Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2035 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση. Ο όρος 'εγκληματικές δραστηριότητες' του Ν. 2479/1997 όπως αντικ. με άρθρο 1 παρ. α του Ν. 2331/1995 και αντικ. πάλι με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 3424/2005 περιλαμβάνει και το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του άρθρου 235 ΠΚ. Ήτοι το άνω έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας περιλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού το έγκλημα αυτό επισύρει ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους και άρα εμπίπτει στην κατηγορία των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 2 § 1 στοιχ. II του Ν. 3424/2005. Αναιρεί το βούλευμα κατά παραδοχή του λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως βασίμου κατ' ουσία.




Αριθμός 2035/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 907/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 242/10.07.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 130/11-6-09 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του 907/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του 3086/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε το εκκληθέν τούτο βούλευμα, τον παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση,[άρθρα 98 ΠΚ,1 παρ. 1α, στ, αιζ, 2 εδ. α, β του Ν.2331/95, όπως η παρ. αιζ προστέθ. με το άρθρο 2 παρ.16 του Ν.2479/97], και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2-Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 483 παρ.1 ΚΠΔ, και ασκήθηκε με δήλωση στη γραμματέα του Εφετείου Αθηνών που το εξέδωσε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Φίλιππου Φίλια. Ασκείται μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του βουλεύματος, που έγινε σ' αυτόν μεν με θυροκόλληση στην οικία του στις 24-5-09,στον αντίκλητό του δε δικηγόρο Φίλιππο Φίλια με παράδοση στη συνεργάτιδά του στο γραφείο Αντ. Μάζη στις 4-6-09 [βλ. τα οικεία επιδοτήρια των δικ.επιμελητών ... και ...],αντίστοιχα]. Η έκθεση που συντάχθηκε από τη γραμματέα έγινε με την τήρηση των απαιτούμενων από τα άρθρα 150-151 και 474 ΚΠΔ διατυπώσεων και περιέχει τους προβλεπόμενους από το νόμο λόγους, για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι έγκεινται στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων,[άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, καθόσον παραπέμπεται για κακούργημα [άρθρο 482 παρ.1 περ. α ΚΠΔ], οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3-Ο λόγος της έλλειψης αιτιολογίας
Α-Νομική βάση
α-Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. [ΑΠ.94/06].
β-Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β'ΚΠΔ. προβλεπόμενη λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, συντρέχει στις εξής περιπτώσεις. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.[ΑΠ.601/04 ΠΛΟΓ.04/697]
γ-Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, τιμωρείται με την προβλεπόμενη απ' αυτό ποινή ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με την μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σ' αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτή προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 Α' του ΠΚ, α) τα δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση τούτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι στην απόφαση πρέπει να διαλαμβάνεται και να διευκρινίζεται ότι η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου ανάγεται στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις, περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, όπως αυτή διαγράφεται από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες ή προκύπτει από τη φύση της υπηρεσίας και πόθεν τούτο προκύπτει, μη αρκούντος ότι ανάγεται στην υπηρεσία ή τα καθήκοντά του, άνευ άλλου τινός, έστω και αν τέτοια ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη αποφάσεως που λαμβάνει άλλος υπάλληλος ως αρμόδιος. Από τη διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ συνάγονται τα εξής ερμηνευτικά πορίσματα: Πρώτο, δεν καταλαμβάνονται από τις παραπάνω διατάξεις πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση της υπηρεσιακής επιρροής του ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίησή τους. ΑΠ.675/07 Π.ΔΙΚ.08/157 Π.ΧΡ 08/151].Δεύτερο, από την έναρξη ισχύος του ν. 2802/2000 η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνο για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού, ενώ προκειμένου για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη η πράξη αυτή κατέστη ανέγκλητη.[ΑΠ.160/06 Π.ΧΡ 06/721 Π.ΛΟΓ 06/138]
γ-Κατά η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 <<Για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες>>, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005, με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη τιμωρείται όποιος, από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή για να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998, ο όρος <<εγκληματικές δραστηριότητες>> περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του ΠΚ. Ενώ, κατά τη διάταξη της παρ. γ' του ίδιου άρθρου, με τον όρο <<περιουσία>> νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα κλπ.. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε και πάλι και στη θέση του εδ. αιζ' (εγκλήματα των άρθρων 235, 236 και 237 ΠΚ) τέθηκε το στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται (ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο <<εγκληματικές δραστηριότητες>>) μόνο η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ). Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα εξής πορίσματα:
α) Για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες απαιτείται (εναλλακτικά) η αγορά,η απόκρυψη, η λήψη ως εμπράγματης ασφάλειας,η αποδοχή της κατοχής, η απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, η μετατροπή ή η μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα.
β) Για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται δόλος (και ενδεχόμενος) και επιπλέον σκοπός κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της σχετικής περιουσίας ή παροχής συνδρομής (από τρίτον) προς άλλον, ο οποίος ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και απέκτησε από αυτή περιουσία, για κερδοσκοπία ή για συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής.
γ) Το έγκλημα τούτο προϋποθέτει την προγενέστερη τέλεση άλλου εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα), από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (όπως είναι και το χρήμα υπό υλική ή άϋλη μορφή). Ειδικότερα στο περιεχόμενο του δόλου του δράστη περιλαμβάνεται τόσο ή γνώση της αξιόποινης προέλευσης των εσόδων όσο και η γνώση του δράστη της αξιόποινης πράξης από την οποία προήλθαν τα έσοδα.
δ) Το υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων και το υποκείμενο του βασικού εγκλήματος που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέρχονται τα νομιμοποιούμενα περιουσιακά στοιχεία, μπορεί να ταυτίζεται. Ήδη η σχετική διχογνωμία, που υπήρχε ως προς το ζήτημα αυτό στη θεωρία και τη νομολογία, έχει λυθεί και νομοθετικά με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ' περ. α και β του ν. 3424/2005, όπου ορίζεται ότι η ποινική ευθύνη για (το) βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α,' β' και γ' της παραγράφου αυτής, καθώς και ότι στις περιπτώσεις αυτές ο υπαίτιος (του βασικού εγκλήματος) τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των εν λόγω πράξεων (νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στον συνολικό σχεδιασμό δράσης.
ε) Τα δυο αυτά εγκλήματα, το βασικό έγκλημα και η νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων, συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή πραγματική συρροή, καθόσον πρόκειται για δύο διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα με διακεκριμένη και χωριστή απαξία το καθένα.
στ) Το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας περιλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα (για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), αφού το έγκλημα αυτό επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και άρα εμπίπτει στην κατηγορία των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχείο ιι του ν.3424/2005, κατά το οποίο εγκληματική δραστηριότητα αποτελεί και κάθε αξιόποινη πράξη που επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας με ελάχιστο όριο άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Επίσης ότι τόσο υπό το καθεστώς του ν.2331/1995 όσο και υπό το καθεστώς του ν.3424/2005 ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και, αν, μεταξύ άλλων, ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Στις πράξεις δε αυτές, που τελούνται κατ' επάγγελμα, δεν έχει εφαρμογή η πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ' εδ. δ'του ν. 3424/2005, κατά την οποία η ποινή που επιβάλλεται στον υπαίτιο του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να υπερβαίνει την ποινή που επιβλήθηκε σ' αυτόν ή τρίτο για το βασικό έγκλημα, από το οποίο προήλθαν τα έσοδα (άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο δ'εδ. προτελευταίο). Επομένως, η παθητική δωροδοκία, ανεξάρτητα από το αν η σχετική ειδική πρόβλεψη ανωτάτου ορίου επιβλητέας ποινής θίγει ή όχι και το είδος αυτών ως κακουργημάτων (άρθρα 18 και 19 ΠΚ),όταν τελούνται κατ' επάγγελμα, διατηρεί πάντοτε τον κακουργηματικό χαρακτήρα της.
ζ) Τέλος, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχείο δ' εδ. τελευταίο του ν. 3424/2005 (που ορίζει ότι, σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β), όταν το βασικό έγκλημα επισύρει ποινή φυλάκισης ανώτερη του ενός έτους, η εξάλειψη του αξιοποίνου (με παραγραφή ή για άλλο λόγο) του βασικού εγκλήματος ή απαλλαγή του υπαιτίου δεν επιφέρουν αντίστοιχες έννομες συνέπειες και υπέρ του υπαιτίου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
η) Για την παραπομπή του υπαιτίου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν αρκεί να εικάζεται ή να πιθανολογείται απλώς το βασικό έγκλημα, αλλά πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς η ταυτότητα αυτού, ο χρόνος τέλεσής του και οι δράστες του και να προκύπτουν, από πειστικά στοιχεία και κατά αντικειμενική εκτίμηση, επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου. Μόνη δε η αδυναμία του κατηγορουμένου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να δικαιολογήσει την κατοχή ή την κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δεν θεωρείται στοιχείο ικανό, κατά αντικειμενική κρίση, να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίστοιχη παραπομπή του κατηγορουμένου (Συμβ.ΑΠ.219/07,351/03 Π.ΔΙΚ.04/526 και Συμβ.ΑΠ 372/02 Π.ΔΙΚ.02/1013,ΑΠ 1206/86 ΝοΒ 34 σελ.1633). Β-Αιτιολογία του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων,[καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογίας] προέκυψαν τα εξής ουσιώδη περιστατικά: Ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και συγκεκριμένα ως Γραμματέας του Τμήματος Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπηρέτησε στο ως άνω Τμήμα, κατά το χρονικό διάστημα από 6-5-1997 μέχρι και τον Ιανουάριο του έτους 2000. Επίσης υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του υπηρέτησε από τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001 στη Διεύθυνση Προσωπικού - Τμήμα Γραμματείας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Στην Αθήνα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δη από 6-5-1977 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001 απαιτούσε αυτός και δεχόταν διάφορα χρηματικά ποσά από κρατουμένους στις διάφορες φυλακές της χώρας ή συγγενείς αυτών, το ύψος το ακριβές των εν λόγω χρημάτων δεν διακριβώθηκε από την ανάκριση. Πάντως μέρος των εν λόγω χρημάτων κατατέθηκε στους κάτωθι τραπεζικούς λογαριασμούς του, ως ακολούθως εξειδικεύονται αυτά (τα χρήματα). Τα εν λόγω χρήματα τα έλαβε αυτός, καίτοι δεν τα εδικαιούτο να τα λάβει. Καθ' όσον τα έλαβε για ενέργειες και παραλείψεις του αντικείμενες στα καθήκοντα του ή αναγόμενες στην υπηρεσία του ως υπαλλήλου.
Συγκεκριμένα δε αυτός με την ως άνω ιδιότητα του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατ' επανάληψη, δέχθηκε διάφορα χρηματικά ποσά ως δώρα και δη ως αυτά εξειδικεύονται ακολούθως προκειμένου: α) να μεταχθούν κρατούμενοι από τις δικαστικές φυλακές όπου κρατούντο σε δικαστικές φυλακές της αρεσκείας τους εκτός σειράς μεταγωγών, όπως ο κρατούμενος ... από τις Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού και δη στο αρτοποιείο αυτής, ενέργειες που ανάγοντο στην αρμοδιότητα του, β) να επικοινωνεί με διευθυντές φυλακών και να ζητά να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση κρατούμενοι και να τοποθετούνται σε θέσεις εργασίες στις δικαστικές φυλακές, όπως για τους κρατούμενους ... και ..., που κρατούντο στις Φυλακές Αλικαρνασσού, για τον κρατούμενο ... ή ..., για τον κρατούμενο δικηγόρο ... στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, για τον κρατούμενο .... στις δικαστικές φυλακές Τίρυνθας, για τον κρατούμενο ... που εκρατείτο στις αγροτικές φυλακές [Κασσάνδρας, ενέργειες που ήταν αντίθετες στα καθήκοντα του, γ) να συντάξει έγγραφο και να το παραδώσει στον κρατούμενο ..., στο οποίο έγραψε ότι δήθεν μετά από συνεννόηση με τους προϊσταμένους του συμφωνούσε να ικανοποιηθεί αίτημα του κρατούμενου να παραστεί κατά τη συζήτηση της υφ' όρο απόλυσης του και ανέφερε επαινετικά λόγια για τον κρατούμενο, ενέργεια που ήταν αντίθετη προς τα καθήκοντα του, δ) να αναλάβει τη διεκπεραίωση της υπόθεσης της μεταφοράς του Τούρκου κρατούμενου ..., η οποία είχε εγκριθεί αλλά καθυστερούσε η εκτέλεσης της λόγω της επιβολής με δικαστική απόφαση χρηματικής ποινής σε βάρος του που εκκρεμούσε προς βεβαίωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.,μεταβαίνοντας στο Εφετείο Αθηνών και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.προς τακτοποίηση του θέματος αυτού, καθώς και να ενδιαφερθεί να προωθήσει προς επανεξέταση αίτημα του Τούρκου υπηκόου ..., κρατούμενου για ναρκωτικά, για μεταφορά του στην Τουρκία, αν και είχε απορριφθεί αρχικά το αίτημα του, ε) να ενδιαφερθεί για αιτήματα των καταδικασθέντων για εμπορία ναρκωτικών Αλβανών υπηκόων ..., ..., ζητώντας πληροφορίες από την αρμόδια: υπάλληλο ... αν είχαν έλθει δικαιολογητικά τους από την Αλβανία, ενέργεια που δεν ανάγετo στα καθήκοντα του. Μεταξύ δε των χρηματικών ποσών που είχε πάρει ως δώρα για τις πιο πάνω ενέργειές του, περιλαμβάνονται και τα πιο κάτω χρηματικά ποσά, τα οποία με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση τους κατέθεσε στους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) στον .... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο υποκατάστημα Καλλιθέας της Τράπεζας "CITIBANK", β) στον .... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο Υποκατάστημα Καμινίων της Εμπορικής τράπεζας, γ) στον .... λογαριασμό Ταμιευτηρίου, στον .... λογαριασμό χορηγήσεων, τον ... τρεχούμενο λογαριασμό και στον ... κοινού μετά της συζύγου του .... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζας Εργασίας EUROBANK.
Ειδικότερα
α) στον ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο υποκατάστημα Καλλιθέας της τράπεζας "CITIBANK" κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 14-5-1997 ποσό 25.000 δραχμών, 2) στις 14-5-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 3) στις 4-6-1997 ποσό 40.000 δραχμών, 4) στις 18-6-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 5) στις 14-7-1997 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 18-8-1997 ποσό 60.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 130.000 δραχμών, 8) στις 10-2-1998 ποσό 180.000 δραχμών, 9) στις 16-3-1998 ποσό 90.000 δραχμών, 10) στις 20-3-1998 ποσό 70.000 δραχμών, 11) στις 18-5-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 12) στις 2-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 13) στις 2-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 14) στις 6-8-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 15) στις 14-8-1998 ποσό 10.000 δραχμών, 16) στις 9-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 17) στις 14-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 10-11-1998 ποσό 55.000 δραχμών, 19) στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών,
β) στον ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο Υποκατάστημα Καμινίων της Εμπορικής Τράπεζας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 21-4-1998 ποσό 55.000 δρχ., 2) στις 18-5-1998 ποσό 52.000 δρχ, 3) στις 17-6-1998 ποσό 60.000 δρχ., 4) στις 8-7-1998 ποσό 800.000 δρχ., 5) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δρχ., 6) στις 8-12-1998 ποσό 700.000 δρχ., 7) στις 17-12-1998 ποσό 200.000 δρχ., 8) στις 21-12-1998 ποσό 50.000 δρχ., 9) στις 20-1-1999 ποσό 150.000 δρχ. και 10) στις 2-3-1999 ποσό 600.000 δρχ.,
γ) στον ... κοινό μετά της συζύγου του ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο πάνω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 8-3-1999 ποσό 1.200.000 δρχ., 2) στις 20-5-1999 ποσό 300.000 δρχ., 3) στις 22-11-1999 ποσό 200.000 δρχ., 4) στις 30-5-2000 ποσό 700.000 δρχ., 5) στις 21-12-2000 ποσό 100.000 δρχ., 6) στις 30-8-2000 ποσό 1.200.000 δρχ.,
δ) στον ... λογαριασμό Ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 12-6-1997 ποσό 2.900.000 δρχ., 2) στις 30-6-1997 ποσό 400.000 δρχ., 3) στις 8-7-1997 ποσό 1.000.000 δρχ., 4) στις 18-8-1997 ποσό 1.800.000 δρχ., 5) στις 4-11-1997 ποσό 850.000 δρχ., 6) στις 13-11-1997 ποσό 450.000 δρχ., 7) στις 2-12-1997 ποσό 200.000 δρχ., 8) στις 5-1-1998 ποσό 150.000 δρχ., 9) στις 11-2-1998 ποσό 1,600.000 δρχ., 10) στις 3-4-1998 ποσό 800.000 δρχ., 11) στις 14-5-1998 ποσό 500.000 δρχ., 12) στις 18-5-1998 ποσό 300.000 δρχ., 13) στις 5-6-1998 ποσό 60.000 δρχ., 14) στις 10-7-1998 ποσό 800.000 δρχ., 15) στις 14-7-1998 ποσό 150.000 δρχ., 16) στις 23-7-1998 ποσό 100.000 δρχ., 17) στις 5-8-1998 ποσό 50.000 δρχ., 18) στις 11-9-1998 ποσό 160.000 δρχ., 19) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δρχ., 20) στις 2-11-1998 ποσό 130.000 δρχ., 21) στις 9-11-1998 ποσό 300.000 δρχ., 22) στις 2-12-1998 ποσό 280.000 δρχ., 23) στις 21-12-1998 ποσό 150.000 δρχ., 24) στις 27-1-1999 ποσό 300.000 δρχ., 25) στις 3-2-1999 ποσό 3.000.000 δρχ., 26) στις 23-2-1999 ποσό 100.000 δρχ., 27) την 1-3-1999 ποσό 250.000 δρχ., 28) στις 10-3-1999 ποσό 150.000 δρχ., 29) στις .16-3-1999 ποσό 100.000 δρχ., 30) στις 13-4-1999 ποσό 300.000 δρχ., 31) στις 19-4-1999 ποσό 200.000 δρχ., 32) στις 27-5-1999 ποσό 150.000 δρχ., 33) στις 2-6-1999 ποσό 50.000 δρχ., 34) στις 4-6-1999 ποσό 150.000 δρχ., 35) στις 23-6-1999 ποσό 200.000 δρχ., 36) στις 28-6-1999 ποσό 140.000 δρχ., 37) στις 16-7-1999 ποσό 150.000 δρχ., 38) στις 23-7-1999 ποσό 50.000 δρχ., 39) στις 2-8-1999 ποσό 1.300.000 δρχ., 40) στις 11-8-1999 ποσό 1.000.000 δρχ., 41) στις 16-8-1999 ποσό 100.000 δρχ., 42) στις 17-9-1999 ποσό 150.000 δρχ., 43) στις 20-9-1999 ποσό 400.000 δρχ.,
ε) στον ... τρεχούμενο λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 5-11-1999 ποσό 220.000 δρχ., 2) στις 19-11-1999 ποσό 650.000 δρχ., 3) στις 29-11-1999 ποσό 250.000 δρχ., 4) την 1-12-1999 ποσό 100.000 δρχ., 5) στις 7-12-1999 ποσό 180.000 δρχ., 6) στις 17-12-1999 ποσό 50.000 δρχ., 7) στις 24-1-2000 ποσό 100.000 δρχ., 8) στις 27-1-2000 ποσό 50.000 δρχ., 9) στις 31-1-2000 ποσό 200.000 δρχ., 10) στις 7-2-2000 ποσό 80.000 δρχ., 11) στις 6-3-2000 ποσό 1.000.000 δρχ., 12) στις 15-3-2000 ποσό 30.000 δρχ., 13) στις 21-3-2000 ποσό 1.350.000 δρχ., 14) στις 23-3-2000 ποσό 835.000 δρχ., 15) στις 24-3-2000 ποσό 100.000 δρχ., 16) στις 28-3-2000 ποσό 100.000 δρχ., 17) στις 5V4-2000 ποσό 40.000 δρχ., 18) στις 25-4-2000 ποσό 180.000 δρχ., 19) στις 9-5-2000 ποσό 50.000. δρχ., 20) την 1-6-2000 ποσό 50.000 δρχ., 21) στις 24-7-2000 ποσό 600.000 δρχ., 22) στις 31-7-2000 ποσό 120.000 δρχ., 23) στις 15-9-2000 ποσό 50.000 δρχ., 24) στις 6-10-2000 ποσό 50.000 δρχ., 25) στις 21-11-2000 ποσό 530.000 δρχ., 26) στις 8-1-2001 ποσό 50.000 δρχ., 27) στις 16-1-2001 ποσό 350.000 δρχ., 28) στις 16-2-2001 ποσό 260.000 δρχ., 29) στις 15-3-2001 ποσό 350.000 δρχ., 30) στις 20-3-2001 ποσό 150.000 δρχ., 31) στις 26-4-2001 ποσό 40.000 δρχ., 32) στις 2-4-2001 ποσό 350.000, 33) στις 11-6-2001 ποσό 120.000 δρχ., 34) στις 5-7-2001 ποσό 130.000 δρχ., 35) στις 30-8-2001 ποσό 150.000 δρχ., 36),στις 12-9-2001 ποσό 200.000 δρχ., 37) στις 13-9-2001 ποσό 200.000 δρχ., 38) στις 4-10-2001 ποσό 80.000 δρχ.,
στ) στον ... λογαριασμό χορηγήσεων που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε το διάστημα από 11-6-1999 έως 16-10-2001 χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 900.000 δραχμών (30.000 δρχ. τον Ιούνιο 1999, 25.000 δρχ. τον Ιούλιο 1999, 125.000 δρχ. τον Αύγουστο 1999, 25.000 δρχ.
το Σεπτέμβριο 1999, 50.000 δρχ. τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και το Δεκέμβριο 1999 τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2000, καιτον Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2001 ποσό 25.000 δρχ.το μήνα, το Σεπτέμβριο 2000 ποσό 45.000 δρχ. και τον Αύγουστο 2001 ποσό 75.000 δρχ. Τα πιο πάνω χρηματικά ποσά κατέθεσε με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση στους προαναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς, ασκεί δε κατ' επάγγελμα τέτοιες δραστηριότητες.
Αφού κατ' επανάληψη αυτός και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (από το έτος 1997 μέχρι και το έτος 2001) με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των ως άνω προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, που ήταν προϊόν δωροδοκίας του ως άνω υπαλλήλου, κατά τα προεκτεθέντα, (άρθρο 235 ΠΚ), απέκρυψε (εξακολουθητικά) αυτά καταθέτοντας τα στους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς του, με σκοπό τη "νομιμοποίηση τους" έτσι ώστε αυτά τα ποσά να φαίνονται ότι αποτελούν δήθεν νόμιμα εισοδήματα του, που είχε αποκομίσει αυτός διαχρονικά και δη από το έτος 1997 μέχρι και το έτος 2001.
Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και προκύπτοντα περιστατικά, υφίστανται εν προκειμένω αποχρώσες ενδείξεις, για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (άρθρα 26 παρ. Ια, 27 και 98 ΠΚ και άρθρα 1 παρ. Ια στοιχ. αιζ', 2 παρ. 1 εδ. β' - α' Ν. 2331/1995, όπως η περ. αιζ' προστ. με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν. 2479/6-5-1997, η οποία αποδίδεται στον εκκαλούντα Χ και η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από 6-5-1997 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001.
Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούνται σε βάρος του κατηγορουμένου η ειδική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, και γι' αυτό απέρριψε την έφεσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως αρμόδιου κατά νόμο για την εκδίκαση της προκειμένης κατηγορίας.
Γ)-Αναιρετικός έλεγχος
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την ειδική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, που προβλέπεται από τα άρθρα 98 ΠΚ και 1 παρ.1α,στ,αιζ,2 εδ.α,β του Ν.2331/95,όπως η παρ.αιζ προστέθ.με το άρθρο 2 παρ.16 του Ν.2479/97,τα οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα ευθέως και εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δεν περιέχει στοιχεία εξατομίκευσης της παθητικής δωροδοκίας,[τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις], που αποτελεί το βασικό έγκλημα από το οποίο προέρχονται τα νομιμοποιούμενα χρήματα. Περαιτέρω, δεν διευκρινίζει αν τα δώρα ή τα μη προσήκοντα ανταλλάγματα δόθηκαν στον κατηγορούμενο προκειμένου τούτος να προβεί σε μελλοντική ενέργεια ή παράλειψη ή για τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη. Δεν διευκρινίζει ακόμη αν η ενέργεια ή παράλειψη βρίσκεται εντός του κύκλου των καθηκόντων της υπηρεσίας του ή τελέσθηκαν ή υποσχέθηκαν υπ' αυτού ότι θα τελεσθούν επ' ευκαιρία της υπηρεσιακής του δράσεως και με την εξάσκηση της υπηρεσιακής του επιρροής. Ούτε εξηγεί αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη για το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση διώκεται σε βαθμό κακουργήματος, καθόσο σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α` του ν. 1608/1950, όπως ισχύει μετά το ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 235 για την παθητική δωροδοκία, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κλπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει (μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 2408/1996) το ποσό των 50.000.000 δραχμών και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως της ελλιπούς αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων εξαιτίας των ασαφειών, των λογικών κενών και των ελλείψεων αυτών είναι ουσιαστικά βάσιμοι.
5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, προς νέα συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να αναιρεθεί το 907/09 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ΑθηνώνΚαι Β-Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, προς νέα συζήτηση.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΦώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ", με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς, Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. δ' του Ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες της παραγράφου αυτής. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν χώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β. Ο εν λόγω ν. 2331/1995 αναφέρεται στην πρόληψη και στην καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή στο "ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος", όπως έχει επικρατήσει να περιγράφεται το φαινόμενο της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συνήθως βαριάς μορφής, με τον όρο δε αυτόν περιγράφεται η διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια, μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μία άλλη εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δημιουργείται έτσι μία σχέση κύριας και επόμενης πράξεως, στην οποία κύρια πράξη (βασικό έγκλημα) υπάγονται τα εγκλήματα, τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού αδικήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και αυτό, για το λόγο ότι, μιλώντας ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, να αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του επομένου αξιόποινου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών. Από αυτό συνάγεται ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και, επιπλέον, χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Τούτο, καθόσον, τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995 αδικήματα, τελούν σε πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου αδικήματα και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Εκτός αυτού, δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 αδικημάτων, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινομένων μεταξύ τους, αδικημάτων, το κάθε ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε, όμως, περί απορροφήσεως αδικήματος προβλεπομένου από το άρθρο 2 του ν. 2331/1995 από αδίκημα προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος και αυτό, γιατί εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του, με την προηγούμενη πράξη, κτηθέντος, χωρίς, όμως, να προσβάλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί μόνο σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Τα αδικήματα, όμως, του άρθρου 1 του ν. 2331/1995, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την όλη απαξία των αδικημάτων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι όλα κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους. Ο δράστης της νομιμοποιήσεως -(που τελέστηκε μέχρι 13-12-2005 ενόψει του άρθρ. 2 παρ. 1 ΠΚ) πρέπει να ενεργεί από κερδοσκοπία ή με σκοπό της συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της περιουσίας ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που εμπλέκεται στην εγκληματική δραστηριότητα. Δεν απαιτείται αθροιστικά κερδοσκοπία και σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής αλλά διαζευκτικά κερδοσκοπία ή σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής. Η διατύπωση είναι σαφής, αρκεί οποιοδήποτε από τα τρία αυτά στοιχεία. Δεν απαιτείται η κερδοσκοπία να συντρέχει με έναν από τους άνω σκοπούς. Όμως δεν αρκεί μόνη η απόκτηση κατοχής ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες - όπως ορίζει ρητά το άρθρο 1 εδ. β μετά το ν. 3424/2005. Η συγκάλυψη αναφέρεται στο προϊόν, το περιουσιακό στοιχείο που προήλθε από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, η δε παροχή συνδρομής αναφέρεται στο δράστη (αυτουργό ή συμμέτοχο) της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας. Δεν απαιτείται όμως όπως ο δράστης της νομιμοποίησης ενεργεί στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικότητας. Καμία σύνδεση δεν γίνεται πλέον με οργανωμένο έγκλημα έτσι ώστε να απαιτείται όπως η περιουσία προέρχεται μόνο από εγκληματική δραστηριότητα του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος, δεδομένου άλλωστε ότι το "ξέπλυμα" δεν αποτελεί μόνο δικό του χαρακτηριστικό.
Η πράξη της νομιμοποίησης έχει όμως αυτοτελές άδικο (εκτός από την περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ εδ. τελ. ν. 2331/95,) έναντι της πρότερης πράξης, δηλαδή του βασικού εγκλήματος. 'Ετσι είναι αδιάφορο αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης (επιχείρημα και από το άρθρο 2 παρ. 8 ν. 2331/95, και άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2331/95). Αρκεί επομένως ότι το βασικό έγκλημα περιλαμβάνεται σ' αυτά που ανήκουν στην εγκληματική δραστηριότητα χωρίς να απαιτείται ο δράστης αυτής να είναι και τιμωρητέος. Να πληρούν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά κάποιο έγκλημα, που υπάγεται στην εγκληματική δραστηριότητα. Μπορεί να είναι και άγνωστος ο δράστης του βασικού εγκλήματος. Τέλεση εγκλήματος απαιτεί ο νόμος, όχι και καταδίκη υπαιτίου. Η ποινή εδώ επιβάλλεται για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων και όχι για την πράξη της εγκληματικής δραστηριότητας.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), ο όρος "εγκληματικές δραστηριότητες", περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και το έγκλημα (καλούμενο βασικό έγκλημα) το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από τις διατάξεις του άρθρου 235, του Ποινικού Κώδικα", κατά δε τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, με τον όρο "περιουσία" νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ', τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς (ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο "εγκληματικές δραστηριότητες", μόνο η παθητική δωροδοκία του άρθρου 235 ΠΚ.
Ήτοι το άνω έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας περιλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού το έγκλημα αυτό επισύρει ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους και άρα εμπίπτει στην κατηγορία των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 2 παρ.1 στοιχ. ιι του ν. 3424/2005, κατά το οποίο εγκληματική δραστηριότητα αποτελεί και κάθε αξιόποινη πράξη, που επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας με ελάχιστο όριο άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της να προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.
Κατά το άρθρο δε 235 του ΠΚ, όπως ίσχυε προ της κατά την 3-3-2000 αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 2 του Ν.2808/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του. Μετά την ως άνω αντικατάστασή του το ίδιο άρθρο ορίζει ότι τιμωρείται με την ανωτέρω ποινή ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτον ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του Ν.2802/2000 (στις 3-3-2000) η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνον για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις του, ενώ προκειμένου για τελειωμένη ήδη ενέργεια ή παράλειψη, η πράξη αυτή κατέστη ανέγκλητη. 'Ετσι, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 235 ΠΚ, απαιτείται, μετά τις 3-3-2000, όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α' ΠΚ, τα δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν, να δίνονται ή και να υπάρχει υπόσχεση δόσεως αυτών, για μελλοντική μη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα αυτή ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια, ωφελήματα δε μπορεί να είναι και κάθε χαριστική παροχή υλικής ή μη φύσεως, ακόμα και παροχή δωρεάν ερωτικών απολαύσεων, σε όφελος του δράστη υπαλλήλου, επί της οποίας παροχής δεν έχει αυτός καμία νόμιμη αξίωση, Επίσης, σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το χρόνο τελέσεως, πρέπει επί πλέον, η ενέργεια ή η παράλειψή του δράστη να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, τα διαγραφόμενα ή προκύπτοντα από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του (Ολ.ΑΠ 6/1998), ενώ δεν καταλαμβάνονται πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση της υπηρεσιακής επιρροής του ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίησή τους.
Συνεπώς, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2802/2000, η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου, στοιχειοθετείται μόνο για μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού, ενώ προκειμένου για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη, η πράξη είναι ανέγκλητη. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές. Για την παραπομπή δε του υπαιτίου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν αρκεί να εικάζεται ή να πιθανολογείται απλώς η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αλλά πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς η ταυτότητα αυτού, ο χρόνος τελέσεώς του και οι δράστες του και να προκύπτουν, από πειστικά στοιχεία και κατά αντικειμενική εκτίμηση, επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου. Μόνη η αδυναμία του κατηγορουμένου να δικαιολογήσει την κατοχή ή την κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δε θεωρείται στοιχείο ικανό να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίστοιχη παραπομπή του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 907/2009 βούλευμά του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικού υλικού και δη των αναφερομένων σε αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και συγκεκριμένα ως Γραμματέας του Τμήματος Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπηρέτησε στο ως άνω Τμήμα, κατά το χρονικό διάστημα από 6-5-1997 μέχρι και τον Ιανουάριο του έτους 2000. Επίσης υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του υπηρέτησε από τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001 στη Διεύθυνση Προσωπικού - Τμήμα Γραμματείας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στην ... κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δη από 6-5-1977 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001 απαιτούσε αυτός και δεχόταν διάφορα χρηματικά ποσά από κρατουμένους στις διάφορες φυλακές της χώρας ή συγγενείς αυτών, το ύψος το ακριβές των εν λόγω χρημάτων δεν διακριβώθηκε από την ανάκριση. Πάντως μέρος των εν λόγω χρημάτων κατατέθηκε στους κάτωθι τραπεζικούς λογαριασμούς του, ως ακολούθως εξειδικεύονται αυτά (τα χρήματα). Τα εν λόγω χρήματα τα έλαβε αυτός, καίτοι δεν τα εδικαιούτο να τα λάβει. Καθ' όσον τα έλαβε για ενέργειες και παραλείψεις του αντικείμενες στα καθήκοντά του ή αναγόμενες στην υπηρεσία του ως υπαλλήλου. Συγκεκριμένα δε αυτός με την ως άνω ιδιότητα του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατ' επανάληψη δέχθηκε διάφορα χρηματικά ποσά ως δώρα και δη ως αυτά εξειδικεύονται ακολούθως προκειμένου: α) να μεταχθούν κρατούμενοι από τις δικαστικές φυλακές όπου κρατούντο σε δικαστικές φυλακές της αρεσκείας τους εκτός σειράς μεταγωγών, όπως ο κρατούμενος ... από τις Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού και δη στο αρτοποιείο αυτής, ενέργειες που ανάγοντο στην αρμοδιότητά του, β) να επικοινωνεί με διευθυντές φυλακών και να ζητά να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση κρατούμενοι και να τοποθετούνται σε θέσεις εργασίες στις δικαστικές φυλακές, όπως για τους κρατούμενους ... και ..., που κρατούντο στις Φυλακές Αλικαρνασσού, για τον κρατούμενο ... ή ..., για τον κρατούμενο δικηγόρο ... στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, για τον κρατούμενο ... στις δικαστικές φυλακές Τίρυνθας, για τον κρατούμενο ... που εκρατείτο στις αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας, ενέργειες που ήταν αντίθετες στα καθήκοντά του, γ) να συντάξει έγγραφο και να το παραδώσει στον κρατούμενο ..., στο οποίο έγραψε ότι δήθεν μετά από συνεννόηση με τους προϊσταμένους του συμφωνούσε να ικανοποιηθεί αίτημα του κρατούμενου να παραστεί κατά τη συζήτηση της υφ' όρον απόλυσής του και ανέφερε επαινετικά λόγια για τον κρατούμενο, ενέργεια που ήταν αντίθετη προς τα καθήκοντά του, δ) να αναλάβει τη διεκπεραίωση της υπόθεσης της μεταφοράς του Τούρκου κρατούμενου ..., η οποία είχε εγκριθεί αλλά καθυστερούσε η εκτέλεσης της λόγω της επιβολής με δικαστική απόφαση χρηματικής ποινής σε βάρος του που εκκρεμούσε προς βεβαίωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., μεταβαίνοντας στο Εφετείο Αθηνών και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προς τακτοποίηση του θέματος αυτού, καθώς και να ενδιαφερθεί να προωθήσει προς επανεξέταση αίτημα του Τούρκου υπηκόου ..., κρατούμενου για ναρκωτικά, για μεταφορά του στην Τουρκία, αν και είχε απορριφθεί αρχικά το αίτημά του, ε) να ενδιαφερθεί για αιτήματα των καταδικασθέντων για εμπορία ναρκωτικών Αλβανών υπηκόων ..., ..., ζητώντας πληροφορίες από την αρμόδιας υπάλληλο ... αν είχαν έλθει δικαιολογητικά τους από την Αλβανία, ενέργεια που δεν ανάγετο στα καθήκοντά του. Μεταξύ δε των χρηματικών ποσών που είχε πάρει ως δώρα για τις πιο πάνω ενέργειές του, περιλαμβάνονται και τα πιο κάτω χρηματικά ποσά, τα οποία με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή τους κατέθεσε τους εξής τραπεζικούς λογαριασμούς: α) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο υποκατάστημα Καλλιθέας της Τράπεζας "CITIBANK", β) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο Υποκατάστημα Καμινιών της Εμπορικής τράπεζας, γ) τον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό Ταμιευτηρίου, τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό χορηγήσεων, τον υπ' αριθμ. ... τρεχούμενο λογαριασμό και τον υπ' αριθμ. ... κοινού μετά της συζύγου του ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζας Εργασίας EUROBANK. Ειδικότερα α) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο υποκατάστημα Καλλιθέας της τράπεζας "CITIBANK" κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 14-5-1997 ποσό 25.000 δραχμών, 2) στις 14-5-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 3) στις 4-6-1997 ποσό 40.000 δραχμών, 4) στις 18-6-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 5) στις 14-7-1997 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 18-8-1997 ποσό 60.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 130.000 δραχμών, 8) στις 10-2-1998 ποσό 180.000 δραχμών, 9) στις 16-3-1998 ποσό 90.000 δραχμών, 10) στις 20-3-1998 ποσό 70,000 δραχμών, 11) στις 18-5-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 12) στις 2-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 13) στις 2-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 14) στις 6-8-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 15) στις 14-8-1998 ποσό 10.000 δραχμών, 16) στις 9-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 17) στις 14-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 10-11-1998 ποσό 55.000 δραχμών, 19) στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών, β) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στο Υποκατάστημα Καμινιών της Εμπορικής Τράπεζας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 21-4-1998 ποσό 55.000 δρχ., 2) στις 18-5-1998 ποσό 52.000 δρχ., 3) στις 17-6-.199& ποσό 60.000 δρχ., 4) στις 8-7-1998 ποσό 800.000 δρχ., 5) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δρχ., 6) στις 8-12-1998 ποσό 700.000 δρχ., 7) στις 17-12-1998 ποσό 200.000 δρχ., 8) στις 21-12-1998 ποσό 50.000 δρχ., 9) στις 20-1-1999 ποσό 150.000 δρχ. και 10) στις 2-3-1999 ποσό 600.000 δρχ., γ) στον υπ' αριθμ. ... κοινό μετά της συζύγου του ... λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο πάνω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 8-3-1999 ποσό 1.200.000 δρχ., 2) στις 20-5-1999 ποσό 300.000 δρχ., 3) στις 22-11-1999 ποσό 200.000 δρχ., 4) στις 30-5-2000 ποσό 700.000 δρχ., 5) στις 21-12-2000 ποσό 100.000 δρχ., 6) στις 30-8-2000 ποσό 1.200.000 δρχ., δ) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό Ταμιευτηρίου που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 12-6-1997 ποσό 2.900.000 δρχ., 2) στις 30-6-1997 ποσό 400.000 δρχ., 3) στις 8-7-1997 ποσό 1.000.000 δρχ., 4) στις 18-8-1997 ποσό 1.800.000 δρχ., 5) στις 4-11-1997 ποσό 850.000 δρχ., 6) στις 13-11-1997 ποσό 450.000 δρχ., 7) στις 2-12-1997 ποσό 200.000 δρχ., 8) στις 5-1-1998 ποσό 150.000 δρχ., 9) στις 11-2-1998 ποσό 1.600.000 δρχ., 10) στις 3-4-1998 ποσό 800.000 δρχ., 11) στις 14-5-1998 ποσό 500.000 δρχ., 12) στις 18-5- ποσό 300.000 δρχ., 13) στις 5-6-1998 ποσό 60.000 δρχ., 14) στις 10-7-1998 ποσό 800.000 δρχ., 15) στις 14-7-1998 ποσό 150.000 δρχ., 16) στις 23-7-1998 ποσό 100.000 δρχ., 17) στις 5-8-1998 ποσό 50.000 δρχ., 18) στις 11-9-1998 ποσό 160.000 δρχ., 19) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δρχ., 20) στις 2-11-1998 ποσό 130.000 δρχ., 21) στις 9-11-1998 ποσό 300.000 δρχ., 22) στις 2-12-1998 ποσό 280.000 δρχ., 23) στις 21-12-1998 ποσό 150.000 δρχ., 24) στις 27-1-1999 ποσό 300.000 δρχ., 25) στις 3-2-1999 ποσό 3.000.000 δρχ., 26) στις 23-2-1999 ποσό 100.000 δρχ., 27) την 1-3-1999 ποσό 250.000 δρχ., 28) στις 10-3-1999 ποσό 150.000 δρχ., 29) στις 16-3-1999 ποσό 100.000 δρχ., 30) στις 13-4-1999 ποσό 300.000 δρχ., 31) στις 19-4-1999 ποσό 200.000 δρχ., 32) στις 27-5-1999 ποσό 150.000 δρχ., 33) στις 2-6-1999 ποσό 50.000 δρχ., 34) στις 4-6-1999 ποσό 150.000 δρχ., 35) στις 23-6-1999 ποσό 200.000 δρχ., 36) στις 28-6-1999 ποσό 140.000 δρχ., 37) στις 16-7-1999 ποσό 150.000 δρχ., 38) στις 23-7-1999 ποσό 50.000 δρχ., 39) στις 2-8-1999 ποσό 1.300.000 δρχ., 40) στις 11-8-1999 ποσό 1.000.000 δρχ., 41) στις 16-8-1999 ποσό 100.000 δρχ., 42) στις 17-9-1999 ποσό 150.000 δρχ., 43) στις 20-9-1999 ποσό 400.000 δρχ., ε) στον υπ' αριθμ. ... τρεχούμενο λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε τα πιο κάτω χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες: 1) στις 5-11-1999 ποσό 220.000 δρχ., 2) στις 19-11-1999 ποσό 650.000 δρχ., 3) στις 29-11-1999 ποσό 250.000 δρχ., 4) την 1-12-1999 ποσό 100.000 δρχ., 5) στις 7-12-1999 ποσό 180.000 δρχ., 6) στις 17-12-1999 ποσό 50.000 δρχ., 7) στις 24-1-2000 ποσό 100.000 δρχ., 8) στις 27-1-2000 ποσό 50.000 δρχ., 9) στις 31-1-2000 ποσό 200.000 δρχ., 10) στις 7-2-2000 ποσό 80.000 δρχ., 11) στις 6-3-2000 ποσό 1.000.000 δρχ., 12) στις 15-3-2000 ποσό 30.000 δρχ., 13) στις 21-3-2000 ποσό 1.350.000 δρχ., 14) στις 23-3-2000 ποσό 835.000 δρχ., 15) στις 24-3-2000 ποσό 100.000 δρχ., 16) στις 28-3-2000 ποσό 100.000 δρχ., 17) στις 5-4-2000 ποσό 40.000 δρχ., 18) στις 25-4-2000 ποσό 180.000 δρχ., 19) στις 9-5-2000 ποσό 50.000 δρχ., 20) την 1-6-2000 ποσό 50.000 δρχ., 21) στις 24-7-2000 ποσό 600.000 δρχ., 22) στις 31-7-2000 ποσό 120.000 δρχ., 23) στις 15-9-2000 ποσό 50.000 δρχ., 24) στις 6-10-2000 ποσό 50.000 δρχ., 25) στις 21-11-2000 ποσό 530.000 δρχ., 26) στις 8-1-2001 ποσό 50.000 δρχ., 27) στις 16-1-2001 ποσό 350.000 δρχ., 28) στις 16-2-2001 ποσό 260.000 δρχ., 29) στις 15-3-2001 ποσό 350.000 δρχ., 30) στις 20-3-2001 ποσό 150.000 δρχ., 31) στις 26-4-2001 ποσό 40.000 δρχ., 32) στις 2-4-2001 ποσό 350.000, 33) στις 11-6-2001 ποσό 120.000 δρχ., 34) στις 5-7-2001 ποσό 130.000 δρχ., 35) στις 30-8-2001 ποσό 150.000 δρχ., 36),στις 12-9-2001 ποσό 200.000 δρχ., 37) στις 13-9-2001 ποσό 200.000 δρχ., 38) στις 4-10-2001 ποσό 80.000 δρχ., στ) στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό χορηγήσεων που τηρεί στην Τράπεζα Εργασίας κατέθεσε το διάστημα από 11-6-1999 έως 16-10-2001 χρηματικά ποσά προερχόμενα από δωροδοκίες που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 900.000 δραχμών (30.000 δρχ. τον Ιούνιο 1999, 25.000 δρχ. τον Ιούλιο 1999, 125.000 δρχ. τον Αύγουστο 1999, 25.000 δρχ. το Σεπτέμβριο 1999, 50.000 δρχ. τον Οκτώβριο 1999, τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο 1999 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο του έτους 2000, και Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο 2001 ποσό 25.000 δρχ. το μήνα, το μήνα Σεπτέμβριο του 2000 ποσό 45.000 δρχ. και το μήνα Αύγουστο του έτους 2001 ποσό 75.000 δρχ.). Τα πιο πάνω χρηματικά ποσά κατέθεσε με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή τους προέλευση στους προαναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς, ασκεί δε κατ' επάγγελμα τέτοιες δραστηριότητες. Αφού κατ' επανάληψη αυτός και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (από το έτος 1997 μέχρι και το έτος 2001) με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των ως άνω προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, που ήταν προϊόν δωροδοκίας του ως άνω υπαλλήλου, κατά τα προεκτεθέντα, (άρθρο 235 ΠΚ), απέκρυψε (εξακολουθητικά) αυτά καταθέτοντας τα στους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς του, με σκοπό τη "νομιμοποίηση τους" έτσι ώστε αυτά τα ποσά να φαίνονται ότι αποτελούν δήθεν νόμιμα εισοδήματα του, που είχε αποκομίσει αυτός διαχρονικά και δη από το έτος 1997 μέχρι και το έτος 2001. Επομένως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και προκύπτοντα περιστατικά υφίστανται εν προκειμένω αποχρώσες ενδείξεις, για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (άρθρα 26 παρ. Ια, 27 και 98 ΠΚ και άρθρα 1 παρ. Ια στοιχ. αιζ', 2 παρ. 1 εδ. β' - α' Ν. 2331/1995, όπως ή περ. αιζ' προστ. με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν. 2479/6-5-1997, η οποία αποδίδεται στον εκκαλούντα Χ και η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από 6-5-1997 μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του 2001. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω φρονούμε ότι πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 317, 318, 319 και 481 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί η ως άνω, με αρ. 550/10-11-2008 έφεση του εκκαλούνται κατηγορουμένου Χ, κατά του με αρ. 3086/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών".
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, που απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του κατηγορουμένου κατά του πρωτοβαθμίου παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν διέλαβε την, κατά την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμά του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1α, στ, αιζ, 2 εδ. α, β του ν. 2331/1995, όπως η παρ. αιζ προστέθ. με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 και 2 παρ.2, 13 εδ. στ, 98, 235 ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Ειδικότερα, α) δεν εξατομικεύονται κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις τα στοιχεία του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας που του αποδίδεται κατ' εξακολούθηση, από την οποία, κατά την κατηγορία, προέρχονται τα νομιμοποιούμενα με τις διαδοχικές τραπεζικές καταθέσεις χρήματα, β) δεν διευκρινίζεται αν τα χρήματα που ελάμβανε ως δώρα ή ανταλλάγματα εξυπηρετήσεων ο κατηγορούμενος, υπάλληλος στη Διεύθυνση Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από αγνώστους κατάδικους, τουλάχιστον από 3-3-2000 και μετά, που ισχύει ο νέος ν. 2808/2000, που κατατέθηκαν σε τραπεζικούς του λογαριασμούς, δόθηκαν σε αυτόν από κρατουμένους σε διάφορες φυλακές της Ελλάδος, προκειμένου να προβεί αυτός σε μελλοντική ενέργεια και θετική παρέμβαση προς όφελος διαφόρων αιτημάτων των κρατουμένων ή για ήδη τελειωμένη ενέργεια και μεσολάβηση αυτού, οπότε και δε στοιχειοθετείται αντικειμενικά με τον άνω νόμο το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, γ) δεν διευκρινίζεται αν οι αποδιδόμενες ενέργειες του κατηγορουμένου υπαλλήλου υπέρ διαφόρων κρατουμένων βρίσκονται εντός του κύκλου των καθηκόντων της υπηρεσίας του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης που υπηρετούσε ή τελέσθηκαν ή υποσχέθηκαν υπ'αυτού ότι θα τελεσθούν επ' ευκαιρία της υπηρεσιακής του δράσεως και με την εξάσκηση της υπηρεσιακής του επιρροής σε άλλους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε υπαλλήλους σωφρονιστικών καταστημάτων, δ) ουδόλως αιτιολογείται η τέλεση του άνω εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, κατ' επάγγελμα, όπως παραπέμπεται, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ. και δη εκτός από την εκτιθέμενη στο άνω αιτιολογικό επανειλημμένη τέλεση της παθητικής δωροδοκίας και κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμούς του για νομιμοποίηση, από 6-5-1997 έως και Οκτώβριο του 2001, δεν αναφέρεται αν προκύπτει και σκοπός του κατηγορουμένου υπαλλήλου για πορισμό εισοδήματος.
Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος.
Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα στο σύνολό του και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο εκδόσαν αυτό Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το με αριθ.907/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.

Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση της από 10-11-2008 εφέσεως του κατηγορουμένου Χ, στο ίδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή