Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 204 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απιστία.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για απιστία. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 204/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 79/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ, κατοίκου ..., και 2. Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΒΒ Unterstutzungseinrichtung GmbH", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 953/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 314/30.9.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας , σύμφωνα με το άρθ. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 6/15-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Ρόδου Ι. Χαρίτο σύμφωνα με την από 12-6-2009 νομότυπη εξουσιοδότηση προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται, κατά του 79/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το 78/2008 βούλευμά του παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου για να δικαστεί για: α) εξακολουθητική υπεξαίρεση από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αντικειμένου άνω των 15.000 Ευρώ και β) εξακολουθητική απιστία με περιουσιακή ζημιά που υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ.
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου μετά από έφεση του κατηγορουμένου: α) αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του για την πράξη της υπεξαίρεσης και β) απέρριψε την έφεση αυτού για την δεύτερη πράξη και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, με την μορφή που παρέθεσε στο διατακτικό του , για να δικαστεί γι' αυτή.
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 10-6-2009, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του αρχ/κα ... του Α.Τ. ..., και αυτός στις 15-6-2009 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (αρθ. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Δωδεκανήσου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ι. Χαρίτου, σύμφωνα με την από 12-6-2009 νομότυπη εξουσιοδότησή του προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται. Ο κατηγορούμενος με την παραπάνω αίτηση αναιρέσεώς του στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος και ζητά την εξαφάνισή του για : α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως ( αρθ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και ε' του ΚΠΔ).
Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθ. 390 του ΠΚ, όπως αντ. από το αρθ. 36 παρ. 2 του Ν. 2172/93 και 36 παρ. 2 του Ν. 3242/24-5-2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη". Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο υπαίτιος: α) να έχει νομότυπη αντιπροσωπευτική εξουσία β) να υλοποιεί αυτή προς τα έξω δηλ. προς τρίτους γ) να υπερβαίνει τα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας που του έχουν τεθεί και γ) εν γνώσει του, χωρίς πρόθεση ιδιοποίησης, να προκαλεί συγκεκριμένη βλάβη στην περιουσία που διαχειρίζεται παραβιάζοντας τους κανόνες καλής επιμέλειας και διαχείρισης της ξένης περιουσίας. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η προστασία της περιουσίας του αντιπροσωπευόμενου από εξωτερικές καταχρηστικές ενέργειες του αντιπροσώπου - διαχειριστή. Υποκείμενο του εγκλήματος αυτού μπορεί να είναι και ο διαχειριστής ανώνυμης εταιρείας ο οποίος παραβιάζει την προς τα έξω αντιπροσωπευτική εξουσία που έχει από το καταστατικό και τις σχετικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου ή της γενικής συνελεύσεως δημιουργώντας απαιτήσεις τρίτων προς την εταιρεία για ανύπαρκτη αιτία και έτσι με τον τρόπο αυτό ζημιώνει εν γνώσει του την περιουσία της προς όφελος των τρίτων (ΑΠ 460/1990 ΠΧ' 1990.1135, ΑΠ 1318/1991 ΠΧ' 1992.238, ΑΠ 1284/98 ΠΧ' 1999.702, Ανδρουλάκης "Η απιστία " ΠΧ' 1975 σελ. 161 και επ.). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρθ. 93 παρ. 3 του Σ. και 139 του Κ.Π.Δ.), χωρίς την οποία υπάρχει λόγος αναιρέσεώς του (αρθ. 484 παρ. 1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ), όταν: α) αναφέρονται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά σχηματισμό της κενά για την αντικειμενική και υποκειμενική συγκρότηση του εγκλήματος β) τα αποδεικτικά στοιχεία των πραγματικών αυτών περιστατικών γ) οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε και δ) οι επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά στο παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να προσδιορίζονται κατά το είδος τους όλα τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και αναφορά για το ποια περιστατικά προέκυψαν από το καθένα χωριστά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε ο προσδιορισμός της βαρύτητας καθενός στον σχηματισμό τη δικανικής κρίσεως. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795).
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει , ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/2002 ΠΧ' 2002.689, ΑΠ 510/2002 ΠΧ' 2003.24, ΑΠ 1335/95 ΠΧ' 1996.358).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: To έτος 1996 με το υπ' αριθ. .../21.6.1996 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Τζήμα, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με αριθμό 36580/80/Β/96/39, και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθ. 7493/14.11.1996 ΦΕΚ, ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΡΟΔΟΥ Α.Ε" και με τον διακριτικό τίτλο "ΑΙΟΛΟΣ ΑΕ" με έδρα τον ... του Δήμου ... Κύριος σκοπός της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, ήταν η ίδρυση, κατασκευή και εκμετάλλευση του Αιολικού Πάρκου στη θέση ... της Κοινότητας ..., καθώς και η παραγωγή, εκμετάλλευση και πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά το άρθρο 19 του καταστατικού της η εταιρία διοικείται από διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από τρία έως επτά μέλη, τα οποία εκλέγει η γενική συνέλευση των μετόχων για χρόνο πέντε ετών. Περαιτέρω, με το από 3.12.2003 προσύμφωνο πώλησης μετοχών η γερμανικού δικαίου εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ABB Unterstutzungseinrichtung GmbH", η οποία ήταν η κυριότερη μέτοχος της "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε" υποσχέθηκε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΝΕΡΓΕΙΑ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" και τo διακριτικό τίτλο "ΕΝΕΛΟΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" να της πωλήσει τις μετοχές της έως την 30.5.2004 και ανέλαβε την υποχρέωση να συγκαλέσει γενική συνέλευση για την εκλογή νέου τετραμελούς διοικητικού συμβουλίου, ένα από τα μέλη των οποίων θα διοριζόταν από τη δεύτερη των ανωτέρω εταιριών. Προς εφαρμογή των παραπάνω την 22.12.2003 συγκλήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων, η οποία αποφάσισε ότι το διοικητικό συμβούλιο της "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", θα είναι τετραμελές με θητεία έως την 30.6.2005 ενώ με το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του τετραμελούς πλέον διοικητικού συμβουλίου αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα αποτελούμενο από τους Χ, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο (τον κατηγορούμενο), ΑΑ, αντιπρόεδρο, ΒΒ και Ψ, μέλη (ΦΕΚ 2343/19.3.2004). Ο ΑΑ διορίστηκε από την εταιρία "ΕΝΕΛΟΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος δικαιώματος της. Επίσης ορίσθηκε ότι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπεί την εταιρία και τη δεσμεύει με μόνη την υπογραφή του για υποχρεώσεις κατώτερες του ποσού των 30.000 ευρώ, ενώ για την ανάληψη μεγαλύτερων υποχρεώσεων απαιτείτο η συνυπογραφή του αντιπροέδρου, του διοικητικού συμβουλίου Επειδή όμως τελικά δεν επιτεύχθηκε η σύναψη σύμβασης πώλησης των μετοχών της πρώτης στη δεύτερη των παραπάνω εταιριών ο υποδειχθείς από την τελευταία αντιπρόεδρος, ΑΑ, του διοικητικού συμβουλίου παραιτήθηκε σιωπηρά σε απροσδιόριστο ακριβώς χρόνο αλλά σε κάθε περίπτωση πριν από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 απέχοντας από την άσκηση των καθηκόντων του. Υπό την ιδιότητα του αυτή αλλά και ατομικώς ενεργώντας ο Χ εξέδωσε, το χρονικό διάστημα από 10-9-2004 έως 20-12-2004, τις πιο κάτω αναφερόμενες επιταγές, χωρίς να υπάρχει καμία οφειλή της εν λόγω εταιρίας από την δραστηριότητά της, στα πρόσωπα τα οποία κατέστησαν κομιστές των εν λόγω επιταγών, δεδομένου μάλιστα ότι στις περισσότερες από αυτές, ήταν ο ίδιος ο εις διαταγή κομιστής. Οι επιταγές αυτές ήταν οι ακόλουθες:
1] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-9-2004 για ποσό 50.000 ευρώ πληρωτέα από την Τράπεζα EFG Eurobank-Ergasias σε διαταγή του ιδίου, 2] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 3] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 4] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 5] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 28-10-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 6] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-10-2004 για ποσό 22.500 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 7] υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 25-11-2004 για ποσό 30.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 8] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 25-11-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 9] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-11-2004 για ποσό 15.300 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 10] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 9-12-2004 για ποσό 50.000 ευρώ πληρωτέα από την Τράπεζα EFG Eurobank-Ergasias σε διαταγή του ΓΓ, 11] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 5-12-2004 για ποσό 19.800 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 12] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 5-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 13] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 14] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 20.200 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 15] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 16] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 17] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 18] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 15.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 19] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 20-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ταυ ιδίου, 20] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 20-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου και 21] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα ποσό 15.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου. Περί τις αρχές Ιανουαρίου του 2005, η εταιρία "ΑΙΟΛΟΣ AB", έγινε δέκτης παραπόνων από λήπτες και κομιστές των παραπάνω επιταγών, επειδή τις εμφάνισαν στις πληρώτριες τράπεζες και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Κατόπιν αυτών την 28-1-2005 ο Ψ, δικηγόρος, κάτοικος ... της ... και η εταιρία με την επωνυμία "ABB Unterstutzungseingighti GmbH" με έδρα το ... της ..., νόμιμα εκπροσωπούμενη, κατέθεσαν έγκληση και ασκήθηκε η προαναφερόμενη ποινική δίωξη. Για όλες τις επιταγές εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής. Η έκδοση της πρώτης, της έβδομης και της δέκατης από τις πιο πάνω επιταγές, που ως ποσά είχαν αντίστοιχα 50.000 ευρώ, 30.000 ευρώ και 50.000 ευρώ, έγινε, κατά τα ανωτέρω, κατά παράβαση της από 22.12.2003 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων, αφού δεν έφεραν και την απαιτούμενη υπογραφή του ΑΑ, και για τον λόγο αυτό οι εκδοθείσες διαταγές πληρωμής, μετά από ανακοπές της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ", ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου Περαιτέρω, και όσον αφορά τις επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος, σε διαταγή του, αποδείχθηκε ότι με βάση το άρθρο 20 παρ. 3 του καταστατικού της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", το διοικητικό συμβούλιο είχε το δικαίωμα να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (πλην αυτών που απαιτούσαν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αναθέσεως αυτής, με τον πρόσθετο όρο, ότι οι αρμοδιότητες αυτές του διοικητικού συμβουλίου τελούν υπό την επιφύλαξη τον άρθρων 10 και 23 του ν. 2190/1920, σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 26 του αυτού καταστατικού, δάνεια της εταιρίας προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και η παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ' οιονδήποτε τρόπο ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονταν απολύτως και ήταν άκυρα, ενώ για οποιαδήποτε άλλη σύμβαση μεταξύ της εταιρίας και των προσώπων αυτών, χρειάζονταν απαραίτητα προηγούμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης. Ενόψει αυτών οι προαναφερθείσες επιταγές, δεν δέσμευαν την εταιρία "AIΟΛΟΣ Α.Ε", για τον λόγο ότι η αξιογραφική ενοχή που γεννήθηκε με την υπογραφή και οπισθογράφησή τους, περιείχε τα στοιχεία της απαγορευμένης αυτοσύμβασης, αφού δικαιούχος της απαίτησης από τις επιταγές ήταν ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας υπέγραψε και στην θέση του εκδότη, θέτοντας την εταιρική σφραγίδα. Εφόσον δε η έκδοση ή οπισθογράφηση των επιταγών με αυτοσύμβαση δεν είχε επιτραπεί από την εταιρία "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", στον ως άνω πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ήταν ανίσχυρες για την εταιρία και δεν τη δέσμευε ως αντίθετη στα συμφέροντα της και εκτός των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών και των πελατών της, αφού με την έκδοση των ανωτέρω επιταγών δεν εκπληρώθηκαν κάποιες υποχρεώσεις της προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ή κάποιον πελάτη της. Σε κάθε περίπτωση δεν είχε χορηγηθεί η απαιτούμενη ειδική άδεια από τη γενική συνέλευση για την οπισθογράφηση επιταγής εκδόσεως της εταιρίας προς τον ίδιο τον πρόεδρο της, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του καταστατικού. Κατόπιν τούτων οι εν λόγω επιταγές ήταν ανίσχυρες και ακυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής που εκδόθηκαν για αυτές, από το ίδια ως άνω δικαστήριο, (το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου), μετά από ανακοπές της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε". Όσον αφορά την δωδέκατη, την δεκάτη τρίτη και την δεκάτη έκτη από τις πιο πάνω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος σε διαταγή του ΓΓ, προκύπτει από τις μαρτυρικές καταθέσεις ότι καμία πραγματική συναλλαγή δεν είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ της εταιρίας και του ΓΓ, και ως εκ τούτου και οι επιταγές ήταν ανίσχυρες και δεν δέσμευαν την εταιρία, και για τον λόγο αυτό, ακυρώθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, οι διαταγές πληρωμής που είχαν εκδοθεί. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού με τις ενέργειές του αυτές ο κατηγορούμενος ζημίωσε την δεύτερη εγκαλούσα και την εταιρία ΑΙΟΛΟΣ ΑΕ, με το ποσό των επιταγών που ανέρχεται σε 510.300 ευρώ, το οποίο συσσώρευσε ως χρέος στην εταιρία, η οποία για να απαλλαγεί από αυτό έπρεπε να εμπλακεί σε μακροχρόνιους και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες με τους κομιστές των επιταγών, και θα πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αφού γίνει επαναδιατύπωση της κατηγορίας.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, προκειμένου να δικασθεί για εξακολουθητική απιστία με ζημιά που υπερβαίνει τις 15.000 Ευρώ.
Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου για το κεφάλαιο της απιστίας, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή: α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 390 εδαφ. α' και β' του Π.Κ., γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη αυτή, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει ρητά: Α) την προς τα έξω αντιπροσωπευτική εξουσία που είχε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με βάση το καταστατικό, τις αποφάσεις του Δ.Σ. και της Γ.Σ. της εταιρείας Β) την μορφή με την οποία αυτός παραβίασε την εξουσία αυτή με την έκδοση: α) τριών επιταγών ποσού ανώτερου από αυτό που είχε δικαίωμα β) δεκατεσσάρων επιταγών σε διαταγή του ίδιου χωρίς νόμιμη αιτία και γ) τριών επιταγών σε διαταγή τρίτου χωρίς νόμιμη αιτία Γ) την ζημιά που προκλήθηκε τόσο από το μη οφειλόμενο κεφάλαιο των επιταγών που έπρεπε να πληρωθεί όσο και από τον κίνδυνο που προέκυψε και τις δικαστικές δαπάνες που χρειάστηκαν για την ανατροπή των διαταγών πληρωμής που εκδόθηκαν και Δ) τον άμεσο δόλο αυτού να ζημιώσει την περιουσία της Α.Ε. ΑΙΟΛΟΣ που συνάγεται τόσο από την σαφή εκτός αντιπροσωπευτικής εξουσίας έκδοση των επιταγών συνολικού ύψους 510.300 ευρώ και μάλιστα χωρίς νόμιμη αιτία όσο και από την έκδοση σχετικών διαταγών πληρωμής αυτών.
Τέλος το βούλευμα: Α) ερμηνεύει σωστά την διάταξη περί απιστίας του αρθ. 390 του Π.Κ. αφού στην περιουσιακή ζημιά αναφέρει ότι περιλαμβάνεται τόσο η δημιουργία χρεών με την έκδοση επιταγών προς τρίτους χωρίς νόμιμη αιτία όσο και η εμπλοκή σε δικαστικό αγώνα και οι δαπάνες για την διεξαγωγή του ώστε να εξαλειφθούν οι απαιτήσεις για την είσπραξη των εικονικών χρεών από τους τρίτους και Β) ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στην διάταξη αυτή.
Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (αρθ. 583 παρ. 1 , όπως αντ. από το αρθ. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το αρθ. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η 6/15-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του 79/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και
Β) Να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 15 Ν. 3242/24.5.2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών". Από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει το έγκλημα της απιστίας, προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω εγκλήματος είναι η παρά του υπαιτίου, χωρίς σκοπό νοσφισμού, κατά την επιμέλεια ή διαχείριση ξένης περιουσίας που του έχει ανατεθεί από το νόμο ή με δικαιοπραξία, εν γνώσει επαγωγή ζημίας στην περιουσία αυτή, δια καταχρήσεως της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του, με ενέργεια εξωτερική. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως, δηλαδή αγαθών κάθε είδους, κινητών (μεταξύ των οποίων και το χρήμα), ακινήτων, απαιτήσεων, δικαιωμάτων κλπ., βλάβη δε (ζημία) της περιουσίας είναι η μείωση της που επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεως της από τον δράστη και της αξίας της περιουσίας που απομένει μετά τη διάθεση αυτής. Περιουσιακή βλάβη στην απιστία, όπως και επί απάτης, μπορεί να συνιστά και η απλή συγκεκριμένη διακινδύνευση της υπό διαχείριση περιουσίας, όταν προκαλεί μείωση της ενεστώσας αξίας αυτής, έτσι ώστε να μπορεί να αποτιμηθεί ως ήδη επελθούσα βλάβη. Για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού απαιτείται άμεσος δόλος. Δράστης, επομένως, είναι εκείνος ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος είτε επιδιώκει, είτε προβλέπει τουλάχιστον ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του την πρόκληση ζημίας στην υπό διαχείριση ξένη περιουσία και αποδέχεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, όπου συμπληρωματικά αναφέρεται η εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς και να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο εβάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της κρίσεως του Συμβουλίου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 79/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο Ρόδου, ρθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος απιστίας κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, τελεσθείσα από 10.9.2004 μέχρι 20.12.2004, ήτοι μετά την αντικατάσταση όπως ανωτέρω του α'ρθρου 390 Π.Κ. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα του εισαγγελική πρόταση, τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται τα ακόλουθα:
Το έτος 1996 με το υπ' αριθ. .../21.6.1996 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Τζήμα, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με αριθμό 36580/80/Β/96/39, και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθ. 7493/14.11.1996 ΦΕΚ, ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΡΟΔΟΥ Α.Ε" και με τον διακριτικό τίτλο "ΑΙΟΛΟΣ ΑΕ" με έδρα τον ... του Δήμου ... Κύριος σκοπός της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, ήταν η ίδρυση, κατασκευή και εκμετάλλευση του Αιολικού Πάρκου στη θέση ... της Κοινότητας ..., καθώς και η παραγωγή, εκμετάλλευση και πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά το άρθρο 19 του καταστατικού της η εταιρία διοικείται από διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από τρία έως επτά μέλη, τα οποία εκλέγει η γενική συνέλευση των μετόχων για χρόνο πέντε ετών. Περαιτέρω, με το από 3.12.2003 προσύμφωνο πώλησης μετοχών η γερμανικού δικαίου εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑΒΒ Unterstuezungseinrichtung GmbH", η οποία ήταν η κυριότερη μέτοχος της "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε." υποσχέθηκε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΝΕΡΓΕΙΑ -ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "ΈΝΕΛΟΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" να της πωλήσει τις μετοχές της έως την 30.5.2004 και ανέλαβε την υποχρέωση να συγκαλέσει γενική συνέλευση για την εκλογή νέου τετραμελούς διοικητικού συμβουλίου, ένα από τα μέλη των οποίων θα διοριζόταν από τη δεύτερη των ανωτέρω εταιριών. Προς εφαρμογή των παραπάνω την 22.12.2003 συγκλήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων, η οποία αποφάσισε ότι το διοικητικό συμβούλιο της "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", θα είναι τετραμελές με θητεία έως την 30.6.2005 ενώ με το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του τετραμελούς πλέον διοικητικού συμβουλίου αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα αποτελούμενο από τους Χ, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο (τον κατηγορούμενο), ΑΑ, αντιπρόεδρο, Β και Ψ, μέλη (ΦΕΚ 2343/19.3.2004). Ο ΑΑ διορίστηκε από την εταιρία "ΕΝΕΛΟΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ" κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος δικαιώματος της. Επίσης ορίσθηκε ότι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπεί την εταιρία και τη δεσμεύει με μόνη την υπογραφή του για υποχρεώσεις κατώτερες του ποσού των 30.000 ευρώ, ενώ για την ανάληψη μεγαλύτερων υποχρεώσεων απαιτείτο η συνυπογραφή του αντιπροέδρου, του διοικητικού συμβουλίου Επειδή όμως τελικά δεν επιτεύχθηκε η σύναψη σύμβασης πώλησης των μετοχών της πρώτης στη δεύτερη των παραπάνω εταιριών ο υποδειχθείς από την τελευταία αντιπρόεδρος, ΑΑ, του διοικητικού συμβουλίου παραιτήθηκε σιωπηρά σε απροσδιόριστο ακριβώς χρόνο αλλά σε κάθε περίπτωση πριν από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 απέχοντας από την άσκηση των καθηκόντων του. Υπό την ιδιότητα του αυτή αλλά και ατομικώς ενεργώντας ο Χ εξέδωσε, το χρονικό διάστημα από 10-9-2004 έως 20-12-2004, τις πιο κάτω αναφερόμενες επιταγές, χωρίς να υπάρχει καμία οφειλή της εν λόγω εταιρίας από την δραστηριότητά της, στα πρόσωπα τα οποία κατέστησαν κομιστές των εν λόγω επιταγών, δεδομένου μάλιστα ότι στις περισσότερες από αυτές, ήταν ο ίδιος ο εις διαταγή κομιστής. Οι επιταγές αυτές ήταν οι ακόλουθες:
1] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-9-2004 για ποσό 50.000 ευρώ πληρωτέα από την Τράπεζα EFG Eurobank - Ergasias σε διαταγή του ιδίου, 2] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 3] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 4] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-9-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 5] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 28-10-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 6] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-10-2004 για ποσό 22.500 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 7] υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 25-11-2004 για ποσό 30.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 8] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 25-11-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 9] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 30-11-2004 για ποσό 15.300 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 10] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 9-12-2004 για ποσό 50.000 ευρώ πληρωτέα από την Τράπεζα EFG Eurobank - Ergasias σε διαταγή του ΓΓ, 11] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 5-12-2004 για ποσό 19.800 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 12] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 5-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 13] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 14] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 20.200 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 15] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 10-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 16] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ΓΓ, 17] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 25.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 18] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 15-12-2004 για ποσό 15.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου, 19] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 20-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή ταυ ιδίου, 20] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα την 20-12-2004 για ποσό 20.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου και 21] η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδοθείσα ποσό 15.000 ευρώ πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα σε διαταγή του ιδίου. Περί τις αρχές Ιανουαρίου του 2005, η εταιρία "ΑΙΟΛΟΣ ΑΒ", έγινε δέκτης παραπόνων από λήπτες και κομιστές των παραπάνω επιταγών, επειδή τις εμφάνισαν στις πληρώτριες τράπεζες και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Κατόπιν αυτών την 28-1-2005 ο Ψ, δικηγόρος, κάτοικος ... της ... και η εταιρία με την επωνυμία "ΑΒΒ Unterstutzungseinrichtung GmbH" με έδρα το ... της ..., νόμιμα εκπροσωπούμενη, κατέθεσαν έγκληση και ασκήθηκε η προαναφερόμενη ποινική δίωξη. Για όλες τις επιταγές εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής. Η έκδοση της πρώτης, της έβδομης και της δέκατης από τις πιο πάνω επιταγές, που ως ποσά είχαν αντίστοιχα 50.000 ευρώ, 30.000 ευρώ και 50.000 ευρώ, έγινε, κατά τα ανωτέρω, κατά παράβαση της από 22.12.2003 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων, αφού δεν έφεραν και την απαιτούμενη υπογραφή του ΑΑ, και για τον λόγο αυτό οι εκδοθείσες διαταγές πληρωμής, μετά από ανακοπές της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ", ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου Περαιτέρω, και όσον αφορά τις επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος, σε διαταγή του, αποδείχθηκε ότι με βάση το άρθρο 20 παρ. 3 του καταστατικού της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", το διοικητικό συμβούλιο είχε το δικαίωμα να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (πλην αυτών που απαιτούσαν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αναθέσεως αυτής, με τον πρόσθετο όρο, ότι οι αρμοδιότητες αυτές του διοικητικού συμβουλίου τελούν υπό την επιφύλαξη τον άρθρων 10 και 23 του ν. 2190/1920, σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 26 του αυτού καταστατικού, δάνεια της εταιρίας προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και η παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ' οιονδήποτε τρόπο ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονταν απολύτως και ήταν άκυρα, ενώ για οποιαδήποτε άλλη σύμβαση μεταξύ της εταιρίας και των προσώπων αυτών, χρειάζονταν απαραίτητα προηγούμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης. Ενόψει αυτών οι προαναφερθείσες επιταγές, δεν δέσμευαν την εταιρία "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", για τον λόγο ότι η αξιογραφική ενοχή που γεννήθηκε με την υπογραφή και οπισθογράφησή τους, περιείχε τα στοιχεία της απαγορευμένης αυτοσύμβασης, αφού δικαιούχος της απαίτησης από τις επιταγές ήταν ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας υπέγραψε και στην θέση του εκδότη, θέτοντας την εταιρική σφραγίδα. Εφόσον δε η έκδοση ή οπισθογράφησή των επιταγών με αυτοσύμβαση δεν είχε επιτραπεί από την εταιρία "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε", στον ως άνω πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ήταν ανίσχυρες για την εταιρία και δεν τη δέσμευε ως αντίθετη στα συμφέροντα της και εκτός των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών και των πελατών της, αφού με την έκδοση των ανωτέρω επιταγών δεν εκπληρώθηκαν κάποιες υποχρεώσεις της προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ή κάποιον πελάτη της. Σε κάθε περίπτωση δεν είχε χορηγηθεί η απαιτούμενη ειδική άδεια από τη γενική συνέλευση για την οπισθογράφησή επιταγής εκδόσεως της εταιρίας προς τον ίδιο τον πρόεδρο της, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του καταστατικού. Κατόπιν τούτων οι εν λόγω επιταγές ήταν ανίσχυρες και ακυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής που εκδόθηκαν για αυτές, από το ίδιο ως άνω δικαστήριο, (το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου), μετά από ανακοπές της εταιρίας "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε". Όσον αφορά την δωδέκατη, την δεκάτη τρίτη και την δεκάτη έκτη από τις πιο πάνω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος σε διαταγή του ΓΓ, προκύπτει από τις μαρτυρικές καταθέσεις ότι καμία πραγματική συναλλαγή δεν είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ της εταιρίας και του ΓΓ, και ως εκ τούτου και οι επιταγές ήταν ανίσχυρες και δεν δέσμευαν την εταιρία, και για τον λόγο αυτό, ακυρώθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, οι διαταγές πληρωμής που είχαν εκδοθεί. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού με τις ενέργειες του αυτές ο κατηγορούμενος ζημίωσε την δεύτερη εγκαλούσα και την εταιρία ΑΙΟΛΟΣ ΑΕ, με το ποσό των επιταγών που ανέρχεται σε 510.300 ευρώ, το οποίο συσσώρευσε ως χρέος στην εταιρία, η οποία για να απαλλαγεί από αυτό έπρεπε να εμπλακεί σε μακροχρόνιους και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες με τους κομιστές των επιταγών, και θα πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αφού γίνει επαναδιατύπωση της κατηγορίας.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής απιστίας κατ' εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα αστυνομική προανάκριση και κυρία ανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 390 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ. όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 15 του Ν. 3242/24-5-2004, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, εντεύθεν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη και των εγγράφων που προσκόμισε ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις του αναιρεσείοντος που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό την μορφή που προεκτέθηκαν και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται και της ζημίας που επεδίωξε να προκαλέσει με την έκδοση των άνω 21 επιταγών συνολικού ποσού 510.300 ευρώ. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι α) το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε το άρθρο 390 Π.Κ. δίνει ενώ δέχεται ότι η έκδοση των άνω επιταγών καμία βλάβη δεν επέφεραν στην "Αίολος Α.Ε." η δε ζημία αυτής εντοπίζεται στις δικαστικές δαπάνες που υπεβλήθη εξαιτίας των μακροχρόνιων δικαστικών αγώνων που έλαβαν χώρα με τους κομιστές των επιταγών και ενώ οι δικαστικές δαπάνες δεν εγένοντο εντός του χρόνου που είχε αυτός την επιμέλεια και διαχώρηση της "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε.", παρά ταύτα παρέπεμψε αυτόν για απιστία και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος β) το βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν κατονομάζει τους δικαστικούς αγώνες ούτε αναφέρει την δικαστική δαπάνη που κατεβλήθη και αν αυτή υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ ώστε να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα η άνω πράξη, είναι αβάσιμες και τούτο διότι, σαφώς στο βούλευμα αναφέρεται, κατά τα προεκτεθέντα, ότι η ζημία που επεδίωξε να προκαλέσει στην "ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε." ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, ο οποίος με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, ενεργώντας καθ' υπέρβασιν εξουσιοδοτήσεως, εξέδωσε τις άνω επιταγές, ανέρχεται στην αξία των επιταγών αυτών συνολικού ποσού 510.300 ευρώ. Η δεύτερη αιτίαση επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηρίζεται αφού το Συμβούλιο εδέχθη κατά τα παραπάνω την άνω ζημία των 510.300 ευρώ. Τα δε περί δικαστικών αγώνων και δικαστικής δαπάνης αφηγηματικώς αναφερόμενα στο βούλευμα δεν είναι αναγκαία στοιχεία για την θεμελίωση του άνω εγκλήματος.
Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος αντίστοιχα, λόγοι αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι άνω πλημμέλειες, αναφορικά με την παραπεμπτική διάταξή του ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής απιστίας κατ' εξακολούθησιν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις στον τρίτο λόγο της αιτήσεως, πλήττουν, από την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών, γιαυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθία, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως πρέπει η αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν στο αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 6/15-6-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 79/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή