Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Άμυνα, Βρασμός ψυχικής ορμής.
Περίληψη:
Βούλευμα συμβουλίου εφετών που απορρίπτει εφέσεις κατηγορουμένου ως προς παραπεμπτικές διατάξεις βουλεύματος συμβουλίου πλημμελειοδικών και πολιτικώς εναγόντων ως προς απαλλακτικές διατάξεις. Αίτηση αναιρέσεως πολιτικώς εναγόντων απαράδεκτη. Παραπεμπτικό βούλευμα για ανθρωποκτονία από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Στοιχειοθέτηση εγκλημάτων. Έννοια "διαζευκτικού" δόλου. Επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. Η αιτίαση ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά μέσα είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας. Αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού για βρασμό ψυχικής ορμής και νόμιμη άμυνα. Απόρριψη λόγου για απόλυτη ακυρότητα συνισταμένη στο ότι δεν γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα ή στον αντίκλητο του ο χρόνος συνεδριάσεως του συμβουλίου εφετών. Απόρριψη λόγου ότι δεν συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα. Απόρριψη αιτήσεως κατηγορουμένου στο σύνολο της.
Αριθμός 1406/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Τίγγα Προεδρεύοντα Αρεπαγίτη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Ιουλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.75/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με αναιρεσείοντες - πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, κατοίκους ..., που δεν παραστάθηκαν στο συμβούλιο. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2, 2) Χ3 και 3) Χ4.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Απριλίου 2010 και 3 Μαΐου 2010 δυο αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 580/10. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 213/1-6-10, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι. Εισάγοντας ενώπιόν Σας, 485 παρ.1 ΚΠΔ τις με αριθμ. εκθέσεων : 4/23-4-2010 και 5/3-5-2010 του γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, αιτήσεις αναιρέσεως, των α) Χ1 και β) Ψ2 και Ψ1, κατά του με αριθμ. 75/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης εκθέτουμε τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κρήτης με το υπ' αριθμ. 109/2010 βούλευμά του - εκτός των άλλων - παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, στο ακροατήριο του ΜΟΔ, περιφερείας Εισαγγελίας Εφετών Κρήτης, για να δικαστεί ως υπαίτιος για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση β) της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή γ) της παράνομης οπλοφορίας δ) της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών και ε) οπλοχρησίας (αρθρ. 1, 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 42 παρ.1, 94 παρ.1, 299 παρ.1 ΠΚ, 1 παρ.1α, δ, 7 παρ.1, 8α, 10 παρ.1 - 13α, 14 Ν 2168/1993). Επίσης το ίδιο Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων: 1) Χ4 για τις αξιόποινες πράξεις : α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού και κατά συρροή β)της ανθρωποκτονίας από κοινού γ) της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών δ) της παράνομης οπλοφορίας και ε) της οπλοχρησίας, 2) Χ2 για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού και κατά συρροή β) της ανθρωποκτονίας από κοινού γ) της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου δ) της παράνομης οπλοφορίας πυροβόλου όπλου και ε) της οπλοχρησίας 3) Χ3 για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού και κατά συρροή β) της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου γ) της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας πυροβόλου όπλου 4) Χ4 για τις αξιόποινες πράξεις : α) της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών, β) της παράνομης οπλοφορίας πυροβόλου όπλου και γ) της οπλοχρησίας. Στη συνέχεια οι αναιρεσείοντες, ο μεν Χ1 ως κατηγορούμενος οι δε Ψ1 και Ψ2, ως πολιτικώς ενάγοντες, ήσκησαν τις υπ' αριθμ. 2/12-3-2010 και 5/15-3-2010 εφέσεις τους αντίστοιχα κατά του ανωτέρω βουλεύματος, πλην όμως αυτές απορρίφθηκαν ως αβάσιμες στην ουσία τους από το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το υπ' αριθμ. 75/2010 βούλευμά του. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ1 στις 15/4/2010 και αυτός (δια του νομοτύπως ορισθέντος πληρεξουσίου του δικηγόρου Χανίων Ιωάννη Σφακιωτάκη) άσκησε στις 23/4/2010 - δηλαδή εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (αρθρ. 373 παρ.1 ΚΠΔ) - την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ζητώντας την αναίρεση του προαναφερθέντος βουλεύματος, για τους παρακάτω εκτιθέμενους λόγους. Επίσης το εν λόγω βούλευμα επιδόθηκε και στους έχοντας την ιδιότητα των πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2 στις 23/4/2010 και αυτοί άσκησαν στις 3/5/2010 την υπό κρίση αναίρεσής τους ζητώντας να αναιρεθεί κατά το απαλλακτικό του μέρος. Όμως η αίτηση αναίρεσης των πολιτικώς εναγόντων, αν και ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως τυγχάνει απαράδεκτη, καθόσον δεν προβλέπεται δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως στους πολιτικώς ενάγοντες στο βούλευμα αυτό κατ' άρθρο 482 παρ.1 ΚΠΔ (μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ.1 Ν. 3160/2003), και ως τούτου θα πρέπει η ασκηθείσα εξ' αυτών αίτηση αναιρέσεως ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ. Αντίθετα η αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή, διατυπώνονται δε σ' αυτήν οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε, και ειδικότερα: 1) η απόλυτη ακυρότητα, 2) η υπέρβαση εξουσίας και 3) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ως εκ τούτου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ.1 του ν. 2172/1993 "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου "αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση αφαίρεσης ζωής άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 Π.Κ. προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως γένεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής τόσο κατά τη λήψη της αποφάσεως όσο και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας γιατί, αν λείπει, ο βρασμός ψυχικής ορμής σ' ένα απ' αυτά τα στάδια, δεν συντρέχουν οι όροι της παρ.2 του άρθρου 299 Π.Κ. για επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη (ΑΠ 347/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΑΠ 1536/2006, ΑΠ 1061/1997). Βρασμός ψυχικής ορμής είναι κάθε ψυχική υπερδιέγερση από την απότομη και αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, όπως π.χ. οργής, φόβου, μίσους, κ.λ.π. η οποία ψυχική υπερδιέγερση αποκλείει την σκέψη, δηλαδή τη στάθμιση των αιτιών που ωθούν στην τέλεση της πράξης και συγκρατούν από αυτή, χωρίς όμως να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνείδησης αποκλείουσα ή μειώνουσα την ικανότητα του δράστη προς καταλογισμό (ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 1239/2005, ΑΠ 2292/2003). Κατά την διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, με δόλο πράττει, όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια αξιόποινης πράξεως. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά αυτά τα αποδέχεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και δεν αφίσταται αυτής, με ενδεχόμενο δε δόλο πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται (ακολουθούμενη από τον Ποινικό Κώδικα θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας). Όμως, η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται μόνο από το βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι είδε τούτο ως δυνατό προχώρησε στην πράξη του (ΑΠ 1661/2004 ΠοινΔνη 2005/117, ΑΠ 1304/2003 Ποιν.Λογ. 2003.1474, ΑΠ 1584/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ/620 με σχόλ. Βαθιώτη, ΑΠ 1206/2000 ΠοινΧρ ΝΑ/415). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 παρ.1 ΠΚ συνάγεται, ότι απόπειρα ανθρωποκτονίας υπάρχει, όταν αυτός που αποφάσισε να σκοτώσει άλλον επιχειρεί, με πρόθεση πραγματώσεως του σκοπού αυτού, πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εν λόγω εγκλήματος. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, αποτελώντας τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οδηγεί ευθέως στην πραγμάτωση του, ή τελεί αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη - θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση της βολής, το μέρος του σώματος που τυχόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. (ΑΠ 110/2006 Ποιν.Λογ. 2006/103, ΑΠ 954/2004 ΠοινΧρ ΝΕ/430, ΑΠ 2450/2003 Ποιν.Λογ. 2003/2605, ΑΠ 864/2003 Ποιν.Λογ. 2003/964, ΑΠ 35/2003 Ποιν.Λογ. 2003/68, ΑΠ 219/2002 Ποιν.Λογ. 2002/184, ΑΠ 989/1999 Ποιν.Χρ. Ν/500). Επίσης, γίνεται δεκτό ότι απόπειρα ανθρωποκτονίας, σε αληθινή συρροή με τετελεσμένη ανθρωποκτονία, υφίσταται και στις περιπτώσεις "διαζευκτικού" δόλου, όταν δηλαδή ο δράστης κατευθύνει την εγκληματική του ενέργεια στην πραγμάτωση περισσοτέρων αδίκων αποτελεσμάτων ενώ ένα μόνο από αυτά μπορεί να επέλθει (λ.χ. πυροβολεί μία φορά μόνο εναντίον δύο προσώπων, Ι. Μανωλεδάκης Ποινικό Δίκαιο σελ. 171-174) ή στις παραπλήσιες περιπτώσεις της "αστοχίας βολής" aberratio ictus), όταν προέβλεπε ότι μπορούσε να πλήξει τον πλησίον ιστάμενο αντί εκείνου που στόχευε (ΟλΑΠ 1099/1976 ΠοινΧρ ΚΖ/423, Μπουρόπουλος Α' σελ.96). Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 στοιχ.α' του ν. 2168/1993 "όπλο είναι κάθε μηχάνημα, το οποίο, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα... και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα... και ιδίως κάθε πυροβόλο όπλο...που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα". Από το συνδυασμό της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 1 παρ.1 στοιχ. α' προς τις διατάξεις των άρθρων 7, 10, παρ.1, 13 στοιχ. α' και 14 του ν. 2168/93 κατά τις οποίες αφενός απαγορεύεται να κατέχονται, αλλά και να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ίδιου νόμου, αφετέρου δε "όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερόμενου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι' αυτό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών", προκύπτει ότι για να τιμωρηθεί κάποιος για παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία πρέπει να κατέχει, να φέρει μαζί του όπλο, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής και να τα χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τον ειδικό λειτουργικό προορισμό του (ΑΠ 60/1995 ΠοινΧρ ΜΕ/331, ΑΠ 760/1988 ΠοινΧρ ΛΗ/877, ΑΠ 1201/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ/102 Εφ. Θες. 1163/1996 ΠοινΧρ ΜΣΤ/1710). Τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 7 και 10 του ανωτέρω νόμου εγκλήματα της παράνομης οπλοκατοχής και παράνομης οπλοφορίας είναι διαρκή εγκλήματα (ΑΠ 403/1996 ΠοινΧρ ΜΖ/42, Γ. Μπέκα: Όπλα - πυρομαχικά - εκρηκτικά σελ.146) και συρρέουν αληθώς, εφόσον η κατοχή τελείται σε χρόνο διαφορετικό και σαφώς διακεκριμένο εκείνου της οπλοφορίας (ΑΠ 1583/1991 ΠοινΧρ ΜΒ/285, ΑΠ 1134/1988 ΠοινΧρ ΛΘ/89). Εξ άλλου, ως χρήση του όπλου, κατά την έννοια του άρθρου 14 ίδιου νόμου, νοείται η χρησιμοποίηση αυτού σύμφωνα με τον ειδικό λειτουργικό προορισμό του. Επομένως, προκειμένου περί πυροβόλου όπλου δεν αρκεί η προβολή του αλλά απαιτείται πυροβολισμός για τη στοιχειοθέτηση της χρήσεως αυτού (βλ. ΑΠ Ολ. 760/1988 ΠοινΧρ ΛΗ/877, ΑΠ 2445/2003 Ποιν. Λογ. 2003/2595, ΑΠ 1223/1992 ΠοινΧρ ΜΒ/852, ΕφΘεσ/κης 895/2001 Ποιν.Δ/νη 2001/1231). Τελείται δε ένα έγκλημα παράνομης κατοχής ή οπλοφορίας όταν κατέχονται ή φέρονται από τον δράστη περισσότερα όπλα ή, από κοινού, ένα όπλο μαζί με πυρομαχικά, χωρίς να συντρέχει αληθινή συρροή εγκλημάτων, αφού προσβάλλεται το ίδιο έννομο αγαθό, που είναι η δημόσια τάξη, επιβαλλομένης, στην περίπτωση αυτή, της βαρύτερης από τις προβλεπόμενες για κάθε όπλο ποινής-εξαιρουμένων, όμως, των κυνηγετικών όπλων, η κατοχή των οποίων αποτελεί αυτοτελές έγκλημα (Πεντ. Εφ. Πειρ. 38/2001 ΠρΛογ 2001/334, ΠοινΧρ ΝΑ/644, Εφ.Πειρ. 6/2000 ΝοΒ 2000/857, Αρμεν. 2000/682). Η κατοχή δε του όπλου με την οπλοφορία συρρέουν αληθινά μόνο όταν οι χρόνοι τέλεσης τους είναι διαφορετικοί και διακριτοί(ΕφΚρ 308/1975 ΠοινΧρ ΚΣΤ/165).
ΙV) Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Ολ.ΑΠ 1/2005 ΠΛογ 2005.49, Ολ.ΑΠ 2/2004 ΠΛογ 2004.1015, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράληψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2095/2008, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795, ΑΠ 911/1995 ΠΧ' 1995.1440, ΑΠ 459/1992 ΠΧ' 1992.545).
V) Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν - σε σχέση με τα αποδιδόμενα στον αναιρεσείοντα εγκλήματα - τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ των οικογενειών Ψ1 και Χ2 υφίσταται χρόνια διαμάχη και αντιπαλότητα οφειλόμενη σε κτηματικές διαφορές, αλλά κυρίως στο έθιμο της αντεκδίκησης ("βεντέτας"), καθόσον στις 28-11-1987 ο ΩΩ, μακρινός συγγενής του Ψ1, σκότωσε τον ΑΑ, αδερφό του Χ2. Στις 14-3-2009 ο ΣΤ, βρισκόταν σε αγρόκτημα της οικογένειάς του στην περιοχή "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. ... του Δήμου ... μαζί με τον φίλο του ΔΔ και έναν αλλοδαπό εργάτη, αλβανικής υπηκοότητας, τον ΕΕ, τον οποίο αποκαλούσαν "..." ή "...", απασχολούμενος με το κλάδεμα των νεόφυτων ελαιόδεντρων ("μουρέλων") του αγροκτήματος και με την καύση των υπολειμμάτων της ξυλείας. Μετά δε από τη μεσημβρινή τους ανάπαυλα, το απόγευμα της αυτής ημέρας ο ΣΤ με τον ως άνω φίλο του ΔΔ μετέβησαν και συνέχισαν την ίδια εργασία στα κτήματα του τελευταίου, ενώ οι γονείς του, Ψ1 και Ψ2, μαζί με τον ανωτέρω αλλοδαπό εργάτη και το δεκαεξάχρονο εγγόνι τους παρέμειναν στον αυτό τόπο και συνέχισαν την καύση των κλαδιών. Κατά τον ίδιο χρόνο, σε πλαϊνό αγρόκτημα βρίσκονταν ο Χ2 μαζί με τους δύο γιους του, ΑΑ και Χ2 και έβοσκαν τα πρόβατα τους. Επειδή δε η φωτιά, καίτοι δεν είχε επεκταθεί στο χωράφι τους, τους ενόχλησε, ο πρώτος εξ αυτών πλησίασε τον Ψ2 και την Ψ1 και με προκλητικό τρόπο άρχισε να τους προπηλακίζει, να εξυβρίζει την Ψ2 και να εκστομίζει απειλές κατά της ζωής τους, αιτιώμενος ότι η φωτιά του κατέστρεψε τη χορτονομή ("ταή") των προβάτων του. Στη συνέχεια δε άρπαξε μία ευμεγέθη πέτρα από το έδαφος και, όπως στεκόταν πίσω από το συρματόπλεγμα που διαχώριζε τα δύο κτήματα, την εκσφενδόνισε προς το κεφάλι της Ψ2 πλήττοντας αυτήν στο μέτωπο και προκαλώντας της διάσχιση του δέρματος και αιμορραγία. Αντικρίζοντας τη σύζυγο του τραυματισμένη ο Ψ1 την αποτράβηξε σε ενδότερο σημείο του χωραφιού τους για να προστατευθεί και να σταματήσει με κάποιο πρόχειρο τρόπο την αιμορραγία, ενώ ο Χ2 , από κοινού πλέον με το γιο του Χ4, που παρίστατο εξ αρχής στο άνω επεισόδιο, καθώς και με τον έτερο γιο του ΑΑ και τις δύο νύφες του, ΒΒ συζ. Χ4 και ΓΓ συζ. Χ3, που προσήλθαν μετά τον τραυματισμό της Ψ2 στο σημείο του συμβάντος, συνέχισαν για λίγα λεπτά, όλοι μαζί, να καταφέρονται (λεκτικά) εναντίον της οικογένειας Ψ. Στη συνέχεια, οι μεν άνδρες αποχώρησαν προς τα αυτοκίνητά τους και οι γυναίκες παραμέρισαν λίγα μέτρα πιο πέρα. Αιμόφυρτη και ταραγμένη, εν τω μεταξύ, όπως ήταν η Ψ2, βλέποντας ότι ο Χ2 και οι γιοι του απομακρύνθηκαν από το συγκεκριμένο χώρο και μην μπορώντας να διανοηθεί τι επρόκειτο να ακολουθήσει, κάλεσε από το κινητό της τηλέφωνο τον γιο της ΣΤ και, παραπονούμενη, τον ενημέρωσε για όσα είχαν διαδραματισθεί κατά την απουσία του. Ως ήταν δε αναμενόμενο ο γιος της αναστατώθηκε και, προφανώς κυριευμένος από θυμό, αφού, αρχικά, μετέβη μαζί με το φίλο του ΕΕ και με το αυτοκίνητο του τελευταίου στο σπίτι του στο χωριό ... για να παραλάβει, για προστασία, το κυνηγετικό του όπλο, έσπευσε, ακολούθως και έφτασε εντός ενός μισάωρου περίπου, στην άνω αγροτική περιοχή. Στη θέα της αιματοκυλισμένης μητέρας του, ως ήταν απολύτως φυσιολογικό, σοκαρίστηκε και αφού περιήλθε σε έξαλλη κατάσταση πλησίασε τις δύο ως άνω γυναίκες της οικογένειας Χ και διαπληκτίστηκε φραστικά με αυτές εκφράζοντας την αγανάκτησή του για την άνανδρη ενέργεια του πεθερού τους να τραυματίσει την μητέρα του. Η λεκτική αυτή αντιπαράθεση διήρκησε λίγα λεπτά και, ακολούθως, καθώς οι δύο γυναίκες άρχισαν να απομακρύνονται από κοντά του, ο ΣΤ σταμάτησε να ασχολείται μαζί τους και επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν η τραυματισμένη μητέρα του για να την επιβιβάσει στο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητό τους, μάρκας "Nissan Navara" και να την μεταφέρει στο Κέντρο Υγείας ... . Καθώς δε επέστρεφε προς αυτήν ξεκρέμασε το κυνηγετικό του όπλο από το δέντρο όπου το είχε κρεμάσει ο φίλος του ΕΕ - ο οποίος του το είχε αποσπάσει πριν πλησιάσει τις δύο ως άνω γυναίκες - και το έδωσε, ακολούθως, στη μητέρα του για να το κρατάει, μέχρι να ετοιμαστούν για να αναχωρήσουν. Ενώ, όμως, ανηφόριζαν προς το αμπέλι τους, απ' όπου θα επιβιβάζονταν στα αυτοκίνητά τους, πλην του αλλοδαπού εργάτη που είχε απομακρυνθεί από τους υπόλοιπους, κατέφτασε με ταχύτητα στο σημείο που βρίσκονταν οι ανωτέρω δύο γυναίκες της οικογένειας Χ, ένα σκουρόχρωμο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο 4Χ4 με οδηγό τον Χ3 και συνοδηγό τον Χ1. Το αυτοκίνητο δε αυτό διενεργώντας ένα απότομο ελιγμό τροχοπέδησε έμπροσθεν του, σταθμευμένου στον ίδιο τόπο, λευκού αγροτικού αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε η ΒΒ, με το παρπρίζ του στραμμένο κατά το μέτωπο προς το σημείο που βρίσκονταν τα μέλη της οικογένειας Ψ. Στο άκουσμα του οχήματος η μόνη αντίδραση του ΣΤ ήταν να στραφεί και να κοιτάξει προς αυτό, αναφωνώντας "ήρθανε μωρέ!", εκφράζοντας δηλαδή την έκπληξή του για το θράσος που επιδείκνυαν τα μέλη της οικογένειας Χ, μετά από αυτό που είχαν πράξει, να επανεμφανίζονται στον τόπο του συμβάντος. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ενώ τα μένη της οικογένειας Ψ παρακολουθούσαν το άνω όχημα, όντας ανυποψίαστα και μη δυνάμενα να προβλέψουν τι θα επακολουθούσε, μέσα από την καμπίνα του με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και από τη θέση του συνοδηγού, ο Χ1 πυροβόλησε εναντίον τους με ένα πιστόλι διαμετρήματος 9 mm, αγνώστων λοιπών στοιχείων, το οποίο παρανόμως έφερε μαζί του, αδιαφορώντας ποιον εξ αυτών θα έπληττε. Αποτέλεσμα της ως άνω πράξης του Χ1 ήταν να δεχθεί ο ΣΤ ένα πλήγμα από βολίδα πυροβόλου όπλου, η οποία διαπέρασε το θώρακά του, από τη δεξιά πλευρά προς την αριστερή, και διατρύπησε και τους δύο πνεύμονές του, τον δεξιό λοβό του ήπατος, και τον θόλο του στομαχιού του. Από τη θέση δε του αυτοκινήτου, που ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, υπήρχε καλύτερη ορατότητα και τα ανωτέρω θύματα του ήταν εύκολος στόχος απ' ότι από τη θέση των τελευταίων, τα οποία λόγω των φυλλωμάτων του ελαιώνα έπρεπε να σκύψουν ή να πέσουν στο έδαφος για να διακρίνουν τις κινήσεις του. Δεχόμενος το πλήγμα ο ΣΤ έπεσε σφαδάζοντας στο έδαφος, πλην όμως, δεν απώλεσε αμέσως τις αισθήσεις του, ούτε εξέπνευσε ακαριαία, αλλά ανασηκώθηκε και, με τις μειωμένες πλέον δυνάμεις του, πιέζοντας με το αριστερό του χέρι την πληγή κάτω από τη δεξιά του μασχάλη, με το δεξιό του χέρι κράτησε την καραμπίνα και, χωρίς να μπορεί λόγω του τραύματος του να σημαδέψει, πυροβόλησε δύο φορές προς την πλευρά του αυτοκινήτου απ' όπου ο ίδιος είχε βληθεί. Ο Χ1, παρότι, προφανώς, είδε ότι είχε πλήξει και είχε ήδη τραυματίσει τον ΣΤ, εξακολούθησε να πυροβολεί εναντίον των μελών της οικογένειας Ψ, ρίπτοντας τουλάχιστον άλλους δύο πυροβολισμούς. Ο ΕΕ διαπιστώνοντας ότι ο φίλος του ΣΤ τραυματίσθηκε από τα πυρά, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο - που ήδη, ούτως ή άλλως, είχε διατρέξει αφού μία από τις σφαίρες είχε καρφωθεί στο έδαφος μπροστά στα πόδια του - έτρεξε προς αυτόν και υποβαστάζοντάς τον, τον μετέφερε μέχρι το Ι.Χ.Φ. αγροτικό τους αυτοκίνητο, που ήταν σταθμευμένο λίγο ψηλότερα, δίπλα στο αμπέλι, και οδηγώντας το ο ίδιος τον διακόμισε χωρίς καθυστέρηση στο Κέντρο Υγείας ..., ενώ ο Ψ1 και Ψ2, μαζί με τον αλλοδαπό εργάτη τους ΕΕ, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του ΔΔ, ένα παλιό αυτοκίνητο, μάρκας "Fiat Panda", χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας, αφού πέρασαν πρώτα από το σπίτι τους, στα ..., που απείχε 5 λεπτά περίπου, για ν'αλλάξουν αυτοκίνητο, μετέβησαν και εκείνοι στο Κέντρο Υγείας ..., όπου ήδη είχαν συγκεντρωθεί περί τα τριάντα άτομα, φίλοι του θύματος και συγγενείς της οικογένειας Ψ, όπως ο ΖΖ, ο ΗΗ, η ΘΘ και ο γαμπρός (επ' αδελφή) του θύματος ΚΚ με τη σύζυγο του ΛΛ. Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα από τις εμπειρικά παρατηρήσιμες ενδείξεις προκύπτει εναργώς ο ανθρωποκτόνος δόλος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ1 και συγκεκριμένα προκύπτει από το μέσον που χρησιμοποιήθηκε (πυροβόλο όπλο-πιστόλι), τη ρίψη τουλάχιστον τριών πυροβολισμών από κοντινή απόσταση, το ζωτικό μέρος που ετρώθη ( δεξιά μασχαλιαία χώρα), ο απόλυτος αιφνιδιασμός του θύματος, καθόσον οι πυροβολισμοί ρίφθηκαν μέσα από το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος Χ3 και από τον συνοδηγό αυτού, συνθήκες που μαρτυρούν ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, ειδοποιηθείς προφανώς από τις συζύγους των αδελφών του, είτε από την ΒΒ συζ. Χ4 είτε από την ΓΓ συζ. Χ3, σχετικά με την άφιξη του φέροντος κυνηγετική καραμπίνα ΣΤ στον τόπο του συμβάντος, ως και του φραστικού επεισοδίου που είχε αυτός με τις προαναφερόμενες γυναίκες, προσήλθε στο χώρο με αποκλειστικό σκοπό τη θανάτωση του τελευταίου, την οποία είχε σχεδιάσει και αποφασίσει ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κρίση η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν μετείχε σε προγενέστερο χρόνο σε κάποιο επεισόδιο με το θύμα, αλλά προσήλθε στο τόπο των συμβάντων έχοντας αναλάβει το ρόλο του εκτελεστή.
Επίσης, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται πλήρως η υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή διότι: α) ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, όντας συνοδηγός στο με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, πυροβόλησε διαδοχικά με πυροβόλο όπλο (πιστόλι) από μικρή απόσταση τουλάχιστον τρείς φορές εναντίον μιας ομάδας τεσσάρων ατόμων (ΣΤ, ΔΔ, Ψ1, Ψ2), οι οποίοι βάδιζαν δίπλα-δίπλα, β) η ενέργειά του αυτή ήταν πρόσφορη και κατάλληλη να επιφέρει το θάνατο οιουδήποτε εκ των τεσσάρων ατόμων, δεδομένου ότι επέφερε το θάνατο του ΣΤ, και συνιστά όχι μόνο κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων αρχή εκτέλεσης της πράξης αλλά στοιχειοθετεί και την αρχή πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, οδηγεί σ'αυτή, γ) ο εκκαλών κατηγορούμενος γνώριζε ότι με τέτοια κίνηση (ρίψη τουλάχιστον τριών πυροβολισμών από κοντινή απόσταση, ήταν κατά την κοινή πείρα δυνατό να επέλθει ο θάνατος ενός μέλους της οικογένειας Ψ ή του ΔΔ και παρόλα αυτά δεν απέφυγε την ενέργεια αυτή και έτσι αποδέχθηκε το θάνατό τους. Το αποτέλεσμα του θανάτου όμως, πλην του ΣΤ, δεν επήλθε για τους ΔΔ, Ψ1 και Ψ2 από λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του καθόσον αφενός μεν ο θανάσιμα τραυματισθείς ΣΤ πρόλαβε και πυροβόλησε με την κυνηγετική καραμπίνα κατά του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να τραυματίσει έστω και εντελώς ελαφρά του επιβαίνοντες σ'αυτό, αφετέρου δε οφείλεται σε αστοχία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η οικογένεια Ψ και ο ΔΔ αποτραβήχτηκαν στο εσωτερικό του ελαιώνα. Επομένως, ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 απεφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει τη σκέψη να σκοτώσει οποιονδήποτε από την οικογένεια Ψ ή τον φίλο της οικογένειας ΔΔ και επιχείρησε με πρόθεση προς τον ανθρωποκτόνο αυτό σκοπό όλες τις προαναφερόμενες ενέργειές του.
Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 διατείνεται ότι το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων έσφαλε στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καθόσον τον παρέπεμψε να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, καθώς επίσης διατείνεται ότι προσήλθε στο τόπο του συμβάντος όντας αμέριμνος και μη γνωρίζοντας ότι εκεί βρισκόταν ο ΣΤ οπλισμένος με κυνηγετική καραμπίνα και ότι καθ'ον χρόνο αποβιβαζόταν από το αυτοκίνητο του Χ4 δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά εκ μέρους του θύματος με αποτέλεσμα να τραυματισθούν αμφότεροι και ο ίδιος πέφτοντας στο έδαφος για να καλυφθεί πυροβόλησε αμυνόμενος προς το μέρος του ΣΤ, ισχυρισμοί οι οποίοι είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, οι ως άνω ισχυρισμοί επιβεβαιώνονται μόνον εκ μέρους των συγγενικών του προσώπων και αυτόπτων μαρτύρων ΒΒ συζ. Χ4 και ΓΓ συζ. Χ3, ενώ δεν διαψεύδονται μόνον εκ μέρους των συγγενικών προσώπων και φίλου του θύματος και μαρτύρων Ψ1, Ψ2 και ΔΔ, αλλά κυρίως διαψεύδονται εκ μέρους του μάρτυρα ΕΕ, o οποίος με την από 15.3.2010 ένορκη κατάθεσή του, εκτός των άλλων κατέθεσε ότι "... Καθώς ετοιμαζόμασταν να φύγουμε και να πάμε την Ψ2 στο Νοσοκομείο, προκειμένου να της παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, εμφανίστηκε ξαφνικά ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, 4Χ4, μάλλον σκούρου χρώματος και σταμάτησε πλησίον του σημείου που βρισκόταν προηγουμένως ο ΣΤ με τις δύο (2) γυναίκες. Από το αυτοκίνητο δεν κατέβηκε κανένας επιβάτης και ούτε είδα πόσα άτομα ήταν μέσα σ'αυτό. Εκείνη τη στιγμή ο ΣΤ με τους γονείς του βρισκόταν μέσα στον ελαιώνα, ενώ εγώ ήμουν λίγα μέτρα μακρύτερα. Ξαφνικά άρχισαν να ρίχνονται πυροβολισμοί από το σημείο που βρισκόταν το αυτοκίνητο προς το σημείο που ήταν ο ΣΤ με τους γονείς του. Αρχικά έριξαν ένα (1) πυροβολισμό και εγώ είδα τον ΣΤ να πέφτει κάτω, βγάζοντας μια κραυγή. Αμέσως κατάλαβα ότι τον είχαν χτυπήσει. Ο ΣΤ σηκώθηκε κρατώντας με το χέρι του το σημείο κάτω από την δεξιά του μασχάλη. Προφανώς εκεί είχε χτυπηθεί και πίεζε το τραύμα του. Αμέσως άρπαξε το όπλο από τα χέρια της μητέρας του, η οποία βρισκόταν δίπλα του και πυροβόλησε μία (1) φορά προς το μέρος του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου. Το όπλο κατά την στιγμή που πυροβόλησε το κρατούσε μόνο με το δεξί του χέρι καθώς με το άλλο χέρι πίεζε την πληγή του. Αμέσως έπεσαν άλλοι δύο (2) πυροβολισμοί μέσα από το προαναφερόμενο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, με κατεύθυνση προς το σημείο που βρισκόταν ο ΣΤ με τους γονείς του. Εγώ κατάλαβα ότι έριχναν προς το μέρος τους, επειδή τα βλήματα, καθώς χτυπούσαν στο έδαφος σήκωναν σκόνη ...". Περαιτέρω, η ως άνω κατάθεση του μάρτυρα ότι οι κατηγορούμενοι δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, αλλά αιφνιδίασαν το θύμα, ενισχύεται και από το γεγονός της μορφής των τραυμάτων από τους χόνδρους ( σκάγια ) κυνηγετικού όπλου που έφεραν αμφότεροι και τα οποία τραύματα, ως προαναφέρεται, περιορίζονται στα ακάλυπτα μέρη των σωμάτων τους, ήτοι πρόσωπο και χέρια, καθώς επίσης ορισμένοι εξ αυτών (χόνδρων) έπληξαν το αυτοκίνητο, λόγω της διασποράς τους. Κατ' ακολουθίαν όσων εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων, το οποίο, με το προσβαλλόμενο με αριθμό 109/2010 βούλευμά του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές και κατ' εφαρμογή των άρθρων 309 παρ. 1 στοιχ. α' και ε', 310 παρ. 1 και 313 Κ.Π.Δ., την παραπομπή του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο αρμοδίου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (άρθρα 96 και 97 Συντάγματος και 1, 8 παρ. 1α, 109 περ. α' , 119 παρ. 1 και 122 Κ.Π.Δ.), για τις αξιόποινες πράξεις: α) ανθρωποκτονίας με πρόθεση, β) απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, γ) παράνομης οπλοφορίας, δ) παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών και ε) οπλοχρησίας, δεν έσφαλε, αλλά προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν απορριπτομένων ως κατ'ουσία αβασίμων των αντιθέτως υποστηριζομένων. Κατά συνέπεια οι υπ' αριθμ. 2/12-3-2010 έφεση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου Χ1 πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν.
VI. To βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κρήτης, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει: α) με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, β) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, γ) τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο και δ) τις σκέψεις με τις οποίες έχει υπαγάγει ορθά τα πραγματικά αυτά περιστατικά στις ποινικές διατάξεις που αυτός παραβίασε, χωρίς να παραβιάσει τις διατάξεις ούτε ευθέως ούτε πλαγίως.
VII. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας, ειδικότερα δε ότι το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης αγνόησε παντελώς το σχετικό αίτημα, του να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα και να γνωστοποιηθεί σ'αυτόν, ή στον συνήγορό του, ο χρόνος συνεδρίασής του για να αποφανθεί επί της εφέσεώς του, με συνέπεια να μη εκπροσωπηθεί κατ'αυτής ούτε και υπέβαλε έστω υπόμνημα όπως είχε ζητήσει. Η αιτίασή του όμως αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον - όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 23/3/2010 βεβαίωση της Διευθύντριας της Γραμματείας της Εισαγγελίας Εφετών Κρήτης ... - οι συνήγοροι του, Ιωαν. Σφακιωτάκης και Ιωαν. Ντερμανάκης, ειδοποιήθηκαν για την υποβληθείσαν εισαγγελική πρόταση, προσήλθαν στην Εισαγγελίαν και ενυπογράφως έλαβαν γνώση αυτής. Επομένως μπορούσε, εφόσον επιθυμούσε να υποβάλει υπόμνημα για να υποστηρίξει τις θέσεις του απέναντι στην αποδιδόμενη σ'αυτόν κατηγορία, ή να ζητήσει να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου, γεγονός που δεν συνέβη για δικούς του λόγους. Με τον δεύτερον λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το πληττόμενο βούλευμα πάσχει απόλυτης ακυρότητας κατ' άρθρο 171δ Κ.Π.Δ. καθόσον: α) "η με ημερομηνία 21/12/2009 ένορκη εξέταση της Ψ2 έχει ληφθεί σε χρονικό διάστημα πολύ μεταγενέστερο της απολογίας του Χ2 και Χ4 και τούτο έγινε για να εμπλέξει τον δεύτερο απ'αυτούς στις πράξεις της ανθρωποκτονίας και της απόπειρας ανθρωποκτονίας και β) με ημερομηνία 16/12/2009 και 14/1/2010 έχουν συμπεριληφθεί κατά παράβαση του Ν. 2472/97 στην εν λόγω δικογραφία (42) αντίγραφα από το Β.Α.Σ. ... τα οποία αναφέρονται σε καταγγελίες, μηνύσεις κ.λ.π., και ανάγονται στο χρονικό διάστημα 2006 έως και σήμερα, αφορούν δε κατά το πλείστον διαφορές μεταξύ ατόμων τα οποία ουδεμία ανάμειξη έχουν στην εν λόγω υπόθεση, ήτοι δεν είναι ούτε μηνυτές ούτε κατηγορούμενοι ούτε μάρτυρες π.χ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... κ.τ.λ. Η συγκέντρωση των παραπάνω εγγράφων από τα οποία ένα ή δύο, μόνο αφορούν την ένδικη υπόθεση, έγινε με αίτημα και πρωτοβουλία της Πολιτικής Αγωγής, προκειμένου να συσχετισθούν με την εκκρεμή ενώπιον του Ανακριτή Ποινική υπόθεση, για να προκληθεί σύγχυση και εξαχθεί αρνητική εικόνα σε βάρος των δύο κατηγορουμένων Χ2 και Χ4 ...". Η υπό στοιχ. α' αιτίαση απαραδέκτως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, καθόσον η "μεταγενεστέρως ληφθείσα κατάθεση της Ψ2 στοχεύει τον Χ2" και όχι αυτόν. Εξ άλλου από την ληφθείσα υπό τον ανακριτή στις 21/12/2009 κατάθεση της ανωτέρω δεν προκύπτει κάποια ακυρότης της προδικασίας, αφού οι κατηγορούμενοι ενημερώθηκαν συννόμως για το πέρας της ανάκρισης στις 18/1/2009 και πληροφορηθέντες την εν λόγω κατάθεση προσέφυγαν με την από 18/1/2009 αίτησή τους στον Ανακριτή και στη συνέχεια στις 25/3/2009 ενώπιον του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων όπου εξέθεσαν τις απόψεις τους (ιδ. το σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου τούτου). Σε κάθε περίπτωση όμως, υπό την επίκληση του λόγου αυτού της αναιρέσεως - αναφορικά με την κατάθεση της Ψ2 (που χαρακτηρίζεται "ως στερουμένη κάθε αξιοπιστίας") πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του Συμβουλίου. Αλλά και η υπό στοιχ. β αιτίαση απαραδέκτως προβάλλεται καθόσον από την επισκόπηση της δικογραφίας δεν υπάρχουν εντός αυτής τα (42) αντίγραφα εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος και μάλιστα κατά αόριστο τρόπο αφού τα εν λόγω "έγγραφα" δεν προσδιορίζονται ακριβώς ποια είναι. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 484 παρ.1 στ' σε συνδ. προς άρθρ. 309, 310 και 313 του Κ.Π.Δ.) γιατί δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα αλλά έλαβε υπόψη του μερικά μόνο απ' αυτά ενώ όφειλε για να κρίνει αν υπάρχουν ή όχι αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος - να συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν. Ειδικότερα σημειώνεται ότι το Συμβούλιο αγνόησε α) ότι ο θανατωθείς χρησιμοποίησε όπλο, β) ότι έρριξε και εκείνος μερικούς πυροβολισμούς με την καραμπίνα του, γ) η απόσταση που ο αναιρεσείων έρριψε τους πυροβολισμούς είναι η ίδια ακριβώς από την οποία και ο θανάσιμα τραυματισθείς ΣΤ έρριψε τους δικούς του πυροβολισμούς εναντίον του, δ) δεν ετρώθη μόνο ο ΣΤ σε ζωτικό μέρος του σώματός του αλλά και ο αναιρεσείων ... δεν υπήρξε αιφνιδιασμός του θύματος ... . Πλην όμως οι αιτιάσεις είναι αβάσιμες, γιατί το Συμβούλιο κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμηση όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, δεν ήταν δε απαραίτητη η ειδική αναφορά σε κάθε ένα από αυτά. Με το πρόσχημα δε του λόγου της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, πλήττεται η επί της ουσίας, ανέλεγκτη αναιρετική κρίση του Συμβουλίου Εφετών, που για τον λόγο αυτό είναι και απαράδεκτος. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ήτοι για παράβαση του άρθρου 484 παρ. ιδ Κ.Π.Δ. Ειδικότερα προβάλλεται η αιτίαση ότι από την έκθεση των αποδεικτικών μέσων στο Βούλευμα "... από το αποδεικτικό υλικό ... και συγκεκριμένα από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων ..." δημιουργείται ασάφεια για το αν έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα, όπως π.χ. τα υπομνήματα των κατηγορουμένων, τα σχετικά αιτήματα περί εξετάσεως των μαρτύρων και αφαιρέσεως του παράνομα ενσωματωθέντος υλικού διότι έτσι εμφανίζεται ότι, περιορίζεται μόνο στα κρίσιμα έγγραφα χωρίς να μπορεί να συναχθεί ποια και γιατί δεν είναι κρίσιμα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη". Πλην όμως αβασίμως προβάλλεται η αιτίαση αυτή, καθόσον το Συμβούλιο κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του "τα έγγραφα της δικογραφίας" και όχι τα "κρίσιμα" έγγραφα της δικογραφίας οπότε και θα δημιουργείτο ασάφεια. Περαιτέρω ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει συγκεκριμένως, ποια είναι εκείνα τα έγγραφα, ή, ποία υπομνήματα και ποιών κατηγορουμένων, δεν έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο. (Μάλιστα από την επισκόπηση της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι υπέβαλε υπόμνημα ο αναιρεσείων). Οι λοιπές αιτιάσεις που αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως σε σχέση με ότι το Συμβούλιο αναιτιολόγητα απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι - όταν πυροβόλησε - βρισκόταν σε βρασμό και σε κατάσταση άμυνας -, είναι αβάσιμος δεδομένου ότι το Συμβούλιο Εφετών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν του αναιρεσείοντος. Σε κάθε όμως περίπτωση οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, καθ'ο μέρος τους αναφέρονται στην εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των εγγράφων και των αποδείξεων εν γένει, πλήττουν υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την επί της ουσίας ανέλεγκτη - αναιρετικά - κρίση του Συμβουλίου Εφετών και για τον λόγο αυτό είναι απαράδεκτες. Με βάση τα δεδομένα αυτά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για τον λόγο αυτό πρέπει ν' απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα ( άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., σε συνδ. προς άρθρ. 55 παρ. 1 Ν. 3160/2003, σε συνδ, με αρθρ. 3 παρ. 3 Ν. 773-1977 και την 58553/19/28-6-2006 ΑΥ Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε: Α) Ν' απορριφθεί η 4/23.4.2010 αίτηση του Χ1, κατοίκου ... και ήδη προσωρινά κρατουμένου, κατά του υπ'αριθμ. 75/2010 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Β) Ν' απορριφθεί η 5/3-5-2010 αίτηση αναίρεσης των Ψ2 και Ψ1, κατοίκων ..., κατά του προαναφερθέντος βουλεύματος. Γ) Να επιβληθούν σε βάρος των παραπάνω τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 25-05-2010 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κ. Μπόμπολης"
Αφού άκουσε
Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο μπορεί να το ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά το δικαίωμα αυτό. Μετά δε την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠοινΔ με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 3160/2003, που ισχύει, κατά το άρθρο 61 αυτού, από 30.6.2003, ο πολιτικώς ενάγων δεν δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος που παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προ-βλέπεται ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί ...". Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 προσβάλλεται το υπ' αριθ. 75/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, κατά τη διάταξή του περί απορρίψεως της υπ` αριθ. 5/15.3.2010 εφέσεώς τους κατά του υπ' αριθ. 109/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων ως προς τις απαλλακτικές του διατάξεις για τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ4. Σύμφωνα, όμως, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 482§1 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση. Πρέπει, επομένως, και αφού ο αντίκλητος των αναιρεσειόντων, όπως προκύπτει από την επί του φακέλου της δικογραφίας επισημείωση του αρμοδίου Γραμματέα, ειδοποιήθηκε στις 3-6-2010 να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και δεν εμφανίσθηκε, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 §1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33§1 του ν. 2172/1993, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, "αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση αφαίρεσης ζωής άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 Π.Κ. προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως γένεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής τόσο κατά τη λήψη της αποφάσεως όσο και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας γιατί, αν λείπει, ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από αυτά τα στάδια, δεν συντρέχουν οι όροι της παρ.2 του άρθρου 299 Π.Κ. για επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Βρασμός ψυχικής ορμής είναι κάθε ψυχική υπερδιέγερση από την απότομη και αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, όπως π.χ. οργής, φόβου, μίσους, κ.λπ., η οποία ψυχική υπερδιέγερση αποκλείει την σκέψη, δηλαδή τη στάθμιση των αιτιών που ωθούν στην τέλεση της πράξης και συγκρατούν από αυτή, χωρίς όμως να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνείδησης αποκλείουσα ή μειώνουσα την ικανότητα του δράστη προς καταλογισμό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια αξιόποινης πράξεως. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά αυτά τα αποδέχεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και δεν αφίσταται αυτής, με ενδεχόμενο δε δόλο πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Όμως, η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται μόνο από το βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι είδε τούτο ως δυνατό προχώρησε στην πράξη του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 παρ.1 ΠΚ συνάγεται, ότι απόπειρα ανθρωποκτονίας υπάρχει, όταν αυτός που αποφάσισε να σκοτώσει άλλον επιχειρεί, με πρόθεση πραγματώσεως του σκοπού αυτού, πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εν λόγω εγκλήματος. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, αποτελώντας τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οδηγεί ευθέως στην πραγμάτωσή του ή τελεί αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη - θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση της βολής, το μέρος του σώματος που τυχόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι απόπειρα ανθρωποκτονίας, σε αληθινή συρροή με τετελεσμένη ανθρωποκτονία, υφίσταται και στις περιπτώσεις "διαζευκτικού" δόλου, όταν δηλαδή ο δράστης κατευθύνει την εγκληματική του ενέργεια στην πραγμάτωση περισσοτέρων αδίκων αποτελεσμάτων, ενώ ένα μόνο από αυτά μπορεί να επέλθει (λ.χ. πυροβολεί μία φορά μόνο εναντίον δύο προσώπων) ή στις παραπλήσιες περιπτώσεις της "αστοχίας βολής", όταν προέβλεπε ότι μπορούσε να πλήξει τον πλησίον ιστάμενο αντί εκείνου που στόχευε.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484§ 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα (τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων - αναιρεσείοντος και συγκατηγορουμένων του - κατά την προανάκριση και την κυρία ανάκριση) προέκυψαν, επί λέξει, τα εξής: "Μεταξύ των οικογενειών Ψ1 και Χ2 υφίσταται χρόνια διαμάχη και αντιπαλότητα οφειλόμενη σε κτηματικές διαφορές, αλλά κυρίως στο έθιμο της αντεκδίκησης ("βεντέτας"), καθόσον στις 28-11-1987 ο ΩΩ, μακρινός συγγενής του Ψ2, σκότωσε τον ΑΑ, αδερφό του Χ4. Στις 14-3-2009 ο ΣΤ, βρισκόταν σε αγρόκτημα της οικογένειάς του στην περιοχή "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ. Δ. ... του Δήμου ... μαζί με τον φίλο του ΔΔ και έναν αλλοδαπό εργάτη, αλβανικής υπηκοότητας, τον ΕΕ, τον οποίο αποκαλούσαν "..." ή "...", απασχολούμενος με το κλάδεμα των νεόφυτων ελαιόδεντρων ("μουρέλων") του αγροκτήματος και με την καύση των υπολειμμάτων της ξυλείας. Μετά δε από τη μεσημβρινή τους ανάπαυλα, το απόγευμα της αυτής ημέρας ο ΣΤ με τον ως άνω φίλο του ΔΔ μετέβησαν και συνέχισαν την ίδια εργασία στα κτήματα του τελευταίου, ενώ οι γονείς του, Ψ2 και Ψ1, μαζί με τον ανωτέρω αλλοδαπό εργάτη και το δεκαεξάχρονο εγγόνι τους παρέμειναν στον αυτό τόπο και συνέχισαν την καύση των κλαδιών. Κατά τον ίδιο χρόνο, σε πλαϊνό αγρόκτημα βρίσκονταν ο Χ2 μαζί με τους δύο γιους του, ΑΑ και Χ4 και έβοσκαν τα πρόβατα τους. Επειδή δε η φωτιά, καίτοι δεν είχε επεκταθεί στο χωράφι τους, τους ενόχλησε, ο πρώτος εξ αυτών πλησίασε τον Ψ2 και την Ψ1 και με προκλητικό τρόπο άρχισε να τους προπηλακίζει, να εξυβρίζει την Ψ1 και να εκστομίζει απειλές κατά της ζωής τους, αιτιώμενος ότι η φωτιά του κατέστρεψε τη χορτονομή ("την ταή") των προβάτων του. Στη συνέχεια δε άρπαξε μία ευμεγέθη πέτρα από το έδαφος και, όπως στεκόταν πίσω από το συρματόπλεγμα που διαχώριζε τα δύο κτήματα, την εκσφενδόνισε προς το κεφάλι της Ψ2 πλήττοντας αυτήν στο μέτωπο και προκαλώντας της διάσχιση του δέρματος και αιμορραγία. Αντικρίζοντας τη σύζυγό του τραυματισμένη ο Ψ1 την αποτράβηξε σε ενδότερο σημείο του χωραφιού τους για να προστατευθεί και να σταματήσει με κάποιο πρόχειρο τρόπο την αιμορραγία, ενώ ο χ2, από κοινού πλέον με τον γιο του Χ4, που παρίστατο εξ αρχής στο άνω επεισόδιο, καθώς και με τον έτερο γιο του ΑΑ και τις δύο νύφες του, ΒΒ συζ. Χ4 και ΓΓ συζ. Χ3, που προσήλθαν μετά τον τραυματισμό της Ψ1 στο σημείο του συμβάντος, συνέχισαν για λίγα λεπτά, όλοι μαζί, να καταφέρονται (λεκτικά) εναντίον της οικογένειας Ψ. Στη συνέχεια, οι μεν άνδρες αποχώρησαν προς τα αυτοκίνητά τους και οι γυναίκες παραμέρισαν λίγα μέτρα πιο πέρα. Αιμόφυρτη και ταραγμένη, εν τω μεταξύ, όπως ήταν η Ψ1, βλέποντας ότι ο Χ2 και οι γιοι του απομακρύνθηκαν από το συγκεκριμένο χώρο και μην μπορώντας να διανοηθεί τι επρόκειτο να ακολουθήσει, κάλεσε από το κινητό της τηλέφωνο τον γιο της ΣΤ και, παραπονούμενη, τον ενημέρωσε για όσα είχαν διαδραματισθεί κατά την απουσία του. Ως ήταν δε αναμενόμενο ο γιος της αναστατώθηκε και, προφανώς κυριευμένος από θυμό, αφού, αρχικά, μετέβη μαζί με το φίλο του ΔΔ και με το αυτοκίνητο του τελευταίου στο σπίτι του στο χωριό ... για να παραλάβει, για προστασία, το κυνηγετικό του όπλο, έσπευσε, ακολούθως και έφτασε εντός ενός μισάωρου περίπου, στην άνω αγροτική περιοχή. Στη θέα της αιματοκυλισμένης μητέρας του, ως ήταν απολύτως φυσιολογικό, σοκαρίστηκε και αφού περιήλθε σε έξαλλη κατάσταση πλησίασε τις δύο ως άνω γυναίκες της οικογένειας Χ και διαπληκτίστηκε φραστικά με αυτές εκφράζοντας την αγανάκτησή του για την άνανδρη ενέργεια του πεθερού τους να τραυματίσει την μητέρα του. Η λεκτική αυτή αντιπαράθεση διήρκησε λίγα λεπτά και, ακολούθως, καθώς οι δύο γυναίκες άρχισαν να, απομακρύνονται από κοντά του, ο ΣΤ σταμάτησε να ασχολείται μαζί τους και επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν η τραυματισμένη μητέρα του για να την επιβιβάσει στο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο τους μάρκας "Nissan Navara" και να την μεταφέρει στο Κέντρο Υγείας ... . Καθώς δε επέστρεφε προς αυτήν ξεκρέμασε το κυνηγετικό του όπλο από το δέντρο όπου το είχε κρεμάσει ο φίλος του ΔΔ- ο οποίος του το είχε αποσπάσει πριν πλησιάσει τις δύο ως άνω γυναίκες - και το έδωσε, ακολούθως, στη μητέρα του για να το κρατάει, μέχρι να ετοιμαστούν για να αναχωρήσουν. Ενώ, όμως, ανηφόριζαν προς το αμπέλι τους, απ' όπου θα επιβιβάζονταν στα αυτοκίνητα τους, πλην του αλλοδαπού εργάτη που είχε απομακρυνθεί από τους υπόλοιπους, κατέφτασε με ταχύτητα στο σημείο που βρίσκονταν οι ανωτέρω δύο γυναίκες της οικογένειας Χ, ένα σκουρόχρωμο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο 4X4 με οδηγό τον Χ3 και συνοδηγό τον Χ1. Το αυτοκίνητο δε αυτό διενεργώντας ένα απότομο ελιγμό τροχοπέδησε έμπροσθεν του, σταθμευμένου στον ίδιο τόπο, λευκού αγροτικού αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε η ΒΒ, με το παρμπρίζ του στραμμένο κατά μέτωπο προς το σημείο που βρίσκονταν τα μέλη της οικογένειας Ψ. Στο άκουσμα του οχήματος η μόνη αντίδραση του ΣΤ ήταν να στραφεί και να κοιτάξει προς αυτό, αναφωνώντας "ήρθανε μωρέ!", εκφράζοντας δηλαδή την έκπληξή του για το θράσος που επιδείκνυαν τα μέλη της οικογένειας Χ, μετά από αυτό που είχαν πράξει, να επανεμφανίζονται στον τόπο του συμβάντος. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ενώ τα μέλη της οικογένειας Ψ παρακολουθούσαν το άνω όχημα, όντας ανυποψίαστα και μη δυνάμενα να προβλέψουν τι θα επακολουθούσε, μέσα από την καμπίνα του με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και από τη θέση του συνοδηγού, ο Χ1 πυροβόλησε εναντίον τους με ένα πιστόλι διαμετρήματος 9 mm, αγνώστων λοιπών στοιχείων, το οποίο παρανόμως έφερε μαζί του, αδιαφορώντας ποιον εξ αυτών θα έπληττε. Αποτέλεσμα της ως άνω πράξης του Χ1 ήταν να δεχθεί ο ΣΤ ένα πλήγμα από βολίδα πυροβόλου όπλου, η οποία διαπέρασε το θώρακά του, από τη δεξιά πλευρά προς την αριστερή, και διατρύπησε και τους δύο πνεύμονές του, τον δεξιό λοβό του ήπατος, και τον θόλο του στομάχου του. Από τη θέση δε του αυτοκινήτου, που ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, υπήρχε καλύτερη ορατότητα και τα ανωτέρω θύματα του ήταν εύκολος στόχος απ' ότι από τη θέση των τελευταίων, τα οποία λόγω των φυλλωμάτων του ελαιώνα έπρεπε να σκύψουν ή να πέσουν στο έδαφος για να διακρίνουν τις κινήσεις του. Δεχόμενος το πλήγμα ο ΣΤ έπεσε σφαδάζοντας στο έδαφος, πλην όμως, δεν απώλεσε αμέσως τις αισθήσεις του, ούτε εξέπνευσε ακαριαία, αλλά ανασηκώθηκε και, με τις μειωμένες πλέον δυνάμεις του, πιέζοντας με το αριστερό του χέρι την πληγή κάτω από τη δεξιά του μασχάλη, με το δεξιό του χέρι κράτησε την καραμπίνα και, χωρίς να μπορεί λόγω του τραύματός του να σημαδέψει, πυροβόλησε δυο φορές προς την πλευρά του αυτοκινήτου απ' όπου ο ίδιος είχε βληθεί. Ο Χ1, παρότι, προφανώς, είδε ότι είχε πλήξει και είχε ήδη τραυματίσει τον ΣΤ, εξακολούθησε να πυροβολεί εναντίον των μελών της οικογένειας Ψ, ρίπτοντας τουλάχιστον άλλους δύο πυροβολισμούς. Ο ΔΔ διαπιστώνοντας ότι ο φίλος του ΣΤ τραυματίσθηκε από τα πυρά, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο - που ήδη, ούτως ή άλλως, είχε διατρέξει αφού μία από τις σφαίρες είχε καρφωθεί στο έδαφος μπροστά στα πόδια του - έτρεξε προς αυτόν και υποβαστάζοντάς τον, τον μετέφερε μέχρι το Ι.Χ.Φ. αγροτικό τους αυτοκίνητο, που ήταν σταθμευμένο λίγο ψηλότερα, δίπλα στο αμπέλι, και οδηγώντας το ο ίδιος τον διακόμισε χωρίς καθυστέρηση στο Κέντρο Υγείας ..., ενώ οι Ψ1 και Ψ2, μαζί με τον αλλοδαπό εργάτη τους ΕΕ, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του ΔΔ, ένα παλιό αυτοκίνητο, μάρκας "Fiat Panda", χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας, αφού πέρασαν πρώτα από το σπίτι τους, στα ..., που απείχε 5 λεπτά περίπου, για ν' αλλάξουν αυτοκίνητο, μετέβησαν και εκείνοι στο Κέντρο Υγείας ..., όπου ήδη είχαν συγκεντρωθεί περί τα τριάντα άτομα, φίλοι του θύματος και συγγενείς της οικογένειας Ψ, όπως ο ΖΖ, ο ΗΗ, η ΘΘ και ο γαμπρός (επ' αδερφή) του θύματος ΚΚ με τη σύζυγό του ΛΛ. Ενόσω δε οι γιατροί προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες στον τραυματισμένο ΣΤ, ο οποίος βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, και τον ετοίμαζαν για άμεση διακομιδή με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο ..., για να εισαχθεί στο χειρουργείο, εμφανίστηκαν στο ίδιο Κέντρο Υγείας, ο Χ1, όντας εντελώς ελαφρά τραυματισμένος από ένα (1) χόνδρο (σκάγι) στο δεξί του χέρι, τρία (3) στο αριστερό του χέρι και ένα (1) στην αριστερή κροταφοβρεγματική χώρα, μαζί με τον αδελφό του Χ3, ο οποίος τον είχε μεταφέρει με το αυτοκίνητό του για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες, μη γνωρίζοντας, προφανώς, ότι στο ίδιο Κέντρο Υγείας είχε ήδη μεταφερθεί ο ΣΤ τραυματισμένος θανάσιμα και, ως ήταν φυσικό, προκάλεσαν την οργή των παρευρισκομένων συγγενών και φίλων της οικογένειας Ψ, οι οποίοι τους επιτέθηκαν, έριξαν τον Χ3 στο δάπεδο, και προσπάθησαν να τους εκδιώξουν έξω από το κτήριο του Κέντρου Υγείας ... . Ο τελευταίος δε Χ3, αν και τελούσε δυνάμει του υπ' αριθμ. 365/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων υπό καθεστώς υφ' όρον απόλυσης, λόγω προγενεστέρου φόνου (εν βρασμώ ψυχικής ορμής), τους εξόργισε ιδιαίτερα, διότι γρονθοκόπησε την Ψ2 στο πρόσωπο και την εξύβρισε λέγοντας της: "εσύ πουτάνα φταις για όλα". Στη συνέχεια, καίτοι προς στιγμήν ο εν λόγω κατηγορούμενος φάνηκε ότι εξερχόταν από το διάδρομο του Κέντρου Υγείας ... και ότι εγκατέλειπε το χώρο, αιφνιδιαστικά, επέστρεψε και με ορμή επιτέθηκε με ένα σουγιά, με λάμα μήκους επτά (7) εκατοστών περίπου, εναντίον του ΚΚ πλήττοντας αυτόν στη ράχη, στην κοιλιακή χώρα, στην αριστερή θηλή, στην αριστερή πλευρά του θώρακα του καθώς και στο αριστερό του χέρι, προκαλώντας του τραύματα "... 1) στη ραχιαίο, χώρα αριστερά ... τομής ... μήκους περί το. 2,5 εκατοστά με κάθετη φορά ... 2) στην αριστερή κοιλιακή χώρα τομής ... δύο χειρουργικών ραμμάτων ... 3) επί της θηλής αριστερά ... μήκους περί το 1 εκατοστό 4) στην αριστερή θωρακική χώρα ... τομής ... μήκους περί τα 1,5 εκατοστά (και) 5) στον αντίχειρα ... του αριστερού χεριού ... (τομής έξι ραμμάτων) ...", σύμφωνα με την υπ αρ. πρωτ. .../16-3-2009 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ... . Από την σφοδρότητα των κτυπημάτων, την πολλαπλότητα αυτών, ως και των σημείων που ετρώθησαν, προκύπτει ότι πρόθεσή του ήταν να του επιφέρει καίριο θανατηφόρο πλήγμα κυρίως γύρω από την καρδιακή χώρα, πλην όμως, δεν το κατόρθωσε αφενός μεν γιατί ο παθών ΚΚ αμύνθηκε με τα χέρια του και, μάλιστα, έκοψε τον αντίχειρα του στην προσπάθεια του να αποκρούσει και νέο χτύπημα στο στήθος (βλ. ανωτέρω το υπό στοιχείο 5 τραύμα, το οποίο είναι "αμυντικού τύπου"), αφετέρου δε γιατί φοβήθηκε από την επίθεση του πλήθους που έσπευσε να προστατεύσει τον παθόντα. Όταν δε το πλήθος φίλων και συγγενών της οικογένειας Ψ τον εξανάγκασε να εξέλθει από το Κέντρο Υγείας στο προαύλιο, επιχείρησε εκ νέου να επιτεθεί κατά του ανωτέρω παθόντα καθώς, όμως, η Ψ2 εισχώρησε ανάμεσά τους για να προστατέψει το γαμπρό της, στράφηκε εναντίον αυτής και, πριν εξοβελιστεί από το πλήθος, πρόλαβε να την πλήξει με το μαχαίρι ελαφρώς στο πρόσωπο και βαρύτερα στην κοιλιακή χώρα προκαλώντας της "... 1) (αφορά το τραύμα που της προκάλεσε ο Χ2 με την ρίψη πέτρας), 2) τραύμα τομής ... τριών χειρουργικών ραμμάτων στην αριστερή υπογνάθια χώρα, 3) ... στην αριστερή κοιλιακή χώρα ... τραύμα τομής μήκους περί τα 6 εκατοστά ... 4) στην κοιλιακή χώρα δεξιά ... τραύμα τομής μήκους περί τα δύο εκατοστά ... (και) τρώση του περιτόναιου αριστερά ...,", σύμφωνα με την υπ' αριθμ. πρωτ. .../16-3-2009 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ... . Από το είδος των τραυμάτων και ειδικότερα το μέσο που χρησιμοποίησε (μαχαίρι-σουγιά), ως και τα μέρη που έτρωσε προκύπτει ότι μπορούσε, προφανώς, να προκαλέσει στην ανωτέρω παθούσα Ψ2 κίνδυνο για τη ζωή της και βαριά σωματική βλάβη, καθόσον ήταν δυνατόν να πλήξει κάποιο ζωτικό της όργανο ή να της προκαλέσει αιμορραγία από την τρώση κάποιας κεντρικής αρτηρίας. Μετά, εξάλλου, και το δεύτερο αυτό επεισόδιο που έλαβε χώρα στο Κέντρο Υγείας και την αποχώρηση των αδερφών ΑΑ και Χ3, και αφού είχε παρέλθει ένα μισάωρο περίπου από τη στιγμή που ο ΣΤ είχε μεταφερθεί, στο εν λόγω Κέντρο Υγείας (...), ο τελευταίος διεκομίσθη με ασθενοφόρο στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο ..., όπου και, τελικώς, λόγω της πολλαπλής τρώσης των ζωτικών του οργάνων και της επακόλουθης αιμορραγικής καταπληξίας που υπέστη, εξέπνευσε (...). Επίσης, ... ο Χ4 έφερε τρία (3) τραύματα από χόνδρους (σκάγια) κυνηγετικού όπλου και συγκεκριμένα ένα (1) στην αριστερή παρειακή χώρα, ένα (1) στο ωλένιο χείλος του αριστερού άκρου χεριού και ένα στη μεσότητα της ωλένιας επιφάνειας του μέσου δακτύλου του αριστερού άκρου χεριού. Έπειτα από το θάνατο του ΣΤ οι αστυνομικές αρχές επιδόθηκαν στην αναζήτηση και στη σύλληψη των δραστών, οι οποίοι φυγοδικούσαν, και στα πλαίσια των ενεργειών τους, πραγματοποίησαν αυθημερόν έρευνες στις κατοικίες των μελών της οικογένειας Χ στα ... του Δήμου ... από τις οποίες προέκυψε ότι ο μεν Χ3 κατείχε παράνομα, εντός της οικίας του, είκοσι δύο (22) κάλυκες φυσιγγίων πιστολιού, διαμετρήματος 9 mm, καθώς και επτά (7) κάλυκες φυσιγγίων στρατιωτικού τυφεκίου τύπου "Kalashnikov", διαμετρήματος 7,62 Χ39 mm, ο δε πατέρας του Χ2, εντός της δικής του κατοικίας, ένα κυνηγετικό όπλο, δίκαννο, ρωσικής προέλευσης, μάρκας "Baikal", διαμετρήματος 12 cal, με αριθμό σειράς ..., χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής καθώς και είκοσι δύο (22) φυσίγγια του αυτού διαμετρήματος. Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα από τις εμπειρικά παρατηρήσιμες ενδείξεις προκύπτει εναργώς ο ανθρωποκτόνος δόλος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ1 και συγκεκριμένα προκύπτει από το μέσον που χρησιμοποιήθηκε (πυροβόλο όπλο-πιστόλι),τη ρίψη τουλάχιστον τριών πυροβολισμών από κοντινή απόσταση, το ζωτικό μέρος που ετρώθη (δεξιά μασχαλιαία χώρα), ο απόλυτος αιφνιδιασμός του θύματος, καθόσον οι πυροβολισμοί ρίφθηκαν μέσα από το Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος Χ3 και από τον συνοδηγό αυτού, συνθήκες που μαρτυρούν ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, ειδοποιηθείς προφανώς από τις συζύγους των αδερφών του, είτε από την ΒΒ συζ. Χ4 είτε από την ΓΓ συζ. Χ3, σχετικά με την άφιξη του φέροντος κυνηγετική καραμπίνα ΣΤ στον τόπο του συμβάντος, ως και του φραστικού επεισοδίου που είχε αυτός με τις προαναφερόμενες γυναίκες, προσήλθε στο χώρο με αποκλειστικό σκοπό τη θανάτωση του τελευταίου, την οποία είχε σχεδιάσει και αποφασίσει ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κρίση η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν μετείχε σε προγενέστερο χρόνο σε κάποιο επεισόδιο με το θύμα, αλλά προσήλθε στο τόπο των συμβάντων έχοντας αναλάβει το ρόλο του εκτελεστή. Επίσης, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται πλήρως η υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή διότι: α) ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, όντας συνοδηγός στο με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, πυροβόλησε διαδοχικά με πυροβόλο όπλο (πιστόλι) από μικρή απόσταση τουλάχιστον τρεις φορές εναντίον μιας ομάδας τεσσάρων ατόμων (ΣΤ, ΔΔ, Ψ1, Ψ2), οι οποίοι βάδιζαν δίπλα - δίπλα, β) η ενέργειά του αυτή ήταν πρόσφορη και κατάλληλη να επιφέρει το θάνατο οιουδήποτε εκ των τεσσάρων ατόμων, δεδομένου ότι επέφερε το θάνατο του ΣΤ, και συνιστά όχι μόνο κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων αρχή εκτέλεσης της πράξης αλλά στοιχειοθετεί και την αρχή πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, οδηγεί σ' αυτή, γ) ο εκκαλών κατηγορούμενος γνώριζε ότι με τέτοια κίνηση (ρίψη τουλάχιστον τριών πυροβολισμών από κοντινή απόσταση) ήταν κατά την κοινή πείρα δυνατό να επέλθει ο θάνατος ενός μέλους της οικογένειας Ψ ή του ΔΔ και παρόλα αυτά δεν απέφυγε την ενέργεια αυτή και έτσι αποδέχθηκε το θάνατο τους. Το αποτέλεσμα του θανάτου όμως, πλην του ΣΤ, δεν επήλθε για τους ΔΔ, Ψ1 και Ψ2 από λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του καθόσον αφενός μεν ο θανάσιμα τραυματισθείς ΣΤ πρόλαβε και πυροβόλησε με την κυνηγετική καραμπίνα κατά τους αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να τραυματίσει έστω και εντελώς ελαφρά τους επιβαίνοντες σ' αυτό, αφετέρου δε οφείλεται σε αστοχία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η οικογένεια Ψ και ο ΔΔ αποτραβήχθηκαν στο εσωτερικό του ελαιώνα. Επομένως, ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 απεφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει τη σκέψη να σκοτώσει οποιονδήποτε από την οικογένεια Ψ ή τον φίλο της οικογένειας ΔΔ και επιχείρησε με πρόθεση προς τον ανθρωποκτόνο αυτό σκοπό όλες τις προαναφερόμενες ενέργειες του. Άλλωστε δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιφατική η σκέψη στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με διαζευκτικό δόλο της θανάτωσης ή του τραυματισμού των παθόντων, γιατί και πάλι ευθύνεται αυτός κατά την προαναφερόμενη περίπτωση ως υπαίτιος του βαρύτερου εγκλήματος δηλ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας, εφόσον η υποκειμενική υπόσταση αυτής μπορεί να στηρίζεται και επί ενδεχομένου δόλου, που υφίσταται οπωσδήποτε στη συγκεκριμένη περίπτωση ... . Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 διατείνεται ότι το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων έσφαλε στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καθόσον τον παρέπεμψε να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, καθώς επίσης διατείνεται ότι προσήλθε στο τόπο του συμβάντος όντας αμέριμνος και μη γνωρίζοντας ότι εκεί βρισκόταν ο ΣΤ οπλισμένος με κυνηγετική καραμπίνα και ότι καθ' ον χρόνο αποβιβαζόταν από το αυτοκίνητο του Χ4 δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά εκ μέρους του θύματος με αποτέλεσμα να τραυματισθούν αμφότεροι και ο ίδιος πέφτοντας στο έδαφος για να καλυφθεί πυροβόλησε αμυνόμενος προς το μέρος του ΣΤ, ισχυρισμοί οι οποίοι είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, οι ως άνω ισχυρισμοί επιβεβαιώνονται μόνον εκ μέρους των συγγενικών του προσώπων και αυτόπτων μαρτύρων ΒΒ συζ. Χ4 και ΓΓ συζ. Χ3, ενώ δεν διαψεύδονται μόνον εκ μέρους των συγγενικών προσώπων και φίλου του θύματος και μαρτύρων Ψ1, Ψ2 και ΔΔ, αλλά κυρίως διαψεύδονται εκ μέρους του μάρτυρα ΕΕ, ο οποίος με την από 15-3-2010 ένορκη κατάθεσή του, εκτός των άλλων κατέθεσε ότι "... Καθώς ετοιμαζόμασταν να φύγουμε και να πάμε την Ψ2 στο Νοσοκομείο, προκειμένου να της παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, εμφανίστηκε ξαφνικά ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, 4X4, μάλλον σκούρου χρώματος και σταμάτησε πλησίον του σημείου που βρισκόταν προηγουμένους ο ΣΤ με τις δυο (2) γυναίκες. Από το αυτοκίνητο δεν κατέβηκε κανένας επιβάτης και ούτε είδα πόσα άτομα ήταν μέσα σε αυτό. Εκείνη τη στιγμή ο ΣΤ με τους γονείς του βρισκόταν μέσα στον ελαιώνα, ενώ εγώ ήμουν λίγα μέτρα μακρύτερα. Ξαφνικά άρχισαν να ρίχνονται πυροβολισμοί από το σημείο που βρισκόταν το αυτοκίνητο προς το σημείο που ήταν ο ΣΤ με τους γονείς του. Αρχικοί έριξαν ένα (1) πυροβολισμό και εγώ είδα τον ΣΤ να πέφτει κάτω, βγάζοντας μια κραυγή. Αμέσως κατάλαβα ότι τον είχαν χτυπήσει. Ο ΣΤ σηκώθηκε κρατώντας με το χέρι του το σημείο κάτω από την δεξιά του μασχάλη. Προφανώς εκεί είχε χτυπηθεί και πίεζε το τραύμα του. Αμέσως άρπαζε το όπλο από τα χέρια της μητέρας του, η οποία βρισκόταν δίπλα του και πυροβόλησε μία (1) φορά προς το μέρος του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου. Το όπλο κατά την στιγμή που πυροβόλησε το κρατούσε μόνο με το δεξί του χέρι καθώς με το άλλο χέρι πίεζε την πληγή του. Αμέσως έπεσαν άλλοι δύο (2) πυροβολισμοί μέσα από το προαναφερόμενο Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, με κατεύθυνση προς το σημείο που βρισκόταν ο ΣΤ με τους γονείς του. Εγώ κατάλαβα ότι έριχναν προς το μέρος τους, επειδή τα βλήματα, καθώς χτυπούσαν στο έδαφος σήκωναν σκόνη ... . Περαιτέρω, η ως άνω κατάθεση του μάρτυρα ότι οι κατηγορούμενοι δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, αλλά αιφνιδίασαν το θύμα, ενισχύεται και από το γεγονός της μορφής των τραυμάτων από τους χόνδρους (σκάγια) κυνηγετικού όπλου που έφεραν αμφότεροι και τα οποία τραύματα, ως προαναφέρεται, περιορίζονται στα ακάλυπτα μέρη των σωμάτων τους, ήτοι πρόσωπο και χέρια, καθώς επίσης ορισμένοι εξ αυτών (χόνδρων) έπληξαν το αυτοκίνητο, λόγω της διασποράς τους ...".
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας, της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών και της οπλοχρησίας και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του υπ' αριθμ. 109/2010 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26§1, 27§1, 42§1, 94§1, 299§1 του Π.Κ., 1 παρ. 1α, δ, 7 παρ. 1, 8α, 10 παρ. 1 - 13α, 14 του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, χωρίς να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και έχοντας αποφασίσει να θανατώσει τον ΣΤ, τον στόχευσε και τον πυροβόλησε, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει θανάσιμα, προέβλεπε δε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα ότι, πυροβολώντας κατ` αυτού, μπορούσε να φονεύσει τους γονείς του Ψ1 και Ψ2 ή το φίλο του ΔΔ, που βάδιζαν δίπλα του, γεγονός που αποδέχθηκε, συνέχισε δε να πυροβολεί εναντίον τους και μετά το θανάσιμο τραυματισμό του πρώτου. Αιτιολογείται, ακόμη, ότι η πράξη της ανθρωποκτονίας των τελευταίων παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, γιατί οι βολές του εναντίον τους αστόχησαν. Τέλος, αιτιολογεί και την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα, ότι, δηλαδή, κατά το χρόνο που αποβιβαζόταν από το αυτοκίνητο του Χ4, δέχθηκε καταιγιστικά πυρά από το θύμα, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν αμφότεροι (ο αναιρεσείων και ο Χ4) και, πέφτοντας στο έδαφος για να καλυφθεί, πυροβόλησε, αμυνόμενος, προς το μέρος του θύματος. Επομένως, ο τέταρτος, από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδίως ως προς το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας και την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι όταν πυροβόλησε βρισκόταν σε βρασμό ψυχικής ορμής και σε κατάσταση άμυνας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η μερικότερη αιτίαση ότι από την αναφορά στο βούλευμα ότι "από το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε αρχικά η αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση και, στη συνέχεια, η κυρία ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομότυπα, και συγκεκριμένα από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων" δημιουργείται ασάφεια για το αν λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα της δικογραφίας (υπομνήματα κατηγορουμένων κ.λπ.), γιατί εμφανίζεται ότι το Συμβούλιο περιορίστηκε μόνο στα "κρίσιμα" έγγραφα, είναι αβάσιμη, γιατί στο βούλευμα αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα και όχι τα "κρίσιμα" (οπότε και μόνο θα υπήρχε ασάφεια), ενώ, από την επισκόπηση της δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι υπέβαλε υπόμνημα ο αναιρεσείων, ο οποίος, άλλωστε δεν προσδιορίζει ποια είναι τα έγγραφα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν έλαβε υπόψη το Συμβούλιο. Κατά το άρθρο 308 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 3160/2003, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από το λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκοπό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ) που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ. Το εν λόγο αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το δικαστικό συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με την έφεση λόγω του ότι δεν πρέπει να τηρηθεί κάποιος τύπος και με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του εισαγγελέα, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση της εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεως, πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, κατ` άρθρο 171§1 περ. δ' ΚΠοινΔ, η οποία συνίσταται στο ότι, αν και, με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, όρισε αντίκλητο (το δικηγόρο Χανίων Ιω. Σφακιωτάκη) και ζήτησε να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, το Συμβούλιο Εφετών αγνόησε το αίτημά του και δεν γνωστοποίησε ούτε στον ίδιο ούτε στον αντίκλητό του το χρόνο συνεδριάσεώς του για να αποφανθεί επί της εφέσεως ούτε τον κλήτευσε και, κατά συνέπειαν, αυτός δεν εκπροσωπήθηκε ούτε υπέβαλε υπόμνημα, όπως είχε ζητήσει. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, όπως προκύπτει από την από 23.3.2010 βεβαίωση της Διευθύντριας της Γραμματείας της Εισαγγελίας Εφετών Κρήτης ..., οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος Ιω. Σφακιωτάκης και Ιω. Ντερμανάκης ειδοποιήθηκαν για την υποβληθείσα εισαγγελική πρόταση και ενυπογράφως έλαβαν γνώση αυτής. Πλην, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ούτε υπόμνημα υπέβαλε ούτε ζήτησε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, οπότε ορθώς δεν κλητεύθηκε κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του.
Με τον δεύτερο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεως, ο αναιρεσείων προσβάλλει το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, κατ` άρθρο 171§1 περ. δ' ΚΠοινΔ, η οποία συνίσταται στο ότι: "α) Η με ημερομηνία 21/12/2009 ένορκη εξέταση της Ψ2 έχει ληφθεί σε χρονικό διάστημα πολύ μεταγενέστερο της απολογίας του Χ2 και Χ4 και τούτο έγινε για να εμπλέξει τον δεύτερο απ' αυτούς στις πράξεις της ανθρωποκτονίας και της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Και β) με ημερομηνία 16/12/2009 και 14/1/2010 έχουν συμπεριληφθεί κατά παράβαση του Ν. 2472/97 στην εν λόγω δικογραφία (42) αντίγραφα από το Β.Α.Σ. ... τα οποία αναφέρονται σε καταγγελίες, μηνύσεις κ.λπ., και ανάγονται στο χρονικό διάστημα 2006 έως και σήμερα, αφορούν δε κατά το πλείστον διαφορές μεταξύ ατόμων τα οποία ουδεμία ανάμειξη έχουν στην εν λόγω υπόθεση, ήτοι δεν είναι ούτε μηνυτές ούτε κατηγορούμενοι ούτε μάρτυρες, π.χ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... κ.τ.λ. Η συγκέντρωση των παραπάνω εγγράφων από τα οποία ένα ή δύο, μόνο αφορούν την ένδικη υπόθεση, έγινε με αίτημα και πρωτοβουλία της Πολιτικής Αγωγής, προκειμένου να συσχετισθούν με την εκκρεμή ενώπιον του Ανακριτή ποινική υπόθεση, για να προκληθεί σύγχυση και εξαχθεί αρνητική εικόνα σε βάρος των δύο κατηγορουμένων Χ2 και Χ4 ...". Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, η υπό στοιχ. α' αιτίαση είναι απαράδεκτη, γιατί η μεταγενεστέρως ληφθείσα κατάθεση της Ψ2 στοχεύει τον Χ2 και όχι τον αναιρεσείοντα, ανεξαρτήτως του ότι από την ληφθείσα στις 21.12.2009 κατάθεση της ανωτέρω δεν προκύπτει κάποια ακυρότητα της προδικασίας, αφού οι κατηγορούμενοι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ενημερώθηκαν συννόμως για το πέρας της ανάκρισης στις 18.1.2009 και, πληροφορηθέντες την εν λόγω κατάθεση, προσέφυγαν με την από 18.1.2009 αίτησή τους στον Ανακριτή και, στη συνέχεια, στις 25.3.2009 ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων, όπου εξέθεσαν τις απόψεις τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπό την επίκληση του λόγου αυτού της αναιρέσεως - αναφορικά με την κατάθεση της Ψ2 (που χαρακτηρίζεται "ως στερούμενη κάθε αξιοπιστίας") πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του Συμβουλίου. Η δε υπό στοιχ. β αιτίαση είναι, επίσης, απαράδεκτη, καθόσον στη δικογραφία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, δεν υπάρχουν τα (42) αντίγραφα εγγράφων, για τα οποία γίνεται λόγος και μάλιστα κατά αόριστο τρόπο, αφού τα εν λόγω "έγγραφα" δεν προσδιορίζονται ακριβώς ποια είναι.
Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως, πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, γιατί δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, αλλά έλαβε υπόψη του μερικά μόνο από αυτά, ενώ όφειλε, για να κρίνει αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του, να συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν. Ειδικότερα, αιτιάται το πληττόμενο βούλευμα ότι δέχθηκε: "α) Ότι προκύπτει εναργώς ο ανθρωποκτόνος δόλος του αναιρεσείοντος από το μέσον που χρησιμοποίησε, β)την ρίψη τουλάχιστον τριών πυροβολισμών από κοντινή (;;) απόσταση, γ)το ζωτικό μέρος που ετρώθει το θύμα, και, δ)ο απόλυτος αιφνιδιασμός του θύματος, πλην όμως το βούλευμα αυτό αγνόησε παντελώς το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, 1) και ο θανατωθείς χρησιμοποίησε όπλο, 2) και εκείνος έριξε μερικούς πυροβολισμούς με την καραμπίνα του, την οποία πριν από ελάχιστο χρόνο είχε φέρει στον τόπο του συμβάντος, αφού είχε προς τούτο μεταβεί στην οικία του, 3)η απόσταση που ο αναιρεσείων έρριψε τους πυροβολισμούς είναι η ίδια ακριβώς απόσταση από την οποία και ο θανάσιμα τραυματισθείς ΣΤ έρριψε τους δικούς του πυροβολισμούς εναντίον του αναιρεσείοντα, 4) δεν ετρώθει μόνο ο ΣΤ σε ζωτικό μέρος του σώματός του, αλλά και ο αναιρεσείων βλήθηκε στο πρόσωπο και σε άλλα σημεία του σώματος του, λόγος για τον οποίο αιμόφυρτος μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας ..., και, βέβαια, αν οι βολές του ενός υπήρξαν πλέον αποτελεσματικές από εκείνες του άλλου, αυτό αφευατού δεν μπορεί να καταδείξει ανθρωποκτόνο δόλο στον ένα και κανένα δόλο στον άλλο. 5) Ακόμα, δεν υπήρξε αιφνιδιασμός του θύματος, όταν έχει προηγηθεί η ασυγκράτητη αναζήτηση από το θύμα με την καραμπίνα στο χέρι των μελών της οικογένειας Χ2, όταν το ίδιο το θύμα φέρεται από τους παρόντες μάρτυρες να είπε τη φράση: "Ήρθανε μωρέ", εννοώντας τους Χ, αφού άπαντες είχαν δει και ακούσει το ερχόμενο αγροτικό αυτ/το με αναμφισβήτητο θόρυβο και ταχύτητα να κινείται στην ανωφέρεια προς τον τόπο του συμβάντος, στοιχεία τα οποία ουδόλως αξιολόγησε το βούλευμα, αφού δέχτηκε, ότι υπήρξε ... απόλυτος αιφνιδιασμός του θύματος. Προσέτι, δέχτηκε το βούλευμα ότι, ο αναιρεσείων προσήλθε στο χώρο με αποκλειστικό σκοπό την θανάτωση του ΣΤ, την οποία είχε σχεδιάσει και αποφασίσει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, και, ότι είχε αναλάβει το ρόλο του εκτελεστή, παραδοχές, οι οποίες ενώ καταρχήν είναι αβάσιμες και ατεκμηρίωτες καταδεικνύουν ενταυτώ ότι δεν αξιολογήθηκαν, ούτε σταθμίστηκαν όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, και δη το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, - το θύμα ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την μητέρα του Ψ2 και προσέτρεξε στον τόπο του συμβάντος από άλλο χωριό στο οποίο εργαζόταν -τουλάχιστον μισή ώρα απόσταση- έφτασε δε εκεί με εμφανέστατο ανθρωποκτόνο δόλο, αφού είχε περάσει προηγούμενα από την οικία, του και παρέλαβε, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου του ΔΔ την καραμπίνα του, μετέβη δε στον τόπο του συμβάντος σε τέτοιο βαθμό εξοργισμένος και αποφασισμένος, όπως κατέθεσαν ο φίλος του ΔΔ και η μητέρα του, ώστε αδυνατούσαν να του αφαιρέσουν την καραμπίνα από το χέρι (ιδ. καταθέσεις Ψ2 και ΔΔ). Έτσι, από τις ίδιες τις καταθέσεις της μητέρας και του φίλου του αναδύεται αβίαστα ο πράγματι ανθρωποκτόνος δόλος τον οποίο επωμίστηκε το ατυχές θύμα, ενώ από κανένα απολύτως στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει η ανάληψη τέτοιου ρόλου εκ μέρους του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα δέχεται το βούλευμα. Περαιτέρω, το πληττόμενο βούλευμα ούτε αξιολόγησε, ούτε στάθμισε το γεγονός ότι, όταν το θύμα έπαυσε να πυροβολεί κατά των επιβατών του αυτ/του, τότε και ο αναιρεσείων έπαυσε να πυροβολεί κατ' αυτού, και, δεν συνέχισε να πυροβολεί κατά των λοιπών (πατέρα, μητέρα και φίλου του θύματος) που βρισκόταν δίπλα του, όπως θα έπραττε, αν πράγματι είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση και κατ' αυτών. Γιατί άραγε δεν συνέχισε ο αναιρεσείων την ανθρωποκτόνο δραστηριότητά του, αφού στο βούλευμα δεν αναφέρεται κανένας εξωτερικός παράγοντας εξαιτίας του οποίου αυτός έπαυσε να πυροβολεί θέλοντας να φονεύσει και τους λοιπούς. Αφού είχε ήδη εξουδετερώσει τον μόνο, ο οποίος οπλοφορούσε, δηλ το θύμα, γιατί να μην συνεχίσει ανενόχλητα να φονεύει και τους λοιπούς ανυπεράσπιστους που βρίσκονταν στην ίδια απόσταση, ακάλυπτοι;; Προέκυψε άραγε ότι ο αναιρεσείων δε διέθετε άλλες σφαίρες;;". Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, είναι αόριστος και απορριπτέος, γιατί δεν προσδιορίζεται ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη. Κατά δε το μέρος, με το οποίο πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, γιατί, με την επίφαση της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την υπ` αριθ. 5/3 Μαΐου 2010 αίτηση των Ψ2 και Ψ1 και β) την υπ` αριθ. 4/23 Απριλίου 2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ` αριθ. 75/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ