Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2522 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη παραπομπή για απάτη σε βαθμό κακουργήματος λόγω της κατ’ επάγγελμα τέλεσής του, προκύπτουσα από την επανειλημμένη τέλεση απάτης σε βάρος άλλων κατονομαζομένων προσώπων. Συνιστά απάτη και η διαβεβαίωση του κατηγορουμένου ότι θα τηρήσει ανειλημμένη με σύμβαση υποχρέωσή του, όταν αυτή συνοδεύεται ταυτόχρονα με παράσταση άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν και στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και ε΄ λόγοι αναίρεσης.




Αριθμός 2522/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2576/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιανουαρίου 2008 και 17 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεις τους, αντίστοιχα, αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 219/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 256/14.05.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 10/17-1-2008 και 14/18-1-2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ. 2576/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 275 και 274/2007 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 911/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη κατά συναυτουργία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους κατηγορούμενους με δηλώσεις τους προς τον Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 εδ. ε και δ ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση ότι:
Το προσβαλλόμενο βούλευμα α. εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 386 &1-3α ΠΚ και τον παρέπεμψε για να δικαστεί για την κακουργηματική πράξη της απάτης η οποία δεν στοιχειοθετείται γιατί λείπει το στοιχείο της παράστασης ψευδών γεγονότων και β ότι δεν περιέχει την επιβαλλόμενη αιτιολογία διότι δεν περιέχει περιστατικά και συλλογισμούς από τους οποίους να προκύπτει η κρισιολογία ως προς το ότι προέκυψαν κατά του αναιρεσείοντα επαρκείς ενδείξεις ούτε προκύπτει ότι έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών.". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913/2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005).
Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, όπως και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου παράβαση υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι κατά των κατηγορουμένων, ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη συνισταμένη στο ότι οι κατηγορούμενοι ασχολούμενοι με την εμπορία ΤΑΞΙ συμφώνησαν με τον εγκαλούντα προφορικά και οι δύο και στην συνέχεια εγγράφως ο Χ2 να του πουλήσουν ένα αυτοκίνητο ΤΑΞΙ μάρκας ΤΟΥΟΤΑ ΑΒΕΝΣΙΣ-Κορώνα το οποίο το είχαν στην διάθεση τους αντί του ποσού των 76.215 ευρώ. Ο εγκαλών με βάση την συμφωνία τους κατέβαλλε ως προκαταβολή το ποσό των 1000 ευρώ και στην συνέχεια το ποσό των 32.000 ευρώ πλην οι αναιρεσείοντες δεν παρέδωσαν σ' αυτόν το συμφωνηθέν αυτοκίνητο γιατί τέτοιο αυτοκίνητο δεν είχαν στην διάθεση τους ποτέ, από δε τα χρήματα που ο εγκαλών τους κατέβαλλε για την πώληση του αυτοκινήτου του επέστρεψαν μόνο το ποσό των 1000 ευρώ ιδιοποιηθέντες το υπόλοιπο ποσό το οποίο αρνήθηκαν να του το επιστρέψουν . και ότι την πράξη της απάτης την διαπράττουν κατ' επάγγελμα και συνήθεια γιατί τον μεν έχουν διαμορφώσει κατάλληλη υποδομή και προς πορισμό σταθερού οφέλους το δε με τον ίδιο τρόπο έχουν εξαπατήσει και άλλους ενδιαφερόμενους για αγορά τέτοιων αυτοκινήτων. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση των άρθρων 375 παρ. 1β, 2, 45 και 372 παρ. 1β Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων των αναιρεσειόντων.
Δια ταύτα Προτείνω Α. Να απορριφθούν οι με αριθμ. 10/17-1-2008 και 14/18-1-2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ. 2576/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα
Αθήνα την 15-4-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Υπόκεινται προς συνεκδίκαση οι από 17/1/2008 και 18/1/2008 πανομοιότυπες αιτήσεις, του Χ2 και Χ1 αντιστοίχως, για αναίρεση του 2576/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκαν να δικασθούν για κακούργημα που φέρονται ότι τέλεσαν από κοινού.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από την άνω διάταξη επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του Κ.Ποιν.Δ. συντρέχει όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στην ανάκριση μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 1) Οι κατηγορούμενοι διατηρούσαν επιχείρηση εμπορίας ταξί στην ..., στην οδό ..., η οποία λειτουργούσε στο όνομα του δεύτερου από αυτούς. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2005, ο εγκαλών Ψ, έχοντας αποφασίσει να αγοράσει ταξί απευθύνθηκε στους κατηγορουμένους - εκκαλούντες. Οι τελευταίοι με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι έχουν τη δυνατότητα να του πουλήσουν το 50% της κυριότητας ενός καινούργιου οχήματος ταξί, μάρκας ΤΟΥΟΤΑ (Avensis), το οποίο ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του πρώτου από αυτούς, Χ3, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαν κανένα ταξί στην κυριότητά τους, ούτε είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν για λογαριασμό του εγκαλούντος τέτοιο όχημα ταξί. Ο εγκαλών, πεισθείς από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις και των δύο κατηγορουμένων - εκκαλούντων αποφάσισε την αγορά του ταξί κατά τους άνω όρους. Με το από 9/2/2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ του εγκαλούντος και του Χ2, συμφωνήθηκε η κατάρτιση της πώλησης. Ειδικότερα στο ανωτέρω συμφωνητικό ρητά αναγράφηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: α) ότι ο Χ2 έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του ένα καινούργιο αυτοκίνητο ταξί ΤΟΥΟΤΑ Avensis, β) ότι αναλαμβάνει να μεταβιβάσει στον εγκαλούντα Ψ το 50% της κυριότητας του ανωτέρω αυτοκινήτου, έναντι του τιμήματος των 76.215 ευρώ, από το οποίο ο αγοραστής κατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ ως αρραβώνα, το ποσό των 32.000 ευρώ θα καταβάλει κατά την ημέρα υπογραφής, του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης, και το υπόλοιπο των 43.215 ευρώ σε 60 μηνιαίες δόσεις των 789 ευρώ η καθεμιά. Ο εγκαλών, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμφωνηθέντων κατέβαλε το ποσό των 1.000 κατά την υπογραφή του συμφωνητικού και το ποσό των 32.000 ευρώ με μερικότερες καταβολές, έναντι της εξόφλησης του τιμήματος της αγοράς του ταξί. Οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες, παρότι έλαβαν το προαναφερόμενο ποσό των 33.000 ευρώ, όπως και οι ίδιοι, ομολόγησαν κατά την απολογία τους ενώπιον του Ανακριτή, δεν μεταβίβασαν στον εγκαλούντα το παραπάνω ούτε άλλο όχημα ταξί αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχαν στην κυριότητά τους κανένα ταξί. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του εγκαλούντος, του επέστρεψαν μόνο το ποσό των 1.000 ευρώ, αρνούμενοι να του αποδώσουν το υπόλοιπο ποσό των 32.000 ευρώ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι προέβησαν στην απατηλή αυτή συμπεριφορά με σκοπό να καρπωθούν παράνομα το ποσό της προκαταβολής των 32.000 ευρώ, προξενώντας με αυτόν τον τρόπο ισόποση ζημία στην περιουσία του εγκαλούντος. Την ανωτέρω πράξη της απάτης οι κατηγορούμενοι τέλεσαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον με την ίδια μέθοδο εξαπάτησαν και άλλους ανυποψίαστους πελάτες, που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ταξί, όπως την Α, από την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος απέσπασε το ποσό των 34.625.000 (101.614 ευρώ), πράξη για την οποία έχει ήδη παραπεμφθεί ενώπιον το Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με το υπ' αριθμόν 2168/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, τον Β, ο οποίος εξεταζόμενος ενόρκως κατέθεσε ότι για την σε βάρος του τελεσθείσα απάτη, ο πρώτος κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε κάθειρξη έξι ετών, αλλά και τους ....., ....., ....., ....., ....., ..... και ....., όπως κατέθεσε ο εγκαλών, χωρίς οι κατηγορούμενοι εκκαλούντες να ισχυριστούν ή αποδείξουν το αντίθετο. Από την κατά τα ανωτέρω επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες τέλεσαν την πράξη κατ' επάγγελμα, με σκοπό πορισμό εισοδήματος, αλλά και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή των κατηγορουμένων προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι μόνον ο δεύτερος εξ αυτών (Χ1) συμφώνησε με τον εγκαλούντα να του μεταβιβάσει το 50% του υπ' αριθμόν κυκλοφορίας ..... ΔΧΕ αυτοκινήτου ταξί, μάρκας SCODA, με την άδεια κυκλοφορίας του, την πώληση του οποίου είχε αναθέσει στην επιχείρησή τους ο ιδιοκτήτης του Γ, με το από 7/2/2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, πλην όμως η μεταβίβαση του παραπάνω αυτοκινήτου στον εγκαλούντα ματαιώθηκε από υπαιτιότητα του ίδιου, καθόσον δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα την προκαταβολή των 33.000 ευρώ
δεν κρίνονται πειστικοί, καθόσον από το προαναφερόμενο συμφωνητικό, το οποίο υπογράφεται από το Χ2, καθώς και την από 9/2/2005 απόδειξη καταβολής από τον εγκαλούντα προς το Χ2, ποσού 13,215 ευρώ, προκύπτει ότι ο Χ2 ανέλαβε εγγράφως να μεταβιβάσει στον εγκαλούντα το 50% της κυριότητας ενός καινούργιου αυτοκινήτου ταξί με την άδειά του, μάρκας ΤΟΥΟΤΑ Avensis, όπως προφορικά είχε συμφωνηθεί μεταξύ Χ2 και Χ1 αφενός και εγκαλούντος αφετέρου. Κατόπιν αυτών προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων για την τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτούς αξιόποινης πράξης της απάτης από κοινού, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία του παθόντος που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και πρέπει να παραπεμφθούν προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης στο αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο δικαστήριο, και δη το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα, τελεσθείσα με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του δράστη που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε τις από αυτούς ασκηθείσες, κατά του αριθμ. 911/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεις των ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 1, 39 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πορέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση των άρθρων 386 § 1 και 3 και 4-5 του Π.Κ., στις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει α) για τη θεμελίωση του στοιχείου "της ψευδούς παράβασης γεγονότος", την παραδοχή ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι έχουν την δυνατότητα να του πουλήσουν το 50% της κυριότητας ενός καινούργιου οχήματος ταξί, νομής και κυριότητας του πρώτου από αυτούς, Χ2, και ήδη αναιρεσείοντος της από 17/1/2008 αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαν κανένα ταξί στη κυριότητά τους, ούτε είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν για λογαριασμό του εγκαλούντος "τέτοιο όχημα", αφού από την παραδοχή αυτή προκύπτει ότι η υπόσχεση μεταβίβασης του παραπάνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου συνοδευόταν από την περαιτέρω ψευδή διαβεβαίωση του ψευδούς περιστατικού που ανάγεται στο παρόν ότι ήταν κύριος ο εξ αυτών Χ2, η οποία και δημιούργησε στον εγκαλούντα την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης, β) ότι ο εγκαλών πεισθείς στην ψευδή διαβεβαίωση προέβη στην κατάρτιση πώλησης με τον εξ αυτών Χ2. Επίσης προσδιορίζεται σ'αυτό η ζημία του εγκαλούντος και ο κοινός δόλος των αναιρεσειόντων, ενώ αιτιολογείται πλήρως η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, η οποία προσδίδει σ'αυτήν την κακουργηματική της μορφή, με την αναφορά συγκερκιμένων προσώπων σε βάρος των οποίων οι κατηγορούμενοι διέπραξαν, με τον ίδιο μάλιστα τρόπο κακουργηματικές απάτες. Περαιτέρω από την στην αρχή του αιτιολογικού αναφορά όλων των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από την αναφορά στους μάρτυρες που εξετάσθηκαν κατά την "κύρια ανάκριση, τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν, τις απολογίες των εκκαλούντων και γενικά τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελλο της δικογραφίας έστω και αν αυτά δεν μνημονεύονται ρητά και ειδικά" αλλά και την επί πλέον αναφορά σε άλλο σημείο του κειμένου του σκεπτικού ειδικά προσδιοριζομένων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο για το σχηματισμό της παραπεμπτιτικής του κρίσης έλαβε υπόψη του όλα τα υπάρχοντα στο φάκελλο της δικογραφίας αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά. Άλλωστε ο αναιρεσείων δεν επιακλείται ποιο συγκερκιμένο αποδεικτικό μέσο δεν έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο. Συνακόλουθα πρέπει ν' απορριφθούν οι από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β και ε λόγοι αναίρεσης που υποστηρίζουν τ' αντίθετα.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17/1/2008 αίτηση του Χ2 και β) την από 18/1/2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμό 2576/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα από αυτούς.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2008. Και,

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή