Αριθμός 119/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Απριλίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Κ. του Π., κατοίκου .... Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σκοπελίτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.3226/2004 και την 182/2021 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Χ. του Μ., κατοίκου ..., ως ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους Μ. Κ., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-2-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5107/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 261/2020 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-11-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ' αριθ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών (με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών) ..., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 30-11-2021 αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη. Κατά συνέπεια, αφού η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά την διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Με το Ν. 4800/2021 "Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις" επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στη ρύθμιση των σχέσεων γονέων και τέκνων, μετά την διακοπή της συμβίωσης των γονέων τους ή το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου τους, με σκοπό, όπως αναφέρεται και στη σχετική εισηγητική έκθεση, την ενίσχυση της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου με βάση την αρχή της ισότητας των γονέων στις ευθύνες και τα δικαιώματα τους έναντι του τέκνου και με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του. Ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1515, 1518 και 1519 ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, αντίστοιχα, με τα άρθρα 7 παρ. 1, 5, 6, 7 παρ. 2, 8, 9, 11 και 12 του ν. 4800/2021, και οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 1510 παρ.1 ότι "Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Σε περίπτωση όπου η γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης του ενός γονέα, η γονική μέριμνα ανήκει αποκλειστικά στον άλλο. Αν ο ένας από τους γονείς αδυνατεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα για πραγματικούς λόγους ή γιατί είναι ανίκανος ή περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία, την ασκεί μόνος ο άλλος γονέας. Η επιμέλεια όμως του προσώπου του τέκνου ασκείται και από τον ανήλικο γονέα", στο άρθρο 1511 ΑΚ ότι "1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. 2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της.... 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. 4....", στο άρθρο 1512 ΑΚ ότι "Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο", στο άρθρο 1513 ΑΚ ότι: "Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα....", στο άρθρο 1514 ΑΚ ότι "1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα..... 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β)..., γ).... Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για στην άσκηση της γονικής μέριμνας", στο άρθρο 1515 ΑΚ, υπό τον τίτλο "Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους", ότι "Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Όταν το τέκνο αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά με αγωγή που άσκησε ο πατέρας, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα. Αν οι γονείς δεν ζουν μαζί, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1513 και 1514....", στο άρθρο 1518 ΑΚ ότι "Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του....." και στο άρθρο 1519 ΑΚ ότι "Όταν η επιμέλεια ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού. Τα δύο τελευταία εδάφια του άρθρου 1510 και το άρθρο 1512 εφαρμόζονται αναλόγως". Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, ορίζεται πλέον ότι τη γονική μέριμνα οι γονείς δεν την ασκούν μόνο από κοινού αλλά και "εξίσου" (άρθρο 1510), ότι κάθε απόφαση των γονέων ή του δικαστηρίου σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου (άρθρο 1511), ότι στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης, οι δύο γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου την γονική μέριμνα του τέκνου (άρθρο 1513), ότι κατά παρέκκλιση της διάταξης αυτής του άρθρου 1513, που ορίζει την από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας, καθορίζονται οι προϋποθέσεις ρύθμισης με διαφορετικό τρόπο της γονικής μέριμνας με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας των γονέων, με προσφυγή από τον ένα γονέα στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, εάν δεν καταστεί δυνατή τέτοια συμφωνία και, τελικά, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, για την λήψη της οποίας απόφασης ρητά ορίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες, που έκαναν οι γονείς για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1514). Ειδικότερα, το νέο άρθρο 1515 ΑΚ, σε αντίθεση με τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος δικαίου, που έθετε τον πατέρα του παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο και αναγνωρίστηκε, είτε εκούσια είτε μετά από αγωγή που άσκησε ο ίδιος, σε θέση σαφώς δυσμενέστερη από κάθε άλλον πατέρα, εισάγει ουσιωδώς διαφορετική ρύθμιση, αφού, μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον βιολογικό του πατέρα, η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού σύμφωνα με το άρθρο 1510 παρ. 1 του ΑΚ και εάν οι γονείς δεν ζουν μαζί, εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 1513 και 1514 του ΑΚ. Δηλαδή, εφόσον το τέκνο αναγνωρισθεί εκουσίως ή μετά από αγωγή του πατέρα, το τέκνο εξομοιώνεται και ως προς τη γονική μέριμνα με τέκνο που γεννήθηκε σε γάμο. Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας και αποκτά και ασκεί γονική μέριμνα από κοινού με τη μητέρα, όπως εάν υπήρχε γάμος. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αποτελεί και η ονοματοδοσία του ανηλίκου, περί της οποίας οι γονείς αποφασίζουν από κοινού, σε περίπτωση, δε που αυτοί διαφωνούν αποφασίζει το δικαστήριο. Μάλιστα, με τη νέα διάταξη του άρθρου 1519 ΑΚ, επιδιώκεται η εξασφάλιση της συμμετοχής του γονέα, που δεν ασκεί την γονική μέριμνα, σε σημαντικές αποφάσεις για τον ανήλικο, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ονοματοδοσία. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.
Συνεπώς, και οι νέες διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου όπως και οι προϊσχύσασες και ο όρος "βέλτιστο συμφέρον" του τέκνου ταυτίζεται, ουσιαστικά, με την, κατά την προϊσχύσασα διάταξη του ως άνω άρθρου 1511 ΑΚ, έννοια του "συμφέροντος" του τέκνου. Το κανονιστικό περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού. Οι γονείς πρέπει να επιδιώκουν την προαγωγή εξίσου του βραχυπρόθεσμου, του μεσοπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Στις περιπτώσεις που η ταυτόχρονη αυτή επιδίωξη δεν μπορεί να επιτευχθεί στον βέλτιστο βαθμό, πρέπει στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση να επιχειρείται η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση του βραχυπρόθεσμου και του μεσοπρόθεσμου συμφέροντος. Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο συμφέρον του παιδιού είναι συχνά αβέβαιο στον σύγχρονο συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ενόψει της καταστάσεως αυτής η θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού χάριν του μακροπρόθεσμου συμφέροντος μπορεί τελικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να αποβεί αλυσιτελής, εκτός αν κατά την επιδίωξη αυτήν τα μειονεκτήματα από τη θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος αντισταθμίζονται από την κατά το δυνατό βέβαιη προαγωγή του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Η κρίση πάντως αυτή δεν μπορεί να είναι γενική και πρέπει να εκφέρεται κατά τη συγκεκριμενοποίηση του συμφέροντος συγκεκριμένου εκάστοτε παιδιού και ενόψει της λήψης συγκεκριμένης απόφασης που το αφορά και απαιτεί στάθμιση του βραχυπρόθεσμου με το μακροπρόθεσμο συμφέρον. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις (ΑΠ 157/2022). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1218/2006), αν δε η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ` άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 317/2015,ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1218/2006, ΑΠ 1910/2005). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ10/2021, ΑΠ 2090/2017). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 21.7.2015 γεννήθηκε εκτός γάμου το άρρεν τέκνο των διαδίκων, το οποίο ο ενάγων ήδη πριν την γέννηση του είχε αναγνωρίσει ως γνήσιο τέκνο του, με την υπ' αριθμ. ... πράξη εκούσιας αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Πειραιά, Παρασκευής Τσαμάκου. Στην ως άνω αναγνώριση εκ μέρους του ενάγοντος η εναγόμενη συνήνεσε εγγράφως με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη, ενώ επιπλέον χορήγησε στον ενάγοντα ειδική πληρεξουσιότητα για να προβεί σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την ονοματοδοσία του τέκνου. Μετά τη γέννηση του τέκνου τους οι σχέσεις των διαδίκων οξύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια η εναγομένη να προβεί σε ανάκληση της χορηγηθείσας ως άνω πληρεξουσιότητας στον ενάγοντα, με την υπ' αριθμ. ... πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε σε αυτόν στις 31.3.2016. Περαιτέρω, αυτή στις 18.7.2016, ενεργώντας εν αγνοία του ενάγοντος, προχώρησε μονομερώς στην ονοματοδοσία του τέκνου τους με την υπ' αριθμ. ... αίτηση της ενώπιον του αρμόδιου Ληξιαρχείου Αμαρουσίου, δηλώνοντας ως όνομα αυτού το όνομα "Μ.", το οποίο και καταχωρήθηκε στη με αριθμό ... ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου. Ένα χρόνο δε αργότερα, στις 18.6.2017, αυτή βάπτισε το τέκνο με το ίδιο όνομα στον Ι.Ν. Παναγίας Ρόδον Αμάραντον στον Πειραιά, κατά το Χ.Ο. δόγμα. Το όνομα αυτό η εναγόμενη υποστηρίζει, ότι επέλεξε χάριν του συνονόματου πατέρα της, ο οποίος εξ αρχής της συμπαραστάθηκε υλικά και ηθικά στην ανατροφή του τέκνου της, δοθέντος ότι η ίδια δεν εργάζεται και στερείται οικονομικών πόρων. Εντούτοις, ο ενάγων, ο οποίος μετά τη εκούσια αναγνώριση του τέκνου απέκτησε τη γονική μέριμνα του και ως εκ τούτου έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να αποφασίζει από κοινού με την εναγομένη για την ονοματοδοσία του, διαφωνεί με την ως άνω επιλογή της εναγόμενης και επιθυμεί να δοθεί στο τέκνο το όνομα του αποβιώσαντος πατέρα του, "Π.", για το οποίο η τελευταία ήταν αρχικά σύμφωνη, όσο ήταν ακόμα μαζί και για τον λόγο δε αυτό άλλωστε του είχε χορηγήσει την ως άνω πληρεξουσιότητα να ρυθμίσει, μεταξύ άλλων, και το θέμα της ονοματοδοσίας του υιού τους. Συντρέχει, επομένως, νόμιμη περίπτωση προσδιορισμού αυτής από το Δικαστήριο, που αποφασίζει με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του τέκνου.
Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα "Μ.", εξαρχής από την μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό της περιβάλλον, και στη συνέχεια και στο παιδικό σταθμό, που παρακολουθεί, με συνέπεια να το έχει ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητας του. Αντιθέτως "Π." το αποκαλούν μόνον ο εναγόμενος και οι συγγενείς του στα πλαίσια της αραιής κατά παραδοχή του ιδίου (και λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης, όπως αυτός ισχυρίζεται) προσωπικής επικοινωνίας που έχουν μαζί του, (....). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι τυχόν αντικατάσταση του δοθέντος σε αυτό ονόματος με το αιτούμενο δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου, καθόσον θα του δημιουργήσει σοβαρή σύγχυση στη ταυτότητα του. Περαιτέρω, η πρόκριση της λύσης της διπλής ονοματοδοσίας "Μ.-Π.", όπως ο εκκαλών οψίμως προτείνει με την έφεσή του, ομοίως δεν κρίνεται ενδεδειγμένη στη προκειμένη περίπτωση, ενόψει του κινδύνου που εγκυμονεί για την ομαλή διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ανηλίκου, καθόσον θεωρείται βέβαιο, ότι καθένας εκ των διαδίκων, (ενόψει μάλιστα και των ιδιαίτερα κακών μεταξύ τους σχέσεων, όπως μαρτυρά και η ανταλλαγή μεταξύ τους εξωδίκων οχλήσεων αλλά και η υποβολή μηνύσεων σε βάρος του ενάγοντος από την εναγόμενη για παραβίαση της ορισθείσας δικαστικώς, δυνάμει της υπ' αριθμ. 585/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υποχρέωσης του περί διατροφής του ανηλίκου τέκνου, ποσού 250 ευρώ μηνιαίως), θα επιμένει να αποκαλεί το τέκνο με το όνομα της δικής του προτιμήσεως. Τον κίνδυνο δε αυτό επισημαίνει άλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων στις από 25-4-2018, νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του (...). Εν όψει όλων των ανωτέρω δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ονοματοδοσίας, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τους λόγους της έφεσης του" . Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε να δοθεί στο ανήλικο τέκνο του το όνομα "Π.", ως αβάσιμη στην ουσία της.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ως προς το ουσιώδες ζήτημα του, προς το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, καθορισμού του κυρίου ονόματος αυτού, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1510-1515 και 1519 του ΑΚ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4800/2021 και ορίζουν ότι αμφότεροι οι γονείς ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε εκτός γάμου των γονέων, καθόσον, ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην απόφαση τα αναγκαία, για τη σωστή εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει να δοθεί σ' αυτό το όνομα "Μ.", αφού α) από την αρχή της ζωής του προσφωνείται με το όνομα αυτό, με αυτό έχει καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές του σχέσεις και σ' αυτό με προθυμία ανταποκρίνεται, β) αποτελεί το παραπάνω όνομα μέρος της προσωπικής του ταυτότητας και γ) σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής ή τροποποίησης αυτού (προσθήκη και δευτέρου ονόματος) εγκυμονεί κινδύνους για την ομαλή διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας αυτού (ανηλίκου), οι παραδοχές δε αυτές πληρούν το πραγματικό και των νέων διατάξεων ως προς το ζήτημα της ονοματοδοσίας του ανηλίκου, τις οποίες έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, δεν υπάρχει αντίφαση στην παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι από την πλευρά της πατρικής οικογένειας το τέκνο προσφωνείται με το όνομα της επιλογής του αναιρεσείοντος "Π.", αφού αυτό είναι και το ζήτημα στο οποίο έγκειται η διαφωνία των διαδίκων. Επομένως ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ` αυτά (ΟλΑΠ 2/2008). Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ` ΚΠολΔ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2005), αφού μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης. (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 136/2022, ΑΠ 600/2021, ΑΠ 1205/2017). Το αποδεικτικό μέσο θα πρέπει να είχε προσκομισθεί στο δικαστήριο από οποιονδήποτε διάδικο παραδεκτά (ΑΠ 1034/1993). Κατά το άρθρο 444 αρ. 3 ΚΠολΔ, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Η επίκληση και η προσκομιδή μαγνητοταινίας ως ιδιωτικού εγγράφου, κατά το άρθρο 444 αρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει να συνοδεύεται με ποινή, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 ΚΠολΔ, απαραδέκτου, από έγγραφο κείμενο το οποίο να περιέχει τις αποτυπωθείσες στη μαγνητοταινία ομιλίες, από κοινού με πιστοποίηση αρμόδιου οργάνου, όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων) που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο υπό τις προϋποθέσεις που λαμβάνεται υπόψη κάθε έγγραφο (ΑΠ 1133/2013, ΑΠ 228/2012). Στην έννοια των μηχανικών απεικονίσεων περιλαμβάνεται κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων, που πραγματοποιείται με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο. Έτσι, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 444 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠολΔ, θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα και οι ψηφιακοί οπτικοί δίσκοι (ΑΠ 845/2018), οι οποίοι και λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο με τις προϋποθέσεις που λαμβάνεται υπόψη κάθε ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 846/2017, ΑΠ 813/2010 σχετικά με βιντεοταινίες ή βιντεοκασέτες και οπτικοακουστικούς δίσκους/DVD). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11γ` άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα από αυτόν αποδεικτικά στοιχεία, που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης: Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη του α) την υπ' αριθ. 5232/2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του αναιρεσείοντος Α. Κ. β) την κατάθεση του μάρτυρος στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και γ) τους δύο ψηφιακούς δίσκους ήχου και εικόνας (CD). Ωστόσο, από τη βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφαση ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη και όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και από τους διαδίκους έγγραφα, και ιδιαίτερα από τις παραδοχές της απόφασης που αφορούν τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος οι οποίοι απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση εκάστου εξ αυτών και να καθορίσει τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Ειδικότερα δε στη προσβαλλομένη αναφέρεται ρητώς ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του έλαβε υπόψη την υπ' αριθ. 5232/2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του αναιρεσείοντος Α. Κ. και την κατάθεση του μάρτυρος στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Όσον αφορά τους ψηφιακούς δίσκους που αυτός προσκόμισε, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, οι ως άνω ψηφιακοί δίσκοι δεν ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο και δεν συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, διότι προσκομίσθηκαν απαράδεκτα, καθόσον δεν συνοδεύονταν από έγγραφο κείμενο, το οποίο να περιέχει το αποτυπωθέν στους ψηφιακούς δίσκους και επικαλούμενο από αυτόν βιοτικό συμβάν των γενεθλίων του τέκνου τους με πιστοποίηση αρμοδίου οργάνου που να βεβαιώνει την ακρίβειά της μεταφοράς. Κατόπιν αυτού, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Παράβολο δεν καταβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα, λόγω του ότι ως πολίτης χαμηλού εισοδήματος του παρασχέθηκε με την υπ' αριθ. 182/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου νομική βοήθεια και έχει απαλλαγεί της καταβολής παραβόλου. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του αναιρεσείοντος, καθόσον η αναιρεσίβλητη δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της αίτησης και δεν υπεβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα (άρθ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-11-2021 αίτηση του Ν. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 261/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ