Θέμα
Αποπλάνηση ανηλίκου, Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας.
Περίληψη:
Αποπλάνηση ανηλίκου κάτω 10 ετών (9ετούς κοριτσιού, ανεψιάς του) κατ εξακολούθηση (άρθρ. 339 παρ. 1 ΠΚ). Κατάχρηση ανηλίκου κάτω των 14 ετών, με κατάχρηση εμπιστοσύνης από πρόσωπο που του είχαν αναθέσει τη φύλαξη και προσοχή σε ασέλγεια (άρθρ. 342 παρ. 1 ΠΚ). Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων των άρθρων 339 και 342 ΠΚ, υπάρχει αληθινή συρροή και όχι κατ' ιδέαν φαινομένη συρροή. Ερωτήσεις δεν δικαιούται, ούτε εμμέσως δια του διευθύνοντος, να υποβάλει ο συνήγορος του ιδίου του εξεταζόμενου κατηγορουμένου και από την παράλειψη αυτή δε δημιουργείται καμία ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1550/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο -Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελάγιας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Ν. Ο. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3303/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Μ. Ι. και 2. Φ. Τ., κατοίκων ..., που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αρκουμάνη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 355/2012.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 περ. α ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται ... α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) ... γ) ... κ.λπ.", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιoύ απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με τα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ' όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, διότι και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει, ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ' αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Αν περισσότερες διακεκριμένες πράξεις του δράστη στρέφονται κατά του ιδίου ανηλίκου, πρόκειται για έγκλημα κατ' εξακολούθηση.
Επίσης από τη διάταξη του άρθρο 342 παρ. 1 περ.α' του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 24 του ν. 3500/2006, που ορίζει ότι " 1) Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) ...", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια απαιτείται ομοίως οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκατεσσάρων ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, μόνο στην περίπτωση που τον ανήλικο αυτό οι έχοντες την επιμέλειά του τον έχουν εμπιστευθεί στον ενήλικο δράστη για κάποιο λόγο για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, παραβιαζόμενης έτσι με κατάχρηση της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή αποτελεί αντιγραφή του αιτιολογικού της πρωτόδικης αποφάσεως ή όταν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η απαιτούμενη ως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η, κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠΔ, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του, είτε στο προοίμιο είτε στο περιεχόμενο των παραδοχών. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο παραπάνω αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3303/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, με ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α του ΠΚ, σε συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών, α) για αποπλάνηση ανηλίκου νεοτέρου των δέκα ετών κατ' εξακολούθηση και β) για κατάχρηση σε ασέλγεια της ιδίας εννεαετούς ανηλίκου, νεοτέρας των δεκατεσσάρων ετών, που του είχαν εμπιστευθεί για να την επιβλέπει και να την φυλάσσει, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την ανωμοτί κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος είναι πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο και είναι ήδη νυμφευμένος σε δεύτερο γάμο με γυναίκα ουκρανικής καταγωγής, είναι δε συγγενής του πατέρα και συγκεκριμένα θείος της ανήλικης Μ. Τ., η οποία έχει γεννηθεί στις 18-9-2000. Από το καλοκαίρι του έτους 2009 οι σχέσεις των δύο οικογενειών, που μέχρι τότε ήταν απλά συγγενικές, έγιναν πιο στενές - φιλικές και άρχισαν να πραγματοποιούν κοινές εξόδους και να ανταλλάσσουν επισκέψεις. Έτσι, δημιουργήθηκε μεταξύ τους σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και εμπιστοσύνης. Κατά τον μήνα Ιούλιο του άνω έτους 2009, ο κατηγορούμενος με την οικογένεια της ανήλικης, η οποία είχε άλλη μία μικρότερη αδελφή, την Κ., είχαν πάει μερικές φορές για μπάνιο στην παραλία του Σχοινιά. Κατά τον μήνα Αύγουστο δεν είχαν συναντηθεί, λόγω των θερινών διακοπών που μεσολάβησαν, κατά τις οποίες απουσίαζαν από την Αθήνα. Οι συναναστροφές τους επανελήφθησαν από τον Σεπτέμβριο περίπου του 2009, με ανταλλαγές επισκέψεων στα σπίτια τους, είτε με αφορμή κάποια γιορτή, είτε και χωρίς κάποια ιδιαίτερη αιτία. Κατά το διάστημα αυτό, ο κατηγορούμενος, μετά από επιθυμία της ανήλικης και με την συναίνεση των γονέων της, οι οποίοι του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη, συνόδευσε δύο ή τρεις φορές την ανήλικη σε παιδότοπο. Επίσης, ένα βράδυ του Οκτωβρίου, που η οικογένεια της ανήλικης είχε επισκεφθεί την οικία του κατηγορουμένου, επειδή παρέμειναν μέχρι αργά και η ανήλικη νύσταζε, διανυκτέρευσε στο σπίτι του κατηγορουμένου, όπου έμενε τότε και η σύζυγός του. Στις 10-11-2009, κατά τις απογευματινές ώρες, η μητέρα της ανήλικης, η οποία εργάζεται στην εκκλησία της περιοχής, παρεκάλεσε τον κατηγορούμενο να προσέχει την ανήλικη και την αδελφή της κατά την διάρκεια της απουσίας της. Όταν η τελευταία επέστρεψε, ο κατηγορούμενος της ζήτησε να πάρει μαζί του την ανήλικη Μ. στο σπίτι του, για να τον βοηθήσει, δήθεν, σε κάποιες εργασίες. Εκείνη, μη έχοντας, μέχρι εκείνη την στιγμή, λόγο να κλονισθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του, επέτρεψε να την πάρει μαζί του. Έτσι, η ανήλικη παρέμεινε στο σπίτι του κατηγορουμένου περίπου από τις 20.00 μέχρι τις 21.15, επέστρεψε δε στο σπίτι της μετά από τηλεφώνημα της μητέρας της περίπου στις 21.30. Την στιγμή που ο κατηγορούμενος αναχωρούσε από το σπίτι της παθούσας, η μητέρα της αντιλήφθηκε ότι αυτοί αντάλλαξαν διάφορα νοήματα και λεκτικά υπονοούμενα, τα οποία την έβαλαν σε υποψίες. Μετά από επίμονες ερωτήσεις της, η ανήλικη της αποκάλυψε, ότι ο κατηγορούμενος, από τον Ιούλιο που είχαν πάει για μπάνιο στη θάλασσα και, κατόπιν, όσες φορές την συνόδευσε στον παιδότοπο ή έμεινε στο σπίτι του, αλλά και εκείνο το ίδιο βράδυ, αυτός ασελγούσε εις βάρος της παρά τις αντιρρήσεις της, και ότι δεν της το είπε επειδή εκείνος τη φόβισε ότι, αν το αποκαλύψει στους γονείς της, θα την μάλωναν και θα τσακωνόταν αυτός με τον μπαμπά της. Συγκεκριμένα, είπε στην μητέρα της ότι, κατά τον μήνα Ιούλιο που είχαν πάει για μπάνιο, δύο φορές, και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν ή αναζητούσαν κογχύλια στην παραλία, ο κατηγορούμενος την απομόνωσε, την οδήγησε στο αυτοκίνητό του, σε σημείο που δεν ήταν ορατός από τον υπόλοιπο κόσμο, την έβαλε να καθίσει στην θέση του οδηγού, με ανοιχτή την πόρτα, της κατέβασε το μαγιό, την φίλησε στο αιδοίο, ακολούθως, κατέβασε και το δικό του μαγιό και της ζήτησε να πιάσει το μόριο του, εκείνη, όμως, αρνήθηκε. Τότε αυτός αυνανίστηκε μπροστά της, κατά τις περιγραφές της "... το έπιασε μόνος του και έβγαλε ένα άσπρο υγρό από το πουλί του" και στη συνέχεια πήγαν στην θάλασσα και πλύθηκαν. Επίσης, κατά τις διηγήσεις της ανήλικης, όσες φορές ο κατηγορούμενος την πήρε για να πάνε στον παιδότοπο, κατά την επιστροφή, την πήγαινε στο σπίτι του, όπου την ξάπλωνε στο κρεβάτι, την έγδυνε, έβγαζε και αυτός τα δικά του ρούχα, την φιλούσε και την έγλειφε σε όλο το σώμα και στα γεννητικά της όργανα, έβαζε το γεννητικό του όργανο στον "πωπό" της και το χέρι του στο "πουλάκι" της, την υποχρέωνε δε να πιάσει το μόριο του και να το χαϊδέψει αλλά εκείνη αρνιόταν. Τότε εκείνος αυνανιζόταν μπροστά της και "... με το άσπρο υγρό της πασάλειφε στο πουλάκι της και σε όλο της το σώμα". Στη συνέχεια, πριν την επιστρέψει στο σπίτι της, της έκανε μπάνιο για να μην καταλάβει κάτι η μητέρα της. Μάλιστα ο κατηγορούμενος είχε αγοράσει πιστολάκι και της στέγνωνε τα μαλλιά, όπως διηγήθηκε η ανήλικη στους γονείς της, περνώντας έξω από το κατάστημα που το είχαν αγοράσει. Το ίδιο συνέβη και εκείνη τη νύχτα που έμεινε σπίτι του, δηλαδή ενώ κοιμόταν η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, εκείνος ασέλγησε με τον ίδιο ως άνω τρόπο στην ανήλικη. Επίσης, τελευταία φορά στις 10-11-2009, οπότε την πήρε στο σπίτι το για να τον βοηθήσει σε κάποιες δουλειές, όπως προαναφέρθηκε, και ενώ απουσίαζε η σύζυγος του, επανέλαβε τις ίδιες ασελγείς πράξεις εις βάρος της, δηλαδή την έγδυσε, γδύθηκε και ίδιος και την υποχρέωσε να του "πιάσει το πουλί του", εκείνος δε της είπε ότι "αισθάνεται ωραία" ενώ εκείνη του είπε "ότι αισθάνεται χάλια" και τότε εκείνος της είπε "δεν πειράζει καλό σου κάνει". Επίσης, της είχε ζητήσει να του φιλήσει και να του γλείψει το "πουλί" του, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί, χωρίς να την αναγκάσει να το κάνει, όμως για όλα τα άλλα "την ζόριζε", όπως διηγείται η ίδια. Μετά τις άνω αποκαλύψεις, η ανήλικη με την μητέρα της Μ. Ι. απευθύνθηκαν στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, όπου κατέθεσαν τα ως άνω, και παραγγέλθηκε ιατροδικαστική εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12-11-2009 (δηλαδή δύο ημέρες μετά το τελευταίο επεισόδιο που περιγράφεται παραπάνω) και διαπιστώθηκε "ερυθρότης της γεννητικής περιοχής, άνευ λοιπών κακώσεων, παρθενικός υμήν ακέραιος", με την παρατήρηση ότι "θωπείες και άλλες τυχόν ασελγείς πράξεις δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν ιατροδικαστικώς" (βλ. υπ' αριθμ. 2133/12-11-2009 ιατροδικαστική έκθεση). Όλα τα παραπάνω κατέθεσε η ανήλικη με κάθε λεπτομέρεια και με μικρές αποκλίσεις, κάθε φορά και στην προανακριτική της κατάθεση που δόθηκε στις 11-11-2009 και ενώπιον της Ανακρίτριας την 5-2-2010, παρουσία του διορισθέντος πραγματογνώμονα Ψυχιάτρου Χ. Κ. και των γονέων της. Τα ίδια δε διηγήθηκε και στους γονείς της, οι οποίοι κατέθεσαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας στην από 4-3-2-1- έκθεσή του επισημαίνει ότι η ανήλικη απάντησε με προθυμία σε όλες τις ερωτήσεις της ανακρίτριας ότι η αντιληπτική της ικανότητα είναι απόλυτα φυσιολογική, ότι τα όποια αναπτυξιακά και ψυχολογικά της προβλήματα για τα οποία παρακολουθείται από παιδοψυχολόγο, εκφράζονται με μαθησιακού τύπου δυσκολίες, ενώ στις υπόλοιπες δραστηριότητές της δύναται να θεωρηθεί οξυδερκής. Και ναι μεν ο ίδιος πραγματογνώμονας διατυπώνει επιφυλάξεις κατά πόσον αυτά που καταθέτει η ανήλικη ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα με βάση τις επιστημονικές αντιλήψεις σχετικά με την ωριμότητα ενός παιδιού εννέα - δέκα ετών, όμως στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται εις βάρος της ανήλικης, βασιζόμενο και στα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και στις καταθέσεις της ανήλικης, τις οποίες θεωρεί ειλικρινείς και αληθείς, με δεδομένο και το γεγονός ότι οι καταγγελλόμενες πράξεις που περιγράφονται λεπτομερώς από την ανήλικα όπως και τα γεννητικά όργανα του κατηγορουμένου συνέβησαν πολλές φορές και όχι μία, οπότε θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δημιουργηθεί αμφιβολία περί του εάν πρόκειται για αλήθεια ή για κατασκευάσματα της φαντασίας του παιδιού. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν εγκλημάτων, όπως αυτά περιγράφονται και στο διατακτικό της παρούσης, τα οποία συρρέουν αληθώς κατ' ιδέαν, διότι σε καθένα από αυτά προσβάλλονται δύο αυτοτελή έννομα αγαθά, ήτοι με την διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 περ. α' ΠΚ, η αγνότητα της νεαρής ηλικίας, και με την διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 περ.α' ΠΚ, η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ δράστου και θύματος (βλ. ΑΠ 439/2009, ΑΠ 1111/2005)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94, 98, 339 παρ. 1 περ.α', 342 παρ.1 περ. α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, β) η αιτιολογία αυτή δεν είναι τυπική, μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή αποτελεί αντιγραφή του αιτιολογικού της πρωτόδικης αποφάσεως, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση δεν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και ίδιες σκέψεις και πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα, γ) από το παραπάνω παρατεθέν αιτιολογικό προκύπτει σαφώς και γίνεται ρητή και εκτενής αναφορά στην 2133/12-9-2009 ιατροδικαστική έκθεση (σελ.29) και στην από 4-3-2010 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Χ. Κ. (σελ.30) και επομένως υπάρχει βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκαν και τα παραπάνω ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, δ) μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων των άρθρων 339 και 342 του ΠΚ, υπάρχει αληθινή συρροή και όχι κατ' ιδέαν φαινομένη συρροή, όπως αιτιάται αβάσιμα ο αναιρεσείων και ορθά καταδικάστηκε για δύο αυτοτελή εγκλήματα, καθόσον με τις διατάξεις αυτές προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά, με την μεν πρώτη η αγνότητα της νεαρής ηλικίας των ανηλίκων και με τη δεύτερη η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και θύματος, υπάρχει δε σαφής και αιτιολογημένη απόρριψη προβληθέντος από τον κατηγορούμενο σχετικού ισχυρισμού, ε) οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, για εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, για παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και για παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι συναφής με τα παραπάνω πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' (κατ' εκτίμηση) του ΚΠΔ, για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και εκείνων περί συρροής, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της (σελ. 9), αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, η εκκαλουμένη 1000/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά αυτής και άλλα 22 έγγραφα που προσδιορίζονται επαρκώς κατά την ταυτότητά τους, χωρίς να υπάρχει παράπονο για ελλιπή ταυτότητα. Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεώς του, ενώ δέχεται και αναφέρει (σελ. 10-12 αναιρέσεως), ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης με αριθμό 1000/2011 και τα παρακάτω έγγραφα, που σημειώνει την ταυτότητά τους και που είναι ίδια με τα παραπάνω προκύπτοντα από τα πρακτικά ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, προβάλλει ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο ότι "ουδαμού αναφέρεται κάποιο έγγραφο που ανεγνώσθη στο δικαστήριο και ελήφθη υπόψη, η γενική έκφραση ότι έγινε ανάγνωση, δεν ισοδυναμεί με ανάγνωση περιεχομένου εγγράφου, εφόσον δεν εξωτερικεύεται με σαφήνεια το καθέκαστον έγγραφο κατά το χρόνο συντάξεως και περιεχόμενο και δεν παρέχεται στον κατηγορούμενο να προβάλλει παρατηρήσεις, απολείπεται η ατομικότητα του εγγράφου, μετά ταύτα θεωρούνται ως μη αναγνωσθέντα .. και επομένως προκύπτει ότι δεν έχουν αναγνωσθεί τα ως άνω έγγραφα, όμως λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 3 του ΚΠΔ, "τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά", αφού δε στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων δεν προσβάλλει τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως πλαστά, από δε τα πρακτικά αυτά προκύπτει σαφώς, όπως προαναφέρθηκε, ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο χωρίς μάλιστα καμία αντίρρηση του κατηγορουμένου, όλα τα παραπάνω 22 έγγραφα, και κατά το περιεχόμενό τους και ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, να προβεί σε δηλώσεις και παρατηρήσεις σχετικά με αυτά, από δε το προπαρατεθέν αιτιολογικό προκύπτει ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορουμένου και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ, 6 παρ.3 δ και 14 παρ.3 ε του ΔΣ/ΑΠΔ, ακυρότητα που λα΅βάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, επιφέρει και η ΅η τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την ε΅φάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορου΅ένου και την άσκηση των δικαιω΅άτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και ΅ε τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νό΅ος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορού΅ενο δικαιω΅άτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νό΅ο υποχρέωση του δικαστή να δη΅ιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιω΅άτων, χωρίς να απαιτείται προηγού΅ενη σχετική αίτηση του κατηγορου΅ένου (ΑΠ 52/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ.1 του ΚΠΔ που ορίζει ότι "Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορού΅ενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορού΅ενος πρέπει να ΅ην διακόπτεται, εκτός αν επι΅ένει να απο΅ακρύνεται από το θέ΅α, και να ΅ην ε΅ποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, ΅πορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορού΅ενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δη΅όσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορού΅ενο ΅όνο ΅ε τη ΅εσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση", συνάγεται ότι ερωτήσεις προς τον κατηγορού΅ενο μετά την απολογία του, υποβάλλουν απευθείας ΅όνο οι δικαστές της έδρας και ο εισαγγελέας, κατά τη σειρά που καθορίζονται ρητά στο παραπάνω άρθρο. Οι υπόλοιποι διάδικοι, (πολιτικώς ενάγων, αστικώς υπεύθυνος, συνήγοροι συγκατηγορουμένων) καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορού΅ενο ΅όνο ΅ε τη ΅εσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Ερωτήσεις δεν δικαιούται, ούτε ε΅΅έσως δια του διευθύνοντος, να υποβάλει ο συνήγορος του ιδίου του εξεταζό΅ενου κατηγορου΅ένου (ΑΠ 141/2008, 1701/2006). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεώς του, επικαλείται ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικού του δικαιώματος, γιατί εκθέτει, ότι ενώ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά μετά το τέλος της απολογίας του, δόθηκε ο λόγος από τον πρόεδρο στον εισαγγελέα της έδρας και αυτός υπέβαλεν ερωτήσεις σε αυτόν, ο διευθύνων τη συζήτηση δεν έδωσε το λόγο μετά και στο συνήγορο υπεράσπισης αυτού, για να του υποβάλει ερωτήσεις και έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Ο λόγος αναιρέσεως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ερωτήσεις δεν δικαιούται, ούτε ε΅΅έσως, δια του διευθύνοντος, να υποβάλει ο συνήγορος του ιδίου του εξεταζό΅ενου κατηγορου΅ένου στον κατηγορούμενο μετά το τέλος της απολογίας του, ενώ τέτοια υποχρέωση για το δικαστήριο δεν δη΅ιουργείται ούτε από τις προαναφερό΅ενες διατάξεις των άρθρων 6 και 14 των προαναφερθεισών διεθνών συ΅βάσεων, ούτε από άλλες παρε΅φερείς διατάξεις, σε σχέση ΅ε το δικαίω΅α του συνηγόρου κατηγορου΅ένου να υποβάλλει ερωτήσεις στον ίδιο τον κατηγορούμενο που υπερασπίζεται, αφού η θέση τους στη δίκη ταυτίζεται. Για να γεννηθεί δε η από την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 εδ. δ' του ΚΠΔ προβλεπό΅ενη απόλυτη ακυρότητα θα πρέπει να υπάρχει από το νό΅ο υποχρέωση του δικαστηρίου να προκαλέσει αυτό την άσκηση εκ ΅έρους του κατηγορου΅ένου ορισ΅ένου δικαιώ΅ατος που του παρέχεται από το νό΅ο, πράγμα που δε συμβαίνει στην παραπάνω περίπτωση.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς, και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-2-2012 αίτηση του Ν. Ο. του Γ., για αναίρεση της 3303/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ