Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1629 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Απάτη από υπαίτιο που διαπράττει κατ' επάγγελμα τέτοιο έγκλημα και από το οποίο το παράνομο περιουσιακό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει τα 15.000 € με παρασιώπηση από τον κατηγορούμενο ουσιωδών αληθινών γεγονότων που συνεπάγονταν επιζήμιες συνέπειες για πολιτικώς ενάγοντα. Αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που είχε δεχθεί έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του πρωτοδίκου αθωωτικού βουλεύματος. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως διότι είναι αβάσιμοι τόσο ο λόγος για έλλειψη ειδικώς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσο και ο λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.




Αριθμός 1629/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 373/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγων τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 12/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 204/26-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485§1 του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 1/2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθ. 373/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τα ακόλουθα:

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το υπ' αριθ. 1209/2007 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των 1) Χ1, κατοίκου (αναιρεσείοντος) και 2) Χ2, κατοίκου ..., για απάτη κατ' επάγγελμα από την οποία το επιδιωχθέν και επιτευχθέν όφελος καθώς και η προξενηθείσα ή απειληθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε στον ... κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 έως 23-7-1997. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο πολιτικώς ενάγων Ψ την υπ' αριθ. 73/2007 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 265/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση αυτή και επικύρωσε το βούλευμα τούτο. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατόπιν αιτήσεως του άνω πολιτικώς ενάγοντος άσκησε την υπ' αριθ. 52/5-11-2008 αίτηση αναιρέσεώς του και ζήτησε να αναιρεθεί το παραπάνω υπ' αριθ. 265/6-10-2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά μόνο όσον αφορά τη διάταξή του με την οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης που φέρεται να τέλεσε στον ... κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 μέχρι 23-7-1997 σε βάρος του Ψ, κατοίκου .... Επί της αναιρέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 750/2009 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η οποία ανήρεσε το ανωτέρω υπ' αριθ. 265/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, για τους εκ του άρθρου 484§1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με το προσβαλλόμενο 373/2009 βούλευμά του δέχθηκε την με αριθμό 73/27-12-2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, κατά του υπ' αριθ. 1209/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, εξαφάνισε το βούλευμα αυτό και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στον ... κατά το παρακάτω χρονικό διάστημα, έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, το όφελος δε που επιδίωξε και η ζημία που προκάλεσε με την πράξη του, την οποία τελεί κατ' επάγγελμα, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αναιρέσεως η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο και δη ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465§1, 473§1, 474§1 και 482§1α Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικατεστάθη με το άρθρο 41§1 του Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί της α) έλλειψης της απαιτούμενης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) της εσφαλμένης εφαρμογής νόμου και γ) της εσφαλμένης εφαρμογής νόμου και έλλειψης αιτιολογίας (άρθρο 484§1δ' και β' Κ.Π.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η εκτίμηση δε και αξιολόγηση των αποδείξεων εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 414/07 Π.Χρ. ΝΗ/65 και ΑΠ 750/09).
Ακόμη κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής ουσιαστικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 750/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι "από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε για την υπόθεση, δηλαδή την χωρίς όρκο κατάθεση του εγκαλούντος - πολιτικώς ενάγοντος, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, σε συνδυασμό με την απολογία του κατ/νου Χ1 και τα υπομνήματα που υπέβαλαν ο κατ/νος αυτός και ο πολιτικώς ενάγων σε διάφορα στάδια της προδικασίας, καθώς και με όσα οι διάδικοι αυτοί εξέθεσαν προφορικά, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου σε εκτέλεση του προαναφερόμενου 327/2009 βουλεύματος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πολιτικώς ενάγων Ψ τυγχάνει επιχειρηματίας, έχοντας έδρα τον ... και ασχολούμενος με διάφορες ναυτιλιακές εργασίες και κυρίως με την πώληση καυσίμων και λιπαντικών πλοίων, ενώ ο κατ/νος Χ1 τυγχάνει νομικός αλλά κατά τον αναφερόμενο πιο κάτω χρόνο ασχολούνταν επαγγελματικά με την εκμετάλλευση δύο πλοίων, του " D... " σημαίας Μάλτας, και του " M...", σημαίας Κύπρου, πλοιοκτησίας των εταιριών ... και ... αντίστοιχα, των οποίων αυτός είχε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών και τις οποίες διαχειριζόταν μέσω της διοικούμενης απ' αυτόν διαχειρίστριας εταιρείας "FORTUNA OVERSEAS SHIPPING S.A.". Οι διάδικοι συνδέονταν από το 1992 με στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, ενώ από το 1996 συνεργάστηκαν και επαγγελματικά. Στα πλαίσια δε της επαγγελματικής τους συνεργασίας, κατά το 1997 είχε δημιουργηθεί χρέος 320.000 δολαρίων των ως άνω εταιριών προς την εταιρεία TORMAR OIL CORPORATION S.A., συμφερόντων του εγκαλούντος, από την πώληση καυσίμων και λιπαντικών. Κατά την περίοδο εκείνη ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να αποπληρώσει το παραπάνω χρέος καθώς και τις ληξιπρόθεσμες δόσεις δανείου 2.300.000 δολαρίων, το οποίο είχαν λάβει οι δυο πλοιοκτήτριες εταιρείες του στις 29.11.1996 από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" και το οφειλόμενο υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν τότε σε 2.075.000 δολάρια, υπήρχε δε κίνδυνος να χωρήσει αναγκαστική κατάσχεση και εκποίηση των δύο πλοίων, στα οποία η παραπάνω Τράπεζα είχε εγγράψει προτιμώμενες υποθήκες προς εξασφάλιση του δανείου.
Για τους λόγους αυτούς, ύστερα από πρόταση του κατ/νου, συμφωνήθηκε να μεταβιβαστούν τα δύο πλοία σε εταιρείες ελεγχόμενες από τον πολιτικώς ενάγοντα, να συμψηφιστεί το παραπάνω χρέος με μέρος του τιμήματος και να αναλάβουν οι αγοράστριες εταιρείες την αποπληρωμή του προαναφερόμενου δανείου καθώς και ορισμένων άλλων οφειλών. Πράγματι, σε εκτέλεση όσων προφορικά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους, στις 9.6.1997 υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των πωλητριών και τον πολιτικώς ενάγοντα μνημόνιο συμφωνίας (memorandum of agreement) για κάθε ένα από τα δύο πλοία και στις 23.7.1997 από τους εκπροσώπους των πωλητριών και των αγοραστριών εταιρειών Artibell Shipping Co Limited και Mariana Navigation Limited αντίστοιχα (τις οποίες συνέστησε στο μεταξύ ο πολιτικώς ενάγων) το αντίστοιχο πωλητήριο έγγραφο (bill of sale). Το τίμημα ορίστηκε σε 700.000 δολάρια για το πλοίο "D... " και 1.800.000 για το "M..., έναντι του οποίου προκαταβλήθηκε το ποσό των 200.000 και 300.000 δολαρίων αντίστοιχα. Η προκαταβολή αυτή, όπως προκύπτει από τα μνημόνια συμφωνίας, δεν έγινε με καταβολή δολαρίων σε μετρητά αλλά με τον συμψηφισμό του προαναφερόμενου χρέους των 320.000 δολαρίων και άλλων μικρότερων χρεών των πωλητριών προς την εταιρεία του πολιτικώς ενάγοντος από την πώληση σ' αυτές καυσίμων και από την κάλυψη λειτουργικών τους εξόδων. Εξάλλου, το υπόλοιπο του τιμήματος εξοφλήθηκε πλήρως με τη χορήγηση από την προαναφερόμενη Τράπεζα BANK OF SCOTLAND στις αγοράστριες δανείου 2.075.000 δολαρίων (όσο δηλαδή ήταν το οφειλόμενο από τις πωλήτριες στην Τράπεζα αυτή ποσό), το οποίο ο πολιτικώς ενάγων ανέλαβε να εξοφλήσει, και με την πίστωση με το ποσό αυτό των λογαριασμών που τηρούσαν οι πωλήτριες στην εν λόγω Τράπεζα. Έγινε δηλαδή ουσιαστικά αναχρηματοδότηση του δανείου των πωλητριών με την υπεισέλευση στη θέση τους των αγοραστριών των πλοίων εταιρειών. Τούτο συνομολογήθηκε ρητά από τον κατ/νο κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο με τη δήλωση ότι "ο κ. Ψ υποκαταστάθηκε στο δάνειο μας. Ανέλαβε το προαναφερόμενο χρέος μας (2.075.000 δολάρια) " [ βλ. τα οικεία πρακτικά]. Πέραν απ' αυτά, όπως προκύπτει από τις από 22.7.1997 ενημερώσεις χρεώσεων της EUROBANK, ο τηρούμενος στην τελευταία λογαριασμός του πολιτικώς ενάγοντος χρεώθηκε με τα ποσά των 169.000 και 80.000 δολλαρίων, προκειμένου αυτά να καταβληθούν στις πωλήτριες. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι με τα παραπάνω μνημόνια συμφωνίας και πωλητήρια έγγραφα οι πωλήτριες εδήλωσαν ρητά ότι τα επίδικα πλοία είναι ελεύθερα από όλες τις επιβαρύνσεις υποθήκες, προνόμια ή οποιαδήποτε άλλα χρέη ή αξιώσεις τρίτων. Σημειώνεται ότι πριν από τη σύναψη των επίμαχων αγοραπωλησιών ο πολιτικώς ενάγων είχε δώσει εντολή σε μηχανικό της επιλογής του (...) να επισκεφθεί τα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας στον ... και να ελέγξει τα τεχνικά χαρακτηριστικά των πλοίων από τα τηρούμενα εκεί αρχεία, όπως και έγινε. Λόγω όμως της φιλικής σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους αλλά και διότι τα πλοία ταξίδευαν προς ... εκτελώντας προγραμματισμένα ταξίδια, ο πολιτικώς ενάγων πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του κατ/νου ότι αυτά βρίσκονταν σε καλή κατάσταση και δεν ζήτησε να γίνει επιτόπια επιθεώρηση αυτών πριν από την πώληση τους. Τονίζεται πάντως ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα των πλοίων και ήταν γνωστό στον πολιτικώς ενάγοντα, τα πλοία δεν ήταν καινούργια, αφού το D... είχε ναυπηγηθεί το 1970 και το M... το 1978. Επίσης προκύπτει ότι μετά τη μεταβίβαση των δύο πλοίων και την εξόφληση του τιμήματος με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, μόλις αυτά προσήγγισαν στο λιμάνι προορισμού τους, οπότε τα παρέλαβαν ουσιαστικά οι αγοράστριες, διάφοροι δανειστές άρχισαν να προβάλλουν σταδιακά απαιτήσεις τους κατά των πλοίων, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβαση τους, και να απειλούν ότι θα επιβάλουν σ' αυτά συντηρητική κατάσχεση. Ειδικότερα, οι οικείοι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί Οργανισμοί προέβαλαν απαιτήσεις για δόσεις ασφαλίστρων που είχαν γίνει ληξιπρόθεσμες και απαιτητές από το 1995 και εφεξής και ανέρχονταν συνολικά σε 439.129,86 δολάρια, ενώ τα πληρώματα προέβαλαν απαιτήσεις για καθυστερούμενους μισθούς ενός έτους περίπου, που ανέρχονταν συνολικά σε 412.366,43 δολάρια, καθώς και για έξοδα επαναπατρισμού, ποσού 57.136,14 δολαρίων. Επίσης διάφοροι προμηθευτές, πράκτορες, δικηγόροι κλπ. προέβαλαν απαιτήσεις συνολικού ποσού 88.001,54 δολαρίων. Τα χρέη αυτά ο κατ/νος Χ1 τα είχε παρασιωπήσει αθέμιτα από τον πολιτικώς ενάγοντα και, έτσι, ενόψει και της διαβεβαιώσεως που περιέχεται στα πωλητήρια έγγραφα περί μη υπάρξεως βαρών, χρεών κλπ., ο τελευταίος παραπλανήθηκε και αγόρασε τα δυο πλοία, στη συνέχεια δε υποχρεώθηκε να εξοφλήσει και τα εν λόγω χρέη. Έτσι, ο κατ/νος πέτυχε, όπως εξαρχής σκόπευε, να προσπορίσει τυπικά στις πωλήτριες εταιρείες αλλά ουσιαστικά στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο προς το σύνολο των παραπάνω χρεών (996.633,97 δολλαρίων ΗΠΑ), από τα οποία απαλλάχθηκε, με αντίστοιχη ζημία του πολιτικώς ενάγοντος, ζημία η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τα 15.000 ευρώ. Από την υποδομή δε που είχε διαμορφώσει ο κατ/νος (σύλληψη και εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου δράσης, οργάνωση που διέθετε ως εφοπλιστής και χρήση της υλικοτεχνικής υποδομής των πωλητριών εταιρειών, συμφερόντων του) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της προπεριγραφόμενης αξιόποινης πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό με την πράξη αυτή εισοδήματος. Σημειώνεται, ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν στράφηκε τότε δικαστικά κατά του κατ/νου, διότι ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε κατ' επανάληψη ενώπιον του δικηγόρου του ..., ότι θα αποκαταστήσει τη ζημία του με τη ρευστοποίηση μέρους της μεγάλης ακίνητης περιουσίας που διέθεταν ο ίδιος και ο πατέρας του. Τελικά όμως, ύστερα από συναντήσεις και συνεχείς αναβολές, δεν ετήρησε τις υποσχέσεις του και γι' αυτό ο πολιτικώς ενάγων αναγκάστηκε να υποβάλει την έγκληση, βάσει της οποίας κινήθηκε η προκείμενη ποινική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής ο κατ/νος υπέβαλε πολυσέλιδα υπομνήματα, με τα οποία, ενώ δεν αμφισβήτησε την γνησιότητα των προαναφερόμενων μνημονίων και πωλητηρίων εγγράφων ή το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε, υποστήριξε μεταξύ των άλλων ότι κύριος όρος της πωλήσεως των δυο πλοίων ήταν ο συμψηφισμός του τιμήματος με όλα τα χρέη που βάρυναν τα πλοία, ότι τα χρέη αυτά, τα οποία ο ίδιος δεν τα έχει προσδιορίσει μέχρι σήμερα, ήταν γνωστά στον πολιτικώς ενάγοντα, και ότι αυτός (κατ/νος) δεν έλαβε ατομικά ούτε ένα δολάριο από το τίμημα. Επίσης ο κατ/νος υποστήριξε ότι ουδέποτε υποσχέθηκε και δεν μπορούσε άλλωστε να υποσχεθεί στον πολιτικώς ενάγοντα ότι θα λάβει τους ναύλους των 983.000 δολαρίων, διότι ήταν γνωστό ότι αυτοί είχαν εκχωρηθεί στη δανείστρια Τράπεζα BANK OF SCOTLAND, και τόνισε περαιτέρω ότι, αν είχε δώσει τέτοια υπόσχεση για τόσο μεγάλο ποσό, θα είχε τηρηθεί ο έγγραφος τύπος. Τέλος, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου ο κατ/νος σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι η συμφωνία για ανάληψη από τον πολιτικώς ενάγοντα όλων των χρεών των πλοίων έγινε προφορικά " για να μην εκτεθεί στην αγορά " (βλ. τα οικεία πρακτικά). Οι ισχυρισμοί ωστόσο αυτοί (εκτός από τον αναφερόμενο στους ναύλους, για τον οποίο θα γίνει ειδικότερα λόγος πιο κάτω) είναι εντελώς αβάσιμοι, αφού αναιρούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και ιδίως από τα πιο πάνω σύμφωνα και πωλητήρια έγγραφα, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι οι πωλήτριες εταιρείες εδήλωσαν κατά τη σύναψη των συμβάσεων ότι τα δυο πλοία μεταβιβάζονται ελεύθερα οποιουδήποτε βάρους, χρέους κλπ. Σε κάθε δε περίπτωση, αντίκειται στην κοινή λογική ο ισχυρισμός ότι, ενώ το τίμημα των δυο πλοίων ορίστηκε στα 2.500.000 δολάρια και υπερκαλύφθηκε με τον τρόπο που εκτέθηκε πιο πάνω (500.000 δολ. με συμψηφισμό χρεών των πωλητριών, 2.075.000 δολ. με αναχρηματοδότηση του δανείου και 249.000 δολ. με εμβάσματα της EUROBANK), συμφωνήθηκε προφορικά και ανέλαβε ο πολιτικώς ενάγων την υποχρέωση να πληρώσει επιπλέον απροσδιόριστου ύψους χρέη των πλοίων. Άλλωστε, μια τέτοια συμφωνία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής θα είχε καταρτιστεί εγγράφως (όπως εγγράφως, κατά τη σχετική επισήμανση του κατ/νου, θα έπρεπε να καταρτιστεί τυχόν ιδιαίτερη συμφωνία για την τύχη των ναύλων) δεδομένου μάλιστα ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε δεν ήταν χαμηλό (όπως άφησε να εννοηθεί ο κατ/νος και κατέθεσαν ορισμένοι μάρτυρες υπεράσπισης), αν ληφθεί ιδίως υπόψη το γεγονός ότι, καθώς δεν αμφισβητείται, τα δυο πλοία εκποιήθηκαν το επόμενο έτος σε δημόσιο πλειστηριασμό αντί του συνολικού ποσού των 450.000 δολαρίων. Όσον αφορά εξάλλου τον επαναλαμβανόμενο στα υπομνήματα του κατ/νου αμφίσημο ισχυρισμό, ότι δεν εισέπραξε ο ίδιος ατομικά ούτε ένα δολάριο από το τίμημα, όπως γίνεται φανερό είναι νομικά αδιάφορος, αφού τυπικά πωλήτριες των δυο πλοίων και συνεπώς δικαιούχοι του τιμήματος ήταν οι προαναφερόμενες εταιρείες, συμφερόντων του. Αντίθετα, όσον αφορά την κατάσταση των δυο πλοίων κατά το χρόνο της μεταβίβασης τους στον πολιτικώς ενάγοντα, προέκυψε ότι ο κατ/νος, προκειμένου να απαλλαγεί απ' αυτά, όπως συνηθίζεται σε ανάλογες συναλλαγές, υπερτόνισε ενδεχομένως τα θετικά χαρακτηριστικά τους. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι παρέστησε ψευδώς στον πολιτικώς ενάγοντα ότι αυτά βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση, αφού άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συμβιβαζόταν με τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και ιδιαίτερα με την παλαιότητα τους, στοιχεία των οποίων ο πολιτικώς ενάγων είχε σε γενικές γραμμές λάβε γνώση μέσω του μηχανικού ... σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω. Όσον αφορά δε ειδικά την μηχανική βλάβη του πλοίου " M...", η οποία εμφανίστηκε μετά τη σύναψη της μεταβιβαστικής σύμβασης και για την οποία ο πολιτικώς ενάγων αναγκάστηκε να πληρώσει το ποσό των 208.407,39 μάρκων, δεν προέκυψε ότι την εγνώριζε ο κατ/νος και την απέκρυψε ή την παρασιώπησε αθέμιτα. Επίσης αποδείχθηκε και δεν αμφισβητείται ήδη από τον πολτικώς ενάγοντα ότι τα δυο πλοία μπορούσαν να αποφέρουν ναύλους 900.000 δολαρίων ανά δίμηνο. Δεν υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατ/νος διαβεβαίωσε τον πολιτικώς ενάγοντα ότι θα εισπράξει τους ναύλους, ποσού 983.000 δολαρίων, του τελευταίου ταξιδιού των πλοίων, αφού ήταν γνωστό στον πολιτικώς ενάγοντα ότι, όπως συνηθίζεται άλλωστε στις συναφείς συναλλαγές, τη διαχείριση των ναύλων είχε αναλάβει η δανείστρια BANK OF SCOTLAND, στα πλαίσια δε της σχετικής διαχειριστικής της εξουσίας είχε εξοφλήσει - μεταξύ των άλλων - και χρέος των πωλητριών προς την εταιρεία του πολιτικώς ενάγοντος TOPMAR OIL (βλ. ιδίως το από 15-7-1997 FAX της εν λόγω Τράπεζας προς τη διαχειρίστρια των πλοίων εταιρεία FORTUNA Over Seas). Με βάση τις παραδοχές που προηγήθηκαν, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ1, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για τη διωκόμενη κακουργηματική απάτη, όπως διευκρινίστηκε πιο πάνω (δηλαδή μόνο σε σχέση με την παρασιώπηση των χρεών των επίδικων πλοίων) και περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 481 παρ. 2, 111 παρ. 1, 122 παρ. 1, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 στοιχ. ε', 316 παρ. 2, 318 ΚΠΔ, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να εξαφανιστεί το εκκαλούμενο βούλευμα, κατά το μέρος μόνο που αφορά στον κατηγορούμενο Χ1. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί κατά το μέρος αυτό η υπόθεση από το Συμβούλιο τούτο και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Χ1 να δικαστεί για την εν λόγω πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ. στ', 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 27, 51, 52 και 386 παρ. 1 και 3 εδάφιο πρώτο ΠΚ, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, το οποίο είναι το αρμόδιο προς τούτο καθ' ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Η παραδοχή δε στο προσβαλλόμενο βούλευμα των περισσοτέρων εν προκειμένω τρόπων πραγματώσεως της απάτης για την οποία παραπέμπεται να δικασθεί ο αναιρεσείων και δη αυτών της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών και της παρασιώπησης των αληθινών γεγονότων, δεν αποτελεί αντίφαση, αφού οι στους λόγους αυτούς αναφορές δεν αλληλοαναιρούνται, επαρκώς δε αναφέρεται στο βούλευμα η προηγούμενη ενέργεια του κατηγορουμένου από την οποία προέκυψε η υποχρέωσή του ανακοινώσεως των αληθινών, αναφέρεται δε η ενέργειά του αυτή στις διαβεβαιώσεις που περιέχονται στα πωλητήρια έγγραφα περί μη υπάρξεως βαρών χρεών κ.λ.π. (δείτε και ΑΠ 1551/2006 Π.Χρ. ΝΖ/719 και ΑΠ 575/2009). Επαρκώς δε ακόμη αιτιολογείται περαιτέρω στο προσβαλλόμενο βούλευμα η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα με την αναφορά σ' αυτό της φράσης: "Από την υποδομή δε που είχε
διαμορφώσει ο κατ/νος (σύλληψη και εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου δράσης, οργάνωση που διέθετε ως εφοπλιστής και χρήση υλικοτεχνικής υποδομής των πωλητριών εταιρειών, συμφερόντων του) με πρόθεση επανειλλημένης τέλεσης της προπεριγραφόμενης αξιόποινης πράξης..." Δεν υπεχρεούτο δε το Συμβούλιο να προβεί στην αξιολόγηση επί μέρους των όσων προέκυψαν και στην επ' αυτών έκφραση ιδιαίτερης κρίσης αφού ελευθέρως το δικαστήριο εκτιμά τις αποδείξεις, της περί τούτου κρίσεώς του εκφευγούσης του αναιρετικού ελέγχου.
Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω αβάσιμη ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω : Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθ. 1/2010 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθ. 373/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 22-4-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 386 §1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης απαιτείται η προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία), στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου. Πρέπει όμως ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα από την οποία προκύπτει εμφανώς ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης ως εγκλήματος περιουσιακής μετατοπίσεως. Η απάτη μπορεί να τελεσθεί με τρεις υπαλλακτικούς τρόπους, δηλαδή, είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών, είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Όμως, διαφέρουν μεταξύ τους οι τρόποι αυτοί ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους και οι δύο πρώτοι, ήτοι η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών, συνιστούν καθένας τους θετική ενέργεια απατηλής συμπεριφοράς. Ο δεύτερος τρόπος, σε αντίθεση με τον προηγούμενο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλον τον οποίον στη συνέχεια τον παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψή της. Ο τρίτος τρόπος, η παρασιώπηση των αληθινών, προϋποθέτει ότι ο δράστης είχε υποχρέωση, είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργειά του, για ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά απατηλή συμπεριφορά του, πραγματώνεται δε με παράλειψη. Η παραδοχή περισσοτέρων από ένα τρόπων τελέσεως, εφόσον αλληλοαναιρούνται, δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως και καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο, ο έλεγχος για το πώς συντελέστηκε η απάτη, η δε απόφαση στερείται νομίμου βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 386 §1 ΠΚ. Δεν δημιουργείται όμως τέτοια ασάφεια και αντίφαση όταν αναφέρονται οι δύο από τους άνω υπαλλακτικούς τρόπους τελέσεως, εφόσον στο σκεπτικό ή στο διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της πράξεως ή απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει) τον δόλο του δράστη. Ως γεγονότα, από την εν γνώσει παράσταση των ως αληθινών (ενώ είναι ψευδή) ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπησή των, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός αν οι τελευταίες συνδέονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, οπότε θεμελιούται και στην περίπτωση αυτή το αδίκημα της απάτης.
Κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 §ii του Ν.2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρ. 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά δε τη νέα αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999 απαιτείται επί πλέον για τον υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή, διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη ως προς αυτή τη ρύθμιση για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδάφ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε σ' αυτό το άρθρο με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη, τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 §1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι από αυτό συνήγαγε το Συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Αρκεί μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικαστικής πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο ως δράστη της αξιοποίνου πράξεως του άρθρου 386 ΠΚ, δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνο ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πώς επήλθε. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος απαιτείται και ως προς την κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως από το δράστη του εγκλήματος, η οποία θεμελιώνει το βαρύτερο χαρακτήρα του διωκόμενου εγκλήματος της απάτης ως κακουργήματος και επιτείνει την τιμώρηση αυτού. Τέλος, κατά το άρθρο 484 §1 στοιχ. β' του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που υπάρχει όσον αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία όταν το συμβούλιο αποδίδει στην εφαρμοσθείσα διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα 373/2009. το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτό αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε για την υπόθεση (κατάθεση χωρίς όρκο του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων, έγγραφα που προσκομίσθηκαν σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου Χ1 σε συνδυασμό με τα υπομνήματα που υπέβαλαν αυτός και ο πολιτικώς ενάγων σε διάφορα στάδια της προδικασίας καθώς και όσα οι διάδικοι αυτοί εξέθεσαν προφορικά, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του άνω Συμβουλίου σε εκτέλεση του 327/2009 παρεμπίπτοντος βουλεύματος του άνω Συμβουλίου, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων Ψ είναι επιχειρηματίας στον ..., έχοντας αντικείμενο δραστηριοτήτων διάφορες ναυτιλιακές εργασίες και κυρίως την πώληση καυσίμων και λιπαντικών πλοίων. Ο κατηγορούμενος Χ1 τυγχάνει νομικός αλλά κατά τον κρίσιμο χρόνο που αναφέρεται παρακάτω ασχολούνταν επαγγελματικά με την εκμετάλλευση δύο πλοίων του "D... σημαίας Μάλτας και του "M... σημαίας Κύπρου, πλοιοκτησίας των εταιριών "GIGAN SHIPPING Co LIMITED και DAIANA NAVIGATION LIMITED αντίστοιχα, των οποίων αυτός είχε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών και τις οποίες διαχειριζόταν μέσω της διοικούμενης από αυτόν διαχειρίστριας εταιρείας "FORTUNA OVERSEAS SHIPPING S.A.". Οι διάδικοι συνδέονταν από το έτος 1992 με στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, ενώ από το 1996 συνεργάστηκαν και επαγγελματικά. Στα πλαίσια αυτής της επαγγελματικής των συνεργασίας, κατά το 1997 είχε δημιουργηθεί χρέος 320.000 δολαρίων ΗΠΑ των ως άνω εταιριών προς την εταιρεία "TORMAR OIL CORPORATION S.A.", συμφερόντων του εγκαλούντος από την πώληση καυσίμων και λιπαντικών. Κατά την περίοδο εκείνη ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να αποπληρώσει το παραπάνω χρέος καθώς και τις ληξιπρόθεσμες δόσεις δανείου 2.300.000 δολαρίων, το οποίο είχαν λάβει οι δύο πλοιοκτήτριες εταιρείες του στις 29-11-1996 από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" και το οφειλόμενο υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν τότε σε 2.075.000 δολάρια, υπήρχε δε κίνδυνος να χωρήσει αναγκαστική κατάσχεση και εκποίηση των δύο πλοίων στα οποία η παραπάνω Τράπεζα είχε εγγράψει προτιμώμενες υποθήκες προς εξασφάλιση του δανείου.
Για τους λόγους αυτούς, ύστερα από πρόταση του κατηγορουμένου, συμφωνήθηκε να μεταβιβαστούν τα δύο πλοία σε εταιρείες ελεγχόμενες από τον πολιτικώς ενάγοντα, να συμψηφιστεί το παραπάνω χρέος με μέρος του τιμήματος και να αναλάβουν οι αγοράστριες εταιρείες την αποπληρωμή του προαναφερόμενου δανείου καθώς και ορισμένων άλλων οφειλών. Πράγματι, σε εκτέλεση όσων προφορικά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους, στις 9-6-1997 υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των πωλητριών και τον πολιτικώς ενάγοντα μνημόνιο συμφωνίας (MEMORANDUM OF AGREEMENT) για κάθε ένα από τα δύο πλοία και στις 23-7-1997 από τους εκπροσώπους των πωλητριών και των αγοραστριών εταιρειών ARTIBELL SHIPPING Co LIMITED και ... NAVIGATION LIMITED αντίστοιχα (τις οποίες συνέστησε στο μεταξύ ο πολιτικώς ενάγων) το αντίστοιχο πωλητήριο έγγραφο (BILL OF SALE). Το τίμημα ορίστηκε σε 700.000 δολάρια για το πλοίο "D..." και 1.800.000 για το "M...". Η προκαταβολή αυτή, όπως προκύπτει από τα μνημόνια συμφωνίας, δεν έγινε με καταβολή δολαρίων σε μετρητά αλλά με τον συμψηφισμό του προαναφερόμενου χρέους των 320.000 δολαρίων και άλλων μικρότερων χρεών των πωλητριών προς την εταιρεία του πολιτικώς ενάγοντος από την πώληση σ' αυτές καυσίμων και από την κάλυψη λειτουργικών τους εξόδων. Εξ άλλου, το υπόλοιπο του τιμήματος εξοφλήθηκε πλήρως με την χορήγηση από την προαναφερόμενη Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" στις αγοράστριες των πλοίων εταιρείες δανείου 2.075.000 δολαρίων ΗΠΑ (όσο δηλαδή ήταν το οφειλόμενο από τις πωλήτριες στην Τράπεζα αυτή ποσό) το οποίο ο πολιτικώς ενάγων ανέλαβε να εξοφλήσει, και με την πίστωση με το ποσό αυτό των λογαριασμών που τηρούσαν οι πωλήτριες των πλοίων εταιρείες στην εν λόγω Τράπεζα. Έγινε δηλαδή ουσιαστικά αναχρηματοδότηση του δανείου των πωλητριών εταιρειών με την υπεισέλευση στη θέση τους των αγοραστριών των πλοίων εταιρειών. Τούτο συνομολογήθηκε ρητά από τον κατηγορούμενο κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστικό Συμβούλιο με τη δήλωσή του ότι "ο κ. Ψυποκαταστάθηκε στο δάνειό μας. Ανέλαβε το προαναφερόμενο χρέος μας (2.075.000 δολάρια)". (βλ. τα οικεία πρακτικά). Πέραν αυτών, όπως προκύπτει από τις από 22-7-1997 ενημερώσεις χρεώσεων της EUROBANK, ο τηρούμενος στην τελευταία λογαριασμός του πολιτικώς ενάγοντος χρεώθηκε με τα ποσά των 169.000 και 80.000 δολαρίων, προκειμένου αυτά να καταβληθούν στις πωλήτριες των πλοίων εταιρείες. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι με τα παραπάνω μνημόνια συμφωνίας και πωλητήρια έγγραφα οι πωλήτριες εδήλωσαν ρητά ότι τα επίδικα πλοία είναι ελεύθερα από όλες τις επιβαρύνσεις, υποθήκες, προνόμια ή οποιαδήποτε άλλα χρέη ή αξιώσεις τρίτων. Σημειώνεται ότι πριν από τη σύναψη των επίμαχων αγοραπωλησιών ο πολιτικώς ενάγων είχε δώσει εντολή σε μηχανικό της επιλογής του (...) να επισκεφθεί τα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας στον ... και να ελέγξει τα τεχνικά χαρακτηριστικά των πλοίων από τα τηρούμενα εκεί αρχεία, όπως και έγινε. Λόγω όμως της φιλικής σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους αλλά και διότι τα πλοία ταξίδευαν προς ..., εκτελώντας προγραμματισμένα ταξίδια, ο πολιτικώς ενάγων πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι αυτά βρίσκονταν σε καλή κατάσταση και δεν ζήτησε να γίνει επιτόπια επιθεώρηση αυτών πριν από την πώλησή τους. Τονίζεται πάντως ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα των πλοίων και ήταν γνωστό στον πολιτικώς ενάγοντα, τα πλοία δεν ήταν καινούργια, αφού το D... είχε ναυπηγηθεί το 1970 και το M... το έτος 1978. Επίσης προκύπτει ότι μετά τη μεταβίβαση των δύο πλοίων και την εξόφληση του τιμήματος με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, μόλις αυτά προσήγγισαν στο λιμάνι προορισμού τους, οπότε τα παρέλαβαν ουσιαστικά οι αγοράστριες διάφοροι δανειστές άρχισαν να προβάλλουν σταδιακά απαιτήσεις τους κατά των πλοίων, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβασή τους και να απειλούν ότι θα επιβάλλουν σ' αυτά συντηρητική κατάσχεση. Ειδικότερα οι οικείοι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί οργανισμοί προέβαλαν απαιτήσεις για δόσεις ασφαλίστρων που είχαν γίνει ληξιπρόθεσμες και απαιτητές από το 1995 και εφεξής και ανέρχονταν συνολικά σε 439.129,86 δολάρια ενώ τα πληρώματα προέβαλαν απαιτήσεις για καθυστερούμενους μισθούς ενός έτους περίπου που ανέρχονταν συνολικά σε 412.366,43 δολάρια καθώς και για έξοδα επαναπατρισμού ποσού 57.136,14 δολαρίων. Επίσης, διάφοροι προμηθευτές, πράκτορες, δικηγόροι κλπ, προέβαλαν απαιτήσεις συνολικού ποσού 88.001,54 δολαρίων. Τα χρέη αυτά ο κατηγορούμενος Χ1 τα είχε παρασιωπήσει αθέμιτα από τον πολιτικώς ενάγοντα και, έτσι, εν όψει και της διαβεβαιώσεως που περιέχεται στα πωλητήρια έγγραφα περί μη υπάρξεως βαρών, χρεών κλπ., ο τελευταίος παραπλανήθηκε και αγόρασε τα δύο πλοία, στη συνέχεια δε υποχρεώθηκε να εξοφλήσει και τα εν λόγω χρέη. Έτσι, ο κατηγορούμενος πέτυχε, όπως εξ αρχής σκόπευε να προσπορίσει τυπικά στις πωλήτριες εταιρείες αλλά ουσιαστικά στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο προς το σύνολο των παραπάνω χρεών (996.633,97 δολαρίων ΗΠΑ), από τα οποία απαλλάχθηκε, με αντίστοιχη ζημία του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία ζημία υπερβαίνει κατά πολύ τα 15.000 ευρώ. Από την υποδομή δε που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος (σύλληψη και εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου δράσης, οργάνωση που διέθετε ως εφοπλιστής και χρήση της υλικοτεχνικής υποδομής των πωλητριών εταιρειών, συμφερόντων του), με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της προπεριγραφόμενης αξιοποίνου πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό με την πράξη αυτή εισοδήματος. Σημειώνεται, ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν στράφηκε τότε δικαστικά κατά του κατηγορουμένου, διότι ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε κατ' επανάληψη ενώπιον του δικηγόρου του Κων/νου Μακρή, ότι θα αποκαταστήσει τη ζημία του με τη ρευστοποίηση μέρους της μεγάλης ακίνητης περιουσίας που διέθεταν ο ίδιος και ο πατέρας του. Τελικά όμως, ύστερα από συναντήσεις και συνεχείς αναβολές, δεν ετήρησε τις υποσχέσεις του και γι' αυτό ο πολιτικώς ενάγων αναγκάστηκε να υποβάλει την έγκληση βάσει της οποίας κινήθηκε η προκείμενη ποινική διαδικασία. Ο κατηγορούμενος με τα πολυσέλιδα υπομνήματα που υπέβαλε κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ενώ δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα των προαναφερομένων μνημονίων και πωλητηρίων εγγράφων ή το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε, υποστήριξε μεταξύ των άλλων ότι ο κύριος όρος της πωλήσεως των δύο πλοίων ήταν ο συμψηφισμός του τιμήματος με όλα τα χρέη που βάρυναν τα πλοία, ότι τα χρέη αυτά, τα οποία ο ίδιος δεν τα έχει προσδιορίσει μέχρι σήμερα, ήταν γνωστά στον πολιτικώς ενάγοντα και ότι αυτός (κατηγορούμενος) δεν έλαβε ούτε ένα δολλάριο από το τίμημα. Επίσης ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ουδέποτε υποσχέθηκε και δεν μπορούσε άλλωστε να υποσχεθεί στον πολιτικώς ενάγοντα ότι θα λάβει τους ναύλους των 983.000 δολαρίων, διότι ήταν γνωστό ότι αυτοί είχαν εκχωρηθεί στη δανείστρια Τράπεζα BANK OF SCOTLAND, και τόνισε περαιτέρω, ότι αν είχε δώσει τέτοια υπόσχεση για τόσο μεγάλο ποσό, θα είχε τηρηθεί ο έγγραφος τύπος. Ο κατηγορούμενος κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι η συμφωνία για ανάληψη από τον πολιτικώς ενάγοντα όλων των χρεών των πλοίων έγινε προφορικά "για να μην εκτεθεί στην αγορά" (βλ. τα οικεία πρακτικά). Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου (εκτός από τον αναφερόμενο στους ναύλους για τον οποίο γίνεται κατωτέρω λόγος) είναι εντελώς αβάσιμοι, αφού αναιρούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και ιδίως από τα μνημονευόμενα πιο πάνω σύμφωνα και πωλητήρια έγγραφα, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι οι πωλήτριες εταιρείες εδήλωσαν κατά σύναψη των συμβάσεων ότι τα δύο πλοία μεταβιβάζονται ελεύθερα οποιουδήποτε βάρους, χρέους κλπ. Σε κάθε δε περίπτωση, αντίκειται στην κοινή λογική ο ισχυρισμός ότι, ενώ το τίμημα των δύο πλοίων ορίστηκε στα 2.500.000 δολάρια και υπερκαλύφθηκε με τον τρόπο που εκτέθηκε πιο πάνω (500.000 δολάρια με συμψηφισμό χρεών των πωλητριών, 2.075.000 δολάρια με αναχρηματοδότηση του δανείου και 249.000 δολάρια με έμβασμα της EUROBANK), συμφωνήθηκε προφορικά και ανέλαβε ο πολιτικώς ενάγων την υποχρέωση να πληρώσει επί πλέον απροσδιορίστου ύψους χρέη των πλοίων. Άλλωστε, μια τέτοια συμφωνία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, θα είχε καταρτισθεί εγγράφως (όπως εγγράφως, κατά τη σχετική επισήμανση του κατηγορουμένου, θα έπρεπε να καταρτιστεί τυχόν ιδιαίτερη συμφωνία για την τύχη των ναύλων) δεδομένου μάλιστα ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε δεν ήταν χαμηλό (όπως άφησε να εννοηθεί ο κατηγορούμενος και κατέθεσαν ορισμένοι μάρτυρες υπεράσπισης), αν ληφθεί ιδίως υπόψη το γεγονός ότι, καθώς δεν αμφισβητείται, τα δύο πλοία εκποιήθηκαν το επόμενο έτος σε δημόσιο πλειστηριασμό αυτή του συνολικού ποσού των 450.000 δολαρίων. Όσον αφορά εξ άλλου τον επαναλαμβανόμενο στα υπομνήματα του κατηγορουμένου αμφίσημο ισχυρισμό, ότι δεν εισέπραξε ο ίδιος ατομικά ούτε ένα δολάριο από το τίμημα, όπως γίνεται φανερό είναι νομικά αδιάφορος, αφού τυπικά πωλήτριες των δύο πλοίων και συνεπώς δικαιούχοι του τιμήματος ήταν οι προαναφερόμενες εταιρείες συμφερόντων του. Όσον αφορά την κατάσταση των δύο πλοίων κατά το χρόνο της μεταβίβασής τους στον πολιτικώς ενάγοντα, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προκειμένου να απαλλαγεί από αυτά, όπως συνηθίζεται σε ανάλογες συναλλαγές, υπερτόνισε ενδεχομένως τα θετικά χαρακτηριστικά τους. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι παρέστησε ψευδώς στον πολιτικώς ενάγοντα ότι αυτά βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση, αφού άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συμβιβαζόταν με τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και ιδιαίτερα με την παλαιότητά τους, στοιχεία των οποίων ο πολιτικώς ενάγων είχε σε γενικές γραμμές λάβει γνώση μέσω του μηχανικού ..., σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω. Όσον αφορά δε ειδικά τη μηχανική βλάβη του πλοίου"M..." η οποία εμφανίστηκε μετά τη σύναψη της μεταβιβαστικής σύμβασης και για την οποία ο πολιτικώς ενάγων αναγκάστηκε να πληρώσει το ποσό των 208.407,39 μάρκων, δεν προέκυψε ότι την εγνώριζε ο κατηγορούμενος και την απέκρυψε ή την παρασιώπησε αθέμιτα. Επίσης αποδείχθηκε και δεν αμφισβητείται ήδη από τον πολιτικώς ενάγοντα ότι τα δύο πλοία μπορούσαν να αποφέρουν ναύλους 900.000 δολαρίων ανά δίμηνο. Δεν υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον πολιτικώς ενάγοντα ότι θα εισπράξει τους ναύλους, ποσού 983.000 δολαρίων του τελευταίου ταξιδίου των πλοίων, αφού ήταν γνωστό στον πολιτικώς ενάγοντα ότι, όπως συνηθίζεται άλλωστε στις συναφείς συναλλαγές, τη διαχείριση των ναύλων είχε αναλάβει η δανείστρια BANK OF SCOTLAND, στα πλαίσια δε της σχετικής διαχειριστικής της εξουσίας είχε εξοφλήσει - μεταξύ των άλλων - και χρέος των πωλητριών προς την εταιρεία του πολιτικώς ενάγοντος TORMAR OIL (βλ. ιδίως το από 15-7-1997 FAX της εν λόγω Τράπεζας προς την διαχειρίστρια των πλοίων εταιρεία FORTUNA OVERSEAS). Με βάση τις παραδοχές που προηγήθηκαν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ1, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για τη διωκόμενη κακουργηματική απάτη, όπως διευκρινίστηκε πιο πάνω (δηλαδή μόνο σε σχέση με την παρασιώπηση των χρεών των επιδίκων πλοίων) και περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό". Κατ' ακολουθία αυτών, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, στο οποίο είχε επανεισαχθεί η υπόθεση μόνο για τον κατηγορούμενο Χ1ύστερα από την έκδοση του 265/2008 απορριπτικού βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου και την επί ασκηθείσης κατά του εν λόγω βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναιρέσεως κατά το μέρος που αφορούσε τον πρώτο άνω κατηγορούμενο έκδοση από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο της 750/2009 αποφάσεως με την οποία αναίρεσε το προηγούμενο άνω βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου Εφετών και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση σ' αυτό το Συμβούλιο, έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η από 27-12-2007 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 73/2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του 1209/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς που είχε αποφανθεί να μην γίνει κατηγορία κατά του ήδη αναιρεσείοντος και κατά του συγκατηγορουμένου του Χ2. Έτσι το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στον ... κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 έως 23-7-1997 έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων το όφελος δε που επιδίωξε και η ζημία που προκάλεσε με την πράξη του, την οποία τελεί κατ' επάγγελμα, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Πλέον συγκεκριμένα δε σε ημερομηνίες που δεν εξακριβώθηκαν αλλά εντός του άνω χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο είχε την ιδιότητα του εφοπλιστή και εκμεταλλευόταν μέσω της διαχειρίστριας εταιρείας "FORTUNA OVERSEAS SHIPPING S.A." τα φορτηγά πλοία D... με σημαία Μάλτας και αριθμό νηολογίου Β... και M...., με σημαία Κύπρου και αριθμό νηολογίου ... ..., τα οποία ανήκαν αντίστοιχα στις εταιρείες "D..." και "GIGAN SHIPPING LTD", παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ ότι τα επίδικα πλοία είναι ελεύθερα από επιβαρύνσεις, προνόμια ή οποιαδήποτε χρέη τρίτων, ότι οι δόσεις των απαιτητών ασφαλίστρων που βάρυναν τα προαναφερόμενα πλοία είχαν εξοφληθεί και ότι τα υπόλοιπα χρέη των πλοίων σε τρίτους ήταν μικρά, ανάγονταν σε διάστημα μικρότερα των δύο μηνών και θα τα εξοφλούσε σύντομα, αποσιωπώντας αθέμιτα το γεγονός, ότι υπήρχαν μεγάλα χρέη των πλοίων, που είχαν δημιουργηθεί από το έτος 1995 και εφεξής και ανέρχονταν συνολικά στα 996.633,97 δολάρια ΗΠΑ ή 685.395,51 ευρώ (412.366,43 οι δεδουλευμένοι μισθοί των πληρωμάτων, 57.136,14 τα έξοδα επαναπατρισμού τους, 436.126,86 οι ληξιπρόθεσμες δόσεις των ασφαλίστρων και 88.001,54 δολάρια χρέη σε προμηθευτές, μηχανουργεία, πράκτορες, δικηγόρους κλπ). Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις και την αθέμιτη παρασιώπηση των υπαρχόντων πολύ μεγάλων σε σχέση με την αξία των πλοίων χρεών έπεισε τον εγκαλούντα να αγοράσει τα δύο πλοία στις 23-7-1997 μέσω των εταιρειών "MARIANA NAVIGATION LTD" και "ARTIBEL SHIPPING CO LTD", αντίστοιχα, τις οποίες συνέστησε για το σκοπό αυτόν αντί τιμήματος 700.000 και 1.800.000 δολαρίων αντίστοιχα, το οποίο ο εγκαλών εξόφλησε ολοσχερώς με εμβάσματα, με συμψηφισμό με απαιτήσεις που είχε κατά των πωλητριών και με την ανάληψη της υποχρεώσεως από τις αγοράστριες της εξοφλήσεως δανείου 2.075.000 δολαρίων το οποίο είχαν συνάψει οι πωλήτριες με την Τράπεζα BANK OF SCOTLAND. Έτσι προκάλεσε στον εγκαλούντα, ο οποίος αναγκάστηκε να εξοφλήσει και τα παραπάνω χρέη, ισόποση ζημία και αποκόμισαν οι πωλήτριες εταιρείες, όπως εξ αρχής σκόπευε, αντιστοίχου ύψους παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ. Από την υποδομή δε που είχε διαμορφώσει (σύλληψη και εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου δράσεως, οργάνωση που διέθετε ως εφοπλιστής και χρήση της υλικοτεχνικής υποδομής των πωλητριών εταιρειών) με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της παραπάνω αξιοποίνου πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό με αυτήν εισοδήματος.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες τα συνήγαγε καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 386 §§1 ,3 και 13 εδ. στ' ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ως προς τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατά των παραδοχών του προσβαλλομένου βουλεύματος, παρατηρούνται τα εξής:
Με όσα δέχεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό για το ότι επέτυχε ο ήδη αναιρεσείων να παραπλανήσει τον πολιτικώς ενάγοντα με την παρασιώπηση αθεμιτως από αυτών των αναφερομένων άνω χρεών ύψους 996633,97 δολλαρίων ΗΠΑ που υπερέβαινε τα 15.000 ευρώ και τον έπεισε να προχωρήσει στην αγορά των αναφερομένων πλοίων μέσω των εταιρειών που συνέστησε ο τελευταίος και να υποχρεωθεί έτσι να εξοφλήσει στη συνέχεια τα εν λόγω χρέη με συνέπεια να προσπορισθεί στις πωλήτριες πλοιοκτήτριες εταιρείες, (την πλειοψηφία των μετοχών των οποίων κατείχε ο ίδιος ο αναιρεσείων, που διοικούσε και από τον ... στην εταιρεία FORTUNA OVERSEAS SHIPPINGS.A, μέσω της οποίας γινόταν η διαχείρισή των), παράνομο όφελος επαρκώς προσδιορίζονται τα στοιχεία της αποδιδόμενης αξιοποίνου πράξεως ως προς το πρόσωπο των ωφεληθέντων από την τέλεση αυτής. Στο έγκλημα της απάτης προϋποτίθεται η πρόκληση ή επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου με σκοπό την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους του υπαιτίου ή τρίτου που επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση άλλου χωρίς να είναι αναγκαίο να ταυτίζεται το πρόσωπο του παραπλανήσαντος με εκείνο του ωφεληθέντος ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Για να τονισθεί η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου ως προς την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού ήτοι την αποκομιδή περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου και των επωφελών και για τον ίδιο συνεπειών γίνεται μνεία στο σκεπτικό του βουλεύματος ότι ο αναιρεσείων σκόπευε να προσπορίσει τυπικά στις πωλήτριες εταιρείες αλλά ουσιαστικά στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο προς το από 996633,97 δολλάρια ΗΠΑ σύνολο των άνω χρεών εν όψει του ότι έλεγχε ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας και διοικούσε ο ίδιος την εταιρεία FORTUNA OVERSEAS μέσω της οποίας γινόταν η τεχνική και εμπορική διαχείριση των πλοίων αυτών στα πλαίσια της εκμεταλλεύσεως των.
Έτσι παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, δεν δημιουργείται ασάφεια η αντίφαση από όσα επι πλέον των όσων αναφέρονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος για το ότι οι πλοιοκτήτριες εταιρείες των πωληθέντων δύο άνω πλοίων ήταν οι ωφελούμενες, γίνονται δεκτά στο ίδιο βούλευμα ότι ουσιαστικά στον αναιρεσείοντα προσπορίστηκε το παράνομο περιουσιακό όφελος κατά αντίστοιχο ποσό προς το οποίο ζημιώθηκε ο παραπλανηθείς πολιτικώς ενάγων.
Περαιτέρω, κατά τις πιο πάνω παραδοχές του βουλεύματος αυτού, προσδιορίζεται επακριβώς το ύψος της ζημίας του πολιτικώς ενάγοντος και τα μερικότερα ποσά της, από την πράξη της κακουργηματικής απάτης για την οποία δέχθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελέσθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα. Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι σε 996633,97 δολλάρια ανερχόταν η συνολική ζημία που προκλήθηκε στον εγκαλούντα-πολιτικώς ενάγοντα και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε από τον υπαίτιο και αποκόμισαν οι πωλήτριες εταιρείες. Δεν αποτελεί παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι η ζημία που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στον εγκαλούντα ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 1.719.090 ευρώ, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει στην ένδικη αίτηση ο αναιρεσείων. Απλώς κατά την εξιστόρηση στο προσβαλλόμενο βούλευμα των περιστατικών όπως περιλαμβάνονταν στην κατηγορία που είχε απαγγελθεί κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου μετά την άσκηση εναντίον του ποινικής διώξεως, παρατίθεται μεταξύ άλλων και ότι η προκληθείσα στον εγκαλούντα ζημία από την πράξη της απάτης και το συνολικό όφελος που επιδίωξε ο κατηγορούμενος ανερχόταν (κατά την κατηγορία) σε 1.719.090 ευρώ.
Στα περιστατικά που προέκυπταν από τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών στηρίζονται οι παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι οι απαιτήσεις που άρχισαν να προβάλλονται σταδιακώς από διάφορους δανειστές μετά τη μεταβίβαση των πλοίων και μόλις αυτά προσήγγισαν στους λιμένες προορισμού των και παρελήφθησαν από τις αγοράστριες εταιρείες και αφορούσαν σε δόσεις ασφαλίστρων ληξιπρόθεσμες από του έτους 1995 και εφεξής σε καθυστερούμενους μισθούς των πληρωμάτων των πλοίων ενός έτους καθώς και σε έξοδα επαναπατρισμού και σε απαιτήσεις διαφόρων προμηθευτών, πρακτόρων και δικηγόρων, είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβαση των πλοίων και ότι την ύπαρξη των χρεών αυτών είχε παρασιωπήσει αθεμίτως ο κατηγορούμενος από τον πολιτικώς ενάγοντα που παραπλανήθηκε και προχώρησε στην αγορά των. Περιέχει επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία όσον αφορά τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν στον εγκαλούντα από τον κατηγορούμενο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και μέχρι την κατάρτιση των συμβάσεων για την πώληση των δύο άνω ποντοπόρων πλοίων σε σχέση με πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν, η αθέμιτη απόκρυψη των οποίων υπήρξε η παράγωγος αιτία παραπλάνησης του πολιτικώς ενάγοντος που προχώρησε στην αγορά των άνω πλοίων και περαιτέρω υποχρεώθηκε αυτός να εξοφλήσει τα εν λόγω προυπάρχοντα της μεταβιβάσεως των πλοίων άνω χρέη, κατά τα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών. Πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη επι της ουσίας κρίση του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα από την αμφισβήτηση από τον αναιρεσείοντα ότι δεν αφορούσαν περιστατικά αναγομένα στο παρελθόν τα χρέη αυτά των πλοίων που έγινε δεκτό με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι από τον κατηγορούμενο αποσιωπήθηκαν κατά τις συνεννοήσεις του με τον πολιτικώς ενάγοντα για την απόκτηση από τον τελευταίο των δύο άνω πλοίων με τον ισχυρισμό του ότι συνάγοταν από έγγραφο λίστας με ένδειξη "Δ" ότι ήταν χρέη μεταγενέστερα της μεταβιβάσεως στις 23/7/1997 των δύο πλοίων τα από 57136,14 δολλάρια ΗΠΑ έξοδα επαναπατρισμού μελών του πληρώματος.
Δεν είναι υποχρεωτικό να γίνεται μνεία στο βούλευμα τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο και είναι απορριπτέοι οι παραπάνω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και οι συναφείς για ελλιπή αιτιολογία του από παράλειψη παραθέσεως στο άνω βούλευμα περιστατικών, λογιστικών στοιχείων ή παραστατικών όσον αφορά την παραδοχή της συνολικής ζημίας και το ύψος των επι μέρους κονδυλίων που συγκροτούν αυτήν.
Περαιτέρω από όσα δέχεται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος το Συμβούλιο Εφετών εξειδικεύεται ότι η επίτευξη της παραπλανήσεως του εγκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος και τελέσεως της απάτης για την οποία κρίνεται ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ο ήδη αναιρεσείων, έγινε από τον τελευταίο προεχόντως με τον τρίτο από τους υπαλλακτικούς μικτούς τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 386 Π.Κ. και κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα δηλαδή με παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, που συνιστά περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως.
Ειδικότερα έγινε δεκτό από το Συμβούλιο Εφετών ότι παραπλανήθηκε ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων και προχώρησε σε αγορά των δύο πλοίων από την παράλειψη του αναιρεσείοντος να αναφέρει τα χρέη που εβάρυναν τα άνω πλοία και υποχρεώθηκε στη συνέχεια να εξοφλήσει, μετά την αγορά των, ο πολιτικώς ενάγων, που έτσι ζημιώθηκε. Δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ των άνω παραδοχών του βουλεύματος αυτού και των όσων διαλαμβάνονται στο διατακτικό του επι πλέον ως γενομένων δεκτών ότι ο ήδη αναιρεσείων εν γνώσει παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα ότι τα επίδικα πλοία είναι ελεύθερα από επιβαρύνσεις, προνόμια ή οποιαδήποτε χρέη τρίτων και ότι οι δόσεις των απαιτητών ασφαλίστρων που βάρυναν τα προαναφερόμενα πλοία είχαν εξοφληθεί καθόσον η παραδοχή αυτή και υπό την εκδοχή ότι αποτελούσε πρόσθετο. Δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της απάτης με παρασιώπηση ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων από τον υπαίτιο η αναφορά στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος των άνω δηλώσεων που δέχεται ότι έγιναν από τον ήδη αναιρεσείοντα προς την εγκαλούντα και ότι ήταν ψευδείς καθόσον δεν αναιρείται από το περιεχόμενο αυτών των άνω δηλώσεων η τέλεση της απάτης με την παράλειψη ανακοινώσεως της αλήθειας ως προς το ότι υπήρχαν ήδη τα άνω χρέη κατά τον χρόνο που έγιναν οι συνεννοήσεις του κατηγορούμενου με τον εγκαλούντα.
Το ίδιο, ότι δηλαδή δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, που να καθιστά ανέφικτο από τον Άρειο Πάγο τον έλεγχο για το πώς συντελέσθηκε η απάτη, παρατηρείται, και σε σχέση με την παραδοχή στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο ήδη αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα και ότι τα υπόλοιπα χρέη των πλοίων προς τρίτους ήταν μικρά, ανάγονταν σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών και θα τα εξοφλούσε σύντομα.
Δεν αποκλειόταν η τέλεση της απάτης με παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από το περιεχόμενο των αναφερομένων ότι έγιναν από τον ήδη αναιρεσείοντα παραστάσεων ψευδών γεγονότων ως προς τα χρέη των άνω πλοίων με σκοπό παραπλάνησης του εγκαλούντος. Με αυτές τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων εκ μέρους του αναιρεσείοντος, προς τον εγκαλούντα ως προς την έκταση και το χρόνο γενέσεως των λοιπών χρεών για τα υπό πώληση δύο άνω πλοία που αναφέρονται στο διατακτικό του άνω βουλεύματος δεν παύει να υπάρχει ένα μόνο έγκλημα απάτης που τελέσθηκε με τον διευκρινιζόμενο στο σκεπτικό του βουλεύματος τρόπο της παρασιωπήσεως αληθινών γεγονότων από τον υπαίτιο. Η αναφορά και ετέρου από τους υπαλλακτικούς τρόπους τελέσεως του στο διατακτικό του βουλεύματος έγινε προς εξειδίκευση του δόλου του δράστη για το εν λόγω έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση ως έγκλημα σκοπού. Κατόπιν αυτών είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος για ασάφειες και ελλείψεις στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος και για αντιφατικές παραδοχές σε σχέση με τις δηλώσεις του για τα χρέη των πλοίων στο σκεπτικό και στο διατακτικό που να στέρησαν νομίμου βάσεως το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών περί παραπομπής του για την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη.
Από όσα έγιναν δεκτά με το προσβαλλόμενο βούλευμα για τα όσα διαμείφθηκαν από τότε που πρότεινε ο αναιρεσείων στον άνω εγκαλούντα να αποκτηθούν από εταιρείες ελεγχόμενες από τον τελευταίο τα δύο πλοία "D..." και "M..." μέχρι υπογραφή στις 9-6-1997 των μνημονίων συμφωνίας για καθένα από τα άνω πλοία και την υπογραφή στις 23-7-1997 των αντίστοιχων πωλητηρίων εγγράφων για τα πλοία αυτά και για παροχή διαβεβαιώσεων από μέρους του κατηγορουμένου προς τον εγκαλούντα για την κατάσταση των πλοίων και την μη ύπαρξη χρεών αυτών κατά την υπογραφή των άνω συμφωνητικών, προκύπτει ότι προηγήθηκε στάδιο διαπραγματεύσεων της καταρτίσεως των συμβάσεων μεταβιβάσεως των πλοίων αυτών στις οποίες ο αναιρεσείων ως εκπρόσωπος των πωλητριών πλοιοκτητριών εταιρειών, είχε ενεργό συμμετοχή. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω και των περαιτέρω παραδοχών του βουλεύματος ότι ο αναιρεσείων δεν προήλθε σε προφορική συμφωνία για την ανάληψη από τον πολιτικώς ενάγοντα όλων των χρεών των πλοίων παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίσθηκε κατά τη αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών έπεται ότι ο ήδη αναιρεσείων είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον πολιτικώς ενάγοντα τα αληθινά γεγονότα που αθεμίτως έγινε δεκτό ότι παρασιώπησε και αφορούσαν προϋπάρχοντα χρέη των άνω πλοίων κατά τις προηγηθείσες διαπραγματεύσεις και κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πωλήσεως αυτών, καθόσον ετάσσετο από τον νόμο η αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως των, σύμφωνα με τις αρχές των υγιών συναλλακτικών ηθών και την καλή πίστη που δύναται να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 Α.Κ. επιβαλλόμενη σε κάθε συναλλασσόμενο συμπεριφορά.
Από τις παραδοχές του βουλεύματος για τα ανωτέρω και ως προς τα περιστατικά παραπλανήσεως του πολιτικώς ενάγοντος από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μέχρι τη σύναψη των συμβάσεων πωλήσεως των πλοίων είναι φανερό ότι κατά παράβαση υποχρεώσεως συμπεριφοράς, που επιβαλλόταν από τους ισχύοντες άνω κανόνες να επιδειχθεί κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγούνται αλλά και κατά την κατάρτιση της κύριας συμβάσεως έγινε η χαρακτηριζόμενη στο βούλευμα ως αθέμιτη παρασιώπηση από τον αναιρεσείοντα ουσιωδών αληθινών γεγονότων που συνεπάγονταν επιζήμιες συνέπειες για τον πολιτικώς ενάγοντα ως συναλλασσόμενο μαζί του. Είναι απορριπτέες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για το ότι δεν γίνεται μνεία ούτε διευκρίνιση στο προσβαλλόμενο βούλευμα σχετικά με την προέλευση αυτής της υποχρεώσεως του να προβεί σε ανακοίνωση για τα άνω αληθινά γεγονότα προς τον εγκαλούντα και ότι καθίσταται έτσι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για ορθή εφαρμογή του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ.
Τέλος υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς την επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα τελέσεως της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως αφού αναλύεται η υποδομή που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος με πρόθεση επανειλημμένως τελέσεως αυτής. Προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ενήργησε βάσει επινοηθέντος σχεδίου του ο αναιρεσείων, το οποίο εφάρμοσε χρησιμοποιώντας την οργάνωση της επιχειρήσεως που διέθετε για να διαχειρίζεται πλοία και τα υλικά και τεχνικά μέσα των πωλητριών πλοιοκτητριών εταιρειών συμφερόντων του για να επιτύχει την παραπλάνηση του πολιτικώς ενάγοντος ώστε να αγοράσει τα δύο πλοία μέσω εταιρειών που συνέστησε και να υποστεί έτσι ζημία ο τελευταίος από τα άνω χρέη των δύο αυτών πλοίων ύψους 996.633,97 δολαρίων ΗΠΑ, που υποχρεώθηκε να εξοφλήσει στη συνέχεια.
Επομένως όλοι οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως από το άρθρο 484 παρ.1 εδαφ.β'και δ'Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-1-2010 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμό 373/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Οκτωβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή