Αριθμός 64/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού - Εισηγήτρια, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στον Δήμο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, τελούσας υπό εκκαθάριση, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φλώρα Τριανταφύλλου και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΤΒΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κωστή και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/12/2012 ανακοπή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4091/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2629/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/9/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπόκειται προς κρίση η από 15-9-2017 αίτηση αναίρεσης, με την οποία προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθ. 2629/2017 τελεσίδικη απόφαση του Moνομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την από 2-1-2015 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 4091/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος, που είχε δεχθεί την από 6-12-2012 ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης και είχε ακυρώσει την υπ' αριθ. 12545/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 4.768.985,60 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και συνολικά το ποσό των 5.094.957,34 ευρώ, ενώ δέχτηκε αυτή (έφεση) και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 202 ΑΚ, αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό, παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση. Ενόψει της διάταξης αυτής, ο όρος που περιέχεται στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο πωλητής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια μέσα σε τακτή προς τούτο προθεσμία, όπως είναι και η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής του ακινήτου, δεν προβεί στην εκπλήρωση αυτής, θα δικαιούται ο αγοραστής με απλή δήλωση, κοινοποιούμενη προς τον πωλητή, να θεωρήσει ότι η τεθείσα αίρεση πληρώθηκε, με αποτέλεσμα την παύση της ενέργειας της σύμβασης και την ανατροπή των αποτελεσμάτων της, αποτελεί αναμφίβολα παρεμβολή στη σύμβαση διαλυτικής αίρεσης, υπό την οποία τελεί όχι μόνο η κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας, αλλά και η ενοχική δικαιοπραξία της πώλησης, η οποία αποτελεί, κατά την παραπάνω διάταξη, την νόμιμη αιτία της μεταβίβασης. Όταν δε η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί, γιατί πέρασε άπρακτη η προθεσμία μέσα στην οποία όφειλε ο πωλητής να ενεργήσει, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε και είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 202 του ΑΚ, ανατρέπεται η όλη σύμβαση, τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την εμπράγματη ενέργειά της, με την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει, αν επέλθει το αιρετικό γεγονός και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση και συνεπώς η μεν κυριότητα επανέρχεται στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του (ΑΠ 848/2008, ΑΠ 1017/1988), το δε τυχόν καταβληθέν τίμημα επιστρέφεται στον αγοραστή. Εξάλλου, η διαλυτική αίρεση που τίθεται ως προϋπόθεση της ανατροπής της δικαιοπραξίας μπορεί να είναι είτε τυχαία, όταν δηλαδή η πλήρωσή της εξαρτάται από γεγονότα ανεξάρτητα της βούλησης των συμβαλλομένων είτε και εξουσιαστική, δηλαδή όταν η πλήρωσή της εξαρτάται από την βούληση ενός των συμβαλλομένων (condicio "si voluerim"), είτε και μικτή ήτοι όταν η πλήρωσή της εξαρτάται εν μέρει από τη βούληση ενός εκ των μερών και εν μέρει από άλλα περιστατικά. Επομένως, ενόψει και της εκ του άρθρου 361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατή η συνομολόγηση διαλυτικής αίρεσης με την οποία να ανατρέπεται η σύμβαση πώλησης ακινήτου πράγματος, σε περίπτωση που ο πωλητής δεν προβεί σε ορισμένη ενέργεια μέσα σε τακτή προς τούτο προθεσμία, και η πλήρωσή της να εξαρτηθεί, κατά την βούληση των μερών, και από συγκεκριμένη συμπεριφορά του δικαιούχου αγοραστού, ειδικότερα δε από δήλωσή του ότι επιθυμεί να επέλθει το αποτέλεσμα της ανατροπής, η οποία δήλωση δεν συνιστά άσκηση δικαιώματος υπαναχώρησης, αλλά απλώς συμφωνηθέντα όρο αναγκαίο για την πλήρωση της αίρεσης (ΑΠ 2099/2009, ΑΠ 637/2003). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (OλΑΠ 17/1995). Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (OλΑΠ 7/2002), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ' ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΑΠ 2099/2009, ΑΠ 1878/2007, ΑΠ 263/2007). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις, στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε ( ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 2053/2014). Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1204/2008, ΑΠ 319/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι το Εφετείο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα εξής ουσιώδη: "Η εφεσίβλητη ανακόπτουσα αποτελεί καθολική διάδοχο της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ (άρθρο 15 Ν. 2919/2001) και έχει υποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτής, όσον αφορά την οργάνωση και εκμετάλλευση των Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙ.ΠΕ.) του Ν.4458/1965 καθώς και των Βιομηχανικών Επιχειρηματικών Περιοχών (Β.Ε.ΠΕ.) του Ν. 2545/1997. Μέτοχος της ΕΤΒΑ BΙ.ΠE. ΑΕ είναι κατά ποσοστό 35% το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρίας, εδικαιούτο να διορίζει τρία (3) από τα συνολικώς έντεκα (11) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και να ελέγχει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Μετά την απόσχιση του κλάδου των βιομηχανικών περιοχών, η Ε.Τ.Β.Α. ΑΕ, με τον εναπομείναντα τραπεζικό της κλάδο, συγχωνεύθηκε δια απορροφήσεώς της από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει της υπ' αριθμ. Κ215289/16.12 2003 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία καταχωρήθηκε στο ΜΑΕ στις 16.12.2003 και ανακοίνωση για την ως άνω καταχώρηση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τ.ΑΕ και ΕΠΕ) αριθ. 13319/17.12.2003. Λόγω της εκ του νόμου (άρθρο 15 Ν. 2919/2001) καθολικής διαδοχής, η ΕΤΒΑ BΙ.ΠE. ΑΕ διατήρησε τις αρμοδιότητες οργάνωσης και εκμετάλλευσης των βιομηχανικών περιοχών, όπως αυτές είχαν απονεμηθεί στην Ε.Τ.Β.Α ΑΕ με τους προεκτεθέντες νόμους. Η ίδρυση και οργάνωση των Βιομηχανικών Περιοχών περιλαμβάνει κυρίως την με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης εταιρίας έκδοση της διοικητικής πράξης οριοθέτησης της εδαφικής έκτασης, η οποία θα αναπτυχθεί ως ΒΙ.ΠΕ., την πολεοδόμησή της με την επιμέλεια των διαδικασιών έγκρισης (και τροποποίησης όπου απαιτείται) ρυμοτομικού σχεδίου, τη δημιουργία των απαιτούμενων υποδομών, την επιλογή και χωροθέτηση των επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη θέση στη ΒΙ.ΠΕ., ανάλογα με τα περιβαλλοντικά τους δεδομένα και το είδος της δραστηριότητας τους, ενώ στην έννοια της "εκμετάλλευσης" εντάσσεται η πώληση των εντός ΒΙ.ΠΕ. ακινήτων, η συντήρηση των έργων υποδομής, η εν γένει διοίκηση και διαχείριση της Περιοχής, ο επιμερισμός κοινοχρήστων δαπανών κλπ. Σημειώνεται ότι οι διατάξεις για την ίδρυση, οργάνωση και εκμετάλλευση των ΒΙ.ΠΕ. (Ν.4458/1965) ή την ίδρυση, διοίκηση και διαχείριση των Βιομηχανικών Επιχειρηματικών Περιοχών (Ν. 2545/1997) ή των Επιχειρηματικών Πάρκων (Ν. 3982/2011) εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, που ρυθμίζει την αρμοδιότητα του Φορέα Ίδρυσης και τις σχέσεις των εγκατεστημένων επιχειρήσεων στις οριοθετημένες Βιομηχανικές Περιοχές. Η εκκαλούσα καθής η ανακοπή ανήκει στον γερμανικό όμιλο εμπορικών επιχειρήσεων ..., καθόσον μοναδική της μέτοχος είναι η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... ..." και εδραστηριοποιείτο στην Ελλάδα στο χώρο των καταστημάτων υπεραγοράς (Σούπερ Μάρκετ), διαθέτοντας ιδιόκτητα καταστήματα και διαμετακομιστικά κέντρα (logistics), σε επίσης ιδιόκτητα ακίνητα, που εξυπηρετούσαν τον εφοδιασμό των καταστημάτων αυτών. Στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εκκαλούσης/καθής η ανακοπή συνήφθη σύμβαση αγοραπωλησίας για την οποία συντάχθηκε το υπ'αριθμ. .../3-5-2007 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ... με αριθμό ..., με το οποίο η εφεσίβλητη ανακόπτουσα επώλησε και μεταβίβασε στην εκκαλούσα καθής η ανακοπή τρία ακίνητα (γήπεδα), ήτοι α) ένα γήπεδο εμβαδού 133.018 τμ., εντός του Ο.Τ. ... του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας, έναντι τιμήματος 2.221.400,60 ευρώ, β) ένα γήπεδο εμβαδού 126.062 τμ,, που αποτελεί ολόκληρο το υπ' αριθμ. ... Ο.Τ. του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας, έναντι τιμήματος 2.105.235,40 ευρώ και γ) ένα γήπεδο εμβαδού 26.488 τμ., που αποτελεί ολόκληρο το υπ' αριθμ. ... Ο.Τ. του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ Λάρισας, έναντι τιμήματος 442.349,60 ευρώ, δηλ. το συνολικό τίμημα της εν λόγω συμβάσεως πωλήσεως ανήλθε στο ποσό των 4.768.985,60 ευρώ. Η εκκαλούσα καθής η ανακοπή απέκτησε τα εν λόγω ακίνητα, προκειμένου να ανεγείρει εγκαταστάσεις διακίνησης και αποθήκευσης φορτίων και εμπορευμάτων- διαμετακομιστικό κέντρο (όρος 3 του εν λόγω συμβολαίου), πλην όμως για το σκοπό αυτό ήταν απαραίτητη η προηγούμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Βιομηχανικής Περιοχής Λάρισας, έτσι ώστε τα ανωτέρω τρία γήπεδα να ενοποιηθούν και να αποτελέσουν, ένα οικοδομικό τετράγωνο. Για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε με τον όρο 4 του πωλητηρίου συμβολαίου, ότι η πωλήτρια εταιρία αναλαμβάνει την υποχρέωση να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ Λάρισας, με τρόπο ώστε να ενοποιηθούν το γήπεδο στο υπ' αριθμ. ... O.T. με τα υπ' αριθμ. ... και ... Ο.Τ. με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης της διαδικασίας τους 12 μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί αιτιολογημένα με συμφωνία μεταξύ της πωλήτριας και της αγοράστριας εταιρίας. Με τον όρο 5 της σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι η πώληση τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου εντός της παραπάνω αναφερόμενης συμφωνηθείσας προθεσμίας ή της τυχόν παράτασης αυτής. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου στην πιο πάνω προθεσμία ή την τυχόν παράτασή της, που τίθεται ως διαλυτική ρήτρα του άρθρου 202 ΑΚ υπέρ της αγοράστριας, η τελευταία θα δικαιούται να θεωρήσει με απλή της δήλωση, κοινοποιούμενη εγγράφως στην πωλήτρια, την υπέρ αυτής τιθέμενη αίρεση αυτοδικαίως πληρωθείσα, με αποτέλεσμα την παύση της ενέργειας του συμβολαίου αυτού, την ανατροπή των αποτελεσμάτων αυτού και την αυτοδίκαια επάνοδο της κυριότητας, νομής και κατοχής του πωλούμενου γηπέδου στην πωλήτρια. Η πλήρωση της παραπάνω διαλυτικής αίρεσης θα αποδεικνύεται με συμβολαιογραφική πράξη. Μετά την παρέλευση της αρχικής προθεσμίας (3-5-2008) που συνομολογήθηκε με τον υπ' αριθμ. 4 όρο του ανωτέρω συμβολαίου, και χωρίς να έχει τροποποιηθεί μέχρι τότε το ρυμοτομικό σχέδιο, οι διάδικοι αποφάσισαν από κοινού την παράτασή της, πρωτίστως διότι η εκκαλούσα καθής είχε επιχειρηματικό συμφέρον να πραγματοποιηθεί η επένδυση και να μην ανατραπεί η σύμβαση πωλήσεως και τούτο διότι με την υπ' αριθμ. .../04/30-6-2007 απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β 1842/12-9- 2007) είχε εγκριθεί η υπαγωγή της επένδυσης στις διατάξεις του ν. 3299/2004 και συγκεκριμένα η επιχορήγηση της εκκαλούσης/καθής με το ποσό των 10.050.000 ευρώ για την ενίσχυση της επένδυσης συνολικής ενισχυόμενης δαπάνης ύψους 35.500.000 ευρώ. Έτσι η εκκαλούσα καθής δεν άσκησε το δικαίωμα της να θεωρήσει την προαναφερόμενη αίρεση πληρωθείσα με την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, αλλά αντίθετα, την 21-10-2008, ήτοι πέντε μήνες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η υπ' αριθμ..../21-10-2008 πράξη μερικής διόρθωσης του υπ' αριθμ. .../2007 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Μ., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο ... με αριθμό ..., με την οποία συμφωνήθηκε ότι, πέραν της ανωτέρω τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας, η εφεσίβλητη/ανακόπτουσα εξετάζει και άλλα σχετικά αιτήματα τροποποίησης και μελετά την αναθεώρηση του σχεδιασμού της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας σε εκτεταμένη κλίμακα, με γνώμονα την επίτευξη γενικότερων αναπτυξιακών στόχων, σκοπεύει δε να υποβάλει προς έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες τη σχετική πολεοδομική μελέτη, μετά τη διευθέτηση και κατά περίπτωση ενσωμάτωση όλων των τροποποιήσεων. Για το λόγο αυτό οι διάδικοι συμφώνησαν ο χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης της αναληφθείσας δυνάμει του άρθρου 4 του υπ' αριθμ. .../3-5-2007 συμβολαίου υποχρέωσης της πωλήτριας εταιρίας μετατεθεί για τις 31- 12-2010. Η συμφωνία αυτή έχει αναδρομική ισχύ, ήτοι από την ημέρα λήξης της προθεσμίας (3-5-2008). Κατά τα λοιπά συμφωνήθηκε ό,τι στο υπ' αριθμ. .../2007 συμβόλαιο, δηλ. ότι η αγοραπωλησία τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, εντός της παραπάνω συμφωνηθείσας προθεσμίας της 31-12-2010 ή της τυχόν νέας παράτασης αυτής και ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου στην πιο πάνω προθεσμία ή την τυχόν παράταση της, που τίθεται ως διαλυτική ρήτρα του άρθρου 202 ΑΚ υπέρ της αγοράστριας, αυτή θα δικαιούται να θεωρήσει με απλή της δήλωση, κοινοποιημένη εγγράφως στην πωλήτρια, την υπέρ αυτής τιθέμενη αίρεση αυτοδικαίως πληρωθείσα με αποτέλεσμα την παύση της ενέργειας του συμβολαίου αυτού, την ανατροπή των αποτελεσμάτων αυτού και την αυτοδίκαια επάνοδο της κυριότητας, νομής και κατοχής του πωλούμενου γηπέδου στην πωλήτρια. Μετά την υπογραφή της ανωτέρω διορθωτικής- τροποποιητικής σύμβασης, η ανακόπτουσα έθεσε σε κίνηση, καταρχήν εσωτερικά στα τμήματά της (Διεύθυνση Υποστήριξης και Διεύθυνση Πωλήσεων) τη διαδικασία εκπόνησης μελέτης για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της Βιομηχανικής Περιοχής Λάρισας. Η τροποποίηση αυτή θα έπρεπε να λάβει υπ' όψιν της πολλές παραμέτρους όπως: α) να μη θίξει εμπράγματα δικαιώματα ήδη εγκατεστημένων επιχειρήσεων, β) τη μορφολογία του εδάφους, γ) την εμπορευσιμότητα των βιομηχανικών γηπέδων, όπως θα προέκυπταν μετά την τροποποίηση, δ) τη διατήρηση του εκ του Ν. 4458/1965 ισοζυγίου, μεταξύ βιομηχανικών και κοινοχρήστων- κοινωφελών χώρων σε συνδυασμό και με την υπό εγκατάσταση δραστηριότητα της καθ'ης (διαμετακομιστικό κέντρο), η οποία επίσης είχε νομικούς περιορισμούς, ε) τη γενόμενη απαλλοτρίωση εδαφών της ΒΙ.ΠΕ. για τη δημιουργία του αυτοκινητοδρόμου ... κλπ. Τελικά, η εφεσίβλητη/ανακόπτουσα, αφού συγκέντρωσε εσωτερικά όλες τις παραδοχές της ζητούμενης τροποποίησης, ανέθεσε στη μελετητική εταιρία με την επωνυμία "ΧΩΡΟΒΑΤΗΣ ΑΕ", στο πλαίσιο της μεταξύ τους γενικότερης σύμβασης-πλαίσιο με ημερομηνία 24-3-2010 για την "Απογραφή- Ταυτοποίηση και Τακτοποίηση της ακίνητης περιουσίας της ΕΤΒΑ ΒΙ.ΠΕ ΑΕ", την προετοιμασία όλου του φακέλου, που έπρεπε να υποβληθεί στην αρμόδια αρχή, ήτοι στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας, προκειμένου να εγκριθεί η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, κατά τα συμφωνηθέντα. Η ως άνω μελετητική εταιρία εκπόνησε και παρέδωσε στην ανακόπτουσα τη ζητηθείσα μελέτη με τίτλο "Τροποποίηση Εγκεκριμένου Ρυμοτομικού Σχεδίου για την ενοποίηση των Ο.Τ. ..., Ο.Τ. ...και Ο.Τ. ... της ΒΙ.ΠΕ Λάρισας". Στη συνέχεια και σύμφωνα με τον υπ' αριθ. 4 όρο της σύμβασης, ο οποίος προέβλεπε ότι η μελέτη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου θα συμφωνηθεί εγγράφως μεταξύ των συμβαλλομένων πριν την υποβολή της στις αρμόδιες υπηρεσίες, η ανακόπτουσα κάλεσε την καθής η ανακοπή με την υπ' αριθμ. .../2-9-2010 επιστολή της να προσέλθει την 23-9-2010 να υπογράψει δια του νομίμου εκπροσώπου της συμβολαιογραφική πράξη έγκρισης της μελέτης πριν την υποβολή της στην αρμόδια υπηρεσία. Με την ίδια επιστολή ενημέρωσε επίσης αυτήν ότι η πλήρης μελέτη ήταν στη διάθεσή της, προκειμένου να την εξετάσει. Ακολούθως και για να επισπεύσει τη διαδικασία, η ανακόπτουσα υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας Θεσσαλίας (Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας) την υπ' αριθμ. .../6-9-2010 αίτηση για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με όλο τον φάκελο της μελέτης, όπως είχε τεθεί στη διάθεση της εκκαλούσης/καθ'ης η ανακοπή προς έγκριση. Η τελευταία παρέλαβε τα στοιχεία της μελέτης στις 17-9-2010, ενώ με την από 20-9-2010 επιστολή της ζήτησε να οριστεί νέα ημερομηνία για την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης έγκρισης της μελέτης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου για εσωτερικούς λόγους σχετικούς με τη νομιμοποίηση της. Η εφεσίβλητη ανακόπτουσα, δεχόμενη το αίτημά της, όρισε νέα ημερομηνία για την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης έγκρισης της μελέτης την 1-10-2010, κατά την οποία, όμως, δεν εμφανίστηκε η εκκαλούσα/καθής, όπως βεβαιώνεται στην υπ' αριθμ. 5.396/1-10-2010 πράξη μη εμφανίσεως της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Μ.. Το γεγονός τούτο δεν επηρέασε την έγκριση της μελέτης, αφού με την πράξη αυτή και σύμφωνα με τον υπ' αριθ. 4 όρο της συμβάσεως, η μελέτη θεωρήθηκε εγκεκριμένη από την καθ'ης-αγοράστρια και αμέσως μετά η εφεσίβλητη ανακόπτουσα ενημέρωσε την αρμόδια υπηρεσία, ότι η μελέτη αυτή που είχε υποβληθεί στις 6-9-2010 ήταν αυτή που θα εξήταζε. Στη συνέχεια, η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας Θεσσαλίας με το από 15-10-2010 έγγραφο της ενημέρωσε την ανακόπτουσα ότι μετά από έλεγχο του φακέλου της μελέτης έπρεπε να συμπληρωθεί αυτός και με πρόσθετα στοιχεία (μελέτη γεωλογικής καταλληλότητας, περιβαλλοντική αδειοδότηση της μελέτης τροποποίησης, διορθώσεις στο διάγραμμα κλπ.). Ακολούθως και μετά την ανταλλαγή εγγράφων με την αρμόδια υπηρεσία, με τα οποία αφενός μεν η ανακόπτουσα επέμενε στη μη αναγκαιότητα προσκομίσεως κάποιων εκ των πρόσθετων στοιχείων, αφετέρου δε η αρμόδια υπηρεσία, αφού αποδέχθηκε τις λοιπές παρατηρήσεις της ανακόπτουσας, επέμενε στην αναγκαιότητα υποβολής της μελέτης γεωλογικής καταλληλότητας, την οποία η ανακόπτουσα, παρά τις αντιρρήσεις της, προσκόμισε προς αποφυγή περαιτέρω καθυστέρησης, εκδόθηκε τελικά η υπ' αριθμ. .../4-3-2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας- Στερεάς Ελλάδας, με την οποία τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας, όπως υπεβλήθη από την ανακόπτουσα και αφορούσε στην ενοποίηση των Ο.Τ. με αριθ. ..., ... και ... Η απόφαση αυτή με τα συνοδευτικά της σχεδιαγράμματα δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ τεύχος ΑΑΠ αριθμός .../30-3-2011. Εν τω μεταξύ, η εκκαλούσα/καθ'ης στις 3-1-2011, κοινοποίησε στην ανακόπτουσα την υπό ιδία ημερομηνία εξώδικη δήλωση της, με την οποία, αφού ανέφερε ότι μέχρι την 31-12-2010 δεν είχε δημοσιευτεί στο ΦΕΚ απόφαση για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ Λάρισας, της δήλωνε ότι θεωρεί την ως άνω διαλυτική αίρεση πληρωθείσα, όπως είχε δικαίωμα, σύμφωνα με τον υπ' αριθ. 5 όρο του πωλητηρίου συμβολαίου. Η διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι συνιστά διαλυτική αίρεση...Η πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία δεν καταλαμβάνει μόνο την εμπράγματη, αλλά και την ενοχική δικαιοπραξία, η οποία άλλωστε αποτελεί και τη νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως, επιφέρει την ανατροπή τόσο της μίας, όσο και της άλλης συμβάσεως και την αυτοδίκαιη επάνοδο της κυριότητος του ακινήτου στον πωλητή, ο οποίος μπορεί και χωρίς προηγουμένη υπαναχώρηση να διεκδικήσει το ακίνητο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη διατύπωση του άρθρου 5 του κρίσιμου πωλητηρίου συμβολαίου, που περιελήφθη και στην ανωτέρω πράξη διόρθωσης αυτού, συνάγεται σαφώς ότι η πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, στην οποία η εκκαλούσα/καθ'ης η ανακοπή αγοράστρια εταιρία στηρίζει το δικαίωμά της για την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, έχει εξαρτηθεί όχι μόνον από το τυχαίο γεγονός της μη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας, ήτοι μέχρι την 31-12-2010, αλλά (σωρευτικώς) και από έγγραφη δήλωση της, απευθυντέα προς την πωλήτρια- ανακόπτουσα, ότι επιθυμεί να ασκήσει δικαίωμα της αυτό, ήτοι να θεωρήσει ανατραπείσα τη σύμβαση, πρόκειται δηλαδή για αίρεση μεικτή κατά τα προεκτεθέντα. Και βέβαια η άσκηση του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, είτε αυτό απορρέει από το νόμο είτε από σύμβαση, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη τη δήλωση με την οποία ασκείται το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ και επομένως στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται ο άλλος όρος της αιρέσεως. Μετά από αίτηση της εκκαλούσης εκδόθηκε, όπως προεκτέθηκε, η υπ' αριθ. 12545/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η εφεσίβλητη υποχρεώθηκε να πληρώσει στην εκκαλούσα το ποσό των 4.768.985,60 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η ανωτέρω σύμβαση πωλήσεως. Η εκκαλουμένη, δεχθείσα τον 5° λόγο της ανακοπής, έκρινε ότι η εκκαλούσα δεν ενημέρωσε την εφεσίβλητη για τη ματαίωση της ανέγερσης διαμετακομιστικού κέντρου, ενώ είχε υποχρέωση προς τούτο από τα συναλλακτικά ήθη, με αποτέλεσμα να υποβάλει, η εφεσίβλητη την αίτηση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου και να δημιουργηθεί ασύμφορα μεγάλο οικόπεδο. Η ανακόπτουσα στο δικόγραφο της ανακοπής της αναφέρει ότι η καθής απέκτησε τα τρία κρίσιμα ακίνητα στην BΙ.ΠE. Λάρισας εν γνώσει του ότι για την ανάπτυξη της σκοπούμενης επιχειρηματικής δραστηριότητος, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον 3° όρο του υπ' αριθ. .../1997 (σημ. το ορθό .../2007) συμβολαίου, δηλαδή ανέγερση εγκαταστάσεων διακίνησης και αποθήκευσης φορτίων και εμπορευμάτων- διαμετακομιστικό κέντρο, ήταν απαραίτητη η προηγούμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙΠΕ Λάρισας, έτσι ώστε τα πωληθέντα τρία γήπεδα να ενοποιηθούν και να αποτελέσουν ένα οικοδομικό τετράγωνο. Η κρίση δε της εκκαλουμένης ότι η καθής η ανακοπή δεν ενημέρωσε την ανακόπτουσα για τη ματαίωση της ανέγερσης διαμετακομιστικού κέντρου, ενώ είχε υποχρέωση από τα συναλλακτικά ήθη, με αποτέλεσμα να υποβάλει αυτή την αίτηση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου και να δημιουργηθεί ασύμφορα μεγάλο οικόπεδο, δεν είναι εσφαλμένη καθόσον, όπως προεκτέθηκε, η καθής η ανακοπή αγόρασε και ζήτησε την ενοποίηση των τριών οικοπέδων για να κατασκευάσει διαμετακομιστικό κέντρο, η εγκατάσταση του οποίου απετέλεσε και το παραγωγικό της βουλήσεως της εκκαλούσας/καθής η ανακοπή αίτιο για την αγορά των ακινήτων, με συνέπεια η αλλαγή των επιχειρηματικών της σχεδίων, να έπρεπε πράγματι με βάση τα συναλλακτικά ήθη, να κοινοποιηθεί στην ανακόπτουσα, ούτως, ώστε να μην προχωρήσει αυτή σε περαιτέρω ενέργειες...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο όμιλος ..., στον οποίο ανήκει η εκκαλούσα καθ'ης, ήδη από τον Ιούλιο του 2010 είχε αποσύρει το ενδιαφέρον του από την ελληνική αγορά, όπως ομολόγησε και η ίδια στη σελίδα 12 της προσθήκης επί των πρωτόδικων προτάσεων της και πράγματι στις 31-12-2010 διέκοψε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, ήτοι έκλεισε τα καταστήματα σούπερ μάρκετ και διέκοψε την εφοδιαστική αλυσίδα.
Συνεπώς δεν υπήρχε κανένας λόγος για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙΠΕ Λάρισας, καθόσον η καθ'ης δεν επρόκειτο να ανεγείρει πλέον διαμετακομιστικό κέντρο. Για το λόγο αυτό η ίδια η καθ'ης ζήτησε την ανάκληση της υπαγωγής της εν λόγω επένδυσης στον αναπτυξιακό νόμο. Τούτο όμως δεν ήταν εφικτό να γίνει άμεσα, διότι σύμφωνα με το πλέγμα των κανονιστικών διατάξεων που τους διέπουν, οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων αποτελούν ενιαίες πολεοδομικές ενότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προβλέπεται συγκεκριμένο ισοζύγιο βιομηχανικών γηπέδων, κοινοχρήστων χώρων και χώρων κοινωφελών εξυπηρετήσεων και γενικά η πολεοδομική οργάνωση της περιοχής αποτελεί λειτουργική σύνθεση των επιμέρους δεδομένων, τα οποία δεν είναι εύκολο να αλλάξουν και επιπλέον εάν η εκκαλούσα ήθελε να υποστηρίξει τη δυνατότητα για επαναφορά της κατάστασης των τριών γηπέδων πριν την εγκριθείσα τροποποίηση του ρ.σ., όφειλε να καταθέσει μία συγκεκριμένη μελέτη νέας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου με σχετική τεχνική έκθεση του συντάξαντος μελετητή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για την πολεοδόμηση των Ο.Υ.Μ.Ε.Δ. Όταν η εφεσίβλητη ανακόπτουσα με την από 2-9-2010 επιστολή της προσκάλεσε την εκκαλούσα/καθ'ης να προσέλθει στις 23-9-2010 και να υπογράψει δια του νόμιμου εκπροσώπου της συμβολαιογραφική πράξη έγκρισης της μελέτης για να υποβληθεί στην αρμόδια υπηρεσία, αντί να την ενημερώσει για την αλλαγή των επιχειρηματικών της σχεδίων, της κοινοποίησε την από 20-9- 2010 επιστολή της με την οποία της ζήτησε να οριστεί νέα ημερομηνία για την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης έγκρισης της μελέτης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, την 1-10-2010 ή την 4-10-2010, δημιουργώντας της έτσι την πεποίθηση ότι θα εμείνει στα αρχικά σχέδια της, που ήταν η ανέγερση διαμετακομιστικού κέντρου, το οποίο δεν θα μπορούσε να ανεγερθεί χωρίς την τροποποίηση αυτή, με αποτέλεσμα η καθ'ης να υποβάλει εν τέλει στις 6-9-2010 την εν λόγω αίτηση. Όμως, όπως αποδείχθηκε, η πραγματική πρόθεση της εκκαλούσης/καθ' ης ήταν να πωλήσει το ακίνητο και όχι να ανεγείρει το διαμετακομιστικό κέντρο, πράγμα που απέκρυψε από την καθ'ης. Με δεδομένη δε την αδυναμία εξεύρεσης αγοραστή με την τρέχουσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, θα ήταν σαφώς πιο συμφέρον για την καθ'ης να επιδιώξει την ανατροπή της πώλησης, διότι τότε θα της επιστρεφόταν το τίμημα των 4.768.985,60 ευρώ, που είχε καταβάλει το 2007, ποσό που θα ήταν αδύνατο να εισπράξει από τυχόν νέο αγοραστή το έτος 2010. Πράγματι, όλες οι ενέργειες εκκαλούσης/καθ'ης καταδεικνύουν την προσπάθειά της να καθυστερήσει τις διαδικασίες ώστε να πληρωθεί η διαλυτική αίρεση και συγκεκριμένα, όταν η ανακόπτουσα απέστειλε στην καθ'ης την 3-9-2010 επιστολή με την οποία την προσκάλεσε να προσέλθει στις 23-9-2010 και να υπογράψει δια του νομίμου εκπροσώπου της συμβολαιογραφική πράξη έγκρισης της μελέτης, η καθ'ης αφενός καθυστέρησε να λάβει τη μελέτη αυτή, την οποία εντέλει παρέλαβε στις 17-9-2010, αφετέρου κοινοποίησε στην ανακόπτουσα την από 20-9-2010 επιστολή της με την οποία της ζήτησε να οριστεί νέα ημερομηνία για την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης έγκρισης της μελέτης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, επικαλούμενη εσωτερικούς λόγους σχετιζόμενους με τη νομιμοποίηση της εταιρίας, οι οποίοι όμως ουδέποτε κατέστησαν γνωστοί. Αλλά και στην ορισθείσα νέα ημερομηνία για την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης έγκρισης της μελέτης την 1-10-2010, μολονότι η ίδια είχε ζητήσει τη μετάθεση της, η καθ'ης δεν προσήλθε τελικά με αποτέλεσμα να υπογράφει η υπ' αριθμ. .../1-10-2010 πράξη μη εμφανίσεως και αναμονής της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου. Κατόπιν τούτου η ανακόπτουσα ενημέρωσε την αρμόδια υπηρεσία, σχεδόν ένα μήνα μετά την υποβολή της εν λόγω μελέτης ότι τελικά αυτή θα ήταν η μελέτη που θα εξέταζε, καθόσον κατά τους όρους του επιδίκου συμβολαίου, η μελέτη αυτή θεωρήθηκε εγκεκριμένη από την καθ'ης, λόγω της μη εμφάνισης της. Ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι ανωτέρω ενέργειες δεν πληρούν το πραγματικό του άρθρου 207 παρ. 2 ΑΚ, καθόσον δεν υπάρχει ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παρακωλυτική συμπεριφορά και στην μη πλήρωση της αίρεσης, διότι η καθυστέρηση στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία συντελέστηκε στις 4-3-2011, ήτοι δύο μήνες μετά την ταχθείσα προθεσμία (31-12-2010), δε μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια της συμπεριφοράς της εκκαλούσης να καθυστερήσει την έγκριση της μελέτης, συντελούν όμως στο να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος της, να θεωρήσει ανατραπείσα τη σύμβαση, κατά πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, καταχρηστική. Τούτο δε, σε συνάρτηση και με το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε, αρχικά παρατάθηκε σιωπηρά η ημερομηνία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου με τη συμφωνία αμφοτέρων των συμβαλλομένων και στη συνέχεια εγγράφως μέχρι το τέλος του 2010, αν δε πράγματι η εκκαλούσα επιθυμούσε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε η εφεσίβλητη, θα μπορούσε να αναμένει επί τρίμηνο την ολοκλήρωση των διοικητικών ενεργειών, που βρίσκονταν σε εξέλιξη και να εγκατασταθεί στα ακίνητα που αγόρασε και να μην σπεύσει να επικαλεστεί την πλήρωση της αίρεσης. Έτσι, από όλα τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η άσκηση του δικαιώματος της εκκαλούσης να θεωρήσει την κρίσιμη διαλυτική αίρεση πληρωθείσα την πρώτη εργάσιμη ημέρα του νέου έτους (3-1-2011) και να αξιώσει την επιστροφή του τιμήματος, ενώ γνώριζε ότι εκκρεμούσε στη Διοίκηση αίτημα για τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο τελικά έγινε δεκτό, όπως προεκτέθηκε, στις 4-3-2011, υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει ειδικά ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος επίκλησης της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, που ήταν η αδυναμία προγραμματισμού και υλοποίησης της επένδυσης στο συγκεκριμένο χώρο, εξαιτίας της μη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου εμπρόθεσμα. Η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι καμία ζημία δεν προκλήθηκε στην καθ'ης η ανακοπή από την καθυστέρηση των δύο αυτών μηνών, καθόσον ήδη από τον Ιούλιο του 2010 είχαν αλλάξει τα επιχειρηματικά της σχέδια και κανένα διαμετακομιστικό κέντρο δε θα ανήγειρε, έστω και αν είχε εγκριθεί η τροποποίηση αυτή εμπροθέσμως, ήτοι μέχρι τις 31-12-2010, αφού είχε αναστείλει όλες τις δραστηριότητες της στην Ελλάδα, δεν είναι εσφαλμένη και τούτο μάλλον, καθόσον παραμένει έκτοτε στην κυριότητά της ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο θα μπορεί να το εκμεταλλευθεί ποικιλοτρόπως στο μέλλον. Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε ότι από την άσκηση του δικαιώματος της εκκαλούσης προκαλείται σημαντική ζημία στην εφεσίβλητη/ανακόπτουσα, διότι ναι μεν θα επανακτήσει την κυριότητα του ακινήτου, πλην όμως, μετά την ενοποίηση των γηπέδων σε ένα ενιαίο μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο, όπως αυτό έχει πολεοδομικά διαμορφωθεί, θα είναι πολύ δύσκολο να προβεί στην πώληση του, βρίσκοντας αγοραστή που να διατίθεται να κάνει μια τόσο μεγάλη επένδυση. Αν όμως η καθ'ης, φερόμενη σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, είχε ενημερώσει την ανακόπτουσα για την αλλαγή των σχεδίων της, δεν θα είχε υποβάλει αίτηση για τη μη αναγκαία τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, όπως της το ζήτησε η καθής. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσης ότι κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος στις 3.1.2011 ουδεμία ζημία επήλθε στην ανακόπτουσα, διότι δεν είχε εισέτι εγκριθεί η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και άρα δεν είχαν ενοποιηθεί τα τρία γήπεδα, δεν είναι βάσιμος, καθόσον στις 3.1.2011 η καθής γνώριζε θετικά ότι: α) η μελέτη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, αντίγραφο της οποίας παρέλαβε στις 17.9.2010, επηρέαζε ολόκληρη την πολεοδομική οργάνωση της ΒΙ.ΠΕ. Λάρισας (ισοζύγιο κοινόχρηστων - κοινωφελών χώρων και βιομηχανικών γηπέδων) και β) την εν λόγω μελέτη είχε εγκρίνει σιωπηρώς στις 1.10.2015 (σημ. το ορθό 1.10.2010) και επομένως κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος γνώριζε ότι αυτή εκκρεμούσε προς έγκριση στην αρμόδια αυτοδιοικητική αρχή. Άλλωστε, η καταχρηστική άσκηση ενός δικαιώματος δεν αναδύει δυσμενείς συνέπειες μόνο κατά το χρόνο της άσκησής του, αλλά και μεταγενέστερα, όταν οι συνέπειες συνδέονται άμεσα με το γεγονός της καταχρηστικής άσκησης σε συγκεκριμένο χρόνο...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, στην οποία η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα στηρίζει το δικαίωμά της για την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, έχει εξαρτηθεί όχι μόνον από το τυχαίο γεγονός της μη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας, ήτοι μέχρι την 31-12-2010, αλλά και από έγγραφη δήλωση της, απευθυντέα προς την πωλήτρια εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη, ότι επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα της αυτό, ήτοι να θεωρήσει ανατραπείσα τη σύμβαση και ότι η άσκηση του δικαιώματος της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, με την από 3-1-2011 δήλωσή της, υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός, πρωτίστως, σκοπός του δικαιώματός της, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, με αποτέλεσμα να κρίνεται επιβεβλημένη η θυσία του δικαιώματος της, προκειμένου να αποτραπούν οι επαχθείς για την υπόχρεο αναιρεσίβλητη συνέπειες από την ικανοποίηση του δικαιώματος της και απέρριψε ακολούθως τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, επικυρώνοντας έτσι την απόφαση του πρωτοδικείου, που είχε δεχθεί τα ίδια και είχε κάνει δεκτό τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 12545/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 4.768.985,60 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο τίμημα της πώλησης των άνω ακινήτων, πλέον τόκων και εξόδων και την είχε ακυρώσει. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά ορθά την ερμήνευσε και την εφάρμοσε και περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφασή του έχει την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και με πληρότητα και σαφήνεια το πραγματικό της πιο πάνω διάταξης, καθόσον ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε α) ότι η αναιρεσείουσα αγόρασε και ζήτησε από την αναιρεσίβλητη την ενοποίηση των τριών οικοπέδων, δια της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙΠΕ Λάρισας, ώστε να αποτελέσουν ένα ΟΤ, που ήταν απαραίτητη για την κατασκευή διαμετακομιστικού κέντρου, η εγκατάσταση του οποίου αποτέλεσε και το παραγωγικό της βούλησής της αίτιο, β) ότι, αν και ήταν γνωστό ήδη από τον Ιούλιο 2010, ότι ο Όμιλος ..., στον οποίο ανήκε η αναιρεσείουσα, είχε αποσύρει το ενδιαφέρον του από την ελληνική αγορά και συνεπώς αυτή δεν επρόκειτο να ανεγείρει το διαμετακομιστικό κέντρο, που αποτέλεσε το παραγωγικό αίτιο της αγοράς των οικοπέδων και της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, κατά τα παραπάνω, δεν ενημέρωσε την αναιρεσίβλητη για την αλλαγή αυτή των επιχειρηματικών της σχεδίων, όπως είχε υποχρέωση με βάση την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ώστε να μην προχωρήσει η τελευταία σε περαιτέρω ενέργειες και συγκεκριμένα στην υποβολή της αίτησης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου στην αρμοδία υπηρεσία και να δημιουργηθεί έτσι ένα ασύμφορα μεγάλο οικόπεδο και επιπροσθέτως, όταν η αναιρεσίβλητη της ζήτησε με την από 3-9-2010 επιστολή της, κατά τα συμφωνηθέντα, να προσέλθει στις 23-9-2010 και να υπογράψει συμβολαιογραφική πράξη έγκρισης της μελέτης τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου στη συνέχεια να εξετασθεί από την αρμοδία υπηρεσία, με την από 20-9-2010 επιστολή της ωσαύτως δεν ενημέρωσε αυτή για την άνω αλλαγή, αλλά ζήτησε να οριστεί νέα ημερομηνία για την υπογραφή της άνω συμβολαιογραφικής πράξης, επικαλούμενη εσωτερικούς λόγους σχετιζόμενους με την εκπροσώπησή της, οι οποίοι ουδέποτε κατέστησαν γνωστοί και κατά την ορισθείσα νέα ημερομηνία την 1-10-2010, δεν προσήλθε, με αποτέλεσμα να υπογραφεί σχετική συμβολαιογραφική πράξη μη εμφάνισης και να θεωρηθεί η σχετική μελέτη εγκεκριμένη σιωπηρώς από αυτή, όπως είχε συμφωνηθεί, γ) ότι με την παραπάνω συμπεριφορά της η αναιρεσείουσα δημιούργησε στην αναιρεσίβλητη ευλόγως την πεποίθηση, ότι δεν αντιτίθεται στην ενοποίηση των οικοπέδων, ώστε να δημιουργηθεί ένα ΟΤ, για την ανέγερση του διαμετακομιστικού κέντρου, το οποίο διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ανεγερθεί, με αποτέλεσμα η αναιρεσίβλητη να υποβάλει στην αρμοδία υπηρεσία τη σχετική αίτηση, δ) ότι, μετά την αλλαγή των επιχειρηματικών σχεδίων της αναιρεσείουσας το έτος 2010, σκοπός της ήταν να πωλήσει το ενοποιηθέν ακίνητο και όχι να ανεγείρει διαμετακομιστικό κέντρο, πράγμα το οποίο απέκρυψε από την αναιρεσίβλητη, πλην όμως κατέστη αδύνατη η πώληση, ε) ότι έτσι θα ήταν πιο συμφέρον για την αναιρεσείουσα να επιδιώξει την ανατροπή της πώλησης και γι' αυτό στις 3-1-2011, αφού μέχρι την ταχθείσα ημερομηνία της 31-12-2010, δεν είχε γίνει ακόμη η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της ΒΙ.ΠΕ Λάρισας, άσκησε το δικαίωμά της να θεωρήσει τη διαλυτική αίρεση πληρωθείσα, σε χρόνο όμως, κατά τον οποίο γνώριζε, ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η διοικητική διαδικασία για την τροποποίηση του, αφού την 1-10-2010 είχε εγκρίνει σιωπηρώς την κατατεθείσα στην αρμόδια υπηρεσία σχετική μελέτη και αναμενόταν η έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης, η οποία τελικά εκδόθηκε στις 4-3-2011 και στ) ότι από την άσκηση του άνω δικαιώματος της αναιρεσείουσας, επέρχονται επαχθείς συνέπειες στην αναιρεσίβλητη, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ιδίως τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος επίκλησης της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, που ήταν η αδυναμία προγραμματισμού και υλοποίησης της επένδυσης στο συγκεκριμένο χώρο, εξαιτίας της μη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου εμπρόθεσμα, παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του δικαιώματος αυτού της αναιρεσείουσας, καθόσον ουδεμία ζημία προκλήθηκε σ' αυτή από την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας και την καθυστέρηση των δύο μηνών περίπου για την τροποποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, αφού η καθυστέρηση αυτή δεν θα ματαίωνε τη συμφωνηθείσα επένδυση στη ΒΙΠΕ Λάρισας, ενόψει ότι ήδη από τον Ιούλιο 2010 είχαν αλλάξει τα επιχειρηματικά της σχέδια και κανένα διαμετακομιστικό κέντρο δεν θα ανήγειρε, ακόμη και αν είχε εγκριθεί η τροποποίηση αυτή εμπροθέσμως, δηλαδή μέχρι 31-12-2010 και επιπλέον παραμένει στην κυριότητά της ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο θα μπορεί να το εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως στο μέλλον, ενώ αντιθέτως προκαλείται σημαντική ζημία στην αναιρεσίβλητη, διότι ναι μεν αυτή θα επανακτήσει την κυριότητα του ακινήτου, πλην όμως, μετά την ενοποίηση των οικοπέδων σε ένα ενιαίο μεγάλο ΟΤ, όπως αυτό έχει πολεοδομικά διαμορφωθεί, μετά από το αίτημα της αναιρεσείουσας, θα είναι πολύ δύσκολο να προβεί στην πώλησή του, βρίσκοντας αγοραστή, που να προτίθεται να κάνει μία τόσο μεγάλη επένδυση. Επιπλέον, εφόσον, κατά τις παραδοχές της απόφασης, η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης είχε εξαρτηθεί όχι μόνο από το τυχαίο γεγονός της μη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου μέχρι 31-12-2010, αλλά σωρευτικώς και από έγγραφη δήλωση της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, ότι επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά της να θεωρήσει ανατραπείσα τη σύμβαση, η άσκηση του δικαιώματός της με την άνω δήλωση υπόκειται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στους περιορισμούς του άνω άρθρου 281 ΑΚ. Υπό τις εκτεθείσες δε συνθήκες, όντως η άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας υπερβαίνει και δη προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και ιδίως επιφέρει επαχθείς συνέπειες στην αναιρεσίβλητη, δεδομένου, ότι, όπως έχει προαναφερθεί, μετά την επανάκτηση των οικοπέδων από αυτή, ενοποιουμένων πλέον σε ένα μεγάλο ΟΤ, θα είναι πολύ δύσκολο να προβεί στην πώλησή του, βρίσκοντας αγοραστή, που να προτίθεται να κάνει μία τόσο μεγάλη επένδυση, το γεγονός δε, ότι η διοικητική πράξη περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου για την ενοποίηση των οικοπέδων εκδόθηκε στις 4-3-2010, ήτοι μετά την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης και την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας, δεν αναιρεί τις άνω συνέπειες, καθόσον συνδέονται με ενέργειες που προηγήθηκαν, αφού η μελέτη, με βάση την οποία εκδόθηκε, είχε υποβληθεί στην αρμοδία υπηρεσία από τις 6-9-2010, γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα, όπως έχει προαναφερθεί, επηρέαζε δε ολόκληρη την πολεοδομική οργάνωση της ΒΙΠΕ Λάρισας, σε σχέση με το ισοζύγιο κοινοχρήστων-κοινωφελών χώρων και βιομηχανικών γηπέδων, γεγονός το οποίο ομοίως γνώριζε αυτή. Μετά ταύτα, η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας, θεμελιώθηκε όχι σε γεγονότα, που ακολούθησαν τον κρίσιμο χρόνο της ταχθείσας ημερομηνίας της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης στις 31-12-2010 και συγκεκριμένα στο γεγονός, ότι εκδόθηκε η διοικητική πράξη της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου μετά δύο μήνες από τον κρίσιμο χρόνο της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, αλλά σε προηγούμενα αυτής γεγονότα, που υποδηλώνουν συμπεριφορά αυτής αντικείμενη στα χρηστά ήθη, στην καλή πίστη και στον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, όπως αναλυτικά παραπάνω έχουν αναφερθεί. Εξάλλου, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, σχετικά με την κρίση του Εφετείου, όσον αφορά την παραδοχή του ότι η αναιρεσίβλητη υπέστη σημαντική ζημία από την καταχρηστική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας σε αντίθεση με την ίδια. Επομένως, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που προβάλλονται με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, σύμφωνα με τις οποίες α) δεν εξηγείται για ποιό λόγο δεν θα ήταν δυνατόν να ανακληθεί η σχετική διοικητική πράξη του Μαρτίου 2011 και μετά από ενδεχόμενες σχετικές ρυθμίσεις και αλλαγές να γίνει επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση με την εκ νέου ανάκτηση της αυτοτέλειας κάθε οικοπέδου, ώστε να δημιουργηθεί ευνοϊκή περίσταση, που θα επέτρεπε στην αναιρεσείουσα την ξεχωριστή και εντεύθεν ευχερή πώληση καθενός των οικοπέδων σε τρίτον, β) δεν αναφέρεται, ότι συνεκτιμήθηκε και το στοιχείο της απώλειας των τόκων, που θα απέφερε η εκμετάλλευση του ποσού του τιμήματος από το χρόνο που αυτό καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη, εφόσον αυτοί δεν θα αποδίδονταν στην αναιρεσείουσα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, μετά την πλήρωση της αίρεσης και την ανατροπή των αποτελεσμάτων της, γ) δεν αναφέρεται ποια είναι η αξία των ακινήτων, έστω και ενοποιουμένων, κατά το χρόνο άσκησης της δήλωσης πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης στις 3-11-2011, ώστε σε συσχετισμό με το τίμημα να καταφανεί η δυσαναλογία ανάμεσα στις δύο παροχές που θα πρέπει να αποδοθούν και δ) δεν αναφέρεται ποιος από τους διαδίκους φέρει κατά τη σύμβαση ή το νόμο το βάρος της δαπάνης για τη διενέργεια της μελέτης, που αφορούσε την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, ή εάν η αναιρεσίβλητη είχε απαίτηση κατ'αυτής για την αποκατάσταση της δαπάνης που θα ενεργούσε για την εκ νέου αλλαγή του ρυμοτομικού σχεδίου, ώστε να ληφθεί υπόψη, κατά τη στάθμιση της ζημίας, που προξενήθηκε και της ωφέλειας που προσπορίσθηκε σε κάθε διάδικο μέρος, είναι αβάσιμες. Η μεν υπό στοιχ. α, διότι αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου επηρέαζε ολόκληρη την πολεοδομική οργάνωση της ΒΙΠΕ Λάρισας σε σχέση με το ισοζύγιο κοινοχρήστων-κοινωφελών χώρων και βιομηχανικών γηπέδων και γενικά η πολεοδομική οργάνωση της περιοχής αποτελεί λειτουργική σύνθεση επιμέρους δεδομένων, τα οποία δεν είναι εύκολο να αλλάξουν και ότι ούτε η αναιρεσείουσα υποστήριξε τη δυνατότητα επαναφοράς της κατάστασης των τριών γηπέδων πριν την εγκριθείσα τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, με την κατάθεση συγκεκριμένης μελέτης μετά σχετικής τεχνικής έκθεσης, οι δε λοιπές, διότι δεν ήταν αναγκαίες, αφού το εφετείο εντοπίζει τις επαχθείς συνέπειες σε βάρος της αναιρεσίβλητης από την καταχρηστική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας στην επανάκτηση ενός ενοποιημένου ακινήτου, που θα ήταν πολύ δύσκολη η διάθεσή του, βρίσκοντας αγοραστή, που να ενδιαφέρεται για μία τόσο μεγάλη επένδυση, πέραν του ότι δεν προκύπτει, ότι τα περιστατικά που αναφέρονται στις αιτιάσεις αυτές είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις, που προβάλλονται με τους ίδιους λόγους, σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο παραπάνω κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να θεωρήσει πληρωθείσα την άνω διαλυτική αίρεση, καθώς και σε επιχειρήματα αυτής, που έχουν σχέση με το άνω τελικό αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και βρίσκονται κατά την αναιρεσείουσα σε αντίθεση με αυτό, είναι απαράδεκτοι, διότι μέσω των αιτιάσεων αυτών πλήττεται πλέον η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατ' ακολουθίαν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί αυτή, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ( άρθρ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-9-2017 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "..." για αναίρεση της υπ' αριθ. 2629/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπογράφει η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Προϊσταμένη του καθόσον ο διευθύνων τη συζήτηση και όλα τα μέλη του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης έπαψαν να είναι τοποθετημένα στο Δικαστήριο τούτο λόγω συνταξιοδότησης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ