Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης κατά απαλλακτικού βουλεύματος από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Μετά την κρίση ότι η ως άνω αίτηση είναι παραδεκτή το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως παύει οριστικά την ποινική δίωξη για τα παραγραφέντα πλημμελήματα. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης ως αβάσιμης προς τα λοιπά.
Αριθμός 665/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 22/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5 και 6) Χ6. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ. Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 7/24-2-2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργία Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 261/10.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη, με αριθμό 88/26-2-10, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως του την 7/23-2-2010 αίτηση μου με την οποία ζητώ να αναιρεθεί εν μέρει το 22/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. II. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η αναίρεση αυτή, αναφέρομαι εξολοκλήρου στο περιεχόμενο της 7/23-2-2010 σχετικής αιτήσεως μου αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η παραπάνω αίτηση μου αναιρέσεως 2)
Να αναιρεθεί εν μέρει το 22/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 εδ. α'του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479 του ίδιου Κώδικα, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, που εκδίδεται από τα συμβούλια πλημμελειοδικών και εφετών, και για όλους τους λόγους αναιρέσεως, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοση τους. Στην προκείμενη περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου πάγου με την κρινόμενη υπ' αριθ. 7/24-2-2010 αίτηση του ζητεί την αναίρεση του υπ' αριθ. 22/2010 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, που εκδόθηκε στις 12-2-2010, με το οποίο απορρίφθηκε ως και' ουσίαν αβάσιμη η από 30-11-2009 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ κατά του υπ' αριθ. 1011/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ). Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι απαράδεκτη και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ απάτη διαπράττει, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή αποχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται δε με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Ένεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απαιτήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη, όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξη του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει του προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνήσιων μεν ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενο τους ή προσαγωγή μαρτύρων που κατέθεσαν ένορκα εν γνώσει τους ψευδή περιστατικά, με το οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανείται από τον διάδικο με την υποβολή - προσαγωγή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστικά απόφαση δυσμενή για τον αντίδικό του, εν απόπειρα δε όταν το δικαστήριο δεν πείθεται απ' αυτόν και απορρίπτει τον ψευδή ισχυρισμό του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή, χωρίς να συντρέχει η προηγούμενη περίπτωση (της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης απατών) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός, Με τον όρο " από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική του υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. β του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης" προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και παροχή συνδρομής κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της τέλεσης της κύριας πράξης, που συνδέεται προς αυτή κατά τρόπον, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου αυτουργού δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιπτώσεις υπό τις οποίες είχε διαπραχθεί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, "όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχή αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση να αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υπάρχει άμεσος λόγος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού με την έννοια της βεβαιότητας, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή έχει γνώση των αληθών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του ανωτέρω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε? θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όχι μόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από δηλώσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. Αν η τοιαύτη κατάθεση του μάρτυρα έγινε σε διαφορετικούς χρόνους, με αναφορά κάθε φορά ψευδών περιστατικών, τότε πρόκειται για ομοειδείς πράξειςπου προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό (της απονομής της δικαιοσύνης) και ο δράστης τελεί το έγκλημα της ψευδορκίας κατ' εξακολούθηση (άρθρο 98 παρ. 1 ΠΚ). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α'του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αιτία ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού (ηθικού) ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός να για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Τέλος, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος της έλλειψης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ιδρύεται όταν δεν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και κρίνεται επί μεν του παραμπεπτικού βουλεύματος ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, επί δε του απαλλακτικού (του αποφαινόμενου να μη γίνει κατηγορία) βουλεύματος ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές (ενδείξεις) για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 22/2010 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και αυτού με παραπομπή στο εκκαλούμενο υπ' αριθ. 1111/2009) βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και του τελευταίου στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ναυπλίου που έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 30-11-2009 έφεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ, κατά το υπ' αριθ. 1011/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. Με το τελευταίο των ως άνω βουλευμάτων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ6, για τα εγκλήματα: α) της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και β) της απάτης επί δικαστηρίου από κοινού με ζημία άνω των 73.000 ευρώ που φέρεται ότι τελέσθησαν στις 14-2-2005, 3-3-2005, 4-4-2005 και 5-4-2006. Αναίτια αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των: 1) Χ4 και 2) Χ5 για τα εγκλήματα που α) της ψευδορκίας ότι τέλεσαν στις 14-2-2005 και 3-3-2005 ο πρώτος και στις 4-4-2005 ο δεύτερος αυτών και β) της άμεσης συνέργειας σε απάτη επί δικαστηρίου από κοινού με ζημία άνω των 73.000 ευρώ που φέρεται ότι τέλεσαν στις 5-4-2006. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης υπ' αριθ. 22/2010 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου δέχθηκε με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση ότι "ούτε οι μάρτυρες ανταποδείξεως κατέθεσαν κάτι διαφορετικό για την επιχειρηματική δραστηριότητα του εγκαλουμένου των αδελφών ..., γεγονός το οποίο οδήγησε στην απόρριψη της εν λόγω αγωγής της εγκαλούσας, δηλαδή το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου με την υπ'αριθ. 720/2006 απόφαση απέρριψε την από 3-2-1990 αγωγή των ... κλπ κατά της Χ1 κλπ. Επειδή έκρινε από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στην υπ' αριθ. 42/2004 εισηγητική έκθεση, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι και ουδόλως το Δικαστήριο παραπλανήθηκε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Χ4 και Χ5. Επομένως το εκκαλούμενο βούλευμα ορθός έκρινεν ότι δε δύναται να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας στα πρόσωπα των κατηγορουμένων Χ4 και Χ5 αφού αυτό δεν κατέθεσαν πραγματικά περιστατικά τα οποία εγνώριζαν από προσωπικά αντίληψη". Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι με την προμνημονευόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η από 1-12-1990 αγωγή περί λογοδοσίας των αρχικώς εναγόντων (πατέρα του ήδη πολιτικώς ενάγοντος Ψ και λοιπών εναγόντων) κατά του Ζ (αρχικά εναγομένου), ήδη κληρονομηθέντος από τις τέσσερις συγγενείς του (σύζυγό του και τρεις θυγατέρες τους ήδη συγκατηγορούμενες Χ1, Χ2, Χ3 και Χ6), με την παραδοχή ως κα' ουσίαν βάσιμης της ένστασης των τελευταίων ως εναγομένων ότι αυτές ουδεμία ουσιαστική ανάμειξη είχαν με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του συζύγου και πατέρα τους αντίστοιχα, εξαιτίας των οποίων άρχισαν οι πολύχρονες με οικονομικό ενδιαφέρον δικαστικές διαμάχες μεταξύ των αδελφών αρχικά και των κληρονόμων τους στη συνέχεια. Σύμφωνα μάλιστα με τις παραδοχές της ως άνω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, "η τυπική και όχι ουσιαστική ανάμειξη των καθών (συζύγου και θυγατέρων του αρχικώς εναγομένου) στην ως άνω εταιρεία και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του εναγομένου, συνομολογείται εξάλλου και από τους ενάγοντες, οι οποίοι στο δικόγραφο των προτάσεων τους ( σελ 25 και 15 αντίστοιχα), όπως αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση του υπ' αριθ. 1011/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, σαφώς εκθέτουν ότι η λειτουργία της επιχείρησης αντιπροσώπευσης της εταιρείας ... ασκείτο στο όνομα της συζύγου του ... (1η ενάγουσα)...αλλά η εμφάνιση των προσώπων αυτών, όπως συνομολογούν οι ενάγοντες, εγένετο αποκλειστικά και μόνο επειδή οι εταίροι ως αυτοκινητιστές δεν μπορούσαν να ασκούν στο όνομά τους δραστηριότητες λόγω ΤΣΑ και για φορολογικούς λόγους, με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους να είναι εντελώς τυπική...
(βλ. τέλος 9ης σελίδας και 10η σελίδα της άνω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το προσβαλλόμενο Βούλευμα του δέχθηκε τυπική και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 30-11-2009 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ κατά τον υπ' αριθ. 1011/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, το οποίος επικύρωσε.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημερομηνία που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διάρκεια η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από τις διατάξεις τω άρθρων 308 επ, 314,320, 321,339, 340 και 343 ΚΠΔ αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως (αφού καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό Βούλευμα) ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωση του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό μ' εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β και 370 εδ. β' ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμα και από τον 'Αρειο Πάγο ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναιρέσεως κατά Βουλεύματος, υποχρεούται να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να έχει ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ' αυτόν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 ΚΠΔ (ολΑΠ 382/1992), δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 43 του ν. 3160/2003, δεν παραπέμπει, προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 ΚΠΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ίδιου ν. 3160/2003.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε κατά το κατηγορουμένου Χ4, ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στις 14-2-2005 και 3-3-2005 στο Ναύπλιο ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστού, που είχε ορισθεί με την υπ' αριθ. 82/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Το έγκλημα αυτό (άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιο Κώδικα) τιμωρείται πάντοτε ως πλημμέλημα. Επομένως, έχει υποπέσει σε παραγραφή, αφού από τότε που φέρεται ότι τελέσθηκε μέχρι σήμερα (αλλά και πριν τη συζήτηση στις 9-3-2010 της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως) δηλονότι από τις 14 Φεβρουαρίου 2005 και 3 Μαρτίου 2005 και εντεύθεν παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε ετών και πλέον, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Έτσι, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως με αίτημα αναιρέσεως αδιακρίτως, ήτοι και ως προς την ως άνω πλημμεληματική πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κα' εξακολούθηση που αποδίδεται στον Χ4, περιέχει δε παραδεκτό λόγο αναιρέσεως που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί κατά το ως άνω κεφάλαιο το προσβαλλόμενο Βούλευμα και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής ή κατά τον ανωτέρω κατηγορούμενο ασκηθείσα ποινική δίωξη για το προαναφερόμενο έγκλημα. Το αποτέλεσμα δε αυτό πρέπει να επεκταθεί και στις συγκατηγορούμενες του τέσσερις γυναίκες (Χ1, Χ2, Χ3 και Χ6), φερόμενες ως ηθικές αυτουργοί στο ως άνω έγκλημα τον Χ4 λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της επίσης σε βαθμό πλημμελήματος τιμωρούμενης πράξης αυτών προς εκείνη του φυσικού αυτουργού και να αναιρεθεί και ως προς κεφάλαιο αυτό το προσβαλλόμενο Βούλευμα να παύσει μετά ταύτα οριστικά η ποινική δίωξη και ως προς αυτές λόγω παραγραφής της πράξης του αυτής (ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση) Περαιτέρω, με τις ως άνω παραδοχές του, το συμβούλιο Εφετών, με τις προαναφερόμενες καθολικές αναφορές στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, του τελευταίου στο εκκαλούμενο βούλευμα και αυτό στην εμπεριεχόμενο σ' αυτό αντίστοιχη με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία Εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό σαφήνεια, πληρότητα (αναπληρούμενη με τις προμνημονευόμενες κατά σειρά αναφορές του) και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και με βάση τα οποία δεν στοιχειοθετείται: α) η ψευδορκία μάρτυρα σε βάρος του Χ5, με την παραδοχή ότι αυτός κατέθεσε στις 4-4-2005 πραγματικά περιστατικά από προσωπική αντίληψη και ουδόλως παραπλανήθηκε το Δικαστήριο (πολιτικό) από την ως άνω μαρτυρική κατάθεση (τούτο κατέληξε σε οριστική απόρριψη της από 3-12-1990 αγωγής για λογοδοσία εκ μέρους των τεσσάρων συγκατηγορούμενων από την συνεκτίμηση και συναξιολόγηση όλων των προσκομισθέντων εκατέρωθεν δηλονότι και από την πλευρά των τότε εναγόντων στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ήδη πολιτικώς ενάγων αποδεικτικών μέσων), β) η ηθική αυτουργία από κοινού στην ως άνω ψευδορκία μάρτυρα που αποδιδόταν σε βάρος των ως άνω τεσσάρων γυναικών, γ), η κατηγορηματική απάτη επί δικαστηρίου από κοινού σε βάρος των ίδιων ως άνω γυναικών δ) η άμεση συνέργεια των Χ4 και Χ5 στην κακουργηματική απάτη επί δικαστηρίου από κοινού. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη στο σύνολό της, εκτός από τα θιγόμενα κεφάλεα του προσβαλλόμενου βουλεύματος από την οριστική παύση της ποινικής δίωξης για τα αποδιδόμενα στον Χ4 και της Χ1, Χ2 Χ3 και Χ6 εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτόν αντίστοιχα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 22/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου μόνο όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ4 και τις συγκατηγορούμενες Χ1, Χ2, Χ3 και Χ6 και μόνο για τα αποδιδόμενα σ' αυτούς εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν αντιστοίχως.
Παύει οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη: Α) κατά του Χ4, για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα του ότι εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστή που είχε οριστεί με την υπ' αριθ. 82/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, κατέθεσε ψευδώς, α) στις 14-2-2005 ότι "Μέχρι το 1985 που ήμουν διευθυντής τα κορίτσια του Ζ, δηλαδή, Χ6, Χ2 και Χ3, ήσαν η Χ6 στο Γυμνάσιο, η Χ3 στο Λύκειο και η Χ2 στο Πανεπιστήμιο. Τα κορίτσια δεν αναμιγνύονταν στις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του, άλλωστε ήταν σε τέτοια ηλικία που δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε γνώση, αφού ήταν στο σχολείο και ασχολούνταν με τις σπουδές τους. Τη σύζυγο του Ζ δεν την είδα ποτέ να αναμιγνύεται στις εμπορικές δραστηριότητες του συζύγου της, και λόγω των φιλικών σχέσεων που είχαν μαζί τους, θα μπορούσε να είχε γίνει κάποια συζήτηση με εμένα για τις εμπορικές αυτές δραστηριότητες.... Οι αδερφοί ... είχαν λογαριασμούς στην τράπεζα, αλλά δεν ξέρω τι λογαριασμούς είχαν.... τους αδερφούς του Ζ τους ήξερα μόνο φυσιογνωμικά ...Όλες τις εμπορικές δραστηριότητες του Ζ μόνο αυτές τις διεύθυνε και μόνο αυτός τις ήξερε, Οι κληρονόμοι του Ζ δεν γνωρίζουν τις εμπορικές δραστηριότητες του και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να δώσουν λογοδοσία διότι δεν ξέρουν. Όταν λέω λογοδοσία εννοώ ότι δεν μπορούν να δίνουν λογαριασμό κάποιων πραγμάτων που έκανε ο πατέρας τους, αφού δεν τα γνωρίζουν" και Β) στις 3-3-2005 ότι "...όχι δα Μετά το 1985 δεν είχαμε με τον Ζ εμπορική ή οικονομική συναλλαγή. Την ίδια απάντηση, δηλαδή όχι, δίνω για το διάστημα μέχρι το θάνατο του Ζ..." Β) Κατά των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ6 για ηθική αυτουργία από κοινού σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα του ότι με πρόθεση προκάλεσε η καθεμία την απόφαση στον ανωτέρω Χ4 να τελέσει κατά τους προαναφερόμενους χρόνους την ως άνω αποδοθείσα σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 24 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ