Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δωροδοκία, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Αίτημα αναβολής δίκης. Αιτιολογία για την απόρριψή του. Αιτίαση για περιεχόμενο πρακτικών χωρίς την προσβολή τους ως πλαστών. Απόρριψη αίτησης.
Αριθμός 2004/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μιχαηλίδη, για αναίρεση της 1594/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1917/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 235 του Π.Κ. τιμωρείται με την προβλεπόμενη απ' αυτό ποινή, ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σ' αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτή προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 Α' του ΠΚ), α) τα δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση τούτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ή μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και (β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ήτις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι, στην απόφαση πρέπει να διαλαμβάνεται και διευκρινίζεται ότι η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου ανάγεται στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις, περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, όπως αυτή διαγράφεται από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες ή προκύπτει από τη φύση της υπηρεσίας του και πόθεν τούτο προκύπτει, μη αρκούντος ότι ανάγεται στην υπηρεσία ή τα καθήκοντά του, άνευ άλλου τινός, έστω και αν τέτοια ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη απόφασης που λαμβάνει άλλος υπάλληλος ως αρμόδιος. Επομένως δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις, πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση υπηρεσιακής επιρροής του ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο ο οποίος έχει αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίησή τους. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ τον ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο και ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελεί επίσης έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ορισμένου ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποτελεί όμως λόγος αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεως των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετική ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, η ως άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν ή έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠολΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον, η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτή και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή η απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης κατά ένα μέρος (το καταδικαστικό) υπ' αριθμ. 1594/2008 απόφασης του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε το αίτημα που υποβλήθηκε από τον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα περί αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να κληθεί ο εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυρας υπεράσπισης ΑΑ, αστυνομικός (προϊστάμενος τότε στην Τροχαία ...), με την αιτιολογία ότι "ο εν λόγω μάρτυρας δεν κρίνεται ουσιώδης και εκτός αυτού θα μπορούσε να προταθεί και πάλι από τον κατηγορούμενο προκειμένου να εξετασθεί από το παρόν δικαστήριο, εφόσον δεν διατάχθηκε η κλήτευση του από τον Εισαγγελέα". Έτσι, που αποφάνθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προαναφερόμενη προπαρασκευαστική απόφασή του την από τα ως άνω άρθρα του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ως προς το μη αναγκαίο της αναβολής της συζήτησης της δίκης και περαιτέρω προς την ενοχή του κατηγορουμένου για το πλημμέλημα που καταδικάσθηκε (παθητική δωροδοκία), οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στο προεκτεθέν πόρισμά του για απόρριψη του προαναφερομένου περί αναβολής της δίκης αιτήματος του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του άνω αιτήματος αναβολής της δίκης. Περαιτέρω το ίδιο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη εν μέρει απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, ως προς την πράξη της παθητικής δωροδοκίας που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είναι αστυφύλακας και υπηρετεί στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ... . Είναι δηλαδή, υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' ΠΚ, αφού δια νόμου του έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκε η αφαίρεση και η επιστροφή των αφαιρεθέντων εγγράφων των οδηγών (αδειών οδήγησης και κυκλοφορίας αυτοκινήτων) εξ αιτίας παράβασης των διατάξεων του ΚΟΚ. Από τον μηνυτή Ψ, αλβανικής καταγωγής, είχαν αφαιρεθεί νόμιμα λόγω παράβασης από αυτόν του ΚΟΚ στις 15-6-2007 η Αλβανική και η Διεθνής άδεια οδήγησης καθώς και η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του επί τρίμηνο. Στις 29 Αυγούστου του ίδιου έτους ο κατηγορούμενος κάλεσε με τηλεφωνική κλήση στο κινητό τηλέφωνό του τον μηνυτή, λέγοντάς του πως τηλεφωνεί από την Τροχαία, από το γραφείο 2 και πως θέλει να τον βοηθήσει για την υπόθεσή του, αναφερόμενος στην αφαίρεση της άδειας οδήγησης και Κυκλοφορίας που είχε συμβεί πριν από δόμηση μήνες και τον κάλεσε στο γραφείο του. Ο μηνυτής ανταποκρίθηκε και όταν προσήλθε στο συγκεκριμένο κτίριο και γραφείο την επόμενη ημέρα, διαπίστωσε πράγματι ότι ο κατηγορούμενος ήταν αστυνομικός ένστολος ο οποίος μέσα στο γραφείο του, του ζήτησε χρηματικό ποσό 250,00 Ευρώ ως "άτυπο μεταξύ τους πρόστιμο", προκειμένου να του επιστρέψει τα αφαιρεθέντα έγγραφα. Ο μηνυτής του είπε ότι δεν είχε χρήματα και αποχώρησε. Εκτοτε ο κατηγορούμενος με πολλαπλές καθημερινές κλήσεις του ζητούσε επίμονα να του καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, προκειμένου να παραλάβει τα έγγραφά του. Ο μηνυτής αρνούνταν, δηλώνοντας επανειλημμένα ότι δεν είχε κανένα λόγο να ανταποκριθεί στην πρότασή του, δεδομένου σε δέκα πέντε ημέρες έληγε ο χρόνος της αφαίρεσης των εγγράφων του, τα οποία θα λάμβανε με νόμιμο τρόπο στις 1-5-9-2007. Όταν ο κατηγορούμενος τον κάλεσε για πολλοστή φορά απαιτώντας με έντονο ύφος να προσέλθει και να του καταβάλει 250,00 Ευρώ ενημερώνοντας τον μάλιστα με το ότι, εάν δεν συμμορφώνονταν με την απαίτησή του, θα του αφαιρούσε και την ελληνική του άδεια οδήγησης που εκείνος στο μεταξύ είχε πάρει καθώς και όλα τα νομιμοποιητικά του έγγραφα ο μηνυτής, αισθανόμενος ανασφαλής ιδιαίτερα λόγω της αλλοδαπής καταγωγής του και μετά από συζήτηση που έκανε με κάποιο δημοσιογράφο, κατήγγειλε το περιστατικό στο Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων, όπου προσήλθε τις νυκτερινές ώρες της 6ης προς την 7η-9-2007, και ενώπιον των αστυνομικών, μαρτύρων κατηγορίας, τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο, του οποίου ακόμη δεν γνώριζε το όνομα, καλώντας τον αριθμό της κινητής τηλεφωνικής σύνδεσης του τελευταίου από τη μνήμη της δικής του τηλεφωνικής συσκευής, στην οποία είχε καταχωρηθεί αυτομάτως, έχοντάς την σε ανοικτή ακρόαση. Του είπε ότι είχε τα χρήματα και ήταν έτοιμος να του τα δώσει, ενώ ο κατηγορούμενος απάντησε ότι τον περιμένει και ότι θα βρίσκεται στο γραφείο του μέχρι τις 13.00 ώρα. Με σχετική μάλιστα εντολή του διοικητή του ΑΤ, αστυνομικοί υπάλληλοι προέβησαν στην προσημείωση των χαρτονομισμάτων των 250 ευρώ, τα οποία επιστράφηκαν στο μηνυτή. Στις 11.45 της ίδιας ημέρας ο μηνυτής συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο, όπως είχε υποδειχθεί από τους αστυνομικούς του Τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων και είχε συμφωνηθεί, επί της οδού ..., μπροστά στην Υποδιεύθυνση Τροχαίας ..., όπου κατέβηκε ο κατηγορούμενος μετά τον ισχυρισμό του μηνυτή ότι δεν μπορεί να ανεβεί στο γραφείο του γιατί έχει μαζί του και την άρρωστη κόρη του που θέλει να μεταφέρει στο νοσοκομείο. Εκεί ο τελευταίος παρέδωσε στον κατηγορούμενο χρηματικό ποσό 250,00 Ευρώ, ενώ συγχρόνως ο κατηγορούμενος του έδωσε τα αφαιρεθέντα έγγραφά του, στη συνέχεια δε συνελήφθη από τους παρισταμένους αστυνομικούς υπαλλήλους, οι οποίοι παρακολουθούσαν διακριτικά από μικρή απόσταση και οι οποίο βρήκαν στην κατοχή του τα ανωτέρω προσημειωμένα χαρτονομίσματα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο κατηγορούμενος επέστρεψε από το ποσό των 250 ευρώ ποσό 50,00 Ευρώ στο μηνυτή, λέγοντας του ότι το κάνει για την κόρη του που ήταν άρρωστη. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και υποστηρίζει ότι το ποσό που του έδωσε ο μηνυτής είναι έναντι καταβολής ασφαλίστρων για το αυτοκίνητου του και αφορούν τη σύζυγό του (κατηγορουμένου), που εργάζεται σε ασφαλιστικό γραφείο. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός είναι εντελώς αβάσιμος, αφού δεν αποδεικνύεται. Άλλωστε, εκτός του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο μηνυτής δεν είχε ασφαλισμένο το αυτοκίνητο του σε ασφαλιστική εταιρία που να σχετίζεται με τη σύζυγο του κατηγορουμένου, και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός αυτός, είναι αντίθετο σε κάθε λογική να καταβάλλονται ασφάλιστρα στη μέση του δρόμου, έξω από τα γραφεία της ασφαλιστικής, σε άλλο άτομο ξένο με την ασφαλιστική εταιρία, το οποίο εισπράττει ασφάλιστρα για λογαριασμό της χωρίς απόδειξη, κάνοντας μάλιστα και έκπτωση για λόγους ανθρωπιστικούς. Είναι σαφείς και κατηγορηματικές οι μετά λόγου γνώσεως καταθέσεις των αστυνομικών του Τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων, οι οποίοι ήταν παρόντες κατά την τηλεφωνική συνομιλία του μηνυτή και του κατηγορουμένου και άκουγαν το διάλογο σε ανοικτή ακρόαση, διάλογο ξεκάθαρο ο οποίος δεν άφηνε κανένα περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας και οι οποίοι ήταν επίσης παρόντες και κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε ανταλλάγματα, τα οποία δεν προσήκουν σ' αυτόν και δόθηκαν για χάρη μελλοντικής ενέργειας και ειδικότερα για την επιστροφή των αφαιρεθέντων εγγράφων του μηνυτή, η οποία ενέργεια αντίκειται στα υπηρεσιακά καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί από τον νόμο και δεν αφορά πράξη, η οποία έχει σχέση με την υπηρεσία του και δεν ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας (ενώ για την πράξη της εκβίασης τον κήρυξε αθώο) και με την παραδοχή ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α του ΠΚ για μείωση της ποινής του τον επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 235 του ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή του μάρτυρα ΑΑ, που περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (υπ' αρ 10873/2007 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης). Είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί αντιφάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την αναφορά στο σκεπτικό της του ποσού των 500 Ευρώ ως ωφελήματος του από την πράξη της δωροδοκίας, ενώ αυτό ανερχόταν στο ποσό των 250 ευρώ, καθόσον το πρώτο των ποσών αυτών αναφέρεται στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης πράξης για την έτερη πράξη, δηλονότι της εκβίασης, για την οποία είχε καταδικασθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κηρύχθηκε αθώος με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη επίφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι παραστάθηκε ότι δικαστήριο με δύο συνηγόρους (τους δικηγόρους Μαρία Κωνσταντινίδου και Ιωάννη Μισαηλίδη), ενώ αυτός ισχυρίζεται ότι παραστάθηκε μόνο με τον ένα από αυτούς (Ιωάννη Μισαηλίδη), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον όπως προκύπτει από το άρθρο 510 του ΚΠΔ δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν τα πρακτικά της δίκης ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας έχουν ουσιώδεις παραλείψεις ή όταν αναφέρεται σε αυτά ότι ο κατηγορούμενος διόρισε και άλλο δικηγόρο για την υπεράσπισή του, ενώ αυτός ισχυρίζεται ότι διόρισε και παραστάθηκε μόνο ένα συνήγορο. Επιπλέον δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δικαστηρίου από ποιά περιστατικά πείστηκε για το διορισμό και ετέρου συνηγόρου (πλην εκείνον που δέχεται ότι διόρισε ο κατηγορούμενος), αφού η δήλωση έγινε ενώπιόν του και καταχωρίστηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης, τα οποία κατά τα άρθρα 140 εδ. γ' και 141 παρ. 3 του ΚΠΔ παρέχουν ως προς τούτο πλήρη απόδειξη μέχρι την προσβολή τους ως πλαστών, το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Κατόπιν αυτών, εφόσων δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ 1594/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ