Αριθμός 280/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη, Μαρία Βασδέκη και Ζωή Κωστόγιαννη-Καλούση, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Ζ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νεκτάριο Μακρυστάθη, για αναίρεση της υπ'αριθ. ΒΤ959/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ηρειώτη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 1.10.2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1284/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1.10.2018 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΒΤ959/2018 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ., "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της". Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της έγκλησης (που είναι ανεξάρτητη από την κατά το άρθρ. 111 Π.Κ. παραγραφή των εγκλημάτων), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 243 εδ. β' Α.Κ. και 145 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., οι οποίες έχουν εφαρμογή και εν προκειμένω, λόγω της ενότητας της έννομης τάξης, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα, που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή με την ημέρα, κατά την οποία ο δικαιούμενος σε υποβολή έγκλησης έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συμμετόχους (ΑΠ 191/2017). Η έγκληση είναι θεσμός, τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού δικαίου, αποτελεί δε διαδικαστική προϋπόθεση για τη νομότυπη γένεση της ποινικής δίκης και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως η έλλειψή της. Αν η έγκληση υποβλήθηκε εμπρόθεσμα και αυτό εξάγεται ημερολογιακά σε σχέση με την ημέρα τέλεσης της πράξης, δεν απαιτείται η αναφορά του χρόνου της υποβολής της έγκλησης στην αιτιολογία, αλλά αρκεί να προκύπτει το εμπρόθεσμο από τη δικογραφία (ΑΠ 413/2014 - ΑΠ 1045/2012). Έγκλημα διωκόμενο κατ' έγκληση είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 5 εδ. α' του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρ. 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, κατά το οποίο "η ποινική δίωξη (για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής) ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου, ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται, ότι επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης για την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία ο κομιστής της εν λόγω επιταγής, που γνώριζε τον εκδότη της, αφού αυτός προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, έλαβε γνώση της έλλειψης αντικρίσματος προς πληρωμή της και τούτο συμβαίνει όταν, εμφανίσας εμπροθέσμως την επιταγή προς πληρωμή, η τελευταία δεν πληρώθηκε (ΑΠ 561/2017). Σε περίπτωση πλαστογράφησης της επιταγής με τη μορφή της νόθευσης αυτής, ήτοι της μεταβολής του περιεχομένου της, παρέχεται στους προγενέστερους της πλαστογράφησης αυτής υπογραφείς η ένσταση της αλλοίωσης συνεπαγόμενη τον περιορισμό της ευθύνης του ενισταμένου υπογραφέα μέσα στα όρια του αρχικού κειμένου της επιταγής (ΑΠ 1490/2009) και σε περίπτωση παρέλευσης της νόμιμης προθεσμίας των τριών μηνών από την αρχική ημερομηνία έκδοσης, ο κομιστής εκπίπτει του δικαιώματος προς έγκληση, η απόδειξη, της οποίας επάγεται το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης, λόγω μη εμπρόθεσμης έγκλησης. Για αλλοίωση (νόθευση) του κειμένου της επιταγής δεν μπορεί να γίνει λόγος, όταν η γενόμενη μεταβολή έγινε κατόπιν συμφωνίας του εκδότη του εγγράφου της και του λήπτη. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά το άρθρο 1 αρ. 6 του ίδιου πιο πάνω Ν. 5960/1933, μόνο η υπογραφή του εκδότη απαιτείται να γράφεται ιδιοχείρως, ενώ η επί του τίτλου γραφή (δήλωση βουλήσεως ) μπορεί να γίνεται όχι μόνον από τον δημιουργό (εκδότη) του εγγράφου της επιταγής, αλλά και με τη βοήθεια άλλων πρόσωπων, τα οποία, όμως, για να ενεργούν με την ιδιότητα αυτή πρέπει να εξουσιοδοτούνται προς τούτο από τον εκδότη (άρθρα 13 και 51 του ίδιου νόμου), επί μεταβολής της ημερομηνίας έκδοσης της επιταγής, και γενικότερα του κειμένου της, κατά τα συμφωνηθέντα, μετά την κυκλοφορία της, δεν έχει σημασία από ποιόν γράφεται (μεταβάλλεται) το κείμενο της επιταγής, αλλά σημασία έχει η προς τον σκοπό αυτό ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του εκδότη και του λήπτη και η μεταβολή του χρόνου έκδοσης εντός των όρων της συμφωνίας αυτής. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί, είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν όμως ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι πράγματι αυτοτελής ή δεν έχει προβληθεί με πληρότητα και κατά τρόπο παραδεκτό και είναι επομένως απαράδεκτος, το δικαστήριο δεν υποχρεούται σε σχετική απάντηση. Λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης συνιστά κατ' άρθρον 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου, για τη ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 2/2011 και 3/2008 - ΑΠ 148/2018). Επί καταδίκης για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 παρ. 1 Ν 5960/1933) θα πρέπει ειδικότερα να προσδιορίζονται: α) ο χρόνος έκδοσης της επιταγής, β) η ημερομηνία εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή στην Τράπεζα και γ) οι αποδείξεις, σκέψεις και συλλογισμοί με βάση τους οποίους το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα (ΑΠ 66/2017). Τέλος, μεταξύ των λόγων αναίρεσης κατά ποινικής απόφασης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. περιλαμβάνεται υπό στοιχείο Η' και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία, με βάση το γενικό ορισμό, υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Έτσι στην περίπτωση που το δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση εμπρόθεσμα, όπως επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και ιδρύεται ο προαναφερθείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 1/2015 - ΑΠ 561/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση, για την έρευνα του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης από τον Άρειο Πάγο, της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. ΒΤ959/2018 απόφασης και των πρακτικών του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, αφού αρχικά επιφυλάχθηκε επί του ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκπροθέσμου υποβολής της εναντίον του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος έγκλησης και του αιτήματος περί διενεργείας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που είχε υποβάλει ο τελευταίος δια του συνηγόρου του, στην συνέχεια απέρριψε αυτά (ισχυρισμό και αίτημα) και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριάντα (30) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, δεχθέν, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων σ' αυτήν, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, κατά την ανέλεγκτη, ως προς τα πράγματα, κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας που διατηρούσε ο κατηγορούμενος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας "..." με την εταιρεία "... Α.Ε.", παρέδωσε στην τελευταία τις αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσας απόφασης επιταγές έκδοσής του, με αρχική ημερομηνία πληρωμής την 31.10.2009, μετά από ανανέωση την 11.12.2009, μετά από δεύτερη ανανέωση την 28.2.2010 και μετά από τρίτη ανανέωση την 28.12.2010. Τα παραπάνω αναφέρει ο ίδιος ο κατηγορούμενος στο από 25.4.2013 απολογητικό του υπόμνημα προς την Πταισματοδίκη Αχαρνών, χωρίς να κάνει ουδεμία μνεία σε περιστατικό νόθευσης των επιταγών δια της προσθήκης εν αγνοία του του αριθμού "1" στην ημερομηνία "28.2.2010" έτσι ώστε να αναγράφεται "28.12.2010". Μάλιστα, στο εν λόγω υπόμνημα δεν γίνεται αναφορά στην ανανέωση από 11.12.2009 σε 28.2.2010 παρά αναφέρεται ότι η ανανέωση συνέβη από 11.12.2009 σε 28.12.2010, όπως δηλαδή εμφαίνεται εκ πρώτης όψης και από το σώμα των επιταγών, ακριβώς διότι αυτή ήταν η βούληση αμφοτέρων των μερών (εκδότριας και σε διαταγή εταιρείας), καθώς εκ της ανανέωσης των επιταγών αφενός η εκδότρια εταιρεία δεν αντιμετώπιζε τους κινδύνους που συνεπάγεται η "σφράγιση" των επιταγών της και η εις διαταγήν εταιρεία διατηρούσε την ελπίδα είσπραξής τους.
Εν προκειμένω, η ανανέωση από 28.2.2010 σε 28.12.2010 έγινε δια της προσθήκης του αριθμού "1" διότι, όπως εμφαίνεται και από τις φωτοαντιγραφικές απεικονίσεις των επιταγών, δεν υπήρχε πλέον χώρος επί των σωμάτων τους για ανανέωσή τους δια της διαγραφής της προηγούμενης ημερομηνίας και της προσθήκης νέας. Εάν, αντί των ανωτέρω, είχε λάβει χώρα η αναφερόμενη από τον κατηγορούμενο νόθευση, οπωσδήποτε αυτός δεν θα ξεχνούσε να το αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα, ενώ ο ισχυρισμός του ότι η πληρεξούσια δικηγόρος του πλαστογράφησε την υπογραφή του επί του εν λόγω υπομνήματος και σκοπίμως δεν ανέφερε το γεγονός της νόθευσης ούτως ώστε να τον βλάψει, δεν δύναται να γίνει πιστευτός λαμβάνοντας υπόψη ιδιαιτέρως και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει στραφεί εναντίον της δικηγόρου του, δια της υποβολής μήνυσης για πλαστογραφία ή, έστω δια της καταγγελίας στον Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει. Εξάλλου, σχετική μήνυση για πλαστογραφία δεν έχει υποβάλει ούτε κατά του αναφερόμενου από τον ίδιο στην επ' ακροατηρίω απολογία του ως αυτουργού της νόθευσης, "κ. Μ.", γεγονότα τα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και στην ποινική δίκη (άρ. 179 εδ. α ΚΠΔ σε συνδ. με αρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) συνηγορούν στην κρίση ότι η τελική ανανέωση της επιταγής από 28.2.2010 σε 28.12.2010 έγινε είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε με την συναίνεσή του, οπότε δεν νοείται πλαστογραφία (Μ., Ποινικός Κώδικας, 2η έκδ., σελ. 531). Τέλος, η κατά τα ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, στις 12.5.2010, η εταιρεία "... Α.Ε." άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρόσθετη παρέμβαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η από 10.3.2010 αίτηση της εταιρείας του κατηγορουμένου για άνοιγμα διαδικασίας συνδυαλλαγής, την οποία το ως άνω Δικαστήριο δια της υπ' αρ. 832/2010 απόφασής του έκανε δεκτή μνημονεύοντας ειδικώς στο κείμενό της την κατά τα ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας "... Α.Ε." - βασικής προμηθεύτριας της εταιρείας του κατηγορουμένου. Από το γεγονός αυτό, συνάγεται αφενός η ύπαρξη καλής συνεργασίας μεταξύ των μερών, στα πλαίσια της οποίας λάμβανε χώρα και η κατά τα ανωτέρω ανανέωση των επιταγών και, αφετέρου, in concreto η εν γνώσει των μερών ανανέωση των επιταγών από 28.2.2010 σε 28.12.2010, καθώς αν η πραγματική ημερομηνία έκδοσής τους ήταν η 28.12.2010, τότε κατά τον χρόνο που η εταιρεία "... Α.Ε." άσκησε την κατά τα ανωτέρω πρόσθετη παρέμβασή της θα έπρεπε αυτή να είχε ξεχάσει να τις εμφανίσει προς είσπραξη και ο κατηγορούμενος να είχε ξεχάσει να τις ανακαλέσει, γεγονότα που εν όψει και του ποσού των επιταγών (2.300.000+4.600.000) που οφείλεται δεν αντέχουν στην λογική και οδηγούν και αυτά, σε συνδυασμό με όσα ήδη εκτέθηκαν, στην περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση. Εξάλλου, σύμφωνα με το πόρισμα της από 22.9.2016 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Ι. Δ., που διατάχθηκε με την υπ' αριθ. 62259/2016 απόφαση του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η γραφή της υπ' αριθ. ...27-1 τραπεζικής επιταγής δεν χαράχθηκε από τον Π. Α., χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία στον παρόντα κατηγορούμενο. Επιπρόσθετα, ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας, Δημήτριος Λεβέντης διαβεβαιώνει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος ήταν αυτός ο οποίος έθεσε επί της επίδικης τραπεζικής επιταγής τον αριθμό "1". Αλυσιτελώς, δε, ο κατηγορούμενος ζητεί εκ νέου τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αφού τέτοια έχει ήδη διαταχθεί με παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Όσον αφορά, δε τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου υποβολής της εγκλήσεως, τον οποίο ο κατηγορούμενος προέβαλε πρωτοδίκως, τούτος απαραδέκτως προβάλλεται εκ νέου στην παρούσα κατ' έφεση δίκη, επειδή δεν προτάθηκε με σχετικό λόγο έφεσης (Π. Δ. σε Λ. Μ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ' άρθρο, τομ.
ΙΙ, 2η έκδ., άρθρο 502, αριθ. περιθ. 8, σελ. 1226-1232, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και θεωρία). Σε κάθε περίπτωση, δε, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπό κρίση έγκληση υποβλήθηκε νομίμως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, επειδή στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, που παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό της παρούσας απόφασης. Ας σημειωθεί ότι οι προφορικά προβαλλόμενοι από τον κατηγορούμενο ισχυρισμοί δεν εμπίπτουν στην έννοια των αυτοτελών τοιούτων, αλλά συνιστούν άρνηση της κατηγορίας. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του ΠΚ που αναγνωρίστηκε σ' αυτόν με την πρωτόδικη απόφαση, καθόσον η μη αναγνώρισή του συνιστά χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, κήρυξε αυτόν ένοχο με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β' ΠΚ του ότι "στις ... την 28.12.2010, με την ιδιότητα του Προέδρου Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία ¨...¨ με τον δ.τ. "..." με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στην εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ¨... Α.Ε.¨, γιατί δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής αυτών. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση εξέδωσε: [Α] Την με αριθμό ...96-5 επιταγή της Τράπεζας ... Α.Ε., με ημερομηνία έκδοσης 28.12.2010, ποσού δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (2.300.000,00), πληρωτέα από τον με αριθμό ...04900 λογαριασμό της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." με τον δ.τ. "..." στην ως άνω Τράπεζα, πληρωτέα σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.". Η ως άνω επιταγή, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην ... Α.Ε. στις 03.01.2011 ώστε να εξοφληθεί, αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως εξακριβώθηκε κατόπιν ελέγχου από την ... Α.Ε. του λογαριασμού της εκδότριας (εταιρίας) κατά το χρόνο εμφάνισής της, της μη πληρωμής βεβαιωθείσης στις 03.01.2011 στο σώμα της επιταγής από την ... Α.Ε., στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας εταιρίας. Της επιταγής αυτής τυγχάνει νόμιμη κομίστρια ως λήπτρια και εις διαταγήν δικαιούχος αυτής η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.". [Β] Την με αριθμό ...97-3 επιταγή της Τράπεζας ... Α.Ε., με ημερομηνία έκδοσης 28.12.2010, ποσού τεσσάρων εκατομμυρίων εξακοσίων χιλιάδων ευρώ (4.600.000,00), πληρωτέα από τον με αριθμό ...04900 λογαριασμό της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." με τον δ.τ. ¨...¨ στην ως άνω Τράπεζα, πληρωτέα σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.". Η ως άνω επιταγή, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην ... Α.Ε. στις 03.01.2011 ώστε να εξοφληθεί, αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως εξακριβώθηκε κατόπιν ελέγχου από την ... Α.Ε. του λογαριασμού της εκδότριας (εταιρίας) κατά το χρόνο εμφάνισής της, της μη πληρωμής βεβαιωθείσης στις 03.01.2011 στο σώμα της επιταγής από την ... Α.Ε., στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας εταιρίας. Της επιταγής αυτής τυγχάνει νόμιμη κομίστρια ως λήπτρια και εις διαταγήν δικαιούχος αυτής η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ¨... Α.Ε.¨ και επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης τριάντα (30) μηνών, η οποία ανεστάλη για μία τριετία.
Με αυτές τις, κατά τον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933, όπως αυτός ισχύει, τις οποίες εφάρμοσε ορθά χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρει την με πρόθεση έκδοση από τον αναιρεσείοντα, υπό την ως άνω ιδιότητα του Προέδρου Δ.Σ και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." των επίδικων επιταγών, υπογραφεισών από τον ίδιο, ως και τον χρόνο έκδοσης αυτών, στις 28.12.2010, την εμπρόθεσμη εμφάνιση προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και την μη πληρωμή τους, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής αυτών, καθώς και την βεβαίωση της μη πληρωμής επί του σώματος αυτών από την πληρώτρια τράπεζα, στις 3.1.2011.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι της αίτησης αναίρεσης, οι περιεχόμενοι, κατ' εκτίμηση, στους υπό στοιχ. Ι και ΙΙΙ λόγους αυτής, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, με ιδιαίτερες σκέψεις και την προσήκουσα προς τούτο αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί εκδόσεως των ένδικων επιταγών στις 28/2/2010 (και όχι στις 28/12/2010, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης) και εντεύθεν περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης, αφού δέχθηκε με σαφήνεια ότι η ημερομηνία έκδοσης (28/2/2010) είχε μεταβληθεί στην επί των επιταγών αναγραφόμενη νέα (28/12/2010) με την προσθήκη του αριθ. "1" και ότι τούτο είχε γίνει εν γνώσει και με τη συναίνεση των μερών (εκδότριας και σε διαταγή εταιρείας) γιατί "αυτή ήταν η βούληση αμφοτέρων των μερών" και συνακόλουθα ότι "η υπό κρίση έγκληση υποβλήθηκε νομίμως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς" εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΚΠΔ., χωρίς να απαιτείται η αναφορά του χρόνου της υποβολής της έγκλησης, ο οποίος προκύπτει ημερολογιακά και δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσείοντα. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας, με το να μη κηρύξει απαράδεκτη την εις βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ποινική δίωξη για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, δεν υπερέβη την εξουσία του.
Συνεπώς, ο προαναφερόμενος υπό στοιχ. Ι λόγος της αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος του, επίσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ., με τον οποίο πλήττεται, η εκκαλούμενη απόφαση για την απόρριψη της εν λόγω περί εξαλείψεως του αξιοποίνου ένστασης με ελλιπή και εσφαλμένη αιτιολογία, και εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, καθώς και ο υπό στοιχ. ΙΙ λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η', για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Αβάσιμες είναι και οι περαιτέρω αιτιάσεις που προβάλλονται με τους ίδιους πιο πάνω λόγους, συνιστάμενους στο ότι η απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το πρόσωπο δια χειρός του οποίου μεταβλήθηκε η χρονολογία έκδοσης με την προσθήκη του αριθ. "1", κατά τα προεκτεθέντα, και ειδικότερα διότι δεν αποδείχθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι έγινε από αυτόν (δηλαδή δια χειρός του), διότι προβάλλονται αλυσιτελώς, αφού δεν τίθεται θέμα πλαστότητας της υπογραφής του στη θέση του εκδότη, ούτε προσβάλλεται με λόγο αναίρεσης η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη συμφωνίας περί μεταβολής του χρόνου έκδοσης και για το ότι η επελθούσα μεταβολή ήταν κατά το περιεχόμενο της συμφωνίας. Και τούτο διότι το καθοριστικής σημασίας νομικό γεγονός εν προκειμένω είναι, κατά τα προεκτεθέντα, η, μεταξύ του κατηγορούμενου ως εκδότη και της εγκαλούσας ως λήπτριας, ύπαρξη συμφωνίας για μεταβολή της ημερομηνίας έκδοσης αυτών, και η συμπλήρωσή τους κατά το περιεχόμενο της συμφωνίας, και όχι δια χειρός ποίου προσώπου έγινε η συμπλήρωση αυτή.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 183 Κ.Π.Δ., αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Όταν, όμως, υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνον να απαντήσει σ' αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφασή του. Διαφορετικά, αν δηλαδή παραλείψει να απαντήσει στο ανωτέρω αίτημα ή δεν αιτιολογήσει, ειδικά και εμπεριστατωμένα την τυχόν απορριπτική του απόφαση, δημιουργείται, αντιστοίχως, λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ακρόασης ή έλλειψη αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' Κ.Π.Δ.. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό προς τις παραδοχές του σκεπτικού της απόφασης για την ενοχή, ως αποτελούσα ενιαίο σύνολο μ` εκείνες (Α.Π. 1232/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το εν λόγω αίτημα, μολονότι, όπως τούτο είχε προβληθεί, κατά τα προεκτεθέντα, ήταν αόριστο, αφού δεν προσδιόριζε το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, δηλαδή περί τίνος ακριβώς θέματος θα αποφαινόταν ο γραφολόγος, ούτε συγκεκριμενοποιούντο οι λόγοι που την καθιστούσαν σημαντική και αναγκαία ενόψει της παραδοχής του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ότι οι ένδικες επιταγές έφεραν την υπογραφή του στη θέση του εκδότη και της μη αμφισβήτησης από μέρους του της συμφωνίας περί μεταβολής του χρόνου εκδόσεως. Συνακόλουθα δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ειδικά και αιτιολογημένα στο αίτημα αυτό. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, με το να δεχθεί το δικαστήριο ότι "αλυσιτελώς ο κατηγορούμενος ζητεί εκ νέου τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης", εκ των πραγμάτων δέχθηκε ότι ήταν σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ισχυρισμού του κατηγορουμένου για απαράδεκτο της ποινικής δίωξης ελλείψει εμπρόθεσμης έγκλησης από τα υπάρχοντα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η αιτιολογία δε αυτή, που συμπληρώνεται από το σύνολο των παραδοχών της απόφασης ως προς το παραδεκτό της έγκλησης, είναι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το Δικαστήριο, για την πληρότητά της, άλλα επί πλέον στοιχεία. Επομένως, ο αντίθετος περί των ανωτέρω λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. καθ` όσον με αυτόν πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την με έλλειψη αιτιολογίας απόρριψη του άνω αιτήματος για γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, είναι αβάσιμος.
Οι λοιπές αιτιάσεις, αναγόμενες σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες, γιατί με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-10-2018 (υπ` αριθμό πρωτ.10974/2018) αίτηση του Ν. Ζ. του Α., για αναίρεση της υπ` αριθμό ΒΤ959/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ