Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Είναι απαράδεκτη δεύτερη αναίρεση κατά βουλεύματος παραπεμπτικού για πλημμέλημα, όταν με την πρώτη αναίρεση κατά βουλεύματος, που παραπεμπόταν ο κατηγορούμενος για κακούργημα και για συναφές πλημμέλημα, είχε αναιρεθεί το αρχικό βούλευμα μόνο για το πλημμέλημα και είχε κριθεί αμετάκλητα η παραπομπή για το κακούργημα, διότι πλέον σε νέα αυτοτελή κρίση παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Εφετών και επανεξετάσθηκε μόνο το πλημμέλημα και δε συντρέχει πλέον ο δικαιολογητικός λόγος του άρθρου 482 ΚΠΔ, της σύγχρονης εκτιμήσεως της όλης υποθέσεως, για το κακούργημα και το πλημμέλημα μαζί (ΑΠ 1944/2002). Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 359/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 62/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας.
Το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 13/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 88/15.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας με το υπ'αριθμ. 86/2006 βούλευμά του απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την υπ'αριθμ. 3/2006 έφεση του ... κατά του υπ'αριθμ. 16/2006 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κοζάνης με το οποίο είχε παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του ΜΟΔ της περιφέρειας του άνω Εφετείου για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως α) αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε το 10ο έτος της ηλικίας του, όχι όμως το 13ο, β) βάναυσης προσβολής της αιδούς δι'ακολάστου πράξεως και αποπλάνησης παιδιού νεώτερου των 10 ετών κατεξακολούθηση. - Ειδικώτερα δε πράξη της βάναυσης προσβολής της αιδούς αυτή φέρεται ότι τελέστηκε αφενός μεν σε βάρος της ... στις 4-4-2004, αφετέρου σε βάρος της ... κατεξακολούθηση και δη το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου 2004 και στις 27-6-2004 από τις οποίες η πρώτη γεννήθηκε στις 25-9-94, η δε δεύτερη στις 6-9-1994, ήτοι σε βάρος ανηλίκων 9 ετών και 6 μηνών και 9 ετών και 9 μηνών περίπου αντίστοιχα.
Κατά του άνω βουλεύματος ασκήθηκε αναίρεση από τον κατηγορούμενο η οποία με το υπ'αριθμ. 1561/2007 βούλευμα του Αρείου Πάγου απερρίφθη σε σχέση με την πράξη της αποπλάνησης και έγινε δεκτή για τις πράξεις της βάναυσης προσβολής της αιδούς για τον λόγο ότι, επειδή το άνω έγκλημα αυτό διώκεται κατ'έγκληση, η οποία πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. ΠΚ, ήτοι εντός τριών μηνών από της ημέρας που ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης και του δράστη (αυτουργού ή συμμετόχου) αυτής, και επειδή εδώ η ποινική δίωξη ασκήθηκε συνεπεία των από 28-9-2004 εγκλήσεων των γονέων των ανηλίκων παθουσών - ως ασκούντες την γονική μέριμνα επ'αυτών - ήτοι μετά την παρέλευση των τριών μηνών από της τελέσεως των άνω πράξεων, χωρίς να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα ο χρόνος κατά τον οποίο οι εγκαλούντες έλαβαν γνώση της τελέσεως των παραπάνω πράξεων και του δράστη αυτών ώστε να κριθεί το εμπρόθεσμο των εγκλήσεων αυτών, μάλιστα δε υπήρχε και σχετικό παράπονο του αναιρεσείοντος στην οικεία (= 3/2006) έφεσή του για τον άνω λόγο. Πάντως ο λόγος αυτός εφέσεως ήταν γενικά αόριστος αφού δεν γίνεται επίκληση του χρόνου γνώσεως των δικαιουμένων εγκλήσεως αλλά των, πράγμα που εδώ δεν ενδιαφέρει, "φερομένων θυμάτων" (βλ. σελ. 50-51 της άνω εφέσεως).
ΙΙ) 'Ετσι το συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, στο οποίο επανήλθε η υπόθεση μόνο για τις άνω πράξεις και για έρευνα του άνω μόνου λόγου, εξέδωσε το υπ'αριθμ. 62/2007 βούλευμά του, με το οποίο γίνονται δεκτά τα εξής με καθ'ολοκληρίαν αποδοχή της πρότασης της Εισαγγελέα Εφετών:
"Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν για το ζήτημα του εμπροθέσμου ή μη των εγκλήσεων των ασκούντων την γονική μέριμνα γονέων των παθόντων ανηλίκων τα εξής":
Στη συνέχεια γίνεται ειδική μνεία των ανώμοτων καταθέσεων των ανηλίκων παθόντων ..., ... και ... στις οποίες στηρίζει την κρίση ότι οι γονείς των ανηλίκων, ως ασκούντες την γονική μέριμνα έλαβαν γνώση των υπό κρίση πράξεων "εντός του Αυγούστου 2004", διότι τότε τους ανέφεραν οι ανήλικες παθούσες αυτές και τον δράστη τους και αυτή η γνώση είναι η μοναδική πηγή πληροφοριών τους. Δεδομένου δε ότι υπέβαλαν τις εγκλήσεις γι'αυτές (πράξεις) στις 28-9-2004, αυτές (εγκλήσεις) είναι εμπρόθεσμες.
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 2-12-2007 (βλ. το από 2-12-2007 αποδεικτικό του αστυφύλακα Αντωνίου Αλεξόπουλου προς την σύνοικο σύζυγό του) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος ενώπιον του γραμματέα Βουλευμάτων του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας στις 11-12-2007 την υπ'αριθμ. 1/2007 αναίρεση προβάλλων έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι α) δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, η δε ολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση προϋποθέτει ότι σ'αυτή (=εισαγγελική πρόταση) υπάρχει αυτή η αναφορά, πράγμα που εδώ δεν συμβαίνει, β) δεν περιλαμβάνει πραγματικές παραδοχές όσον αφορά το χρόνο γνώσεως του δικαιουμένου σε έγκληση της αξιόποινης πράξης και του πράξαντος. Ειδικότερα το συμβούλιο δεν αναφέρει ποιά αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη του, από δε τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ουδέν προκύπτει για τον χρόνο γνώσεως των γονέων των ανηλίκων, όπως και η παραδοχή του βουλεύματος ότι ο χρόνος της κρίσιμης αυτής γνώσης είναι ο μήνας Αύγουστος 2004 είναι αυθαίρετος και αναιτιολόγητος.
ΙΙΙ) Επειδή προ πάσης έρευνας της ουσίας του άνω λόγου αναίρεσης πρέπει να έχει καταφαθεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται σε αναίρεση, διότι άλλως η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη -476 παρ. 1 ΚΠοινΔ.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 482 ΚΠΔ (όπως αντικ. με το άρθρο 41 παρ. 1 ν. 3160/2003) ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν τον παραπέμπει για κακούργημα, σε εγκλήματα δε που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά. Αν το συμβούλιο Εφετών επιλήφθηκε μετά από έφεση, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
Η άνω διάταξη καθορίζει περιοριστικά τα βουλεύματα που υπόκεινται σε αναίρεση (βλ. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμ. γ (1977) σελ. 280, ΑΠ 610/2004, ΑΠ 2275/2002, ΑΠ 1944/2002, ΑΠ 535/95 κ.α.)
Από τη διατύπωση της άνω διάταξης "μπορεί να ζητήσει" συνάγεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος όταν ασκεί αναίρεση για το κακούργημα, αυτή δεν επεκτείνεται αυτοδικαίως και στο συρρέον ή συναφές πλημμέλημα αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα. Επομένως ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να ασκήσει ούτε αυτοτελή αναίρεση μόνο για πλημμέλημα που είναι συναφές ή συρρέον με κακούργημα για το οποίο δεν άσκησε αναίρεση (βλ. ΑΠ 1878/83 ΠΧρ ΛΔ 660 πρβλ ΑΠ 1064/2000) ή για το οποίο δεν επιτρέπεται αναίρεση. Επίσης δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα (βλ. και ΑΠ 684/2004, ΑΠ 238/2003, ΑΠ 497/2003 κ.α.), αφού έτσι ενισχύεται η παρέλκυση της εκδίκασης αυτών γι'αυτό και δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά πλημμελημάτων.
Ως παραπεμπτικό βούλευμα - κατά την έννοια της άνω διατάξεως - νοείται και το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει ως αβάσιμη την κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αφού ενσωματώνεται σ'αυτό (βούλευμα του συμβουλίου Εφετών) το πρωτόδικο βούλευμα - βλ. ΑΠ 53/92, ΑΠ 466/94, ΑΠ 1107/95, ΑΠ 106/97, ΑΠ 1944/2002 κ.α.-
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών υπό τις αυτές προϋποθέσεις ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όπως ρητά ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 482 ΚΠοινΔ.
Το άνω ζήτημα δεν αλλάζει όταν έχει ασκηθεί αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει για κακούργημα και πλημμέλημα και ο 'Αρειος Πάγος απορρίψει αυτή ως αβάσιμη (και επομένως η παραπομπή γίνει αμετάκλητη) για το κακούργημα και αναιρέσει, ήτοι παραπέμψει για νέα συζήτηση για το πλημμέλημα και το συμβούλιο (Εφετών) απορρίψει την έφεση ως αβάσιμη γι'αυτό, αφού και στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα παραπομπή μόνο για πλημμέλημα - βλ. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τομ. γ (1977) σελ. 283, ΑΠ 470/70 ΠΧρ ΚΑ 37.
Δεν πρόκειται για "οιονεί" συνέχεια της πρώτης αναίρεσης αφού όχι μόνο δεν έχουμε προσβολή για κακούργημα (με συνέπεια να μπορεί ο κατηγορούμενος να ζητήσει αναίρεση και για το συρρέον ή συναφές πλημμέλημα) - αφού ήδη η παραπομπή γι'αυτό είναι αμετάκλητη- αλλά και διότι συνεπώς δεν συντρέχει ούτε ο δικαιολογητικός λόγος καθιερώσεως του δικαιώματος αναιρέσεως και για το συρρέον ή συναφές πλημμέλημα, ήτοι σύγχρονος εκτίμηση της όλης υπόθεσης, εχώρησε ήδη νέα κρίση αυτοτελής και ανεξάρτητη της πρώτης. Ο κατηγορούμενος με την πρώτη αναίρεση εξάντλησε το δικαίωμά του, η δε νέα κρίση είναι αποτέλεσμα αυτής και πέτυχε συνεπώς με αυτή την επανεκτίμηση της υπόθεσης για το αναιρεθέν πλημμέλημα.
Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση είναι απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση.
IV) Εάν ήθελε γίνει δεκτόν ότι η αναίρεση ασκήθηκε νομοτύπως, πρέπει να σημειωθούν τα εξής σε σχέση με τον λόγον αναίρεσης.
Επειδή ο χρόνος γνώσεως αποτελεί πραγματικό ζήτημα, πρόκειται για κρίση περί πράγματος, και συνεπώς δεν ελέγχεται αναιρετικά (βλ. ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 1536/97, ΑΠ 1299/95 κ.α., Ζησιάδη ΓενΜ, τομ. β σελ. 585)? απαιτείται όμως να εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις οι αποδείξεις που θεμελιώνουν τη γνώση (βλ. ΑΠ 1840/87, ΑΠ 1274/2007, ΑΠ 1304/2006, ΑΠ 141/2006, ΑΠ 237/2004 κ.α.).
Εξ άλλου, επειδή ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι τρίτου (ουσιαστικού) βαθμού δικαιοδοσίας και συνεπώς δεν ελέγχει την ουσία της υπόθεσης και συνεπώς δεν προβαίνει σε εκτίμηση των αποδείξεων, έπεται ότι δεν συνιστά λόγον αναίρεσης η (τυχόν) εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 2078/2005, ΑΠ 1880/2005 στο τέλος, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 1668/2007 κ.α.), πράγμα που συμβαίνει και όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων -βλ. ΑΠ 829/2006.
Ο 'Αρειος Πάγος δεν μπορεί να ελέγξει αν το συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα. Η ειδική μνεία ορισμένων αποδεικτικών μέσων δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα αποδεικτικά μέσα -βλ. ΑΠ 570/2006, ΑΠ 1101/2006 κ.ά.-
Τέλος, το συμβούλιο Εφετών μπορεί να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα, εφ'όσον σ'αυτή περιέχονται τα απαιτούμενα στοιχεία, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση καθίσταται τμήμα του ίδιου του βουλεύματος, το οποίο, μετά από έλεγχο της υπόθεσης, αποδέχεται τα ίδια και συνεπώς δεν έχει νόημα η επανάληψη από αυτό των αυτών γενομένων δεκτών περιστατικών, αποδείξεων, συλλογισμών (βλ. ΑΠ 65/2007, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 501/2006, ΑΠ 658/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 2464/2005 κ.α.).
Ενόψει των ανωτέρω ο λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος αφού ρητά στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται μνεία των αποδεικτικών μέσων αφενός μεν και τονίζεται ειδικώτερα που στηρίζεται η σχετική κρίση του συμβουλίου για το κρίσιμο ζήτημα αφετέρου. Η άλλη αιτίαση είναι απαράδεκτη αφού πρόκειται για κρίση πράγματος που δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Να σημειωθεί εδώ ότι η αναφορά των αποδεικτικών μέσων δεν αναφέρεται στον έλεγχο της ουσίας της υποθέσεως - έτσι ώστε να μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν αναφέρονται όλα - αλλά για το κρίσιμο ζήτημα της γνώσεως? ούτε άλλωστε υπάρχει ισχυρισμός για κάποιο αποδεικτικό μέσο που δεν ελήφθη υπόψη και δεν αναφέρεται και αφορά το άνω κρίσιμο ζήτημα.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 1/2007 αίτηση αναίρεσης του ... κατά του υπ'αριθμ. 62/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτού.
Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 482 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν τούτο τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά". Από τη διάταξη αυτή, που περιοριστικά απαριθμεί τις περιπτώσεις ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, προκύπτει ότι αυτός δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο για πλημμέλημα, συνεπώς δε και βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου και επικυρώνει το παραπεμπτικό βούλευμα, αφού στην περίπτωση αυτή το πρωτόδικο βούλευμα ενσωματώνεται σε εκείνο που το επικυρώνει. Όταν δε ο κατηγορούμενος ασκεί αναίρεση για το κακούργημα, αυτή δεν επεκτείνεται και στο συρρέον ή συναφές πλημμέλημα, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτόν σχετικό αίτημα. Επομένως ο κατηγορούμενος δε μπορεί να ασκήσει ούτε αυτοτελή αναίρεση μόνο για πλημμέλημα που είναι συναφές ή συρρέον με κακούργημα, για το οποίο δεν άσκησε αναίρεση. Επίσης δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, αφού έτσι ενισχύεται η παρέλκυση της εκδικάσεως αυτών, γι' αυτό και δεν επιτρέπεται κατά τα παραπάνω αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει για πλημμέλημα. Τα παραπάνω δεν αλλάζουν όταν έχει ασκηθεί από τον κατηγορούμενο αναίρεση κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει για κακούργημα και για πλημμέλημα και ο Άρειος Πάγος απορρίψει την αναίρεση ως προς την παραπομπή για το κακούργημα, ως αβάσιμη και καταστεί έτσι η παραπομπή αυτή αμετάκλητη και αναιρέσει το βούλευμα και παραπέμψει για νέα κρίση για το πλημμέλημα. Ως απορριπτικό βούλευμα νοείται και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει ως αβάσιμη την έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αφού ενσωματώνεται σε αυτό το πρωτόδικο βούλευμα. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, αν ασκηθεί αρχικά αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα και για συναφές πλημμέλημα, και ο Άρειος Πάγος δεχθεί εν μέρει την αναίρεση και αναιρέσει το βούλευμα μόνο για το πλημμέλημα, το πρωτόδικο βούλευμα ως προς την παραπομπή για το κακούργημα γίνεται αμετάκλητο και αν στη συνέχεια, μετά την αναίρεση και την παραπομπή, εκδοθεί και πάλιν βούλευμα για το αναιρεθέν πλημμέλημα και επικυρωθεί από το Συμβούλιο Εφετών, που θα απορρίψει σχετική έφεση του κατηγορουμένου, το πρωτοβάθμιο για το πλημμέλημα βούλευμα, και στη συνέχεια ασκηθεί εκ νέου αναίρεση, κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών, τότε, η δεύτερη αυτή αναίρεση, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 482 σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 463, 476 παρ.1 και 513 του ΚΠοινΔ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού ήδη η παραπομπή για το κακούργημα έχει κριθεί αμετάκλητα και δε συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος καθιερώσεως του δικαιώματος αναιρέσεως " και για το συρρέον ή συναφές πλημμέλημα", της σύγχρονης εκτιμήσεως της όλης υποθέσεως, ενόψει του ότι εχώρησε ήδη νέα κρίση του συμβουλίου αυτοτελής και ανεξάρτητη της πρώτης. Στην προκείμενη περίπτωση, με το με αριθ. 16/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κοζάνης παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ενώπιον του ΜΟΔ περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, για να δικασθεί ως υπαίτιος του κακουργήματος του άρθρου 339 παρ.1 β του ΠΚ σε βάρος δύο παιδιών, ηλικίας 10-13 ετών, και για το πλημμέλημα του άρθρου 353 παρ.2 του ΠΚ, της βάναυσης προσβολής της αιδούς προσώπων νεωτέρων των 15 ετών κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση. Το άνω βούλευμα επικυρώθηκε με το με αριθ. 86/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Κατόπιν αναιρέσεως του κατηγορουμένου, εκδόθηκε η με αριθ. 1561/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα, αναιρέθηκε μόνο κατά τη διάταξή του που παρέπεμπε τον κατηγορούμενο για το άνω πλημμέλημα και κατέστη αμετάκλητη η παραπομπή για τα δύο κακουργήματα. Μετά την άνω αναίρεση και παραπομπή, εκδόθηκε το νέο με αριθ. 62/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, από το οποίο και προκύπτει ότι επανεξετάστηκε η υπόθεση μόνο για το αναιρεθέν και παραπεμφθέν για νέα κρίση ως άνω πλημμέλημα και απορρίφθηκε, ως προς αυτό η αναβιώσασα έφεση του κατηγορουμένου και επικυρώθηκε το αρχικό με αριθ. 16/2006 παραπεμπτικό για τα πλημμελήματα βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κοζάνης.
Ενόψει, όμως, αυτών που προεκτέθηκαν, ο πιο πάνω κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει με νέα αναίρεση το ανωτέρω βούλευμα και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν παραστάθηκε, καίτοι ειδοποιήθηκε ο διορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του, δια του γραμματέως, να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ( άρθρο 476 παρ.1 εδαφ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. Περαιτέρω, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 1/11-12-2007 αίτηση του ... για αναίρεση του με αριθμ. 62/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ