Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Απαράδεκτο αιτήσεως αναιρέσεως που στρέφεται κατά παραπεμπτικού βουλεύματος λόγω αοριστίας των λόγων αναιρέσεως. Λόγοι που ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ουσίας είναι απαράδεκτοι.
Αριθμός 2022/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1388/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ζ. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 238/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος- Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 130/9.4.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"I) To συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμ. 1388/2008 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την υπ'αριθμ. 26/2008 έφεση του Χ- κατά του υπ'αριθμ. 101/2008 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης -με το οποίο είχε παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο, κατεξακολούθηση -375 § § 1,2α, 98 ΠΚ- το βούλευμα αυτό του συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον ανωτέρω στις 15-1-2009 (βλ. το από 15-1-2009 αποδεικτικό Ε.Φ....) και κατά αυτού άσκησε ο ίδιος στις 26-1-2009 -ημέρα Δευτέρα- την υπ'αριθμ. 4/2009 έκθεση αναίρεσης ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, προβάλλων ως λόγους αναίρεσης ότι "το αναιρεσιβαλλόμενο με αριθμό 1388/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης εσφαλμένως και παρά τον νόμο ΔΕΝ εδέχθη την με αριθμό 26/5-5-2008 έφεσή του και να θεωρηθεί αυτή ως κατ'ουσίαν εν μέρει βάσιμη λόγω έμπρακτης μετάνοιας και η κατηγορία σε βάρος του από κακουργηματική μορφή να χαρακτηρισθεί σε βαθμό πλημμελήματος, κατ'ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό" και -εσφαλμένα, εφάρμοσε το άρθρο 375 ΠΚ- "Διότι ......ο δόλος..... που ενέχει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη, ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΠΡΟΕΚΥΨΕ από την εν γένει συμπεριφορά του. Διότι ευθύς εξ αρχής αναγνώρισε την οφειλή του με αποδοχή ισόποσης συναλλαγματικής και τμηματικά απέδωσε μεγάλο μέρος του χρηματικού ποσού πριν εξετασθεί καθ'οιονδήποτε τρόπο από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή για την κρινόμενη υπόθεση. Το ότι καταβλήθηκε μεγάλο μέρος του οφειλόμενου ποσού της πολιτικώς εναγούσης προκύπτει ευθέως από τα έγγραφα που κατέθεσε ενώπιον της κ. Ανακρίτριας κατά την διεξαχθείσα κύρια ανάκριση".
ΙΙ) Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθ'ολοκληρία αποδοχή-παραπομπή στην πρόταση του εισαγγελέα εφετών, δέχθηκε ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου" προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα Ζ, η οποία διαμένει στη ..., ανέθεσε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, δικηγόρο του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τη διεκπεραίωση των υποθέσεων της, μετά την έκδοση του διαζυγίου της και την επακολουθήσασα δικαστική και εξώδικη ρύθμιση των οικονομικών εκκρεμοτήτων της με τον πρώην σύζυγο της Φ του ελευθερίου, κάτοικο .... Στα πλαίσια της εντολής αυτής ο εκκαλών-κατηγορούμενος εισέπραξε κατά το έτος 1994, σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε κατά την κύρια ανάκριση, το ποσό των 6.000.000 δραχμών ή 17.608,217 ευρώ, σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 2940/1990 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από τον αντίδικο της εγκαλούσας στην υπόθεση αυτή Φ. Από το ανωτέρω ποσό, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου της εγκαλούσας, ο εκκαλών-κατηγορούμενος κατέβαλε σ' αυτήν, κατά το θέρος του έτους 2002, σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε, το ποσό των 6.000 ευρώ. Περαιτέρω, η εγκαλούσα ανέθεσε στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο να εισπράξει από τον πρώην σύζυγο της τα μισθώματα ενός ισογείου καταστήματος που βρίσκεται στην ... επί των οδών ... κα ... γωνία και της ανήκει κατά κυριότητα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου. Πράγματι, στις 30-9-2002 ο εκκαλών-κατηγορούμενος εισέπραξε, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, το συνολικό ποσό των 11.817 ευρώ, το οποίο του κατέβαλε ο προαναφερόμενος Φ για μισθώματα χρονικού διαστήματος από 1-9-1999 έως 30-9-2002 και στις 3-10-2002 εισέπραξε από τον ίδιο, για λογαριασμό της εγκαλούσας, το μίσθωμα του μηνός Οκτωβρίου 2002, ποσού 402 ευρώ. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2002 έως 30-9-2005 ο εκκαλών- κατηγορούμενος, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εισέπραξε, κατ' ορθό υπολογισμό, το συνολικό ποσό των 14.481 ευρώ από μισθώματα του ανωτέρω καταστήματος και, ειδικότερα, 402 ευρώ το μήνα Νοέμβριο του έτους 2002, 403,50 ευρώ μηνιαίως κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2002 έως και το μήνα Σεπτέμβρίο του 2003 (403,50X10) και 418,50 ευρώ μηνιαίως για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα (418X24). Όλα τα επιμέρους ποσά των μισθωμάτων, για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2002 έως τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005, καταβλήθηκαν από τον μισθωτή του ανωτέρω καταστήματος ...., κάτοικο ..., σε προσωπικό λογαριασμό του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, με αριθμό ..., τον οποίο τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, με ημερομηνίες καταβολής αντιστοίχως 1-11-2002, 3-12-2002, 3-1-2003, 3-2-2003, 5-3-2003, 1-4-2003, 5-5-2003, 2-6-2003, 2-7-2003, 1-8-2003, 2-9-2003, 1-10-2003, 4-11-2003, 2-12-2003, 5-1-2004, 2-2-2004, 1-3-2004, 5-4-2004, 3-5-2004, 4-6-2004, 2-7-2004, 2-8-2004, 1-9-2004, 1-10-2004, 1-11-2004, 2-12-2004, 3-1-2005, 2-2-2005, 1-3-2005, 1-4-2005, 28-5-2005, 2-6-2005, 4-7-2005 και 2-8-2005, ενώ για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005 η ημερομηνία καταβολής του μισθώματος δεν διακριβώθηκε. Συνολικά, ο εκκαλών-κατηγορούμενος εισέπραξε, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, το ιδιαίτερα μεγάλο αξίας ποσό των 44.308,217 ευρώ (17.608,217+11.817 +402+14.481), της απέδωσε δε, εκτός του ως άνω ποσού των 6.000 ευρώ και 2.750 ευρώ στις 5-5-2006, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 35.558,217 ευρώ, κατ' ορθό υπολογισμό, το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, εκμεταλλευόμενος την απουσία της εγκαλούσας στο εξωτερικό, καθώς και την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη της. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνουν οι μάρτυρες Φ, ... και Ζ, συγγενής της εγκαλούσας, ενώ οι επιμέρους καταβολές των ποσών που αντιστοιχούν σε μισθώματα (πλην του μηνός Σεπτεμβρίου 2005) προκύπτουν από τα συνημμένα αντίγραφα γραμματίων είσπραξης επ' ονόματι του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, το αντίγραφο της κίνησης του με αριθμό ... προσωπικού λογαριασμού στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος και την απλή απόδειξη που εξέδωσε ο ίδιος επ' ονόματι του μάρτυρα Φ, για το ποσό των 11.817 ευρώ. ο εκκαλών-κατηγορούμενος κατά την απολογία του αποδέχθηκε την προαναφερόμενη οφειλή του προς την εγκαλούσα και ισχυρίσθηκε ότι επιθυμεί να την εξοφλήσει αμέσως, χωρίς όμως να καταβάλει στη συνέχεια οποιοδήποτε ποσό. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του να αποδώσει στην εγκαλούσα το υπεξαιρεθέν ποσό, αποδέχθηκε στις 2-3-2006 δύο συναλλαγματικές ποσού 19.237 ευρώ η κάθε μία, με ημερομηνίες λήξεως 17-3-2006 και 25-4-2006 αντιστοίχως, τις οποίες ουδέποτε εξόφλησε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί σε βάρος του, έπειτα από αίτηση της εγκαλούσας, η υπ' αριθμ. 33946/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με βάση τις πιο πάνω συναλλαγματικές. Σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν, προέκυψαν (σε βαθμό επαρκών ενδείξεων) τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την κατηγορία για την οποία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης παρέπεμψε τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 παρ.1, 309 παρ.1 εδ. ε' και 313 Κ.Π.Δ., στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης με το εκκαλούμενο βούλευμα. Η αξιόποινη πράξη για την οποία κρίθηκε (σε πρώτο βαθμό) ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο εκκαλών κατηγορούμενος, εναρμονίζεται με το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας (και σε συνολική εκτίμηση και αναφορικά με τα επιμέρους αποδεικτικά μέσα, τα οποία μνημονεύονται και ορθά αξιολογούνται στο εκκαλούμενο βούλευμα. Δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και εκτίθενται στο εκκαλούμενο βούλευμα, ορθώς έχουν υπαχθεί στις ποινικές διατάξεις που σημειώθηκαν. Ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεση του, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αναγνώρισε και αναγνωρίζει την οφειλή του προς την εγκαλούσα και ότι για τον λόγο αυτό δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη. Όμως η εκ μέρους του αναγνώριση της οφειλής του έναντι της εγκαλούσας, δεν αναιρεί την προφανώς εκδηλωθείσα κατά τον χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης θέληση του να ιδιοποιηθεί παράνομα τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, ούτε αποτελεί λόγο άρσης ή εξάλειψης του άδικου και αξιόποινου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του, αλλά, αντίθετα, ενισχύει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο τις υπάρχουσες ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Επειδή, σύμφωνα με όσα πιο πάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ορθώς έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις που επιβάλλουν τον έλεγχο της υπόθεσης με την αποδεικτικά διαδικασία του ακροατηρίου και παρέπεμψε τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, αβασίμως δε ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα (ότι δηλαδή έσφαλε στην κρίση του το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο) με την υπό κρίση έφεση του, η οποία πρέπει να απορριφθεί στην ουσία και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα". Επειδή από την επισκόπηση της υπ'αριθμ. 26/5-5-2008 εφέσεως του αναιρεσείοντος προκύπτει ότι λόγος αυτής είναι ότι το συμβούλιο πλημμελειοδικών "δεν ερμήνευσε ορθά το νόμο και δεν εκτίμησε σωστά το αποδεικτικό υλικό, και ειδικώτερα ότι "ελλείπει το υποκειμενικό στοιχείο της δόλιας προαίρεσης, δεδομένου ότι ποτέ δεν αρνήθηκε ότι οφείλει το χρηματικό ποσό που αρχικά εισέπραξε και υπεσχέθη να το αποδώσει...... Αν πράγματι είχε πρόθεση να ιδιοποιηθεί παράνομα το χρηματικό ποσό που εισέπραξε για λογαριασμό της δεν θα απέδιδε τμηματικά το άνω χρηματικό ποσό ...............ούτε θα απεδέχετο τις συναλλαγματικές.....". Η άνω επισκόπηση της εκθέσεως εφέσεως καθιστάται αναγκαία ενόψει του πρώτου λόγου αναίρεσης. 'Ετσι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφού δεν είχε μόνον κατά τρόπο σαφή αλλ'ούτε καν προταθεί ως λόγος εφέσεως, ούτε γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα πραγματικά περιστατικά που να στηρίζουν έμπρακτη μετάνοια (πρ βλ ΑΠ 854/2001, ΑΠ 661/2001, ΑΠ 456/81 αφ'ενός και ΑΠ 661/2001, ΑΠ 1182/2000, ΑΠ 456/81, ΑΠ 1673/95 αφετέρου βλ. ακόμη ΑΠ 669/95 ΠΧΡ ΜΕ 1245). Εξ άλλου συνιστά υπεξαίρεση και μόνη η επί προθέσει ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα κατακράτηση του πράγματος παρά την προς άμεση απόδοση υποχρέωση πχ εντολοδόχου -βλ. ΑΠ 661/2001, ΑΠ 1296/2002 κ.α.- η δε απλή αποδοχή συναλλαγματικών που πληρώθηκαν δεν αίρει την πρόθεση ιδιοποιήσεως -βλ.ΑΠ 1120/88 κ.α.- Ο σκοπός της ιδιοποιήσεως απόκειται, ως ζήτημα πραγματικό, στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και συνάγεται από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά -βλ. ΑΠ 703/97, ΑΠ 325/2000, ΑΠ 741/2002, ΑΠ 372/2003, ΑΠ 1371/2007 κ.ά. Επειδή ως λόγος αναιρέσεως του (παραπεμπτικού) βουλεύματος δεν συνιστά η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 2203/2006 κ.α.) αφού αυτή ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης, την οποία δεν ελέγχει ο 'Αρειος Πάγος, δεδομένου ότι δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικό δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω και ο δεύτερο λόγος είναι και αβάσιμος και απαράδεκτος διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις δέχεται ότι ο αναιρεσείων, ιδιοποιήθηκε "ενσωμάτωσε στην περιουσία του" τα αναφερόμενα ξένα γι'αυτόν χρήματα που περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του "ως εντολοδόχος" της εγκαλούσης, η δε τοιαύτη κρίση του δεν ελέγχεται αναιρετικά. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 4/2009 αναίρεση του Χ κατά του υπ'αριθμ. 1388/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 4 Μαρτίου 2009.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για νέα συζήτηση η από 26.1.2009 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ` αριθ. 1388/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης μετά την έκδοση της υπ` αριθ. 1352/2009 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, συνερχομένου σε Συμβούλιο, με την οποία αυτό απέσχε να αποφανθεί επ` αυτής, προκειμένου να κληθεί ο αναιρεσείων, με επιμέλεια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον του Συμβουλίου αυτού και να εκθέσει τις απόψεις του. Ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος δικηγόρος Αθηνών Ευάγγελος Γαλεντζάς ειδοποιήθηκε νομότυπα (άρθρο 476 ΚΠΔ), όπως προκύπτει από την από 20.7.2009 επισημείωση της αρμοδίας Γραμματέως επί του φακέλου της δικογραφίας, για να παραστεί στη σημερινή δικάσιμο, αλλά δεν εμφανίσθηκε.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ., προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 παρ.1 στοιχείο δ ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Περαιτέρω, μεταξύ των λόγων αναιρέσεως δεν είναι η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος, ως και την τήρηση ορισμένων δικονομικών διατάξεων, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, για τα οποία κρίνει κυριαρχικά το οικείο συμβούλιο.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθμό 4/26-1-2009 έκθεση αναιρέσεως, πλήττεται το υπ' αριθμό 1388/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η με αριθμό 26/2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 101/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου στον υπαίτιο ως εντολοδόχο. Προς θεμελίωση δε της κρινόμενης αιτήσεώς του επικαλείται κατά λέξη ότι: "Το αναιρεσιβαλλόμενο με αριθμό 1388/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης εσφαλμένως και παρά το νόμο δεν εδέχθη την με αριθμό 26/5-5-2008 έφεσή του και να θεωρηθεί αυτή ως κατ' ουσίαν εν μέρει βάσιμη λόγω έμπρακτης μετάνοιας και η κατηγορία σε βάρος του από κακουργηματική μορφή να χαρακτηρισθεί σε βαθμό πλημμελήματος, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό. Διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 484 παρ.1β του Κ.Π.Δ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα". Περαιτέρω, στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκθέτει, κατά τα ουσιώδη σημεία αυτής, τα αναγκαία για τη συγκρότηση του αδικήματος του άρθρου 375 του Π.Κ της υπεξαιρέσεως στοιχεία, προσέτι δε ότι δεν προέκυψε το στοιχείο του δόλου, ενόψει του ότι ο ίδιος ανεγνώρισε την οφειλή του με την αποδοχή ισόποσης συναλλαγματικής και ότι η καταβολή του μεγαλύτερου μέρους της οφειλής του προκύπτει από τα έγγραφα που κατέθεσε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως. Ενόψει, όμως, των ανωτέρω, λόγω της πρόδηλης αοριστίας των προβαλλόμενων με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση, λόγων αναιρέσεως, α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η υπό κρίση αίτηση, η οποία δεν περιέχει κανένα λόγο αναιρέσεως από αυτούς που ορίζει περιοριστικά το άρθρο 484 Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Οι αιτιάσεις δε του αναιρεσείοντος, με τις οποίες πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα και ειδικότερα: α) ότι με την από μέρους του αναγνώριση της οφειλής του και αποδοχή ισόποσης συναλλαγματικής, β) ότι απέδωσε τμηματικά το οφειλόμενο από αυτόν χρηματικό ποσό πριν εξετασθεί από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξεως, είναι απαράδεκτες και από αυτό το λόγο απορριπτέες, γιατί ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ουσίας, όπως κρίθηκε και με την προαναφερόμενη υπ` αριθ. 1352/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (που συνήλθε σε Συμβούλιο).
Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26.1.2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1388/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ