Αριθμός 1807/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Κ. του Σ., συζύγου Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καλομοίρα Τρουπή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Μανιαδάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2916/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4463/2017 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 19-9-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 4463/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ' αριθμ. 2916/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίστηκε η εν λόγω απόφαση και το Δικαστήριο, αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση, κατ' αποδοχή σχετικής ένστασης του αναιρεσιβλήτου, απέρριψε την από 20-6-2014 αγωγή της αναιρεσείουσας. Με την ως άνω 2916/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε γίνει δεκτή η εν λόγω αγωγή και, σύμφωνα με το αίτημά της, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της ... δημόσιας διαθήκης του πατέρα των διαδίκων Σ. Κ., που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Παπάδου Λέσβου Γεωργίου Χατζηγιαννάκη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Ο Κώδικας Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) ορίζει στις παραγράφους 1, 2 και 4 του άρθρου 61 ότι "1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων .... και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης .... υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/2001 (Α' 109), όπου ισχύει... 2. Οι εισφορές αυτές είναι πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου, όπως καθορίζονται στο Παράρτημα III. Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. 4. Ο δικηγόρος, για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, καθώς και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων... και για κάθε στάδιο της δίκης, οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη?. Μετά το εδάφιο αυτό, προστέθηκε στην ανωτέρω παράγραφο 4 και δεύτερο εδάφιο με το άρθρο 31 Ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α', 201/22-12-2017), σύμφωνα με το οποίο, ?Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο. Η έννοια της διάταξης του δευτέρου αυτού εδαφίου είναι σαφής, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα συμπλήρωσης της παράλειψης κατάθεσης του γραμματίου προείσπραξης (μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης) μόνο στην περίπτωση που το γραμμάτιο αφορά στην παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση. Ο νομοθέτης, έχοντας υπόψη ότι το απαράδεκτο λόγω παράλειψης κατάθεσης του γραμματίου προείσπραξης μπορεί να ανακύψει τόσο κατά την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, όσο και κατά την παράσταση του δικηγόρου ενώπιον των δικαστηρίων, πρόβλεψε δυνατότητα θεραπείας των συνεπειών της παράλειψης αποκλειστικά και μόνο για την περίπτωση που το γραμμάτιο αφορά στην παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση (ΑΠ 44/2022, ΑΠ 1020/2021, ΑΠ 213/2012, ΑΠ 74/2021, ΑΠ 1236/2019, ΑΠ 2181/2018). Εξάλλου, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 27/2004). Επομένως, οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, με τις οποίες ορίζεται ότι, εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπομένης από την παρ. 1 του ιδίου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, δεν προσκρούουν στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών, που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο (Ολομ ΣτΕ 1858/2015, ΑΠ 605/2017, ΑΠ 2126/2017, ΑΠ 1020/2021, ΑΠ 74/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, δημιουργείται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ. ΑΠ 12/2000, ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 106/2019). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 1/2016, ΑΠ 1156/2021, ΑΠ 148/2020).
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης διατείνεται ότι είχε ισχυριστεί με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, ότι κατά την άσκηση της έφεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κατέβαλε ως προκαταβολή για τις εισφορές στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, που προβλέπονται από το άρθρο 61 Ν. 4194/2013 ?Κώδικας Δικηγόρων?, το ποσό των 139 ευρώ, που καταβάλλεται για την έφεση στο Μονομελές Εφετείο, αντί του ποσού των 161 ευρώ, που έπρεπε να καταβληθεί για την έφεση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου και ότι για το λόγο αυτό η έφεση είναι απαράδεκτη. Ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένστασή της, καθώς, αφενός μεν έκρινε παραδεκτή την άσκηση της έφεσης, αφού δέχθηκε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος συμπλήρωσε κατά το ελλείπον το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, αφετέρου δε έκρινε ως αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), παραβιάζοντας έτσι αντιστοίχως το άρθρο 559 κατά τους αριθμούς 14 και 1 ΚΠολΔ. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, αναφορικά με την ως άνω ένσταση της αναιρεσείουσας, τότε εφεσίβλητης, που προβλήθηκε ενώπιόν του, δέχθηκε τα ακόλουθα ως προς το παραδεκτό της από 16-5-2016 έφεσης του αναιρεσιβλήτου: "..., απορριπτομένου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης περί απαραδέκτου της έφεσης, επειδή προκαταβλήθηκε στο ΔΣΑ (από τον καταθέσαντα αυτήν δικηγόρο) μικρότερο ποσό ασφαλιστικών εισφορών από αυτό που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Ν. 4194/2013 Περί Κώδικος Δικηγόρων, καθόσον, πέραν του ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντα συμπλήρωσε το ελλιπές (κατά 22 ευρώ) παράβολο ασφαλιστικών εισφορών (εκ παραδρομής είχε καταβληθεί ποσό ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούσαν σε άσκηση έφεσης απευθυνομένης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου, και όχι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, όπως η κρινόμενη), είναι απορριπτέος, και διότι, με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων που επιδιώκεται η είσπραξη μέρους της δικηγορικής αμοιβής, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η κάλυψη λειτουργικών δαπανών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σκοποί δηλαδή που δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, ορίζεται δυσμενής για το διάδικο συνέπεια (η του απαραδέκτου της διαδικαστικής πράξης - εν προκειμένω της έφεσης), η οποία πλήττει υπέρμετρα και συνιστά μη ανεκτό τον περιορισμό του δικαιώματός του για παροχή έννομης προστασίας ως αντίθετο στο άρθρο 20 του Συντάγματος...". Έτσι, όμως, που έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας την ένσταση της αναιρεσείουσας για το απαράδεκτο της έφεσης, κατ' αρχήν με την παραδοχή ότι συμπληρώθηκε το γραμμάτιο προείσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, τότε εκκαλούντος, κατά το ελλείπον ποσό, παρά το νόμο δεν απέρριψε την έφεση του αναιρεσιβλήτου ως απαράδεκτη. Και τούτο διότι, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης κατάθεσης του σχετικού γραμματίου προκαταβολής εισφορών για την άσκηση της έφεσης κατά το προσήκον ποσό, αλλά για ποσό μικρότερο του παγίως ορισθέντος για την περίπτωση με το Παράρτημα
ΙΙΙ του Ν. 4194/2013 ποσού, που ισοδυναμεί με παράλειψη κατάθεσης, καθιστά την έφεση απαράδεκτη, όπως ρητά προβλέπεται η κύρωση αυτή από το άρθρο 61 παρ. 4 εδ. α' Ν. 4194/2013. Το δε εδάφιο β' της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου, το οποίο άλλωστε δεν ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης του αναιρεσιβλήτου (η έφεση ασκήθηκε στις 16-5-2016, όπως προκύπτει από τη σχετική 1288/16-5-2016 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έχει επισυναφθεί στην έφεση, το δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 31 Ν. 4509/22-12-2017), προέβλεψε τη δυνατότητα θεραπείας των συνεπειών της παράλειψης κατάθεσης του γραμματίου προκαταβολής εισφορών, αποκλειστικά και μόνο για την περίπτωση που το γραμμάτιο αφορά στην παράσταση του δικηγόρου κατά τη συζήτηση, θεωρούμενη στην περίπτωση αυτή ως τυπική παράλειψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του περί παράβασης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Επί πλέον, το Εφετείο, με το να απορρίψει την ένσταση της αναιρεσείουσας για το απαράδεκτο της έφεσης με την επάλληλη αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων είναι αντισυνταγματική, καθώς συνιστά μη ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος του εκκαλούντος για παροχή έννομης προστασίας, παραβίασε ευθέως την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος, προς την οποία δεν προσκρούουν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων, δεδομένου ότι με αυτές επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών, που συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του για παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές..." Εάν επομένως, ενόψει του περιεχομένου της αναιρετικής απόφασης και της έκτασης της αναίρεσης, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για "περαιτέρω εκδίκαση" της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται η διατύπωση μόνο του διατακτικού της απόφασης, ο Άρειος Πάγος μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να εκδώσει την τελειωτική για την υπόθεση απόφαση (ΑΠ 700/2019, ΑΠ 790/2019). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση, αφού κατά τα προαναφερόμενα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 16-5-2019 έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 2916/2015 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι παρέλκει η έρευνα του δευτέρου αναιρετικού λόγου, καθώς καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου λόγου που γίνεται δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 4463/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, να κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από τον Άρειο Πάγο, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση και στη συνέχεια να απορριφθεί η από 16-5-2016 έφεση του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου ως απαράδεκτη, όπως στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα, τόσο της δίκης ενώπιον του Εφετείου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δευτέρου βαθμού εξ αίματος συγγένειάς τους ως αδελφών (άρθρ. 179 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4463/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 16-5-2016 έφεση του εναγομένου - αναιρεσιβλήτου κατά της 2916/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Συμψηφίζει το σύνολο των δικαστικών εξόδων, τόσο της δίκης ενώπιον του Εφετείου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μεταξύ των διαδίκων. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ