Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Εξύβριση, Απειλή, Διατάραξη οικιακής ειρήνης.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για διατάραξη οικιακής ειρήνης, εξύβριση, απειλή. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των αρχών της ΕΣΔΑ "περί δικαίας δίκης" εφόσον η παραβίαση του δεν εντάσσεται στους λόγους του άρθρου 510 § 1 ΚΠ.Δ.
Αριθμός 1426/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Μουτζούρη, περί αναιρέσεως της 27605/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1735/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 334 παρ.1 Π.Κ. "Όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που αυτός κατέχει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της διαταράξεως οικιακής ειρήνης απαιτείται παράνομη είσοδος ή παραμονή στην κατοικία άλλου ή στους άνω χώρους και δολία προαίρεση, ως παράνομη δε είσοδος νοείται η αυθαίρετος είσοδος στην κατοικία ή στους άνω χώρους της εργασίας του η τον περικλεισμένο που αυτός κατέχει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 Π.Κ. "όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως (άρθρα 362 και 363 Π.Κ.) προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από το δράστη γραπτώς ή προφορικώς για κάποιον άλλον λέξεις ή φράσεις που κατά κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γιαυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με μια τέτοια ενέργεια προσβάλλει την τιμή του άλλου. Δηλαδή στην εξύβριση ο όρος τιμή λαμβάνεται με ευρεία έννοια και σημαίνει στην αξίωση όπως το άτομο μη τυγχάνει από κάποιον άλλον αρνητικής αξιολογικής κρίσεως η μεταχειρίσεως τέτοιας, που δηλώνει έλλειψη εκτιμήσεως του δράστη προς τον παθόντα, σχετικά με τη συνολική αξία του, ηθική και κοινωνική.
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.1 του Π.Κ. "όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο η ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απειλής, είναι η πρόκληση στον άλλον τρόμου ή ανησυχίας, με την απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης και όχι η άσκηση βίας ή άλλης παράνομης πράξης. Τρόμος είναι ο υπέρμετρος ή αιφνίδιος φόβος, ενώ ανησυχία, η ταραχή και αγωνία, σε σχέση με το αίσθημα ασφάλειας. Η απειλή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο (όπως με λόγια, με έγγραφα με νεύματα, κινήσεις κτλ) και κάθε πρόσφορο μέσο. Από άποψη υποκειμενικής υποστάσεως απαιτείται δόλος, ο οποίος προϋποθέτει γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενεργειά του συνιστά βία ή άλλη παράνομη πράξη και τη θέληση να προκαλέσει στον άλλο τρόμο ή ανησυχία.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου.Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για τέλεση κατ'έγκληση διωκομένου εγκλήματος απόφασης, τότε μόνο απαιτείται όπως η αιτιολογία αυτή εκτείνεται και στο χρόνο γνώσης της πράξης και του προσώπου, που την τέλεσε, από μέρους του δικαιούχου στην υποβολή της έγκλησης, εφόσον αυτή υποβάλλεται μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.27605/2008 απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα για διατάραξη οικιακής ειρήνης, εξύβριση και απειλή σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, ανασταλείσα, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ'έφεση, δέχθηκε στο αιτιολογικό της, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα, κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα, ότι η κατηγορούμενη, στις 26-5-2006, στο ..., : "α)εισήλθε παράνομα στο επί της οδού ... περιφραγμένο οικόπεδο του εγκαλούντος ..., παρά τη θέληση αυτού, αφού άνοιξε την κλειστή πόρτα, διαταράσσοντας έτσι την οικιακή του ειρήνη. β)πρόσβαλε με λόγο την τιμή του παραπάνω εγκαλούντος με τις λέξεις "ρε καραγκιόζη" "Γαμώ το σπίτι σου" γ)απείλησε τον εγκαλούντα με την παράνομη πράξη της βίας λέγοντας του "θα σου δείξω εγώ τώρα τι θα σου κάνω" και έτσι του προκάλεσε τρόμο και ανησυχία".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της διατάραξης οικιακής ειρήνης, εξύβρισης και απειλής, για τις οποίες καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 334 παρ.1 και 4, 361 παρ.1, 333 παρ.1, 2 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως η εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, παραθέτει στην απόφασή του τα στοιχεία της διατάραξης οικιακής ειρήνης με την παραδοχή ότι εισήλθε η κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα, παρά την θέλησή του εγκαλούντος-παθόντος, στο περιφραγμένο οικόπεδό του, ανοίγοντας την κλειστή πόρτα. Επίσης αιτιολογείται πλήρως γιατί οι φράσεις "ρε καραγκιόζη" "Γαμώ το σπίτι σου" είναι εξυβριστικές, όπως και ότι δια της απειλής με την φράση "θα σου δείξω εγώ τι θα σου κάνω" προκάλεσε σ'αυτόν τρόμο και ανησυχία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες α)αφού η απλή αντιγραφή των στοιχείων της κατηγορίας (διατακτικού) στο αιτιολογικό δεν αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον το διατακτικό περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη, στο δε σκεπτικό, όποιος εν προκειμένω, αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες το δικαστήριο συνήγαγε τα γενόμενα απ'αυτό δεκτά περιστατικά. β)δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επιμέρους αποδεικτικών μέσων ούτε τι από κάθε επιμέρους αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε. γ)δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί η ύπαρξη της αναγκαίας στη συγκεκριμένη περίπτωση εγκλήσεως του εγκαλούντος-παθόντος, ούτε αν αυτή είχε υποβληθεί εμπροθέσμως καθόσον, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται η διαπίστωση ότι υπάρχει έγκυρη και εμπρόθεσμη έγκληση, τη συνδρομή της οποίας, όπου αυτή απαιτείται, έρευνα αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο.
Επομένως, οι από το άρθρο 51 παρ.1 στοιχ.Δ και Ε πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου η περί τα πράγματα, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο πέμπτος και τελευταίος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως περί παραβιάσεως της αρχής της δικαίας δίκης κατ'άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. , αφού από τη διάταξη αυτή δεν δημιουργείται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως, εκτός εάν η παραβασή του εντάσσεται σε έναν από τους στο άρθρο 510 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. περι οριστικώς αναφερομένους λόγους, που εν προκειμένου δεν συμβαίνει.
Κατ'ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27 Νοεμβρίου 2009 αίτηση της ... περί αναιρέσεως της υπ'αριθ.27605/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακόσιων είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιουλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ