Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη και έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1578/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1362/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 93/15-2-08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1, στοιχ α' και 484 παρ. 1 στοιχ δ' του ιδίου κωδικός και εμπροθέσμως, κατ' αρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ, αφού η ημερομηνία ασκήσεως της, αρχίζει από την επίδοσιν του προσβαλλόμενου βουλεύματος στον αντίκλητον του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι η προς τον τελευταίο επίδοσης εγένετο δια θυροκολλήσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Χρυσάνθης Τσιμπινού, δυνάμει της από 17-7-2007 εξουσιοδοτήσεως με αριθ. 153/18-7-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι. Δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ 3497/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη αυτός δια να δικασθεί α) δι' απάτην κατ'εξακολούθησην, εκ της το περιουσιακόν όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) δι' έκδοσιν ακαλύπτου επιταγής κατ' εξακολούθηση. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων προβάλλων τον εκ του άρθρ 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ λόγον αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. II. Κατά το άρθρ 386 παρ. 1 ΠΚ, ως αντικ δ' άρθρ 14 παρ. 4 ν. 2721/99, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώση παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθη είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους β) εν γνώση παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγός αιτία, παρεπλανήθη κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, κατά το αστικό δίκαιο, η οποία να τελεί εις αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς τον σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως την διαγράφει ο νόμος.
Συνεπώς για την συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφ' ετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παρεπείσθη ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στον παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν εις το μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως ο τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται εις τον παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, η πράξη της απάτης προσλαμβάνει κακουργηματικόν χαρακτήρα και επιβάλλεται κάθειρξις μέχρι δέκα ετών α).....και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 266/2006 Ποιν. Χρ ΝΣΤ σελ. 813, ΑΠ 858/2004 Ποιν Χρ ΝΕ' σελ 322, ΑΠ 692/2000 Ποιν Χρ ΝΑ' σελ 47. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 Π.Κ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χωριστά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προ εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης κατά το άρθ 386 Π.Κ, τότε μόνον θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεση τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθησιν τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθη από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο, η επιδιωκόμενη πλάνη, εξ αιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 641/2003 Ποιν Χρ ΝΔ'σελ 136). Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρ 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ' όψιν του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία του κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται αναλυτικά παράθεση τους και να μνημονεύεται τί προέκυψε από το κάθε ένα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 572/2005 Ποιν Λογ 2005 σελ 521 ΑΠ 385/2006 Ποιν Χρ ΝΣΤ'σελ 902, ΑΠ 1013/2005 Ποιν Χρ ΝΣΤ'σελ 124). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ύστερα από εκτίμηση "των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση που ακολούθησε και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου" εδέχθη ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εις βάρος του κατηγορούμενου για την πράξιν της απάτης από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ καθώς και εκείνης της υπό του κατηγορουμένου εκδόσεως εννέα επιταγών εις διαταγήν της εγκαλούσης ομορρύθμου εταιρείας, κατά την εμφάνισιν προς πληρωμή των οποίων δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια εις τους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις νομικές σκέψεις και συλλογισμούς της υπαγωγής τούτων στις οικείες διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ρητώς αναφέρεται και παραπέμπει εις όσα εκτίθενται εις την ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση. Έτσι εις την πρόταση του εισαγγελέα του προσβαλλόμενου ως άνω βουλεύματος, μεταξύ πολλών άλλων που αφορούν όλες τις αξιόποινες πράξεις, εκτίθενται και τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος διατηρούσε κατάστημα πώλησης ποτών (κάβα ποτών) επί της λεωφόρου ....εις τα ...... Αττικής με την επωνυμία "....". Για την εξυπηρέτηση του καταστήματος του αυτού συνεργαζόταν επί οκτώ περίπου μήνες με την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... Ο.Ε", από την οποία επρομηθεύετο προϊόντα οίνου και ποτών πληρώνοντας την αξία τους με επιταγές, που ήτο πληρωτέες σε μικρό χρονικό διάστημα από την έκδοση τους. Από το μήνα Αύγουστο όμως του έτους 2003, αφού είχε κερδίσει και την εμπιστοσύνη της εγκαλούσας από την προηγηθείσα συνεργασία τους, εζήτησε να ανοίξουν "το πλαφόν" της συνεργασίας τους με την προμήθεια εμπορευμάτων σε μεγαλύτερες ποσότητες και πίστωση μεγαλύτερης διάρκειας εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές. Προς τούτο διαβεβαίωσε ο ίδιος προσωπικά τον νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσης Γ1, ότι πρόσφατα ηγόρασε ένα διαμέρισμα στα ....- Αττικής και ότι εξ αιτίας της αγοράς αυτής, είχε μια εντελώς πρόσκαιρη οικονομική στενότητα. Τον διαβεβαίωσε επίσης ότι η επιχείρηση του πήγαινε πολύ καλά και ότι ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων είχε κλείσει πολλές συμφωνίες με διάφορες εταιρείες για την αποστολή "καλαθιών" εις πελάτες του, από τις οποίες και θα απεκόμιζε σημαντικά ποσά για να εξοφλήσει τις προς αυτήν υποχρεώσεις του, ότι ο ίδιος ήτο φερέγγυος και γνωστός στην αγορά για το καλό του όνομα και, τέλος, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε η εγκαλούσα να εγγράψει υποθήκη επί του αγορασθέντος ως άνω διαμερίσματος. Έτσι ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης, πεισθείς από τις ως άνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ως προς τη φερεγγυότητα του, εδέχθη τους όρους της προτεινόμενης συνεργασίας εις εκτέλεση της οποίας επώλησε για λογαριασμό της εγκαλούσης και παρέδωσε εις τον κατηγορούμενον διαδοχικά μέχρι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ με πίστωση, εις εξόφληση των οποίων έλαβε τις παρακάτω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος εις διαταγήν της εγκαλούσης στην Αθήνα και τα Βριλήσσια ως εξής: 1) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 7.703,08 ευρώ 2) την υπ' αριθ .... επιταγή της τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 3) την υπ' αριθ ... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 20.000 ευρώ 4) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 5) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 15.000 ευρώ 6) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 7)την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 8) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ και 9) την υπ' αριθ...... επιταγή της Τράπεζας HSBC ποσού 15.000 ευρώ. Από τις παραπάνω επιταγές, η δεύτερη, τέταρτη και έβδομη (υπ1 αριθ ...., .... και ...), ποσού 15.000, 25.000 και 25.000 ευρώ, αντίστοιχα, μεταβιβάσθηκαν από την εγκαλούσα λόγω ενεχύρου στην τράπεζα "EFG Eurobank, Εργασίας ΑΕ" και η πέμπτη και όγδοη ( υπ' αριθ .... και ....) ποσού 15.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα μεταβιβάσθηκαν ομοίως, λόγω ενεχύρου στην "ALFA τράπεζα ΑΕ". Οι μεταβιβασθείσες ως άνω επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ (15.000+25.000+15.000+20.000), δεν πληρώθηκαν, όταν ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα στις 5-1-2004, 14-1-2004, 22-1-2004, 15-1-2004, και 26-1-2004, αντίστοιχα προς πληρωμή, όπως διεπιστώθη, μέσω του μηχανογραφικού κέντρου και εβεβαιώθη εις το σώμα τους από τις κομίστριες τράπεζες, κατά ρητή εξουσιοδότηση των τραπεζών επί των οποίων ετηρούντο οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τις επιταγές αυτές εξόφλησε στην συνέχεια η εγκαλούσα στις δύο ως άνω κομίστριες τράπεζες και ανέλαβε το σώμα τους. Επίσης δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ' αριθ ..., ...., .... και ..... επιταγές (πρώτη, τρίτη, έκτη και ένατη) ποσού 7.703,08, 20.000, 15.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα η κάθε μία, οι οποίες ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 5-1-2004 οι δύο πρώτες και 9-1-2004 οι λοιπές, όπως βεβαιώνεται στο σώμα τους από τις πληρώτριες τράπεζες Εθνική και HSBC. Τις παραπάνω επιταγές εξέδωσε ο κατηγορούμενος μολονότι εγνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών όσο και καθ 'όλο το χρονικό διάστημα, μέχρι την εμφάνιση τους προς πληρωμή, ότι δεν υπήρχαν στους αντίστοιχους λογαριασμούς του διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους, έπραξε δε τούτο με αποκλειστικό σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος παράνομα, κατά το συνολικό ποσό που οι επιταγές αντιπροσώπευαν, ζημιώνοντας αντίστοιχα την εγκαλούσα. Τούτο δε συνάγεται και από το γεγονός ότι λίγο μετά την έκδοση τους και συγκεκριμένα την 23-12-2003 έκλεισε αιφνιδιαστικά το κατάστημα του, αφού πρώτα μετέφερε σε άγνωστο μέρος αρκετά από τα εμπορεύματα του και εξηφανίσθη (βλ την από 7-10-2004 προανακριτική κατάθεση του Γ1 και την από 12-10-2004 κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 ενώπιον του Ανακριτού). Από την έρευνα δε που επηκολούθησε στην συνέχεια εκ μέρους της εγκαλούσης διεπιστώθη ότι όλες οι διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου προς την εγκαλούσα, που προηγήθηκαν της έκδοσης των υπ' όψιν επιταγών, ήτο ψευδείς. Συγκεκριμένα διεπιστώθη, ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου δεν ήτο οικονομικά ανθηρή, αλλ' αντιθέτως αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, δεν υπήρχε ευρύς κύκλος συναλλαγών, αφού δεν είχε συνάψει συμφωνίες για την πώληση "καλαθιών" κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, όπως απεδείχθη από το κλείσιμο της επιχείρησης του τις παραμονές των εορτών, ουδέποτε αγόρασε διαμέρισμα στα ... και ο ίδιος δεν ήτο φερέγγυο πρόσωπο, καθώς είχε αθετήσει υποχρεώσεις του κατά τον ίδιο τρόπο και με άλλους προμηθευτάς τους εις το παρελθόν (βλ. την από 11-5-2004 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ1). Στις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να άρει τις επιφυλάξεις που διετύπωσε ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης Γ1 και να πεισθεί να του παραδώσει εμπόρευμα σε μεγάλες ποσότητες, με μεγαλύτερη από το παρελθόν πίστωση χρόνου, έναντι μεταχρονολογημένων επιταγών, που εξαρχής δεν σκόπευε να πληρώσει, γεγονός που επέτυχε, αφού η εγκαλούσα δια του εκπροσώπου της, πεισθείσα για την φερεγγυότητα του, του παρέδωσε, όπως εξετέθη από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του έτους 2003 εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ. Με αυτά όμως που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, εστέρησε την απόφαση του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης ετελέσθη κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ή μήπως συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθησιν τελέσεως της απάτης. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά την διαλαμβανόμενη στην αίτηση αναιρέσεως αιτίαση, που έχει και την ανωτέρω έννοια, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρ 484 παρ. 3 Κ.Π.Δ, ως αντικ δΓ αρθρ 42 παρ. 3 ν. 3160/2003, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 153/18-7-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 ΙΙ) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθμ. 902/2007 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς. Αθήναι 15 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 153/18-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 3497/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) της πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1,3 εδ.α του ΠΚ.), και β) της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει, σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933, περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν.2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της , τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή που δεν πληρώθηκε. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται 1) έκδοση ακάλυπτης επιταγής, η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη, δηλαδή, κατά το άρθρο 29 παρ.1 και 4 του ίδιου νόμου, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της, εμφάνιση αυτής προς πληρωμή, 2) έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής, και 3) δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως , για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη (έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, από την προανάκριση και την κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου", εδέχθη ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εις βάρος του κατηγορούμενου για την πράξιν της απάτης από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ καθώς, και εκείνης της υπό του κατηγορουμένου, εκδόσεως εννέα επιταγών εις διαταγήν της εγκαλούσης ομορρύθμου εταιρείας, κατά την εμφάνισιν προς πληρωμή των οποίων, δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια εις τους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, από τις νομικές σκέψεις και συλλογισμούς της υπαγωγής τούτων στις οικείες διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών, ρητώς αναφέρεται και παραπέμπει εις όσα εκτίθενται εις την ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση. Έτσι, εις την πρόταση του εισαγγελέα του προσβαλλόμενου ως άνω βουλεύματος, μεταξύ πολλών άλλων που αφορούν όλες τις αξιόποινες πράξεις, εκτίθενται και τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος διατηρούσε κατάστημα πώλησης ποτών (κάβα ποτών) επί της λεωφόρου .... εις τα ... Αττικής με την επωνυμία "...". Για την εξυπηρέτηση του καταστήματος του αυτού, συνεργαζόταν επί οκτώ περίπου μήνες με την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... Ο.Ε", από την οποία επρομηθεύετο προϊόντα οίνου και ποτών πληρώνοντας την αξία τους με επιταγές, που ήτο πληρωτέες σε μικρό χρονικό διάστημα από την έκδοση τους. Από το μήνα Αύγουστο όμως του έτους 2003, αφού είχε κερδίσει και την εμπιστοσύνη της εγκαλούσας, από την προηγηθείσα συνεργασία τους, εζήτησε να ανοίξουν "το πλαφόν" της συνεργασίας τους με την προμήθεια εμπορευμάτων σε μεγαλύτερες ποσότητες και πίστωση μεγαλύτερης διάρκειας εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές.
Προς τούτο, διαβεβαίωσε ο ίδιος προσωπικά τον νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσης Γ1, ότι πρόσφατα ηγόρασε ένα διαμέρισμα στα ......- Αττικής και ότι εξ αιτίας της αγοράς αυτής, είχε μια εντελώς πρόσκαιρη οικονομική στενότητα. Τον διαβεβαίωσε επίσης ότι, η επιχείρηση του πήγαινε πολύ καλά και ότι ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων είχε κλείσει πολλές συμφωνίες με διάφορες εταιρείες για την αποστολή "καλαθιών" εις πελάτες του, από τις οποίες και θα απεκόμιζε σημαντικά ποσά για να εξοφλήσει τις προς αυτήν υποχρεώσεις του, ότι ο ίδιος ήτο φερέγγυος και γνωστός στην αγορά για το καλό του όνομα και, τέλος, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε η εγκαλούσα να εγγράψει υποθήκη επί του αγορασθέντος ως άνω διαμερίσματος. Έτσι, ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης, πεισθείς από τις ως άνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ως προς τη φερεγγυότητα του, εδέχθη τους όρους της προτεινόμενης συνεργασίας, εις εκτέλεση της οποίας επώλησε για λογαριασμό της εγκαλούσης και παρέδωσε εις τον κατηγορουμενον διαδοχικά μέχρι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ με πίστωση, εις εξόφληση των οποίων έλαβε τις παρακάτω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος εις διαταγήν της εγκαλούσης στην Αθήνα και τα Βριλήσσια ως εξής: 1) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 7.703,08 ευρώ 2) την υπ' αριθ ...... επιταγή της τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 3) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 20.000 ευρώ 4) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 5) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 15.000 ευρώ 6) την υπ' αριθ .... επιταγή της Τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 7)την υπ' αριθ ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 8) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ και 9) την υπ' αριθ .... επιταγή της Τράπεζας HSBC ποσού 15.000 ευρώ. Από τις παραπάνω επιταγές, η δεύτερη, τέταρτη και έβδομη (υπ1 αριθ ...., ....... και ....), ποσού 15.000, 25.000 και 25.000 ευρώ, αντίστοιχα, μεταβιβάσθηκαν από την εγκαλούσα λόγω ενεχύρου στην τράπεζα "EFG Eurobank, Εργασίας ΑΕ" και η πέμπτη και όγδοη ( υπ' αριθ ...... και .......) ποσού 15.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα μεταβιβάσθηκαν ομοίως, λόγω ενεχύρου στην "ALFA τράπεζα ΑΕ". Οι μεταβιβασθείσες ως άνω επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ (15.000+25.000+15.000+20.000), δεν πληρώθηκαν, όταν ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα στις 5-1-2004, 14-1-2004, 22-1-2004, 15-1-2004, και 26-1-2004, αντίστοιχα προς πληρωμή, όπως διεπιστώθη, μέσω του μηχανογραφικού κέντρου και εβεβαιώθη εις το σώμα τους από τις κομίστριες τράπεζες, κατά ρητή εξουσιοδότηση των τραπεζών επί των οποίων ετηρούντο οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τις επιταγές αυτές εξόφλησε στην συνέχεια η εγκαλούσα στις δύο ως άνω κομίστριες τράπεζες και ανέλαβε το σώμα τους. Επίσης δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ' αριθ ...., ....., .... και ..... επιταγές (πρώτη, τρίτη, έκτη και ένατη) ποσού 7.703,08, 20.000, 15.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα η κάθε μία, οι οποίες ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 5-1-2004 οι δύο πρώτες και 9-1-2004 οι λοιπές, όπως βεβαιώνεται στο σώμα τους από τις πληρώτριες τράπεζες Εθνική και HSBC. Τις παραπάνω επιταγές εξέδωσε ο κατηγορούμενος μολονότι εγνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών όσο και καθ 'όλο το χρονικό διάστημα, μέχρι την εμφάνιση τους προς πληρωμή, ότι δεν υπήρχαν στους αντίστοιχους λογαριασμούς του διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους, έπραξε δε τούτο με αποκλειστικό σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος παράνομα, κατά το συνολικό ποσό που οι επιταγές αντιπροσώπευαν, ζημιώνοντας αντίστοιχα την εγκαλούσα. Τούτο δε συνάγεται και από το γεγονός ότι, λίγο μετά την έκδοση τους και συγκεκριμένα την 23-12-2003, έκλεισε αιφνιδιαστικά το κατάστημα του, αφού πρώτα μετέφερε σε άγνωστο μέρος αρκετά από τα εμπορεύματα του και εξηφανίσθη (βλ την από 7-10-2004 προανακριτική κατάθεση του Γ1 και την από 12-10-2004 κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 ενώπιον του Ανακριτού). Από την έρευνα δε που επηκολούθησε στην συνέχεια εκ μέρους της εγκαλούσης, διεπιστώθη ότι όλες οι διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου προς την εγκαλούσα, που προηγήθηκαν της έκδοσης των υπ' όψιν επιταγών, ήτο ψευδείς. Συγκεκριμένα, διεπιστώθη, ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου δεν ήτο οικονομικά ανθηρή, αλλ' αντιθέτως, αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, δεν υπήρχε ευρύς κύκλος συναλλαγών, αφού δεν είχε συνάψει συμφωνίες για την πώληση "καλαθιών" κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, όπως απεδείχθη από το κλείσιμο της επιχείρησης του τις παραμονές των εορτών, ουδέποτε αγόρασε διαμέρισμα στα ... και ο ίδιος δεν ήτο φερέγγυο πρόσωπο, καθώς είχε αθετήσει υποχρεώσεις του κατά τον ίδιο τρόπο και με άλλους προμηθευτάς τους εις το παρελθόν (βλ. την από 11-5-2004 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ1). Στις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να άρει τις επιφυλάξεις, που διετύπωσε ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης Γ1 και να πεισθεί να του παραδώσει εμπόρευμα σε μεγάλες ποσότητες, με μεγαλύτερη από το παρελθόν πίστωση χρόνου, έναντι μεταχρονολογημένων επιταγών, που εξαρχής δεν σκόπευε να πληρώσει, γεγονός που επέτυχε, αφού η εγκαλούσα δια του εκπροσώπου της, πεισθείσα για την φερεγγυότητα του, του παρέδωσε, όπως εξετέθη από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του έτους 2003 εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, και της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, κατ' εξακολούθηση. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, και άρθρο 79 του ν. 5960/1933 όπως ισχύει, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας εταιρείας Γ1, ότι τυγχάνει κύριος ακινήτου στην περιοχή ...... Αττικής και ότι η επιχείρησή του, εμφανίζει οικονομική ευμάρεια, με καλή φήμη στην εμπορική αγορά, ενώ ο ίδιος είναι φερέγγυο πρόσωπο, σε κάθε δε περίπτωση προσφέρεται προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εγκαλούσας, να εγγράψει υποθήκη επί του ακινήτου του. Οι διαβεβαιώσεις του, όμως, αυτές υπήρξαν ψευδείς και, στις οποίες παραπείσθηκε ο Γ1, με την πιο πάνω ιδιότητά του, με αποτέλεσμα να του παραδώσουν, με πίστωση εμπορεύματα, στο επίδικο χρονικό διάστημα, συνολικής αξίας 157.703,80 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου ο κατηγορούμενος εξέδωσε σε διαταγή της εγκαλούσας, τις αναφερόμενες κατά χρονολογία και ποσά επιταγές, οι οποίες, όμως, δεν πληρώθηκαν κατά το χρόνο που αυτές εμφανίστηκαν για πληρωμή, στις πληρώτριες τράπεζες, αν και γνώριζε ότι δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής τους. Επίσης, διεξοδικά αναφέρονται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του Γ1, που ενεργούσε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, που έλαβε χώρα κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, συνεπεία δε αυτών των ψευδών διαβεβαιώσεων, ζημιώθηκε η περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας κατά το ποσό των 157.703,80 ευρώ. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος αν και γνώριζε εξαρχής, ότι η επιχείρησή του, την οποία εμφάνιζε, ως εταιρεία με οικονομική ευρωστία, δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, πολύ δε περισσότερο, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Αιτιολογείται ακόμη, η παραδοχή του βουλεύματος, ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, και από την υποδομή που αυτός είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 386 παρ.1,3α του ΠΚ, και άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933 όπως ισχύει, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 153/18-7-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008 και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ