Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Βούλευμα που παραπέμπει για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία. Αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα. Πότε είναι ορισμένος. Λόγος ακυρότητας για κακή σύνθεση του Συμβουλίου, διότι κατά του συντάξαντος την πρόταση Εισαγγελέως οι κατηγορούμενοι διατυπώνουν υπόνοια μεροληψίας, χωρίς να έχουν ζητήσει εξαίρεση. Απαράδεκτος ο λόγος. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 386 παρ. 3α. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα. Προσωπικά δεδομένα. Χρήση στοιχείων κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, που δόθηκαν από την Τειρεσία ΑΕ. Αοριστία ισχυρισμού. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1554/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 σύζυγο Χ1, το γένος ..., κατοίκων ... περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 κάτοικο ...
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Φεβρουαρίου 2009 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 274/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 136/10.04.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ, τις αριθμ. 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 κατοίκου ... και 2) Χ2 το γένος ..., κατοίκου ..., αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν αυτοπροσώπως από τους ίδιους και στρέφονται κατά του αριθμ. 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως και το αίτημα αυτών για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, στο συμβούλιό σας, εκθέτω δε τα ακόλουθα. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 3517/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια - Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεών των αυτών εξεδόθη το αριθμ. 2375/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε τις εφέσεις αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες - Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως.
Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες στις 17-2-2009 (βλ. σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως), οι δε αιτήσεις ασκήθηκαν την 11-2-2009 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγησαν δε από εκείνη οι αριθμ. 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009, αντίστοιχα, εκθέσεις, στις οποίες διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και κατ'εκτίμηση των δικογράφων των αιτήσεων αναιρέσεως η απόλυτη ακυρότητα και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. α, β, δ, στ ΚΠΔ).
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Το αίτημα όμως των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου σας, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται σ'αυτό ο λόγος για τον οποίον επιθυμούν να παραστούν αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Αλλά και αν γίνει δεκτό ότι το αίτημα υποβλήθηκε νομοτύπως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού η παρουσία των αναιρεσειόντων, οι οποίοι αναπτύσσουν τις απόψεις τους εκτενώς και επαρκώς στις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, δεν έχει να προσφέρει οτιδήποτε για την εξέλιξη της υπόθεσης, δεδομένου και του ότι ενώπιον του Συμβουλίου σας, θα κριθούν νομικά ζητήματα και όχι η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από την άνω διάταξη επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (Α.Π. 1023/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. Α.Π. 625/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 21, Α.Π. 382/2006 ΠΧ, ΝΣΤ, 898, Α.Π. 573/2003 ΠΧ, ΝΔ, 123, Α.Π. 1975/2001 ΠΧ, ΝΒ, 639, Α.Π. 692/2000 ΠΧ, ΝΑ, 47 κ.λ.π.).
Ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (ΑΠ 1081/2007, ΑΠ 278/2007, ΑΠ 2418/2005 Ποιν.Δ. 2006, 672).
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. με τον όρο από κοινού, νοείται αντικειμενικά σύμπραξη δύο ή περισσότερων προσώπων στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους, είτε κατά την τέλεση της ώστε να ενώσουν την δράση τους. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε στο ότι το έγκλημα συντελείται με επί μέρους συγκλίνουσες πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Α.Π. 1388/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ 620).
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτικά παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002 ΠΧ, ΝΓ, 536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ, ΝΑ, 244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1057/2008, ΑΠ 1155/2000 ΠΧ, ΝΑ, 398).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 2375/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, συνημμένων στη δικογραφία εγγράφων, απολογίες κατηγορουμένων, εξηγήσεων μηνυτή και κατηγορουμένων ενώπιον του Συμβουλίου κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εγκαλών Ψ1, κάτοικος ..., είναι επιχειρηματίας ασχολούμενος με την εμπορία ΙΧΕ αυτοκινήτων στη Γερμανία και υπήρξε επί σειρά ετών μαθητής στην Αγγλική Γλώσσα στην εκπαιδευτική επιχείρηση του πρώτου κατηγορουμένου. Η μητέρα του εγκαλούντος διατηρούσε από καιρό φιλική σχέση με τους κατηγορούμενους . Από τα τέλη του έτους 2002 και ενώ ο εγκαλών βρισκόταν στο ...της Γερμανίας, όπου διαμένει και εργάζεται, οι κατηγορούμενοι ενδιαφέρθηκαν για την επαγγελματική σταδιοδρομία του εγκαλούντος, επιθυμώντας έντονα να πληροφορηθούν λεπτομέρειες για την οικονομική του κατάσταση. Κατά τις αρχές του έτους 2003 ο πρώτος κατηγορούμενος συνάντησε τη μητέρα του εγκαλούντος στην έδρα της επιχείρησης του (οδός ... ) και την πληροφόρησε ότι χρειάζονταν να δανειστεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, προκειμένου να επεκτείνει τις εργασίες του και τις δραστηριότητες του σε νέους κλάδους σπουδών, να προσλάβει έμπειρο εκπαιδευτικό προσωπικό και να ανακαινίσει τις εγκαταστάσεις του με σκοπό να δημιουργήσει το πρώτο ευρωπαϊκών προδιαγραφών Κολέγιο στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Oxford) του Ηνωμένου Βασιλείου (U.K). Της ανέφερε ότι είχε αποφασίσει να μην απευθυνθεί σε τραπεζικά ιδρύματα προς δανεισμό αλλά να συγκεντρώσει κοντά του χρηματοδότες, οι οποίοι θα είχαν την οικονομική δυνατότητα να του δανείσουν τουλάχιστον 150.000 Ευρώ έκαστος, της έδειξε δε σχετικούς οικονομικούς πίνακες, στοιχεία και αναλύσεις, ενώ πρότεινε ως τρόπο διασφάλισης του ποσού του εγκαλούντος την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού. Αρχές Φεβρουαρίου του 2003 οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν με τον εγκαλούντα που εν τω μεταξύ βρισκόταν στην Ελλάδα και του επιβεβαίωσαν τα ανωτέρω. Κατά την 3.3.2003 ο εγκαλών δάνεισε στους εγκαλούμενους το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών, δηλαδή από 3.3.2003 έως 31.7.2003. Οι όροι χορήγησης αυτού του δανείου, η διάρκεια του και ο τρόπος αποπληρωμής συμπεριλήφθηκαν στο από 3.3.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπεγράφη από τον εγκαλούντα και τους κατηγορουμένους στα γραφεία της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου, με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "I.S. COLLEGE" επί της ανωτέρω οδού. Σημειώνεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη Χ2 συμβλήθηκε ως δικηγόρος, εταίρος της ανωτέρω ΕΠΕ και συνυπευθύνως υπογράφουσα. Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: 1) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) αποδέχθηκε να χρηματοδοτήσει το Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ (I.S. COLLEGE) δια του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου κατηγορούμενου και της εταίρου δεύτερης κατηγορούμενης με το ποσό των 150.000 ευρώ και για χρονικό διάστημα πέντε μηνών (5) δηλαδή από 3.3.2003 έως 31.7.2003 με δυνατότητα παράτασης τριών επιπλέον μηνών, δηλαδή μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2003, εφόσον αυτό γίνει αποδεκτό και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του I.S college, δηλαδή τον πρώτο κατηγορούμενο ήτοι και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, 2) ο πρώτος των συμβαλλομένων (πρώτος κατηγορούμενος), νόμιμος εκπρόσωπος του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου ΕΠΕ (I.S College) αποδέχεται τη χρηματοδότηση από τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με τις εξής υποχρεώσεις: 1) να επιστρέψει το ποσό αυτό, δηλαδή 150.000 ευρώ κατά την 31.7.2003 εκτός εάν συμφωνηθεί παράταση 3 μηνών οπότε θα πρέπει να τα επιστρέψει μέχρι την 3.10.2003, 2) να έχει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δικαίωμα ποσοστού 10% επί της αξίας του Κολεγίου (εκτιμηθέν σε 880.000.000 δρχ. το 1998 από Άγγλους εκτιμητές) μέχρι να γίνει πλήρης εξόφληση των χρημάτων του, δηλαδή των 150.000 ευρώ, οπότε ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δεν θα έχει καμία περαιτέρω αξίωση τόσο από τον πρώτο κατηγορούμενο ατομικά όσο και από την εταιρεία ως τέτοια (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο I.S.College) και 3) δηλώνεται με το συμφωνητικό αυτό ότι ο δεύτερος συμβαλλόμενος (εγκαλών) λαμβάνει σήμερα δηλαδή ...συναλλαγματική υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου Ε.Π.Ε (πρώτο κατηγορούμενο), όπου καταγράφεται η υποχρέωση των 150.000 ευρώ προς τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με ημερομηνία την .... Επίσης δηλώνεται ότι σε περίπτωση χρονικής παράτασης τριών μηνών, θα αλλαχθεί η συναλλαγματική δηλαδή θα ακυρωθεί η με ημερομηνία ...και θα εκδοθεί άλλη συναλλαγματική με ημερομηνία αντίστοιχη δηλαδή την ... και λήξη την .... Λίγες εβδομάδες μετά την κατάρτιση του ανωτέρω δανείου ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισε να ζητά από τον εγκαλούντα και νέο δάνειο προκειμένου, όπως ισχυριζόταν, να μη χαλάσει η δουλειά και η επέκταση των εργασιών του. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες και σχεδόν καθημερινές τηλεφωνικές προτροπές και εκκλήσεις από τους πρώτο και δεύτερη των κατηγορουμένων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο εγκαλών να τους χορηγήσει και νέο δεύτερο δάνειο. Έτσι, κατά την ... ο εγκαλών έδωσε πάλι στους εγκαλούμενους λόγω δανείου, χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ για χρονικό διάστημα οκτώ (8) μηνών, δηλαδή από ... μέχρι .... Οι όροι χορήγησης αυτού του δανείου, η διάρκειά του και ο τρόπος αποπληρωμής συμπεριλήφθηκαν στο από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπεγράφη από τον εγκαλούντα και τους κατηγορουμένους στα γραφεία της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου, με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "I.S COLLEGE" επί της ανωτέρω οδού. Σημειώνεται πάλι ότι η δεύτερη κατηγορούμενη συμβλήθηκε ως δικηγόρος, εταίρος της ανωτέρω ΕΠΕ και συνυπευθύνως υπογράφουσα. Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού έγιναν αποδεκτά τα ακόλουθα: 1) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) απεδέχθηκε να χρηματοδοτήσει το Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ (I.S COLLEGE) δια του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου κατηγορούμενου και της εταίρου δεύτερης κατηγορούμενης με το ποσό των 150.000 Ευρώ και για διάστημα οκτώ (8) μηνών, δηλαδή από ... έως ..., 2) ο πρώτος των συμβαλλομένων (πρώτος κατηγορούμενος), νόμιμος εκπρόσωπος του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου ΕΠΕ (I.S College) αποδέχεται τη χρηματοδότηση από τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με τις εξής υποχρεώσεις: α) να επιστρέψει το ποσό αυτό, δηλαδή τα 150.000 Ευρώ την ... (εκτός εάν συμφωνηθεί παράταση και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη), β) να έχει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δικαίωμα ποσοστού 15% επί της αξίας του Κολεγίου (εκτιμηθέν σε 880.000.000 δρχ. το έτος 1998 από Άγγλους εκτιμητές) μέχρι να γίνει πλήρης εξόφληση των χρημάτων δηλαδή των 150.000 ευρώ, οπότε ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δεν θα έχει καμία περαιτέρω απαίτηση τόσο από τον πρώτο κατηγορούμενο ατομικά όσο και από την εταιρεία ως τέτοια (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο I.S.College), γ) λαμβάνει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) σε πλαστικοποιημένη μορφή τις άδειες που έχει το I.S.College από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, που αναφέρεται ότι είναι άκρως εμπιστευτικές και θα επιστραφούν αμέσως με την εξόφληση του κεφαλαίου των 150.000 ευρώ, δ) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) λαμβάνει συναλλαγματική ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ με ημερομηνία λήξης την ..., υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο του I.S.College (πρώτο κατηγορούμενο), ε) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών ) λαμβάνει μια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 όπου καταφαίνεται και δηλώνεται ότι το ποσό του δανείου είναι 150.000 ευρώ. Από το περιεχόμενο των δύο ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών με σαφήνεια προκύπτει ότι η κρίσιμη ψευδής παράσταση και διαβεβαίωση των κατηγορουμένων που προκάλεσαν στον εγκαλούντα την απόφαση να προβεί στα ανωτέρω δύο δάνεια συνολικής αξίας 300.000 Ευρώ συνίσταται στο ότι δήθεν η αξία της επιχείρησης αποτιμάται από Άγγλους εκτιμητές τουλάχιστον σε 880.000.000 δρχ. και ότι κατά συνέπεια διασφαλιζόταν δήθεν επαρκώς ο εγκαλών με την παραχώρηση ποσοστών 10% και 15% αντίστοιχα της αξίας της επιχείρησης μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Περαιτέρω, προέκυψε ότι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν στον εγκαλούντα ότι ήταν σε θέση να αναπτύξουν ως επιχειρηματικό σχέδιο το πρώτο Ευρωπαϊκών προδιαγραφών Κολλέγιο στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ότι επέλεξαν τον ιδιωτικό και όχι τον τραπεζικό δανεισμό, τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και η επιχείρησή τους, δηλαδή η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο Ε.Π.Ε" της οποίας οι κατηγορούμενοι είναι οι μοναδικοί εταίροι, ο πρώτος μάλιστα και διαχειριστής αυτής, είχαν σε βάρος τους δυσμενή οικονομικά στοιχεία, τα. οποία απέκλειαν την πρόσβαση τους στο τραπεζικό σύστημα δανεισμού, γεγονός το οποίο απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Ειδικότερα τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία που οι κατηγορούμενοι απέκρυψαν ήταν: α) ότι σε διαμέρισμα κυριότητας της δεύτερης των κατηγορουμένων επί των οδών ... και ... ήδη από τις ...υπήρχαν τα εξής βάρη: αα) προσημείωση ποσού 13.000.000 δρχ. υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εγγραφείσα από την 20.12.1996, τραπείσα σε υποθήκη κατά την ... για το ποσό των 4.637,40 ευρώ δυνάμει της με αριθμό 9830/2000 τελεσίδικης Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αβ) προσημείωση ποσού 13.000.000 δρχ. υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εγγραφείσα την ..., αγ) προσημείωση υποθήκης ποσού 25.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα την .... και αδ) αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 10.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα από την ..., β) ότι στο 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του διαμερίσματος, ιδιοκτησίας της δεύτερης κατηγορούμενης επί της οδού... υπήρχαν τα ακόλουθα βάρη: βα) προσημείωση υποθήκης 30.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα την ... στον τόμο... με αριθμ....του βιβλίου Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και ββ) αναγκαστική κατάσχεση ποσού 30.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα δυνάμει της με αριθμ.... έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ... την ... στον τόμο ...και με αριθμό ...του βιβλίου Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, γ) ότι σε βάρος του πρώτου κατηγορούμενου κατά τη διετία 2000-2002 υπήρχαν τέσσερις (4) ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού 47.542.19 ευρώ (βλ. την από ...έγγραφη κατάσταση επιταγών) και δ) ότι σε βάρος της εταιρείας (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο Ε.Π.Ε) είχαν εκδοθεί το έτος 2000 δύο (2) Διαταγές Πληρωμής συνολικού ποσού 190.867,31 ευρώ και το έτος 2002 έντεκα (11) ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού 186.691,12 ευρώ.
Τα δε παραπάνω δυσμενή οικονομικά στοιχεία τόσο σε βάρος των κατηγορουμένων όσο και σε βάρος της επιχείρησή τους, τα οποία απέκρυψαν οι κατηγορούμενοι, εάν γνώριζε ο εγκαλών δεν θα προέβαινε στους προαναφερόμενους δανεισμούς της επιχείρησης. Οι κατηγορούμενοι με τις έγγραφες εξηγήσεις, τα απολογητικά υπομνήματα και την απολογία τους στην ανάκριση, καθώς και τα υπομνήματα που κατέθεσαν μετά την άσκηση της έφεσης ισχυρίζονται ότι δεν εξαπατήθηκε ο εγκαλών, αφού τόσο η πρωτοβουλία όσο και οι όροι σύναψης των δανείων τέθηκαν από την πλευρά του εγκαλούντος και της μητέρας του, ενώ το δάνειο ήταν απόλυτα αναγκαίο, ενόψει μάλιστα των σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων υγείας του πρώτου κατηγορουμένου μετά το έτος 1998, προκειμένου να επεκταθεί η επιχείρηση. Αιτιώνται δε επίσης δανεισμό σε δύο δόσεις με πολύ υψηλούς τόκους 1) 150.000 ευρώ και τόκοι 2% μηνιαίως δηλαδή 3.000 ευρώ μηνιαίως και 2) 150.000 ευρώ και τόκοι 2,66% μηνιαίως δηλαδή 4000 ευρώ μηνιαίως δηλαδή συνολικά 7.000 ευρώ μηνιαίως δηλαδή 24% και 31,2%, αντίστοιχα, ετησίως τόκοι. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού τους προσκομίζουν την με αριθμό 52/19-01-2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έκρινε ότι το σύνολο του ανωτέρω ποσού των 300.000 ευρώ ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους ύψους 56.750 ευρώ και περιόρισε κατά νόμο την οφειλή στο ύψος των 243.250 ευρώ. Ο παραπάνω ισχυρισμός περί τοκογλυφικών τόκων δεν ασκεί έννομη επιρροή αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης που αποδίδεται στους κατηγορουμένους. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού και εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία που διέθεταν στις συναλλαγές (ας σημειωθεί ότι ο πρώτος είναι ακαδημαϊκός καθηγητής, αλλά και επιχειρηματίας, η δε δεύτερη δικηγόρος) αφενός με την ψευδή παράσταση αναφορικά με την αξία της επιχείρησής τους και αφετέρου με την απόκρυψη των δυσμενών περιουσιακών τους στοιχείων και την λόγω της θέσης τους αυτής αδυναμία λήψης δανείων από πιστωτικά ιδρύματα, δεν σκόπευαν να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, αλλά είχαν εξ αρχής σκοπό να χρησιμοποιήσουν το ποσό που απατηλώς απέσπασαν από τον εγκαλούντα ώστε να αντιμετωπίσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Ας σημειωθεί δε ότι με την από ... έγγραφη δήλωση αναγνώρισης χρέους 312.000 ευρώ ο πρώτος κατηγορούμενος δηλώνει ότι ι) "οφείλω εις τον κ Ψ1 το ποσόν των τριακοσίων δώδεκα χιλιάδων ευρώ (312.000 Ε) βάσει των ιδιωτικών συμφωνητικών των από ... και από ..που έχουν υπογραφεί υπ' εμού και τον κ. Ψ1
ΙΙ) το ποσόν αυτό των 312.000 Euro θα αποδοθεί εις τον κ. Ψ1 (δια μέσω τραπέζης) την .... Ο λογαριασμός θα γίνει στηv Alpha Bank (όπως μέχρι σήμερον)". Αποκλειστικός σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να προσποριστούν παράνομο περιουσιακό όφελος από την περιουσία του εγκαλούντος με τις προαναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις τους. Την εξαπάτησή του από τους κατηγορούμενους επιβεβαίωσε σαφώς ο εγκαλών ενώπιον του συμβουλίου, αναφέροντας ότι αυτοί του παρέστησαν ψευδώς ότι η παραπάνω επιχείρηση είναι μεγάλης οικονομικής επιφάνειας αποτιμώμενη σε 880.000.000 δραχμές και επίσης του απέκρυψαν την δυσμενή οικονομική τους κατάσταση, γεγονότα τα οποία αν αυτός γνώριζε δεν θα προέβαινε στην παραπάνω χρηματοδότηση. Οι παραπάνω κατηγορούμενοι, προκειμένου να αποσπάσουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά από τον εγκαλούντα ενήργησαν μεθοδικά εκμεταλλευόμενοι τη φιλική σχέση που υπήρχε μεταξύ του εγκαλούντος και της μητέρας με αυτούς, λειτουργώντας επί τη βάσει σχεδίου, και περαιτέρω ενόψει της υποδομής που διαμόρφωσαν (δια των επανειλημμένων επαφών και τηλεφωνικών επικοινωνιών με το θύμα -εγκαλούντα και την μητέρα του, στους οποίους έκαναν τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και την αθέμιτη απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης, προκειμένου να πεισθεί ο εγκαλών να δώσει σε δυο δόσεις κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα το παραπάνω ποσό χρημάτων) και την οργανωμένη ετοιμότητα τους με πρόθεση της κατά τα άνω επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, απέβλεπαν στον πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, από την επανειλημμένη κατά τα άνω τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους, δοθέντος μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδώσει το ποσό το οποίο αυτός τους δάνεισε, έχοντας περαιτέρω ως επιδίωξη να ματαιώσουν την είσπραξη από αυτόν του οφειλομένου δανείου. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν υφίσταται απάτη εκ μέρους τους αλλά απλά μια αστική διαφορά και δη διαφορά από σύμβαση δανείου δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αποδεικτικά, ενόψει των όσων αναλυτικά προεκτέθηκαν.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και για το λόγο αυτό απέρριψε τις απ'αυτούς ασκηθείσες, κατά του αριθμ. 3517/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εφέσεις ως κατ'ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ, 45 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α - β ΠΚ, όπως η παράγ. 3 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 2α-β του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της πράξεως της απάτης, την οποία φέρεται ότι διέπραξε ο αναιρεσείων Χ1 σε βάρος του Ψ1, στην οποία συμμετείχε ως συναυτουργός και η αναιρεσείουσα Χ2 και ο λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, κατ'εκτίμηση δε του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ1 για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, με την αιτίαση ότι δεν υφίσταται απάτη αλλά αστική διαφορά από σύμβαση δανείου, είναι αβάσιμος. Επίσης διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η σχετική κρίση του εκδώσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην υποδομή, την οποία είχαν διαμορφώσει αυτοί (επανειλημμένες επαφές και τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον εγκαλούντα και την μητέρα του, στους οποίους έκαναν τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και την αθέμιτη απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης) και την οργανωμένη ετοιμότητά τους με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας ως άνω πράξεως από την οποία προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως από την οποία προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Οι λοιπές αναφερόμενες στις κρινόμενες αιτήσεις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Περαιτέρω ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα των κρινομένων αιτήσεων αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον δεν προσδιορίζεται σ'αυτόν σε τι συνίσταται ειδικότερα η απόλυτη ακυρότητα και ποιες είναι οι παραβιασθείσες διατάξεις που την επέφεραν (ΑΠ 378/2002 Ποιν. Δικ. 2002, 806), αλλά και αν γίνει δεκτό ότι ο λόγος αυτός είναι σαφής και ορισμένος, και ότι αφορά κακή σύνθεση του εκδώσαντος το προσβαλλόμενο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι υφίσταντο γεγονότα δικαιολογούντα υπόνοιες για την αμεροληψία της Αντεισαγγελέως Εφετών Βιργινίας Σακελλαροπούλου, που υπέβαλε τη σχετική πρόταση στο Συμβούλιο και δεν παρέστη σ'αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η συνδρομή τέτοιων γεγονότων, ως προς κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 του ΚΠΔ πρόσωπα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας, δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο υπέβαλε σχετική πρόταση ή μετέσχε το πρόσωπο τούτο, αλλά λόγο εξαιρέσεώς του. Τέτοιο όμως λόγο εξαιρέσεως της παραπάνω Αντεισαγγελέως δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε και προκύπτει ότι αυτοί υπέβαλαν με αίτηση, κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 επ. ΚΠΔ, όπως δεν προκύπτει ότι ο λόγος αυτός έγινε δεκτός και παρά ταύτα η εξαιρεθείσα υπέβαλε σχετική πρόταση στο Συμβούλιο (ΑΠ 1744/2004 ΠΧ, ΝΕ, 704).
Επίσης από τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν. 2472/1997, περί προσωπικών δεδομένων, σαφώς συνάγεται ότι ο νόμος αυτός δεν έχει εφαρμογή επί της ποινικής διαδικασίας, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του ΚΠοινΔ, οι οποίες ως ειδικές κατισχύουν του ως άνω νόμου (ΑΠ 1945/2002 Ποιν.Δικ. 2003, 626). Ενώ, εκτός άλλων, στις διατάξεις των άρθρων 31, 239 επόμ και 251 επ. ΚΠοινΔ, σαφώς ορίζεται, ότι ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής, οι προανακριτικοί υπάλληλοι και το Δικαστήριο υποχρεούνται να ερευνούν κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για την ανεύρεση της αλήθειας και να χρησιμοποιούν κάθε αποδεικτικό μέσο προς το σκοπό αυτό, εκτός βέβαια από εκείνα που απαγορεύονται ρητώς από το Σύνταγμα και το νόμο. Εξ άλλου, δυνατότητα χρήσης προσωπικών δεδομένων υπάρχει, όχι μόνο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ατόμου, στα οποία αυτά αφορούν, αλλά και για την υπεράσπιση οποιουδήποτε δικαιώματος, είτε αυτό ανήκει στο ίδιο πρόσωπο, είτε σε τρίτο (ΑΠ 1561/2005). Επομένως η αιτίαση, κατ'εκτίμηση του δικογράφου των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα εξαιτίας του ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του έγγραφα, που αφορούσαν προσωπικά δεδομένα των αναιρεσειόντων και της εταιρείας τους, που προσκομίστηκαν από τον εγκαλούντα, στον οποίο είχαν δοθεί από την Τειρεσίας ΑΕ, είναι αβάσιμη.
Τέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο λόγος, κατ' εκτίμηση του δικογράφου των αιτήσεων αναιρέσεως, για υπέρβαση εξουσίας, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι ο εγκαλών δεν νομιμοποιείτο στην υποβολή της κρινόμενης εγκλήσεως, διότι τα χρήματα με τα οποία εδάνεισε τους αναιρεσείοντες δεν ήταν δικά του και συνεπώς δεν υπέστη ο ίδιος βλάβη, καθόσον το έγκλημα της απάτης διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ'έγκληση.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1α-β-δ-στ ΚΠοινΔ πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθούν οι με αριθμ. 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν αντιστοίχως από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 το γένος ..., κατοίκων ..., κατά του αριθμ. 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες.
3) Να απορριφθεί ως απαράδεκτο, άλλως ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου σας, που διατυπώθηκε από τους αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2 στις αντίστοιχες με αριθμό 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως κατά του 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα 3 Απριλίου 2009
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι κρινόμενες 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των: 1) Χ1 και 2) Χ2 το γένος ... αντίστοιχα, κατοίκων ..., κατά του 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις αυτών κατά του 3517/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για απάτη, κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 13 περ. στ, 45, 26 § 1α, 27 § 1, και 386 § 3 α, β του ΠΚ, όπως η § 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του ν. 2721/1999, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
ΙΙ. Το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, αφού δεν προσδιορίζεται σ'αυτό ο λόγος για τον οποίον επιθυμούν να παραστούν αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εξειδικεύοντας τα προς διευκρίνηση θέματα, είναι απορριπτέο και ως ουσιαστικώς αβάσιμο, αφού με την κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες εκθέτουν με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις τους και οι ισχυρισμοί τους αναπτύσσονται εκτεταμένα σε αυτές.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα μπορεί να προταθεί και ο λόγος του στοιχείου Α', δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 του ίδιου Κώδικα, που προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τα αναφερόμενα σ' αυτό θέματα. Γι' αυτό όταν προβάλλεται τέτοιος λόγος πρέπει να προσδιορίζονται και οι διατάξεις αυτές που επέφεραν την ακυρότητα. Διαφορετικά ο αναιρετικός λόγος είναι αόριστος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο και των δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων, προτείνεται, ως λόγος αναίρεσης του προσβαλλόμενου παραπεμπτικού βουλεύματος, η απόλυτη ακυρότητα με την αιτίαση ότι "στο βούλευμα δεν είναι ξεκάθαρο εάν ή όχι συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών" η Αντεισαγγελέας Βιργινία Σακελλαροπούλου, που συνέταξε την υπ' αριθ. 1859/2008 πρόταση, για την οποία, όπως οι αναιρεσείοντες αναφέρουν, "στο υπόμνημα που καταθέσαμε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών κάναμε ξεκάθαρο ότι είχαμε βάσιμους φόβους και υπόνοιες μεροληψίας εις βάρος μας εκ μέρους της" και τούτο, διότι, ενώ αρχικώς αναφέρεται στο βούλευμα ότι στη συνεδρίαση παρέστη η Αντεισαγγελέας Όλγα Σμυρλή, εν συνεχεία αναφέρεται ότι αυτή εισήγαγε προς το Συμβούλιο την 1859/2008 πρόταση, η οποία όμως δεν είναι συνταχθείσα από αυτήν, καθώς από το αναγραφόμενο στο βούλευμα ότι: "Η εισαγγελέας που παρέστη κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, αφού άκουσε τα διάδικα μέρη, αναφέρθηκε στην ως άνω 1816/2008 πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών...", δεν προκύπτει με σαφήνεια ποια Εισαγγελέας παρέστη και ότι δεν έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου της 1816/2008 πρότασης. Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' ΚΠΔ. λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέος προεχόντως, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται σ'αυτόν σε τι συνίσταται ειδικότερα η απόλυτη ακυρότητα και ποιες είναι οι παραβιασθείσες διατάξεις που την επέφεραν. Ανεξαρτήτως τούτων, αν γίνει δεκτό ότι ο λόγος αυτός είναι σαφής και ορισμένος, και ότι αφορά κακή σύνθεση του εκδώσαντος το προσβαλλόμενο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, διότι υφίσταντο γεγονότα δικαιολογούντα υπόνοιες για την αμεροληψία της Αντεισαγγελέως Εφετών Βιργινίας Σακελλαροπούλου, που υπέβαλε τη σχετική πρόταση στο Συμβούλιο και δεν παρέστη σ'αυτό, ο λόγος αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 15 του Κ.Π.Δ. όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (14 ΚΠΔ) είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστικού συμβουλίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σ' αυτό δικαστικών προσώπων, που αποκλείονται κατά το άρθρο 14 του Κ.Π.Δ. από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του διεγείροντος υπόνοιες μεροληψίας δικαστικού προσώπου, ο οποίος πρέπει να προταθεί κατά τα άρθρα 16 επ. Κ.Π.Δ. πριν από την έκδοση του βουλεύματος, μόνο δε, εάν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο εξετασθείς στην έκδοση του βουλεύματος, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α' του Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ίδιου κώδικα. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος των υπό κρίση αιτήσεων, περί κακής συνθέσεως του εκδόσαντος το προσβαλλόμενο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, ο οποίος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι υφίσταντο γεγονότα δικαιολογούντα υπόνοιες για μεροληψία της πιο πάνω Αντεισαγγελέως, η οποία είτε υπέβαλε μόνο την πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο, είτε και παραστάθηκε σ' αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η συνδρομή τέτοιων γεγονότων, ως προς κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 του Κ.Π.Δ. πρόσωπα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο εισαγγελέας, δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο μετέσχε το πρόσωπο τούτο, αλλά λόγο εξαιρέσεως του μετασχόντος. Τέτοιο όμως λόγο εξαιρέσεως της παραπάνω Αντεισαγγελέως δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε και προκύπτει ότι αυτοί υπέβαλαν με αίτηση, κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 επ. Κ.Π.Δ., όπως δεν προκύπτει ότι ο λόγος αυτός έγινε δεκτός και παρά ταύτα ο εξαιρεθείς μετέσχε στην έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Περαιτέρω και με την εκδοχή ότι ο προβαλλόμενος πιο πάνω λόγος αναίρεσης, περί κακής συνθέσεως του εκδόσαντος το προσβαλλόμενο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου έχει ως περιεχόμενο μόνο το ότι δεν καθίσταται σαφές αν παραστάθηκε και ποιος εισαγγελέας σε αυτό και ποιος συνέταξε την αναφερόμενη σε αυτό 1859/2008 πρόταση, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφού σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του βουλεύματος, ότι στο Συμβούλιο που το εξέδωσε παραστάθηκε η Αντεισαγγελέας Εφετών Όλγα Σμυρλή και ότι αυτή εισήγαγε την αναφερόμενη στο βούλευμα 1859/2008 πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών Βιργινίας Σακελλαροπούλου. Τέλος η διαλαμβανόμενη στον αυτό λόγο αιτίαση, ότι στο βούλευμα "γίνεται αναφορά στην υπ' αριθ. 1816/2008 πρόταση η οποία δήθεν αναφέρεται ανωτέρω στο κείμενο, ενώ είναι η πρώτη φορά που γίνεται μνεία αυτής στο βούλευμα, δεν έχουμε λάβει γνώση του περιεχομένου της", είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη, αφού η αναφορά του αριθμού 1816/2008, αντί του αριθμού 1859/2008, που αποτελεί τον αριθμό της προτάσεως που η πιο πάνω Αντεισαγγελέας εισήγαγε στο Συμβούλιο Εφετών, οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή και η εσφαλμένη αυτή αναγραφή δεν πλήττει τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, αφού το κείμενο της πρότασης της Αντεισαγγελέως που εισήχθη στο Συμβούλιο παρατίθεται εξ ολοκλήρου και ενσωματώνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και της προτάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν ότι έλαβαν γνώση. Μόνο δε η μη γνώση της προτάσεως αυτής, διότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία που ορίζεται στον ΚΠΔ (άρ. 308 παρ. 2), θα ίδρυε παραδεκτό λόγο αναίρεσης, περιστατικά τα οποία όμως δεν εκτίθενται στον εξεταζόμενο λόγο αναίρεσης.
IV. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείτο, επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους του ενός δράστες, κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, κατά το οποίο, αν δυο ή περισσότερες τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη αυτή πράξη, καθένας τους τιμωρείται, ως συναυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενική σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
V. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "...Ο εγκαλών Ψ1, κάτοικος ..., είναι επιχειρηματίας ασχολούμενος με την εμπορία ΙΧΕ αυτοκινήτων στη Γερμανία και υπήρξε επί σειρά ετών μαθητής στην Αγγλική Γλώσσα στην εκπαιδευτική επιχείρηση του πρώτου κατηγορουμένου. Η μητέρα του εγκαλούντος διατηρούσε από καιρό φιλική σχέση με τους κατηγορούμενους. Από τα τέλη του έτους 2002 και ενώ ο εγκαλών βρισκόταν στο ... της Γερμανίας, όπου διαμένει και εργάζεται, οι κατηγορούμενοι ενδιαφέρθηκαν για την επαγγελματική σταδιοδρομία του εγκαλούντος, επιθυμώντας έντονα να πληροφορηθούν λεπτομέρειες για την οικονομική του κατάσταση. Κατά τις αρχές του έτους 2003 ο πρώτος κατηγορούμενος συνάντησε τη μητέρα του εγκαλούντος στην έδρα της επιχείρησης του (οδός ...) και την πληροφόρησε ότι χρειάζονταν να δανειστεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, προκειμένου να επεκτείνει τις εργασίες του και τις δραστηριότητες του σε νέους κλάδους σπουδών, να προσλάβει έμπειρο εκπαιδευτικό προσωπικό και να ανακαινίσει τις εγκαταστάσεις του με σκοπό να δημιουργήσει το πρώτο ευρωπαϊκών προδιαγραφών Κολέγιο στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Oxford) του Ηνωμένου Βασιλείου (U.K). Της ανέφερε ότι είχε αποφασίσει να μην απευθυνθεί σε τραπεζικά ιδρύματα προς δανεισμό αλλά να συγκεντρώσει κοντά του χρηματοδότες, οι οποίοι θα είχαν την οικονομική δυνατότητα να του δανείσουν τουλάχιστον 150.000 Ευρώ έκαστος, της έδειξε δε σχετικούς οικονομικούς πίνακες, στοιχεία και αναλύσεις, ενώ πρότεινε ως τρόπο διασφάλισης του ποσού του εγκαλούντος την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού. Αρχές Φεβρουαρίου του 2003 οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν με τον εγκαλούντα που εν τω μεταξύ βρισκόταν στην Ελλάδα και του επιβεβαίωσαν τα ανωτέρω. Κατά την ... ο εγκαλών δάνεισε στους εγκαλούμενους το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών, δηλαδή από ... έως .... Οι όροι χορήγησης αυτού του δανείου, η διάρκεια του και ο τρόπος αποπληρωμής συμπεριλήφθηκαν στο από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπεγράφη από τον εγκαλούντα και τους κατηγορουμένους στα γραφεία της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου, με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "I.S. COLLEGE" επί της ανωτέρω οδού. Σημειώνεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη Χ2 συμβλήθηκε ως δικηγόρος, εταίρος της ανωτέρω ΕΠΕ και συνυπευθύνως υπογράφουσα. Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: 1) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) αποδέχθηκε να χρηματοδοτήσει το Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ (I.S. COLLEGE) δια του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου κατηγορούμενου και της εταίρου δεύτερης κατηγορούμενης με το ποσό των 150.000 ευρώ και για χρονικό διάστημα πέντε μηνών (5) δηλαδή από ... έως ... με δυνατότητα παράτασης τριών επιπλέον μηνών, δηλαδή μέχρι την ... εφόσον αυτό γίνει αποδεκτό και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του I.S college, δηλαδή τον πρώτο κατηγορούμενο ήτοι και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, 2) ο πρώτος των συμβαλλομένων (πρώτος κατηγορούμενος), νόμιμος εκπρόσωπος του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου ΕΠΕ (I.S College) αποδέχεται τη χρηματοδότηση από τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με τις εξής υποχρεώσεις: 1) να επιστρέψει το ποσό αυτό, δηλαδή 150.000 ευρώ κατά την ... εκτός εάν συμφωνηθεί παράταση 3 μηνών οπότε θα πρέπει να τα επιστρέψει μέχρι την ..., 2) να έχει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δικαίωμα ποσοστού 10% επί της αξίας του Κολεγίου (εκτιμηθέν σε 880.000.000 δρχ. το 1998 από Άγγλους εκτιμητές) μέχρι να γίνει πλήρης εξόφληση των χρημάτων του, δηλαδή των 150.000 ευρώ, οπότε ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δεν θα έχει καμία περαιτέρω αξίωση τόσο από τον πρώτο κατηγορούμενο ατομικά όσο και από την εταιρεία ως τέτοια (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο I.S. College) και 3) δηλώνεται με το συμφωνητικό αυτό ότι ο δεύτερος συμβαλλόμενος (εγκαλών) λαμβάνει σήμερα δηλαδή ... συναλλαγματική υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου Ε.Π.Ε. (πρώτο κατηγορούμενο), όπου καταγράφεται η υποχρέωση των 150.000 ευρώ προς τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με ημερομηνία την .... Επίσης δηλώνεται ότι σε περίπτωση χρονικής παράτασης τριών μηνών, θα αλλαχθεί η συναλλαγματική δηλαδή θα ακυρωθεί η με ημερομηνία ...και θα εκδοθεί άλλη συναλλαγματική με ημερομηνία αντίστοιχη δηλαδή την ... και λήξη την .... Λίγες εβδομάδες μετά την κατάρτιση του ανωτέρω δανείου ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισε να ζητά από τον εγκαλούντα και νέο δάνειο προκειμένου, όπως ισχυριζόταν, να μη χαλάσει η δουλειά και η επέκταση των εργασιών του. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες και σχεδόν καθημερινές τηλεφωνικές προτροπές και εκκλήσεις από τους πρώτο και δεύτερη των κατηγορουμένων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο εγκαλών να τους χορηγήσει και νέο δεύτερο δάνειο. Έτσι, κατά την ... ο εγκαλών έδωσε πάλι στους εγκαλούμενους λόγω δανείου, χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ για χρονικό διάστημα οκτώ (8) μηνών, δηλαδή από ... μέχρι .... Οι όροι χορήγησης αυτού του δανείου, η διάρκειά του και ο τρόπος αποπληρωμής συμπεριλήφθηκαν στο από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπεγράφη από τον εγκαλούντα και τους κατηγορουμένους στα γραφεία της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου, με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "I.S COLLEGE" επί της ανωτέρω οδού. Σημειώνεται πάλι ότι η δεύτερη κατηγορούμενη συμβλήθηκε ως δικηγόρος, εταίρος της ανωτέρω ΕΠΕ και συνυπευθύνως υπογράφουσα. Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού έγιναν αποδεκτά τα ακόλουθα: 1) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) απεδέχθηκε να χρηματοδοτήσει το Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο ΕΠΕ (I.S COLLEGE) δια του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου κατηγορούμενου και της εταίρου δεύτερης κατηγορούμενης με το ποσό των 150.000 Ευρώ και για διάστημα οκτώ (8) μηνών, δηλαδή από ...έως ..., 2) ο πρώτος των συμβαλλομένων (πρώτος κατηγορούμενος), νόμιμος εκπρόσωπος του Διεθνούς Επιστημονικού Κέντρου ΕΠΕ (I.S College) αποδέχεται τη χρηματοδότηση από τον δεύτερο των συμβαλλομένων (εγκαλούντα) με τις εξής υποχρεώσεις: α) να επιστρέψει το ποσό αυτό, δηλαδή τα 150.000 Ευρώ την ... (εκτός εάν συμφωνηθεί παράταση και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη), β) να έχει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δικαίωμα ποσοστού 15% επί της αξίας του Κολεγίου (εκτιμηθέν σε 880.000.000 δρχ. το έτος 1998 από Άγγλους εκτιμητές) μέχρι να γίνει πλήρης εξόφληση των χρημάτων δηλαδή των 150.000 ευρώ, οπότε ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) δεν θα έχει καμία περαιτέρω απαίτηση τόσο από τον πρώτο κατηγορούμενο ατομικά όσο και από την εταιρεία ως τέτοια (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο I.S.College), γ) λαμβάνει ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) σε πλαστικοποιημένη μορφή τις άδειες που έχει το I.S.College από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, που αναφέρεται ότι είναι άκρως εμπιστευτικές και θα επιστραφούν αμέσως με την εξόφληση του κεφαλαίου των 150.000 ευρώ, δ) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) λαμβάνει συναλλαγματική ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ με ημερομηνία λήξης την ... υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο του I.S.College (πρώτο κατηγορούμενο), ε) ο δεύτερος των συμβαλλομένων (εγκαλών) λαμβάνει μια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 όπου καταφαίνεται και δηλώνεται ότι το ποσό του δανείου είναι 150.000 ευρώ. Από το περιεχόμενο των δύο ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών με σαφήνεια προκύπτει ότι η κρίσιμη ψευδής παράσταση και διαβεβαίωση των κατηγορουμένων που προκάλεσαν στον εγκαλούντα την απόφαση να προβεί στα ανωτέρω δύο δάνεια συνολικής αξίας 300.000 Ευρώ συνίσταται στο ότι δήθεν η αξία της επιχείρησης αποτιμάται από Άγγλους εκτιμητές τουλάχιστον σε 880.000.000 δρχ. και ότι κατά συνέπεια διασφαλιζόταν δήθεν επαρκώς ο εγκαλών με την παραχώρηση ποσοστών 10% και 15% αντίστοιχα της αξίας της επιχείρησης μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Περαιτέρω, προέκυψε ότι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν στον εγκαλούντα ότι ήταν σε θέση να αναπτύξουν ως επιχειρηματικό σχέδιο το πρώτο Ευρωπαϊκών προδιαγραφών Κολλέγιο στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ότι επέλεξαν τον ιδιωτικό και όχι τον τραπεζικό δανεισμό, τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και η επιχείρησή τους, δηλαδή η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο Ε.Π.Ε." της οποίας οι κατηγορούμενοι είναι οι μοναδικοί εταίροι, ο πρώτος μάλιστα και διαχειριστής αυτής, είχαν σε βάρος τους δυσμενή οικονομικά στοιχεία, τα. οποία απέκλειαν την πρόσβαση τους στο τραπεζικό σύστημα δανεισμού, γεγονός το οποίο απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Ειδικότερα τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία που οι κατηγορούμενοι απέκρυψαν ήταν: α) ότι σε διαμέρισμα κυριότητας της δεύτερης των κατηγορουμένων επί των οδών...και ... ήδη από τις ... υπήρχαν τα εξής βάρη: αα) προσημείωση ποσού 13.000.000 δρχ. υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εγγραφείσα από την ..., τραπείσα σε υποθήκη κατά την ... για το ποσό των 4.637, 40 ευρώ δυνάμει της με αριθμό 9830/2000 τελεσίδικης Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αβ) προσημείωση ποσού 13.000.000 δρχ. υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εγγραφείσα την ..., αγ) προσημείωση υποθήκης ποσού 25.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα την ... και αδ) αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 10.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα από την ..., β) ότι στο 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του διαμερίσματος, ιδιοκτησίας της δεύτερης κατηγορούμενης επί της οδού ... υπήρχαν τα ακόλουθα βάρη: βα) προσημείωση υποθήκης 30.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα την ... στον τόμο ... με αριθμ. ... του βιβλίου Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και ββ) αναγκαστική κατάσχεση ποσού 30.000.000 δρχ. υπέρ της Τράπεζας Εργασίας εγγραφείσα δυνάμει της με αριθμ. ... έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ... την ...στον τόμο ... και με αριθμό ... του βιβλίου Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, γ) ότι σε βάρος του πρώτου κατηγορούμενου κατά τη διετία 2000-2002 υπήρχαν τέσσερις (4) ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού 47.542.19 ευρώ (βλ. την από ... έγγραφη κατάσταση επιταγών) και δ) ότι σε βάρος της εταιρείας (Διεθνές Επιστημονικό Κέντρο Ε.Π.Ε.) είχαν εκδοθεί το έτος 2000 δύο (2) Διαταγές Πληρωμής συνολικού ποσού 190.867, 31 ευρώ και το έτος 2002 έντεκα (11) ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού 186.691,12 ευρώ. Τα δε παραπάνω δυσμενή οικονομικά στοιχεία τόσο σε βάρος των κατηγορουμένων όσο και σε βάρος της επιχείρησή τους, τα οποία απέκρυψαν οι κατηγορούμενοι, εάν γνώριζε ο εγκαλών δεν θα προέβαινε στους προαναφερόμενους δανεισμούς της επιχείρησης. Οι κατηγορούμενοι με τις έγγραφες εξηγήσεις, τα απολογητικά υπομνήματα και την απολογία τους στην ανάκριση, καθώς και τα υπομνήματα που κατέθεσαν μετά την άσκηση της έφεσης ισχυρίζονται ότι δεν εξαπατήθηκε ο εγκαλών, αφού τόσο η πρωτοβουλία όσο και οι όροι σύναψης των δανείων τέθηκαν από την πλευρά του εγκαλούντος και της μητέρας του, ενώ το δάνειο ήταν απόλυτα αναγκαίο, ενόψει μάλιστα των σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων υγείας του πρώτου κατηγορουμένου μετά το έτος 1998, προκειμένου να επεκταθεί η επιχείρηση. Αιτιώνται δε επίσης δανεισμό σε δύο δόσεις με πολύ υψηλούς τόκους 1) 150.000 ευρώ και τόκοι 2% μηνιαίως δηλαδή 3.000 ευρώ μηνιαίως και 2) 150.000 ευρώ και τόκοι 2, 66% μηνιαίως δηλαδή 4000 ευρώ μηνιαίως δηλαδή συνολικά 7.000 ευρώ μηνιαίως δηλαδή 24% και 31, 2%, αντίστοιχα, ετησίως τόκοι. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού τους προσκομίζουν την με αριθμό 52/19-01-2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έκρινε ότι το σύνολο του ανωτέρω ποσού των 300.000 ευρώ ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους ύψους 56.750 ευρώ και περιόρισε κατά νόμο την οφειλή στο ύψος των 243.250 ευρώ. Ο παραπάνω ισχυρισμός περί τοκογλυφικών τόκων δεν ασκεί έννομη επιρροή αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης που αποδίδεται στους κατηγορουμένους. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού και εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία που διέθεταν στις συναλλαγές (ας σημειωθεί ότι ο πρώτος είναι ακαδημαϊκός καθηγητής, αλλά και επιχειρηματίας, η δε δεύτερη δικηγόρος) αφενός με την ψευδή παράσταση αναφορικά με την αξία της επιχείρησής τους και αφετέρου με την απόκρυψη των δυσμενών περιουσιακών τους στοιχείων και την λόγω της θέσης τους αυτής αδυναμία λήψης δανείων από πιστωτικά ιδρύματα, δεν σκόπευαν να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, αλλά είχαν εξ αρχής σκοπό να χρησιμοποιήσουν το ποσό που απατηλώς απέσπασαν από τον εγκαλούντα ώστε να αντιμετωπίσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Ας σημειωθεί δε ότι με την από ... έγγραφη δήλωση αναγνώρισης χρέους 312.000 ευρώ ο πρώτος κατηγορούμενος δηλώνει ότι ι) "οφείλω εις τον κ.Ψ1 το ποσόν των τριακοσίων δώδεκα χιλιάδων ευρώ (312.000 Ε) βάσει των ιδιωτικών συμφωνητικών των από ... και από ... που έχουν υπογραφεί υπ' εμού και τον κ. Ψ1,
ΙΙ) το ποσόν αυτό των 312.000 Euro θα αποδοθεί εις τον κ.Ψ1 (δια μέσω τραπέζης) την .... Ο λογαριασμός θα γίνει στηv Alpha Bank (όπως μέχρι σήμερον)". Αποκλειστικός σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να προσποριστούν παράνομο περιουσιακό όφελος από την περιουσία του εγκαλούντος με τις προαναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις τους. Την εξαπάτησή του από τους κατηγορούμενους επιβεβαίωσε σαφώς ο εγκαλών ενώπιον του συμβουλίου, αναφέροντας ότι αυτοί του παρέστησαν ψευδώς ότι η παραπάνω επιχείρηση είναι μεγάλης οικονομικής επιφάνειας αποτιμώμενη σε 880.000.000 δραχμές και επίσης του απέκρυψαν την δυσμενή οικονομική τους κατάσταση, γεγονότα τα οποία αν αυτός γνώριζε δεν θα προέβαινε στην παραπάνω χρηματοδότηση. Οι παραπάνω κατηγορούμενοι, προκειμένου να αποσπάσουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά από τον εγκαλούντα ενήργησαν μεθοδικά εκμεταλλευόμενοι τη φιλική σχέση που υπήρχε μεταξύ του εγκαλούντος και της μητέρας με αυτούς, λειτουργώντας επί τη βάσει σχεδίου, και περαιτέρω ενόψει της υποδομής που διαμόρφωσαν (δια των επανειλημμένων επαφών και τηλεφωνικών επικοινωνιών με το θύμα -εγκαλούντα και την μητέρα του, στους οποίους έκαναν τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και την αθέμιτη απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης, προκειμένου να πεισθεί ο εγκαλών να δώσει σε δυο δόσεις κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα το παραπάνω ποσό χρημάτων) και την οργανωμένη ετοιμότητα τους με πρόθεση της κατά τα άνω επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, απέβλεπαν στον πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, από την επανειλημμένη κατά τα άνω τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους, δοθέντος μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδώσει το ποσό το οποίο αυτός τους δάνεισε, έχοντας περαιτέρω ως επιδίωξη να ματαιώσουν την είσπραξη από αυτόν του οφειλομένου δανείου. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν υφίσταται απάτη εκ μέρους τους αλλά απλά μια αστική διαφορά και δη διαφορά από σύμβαση δανείου δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αποδεικτικά, ενόψει των όσων αναλυτικά προεκτέθηκαν. ...". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και απέρριψε τις 191/2008 και 192/2008 εφέσεις τους, κατά του 3517/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως κατ'ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
VI. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού, με δικές του σκέψεις, εξετίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτό αποδεικτικά μέσα, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους- αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1α, 45 και 386 παρ. 3 α, β-1 ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της πράξεως της απάτης, την οποία φέρεται ότι διέπραξε ο αναιρεσείων Χ1 σε βάρος του Ψ1, στην οποία συμμετείχε ως συναυτουργός και η αναιρεσείουσα Χ2. Επίσης διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η σχετική κρίση του εκδώσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην υποδομή, την οποία είχαν διαμορφώσει αυτοί (επανειλημμένες επαφές και τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον εγκαλούντα και την μητέρα του, στους οποίους έκαναν τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και την αθέμιτη απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης) και την οργανωμένη ετοιμότητά τους με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας ως άνω πράξεως από την οποία προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως από την οποία προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους.
VII. Ο πρώτος αναιρεσείων Χ1, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεώς του, προβάλει την αιτίαση της "έλλειψης εννόμου συμφέροντος του εγκαλούντος", στην άσκηση της υπό κρίσιν εγκλήσεώς του, "αφού από ουδέν στοιχείο προκύπτει ότι τα χρήματα ήταν ιδικά του και ότι τη βλάβη υπέστη ο ίδιος". Ο λόγος αυτός αναίρεσης, εκτιμώμενος, ως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. στ του ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας, λόγω του ότι δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφού ουδεμία έγκληση απαιτείται για την άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη της απάτης και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος. Η δεύτερη αναιρεσείουσα, με την αυτή πιο πάνω αιτίαση προβάλει την "έλλειψη νομιμοποιήσεως πολιτικής αγωγής", διότι "από ουδέν στοιχείο προκύπτει ότι τα χρήματα ήταν ιδικά του". Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, αφού, η κακή παράσταση της πολιτικής αγωγής στην προδικασία, δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης (βλ. άρ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ).
VIII. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον τρίτο από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως (και όχι του άρ. 510 παρ. 1 εδ. Ε, που από παραδρομή αναφέρει), προβάλει την αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ, καθόσον "δεν εκτίθενται στο βούλευμα σαφώς, πλήρως και ορισμένως τα κατά την κρίση του προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, ή εν τη εκθέσει τούτων υπάρχει αντίφαση προς εαυτά ή προς το διατακτικό του βουλεύματος". Προς θεμελίωση του λόγου αυτού της αναίρεσης ο αναιρεσείων, αναλίσκεται σε εκτενή έκθεση επιχειρημάτων και ανάλυση αποδεικτικών μέσων, καταλογίζοντας στο προσβαλλόμενο βούλευμα τις αναφερόμενες στην αίτησή του ελλείψεις, ως προς την αιτιολόγηση των διαφόρων παραδοχών του, όπως το ότι ουδέν αναφέρεται στο βούλευμα για την εμπειρία ή απειρία του εγκαλούντος στις συναλλαγές, για την προέλευση των χρημάτων αυτού, ενώ δεν ξεκαθαρίζεται εάν το δάνειο το έλαβε η εταιρεία ή οι κατηγορούμενοι προσωπικώς και ουδεμία αναφορά γίνεται στα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην υφαρπαγή, κατά τους αναιρεσείοντες, της .... "δήλωσης χρέους", η οποία, όπως αναφέρουν, ήταν προϊόν εκβιασμού και ότι το εκδοθέν βούλευμα "δεν έχει ερείσματα, δεν στηρίζεται σε παραστατικά στοιχεία, αλλά "ανακυκλώνει" την έγκληση του τοκογλύφου εγκαλούντος Ψ1", ο οποίος δεν είναι "επενδυτής", αλλ' ένας "στυγνός" τοκογλύφος και ότι όλα τα ιδιωτικά συμφωνητικά τα συνέταξε ο πρώτος αναιρεσείων, ενώ η δεύτερη, σύζυγος του πρώτου, υπέγραψε απλώς κατόπιν ιδικής του παρακλήσεως και αιτήματος του εγκαλούντος "δια την διεκπεραίωση γραφειοκρατικώς των εκκρεμοτήτων σε περίπτωση θανάτου του" και η οποία, όπως αναφέρει στην αίτησή της, παραπέμπεται λόγω της ιδιότητας αυτής ως Δικηγόρου. Όλες οι πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμες, αφού για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, είτε δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του (εμπειρία ή απειρία του εγκαλούντος στις συναλλαγές, πηγή των χρημάτων του, ποιος ωφελήθηκε από την πράξη της απάτης - οι κατηγορούμενοι ή η εταιρεία κλπ), ενώ, κατά το μέρος που οι αιτιάσεις αυτές αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων που οδήγησαν, κατά τον αναιρεσείοντα, στην περί παραπομπής αυτού κρίση, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού η τυχόν εσφαλμένη αυτή κρίση, δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 του ΚΠΔ. Το ίδιο ισχύει και για τις προβαλλόμενες, κατά τα λοιπά, αιτιάσεις, οι οποίες, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών. Επισημαίνεται ότι οι μετά σφοδρότητος προβαλλόμενες αιτιάσεις κατά της εισαγγελικής πρότασης, αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού, το περιεχόμενο και οι παραδοχές της εισαγγελικής πρότασης, δεν προσβάλλονται με λόγους αναίρεσης, δεδομένου ότι το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε δικές του σκέψεις, χωρίς να παραπέμψει στην εισαγγελική πρόταση. Επίσης το ότι το Συμβούλιο Εφετών δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες είναι έμπειροι στις συναλλαγές και ότι εξαπάτησαν τον εγκαλούντα και για να στηρίξει το συμπέρασμα αυτό, όπως αναφέρουν οι αναιρεσείοντες, "χρησιμοποιεί το ότι είναι Ακαδημαϊκός Καθηγητής εις βάρος του, ενώ το 3517/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αναφέρει ότι: ".... οι παραπάνω διαβεβαιώσεις και παραστάσεις τους ήταν εν γνώσει τους ψευδείς διότι στην πραγματικότητα ο πρώτος δεν ήταν ένας καταξιωμένος ακαδημαϊκός ούτε καθηγητής Ξένων Γλωσσών αλλά πτυχιούχος της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών...", στερείται έννομης σημασίας, αφού οι τυχόν αντίθετες παραδοχές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και του Συμβουλίου Εφετών δεν ιδρύουν αναιρετικό λόγο. Τέλος οι προβαλλόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τις οποίες, όπως οι αναιρεσείοντες αναφέρουν, "το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (εν. το Συμβούλιο Εφετών) δεν έχει δικαίωμα αλλαγής κατηγορητηρίου, με μοναδικό σκοπό να ευρεθεί οπωσδήποτε "ατραπός" δια να παραπεμφθούμε εις το ακροατήριον" είναι παντελώς αβάσιμες, αφού οι αναιρεσείοντες παραπέμπονται για να δικαστούν για τις πράξεις που περιγράφονται στο πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το Συμβούλιο δε Εφετών ερευνώντας εκ νέου κατ' ουσία την υπόθεση διαλαμβάνει στην αιτιολογία του ό,τι εκείνο δέχθηκε ότι αποδείχθηκε, και η τυχόν διαφορετική αιτιολογία από εκείνη όπου αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα (ή στην εισαγγελική πρόταση) δεν συνιστά μεταβολή της κατηγορίας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες.
IX. Η αναιρεσείουσα Χ2, με τον τρίτο, από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β ' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλει την αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ, καθόσον αυτή, όπως αναφέρει στην αίτησή της, "δεν αναγράφεται παντάπασιν εις τα αρχικά (και κύρια) συμφωνητικά δανείου της ... και ... ούτε συνομολόγησα για τον εγκαλούντα λήψη δανείου δια τον εαυτό μου ατομικώς, αλλά ουδέ και για την ΕΠΕ....απλώς εδέχθη ως απλή εταίρος της ΕΠΕ εν περιπτώσει θανάτου του πρώτου εξ ημών να ασχοληθώ με την διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της ΕΠΕ προς τον αιτούντα...". Όλες οι πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμες. Το Συμβούλιο Εφετών με τις πιο πάνω παραδοχές του δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα προσυπέγραψε τα πιο πάνω συμφωνητικά ως " δικηγόρος, εταίρος της ΕΠΕ και συνυπευθύνως υπογράφουσα" και συνεπώς, πλήττουν απαραδέκτως την περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου. Άλλωστε, ουδεμία επιρροή ασκεί η ιδιότητα με την οποία η εν λόγω αναιρεσείουσα προσυπέγραψε τα πιο πάνω συμφωνητικά, αφού η ποινική αυτής ευθύνη θεμελιώνεται στο ότι αυτή, υπό τα εκτιθέμενα στο βούλευμα περιστατικά, από κοινού με τον σύζυγό της, με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, έβλαψε την περιουσία του μηνυτή πείθοντας αυτόν με την παράσταση των αναφερομένων στο βούλευμα ψευδών γεγονότων ως αληθινών, να καταβάλει τα αναφερόμενα σε αυτό χρηματικά ποσά. Ομοίως, κατά λοιπά οι αιτιάσεις που αναφέρονται στον αυτόν λόγο αναίρεσης της ίδιας αναιρεσείουσας -εν μέρει αντίστοιχα με τα υποστηριζόμενα και από τον πρώτον αναιρεσείοντα-, αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων που οδήγησαν, κατά την αναιρεσείουσα, στην εσφαλμένη, κατ' αυτήν, περί παραπομπής της κρίση, (όπως η εκτιθέμενη στην αίτηση κατάθεση της μητέρας του εγκαλούντος), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η τυχόν εσφαλμένη αυτή κρίση, δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης και, επομένως, ο λόγος αυτός με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Χ. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον τέταρτο από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 περ. στ' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλει την αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών, υπερέβη την εξουσία του, διότι, όπως αναφέρει, "η διαφορά είναι καθαρά αστικής φύσεως και επιχειρείται η ποινικοποίηση της". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ως αποδειχθέντα, συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν. Κατά τα λοιπά όσα διαλαμβάνονται στον αυτό λόγο αναίρεσης, δεν συνιστούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης, από τους, από τους περιοριστικά αναφερόμενους το άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ. Ειδικότερα στον λόγο αυτό εκτίθενται αιτιάσεις- κατηγορίες κατά των δικαστών, που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι "κατασκεύασαν" την σε βάρος τους κατηγορία, καθόσον δέχθηκαν αναποδείκτως τα όσα αναφέρονται σε αυτό, ενώ, όπως υποστηρίζουν, οι ίδιοι ήταν θύματα του εγκαλούντος και της μητέρας του (εκβιασμών και άλλων αξιόποινων πράξεων) και η σχετική κατ'αυτών δίκη αναβλήθηκε κατ' επανάληψη μέχρι να εκδοθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για την απαλλαγή τους. Τέλος ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο, από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 περ. δ και ε ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, και για εσφαλμένη εφαρμογή του άρ. 386 παρ. 3Β του ΠΚ, ουδέ περιστατικό εκθέτει, προς θεμελίωσή τους, αναφερόμενος στα όσα ήδη έχει εκθέσει στους προηγούμενους λόγους αναίρεσης.
ΧΙ. Επίσης οι προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα με τον τέταρτο, από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 περ. δ' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αποτελούν εν μέρει επανάληψη των όσων αναφέρονται στους προηγούμενους λόγους αναίρεσης, με τους οποίους απαραδέκτως πλήττεται η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών και εκ τούτου ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Ειδικώς η διαλαμβανόμενη στον αυτόν λόγο (τέταρτο λόγο) αναίρεσης της ίδιας αναιρεσείουσας, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, διότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο (άρ. 171 παρ. 1 δ, 177 παρ. 2, 484 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠΔ), ήτοι ότι, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, περί προσωπικών δεδομένων, παρανόμως δόθηκαν από την Τειρεσία Α.Ε. στον εγκαλούντα απόρρητα στοιχεία (προσωπικά δεδομένα) των κατηγορουμένων, είναι απορριπτέα προεχόντως, ως αόριστη, αφού δεν αναφέρεται ποιων προσωπικών δεδομένων των κατηγορουμένων έγινε παράνομη χρήση, και ειδικότερα, αν το Συμβούλιο, Εφετών έλαβε υπόψη του τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως αν υπάρχει, δυνατότητα χρήσης προσωπικών δεδομένων όχι μόνο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ατόμου, στα οποία αυτά αφορούν, αλλά και για την υπεράσπιση οποιουδήποτε δικαιώματος, είτε αυτό ανήκει στο ίδιο πρόσωπο, είτε σε τρίτο, η πιο πάνω αιτίαση είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη, αφού, δεν προκύπτει από τα αιτιολογικό του βουλεύματος ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που δόθηκαν στον εγκαλούντα από την Τειρεσία Α.Ε., προκειμένου να στηρίξει στην παραδοχή του ότι οι αναιρεσείοντες, "... είχαν σε βάρος τους δυσμενή οικονομικά στοιχεία, τα. οποία απέκλειαν την πρόσβαση τους στο τραπεζικό σύστημα δανεισμού, γεγονός το οποίο απέκρυψαν από τον εγκαλούντα..." (εφόσον η αναιρεσείουσα αναφέρεται στην παραδοχή αυτή του βουλεύματος).
ΧΙΙ. Μετά από αυτά, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις 19/11-2-2009 και 20/11-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2 το γένος ..., κατοίκων ..., αντίστοιχα, κατά του 2375/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και το αίτημα αυτών για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ