστώθηκε "ότι οι ισχυρισμοί της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. περί παράδοσης άκυρων εισιτηρίων προς την G.A. Ferries Α.Ε. δεν κατέστη δυνατόν να επαληθευτούν λόγω έλλειψης πρωτοκόλλου παραλαβής -παράδοσης προς διασταύρωση του ισχυρισμού. Εξάλλου, όσον αφορά το ερώτημα αν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η G.A. Ferries Α.Ε. είχε εισπράξει χρηματικά ποσά για οφειλές από επιχειρήσεις μεταφορών και πρακτορεία γενικού τουρισμού απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τα πωληθέντα επί πιστώσει από την τελευταία εισιτήρια, κατόπιν εντολής της G.A. Ferries Α.Ε. ο έλεγχος κατέληξε ότι οι τρεις εκ των 27 επιχειρήσεων που απάντησαν διαβεβαίωσαν εγγράφως ότι δεν πραγματοποίησαν απευθείας πληρωμές στην G.A. Ferries A.E., ενώ οι υπόλοιπες 24 αρνήθηκαν να απαντήσουν ή πτώχευσαν ή εις αγνώστου διαμονής. Ο έλεγχος επίσης κατέδειξε ότι παρόλο που η συνεργασία των αντιδίκων εταιρειών με βάση το καταστατικό διεκόπη στις 7-4-2000 στην πραγματικότητα συνεχίστηκε μέχρι την 3-7-2001 οπότε και ανακλήθηκε από την G.A. Ferries Α.Ε. ο κωδικός του πρακτορείου της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Τέλος, όσον αφορά την κρουαζιέρα από ... προς ..... που πραγματοποιήθηκε το Πάσχα 2001 με το Δ2 προέκυψε από τον έλεγχο ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης κανενός ποσού από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. για την κρουαζιέρα αυτή. Με βάση δε τα λογιστικά βιβλία της G.A. Ferries A.E. η τελευταία ημερομηνία συναλλαγής της φέρεται η 31-12-2001. Το τελικό συμπέρασμα του ελέγχου είναι ότι η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. είναι υπόχρεη προς απόδοση του συνολικού ποσού των 67.630.516 δραχμών που αναλύεται ως εξής: Υπόλοιπο G.A. Ferries A.E. 31-12-2001=72.196.612 δρχ.
Μείον διαφορά θέμα 1


645.849 δρχ.
Μείον διαφορά θέμα 3 (Χ Σ.216)

65.800 δρχ.
Μείον διαφορά θέμα 3(Χ Σ222)

15.000 δρχ.
Μείον διαφορά θέμα 4


164.759 δρχ.
Μείον διαφορά θέμα 7


3.670.688 δρχ.
Νέο Υπόλοιπο 31-12-2001

67.630.516δρχ.
Από τη συνεκτίμηση των εκτιθεμένων στην υπ' αριθμ. 1/04 εισαγγελική πρόταση μας πριν το Συμβούλιο σας σε συνδυασμό και με τα προκύψαντα, όπως προεκτίθενται από τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη πραγματικά περιστατικά, συνάγεται ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά σε βάρος τους το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ύψους 67.630.516δρχ., που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους με την ιδιότητα τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας, αφού αυτοί (οι κατηγορούμενοι) ως πράκτορες είχαν επιφορτισθεί με σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων για λογαριασμό του μεταφορέα και υποχρεούντο να αποδώσουν σ' αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο αφαιρώντας τη σχετική προμήθεια και ως εκ τούτου ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα (κοινοπραξία) και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέα (κοινοπραξία) με εξουσία αντιπροσώπευσης, καθόσον είχαν τη δυνατότητα διάθεσης εισιτηρίων της εγκαλούσης σε άλλους υποπράκτορες στο νησί της Ρόδου και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της (ΑΠ 176/02 Ποιν.Λογ.2002/75, 1982/01 Ποιν.Λογ. 2001,2433, Πλημ. Ρόδου Συμβ. 77/99 ΠΧρ. 96,1064).Κατά συνέπεια ορθώς εκρίθησαν από το εκκαλούμενο βούλευμα ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων για την ως άνω πράξη στις νομικές και ουσιαστικές σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά και προς αντίκρουση των επικαλουμένων στην κρινόμενη έφεση ισχυρισμών των εκκαλούντων αναφερόμεθα. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ. 12/03 έφεση τους και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αναδιατυπωμένης όμως της κατηγορίας λόγω του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό είναι διαφορετικό σύμφωνα με την στο διατακτικό της προτάσεως μας αναφερόμενο τρόπο. β) Να επαναδιατυπωθεί η κατηγορία ως εξής:
Παραπέμπει τους 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στη ..... στις 4-7-2001 ενεργώντας από κοινού ιδιοποιήθηκαν με πρόθεση ξένα κινητά πράγματα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τους τα είχαν εμπιστευθεί με την ιδιότητα τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας, ειδικότερα των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. με διακριτικό τίτλο ΚΥΔΩΝ TOURS AND SHIPPING AGENCY, που εδρεύει στη Ρόδο, και συγκεκριμένα ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο Χ1, ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. η Χ2 και ως μέλη του Δ.Σ. οι Χ3 και Χ4, ενώ ανέλαβαν βάση προφορικής συμφωνίας με την εγκαλούσα "Κοινοπραξία G.A. Ferries", η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, την πρακτόρευση για την πόλη της Ρόδου των πλοίων Ε/Γ - Ο/Γ "Δ3", "Δ4", "Δ5", "Δ2", "Δ6" και "Δ1" πλοιοκτήτριες των οποίων ήταν αντίστοιχα οι ναυτικές ανώνυμες εταιρείες που συμμετείχαν στην ως άνω κοινοπραξία "ΙΚΑΡΙΑ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΠΑΡΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΚΑΣΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΣΑΜΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" υποχρεούμενοι σε τακτά χρονικά διαστήματα 30 ημερών να αποδίδουν στην εγκαλούσα κοινοπραξία το σύνολο των οφειλομένων χρηματικών ποσών σύμφωνα με το εκάστοτε λογιστικό δελτίο, ωστόσο καίτοι η εγκαλούσα κοινοπραξία ανακάλεσε στις 4-7-2001 τη συμφωνία πρακτόρευσης των εν λόγω πλοίων και απήτησε από τους κατηγορούμενους να την καταβάλουν το οφειλόμενο για τα έτη 1999, 2000 και 2001 χρηματικό ποσό που ανερχόταν σε 67.630.516 δραχμές, αυτοί ιδιοποιήθηκαν παράνομα από κοινού αυτό το ποσό, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εκ της ιδιότητας τους ως εντολοδόχου της εγκαλούσας και διαχειριστών της περιουσίας αυτής, ενσωματώνοντας το στην περιουσία τους και εκδηλώνοντας τη βούλησή τους να το ιδιοποιηθούν δια της κοινοποιήσεως στην εγκαλούσα στις 16-7-2001 εξώδικου-δηλώσεως-απαντήσεως με την οποία αρνήθηκαν την απόδοση του ως άνω αιτουμένου από την κοινοπραξία ποσού. Δ) Να επιβληθούν σε βάρος κάθε εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του παρόντος τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 220 ευρώ (άρθρο 583§1 ΚΠΔ.) Τέλος το αίτημα εμφάνισης των κατηγορουμένων αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου εφόσον κριθεί ότι ορισμένα σημεία ή έγγραφα χρήζουν διευκρινήσεων πρέπει ν'απορριφθεί (γιατί οι κατηγορούμενοι με το πολυσέλιδο υπόμνημά τους ανέπτυξαν επαρκώς τους ισχυρισμούς τους επί της από ..... έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ1 που διορίστηκε με την 9/06 διάταξη του Ανακριτή Β Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Ρόδου σε εκτέλεση του υπ' αριθμ. 48/04 βουλεύματος του Συμβουλίου και δεν υπάρχουν σημεία να χρήζουν περαιτέρω διευκρινήσεων.V) ως προς τον υπό στοιχ. α' λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι: Οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ως πράκτορες είχαν επιφορτισθεί με σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων για λογαριασμό του μεταφορέα και υποχρεούντο να αποδώσουν σ'αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο, αφού προηγουμένως αφαιρούσαν την σχετική προμήθεια και ως εκ τούτου ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα (κοινοπραξία) και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέως (κοινοπραξίας) με εξουσία αντιπροσωπεύσεως, καθ'όσον είχαν την δυνατότητα διαθέσεως εισιτηρίων της εγκαλούσας σε άλλους υποπράκτορες στο νησί της ..... και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της και συνεπώς δεν υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του αρ. 375 παρ. 1-2 Π.Κ. Ως προς τον γ προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως είναι απορριπτέος, μη υφισταμένης εκ πλαγίου παραβάσεως ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (αρ. 98, 375 παρ. 2 ΠΚ) σχετικά με τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, διότι από το βούλευμα προκύπτει πως ενώ οι αναιρεσείοντες είχαν εισπράξει για λογαριασμό της εγκαλούσας κοινοπραξίας αντίτιμα εισιτηρίων, ναύλων, οχημάτων κατά τα έτη 1999, 2000, 2001 το συνολικό ποσό των 67.630.516 δρχ. και δεν το είχαν αποδώσει όταν η κοινοπραξία απαίτησε την 4-7-2001 όπως της καταβάλουν το ως άνω οφειλόμενο χρηματικό ποσό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών) δεν το απέδωσαν, και μετά ολίγες ημέρες την 16-7-2001 με εξώδικο-δήλωση-απάντησή τους αρνήθηκαν την απόδοση.Δηλαδή, προκύπτει ότι αυτοί εξεδήλωσαν την πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως του άνω ποσού ευθύς μετά την όχληση για απόδοση ήτοι την 4-7-2001.VI) Το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι όμως αναιρετέο για τους ακολούθους λόγους:α) Για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 138 παρ. 2β ΚΠΔ) καθ'όσον τόσο εις την εισαγγελική πρόταση όσο και εις τις σκέψεις του Συμβουλίου, αλλά και εις το υπ'αρ. 48/2004 (ενδιάμεσο) βούλευμα με το οποίο διετάχθη περαιτέρω κυρία ανάκριση και εις το οποίο κάνει αναφορά η εισαγγελική πρόταση του προσβαλλομένου βουλεύματος, δεν αναφέρονται κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα (αρ. 178 ΚΠΔ), μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων (Συμβ. Α.Π. 365/98 Π.Χρ. 1998/984) εκ των οποίων το Συμβούλιο συνήγαγε την κρίση του περί παραπομπής (Συμβ. Α.Π. 1753/2002 Π.Δ/σύνη 350) αυτών στο ακροατήριο. Δηλαδή δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του καταθέσεις μαρτύρων ή έτερα έγγραφα (πλην της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης εις την οποία βασικώς στηρίζεται), τις απολογίες των κατηγορουμένων, δεν προβαίνει σε συσχετισμό και αξιολόγηση των όσων αυτοί εδήλωσαν και επεκαλέσθησαν με συνέπεια να υφίσταται και ευθεία παραβίαση του αρ. 6 παρ. 1+3 της ΕΣΔΑ που σκοπεί στην κατοχύρωση και προστασία των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και είναι βάσιμος ο β' προβαλλόμενος λόγος.β) Επίσης η αιτιολογία είναι ασαφής (ελλιπής) καθ'όσον εις την 5η σελίδα επί του 6ου θέματος της πραγματογνωμοσύνης, δηλαδή για τα αναπόδοτα εισιτήρια του έτους 2001 ύψους 3.822.361 δρχ. που πρόκειται για εισιτήρια που χρεώθηκαν στην ΤΕΝΕ ΣΤ. Ψυλλάκης Α.Ε. με συμπληρωματικό δελτίο, δεν μπόρεσε να ελεγχθεί όντως αν τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθώς έγινε χρέωση του ποσού των 3.822.361 δρχ. στην Καρτέλλα της ΤΕΝΕ Στ. Ψυλλάκης Α.Ε. από την G.A. Ferries, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διευκρινίζει εάν εις το συνολικό φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό των 67.630.516 δρχ. περιλαμβάνεται και αυτό και στην περίπτωση που περιλαμβάνεται δεν εξηγεί από πού προκύπτει ότι το ποσό αυτό των 3.822.361 δρχ. περιλαμβάνεται στο υπεξαιρεθέν ενόψει των προαναφερθέντων παραδοχών (που απορρέουν από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ότι δεν μπόρεσε να ελεγχθεί αν όντως τα εισιτήρια, που αντιστοιχούν στο ανωτέρω ποσό, είναι αναπόδοτα.Ο ανωτέρω λόγος λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη ενόψει του ότι ήδη υφίσταται ο υπό στοιχεία (VI α) παραδεκτός λόγος αναιρέσεως.γ) Υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση της διατάξεως του αρ. 98 παρ. 2 σε συνδ. με αρ. 375 παρ. 1-2 Π.Κ. καθ'όσον το βούλευμα δεν προσδιορίζει εάν μέχρι την 3-6-1999 ότε προσετέθη η παρ. 2 στο αρ. 98 είχαν τελεσθεί πράξεις οι οποίες συνιστούσαν αντικείμενο υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας διότι σε αντίθετη περίπτωση ως πλημμελήματα θα είχαν υποπέσει σε παραγραφή.δ) Υφίσταται ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως καθ'όσον το συμβούλιο απέρριψε την αίτηση των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των κατηγορουμένων ενώπιόν του προς παροχή διευκρινίσεων χωρίς προηγούμενη πρόταση της εισαγγελέως επί του εν λόγω αιτήματος (αρ. 138 παρ. 2β - 171 παρ. 1β, 484 παρ. 1α ΚΠΔ Συμβ. ΑΠ 72/2006 Π.Δ/σύνη 855).Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως των κατηγορουμένων θα πρέπει να γίνει δεκτή.
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να γίνει δεκτή η υπ'αρ. 2/19-10-2007 (ενώπιον της Γραμματέα Εφετείου Δωδεκανήσου) αίτηση αναιρέσεως των 1) Χ1 , 2) Χ2, 3) Χ3, , 4) Χ4, , να αναιρεθεί το υπ'αρ. 87/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα (αρ. 485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).Αθήνα 25-1-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, ενόψει και του άρθρου 177 του ΚΠΔ, που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως, δεν απαιτείται η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και η ιδιαίτερη μνεία της αξιολογήσεως του περιεχομένου του, αλλ' αρκεί να γίνεται ο συγκεκριμένος προσδιορισμός του είδους αυτών, δηλαδή συγκεκριμένη μνεία τους κατά κατηγορίες (όπως μάρτυρες, έγγραφα κλπ). Δεν αρκεί όμως η αόριστη αναφορά στο βούλευμα ότι το Συμβούλιο κατέληξε στην παραπεμπτική κρίση του από το "αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία" ή "από τη διενέργεια προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης", χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, για να μπορεί να διαγνωσθεί αν ελήφθησαν υπόψει και εκτιμήθηκαν από το συμβούλιο όλα ή μερικά μόνο, επιλεκτικώς, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή προανάκριση, η μερική επίκληση των οποίων, με την αναφορά μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων, δεν αρκεί για την πληρότητα του βουλεύματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ' αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Περαιτέρω το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, προβλέπεται από το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ αλλά και από τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, η αποδοχή δε του αιτήματος αυτού αποτελεί τον κανόνα και η απόρριψή του την εξαίρεση, γιαυτό η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψή του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ. 2 σε συνδ. με 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από τον άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα υφίσταται όχι μόνο όταν το Συμβούλιο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου χωρίς ειδική αιτιολογία, αλλά και όταν οδηγήθηκε στην απόρριψη αυτού χωρίς να υπάρχει έγγραφη επ' αυτού πρόταση του Εισαγγελέα.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, κρίνοντας επί εφέσεως των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, απέρριψε αυτή και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δωδεκανήσου για να δικασθούν ως υπαίτιοι κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, με βάση τα αναφερόμενα στην πρόταση του Εισαγγελέως περιστατικά, στα οποία και αναφέρθηκε, χωρίς να προσδιορίζεται στην εισαγγελική πρόταση (πλην της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης), ούτε στο προσβαλ-λόμενο βούλευμα, το είδος των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες), τα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο για να καταλήξει στην ως άνω παραπεμπτική κρίση του, υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά το βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες στην έκθεση εφέσεως τους διέλαβαν και το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προκειμένου να παράσχουν διασαφήσεις επί της κρινόμενης υπόθεσης. Το αίτημα απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα με την αιτιολογία ότι με το πολυσέλιδο υπόμνημά τους ανέπτυξαν αυτοί επαρκώς τους ισχυρισμούς τους, χωρίς όμως να υπάρχει έγγραφη επ' αυτού πρόταση του Εισαγγελέα, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1, 138 παρ. 1 και 306 ΚΠΔ, το Συμβούλιο να αναβάλλει την κρίση του, μέχρις υποβολής από τον Εισαγγελέα σχετικής πρότασης. Ενόψει αυτών επήλθε απόλυτη ακυρότητα, την οποία ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, καθόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει ένα παραδεκτό λόγο αναίρεσης, που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 2 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 87/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή