Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1994 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε με πρωτόδικο βούλευμα που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο του Συμβουλίου Εφετών για απάτη κατά συρροή κατ' επάγγελμα άνω των 15.000 €. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο αποδέχεται σωρευτικά την ύπαρξη και των τριών υπαλλακτικών τρόπων τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, είναι απορριπτέα ως κατ' ουσία αβάσιμη.




ΕΛΣ.Μ.

Αριθμός 1994/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ε. του Κ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 2561/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Κ. Κ. του Γ. και 2) Ε. συζ. Κ. Κ..
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1ης Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 215/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 238/25.6.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ'αριθμ. 13/1-2-2010 αίτηση αναίρεσης του Γ. Ε. του Κ., κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ.2561/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: 1) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2279/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο προκειμένου να δικαστεί για το κακούργημα της απάτης κατά συρροή από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και επιπλέον το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 2561/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεσή του επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα.
Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Επειδή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ ), αφού ασκήθηκε την 1-2-2010 από τον ίδιο τον ως άνω κατηγορούμενο, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί σ'αυτόν την 21.1.2010 εντός της δεκαήμερης νόμιμης προθεσμίας η οποία παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δεδομένου ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας ήταν αργία (ημέρα Κυριακή). Επιπλέον ασκήθηκε η αναίρεση από δικαιούμενο σε άσκηση αυτής πρόσωπο (άρθρα 463, 482 ΚΠΔ) και στρέφεται κατά βουλεύματος υποκειμένου στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει αυτόν για κακούργημα, με προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως, να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. 2) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στη περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η παραβίαση εγένετο εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ( ΑΠ 572/2005 ). 3) Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται, είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων ή με την παρασιώπηση αυτών. Η δόλια δηλαδή παραπλάνηση πραγματώνεται με τρείς υπαλλακτικά τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Ειδικότερα, οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών γεγονότων, συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ, η αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πραγματώνεται με παράλειψη ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ'αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργειά του. 'Ετσι, η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τέλεσης της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, στερεί δε την απόφαση νόμιμης βάσης και έτσι επέρχεται εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. Δεν δημιουργείται όμως τέτοια ασάφεια και αντίφαση όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι υπαλλακτικοί τρόποι τέλεσης της απάτης, εφόσον στο σκεπτικό ή στο διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τέλεσης της πράξης, αλλά απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει) το δόλο του δράστη. Μεταξύ όμως της απόκρυψης αληθινών γεγονότων από τη μία πλευρά και της αθέμιτης παρασιώπησης τέτοιων γεγονότων από την άλλη, όταν χρησιμοποιούνται σύγχρονα ως τρόποι τέλεσης της απάτης, όχι μόνο ανακύπτει ασάφεια, αλλά δημιουργείται αντίφαση, αφού η μία περίπτωση ( απόκρυψη) αποτελεί έγκλημα ενέργειας, ενώ η άλλη ( παρασιώπηση) αποτελεί έγκλημα που γίνεται με παράλειψη που προϋποθέτει πάντα ιδιαίτερη υποχρέωση για ανακοίνωση και που δεν μπορούν να συνυπάρχουν αλλά το ένα αποκλείει το άλλο από τη φύση του πράγματος (Α.Π. 575/2009 Π.Χρ. Ξ. 117, Α.Π. 1229/2008 Π Χρ ΝΘ', 446, Α.Π. 199/2008 Π Χρ ΝΘ', 29). Κατά την παράγραφο δε 3 του ιδίου πιο άνω άρθρου 386 Π.Κ. επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 εδ στ' του Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε τέλεση όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι μόνο ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος ( ΑΠ 440/2009, ΑΠ 1163/2008 Π Χρ ΝΘ, 429, ΑΠ 382/2006 Π Χρ ΝΘ, 898 ).Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά και στην ενσωματωμένη σ'αυτό ( βούλευμα) εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, εκτιμώμενες καθ'εαυτές και στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένης της εκθέσεως εφέσεως ) και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος Γ. Ε., ο οποίος εργαζόταν στην εταιρία ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ, περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990, γνωρίστηκε με τον εγκαλούντα Κ. Κ. του Γ., όταν έκανε μία ασφάλεια ζωής στην ως άνω εταιρία, διάρκειας 12 ετών, κατά τη λήξη της οποίας, σύμφωνα με την οικεία σύμβαση, έλαβε (ο εγκαλών) το ανάλογο χρηματικό ποσό. Ο ίδιος ο εγκαλών, διαρκούσης της πιο πάνω σύμβασης ασφάλισης και μεταγενέστερα, με την•προτροπή του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, προέβη και σε καταθέσεις σε ομόλογα σταθερού επιτοκίου ή άλλες τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια ή άλλους τίτλους που του υποδείκνυε. Κάθε φορά που είχε μία πρόταση επενδύσεως του έδινε τα χρήματα που ζητούσε και ούτος έκανε την τοποθέτηση, χωρίς να έχει δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα, και έτσι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του ανωτέρω και της συζύγου του εγκαλούσας Ε. Κ.. Περί το έτος 2000, ο εγκαλών έδωσε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για μια αντίστοιχη επένδυση με ετήσια απόδοση όπως τον διαβεβαίωσε, 12% προς αυτόν (εγκαλούντα), ενώ ο ίδιος (αναιρεσείων-κατηγορούμενος) θα παρακρατούσε την πέραν του ποσοστού τούτου απόδοση ως κέρδος-αμοιβή του. Αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος πληροφόρησε τους εγκαλoύvτες ότι είχε βρεί κάποιους τίτλους και τους πρότεινε να τοποθετήσει εκεί το ως άνω κεφάλαιο μετά των εν τω μεταξύ αποδόσεων του, που τις υπολόγισε σε 5.869,00 ευρώ. Τους τόνισε δε και τους έπεισε περί της νέας ευκαιρίας για μεγάλες και σίγουρες αποδόσεις, οπότε ούτοι (εγκαλούντες), από τις οικονομίες που είχαν και τη σύνταξη του πρώτου (Κ. Κ.), που μόλις είχε λάβει, του έδωσαν επιπλέον το ποσό των 17.609,00 ευρώ και συνολικά το χρηματικό ποσό των 52.825,00 ευρώ (ήτοι 29.337,00 + 5.869,00 + 17.609,00), προκειμένου να το τοποθετήσει στους "καλούς τίτλους" που δήθεν είχε βρει (αμοιβαία κεφάλαια ή ομόλογα σταθερού επιτοκίου κ.λπ.) και τους οποίους (τίτλους), όπως τους διαβεβαίωσε, θα παρέδιδε μέχρι τέλους Μαρτίου του έτους 2003. Και ενώ αρχικά ήτοι το έτος 2003 ο εγκαλών είχε υπογράψει εξουσιοδότηση με το περιεχόμενο: "Ο κάτωθι υπογραφόμενος Κ. Κ.. εξουσιοδοτώ τον κ. Ε. Γ. για την εν λευκώ διαχείριση 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για τρία έτη (κλειστά) με ετήσια απόδοση προς εμένα 12%", στη συνέχεια στο ίδιο χαρτί συμπλήρωσε την εξουσιοδότηση του με το εξής περιεχόμενο: "ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ 5-2-2003 έως 2ο/2006, ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΠΟΣΟΥ : 17.609,00 ευρώ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΚΩΝ: 5.869,00 ευρώ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΟΣΟΥ: 23.477,00 ευρώ, ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ: 52.825,00 ευρώ". Η πραγματικότητα ήταν ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν είχε βρει τέτοιους τίτλους, ούτε οποιοδήποτε άλλο επενδυτικό πρόγραμμα, στο οποίο θα διασφαλιζόταν το κεφάλαιο και θα απέδιδε τόκους 12% ετησίως. Ούτε ποτέ τοποθέτησε τα χρήματα των εγκαλούντων σε κάποιο επενδυτικό πρόγραμμα αλλά αντιθέτως ιδιοποιήθηκε αυτά άμεσα. Επιπλέον, προς διασφάλιση δήθεν του κεφαλαίου τους αλλά και προκειμένου να ενισχύσει την εντύπωση, που τους είχε δώσει περί μελλοντικής εκπλήρωσης, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος παρέδωσε στους εγκαλούντες την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή έκδοσης του σε διαταγή τους στην Τράπεζα CITIBANK, κατάστημα οδού Πανόρμου Αθηνών, ποσού 52.820,00 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 28-2-2006, τους διαβεβαίωσε δε ότι η επένδυση θα ήταν 100% αποδοτική, ενώ οι τίτλοι τους ήταν σε θυρίδα και επομένως ακόμη και αν ο ίδιος (αναιρεσείων-κατηγορούμενος) αποβίωνε, δεν θα έχαναν τα χρήματα τους. Όμως, παρά την παρέλευση και της 30ης Μαρτίου ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καθυστερούσε να τους παραδώσει τους τίτλους με διάφορες προφάσεις ενώ τους καθησύχαζε με το επιχείρημα ότι, αφού έχουν την επιταγή στα χέρια τους δεν θα έπρεπε να φοβούνται. Κατ' αυτό τον τρόπο πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να τους έχει παραδώσει τους τίτλους, που υποτίθεται ότι είχε τοποθετήσει τα χρήματα τους, όπως τους διαβεβαίωνε ψευδώς.Τούτο συνέβαινε δε μέχρι και την ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω επιταγής ήτοι την 28-2-2006, που ο εγκαλών Κ. Κ. μετέβη στην προαναφερομένη Τράπεζα προς είσπραξη της όπου διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιταγή ήταν άνευ αντικρίσματος. Τότε προειδοποίησε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ότι αν δεν του παραδώσει τους τίτλους ή δεν του πληρώσει την επιταγή θα την σφραγίσει. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τον διαβεβαίωσε άλλη μία φορά ψευδώς ότι τα χρήματα τους είχαν επενδυθεί σε τίτλους και με το επιχείρημα ότι "αν σπάσω τώρα τους τίτλους θα έχουμε πέναλτυ (ποινή) και απώλειες και είναι αμαρτία να χάσουμε λεφτά για λίγες μέρες", τον καθυστέρησε μέχρι να περάσει το οκταήμερο της προθεσμίας εμφανίσεως της επιταγής, η οποία τελικώς δεν σφραγίστηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι εγκαλούντες να πετύχουν την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής από την ακάλυπτη επιταγή, ενώ και το πιο πάνω χρηματικό ποσό ουδέποτε αποδόθηκε σ' αυτούς (εγκαλούντες) έστω και εν μέρει. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν τους είπε ότι θα τους δώσει τίτλους, ενώ τους είχε ενημερώσει για το ενδεχόμενο απώλειας των χρημάτων τους, ούτοι όμως τον εμπιστεύονταν. Γι' αυτό το λόγο, επειδή τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους, τους έδωσε και την προσωπική του επιταγή, πλην όμως παρεμβλήθηκε η προσωπική του οικονομική καταστροφή και η επιταγή δεν είχε αντίκρισμα. Παραδέχεται ότι οι εγκαλούντες, το έτος 2000, του έδωσαν το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για να το επενδύσει με συμφωνηθείσα ετήσια απόδοση 12%, ως αμοιβή του δε συμφωνήθηκε η πέραν του ποσοστού αυτού απόδοση του ανωτέρω ποσού. Το παραπάνω χρηματικό ποσό των 29.337,00 ευρώ μαζί με το ποσό των αποδόσεων του επί μία τριετία, που ανήρχετο στο ποσό των 5.869,00 ευρώ και με το ποσό των 17.609,00 ευρώ, που του δόθηκε από τους εγκαλούντες το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2003, επενδύθηκαν απ' αυτόν με τον ίδιο τρόπο που πάντοτε ενεργούσε, ήτοι σε αμοιβαία κεφάλαια τα έτη 2003-2004 και λόγω της "προϊούσης χρηματιστηριακής κρίσης" τα έτη 2004, 2005 και 2006, απωλέσθηκαν οριστικά μαζί με επενδεδυμένα χρήματα άλλων πελατών του. Ότι ουδέποτε ιδιοποιήθηκε τα παραπάνω χρήματα που του εμπιστεύθηκαν οι εγκαλούντες και αυτό αποδεικνύεται από σωρεία εγγράφων, όπως είναι οι κατασχετήριες εκθέσεις της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ίδιου και της συζύγου του. Όμως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου ότι ποτέ δεν εγγυήθηκε τουλάχιστον το κεφάλαιο των χρημάτων, που είχε λάβει απ' αυτούς καταρρίπτεται από το γεγονός της έκδοσης της ως άνω επιταγής, της οποίας αφενός μεν το ποσό συμπίπτει με το επενδυθέν από τους εγκαλούντες κεφάλαιο, αφετέρου δε η ημερομηνία έκδοσης (28-2-2006) συμπίπτει με το χρόνο που είχε συμφωνηθεί vα αποδοθεί το πιο πάνω ποσό στους εγκαλούντες. Κατόπιν τούτου είναι προφανές ότι η επιταγή αυτή δόθηκε προς εξασφάλιση του επενδυθέντος κεφαλαίου των εγκαλούντων. Αλλά και ο ισχυρισμός αυτού (αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου) ότι επένδυσε το επίδικο ποσό σε αμοιβαία κεφάλαια κρίνεται αβάσιμος, αφού καμία σχετική έγγραφη απόδειξη δεν εμφανίζει. Από τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος έδρασε όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, καθόσον είχε διαμορφώσει κατάλληλη υποδομή, και επομένως συντρέχει η περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης. Ειδικότερα, ενεργώντας και επικαλούμενος, προκειμένου να πείσει τους εγκαλούντες, τη θέση και την πείρα του ως ασφαλιστικού - επενδυτικού συμβούλου συνεργαζόμενου με την εταιρία ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ, γεγονός που ήταν ένδειξη της δήθεν αξιοπιστίας του, αποσκοπούσε στον πορισμό εισοδήματος, που αποδεικνύεται και από το ύψος του ποσού που αποκόμισε ήτοι 52.825,00 ευρώ.Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου που δικαιολογούν την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για το προβλεπόμενο από το άρθρο 386 παρ. 1, 3α Π.Κ. αξιόποινο αδίκημα της σε βαθμό κακουργήματος απάτης κατά συρροή από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και επιπλέον το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ορθά ερμήνευσε και σωστά εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1-3α ΠΚ τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν απέδωσε στις εν λόγω διατάξεις διαφορετική ερμηνεία απ'αυτή που πράγματι έχουν, ενώ σωστά υπήγαγε σ'αυτές τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο Βούλευμα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 386 αρ. 1 ΠΚ γιατί αποδέχεται σωρευτικά την ύπαρξη και των τριών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, ώστε να δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ' ουσία αβάσιμος, γιατί ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικασθεί για το αδίκημα του άρθρου 386 παρ. 1, 3α' Π.Κ., τουτέστιν γιατί παρέστησε ψευδώς ως αληθινά τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται και στο προσβαλλόμενο Βούλευμα και συνιστούν περίπτωση θετικής απατηλής συμπεριφοράς (έγκλημα ενέργειας), χωρίς συγχρόνως να προκύπτει κανείς άλλος υπαλλακτικός τρόπος τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος που να τελείται δια παραλείψεως και ως εκ τούτου δε δημιουργείται καμία ασάφεια που να έχει ως συνέπεια την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη (ΑΠ 1229/2008 Π Χρ ΝΘ'/446).
Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 13/1.2.2010 αίτηση του Γ. Ε. του Κ., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 2561/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 7-6-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεστεί με τρείς τρόπους, ήτοι με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, με απόκρυψη των αληθινών και με παρασιώπηση των αληθινών, οι οποίοι και συνιστούν υπαλλακτικούς τρόπους τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Διαφέρουν όμως μεταξύ τους ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο και οι μεν δύο πρώτοι συνιστούν ο καθένας περίπτωση θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ο δε τρίτος περίπτωση απάτης που τελείται με παράλειψη που προϋποθέτει υποχρέωση του δράστη να ανακοινώσει όσα φέρεται ότι αποσιώπησε, η οποία πηγάζει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια του. Ο δεύτερος τρόπος της αποκρύψεως αληθινών γεγονότων σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη, προγενέστερη ή σύγχρονη, συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλο, τον οποίο στη συνέχεια παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψη της. Η παραδοχή των δύο ή και των τριών τρόπων αυτών υπαλλακτικών τρόπων τέλεσης της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, στερεί δε την απόφαση νόμιμης βάσης και έτσι επέρχεται εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ. Δεν δημιουργείται όμως τέτοια ασάφεια και αντίφαση όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι υπαλλακτικοί τρόποι τέλεσης της απάτης, εφόσον στο σκεπτικό ή το διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τέλεσης της πράξης, αλλά απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει) το δόλο του δράστη. Με την παράγραφο 3 περίπτωση α του άρθρου 386 του ΠΚ, όπως ισχύει, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, τιμωρουμένη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στη περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση έγινε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά και στην ενσωματωμένη σ'αυτό (βούλευμα) εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, εκτιμώμενες καθ'εαυτές και στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένης της εκθέσεως εφέσεως) και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος Γ. Ε., ο οποίος εργαζόταν στην εταιρία ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ, περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990, γνωρίστηκε με τον εγκαλούντα Κ. Κ. του Γ., όταν έκανε μία ασφάλεια ζωής στην ως άνω εταιρία, διάρκειας 12 ετών, κατά τη λήξη της οποίας, σύμφωνα με την οικεία σύμβαση, έλαβε (ο εγκαλών) το ανάλογο χρηματικό ποσό. Ο ίδιος ο εγκαλών, διαρκούσης της πιο πάνω σύμβασης ασφάλισης και μεταγενέστερα, με την προτροπή του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, προέβη και σε καταθέσεις σε ομόλογα σταθερού επιτοκίου ή άλλες τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια ή άλλους τίτλους που του υποδείκνυε. Κάθε φορά που είχε μία πρόταση επενδύσεως του έδινε τα χρήματα που ζητούσε και ούτος έκανε την τοποθέτηση, χωρίς να έχει δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα, και έτσι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του ανωτέρω και της συζύγου του εγκαλούσας Ε. Κ.. Περί το έτος 2000, ο εγκαλών έδωσε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για μια αντίστοιχη επένδυση με ετήσια απόδοση όπως τον διαβεβαίωσε, 12% προς αυτόν (εγκαλούντα), ενώ ο ίδιος (αναιρεσείων-κατηγορούμενος) θα παρακρατούσε την πέραν του ποσοστού τούτου απόδοση ως κέρδος-αμοιβή του. Αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος πληροφόρησε τους εγκαλoύvτες ότι είχε βρεί κάποιους τίτλους και τους πρότεινε να τοποθετήσει εκεί το ως άνω κεφάλαιο μετά των εν τω μεταξύ αποδόσεων του, που τις υπολόγισε σε 5.869,00 ευρώ. Τους τόνισε δε και τους έπεισε περί της νέας ευκαιρίας για μεγάλες και σίγουρες αποδόσεις, οπότε ούτοι (εγκαλούντες), από τις οικονομίες που είχαν και τη σύνταξη του πρώτου (Κ. Κ.), που μόλις είχε λάβει, του έδωσαν επιπλέον το ποσό των 17.609,00 ευρώ και συνολικά το χρηματικό ποσό των 52.825,00 ευρώ (ήτοι 29.337,00 + 5.869,00 + 17.609,00), προκειμένου να το τοποθετήσει στους "καλούς τίτλους" που δήθεν είχε βρει (αμοιβαία κεφάλαια ή ομόλογα σταθερού επιτοκίου κ.λ.π.) και τους οποίους (τίτλους), όπως τους διαβεβαίωσε, θα παρέδιδε μέχρι τέλους Μαρτίου του έτους 2003. Και ενώ αρχικά ήτοι το έτος 2003 ο εγκαλών είχε υπογράψει εξουσιοδότηση με το περιεχόμενο: "Ο κάτωθι υπογραφόμενος Κ. Κ.. εξουσιοδοτώ τον κ. Ε. Γ. για την εν λευκώ διαχείριση 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για τρία έτη (κλειστά) με ετήσια απόδοση προς εμένα 12%", στη συνέχεια στο ίδιο χαρτί συμπλήρωσε την εξουσιοδότηση του με το εξής περιεχόμενο : "ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ 5-2-2003 έως 2ο/2006, ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΠΟΣΟΥ : 17.609,00 ευρώ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΚΩΝ: 5.869,00 ευρώ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΟΣΟΥ: 23.477,00 ευρώ, ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ: 52.825,00 ευρώ". Η πραγματικότητα ήταν ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν είχε βρει τέτοιους τίτλους, ούτε οποιοδήποτε άλλο επενδυτικό πρόγραμμα, στο οποίο θα διασφαλιζόταν το κεφάλαιο και θα απέδιδε τόκους 12% ετησίως. Ούτε ποτέ τοποθέτησε τα χρήματα των εγκαλούντων σε κάποιο επενδυτικό πρόγραμμα αλλά αντιθέτως ιδιοποιήθηκε αυτά άμεσα. Επιπλέον, προς διασφάλιση δήθεν του κεφαλαίου τους αλλά και προκειμένου να ενισχύσει την εντύπωση, που τους είχε δώσει περί μελλοντικής εκπλήρωσης, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος παρέδωσε στους εγκαλούντες την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή έκδοσης του σε διαταγή τους στην Τράπεζα CITIBANK, κατάστημα οδού Πανόρμου Αθηνών, ποσού 52.820,00 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 28-2-2006, τους διαβεβαίωσε δε ότι η επένδυση θα ήταν 100% αποδοτική, ενώ οι τίτλοι τους ήταν σε θυρίδα και επομένως ακόμη και αν ο ίδιος (αναιρεσείων-κατηγορούμενος) αποβίωνε, δεν θα έχαναν τα χρήματα τους. Όμως, παρά την παρέλευση και της 30ης Μαρτίου ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καθυστερούσε να τους παραδώσει τους τίτλους με διάφορες προφάσεις ενώ τους καθησύχαζε με το επιχείρημα ότι, αφού έχουν την επιταγή στα χέρια τους δεν θα έπρεπε να φοβούνται. Κατ' αυτό τον τρόπο πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να τους έχει παραδώσει τους τίτλους, που υποτίθεται ότι είχε τοποθετήσει τα χρήματα τους, όπως τους διαβεβαίωνε ψευδώς.Τούτο συνέβαινε δε μέχρι και την ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω επιταγής ήτοι την 28-2-2006, που ο εγκαλών Κ. Κ. μετέβη στην προαναφερομένη Τράπεζα προς είσπραξή της όπου διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιταγή ήταν άνευ αντικρίσματος. Τότε προειδοποίησε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ότι αν δεν του παραδώσει τους τίτλους ή δεν του πληρώσει την επιταγή θα την σφραγίσει. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τον διαβεβαίωσε άλλη μία φορά ψευδώς ότι τα χρήματα τους είχαν επενδυθεί σε τίτλους και με το επιχείρημα ότι "αν σπάσω τώρα τους τίτλους θα έχουμε πέναλτυ (ποινή) και απώλειες και είναι αμαρτία να χάσουμε λεφτά για λίγες μέρες", τον καθυστέρησε μέχρι να περάσει το οκταήμερο της προθεσμίας εμφανίσεως της επιταγής, η οποία τελικώς δεν σφραγίστηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι εγκαλούντες να πετύχουν την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής από την ακάλυπτη επιταγή, ενώ και το πιο πάνω χρηματικό ποσό ουδέποτε αποδόθηκε σ' αυτούς (εγκαλούντες) έστω και εν μέρει. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν τους είπε ότι θα τους δώσει τίτλους, ενώ τους είχε ενημερώσει για το ενδεχόμενο απώλειας των χρημάτων τους, ούτοι όμως τον εμπιστεύονταν. Γι' αυτό το λόγο, επειδή τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους, τους έδωσε και την προσωπική του επιταγή, πλην όμως παρεμβλήθηκε η προσωπική του οικονομική καταστροφή και η επιταγή δεν είχε αντίκρισμα. Παραδέχεται ότι οι εγκαλούντες, το έτος 2000, του έδωσαν το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δρχ. (ή 29.337,00 ευρώ) για να το επενδύσει με συμφωνηθείσα ετήσια απόδοση 12%, ως αμοιβή του δε συμφωνήθηκε η πέραν του ποσοστού αυτού απόδοση του ανωτέρω ποσού. Το παραπάνω χρηματικό ποσό των 29.337,00 ευρώ μαζί με το ποσό των αποδόσεων του επί μία τριετία, που ανήρχετο στο ποσό των 5.869,00 ευρώ και με το ποσό των 17.609,00 ευρώ, που του δόθηκε από τους εγκαλούντες το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2003, επενδύθηκαν απ' αυτόν με τον ίδιο τρόπο που πάντοτε ενεργούσε, ήτοι σε αμοιβαία κεφάλαια τα έτη 2003-2004 και λόγω της "προϊούσης χρηματιστηριακής κρίσης" τα έτη 2004, 2005 και 2006, απωλέσθηκαν οριστικά μαζί με επενδεδυμένα χρήματα άλλων πελατών του. Ότι ουδέποτε ιδιοποιήθηκε τα παραπάνω χρήματα που του εμπιστεύθηκαν οι εγκαλούντες και αυτό αποδεικνύεται από σωρεία εγγράφων, όπως είναι οι κατασχετήριες εκθέσεις της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ίδιου και της συζύγου του. Όμως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου ότι ποτέ δεν εγγυήθηκε τουλάχιστον το κεφάλαιο των χρημάτων, που είχε λάβει απ' αυτούς καταρρίπτεται από το γεγονός της έκδοσης της ως άνω επιταγής, της οποίας αφενός μεν το ποσό συμπίπτει με το επενδυθέν από τους εγκαλούντες κεφάλαιο, αφετέρου δε η ημερομηνία έκδοσης (28-2-2006) συμπίπτει με το χρόνο που είχε συμφωνηθεί vα αποδοθεί το πιο πάνω ποσό στους εγκαλούντες. Κατόπιν τούτου είναι προφανές ότι η επιταγή αυτή δόθηκε προς εξασφάλιση του επενδυθέντος κεφαλαίου των εγκαλούντων. Αλλά και ο ισχυρισμός αυτού (αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου) ότι επένδυσε το επίδικο ποσό σε αμοιβαία κεφάλαια κρίνεται αβάσιμος, αφού καμία σχετική έγγραφη απόδειξη δεν εμφανίζει. Από τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος έδρασε όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, καθόσον είχε διαμορφώσει κατάλληλη υποδομή, και επομένως συντρέχει η περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης. Ειδικότερα, ενεργώντας και επικαλούμενος, προκειμένου να πείσει τους εγκαλούντες, τη θέση και την πείρα του ως ασφαλιστικού - επενδυτικού συμβούλου συνεργαζόμενου με την εταιρία ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ, γεγονός που ήταν ένδειξη της δήθεν αξιοπιστίας του, αποσκοπούσε στον πορισμό εισοδήματος, που αποδεικνύεται και από το ύψος του ποσού που αποκόμισε ήτοι 52.825,00 ευρώ.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου που δικαιολογούν την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για το προβλεπόμενο από το άρθρο 386 παρ. 1, 3α Π.Κ. αξιόποινο αδίκημα της σε βαθμό κακουργήματος απάτης κατά συρροή από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και επιπλέον το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ορθά ερμήνευσε και σωστά εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1-3α ΠΚ τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν απέδωσε στις εν λόγω διατάξεις διαφορετική ερμηνεία απ'αυτή που πράγματι έχουν, ενώ σωστά υπήγαγε σ' αυτές τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος. Σε σχέση δε με την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ γιατί αποδέχεται σωρευτικά την ύπαρξη και των τριών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, ώστε να δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικασθεί για το έγκλημα του άρθρου 386 παρ. 1, 3α του ΠΚ, και συγκεκριμένα διότι παρέστησε ψευδώς στους μηνυτές Κ. και Ε. Κ. τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο παραπεμπτικό βούλευμα και τα οποία συνιστούν περίπτωση θετικής απατηλής συμπεριφοράς (έγκλημα ενέργειας), χωρίς συγχρόνως να προκύπτει κανείς άλλος υπαλλακτικός τρόπος τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος που να τελείται δια παραλείψεως και ως εκ τούτου δεν δημιουργείται καμία ασάφεια ή αντίφαση που να έχει ως συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος της ορθής ή μη εφαρμογής της πιο πάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έτσι το προσβαλλόμενο βούλευμα να στερείται νόμιμης βάσης.
Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1/2/2010 αίτηση του Γ. Ε. του Κ., κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2561/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή