Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Προσβαλλόμενο Βούλευμα - Δέχθηκε ουσία εφέσεις πολιτικώς εναγόντων κατά πρωτοβαθμίου απαλλακτικού του αναιρεσείοντος βουλεύματος Συμβουλίου. Πλημμελειοδικών και παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 δ΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 208/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 289/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3 και 4. Ψ4, κατοίκους ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 872/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα με αριθμό 337/19.10.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ. την υπ' αριθμ. 118/4-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ..., περιοχή ..., την οποία άσκησε για λογαριασμό του δυνάμει της από 4/6/2009 σχετικής εξουσιοδοτήσεώς του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθηνών Αβραάμ Ιορδανίδη, κατά του υπ' αριθμ. 289/12-3-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα : Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγιναν τυπικά και κατ' ουσία δεκτές οι υπ' αριθμ. 523/30-10-2008, 524/30-10-2008, 526/30-10-2008, και, 525/30-10-2008 εφέσεις των αντιστοίχως προς τις ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων α) Ψ1, β) Ψ2, γ) Ψ4 και δ) Ψ3, κατοίκων απάντων ..., κατά του υπ' αριθμ. 2448/8-9-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και συγκεκριμένα κατά του σκέλους αυτού, με το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία εναντίον του νυν αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση τελεσθείσης απάτης, από την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ (άρθρα 26 παρ.1, 27, 45, 98, 386 παρ. 1 και 3 β του Π.Κ. όπως η παράγραφος 3 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/3-6-1999, ενώ τα ποσά που ήσαν σε δραχμές αρχικά μετατράπηκαν σε ΕΥΡΩ με τα άρθρα 3-5 του Ν. 2943/2001), και το οποίο σκέλος του πρωτοδίκου ως άνω βουλεύματος εξαφάνισε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και συμπαρέμπεμψε ομού με τον αρχικώς παραπεμφθέντα Χ2,κάτοικο ..., τον νυν αναιρεσείοντα Χ1, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν αμφότεροι για την ως άνω πράξη.
Β) Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ., με δήλωση στον Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η προαναφερόμενη έκθεση, το δε προσβαλλόμενο αναιρεσίβλητο βούλευμα έχει επιδοθεί στον ίδιο (αναιρεσείοντα) στις 28-5-2009 και στον αντίκλητό του ... στις 26-5-2009. Είναι ως εκ τούτου τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως ως προς την βασιμότητα ή μη αυτών.
Με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως προβάλλει ως λόγο την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και κατά το άρθρο 139 του Κωδ. Ποιν. Δικ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας : α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό αφού αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το κάθε ένα χωριστά. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως (Α.Π. 348/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 1056/2008).
Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί εν προκειμένω ότι δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η εσφαλμένη ενδεχομένως εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου μεμονωμένα και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσο στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου της ουσίας (Α.Π. 1056/2008, Α.Π. 276/2007 σε Συμβούλιο, ΝοΒ 2008 1589, Α.Π. 1095/2007, Α.Π.842/2007, Α.Π. 544/2005, Α.Π. 25/2002, Ποιν. Λογ. σ. 44, 45, Α.Π. 1368/2002, Ποιν. Λογ. 2002 σ. 1441).
Δ) Εν προκειμένω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο εξέδωσε το υπ' αριθμ. 289/12-3-2009 προσβαλλόμενο βούλευμα, με αντίθετη εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε λαμβάνοντας υπόψη του τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Ανακριτή, τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα υπομνήματα των τελευταίων, τα υπομνήματα των πολιτικώς εναγόντων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκόμισε η κάθε πλευρά καθώς και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Ο αναιρεσείων Χ1 ο οποίος ήταν ασφαλιστικός πράκτορας των πολιτικώς εναγόντων α) Ψ1, β) Ψ2, γ) Ψ3, και, δ) Ψ4, κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2004, προέτρεψε τους ανωτέρω να επενδύσουν με υψηλή απόδοση κέρδους τα χρηματικά ποσά που διέθεταν, μέσω της γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία "FC Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών και Διαχειρίσεως Περιουσίας", η οποία είχε εγκαταστήσει νομίμως στην ημεδαπή υποκατάστημα με τον διακριτικό τίτλο "FG/AE HELLAS", δυνάμει της υπ' αριθμ. 18 832/25-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα ήταν ο έτερος των συμπαραπεμπομένων κατηγορουμένων Χ2.
Έτσι ο εν λόγω αναιρεσείων έφερε σε επαφή τους πολιτικώς ενάγοντες (εγκαλούντες) με τον συμπαραπεμπόμενο κατηγορούμενο Χ2, και από 16-7-2004 άρχισαν να συνεργάζονται με τον ανωτέρω Χ2 σχετικά με την κατάθεση διαφόρων χρηματικών ποσών των πολιτικώς εναγόντων σε τραπεζικούς λογαριασμούς της προαναφερομένης αλλοδαπής εταιρείας. Κατά την διάρκεια της συνεργασίας αυτής οι πολιτικώς ενάγοντες (εγκαλούντες) κατέθεσαν διάφορα χρηματικά ποσά, και συγκεκριμένα : 1) Στις 16-7-2004 η Ψ4 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της "FG/AE HELLAS" στην EUROBANK το ποσό των 19.950 ΕΥΡΩ για την αγορά 38 τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας, 2) στις 26-10-2004 η Ψ2 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της "FG/AE HELLAS" στην CITIBANK το ποσό των 75.000 ΕΥΡΩ για την αγορά 143 τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας, 3) σις 21-1-2005 ο Ψ1 κατέβαλε στη μητρική γερμανική εταιρεία με επιταγή της Γενικής Τράπεζας το ποσό των 97.125 ΕΥΡΩ για την αγορά 185 τίτλων αυτής, 4) στις 8-11-2005 η Ψ3 κατέθεσε στον υπ' αριθμ.... λογαριασμό του Χ2 στην CITIBANK το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ για την αγορά 28 τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας, 5) στις 10-11-2005 η Ψ4 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ...3 λογαριασμό του Χ2 στην CITIBANK το ποσό των 10.000 ΕΥΡΩ για ην αγορά 20 τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας, 6) στις 3-1-2006 ο Ψ1 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2 στην CITIBANK το ποσό των 49.712,82 ΕΥΡΩ για την αγορά τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας, και, 7) στις 20-6-2006 ο αυτός Ψ1 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2 στην CITIBANK το ποσό των 37.000 ΕΥΡΩ για την αγορά τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας. Σε εκάστη των ανωτέρω περιπτώσεων μετά την κατάθεση του αντίστοιχου χρηματικού ποσού καταρτιζόταν σε έντυπο της " FG/AE HELLAS" "ιδιωτικό συμφωνητικό αγοράς τίτλων με δικαίωμα επαναγοράς σε συμφωνημένο χρόνο και σε προσυμφωνημένο τίμημα εξωνήσεως". Συγκεκριμένα, για την υπ' αριθμ. 1 καταβολή των 19.950 ΕΥΡΩ εκδόθηκε το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό που ανανεώθηκε στις 16-7-2005 δυνάμει του οποίου η εταιρεία "FG/AE HELLAS" έδινε την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στην επαναγορά των αντιστοίχων τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας στις 16-7-2006 αντί του ποσού των 23.755 ΕΥΡΩ. Για την υπ' αριθμ. 2 καταβολή των 75.000 ΕΥΡΩ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο ανανεώθηκε στις 26-4-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρεία " FG/AE HELLAS" έδινε την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στην επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας στις 26-10-2006 αντί του ποσού των 91.437 ΕΥΡΩ. Για την υπ' αριθμ. 3 καταβολή των 97.125 ΕΥΡΩ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο ανανεώθηκε στις 18-1-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "FG/AE HELLAS" έδινε την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στην επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας στις 18-7-2006 αντί του ποσού των 114.276 ΕΥΡΩ.
Για τη υπ' αριθμ. 4 καταβολή των 15.000 ΕΥΡΩ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο ανανεώθηκε στις 3-5-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "FG/AE HELLAS" έδινε την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στην επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας στις 3-11-2006 αντί του ποσού των 16.538 ΕΥΡΩ.
Για την υπ' αριθμ. 5 καταβολή των 10.000 ΕΥΡΩ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο ανανεώθηκε στις 3-5-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "FG/AE HELLAS" έδινε την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στην επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της εν λόγω γερμανικής εταιρείας στις 3-11-2006 αντί του ποσού των 11.050 ΕΥΡΩ. Για την υπ' αριθμ. 6 καταβολή των 49.712, 82 ΕΥΡΩ εκδόθηκε το από 4-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η εν λόγω συναλλαγή εμφανιζόταν ως άτοκο δάνειο προς τον Χ2 τρίμηνης διάρκειας ύψους 56.000 ΕΥΡΩ αποδοτέο στις 16-8-2006. Και για την υπ' αρθμ. 7 καταβολή των 37.000 ΕΥΡΩ εκδόθηκε το από 20-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η εν λόγω συναλλαγή εμφανιζόταν όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε ως άτοκο δάνειο προς τον Χ2 ύψους 87.000 ΕΥΡΩ αποδοτέο στις 16-8-2006.
Πλην όμως εν προκειμένω η προαναφερομένη μητρική γερμανική εταιρεία με την επωνυμία "FG Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών και Διαχειρίσεως Περιουσίας" με δική της αίτηση που χρονολογείται από 8-2-2006 είχε ζητήσει να κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω αδυναμίας εξοφλήσεως των ληξιπροθέσμων οφειλών της, πράγμα που έγινε δεκτό με την από 17-5-2006 απόφαση του Πρωτοδικείου του Aschaffeuburg - Δικαστηρίου Εκδικάσεως Πτωχευτικών Διαφορών - και την οποία κατάσταση παύσεως των πληρωμών της εν λόγω εταιρείας γνώριζε προφανώς ο αναιρεσείων καθώς επίσης και ο συμπαρεπεμπόμενος κατηγορούμενος Χ2 λόγω των επαφών τους με στελέχη της εταιρείας αυτής. Με αποτέλεσμα οι πολιτικώς ενάγοντες που δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν από την πτωχευτική περιουσία να απωλέσουν τα χρήματα που είχαν επενδύσει σε τίτλους της εν λόγω εταιρείας που κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 17-5-2006, μετά από τις αναληθείς διαβεβαιώσεις περί ευρωστίας της δήθεν εκ μέρους του νυν αναιρεσείοντος καθώς και του συγκατηγορουμένου του Χ2, και της οποίας η πτωτική πορεία πρέπει να είχε αρχίσει μία τουλάχιστον διετία πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως στις 17-5-2006, και η οποία ήταν προφανώς γνωστή σε αυτούς (αναιρεσείοντα - Χ2).
Περαιτέρω στο σκεπτικό του προσβαλλομένου παραπεμπτικού βουλεύματος αναφέρεται ότι τόσο ο νυν αναιρεσείων Χ1 όσο και ο έτερος συγκατηγορούμενός του Χ2 με δόλιο τρόπο και με ψευδή στοιχεία έπεισαν τους πολιτικώς ενάγοντες (εγκαλούντες) να προβούν στις προαναφερόμενες επενδύσεις χρημάτων προς βλάβη της περιουσίας τους. Και συγκεκριμένα ότι τους διαβεβαίωσαν αναληθώς ότι οι ως άνω εταιρείες λειτουργούσαν νόμιμα ως χρηματιστηριακές και ότι είχαν εφοδιασθεί με τις απαιτούμενες άδειες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ότι τόσο η μητρική γερμανική εταιρεία όσο και 20 υποκαταστήματά της στην Ελλάδα ήταν ασφαλισμένα μέχρι του ποσού των 500.000 ΕΥΡΩ ανά επενδυτή προς εξασφάλιση του επενδυμένου κεφαλαίου αλλά και για τυχόν εσφαλμένη επενδυτή συμβουλή, ενώ εν τοις πράγμασι οι εν λόγω εταιρείες λειτουργούσαν χωρίς τις προβλεπόμενες από τον νόμο άδειες δηλαδή από την ελληνική επιτροπή κεφαλαιαγοράς και την αντίστοιχη γερμανική αποκρύπτοντάς τους το γεγονός ότι η προαναφερόμενη ασφαλιστική κάλυψη ανά επενδυτή είχε ήδη διακοπεί. Εκτός δε των ανωτέρω λεχθέντων διαλαμβάνεται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο νυν αναιρεσείων και ο έτερος συγκατηγορούμενός του Χ2 τους απέτρεψαν να ρευστοποιήσουν αμέσως τις επενδύσεις τους και μάλιστα ότι τους προέτρεψαν και τους έπεισαν να δεχθούν για ορισμένες από τις επενδύσεις τους την ανανέωση της συμφωνίας για επαναγορά των τίτλων από την εταιρεία τους σε χρόνο απώτερο από εκείνον της πτωχεύσεως, και ότι επί πλέον τους έπεισαν να προβούν σε νέες επενδύσεις, όπως στην περίπτωση της καταβολής 37.000 ΕΥΡΩ στις 20-6-2006, αν και η μητρική γερμανική εταιρεία είχε κηρυχθεί ήδη σε πτώχευση, με συνέπεια από τις ως άνω αναληθείς διαβεβαιώσεις τους να προκαλέσουν στους πολιτικώς ενάγοντες περιουσιακή ζημία ανερχομένη συνολικά στο ποσό των 303.787,82 ΕΥΡΩ με αντίστοιχο όφελος τόσο της μητρικής ... εταιρείας και του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα που επτώχευσε όσο και των ιδίων. Όσον αφορά δε τον νυν αναιρεσείοντα Χ1 το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε περαιτέρω ότι: ο εν λόγω αναιρεσείων το έτος 2004 υπήρξε σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων σχετικά με τις επιλογές προγραμμάτων για την επένδυση χρημάτων τους, μάλιστα δε μετά από κάθε επένδυση - κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του αντιστοίχου ποσού της "FG/AE HELLAS" οι πολιτικώς ενάγοντες (εγκαλούντες) απέστελναν το σχετικό παραστατικό με FAX στον Χ1.
Δέχθηκε επίσης το ως άνω Συμβούλιο ότι ο νυν αναιρεσείων με την ιδιότητα του ασφαλιστικού και επενδυτικού συμβούλου όχι μόνο συνεργαζόταν με διάφορες εταιρείες αλλά και ότι ανήκε στο δίκτυο των εκπαιδευομένων συνεργατών της εταιρείας "FG/AE HELLAS", όπως άλλωστε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παραβρέθηκε σε ξενοδοχείο της Αθήνας κατά την παρουσίαση του επενδυτικού προγράμματος της "FG/AE HELLAS", τον οποίο ο συγκατηγορούμενός του Χ2 χαρακτηρίζει ως "εκπαιδευμένο συνεργάτη", και άρα γνωρίζει ότι η εν λόγω εταιρεία δεν είχε άδεια λειτουργίας από τις εποπτικές αρχές της κεφαλαιαγοράς τόσο στην ... όσο και στην ... και επί πλέον ότι τα κεφάλαια των επενδυτών δεν ήσαν ασφαλισμένα αφού η σχετική ασφαλιστική κάλυψη είχε διακοπεί. Ενήργησε δε εν προκειμένω από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ2 διότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, και έτσι έβλαψαν αμφότεροι την περιουσία των πολιτικώς εναγόντων κατά το συνολικό των 303.787,82 ΕΥΡΩ με αντίστοιχο όφελος των ιδίων και της εταιρείας "FG/AE HELLAS".
Με αυτές τις παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση τελεσθείσης απάτης, από την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, πράξη, για την οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομίμους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις, και τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ε Ι Δ Ι Κ Ο Τ Ε Ρ Α1. Κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών· και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωσή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγική αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και, γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία βλάβη υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν έχει αστική αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται εν προκειμένω τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη που έχει ειλημμένη απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης.
Για την κακουργηματική τέλεσή της απαιτείται μεταξύ άλλων σύμφωνα με την παράγραφο 3 ιδίου άρθρου (386 Π.Κ.), όπως αντικαταστήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, όπως το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, όπως εν προκειμένου συμβαίνει (Α.Π. 1787/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 407/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 278/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ).
2. Κατά συναυτουργία τέλεση μιάς αξιόποινης πράξης υφίσταται όταν δύο ή περισσότεροι είτε άμεσα είτε διαδοχικά συμπράττουν στην τέλεση ενός εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, κατόπιν συναποφάσεως δηλαδή την οποία έλαβαν είτε πριν κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης ώστε ο καθένας να θέλει ή να αποδέχεται τη τέλεσή της και να γνωρίζει ότι και οι άλλοι αποδέχονται να ενώσουν την δράση τους με την δράση των άλλων. Η δράση του συναυτουργού μπορεί να είναι είτε σύγχρονη είτε προηγούμενη είτε επόμενη από την πράξη των άλλων (Α.Π. 2/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 622/1980 Ποιν. Χρον. Λ'770).
3. Κατ' εξακολούθηση τέλεση ενός εγκλήματος υφίσταται όταν η ίδια πράξη κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση τελείται κατ' επανάληψη από το ίδιο πρόσωπο και υπάρχει στη συνείδηση του δράστη ενότητα δόλου. Πρόκειται συνεπώς για περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, τα οποία συνέχονται μεταξύ τους εξαιτίας της ενότητας του δόλου του δράστη, στην οποία όμως συρροή το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει μία ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως προς την παραγραφή και τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης.
Μετά δε την προσθήκη στο άρθρο 98 του Π.Κ. παραγράφου 2 με το άρθρο 14 παράγραφος 1 αριθμ. 1.1 του Ν. 2721/1999 για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως πλημμελήματος ή κακουργήματος λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της αξιοποίνου πράξεως και γενικά η συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε ή επήλθε από το έγκλημα.
Η νέα ως άνω ρύθμιση κρίνεται επιεικέστερη από την παλαιότερη, διότι προβλέπεται για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως πλημμελήματος ή κακουργήματος ορισμένο ποσό πράγμα που δεν απαιτείτο με την παλαιότερη, και ως εκ τούτου κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του Π.Κ. εφαρμόζεται και για τις πράξεις της εξακολουθητικής αλυσίδας που έχουν από την ισχύ του (Α.Π. 817/2007 Ποιν. Λογ. 2007/572, Α.Π. 895/2007 σε Συμβούλιο).
Με βάση συνεπώς τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ως άνω αίτηση του νυν αναιρεσείοντος και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ω
1) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 118/4-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ..., περιοχή ..., κατά του υπ' αριθμ. 289/12-3-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 16/9/2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΓΓΑΣ
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος η άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή xειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγ΅άτωση του εγκλή΅ατος και για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 289/2009 βούλευμά του, με δικές του σκέψεις κατά το νομικό και πραγματικό μέρος της υποθέσεως, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων, ότι προέκυψαν τα εξής:
Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος ήταν ασφαλιστικός πράκτορας των εκκαλούντων, τον Ιούλιο του έτους 2004, προέτρεψε αυτούς να προβούν στην επένδυση, των χρηματικών ποσών που διέθεταν και ήθελαν να επενδύσουν με υψηλή απόδοση κέρδους, μέσω της γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία "FG Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών και Διαχειρίσεως Περιουσίας", η οποία είχε εγκαταστήσει νόμιμα στην Ελλάδα υποκατάστημα με το διακριτικό τίτλο "FG/ΑΕ ΗΕLLAS", δυνάμει της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Νομάρχη ... και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα ήταν ο έτερος των εγκαλουμένων Χ2. Για το σκοπό αυτό ο κατηγορούμενος Χ1, έφερε σε επαφή τους εκκαλούντες με τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, οι οποίοι άρχισαν να συνεργάζονται από 16-7-2004 με την κατάθεση διάφορων χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς της αλλοδαπής εταιρείας. Κατά τη συνεργασία αυτή οι εκκαλούντες προέβησαν στις ακόλουθες καταβολές χρηματικών ποσών: 1) Στις 16-7-2004, η Ψ4 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" στην ΕUROΒΑΝΚ το ποσό των 19.950 ευρώ για την αγορά 38 τίτλων της γερμανικής εταιρίας, 2) στις 26-10-2004, η Ψ2 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ...λογαριασμό της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" στην CΙΤYΒΑΝΚ το ποσό των 75.000 ευρώ για την αγορά 143 τίτλων της γερμανικής εταιρίας, 3) στις 21-1-2005, ο Ψ1 κατέβαλε στη μητρική γερμανική εταιρία με επιταγή της Γενικής Τράπεζας το ποσό των 97.125 ευρώ για την αγορά 185 τίτλων αυτής, 4) στις 8-11-2005, ηΨ3 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2 στην CΙΤYΒΑΝΚ, το ποσό των 15.000 ευρώ για την αγορά 28 τίτλων της γερμανικής εταιρίας, 5) στις 10-11-2005, η Ψ4 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2στην CITYΒΑΝΚ, το ποσό των 10.000 ευρώ για την αγορά 20 τίτλων της γερμανικής εταιρίας, 6) στις 3-1-2006, ο Ψ1 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2 στην CITYΒΑΝΚ, το ποσό των 49.712,82 ευρώ για την αγορά τίτλων των γερμανικής εταιρίας και 7) στις 20-6-2006, ο Ψ1 κατέθεσε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του Χ2 στην CΙΤYΒΑΝΚ, το ποσό των 37.000 ευρώ για την αγορά, τίτλων της γερμανικής εταιρίας. Σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, μετά την κατάθεση του αντίστοιχου χρηματικού ποσού καταρτιζόταν επί εντύπου της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" "ιδιωτικό συμφωνητικό αγοράς τίτλων με δικαίωμα επαναγοράς στο συμφωνηθέντα χρόνο και στο προσυμφωνημένο τίμημα της εξώνησης". Συγκεκριμενα, για την υπ' αριθμ. 1 καταβολή των 19.950 ευρώ εκδόθηκε το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, που ανανεώθηκε στις 16-7-2005, δυνάμει του οποίου η εταιρία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" υποσχόταν την επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της γερμανικής εταιρίας στις 16-7-2006 και αντί ποσού 23.755 ευρώ. Για την υπ' αριθμ. 2 καταβολή των 75.000 ευρώ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, που ανανεώθηκε στις 26-4-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" υποσχόταν την επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της γερμανικής εταιρίας στις 26-10-2006 και αντί ποσού 91.437 ευρώ. Για την υπ' αριθμ. 3 καταβολή των 97.125 ευρώ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, που ανανεώθηκε στις 18-1-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" υποσχόταν την επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της γερμανικής εταιρίας στις 18-7-2006 και αντί ποσού 114.276 ευρώ. Για την υπ' αριθμ. 4 καταβολή των 15.000 ευρώ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, που ανανεώθηκε στις 3-5-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" υποσχόταν την επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της γερμανικής εταιρίας στις 3-11-2006 και αντί ποσού 16.538 ευρώ. Για την υπ' αριθμ. 5 καταβολή των 10.000 ευρώ εκδόθηκε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, που ανανεώθηκε στις 3-5-2006, δυνάμει του οποίου η εταιρία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS υποσχόταν την επαναγορά των αντίστοιχων τίτλων της γερμανικής εταιρίας στις 3-11-2006 και αντί ποσού 11.052 ευρώ. Για την υπ' αριθμ. 6 καταβολή των 49.712,82 ευρώ εκδόθηκε το από 4-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου η συναλλαγή παρουσιαζόταν ως άτοκο δάνειο προς τον Χ2 τρίμηνης διάρκειας, ύψους 56.000 ευρώ και αποδοτέο στις 16-8-2006. Τέλος, για την υπ' αριθμ. 7 καταβολή των 37.000 ευρώ εκδόθηκε το από 20-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου η συναλλαγή παρουσιαζόταν και πάλι ως άτοκο δάνειο προς τον Χ2 ύψους 87.000 ευρώ και αποδοτέο στις 16-8-2006.
Από 8-2-2006 η μητρική γερμανική εταιρία τελούσε σε διαδικασία πτώχευσης, η οποία τελικά κηρύχθηκε στις 17-5-2006 και οι εκκαλούντες δε μπόρεσαν να ικανοποιηθούν από τη πτωχευτική περιουσία με αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους.
Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι οι εγκαλούμενοι δολίως και με ψευδή στοιχεία τους έπεισαν να προβούν, με τον τρόπο αυτό, στην επένδυση των χρημάτων τους με τις ως άνω καταβολές. Συγκεκριμένα τους παρέστησαν ψευδώς ότι οι ως άνω εταιρείες λειτουργούσαν νόμιμα και διέθεταν όλες τις απαιτούμενες άδειες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ότι τόσο η μητρική γερμανική εταιρεία όσο και το υποκατάστημα της στην Ελλάδα ήταν ασφαλισμένα μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ για κάθε επενδυτή για τον κίνδυνο ασφάλειας του επενδυμένου κεφαλαίου και για τυχόν εσφαλμένη επενδυτική συμβουλή προς τους επενδυτές, ενώ στην πραγματικότητα οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν χωρίς τις απαιτούμενες άδειες από την ελληνική επιτροπή κεφαλαιαγοράς και την αντίστοιχη γερμανική αρχή και η ασφαλιστική κάλυψη είχε διακοπεί γεγονός το οποίο απέκρυψαν δολίως. Επίσης ισχυρίζονται ότι αφ' ενός μεν τους απέτρεψαν να προβούν στην άμεση ρευστοποίηση των επενδύσεων τους και σε ορισμένες εκ των περιπτώσεων τους έπεισαν να δεχθούν την ανανέωση της συμφωνίας για επαναγορά των τίτλων από την εταιρία τους σε απώτερο της πτώχευσης χρόνο, αφετέρου τους έπεισαν να προβούν σε νέες επενδύσεις, όπως στην περίπτωση της καταβολής ποσού 37.000 ευρώ στις 20-6-2006, μολονότι η μητρική γερμανική εταιρία είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση. Με τον τρόπο αυτό ωφελήθηκαν παράνομα κατά το συνολικό ποσό των 303.787,82 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία αυτών. Ως προς τον κατηγορούμενο Χ2, το εκκαλούμενο βούλευμα έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς των εγκαλούντων και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών να δικαστεί για την πράξη της διακεκριμένης απάτης, ως προς τον κατηγορούμενο Χ1 έκρινε ότι η μόνη σχέση που είχε αυτός με την υπόθεση ήταν να φέρει σε επαφή τους εγκαλούντες με τον κατηγορούμενο Χ2 και δεν είχε κάποια εμπλοκή στην εξαπάτηση αυτών η οποία έγινε από τον Χ2. Από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία ανωτέρω αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι ο εγκαλούμενος Χ1 το έτος 2004 ήταν επενδυτικός και ασφαλιστικός σύμβουλος, συνεργάτης διαφόρων εταιρειών και συνεργάτης του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 για τον οποίο αναζητούσε πελάτες που ενδιαφέρονται να προβούν σε επένδυση των κεφαλαίων της. Μάλιστα το μήνα Μάΐο 2004 είχε παρακολουθήσει σε ξενοδοχείο της Αθήνας, κατόπιν προσκλήσεως του κατηγορουμένου Χ2, σεμινάριο με θέμα την ενημέρωση - παρουσίαση προγραμμάτων της γερμανικής εταιρείας παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης περιουσίας (FG/AG) που είχε υποκατάστημα στην Ελλάδα με την ενωνυμία "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Χ2. Ακολούθως ο κατηγορούμενος Χ1 ο οποίος μετείχε στο δίκτυο εκπαιδευμένων συνεργατών της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" άτυπα, (επειδή από το Μάιο 2003 συνεργαζόταν με την ασφαλιστική εταιρεία, "ΑΣΠΙΣ" με σύμβαση αποκλειστική, που αποκλείει με ποινή καταγγελίας της συνεργασίας την ταυτόχρονη προώθηση προγραμμάτων άλλων εταιρειών) ήλθε σε επαφή με τους εγκαλούντες καθόσον ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος αυτών και τους είχε προτείνει παλαιότερα επενδυτικά προγράμματα της εταιρείας ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL και τους πρότεινε τον Ιούλιο του 2004 να προβούν σε επένδυση των κεφαλαίων της με βάση τα προγράμματα της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" και της αντίστοιχης μητρικής (γερμανικής εταιρείας). Λόγω της μακρόχρονης φιλικής σχέσης που είχε ο κατηγορούμενος Χ1 με την εγκαλούσα Ψ3 ο ανωτέρω κατηγορούμενος απολάμβανε της εμπιστοσύνης όλων των εγκαλούντων και πείστηκαν από τις διαβεβαιώσεις του ότι η επένδυση είναι ασφαλής σε εγγυημένη απόδοση ανώτερη από τον Τραπεζικό τόκο, ότι οι ανωτέρω εταιρείες η γερμανική και το υποκατάστημα της στην Ελλάδα λειτουργούσαν κανονικά και νόμιμα και είχαν όλες τις απαιτούμενες για την παραπάνω δραστηριότητα άδειες που χορηγούνται από τις εποπτικές αρχές της κεφαλαιαγοράς. Μάλιστα δε επέδειξε στους εγκαλούντες και αντίγραφο της από 10.10.2003 επιστολής (στα Αγγλικά και σε μετάφραση στα Ελληνικά) της μητρικής γερμανικής εταιρείας προς τον Χ2 και διαβεβαίωσε τους εγκαλούντες ότι τα χρεόγραφα που θα διατεθούν στους επενδυτές με το ανωτέρω πρόγραμμα είναι πλήρως ασφαλισμένα μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ για κάθε επενδυτή για τον κίνδυνο ασφάλειας του επενδυόμενου κεφαλαίου και για κάθε τυχόν λανθασμένη, επενδυτική συμβουλή προς τους επενδυτές, στη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία "GERLING AC". Έτσι οι εγκαλούντες, εμπιστευόμενοι αυτόν πλήρως, συμμετείχαν στο ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα και καθόλη τη δάρκεια της εμφανούς συνεργασίας τους με τον Χ2. Ο κατηγορούμενος παρείχε συμβουλές στους εγκαλούντες για τις επιλογές των προγραμμάτων, άτυπα, μάλιστα πριν από κάθε επένδυση - κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του αντίστοιχου ποσού της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS" οι εγκαλούντες απέστελναν το σχετικό παραστατικό με FΑΧ στον Χ1 (βλ. προσκομιζόμενα). Tα παραπάνω προκύπτουν από τις χωρίς όρκο καταθέσεις των εγκαλούντων και τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Ειδικότερα ως προς το θέμα της συμμετοχής των κατηγορουμένων στις συναλλαγές που προαναφέρθηκαν και ο συγκατηγορούμενός του τον χαρακτηρίζει "εκπαιδευμένο συνεργάτη" ενώ ο Χ1 συνομολογεί ότι παραβρέθηκε σε ξενοδοχείο της ... στην παρουσίαση του επενδυτικού προγράμματος της "FG/ΑΕ ΗΕLLAS". Εξάλλου ο Χ1 δεν δίδει καμία εξήγηση για την αποστολή των εν λόγω παραστατικών σε αυτόν μετά τις καταβολές εκ μέρους των εκκαλούντων με FΑΧ, παρά το γεγονός ότι κλήθηκε και έλαβε αντίγραφα των υπομνημάτων των εκκαλούντων (βλ. από 12.1.2009 υπηρεσιακή βεβαίωση γραμματέα Εφετείου Αθηνών) Τέλος όπως προαναφέρθηκε ο Χ1, ασφαλιστικός και επενδυτικός σύμβουλος, συνεργαζόμενος με διάφορες άλλες εταιρείες, ανήκε στο δίκτυο εκπαιδευμένων συνεργατών της εταιρείας "FG/ΑΕ ΗΕLLAS", είχε μεγάλη εμπειρία σε θέματα παροχής συμβουλών επενδυτικών και ασφαλώς εγνώριζε ότι η ανωτέρω εταιρεία, μολονότι έπρεπε, εστερείτο άδειας για τη λειτουργία της στην Ελλάδα από τις εποπτικές αρχές της κεφαλαιαγοράς και ότι τα κεφάλαια των επενδυτών δεν ήταν εξασφαλισμένα ούτε ασφαλισμένα γιατί διεκόπη η σχετική ασφαλιστική κάλυψη, γεγονός που απέκρυψε από τους εγκαλούντες. Έτσι οι τελευταίοι πείσθηκαν ότι ο κατηγορούμενος Χ2 εκπροσωπούσε φερέγγυες επενδυτικές εταιρείες που λειτουργούσαν νόμιμα και στις οποίες μπορούσαν να επενδύσουν με ασφάλεια αγοράζοντας τίτλους της (μητρικής) γερμανικής ως άνω εταιρείας. Στις ανωτέρω ενέργειες ο ανωτέρω κατηγορούμενος προέβη από κοινού με τον Χ2 προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο τελικά επέτυχαν και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 303.787,82 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 26§ 1, 27, 45, 98, 3 8 6 § § 1, 3β' ΠΚ). Το εκκαλούμενο βούλευμα που έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για την ανωτέρω πράξη σε βάρος των κατηγορουμένων Χ1, έσφαλε, πρέπει να γίνουν δεκτές κατ' ουσία οι κρινόμενες εφέσεις, να μεταρρυθμιστεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί ο εν λόγω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (αρθρ. 309§1ε', 313, 1ε, στ, 111 § 1, 122 ΚΠΔ) για να δικαστεί για την πράξη που προαναφέρθηκε".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αυτού με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση και την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην παραπεμπτική κρίση του για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 45 και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται λεπτομερώς οι ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος επενδυτικού συμβούλου προς τους τέσσερις πολιτικώς ενάγοντες, ότι συνεπεία αυτών των ψευδών παραστάσεων αυτού και του παραπεμφθέντος με το πρωτόδικο βούλευμα συνεργάτη του Χ2, ως παραγώγου αιτίας, παραπλανήθηκαν οι τελευταίοι και προέβησαν σε επιζήμια γι' αυτούς επένδυση χρημάτων τους για αγορά τίτλων Γερμανικής εταιρείας, ως και η βλάβη που υπέστησαν, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 303.787,82 ευρώ, και αναλυτικά για καθένα πολιτικώς ενάγοντα σε ποσά, α) Ψ4 29.950 ευρώ, β) Ψ2 75.000 ευρώ, γ) Ψ1 183.837,82 ευρώ και δ) Ψ3 15.000 ευρώ και μετά από επαναγορά των ιδίων τίτλων 16.538 ευρώ, που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ για τον καθένα τους. Αιτιολογείται επίσης πλήρως η κατά συναυτουργία από τον αναιρεσείοντα μετά του ανωτέρω Χ2, με κοινό δόλο, τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξεως της απάτης, με την παραδοχή ότι "από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η εταιρεία με την επωνυμία "FG/AE HELLAS" παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους παραπάνω πολιτικώς ενάγοντες τα προαναφερθέντα στο αιτιολογικό ψεύδη, με αντίστοιχη ζημία των τελευταίων", για δε την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες καθενός των συμμετόχων στο έγκλημα αυτό. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, ο μοναδικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 118/ 4-6-2009 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 289/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ