Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2012 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 2012/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αποστολάκη και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Δ., κληρονόμου της αρχικής διαδίκου Κ. Μ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δ. Μ., ο οποίος ανακάλεσε την από 10-9-2017 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσιβλήτου: φιλανθρωπικού σωματείου "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία - Σταυρούλα Σταυροπούλου, η οποία ανακάλεσε την από 22-9-2017 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Σταυρούλα Καλαμπαλίκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-5-2004 αγωγή της αρχικής διαδίκου Κ. συζύγου Δ. Μ. και την διά των προτάσεων ασκηθείσα παρέμβαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1916/2006 μη οριστική, 982/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 871/2008 του Εφετείου Πειραιώς, η οποία διορθώθηκε με την 560/2009 του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση των: 871/2008 και 560/2009 αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς ζήτησε η αρχική διάδικος Κ. σύζυγος Δ. Μ. και εκδόθηκαν οι αποφάσεις 1158/2013 και 1159/2013 του Αρείου Πάγου, οι οποίες απέρριψαν αμφότερες τις αιτήσεις αναίρεσης. Στη συνέχεια, κατά της 871/2008 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς ασκήθηκε αναψηλάφηση και εκδόθηκε η 339/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-9-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου και η πληρεξούσια του προσθέτως παρεμβαίνοντος την απόρριψη της αίτησης και την αποδοχή της πρόσθετης παρέμβασης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 20-9-2016 αίτηση αναίρεσης κατά της 339/2016 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και η με τις από 1- 9-2017 προτάσεις του Ελληνικού Δημοσίου ασκηθείσα παραδεκτώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1δ του νόμου 4182/2013,πρόσθετη παρέμβαση αυτού υπέρ του αναιρεσίβλητου φιλανθρωπικού σωματείου, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (αρθρ.246Κ.Πολ.Δ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της από 10-12-2013 αίτησης και τους από 23-9-2014 πρόσθετους λόγους αυτής του ήδη αναιρεσείοντος για αναψηλάφιση της 871/2008 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτού και επικυρώθηκε η 982/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε απορρίψει την από 18-5-2004 αγωγή της αρχικής ενάγουσας (στη θέση της οποίας υπεισήλθε μετά τον θάνατο της ο αναιρεσείων), έγιναν δεκτά, τα ακόλουθα: "Η αρχική ενάγουσα Κ. Μ. υπήρξε αδελφή της αποβιώσασας στις 27-2-2005, Α. Λ. Ομως μεγάλης εκτάσεως δικαστική διένεξη είχε δημιουργηθεί μεταξύ των αδελφών, ήτοι μεταξύ της αρχικής ενάγουσας και της Α. Λ., αφενός με αφορμή την από 5-6-2002 αίτηση που υπέβαλε η τελευταία για να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση η αδελφή τους Μ. Β., η οποία όσο ζούσε διέμενε μαζί της (με την Α. Λ.) και αφετέρου μετά το θάνατο της Μ. Β. στις 30.8.2003, οπότε ανέκυψε θέμα κληρονομικών αμφισβητήσεων αναφορικά με την επαγωγή της κληρονομιαίας περιουσίας της τελευταίας, επί της οποίας αποκλειστική κληρονόμο είχε εγκαταστήσει, δυνάμει της από 10.3.2002 ιδιόγραφης διαθήκης της, την Α. Λ. και είχε συστήσει καταπίστευμα σε βάρος της κληρονομιάς και υπέρ του ειδικά αναγνωρισμένου σωματείου με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ" (ήδη αναιρεσίβλητου) και στη συνέχεια με την από 18-5-2004 αγωγή της Κ. Μ., που είχε ως αντικείμενο τη δικαστική αμφισβήτηση της γνησιότητας της από 10-3-2002 ιδιόγραφης διαθήκης της κληρονομουμένης Μ. Β.. Ακολούθως, μετά το θάνατο της Α. Λ. δημιουργήθηκε σφοδρή αντιδικία με αφορμή την ύπαρξη δύο αντικρουόμενων μεταξύ τους διαθηκών της κληρονομούμενης (η τελευταία εντός του χρονικού διαστήματος από 23-7-2002 έως 22-11-2004 είχε προβεί στη σύνταξη έξι κατ' αριθμόν αλλεπάλληλων διαθηκών με εν μέρει διαφορετικό περιεχόμενο), με τις οποίες εγκαθιστούσε ως κληρονόμους της αφενός την αδελφή της, δηλαδή την Κ. συζ. Δ. Μ., με την από 22-11-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της και αφετέρου, μεταξύ άλλων, τους εναγομένους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 16.6.2004 δημόσια διαθήκη της. Κατόπιν διενέργειας σειράς πραγματογνωμοσυνών με αντίθετα πορίσματα και σειρά δικών κρίθηκε αμετακλήτως ως έγκυρη η διαθήκη που εγκαθιστούσε η ως άνω κληρονομούμενη κληρονόμο της την αρχική ενάγουσα, Κ. Μ.. Αναφέρεται, ακόμη, ότι η Κ. Μ. μετά τον, κατά τις 4.4.2012 θάνατο της κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους μοναδικούς εγγύτερους συγγενείς της τον υιό της Ι. Μ. και το σύζυγο της και πληρεξούσιο δικηγόρο της Δ. Μ.. Μετά δε την κατά τις 25.5.2012 αποποίηση από τον τελευταίο της επαχθείσας σ' αυτόν κληρονομιάς, μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής ενάγουσας και νόμιμος συνεχιστής της ανοιγείσας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δίκης είναι ο υιός της και ήδη αιτών, Ι. Μ., (ήδη αναιρεσείων) ο οποίος έχει πλέον καταλάβει τη δικονομική θέση της αρχικής ως άνω διαδίκου. Στο πλαίσιο αυτής της αντιδικίας η αρχική ενάγουσα Κ. Μ. άσκησε την από 18/5/2004 αγωγή της με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη λόγω πλαστότητας η από 10-3-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της αδελφής της Μ. Β., με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω διαθέτις εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της την άλλη αδελφή τους Α. Λ., η οποία απεβίωσε κατά την επιδικία στον πρώτο βαθμό, και κατά τους ισχυρισμούς της αρχικής ενάγουσας την κληρονόμησαν οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων ενώ καταπιστευματοδόχος ορίστηκε το Φιλανθρωπικό Σωματείο "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ". Επίσης, ζήτησε με την ίδια αγωγή να κηρυχθεί η πρώτη των τότε εναγομένων Α. Λ., φερομένη ως τετιμημένη με την προσβαλλόμενη διαθήκη ανάξια να κληρονομήσει την διαθέτιδα αδελφή τους και να αναγνωρισθεί ακολούθως η ίδια (δηλαδή η ενάγουσα) μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Υπέρ του τότε δεύτερου εναγόμενου και τώρα καθ'ου η αίτηση κοινωφελούς σωματείο άσκησε πρόσθετη παρέμβαση το Ελληνικό Δημόσιο, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Επί της αγωγής και της πρόσθετης παρέμβασης οι οποίες συνεκδικάστηκαν εκδόθηκαν αρχικά η με αριθμό 1916/2006 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί της προσβαλλόμενης ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης και ακολούθως, μετά τη διενέργειά της, η υπ' αριθμ. 982/2008 οριστική απόφαση του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, με την οποία α) κηρύχθηκε κατηργημένη η δίκη ως προς την ήδη θανούσα πρώτη των εναγομένων Α. Λ. και β) απορρίφθηκε η αγωγή, κατ'ουσίαν μεν ως προς το δεύτερο εναγόμενο κοινωφελές σωματείο, ως απαράδεκτη δε ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς τους λοιπούς εναγομένους (και ερημοδικούντες δεύτερη, τρίτο και τέταρτη των εναγομένων). Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα άσκησε την από 25-2-2008 έφεση, κοινοποιηθείσα στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και τους από 29-2-2008 πρόσθετους λόγους, ζητώντας για τους διαλαμβανόμενους στα δικόγραφά τους λόγους να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως να γίνει δεκτή η αγωγή της. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αφού συνεκδίκασε α) την έφεση και τους πρόσθετους λόγους που άσκησε η ενάγουσα β) καθώς και την ασκηθείσα με τις έγγραφες προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ του εφεσιβλήτου φιλανθρωπικού σωματείου, και δίκασε ερήμην τους 2η, 3ο και 4η των εφεσιβλήτων και κατ'αντιμωλίαν των λοιπών απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, δεχόμενο ότι η επίμαχη διαθήκη είναι γνήσια. Ωστόσο ο αιτών επικαλούμενος σειρά αποφάσεων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων κατά της ειδικής γραφολόγου Ι. Δ. την οποία η αρχική ενάγουσα είχε διορίσει ως τεχνική σύμβουλο κατά την εξέταση της γνησιότητας της διαθήκης από το διορισθέντα νομίμως γραφολόγο πραγματογνώμονα Φ. Γ. δυνάμει της υπ' αριθμ. 1916/2006 προδικαστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διατείνεται ότι η ως άνω έχει καταδικαστεί μεταξύ των άλλων από τα ποινικά δικαστήρια για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας επί της ως άνω έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης που συνέταξε με την ιδιότητα της τεχνικής συμβούλου. Ο αϊτών προσκομίζει μετ'επικλήσεως την υπ' αριθμ. 1895/2012 αμετάκλητη στις 31.10.2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, σύμφωνα με την οποία η Ι. Δ. κηρύχθηκε ένοχη για την τέλεση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας της υπ' αριθμ. 42/22.1.2005 Έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και του ταυτάριθμου διαγράμματος αντιπαραβολής και για το λόγο αυτό καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 10 μηνών. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε κατά τα ανωτέρω την υπ' αριθμ. 871/2008 απόφαση (η οποία σημειωτέον διορθώθηκε εξαιτίας της παρείσφρησης κατά τη σύνταξη της γραφικών μόνο λαθών με την υπ' αριθμ. 560/2009 απόφασή του Εφετείου Πειραιώς), για το σχηματισμό της δικαστικής του κρίσης έλαβε υπόψη του μεταξύ των άλλων εκτός από την έκθεση της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διάταξε το ως άνω δικαστήριο και τις εκθέσεις που συνέταξαν τεχνικοί σύμβουλοι. Ειδικότερα, για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης έλαβε υπόψη του: την από 19/11/2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ή του διορισθέντος με την υπ'αριθμ. 1916/2006 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ειδικού γραφολόγου Φ. Γ., τις από 19/9/2005 και 23-9-2005 γνωμοδοτήσεις της Χ. Τ. κατόπιν εντολής του φιλανθρωπικού σωματείου, τις από 22-12-2003 και από 24-10-2005 γνωμοδοτήσεις του Μ. Μ., τις από 29-12-2003 και από 25-10-2005 γνωμοδοτήσεις του Δ. Θ. και την από 5- 7-2004 γνωμοδότηση του Μ. Μ. και Δ. Θ. Χαρακτηριστικό είναι ότι το Δικαστήριο που αντιπαρέβαλε μεταξύ τους τις ως άνω γνωμοδοτήσεις ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην από 23-9-2005 έκθεση της γραφολόγου Χ. Τ., η οποία με επαρκή τεκμηρίωση και πειστικότητα αντέκρουσε τις ως άνω από 22-12-2003 και 29-12-2003 ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις των γραφολόγων Μ. Μ. και Δ. Θ. αντίστοιχα (ο οποίος στη γνωμοδότησή του παρέλειψε να αναφέρει το γραφικό μέσο χάραξης γραφής και υπογραφής), καταλήγοντας αυτή στο πόρισμά της ότι η επίδικη διαθήκη δεν είχε συνταχθεί με μελάνι στυλό διαρκείας τύπου BIC, αλλά με μαρκαδόρο μαύρης μελάνης λεπτής χάραξης και λαμβάνοντας υπόψη της το γεγονός ότι ο έλεγχος της γραφής με μαρκαδόρο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή κατέληξε στο τελικό πόρισμα ότι η επίδικη διαθήκη είχε εξ ολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί δια χειρός Μ. Β.. Γεγονός είναι ότι μεταξύ των γνωμοδοτήσεων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο περιλαμβάνονται και οι από 22-1- 2005, 11-10-2005 και από 6-2-2007 αντιφατικές μεταξύ τους γνωμοδοτήσεις της Ι. Δ. (στις δύο πρώτες κατέληξε στο πόρισμα ότι η επίμαχη διαθήκη δεν ήταν γνήσια, ενώ στην τρίτη γνωμοδότηση που συνέταξε κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας κατέληξε στο πόρισμα ότι η επίμαχη διαθήκη είναι γνήσια). Επίσης, το Δικαστήριο εκείνο, προκειμένου να αχθεί σε ασφαλή κρίση περί της νοητικής κατάστασης της διαθέτιδος Μ. Β. κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης έλαβε υπόψη του και εκτίμησε την έκθεση της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ψυχιάτρου Ν. Π., ο οποίος είχε διορισθεί με την υπ' αριθμ. 731/20.2.2003 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που έκρινε επί της από 5.6.2002 αιτήσεως της Α. Λ., η οποία ζητούσε να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση η Μ. Β., δεδομένου ότι αυτή εμφάνισε διαταραχές επικοινωνίας και αντίληψης. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης, το οποίο κατέληγε στο ότι η ασθενής έπασχε από αγγειακή άνοια, η οποία της απέκλειε εν όλω τη δυνατότητα να επιμελείται η ίδια των υποθέσεών της και ότι η αδυναμία αυτή σύμφωνα με τα προεκτεθέντα από το καλοκαίρι του 2002 βαίνουσα έκτοτε συνεχώς επιδεινούμενη, δεν απέκλειε τη δυνατότητα σε προγενέστερο χρόνο να διατυπώσει εγγράφως την τελευταία της βούληση και να θέσει την υπογραφή της στη διαθήκη στις 10.3.2002. Επίσης, το ίδιο άνω Δικαστήριο και προς το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης βασίστηκε και στην από 28-5-2002 βεβαίωση των ιατρών του νοσηλευτηρίου "...", όπου κατ' επανάληψη η Μ. Β. είχε νοσηλευτεί και οι οποίοι διαπίστωναν βελτίωση της υγείας της διαθέτιδος κατά τον επίμαχο χρόνο της σύνταξης της διαθήκης. Με τα δεδομένα αυτά προκύπτει αβίαστα ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης έλαβε υπόψη του εκτός από τις ανωτέρω πραγματογνωμοσύνες και ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις, πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων και ενόρκων βεβαιώσεων τις οποίες μνημονεύει στην απόφασή του) και δε βασίστηκε για να αχθεί στο δικανικό του πόρισμα αποκλειστικά και μόνο. στις ως άνω αντιφατικές και αντικρουόμενες μεταξύ τους γνωμοδοτήσεις της Ι. Δ..
Συνεπώς, εφόσον ... η απόφαση που πλήττεται με την επίδικη αίτηση στηρίχτηκε και σε άλλα, πολυάριθμα αποδεικτικά μέσα εκτός από τις πλαστές γνωμοδοτήσεις της Ι. Δ., τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν την απόφαση και χωρίς την ύπαρξη των πλαστών αυτών εγγράφων γνωμοδοτήσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός κατ'εκτίμηση του δικογράφου, λόγος αναψηλάφησης και κατ'επέκταση οι πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης ως αβάσιμα στο σύνολο τους... Εξάλλου, από το υπ' αριθμ. ... προσκομιζόμενο μετ'επικλήσεως από τον αιτούντα πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το οποίο η άνω ποινική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 10.12.2013 κατ'εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 4α, β Ν. 4198/2013 περί παραγραφής ποινών, προκύπτει αβίαστα ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό δεν προέβη στην εξέταση της υποβληθείσας αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 1889Α/12, 1895/12 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά και ως εκ τούτου η εν λόγω ποινική υπόθεση ετέθη στο αρχείο για τυπικούς μόνο λόγους (παραγραφή), χωρίς να εξετάσει τυχόν νομικά σφάλματα της ως άνω απόφασης του ποινικού δικαστηρίου". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο Πειραιώς απέρριψε την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους του ήδη αναιρεσείοντος για αναψηλάφηση της 871/2008 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι-η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην των παραπάνω, να' αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών,, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ20/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8, 17 και 20 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντίστοιχα, λόγοι αναίρεσης αν, α) "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης", β) "η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις" και γ) "αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό". Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων, επικαλούμενος συλλήβδην αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο "559 αριθμ. 1, 8, 17, 19 και 20" και "από τα άρθρα 561 και 562ΚΠολΔ", μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ως "αόριστη, αντιφατική και αβάσιμη" προβάλλοντας γενικόλογες και αόριστες αιτιάσεις, οι οποίες δεν εστιάζονται, ούτε μπορούν να ταυτοποιηθούν με τους προαναφερθέντες λόγους από το άρθρο 559ΚΠολΔ (δοθέντος ότι με τις λοιπές επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 561και 562ΚΠολΔ δεν εισάγονται αναιρετικοί λόγοι) και οι οποίες ανάγονται σε λάθη της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία όμως δεν αφορούν το ουσιώδες ζήτημα της παραδοχής του Εφετείου, στην οποία στηρίζει το διατακτικό του το δικαστήριο της ουσίας, ότι δηλαδή, η υπό αναψηλάφιση απόφαση δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην φερόμενη ως πλαστή γνωμοδότηση της Ι. Δ., αλλά και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία και χωρίς την ύπαρξη αυτής, θα κατέληγε στο ίδιο απορριπτικό της πλαστότητας πόρισμα. Επομένως, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο: 1) ποια διάταξη ουσιαστικού νόμου παραβιάστηκε και σε τι έγκειται το νομικό λάθος αυτής, 2) σε τι συνίσταται η αοριστία ή αντίφαση στο αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου, 3) ποια πράγματα έλαβε ή δεν έλαβε παρά το νόμο υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, 4) ποιες αντιφατικές διατάξεις περιέχει το διατακτικό της και 5) ποιού εγγράφου και πώς το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο, ηκρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επισημαίνεται ότι: α) οι περιλαμβανόμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις για εσφαλμένη λήψη υπόψη από το Εφετείο της γνωμοδότησης της Δ., των γνωμοδοτήσεων των τεχνικών συμβούλων του αναιρεσείοντος, Μ. και Θ. και της πραγματογνωμοσύνης του Ν.Π., εκτός του ότι δεν συνδέονται με αναιρετικό λόγο, άπτονται της ουσίας της υπόθεσης η οποία και δεν ελέγχεται αναιρετικά (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) η αιτίαση, κατ'εκτίμηση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ,με την οποία πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι "Εξάλλου, από το υπ' αριθμ. ... προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από τον αιτούντα πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το οποίο η άνω ποινική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 10.12.2013 κατ'εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 4α, β Ν. 4198/2013 περί παραγραφής ποινών, προκύπτει αβίαστα ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό δεν προέβη στην εξέταση της υποβληθείσας αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 1889Α/12, 1895/12 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά και ως εκ τούτου η εν λόγω ποινική υπόθεση ετέθη στο αρχείο για τυπικούς μόνο λόγους (παραγραφή), χωρίς να εξετάσει τυχόν νομικά σφάλματα της ως άνω απόφασης του ποινικού δικαστηρίου", με την έννοια ότι η αδυναμία συνέχισης της ποινικής δίκης αναπληρώνεται με την 194/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, είναι αλυσιτελής, εφόσον η προαναφερθείσα κύρια αιτιολογία δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 25/2003).
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου και του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου (αρθρ. 176, 182, 183 ΚΠολΔ), τα οποία, ως προς το τελευταίο πρέπει να είναι μειωμένα, κατά το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Σεπτεμβρίου 2016 αίτηση του Ι. Μ. για αναίρεση της 339/2016 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου και του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάντος, τα οποία ορίζει στα ποσά των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) και τριακοσίων (300) ευρώ, αντίστοιχα, για καθένα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή