Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Επανάληψη διαδικασίας, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Ένορκη βεβαίωση.
Περίληψη:
Απορρίπτεται αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας κατά αμετακλήτου καταδικαστικής, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου, γιατί το επικαλούμενο αποδεικτικό στοιχείο (ένορκη βεβαίωση) που ως νέο προσκόμισε ο αιτών δεν είναι από μόνο του ή σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ικανό να οδηγήσει με βεβαιότητα στο ότι ο καταδικασθείς ήταν αθώος.
Αριθμός 925/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένης της Αντιπροέδρου Θεοδώρας Γκοΐνη), Ιωάννη Γιαννακόπουλου - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ. Τ. του Α., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 6666/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 230/2013.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Δασούλας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα με αριθμό 83/22.3.2011, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιόν Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527§3 και 528§1 Κ.Π.Δ., την από 19-2-2013 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του καταδικασθέντος Χ. Τ. του Α., κατοίκου ... (...), κατά της υπ' αριθμ. 6666/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που περατώθηκε αμετάκλητα και με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα (αρ. 229§1, 224§2 ΠΚ) και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 525§1 περ. 2 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται σ' αυτό και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή νέες αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Επίσης, απαιτείται οι αποδείξεις να ήταν άγνωστες στον καταδικασθέντα γιατί, διαφορετικά, θα μπορούσε να τις προσκομίσει. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις ή ένορκες βεβαιώσεις παλαιών μαρτύρων, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα, ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. (ΑΠ 605/10 Π.Χ. ΞΑ 196, ΑΠ 2284/08 ΠΧ ΝΘ 838, ΑΠ 1267/07 Π.Χ. ΝΗ 343). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρ. 528§1 εδ. α' και 527§3 Κ.Π.Δ., αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αφού η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από το Εφετείο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπ' αρ. πρωτ. 149/19-2-13 και 60/19-2-13 πιστοποιητικά της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, η υπ' αρ. 6666/12 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Α' Τριμελές Πλημ/των), κατέστη ήδη αμετάκλητη. Με την απόφαση αυτή, ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας καταδικάστηκε για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις που συνίστανται στο ότι: 1) "Εν γνώσει κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει τη δίωξη του για αυτήν και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο (στην …3-3-2006), κατέθεσε σε βάρος του νυν εγκαλούντος Δικηγόρου Αθηνών Γ. Χ., την από 10-2-2006 μήνυση - έγκληση του, με την οποία καταμήνυσε τον ανωτέρω ότι κατά την αγόρευση του κατά την διεξαγωγή ποινικής δίκης που έλαβε χώρα ενώπιον του Γ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, κατά την συνεδρίαση της 7-12-2005, με κατηγορούμενο τον ίδιο, ισχυρίστηκε για αυτόν ότι είναι αδίστακτος εκβιαστής, πλαστογράφος, μέλος συμμορίας που λυμαίνεται την αγορά, ότι πουλάει παράνομα τιμολόγια, δηλαδή ότι είχε τελέσει εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα και ειδικούς ποινικούς νόμους και δη αυτά της εξυβρίσεως, της συκοφαντικής δυσφημίσεως και της' παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, γνώριζε όμως κατά τον χρόνο κατάθεσης της ανωτέρω έγκλησης ότι οι διαλαμβανόμενοι σ' αυτήν ισχυρισμοί ήταν ψευδείς και ότι ο νυν εγκαλών δεν είχε τελέσει τα ανωτέρω εγκλήματα και παρόλα αυτά υπέβαλε την ανωτέρω έγκληση αποσκοπώντας στην ποινική του δίωξη". 2) Στον ίδιο τόπο και χρόνο εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της από 10-2-2006 έγκλησης του σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Χ., τελώντας εν γνώσει του γεγονότος ότι τα ανωτέρω ήταν ψευδή. Ο αιτών, προς ευδοκίμηση της αίτησης του, επικαλείται κυρίως την από 13-2-13 ένορκη βεβαίωση του Β. Β. του Κ. ο οποίος, καταθέτει, μεταξύ άλλων, ότι την 7-12-2005 βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα που συνεδρίαζε το Ι' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και άκουσε τον δικηγόρο Γ. Χ., κατά την αγόρευση του, να αποκαλεί των κατηγορούμενο Χ. Τ. "αδίστακτο, εκβιαστή, πλαστογράφο και μέλος συμμορίας που λυμαίνεται την αγορά, πουλάει τιμολόγια, κυνηγάει δικηγόρους...". Επίσης επικαλείται την υπ' αριθμ. 65863/11 εκκαλουμένη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε για τις ίδιες πράξεις και για συκοφαντική δυσφήμιση σε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών, καθώς και την από 7-9-12 αίτηση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για άσκηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 6666/12 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε. Ως προς την εκκαλουμένη, υπ' αρ. 65863/11 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αυτή αναγνώστηκε και ελήφθη υπόψη από την προσβαλλομένη, υπ' αρ. 6666/12 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η δε από 7-9-12 αίτηση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για άσκηση αναιρέσεως δεν αποτελεί ούτε νέο γεγονός ούτε νέα απόδειξη κατά την έννοια του αρ. 525§2 του Κ.Π.Δ. Αλλά και η επικαλούμενη από 13-2-13 κατάθεση, που δόθηκε με ένορκη βεβαίωση, αυτή (κατάθεση) προδήλως δεν αποτελεί νέο γεγονός το οποίο αν γνώριζαν οι δικαστές θα έκριναν τον αιτούντα αθώο ή θα επέβαλλαν σ' αυτόν μικρότερη ποινή, δεδομένου ότι τα από αυτόν υποστηριζόμενα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις μαρτυρικές καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων Κ. Λ. και Σ. Λ. Άλλωστε ήταν και ο βασικός ισχυρισμός του αιτούντος -κατηγορουμένου και επομένως ερευνήθηκε αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκε από τους Δικαστές που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, στο δε κατηγορούμενο- αιτούντα ήταν γνωστό το αποδεικτικό άνω μέσο (της μαρτυρίας του Β. Β.) και θα μπορούσε να τον προτείνει μάρτυρα υπεράσπισης. Έτσι, με βάση τα προεκτεθέντα και αν ακόμη η ανωτέρω κατάθεση του μάρτυρα ήταν στους δικάσαντες δικαστές γνωστή, συνεκτιμώμενη με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, δεν καθίσταται φανερό, δηλαδή σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι αυτός θα κηρύσσονταν αθώος από το Εφετείο Αθηνών για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση επανάληψης της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η από 19-2-2013 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του Χ. Τ. του Α. που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 6666/12 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αιτούντα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Ε. Παντιώρας"
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον αυτοπροσώπως παραστάντα αιτούντα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 525§1 περ. 2 του ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, ή, παρόλο που είχαν υποβληθεί, δεν λήφθηκαν υπόψη από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528§1 εδ. α' και 527§3 του ΚΠοινΔ, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ο αιτών επιδιώκει την επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη, καταδικαστική γι' αυτόν, για πλημμελήματα, υπ' αριθ. 6666/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, για το λόγο ότι, από την αναφερόμενη στην αίτηση νέα και άγνωστη στους δικαστές που τον καταδίκασαν απόδειξη, γίνεται φανερό, όπως διατείνεται, ότι είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο) κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 6666/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. υπ` αριθ. 149/19.2.2013 και 60/19.2.2013 πιστοποιητικά των Γραμματέων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Εφετείου Αθηνών, αντιστοίχως), ο αιτών καταδικάσθηκε για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι (16) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Καταδικάσθηκε, συγκεκριμένα, για το ότι αυτός: "Στην …στις 3.3.2006: Α) Εν γνώσει καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την δίωξή του γι' αυτήν και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατέθεσε σε βάρος του νυν εγκαλούντος Δικηγόρου Αθηνών Γ. Χ. την από 10-2-2006 μήνυση-έγκλησή του, με την οποία καταμήνυσε τον ανωτέρω ότι κατά την αγόρευσή του κατά την διεξαγωγή ποινικής δίκης που έλαβε χώρα ενώπιον του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 7-12-2005, με κατηγορούμενο τον ίδιο, ισχυρίστηκε για αυτόν ότι είναι αδίστακτος εκβιαστής, πλαστογράφος, μέλος συμμορίας που λυμαίνεται την αγορά, ότι πουλάει παράνομα τιμολόγια, δηλαδή ότι είχε τελέσει εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα και ειδικούς ποινικούς νόμους και δη αυτά της εξυβρίσεως, τη συκοφαντικής δυσφημίσεως και της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, γνώριζε όμως κατά τον χρόνο κατάθεσης της ανωτέρω έγκλησης ότι οι διαλαμβανόμενοι σ' αυτήν ισχυρισμοί ήταν ψευδείς και ότι ο νυν εγκαλών δεν είχε τελέσει τα ανωτέρω εγκλήματα και παρ' όλα αυτά υπέβαλε την ανωτέρω έγκληση αποσκοπώντας στην ποινική του δίωξη. Β) Εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, δηλαδή αρχής αρμόδιας κατά τον Κ.Π.Δ. να παραλαμβάνει εγκλήσεις, και επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενο της από 10-2-2006 έγκλησής του σε βάρος του νυν εγκαλούντος Γ. Χ., κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα ότι ο τελευταίος κατά την αγόρευσή του κατά την διεξαγωγή ποινικής δίκης που έλαβε χώρα ενώπιον του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την συνεδρίαση της 7-12-2005, με κατηγορούμενο τον ίδιο, ισχυρίστηκε για αυτόν ότι είναι αδίστακτος εκβιαστής, πλαστογράφος, μέλος συμμορίας που λυμαίνεται την αγορά, ότι πουλάει παράνομα τιμολόγια, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ο νυν εγκαλών Γ. Χ., ουδέποτε τέλεσε κάποιο από τα ανωτέρω αδικήματα ή οποιοδήποτε άλλο σε βάρος του κατηγορουμένου". Ήδη, επιδιώκων ο αιτών την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την ως άνω 6666/2012 απόφαση, επικαλείται και προσκομίζει, ως νέο στοιχείο, την υπ` αριθ. 1467/13.2.2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Β. του Κ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Από την ως άνω νέα απόδειξη, εκτιμώμενη καθ` εαυτήν και σε συνδυασμό με εκείνες που έλαβε υπόψη του το Τριμελές Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την ανωτέρω υπ' αριθ. 6666/2012 απόφαση, (καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος Γ. Χ., μαρτύρων Κ. και Σ. Λ., έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία κατηγορουμένου - αιτούντος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών στις 3.3.2006 κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του εγκαλούντος δικηγόρου Αθηνών Γ. Χ. την από 10.2.2006 μήνυση - έγκλησή του, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο εγκαλών, κατά την αγόρευσή του, ως συνήγορος του πολιτικώς ενάγοντος Κ. Λ., κατά τη διεξαγωγή ποινικής δίκης ενώπιον του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 7-12-2005, με κατηγορούμενο τον ίδιο (αιτούντα) (και τον Α. Π.) για πλαστογραφία με χρήση από κοινού κατ` εξακολούθηση, ισχυρίστηκε για τον τελευταίο ότι είναι αδίστακτος εκβιαστής, πλαστογράφος, μέλος συμμορίας που λυμαίνεται την αγορά, ότι πουλάει παράνομα τιμολόγια, δηλαδή ότι ο εγκαλών τέλεσε σε βάρος του αιτούντος τις αξιόποινες πράξεις της εξυβρίσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της παραβιάσεως των προσωπικών δεδομένων. Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ψευδείς, αφού, όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες Κ. και Σ. Λ., που εξετάσθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, οι οποίοι ήταν παρόντες καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τίποτε από τα ως άνω δεν ισχυρίστηκε ο εγκαλών, κατά την εν λόγω αγόρευσή του, για τον αιτούντα. Το αυτό βεβαιώνει και ο, συμπαραστάς με τον εγκαλούντα ως συνήγορος πολιτικής αγωγής, δικηγόρος Σ. Δ. του Κ. (που, από παραδρομή, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως Κ. Δ. και, κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε αυτή, είχε ήδη αποβιώσει) στις από 22.9 2006 και 29.6.2006 ένορκες προανακριτικές καταθέσεις του ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Παρά ταύτα, ο αιτών υπέβαλε την ως άνω μήνυσή του, εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου της, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του εγκαλούντος, πλην, με την υπ` αριθ. ΕΓ 152-06/261/50Δ/08 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία δεν προσβλήθηκε με προσφυγή, απορρίφθηκε αυτή, κατά το επίμαχο σημείο. Ο τελευταίος, κατά την ένορκη, στις 3.3.2006, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξέτασή του, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της εγκλήσεώς του σε βάρος του εγκαλούντος δικηγόρου, εν γνώσει της αναληθείας αυτού. Ο αιτών προσκομίζει, όπως αναφέρθηκε, ως νέο στοιχείο, την υπ` αριθ. 1467/2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Β. του Κ., ο οποίος βεβαιώνει ότι παρευρισκόταν στο ακροατήριο του Ι' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 7.12.2005, πλην ο αιτών παρέλειψε να τον προτείνει, ως μάρτυρα υπερασπίσεώς του, λόγω της εντάσεως που είχε δημιουργηθεί, και ότι άκουσε τον εγκαλούντα δικηγόρο να ισχυρίζεται κατά του αιτούντος όσα αναφέρονται παραπάνω. Όμως, η βεβαίωση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση, ότι, δηλαδή, το περιεχόμενο της εγκλήσεως του αιτούντος ήταν αληθινό, γιατί, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτών έπρεπε να τον προτείνει πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πριν, δηλαδή, από την πρόκληση της υποτιθέμενης εντάσεως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και μάλιστα με την ως άνω εισαγγελική διάταξη, με την οποία απορρίφθηκε, όσον αφορά τον εγκαλούντα, η έγκληση του αιτούντος, και με τις παραπάνω μαρτυρικές καταθέσεις. Από όλα τα ανωτέρω, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε.
Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19 Φεβρουαρίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 1374/2013) αίτηση του Χ. Τ. του Α., περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης υπ' αριθ. 6666/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ