Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Κακουργηματική από τη λόγω ύψους οφέλους - ζημίας θεμελίωσή της στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού και απόρριψη του λόγου αυτού ως αβάσιμου και αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.
Αριθμός 450/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 604/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο .... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 734/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 357/27.10.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το υπ' αριθμ. 172/2008 βούλευμά του παρέπεμψε το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου - για κακουργήματα - Αθηνών την Χ για να δικαστεί ως υπαίτια τελέσεως απάτης κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος - περιουσιακή ζημία - που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ [133.249,12 Ευρώ]. Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε αυτή την υπ' αριθμ. 13/2008 έφεση, την οποία το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 604/2009 βούλευμά του - και με καθολική αναφορά στην πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών - απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της. Ειδικότερα το άνω συμβούλιο με το ρηθέν βούλευμά του - με επιτρεπτή καθολική αναφορά στη πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών - δέχθηκε ότι :
"Εξ αφορμής της από 22-10-05 εγκλήσεως που υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας ο Ψ, κάτοικος ..., κατά της κατηγορουμένης, μετά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε αρχικά, ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία για την ως άνω πράξη από τον Ανακριτή ... σε βάρος της κατηγορουμένης, η οποία μετά την απολογία της κρίθηκε απολυτέα, με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης της ενώπιον του Α.Τ. της κατοικίας της, εκδοθείσης προς τούτο της υπ' αριθμ. 85/07 διατάξεως του ως άνω ανακριτή. Εξετάσθηκαν επίσης κατά το στάδιο της Ανακρίσεως και ο εγκαλών και η υπ' αυτού προταθείσα μάρτυς, επισυνάφθηκαν όσα τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και μετά το νομότυπο πέρας της κατά τα άνω ανακρίσεως, το οποίο γνωστοποιήθηκε στους νομίμως διορισθέντες αντικλήτους της κατηγορουμένης και πολ. ενάγοντος, προέκυψαν τα ακόλουθα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά.
Ο εγκαλών, ο οποίος φέρεται να έχει γεννηθεί το έτος 1915, διαμένει στην περιοχή ..., μαζί με την αδελφή του και είναι άνευ τέκνων, άγαμος. Σημειωτέον ότι όπως έχει κατατεθεί η αδελφή του είναι κατάκοιτη. Η κατηγορούμενη, η οποία σύμφωνα με τη δήλωσή της διατηρεί κατάστημα ψιλικών στην ..., έχει ένα αγόρι και ο σύζυγός της έχει αποβιώσει από το έτος 1997, είχε δε από προηγούμενο γάμο του μια θυγατέρα που διαμένει στο .... Τον Αύγουστο του έτους 2002 η κατηγορουμένη επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εγκαλούντα, με τον οποίο σημειωτέον δεν είχε οποιαδήποτε γνωριμία ή επικοινωνία κατά το παρελθόν, και τον παρακάλεσε ν' αγοράσει από ένα λαχειοπώλη της περιοχής (6) δελτία εθνικού λαχείου και να τα αποστείλει ταχυδρομικώς στην ανωτέρω, η οποία θα του έστελνε τα χρήματα για την αγορά και τα έξοδα αποστολής, όπως και στη συνέχεια έπραξε. Αφορμή για το παραπάνω τηλεφώνημα, σύμφωνα με όσα δήλωσε η κατηγορουμένη, υπήρξε το γεγονός, ότι εκείνη την εποχή, υπήρξαν διάφορα δημοσιεύματα, που είχαν δημοσιοποιήσει ότι στην ευρύτερη περιοχή είχαν αναδειχθεί κάτοχοι εθνικών λαχείων να έχουν κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά γι' αυτό και ήθελε να δοκιμάσει την "τύχη της". Τον αριθμό της τηλεφωνικής συσκευής του εγκαλούντος επέλεξε τυχαία από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Αφού η ανταπόκριση της επικοινωνίας με τον ηλικιωμένο εγκαλούντα, υπήρξε θετική, η κατηγορούμενη τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους επικοινώνησε και πάλι με τον ανωτέρω τηλεφωνικά, προσπαθώντας να αναπτύξει οικειότητα μεταξύ του, και αφού του ανέφερε ότι δεν κέρδισε χρήματα από τα λαχεία, άρχισε να του εξιστορεί προσωπικά προβλήματα που είχε εκείνη την χρονική περίοδο. Συγκεκριμένα του ανάφερε ότι ο σύζυγός της, ο οποίος είχε αποβιώσει προ ολίγων μηνών από την επάρατη νόσο, της είχε αφήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία αξίας 1.500.000 ευρώ, αλλά και πολλά χρέη, ότι προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία της αποδοχής κληρονομίας χρειαζόταν κάποια ποσά, τα οποία ζήτησε να της δανείσει ο εγκαλών άτοκα, και θα τα επέστρεφε μόλις ολοκληρωνόταν η διαδικασία της αποδοχής κληρονομιάς, για την οποία απαιτούντο διάφορα έξοδα. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενη η κατηγορούμενη την ευπιστία του εγκαλούντος, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του (ήταν τότε 87 ετών), και την οποία είχε διαπιστώσει από τις συνομιλίες, του ανέφερε ότι είχε μία θυγατέρα, η οποία έπασχε από σοβαρή ασθένεια και χρειαζόταν πολλά έξοδα για την ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αρχικά ο εγκαλών συγκινήθηκε από την ιστορία της "πολυπαθής" κατηγορουμένης και της έστειλε ταχυδρομικώς 146 Ευρώ. Τα τηλεφωνήματα συνεχίσθηκαν με τις ίδιες δραματικές διηγήσεις και τις διαβεβαιώσεις ότι πρόκειται να ολοκληρωθεί η διαδικασία της αποδοχής κληρονομίας αφού πληρωθούν τα έξοδα, τα οποία αυτή δεν διέθεται. Για να γίνει πιο πειστική και να συγκινήσει περισσότερο τον ηλικιωμένο, η κατηγορουμένη του ανέφερεότι η μοναδική της θυγατέρα, η οποία ζούσε από κοντά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας, είχε εκφράσει την επιθυμία να εκπορνευθεί για να βγουν από το αδιέξοδο, γεγονός που είχε φέρει σε πολύ δύσκολη την κατηγορουμένη και ανησυχούσε αφάνταστα για το παιδί της. Η ίδια πολλές φορές είχε στερηθεί ακόμα και τα απαραίτητα είδη διατροφής. Με όσα έντεχνα η κατηγορουμένη είχε εμφανίσει ως δραματικά στον εγκαλούντα, ο τελευταίος είχε πεισθεί ότι πράγματι υπήρχε στο πρόσωπο της κατηγορουμένης μεγάλη και επείγουσα ανάγκη για την ολοκλήρωση της αποδοχής κληρονομίας και ότι αυτή θα του επέστρεφε τα χρήματα, γι' αυτό και άρχισε σταδιακά να στέλνει σ' αυτή διάφορα χρηματικά ποσά, άλλοτε με το ταχυδρομείο και άλλοτε δια μέσου τραπεζικού συστήματος. Το χρηματικό ποσό συνολικά που έστειλε ο εγκαλών από τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2000 ανέρχεται σε 120.000 Ευρώ, και μάλιστα προέβη και στην πώληση δύο οικοπέδων, ενός καταστήματος και μιας οικίας. Την τελευταία φορά που ο εγκαλών έστειλε στην κατηγορουμένη το ποσό των 14.000 Ευρώ, ή από τον Φεβρουάριο του έτους 2005 και η τελευταία του διαβεβαίωσε ότι η ολοκλήρωση της αποδοχής κληρονομίας ήταν θέμα ολίγων ημερών και εν συνεχεία θα του επέστρεφε τα χρήματα. Έκτοτε όμως έπαυσε να τηλεφωνεί και οσάκις ο εγκαλών προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της ήτο αδύνατον, διότι είτε δεν απαντούσε είτε διότι οι οικείοι της του απαντούσαν ότι ήταν απασχολημένη. Όταν κατόρθωσε μία φορά να μιλήσει μαζί της στο τηλέφωνο, αυτή του είπε ότι δεν τον γνωρίζει και να μην την ξαναενοχλήσει, σταμάτησε δε από τότε και να απαντά πλέον στο τηλέφωνο οριστικά. Η κατηγορουμένη στην απολογία της δεν αρνείται ότι έλαβε από τον εγκαλούντα διάφορα χρηματικά ποσά, αναφέρει όμως ότι ουδέποτε τον διαβεβαίωσε ψευδώς, διότι πράγματι είχε προβλήματα οικονομικά και υγείας, αλλά ο ίδιος προσφέρθηκε να την βοηθήσει και τον θεωρεί ευεργέτη της. Όμως όταν της ζήτησε να μεταβεί στην ίδια για να συγκατοικήσουν, αυτή αρνήθηκε και έτσι άλλαξαν τα αισθήματά του. Πάντως ουδέποτε του ζήτησε δάνειο, ούτε και ποτέ του υποσχέθηκε να επιστρέψει τα χρήματα που της έστειλε.
Αξιολογώντας τα παραπάνω περιστατικά, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι όσα αναφέρει η κατηγορουμένη δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τούτο διότι : Η επιλογή της επικοινωνίας τηλεφωνικώς της κατηγορουμένης με τα συμβάντα που επακολούθησαν, δεν φαίνεται να είναι τυχαία και συμπτωματικά, όπως θέλει να την εμφανίσει η κατηγορουμένη. Τα γεγονότα που επακολούθησαν μαρτυρούν ότι οπωσδήποτε η κατηγορούμενη είχε κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση του ηλικιωμένου και τις αποκρύπτει. Αν πράγματι σκόπευε να αναζητήσει τρόπο για την αγορά λαχείων από την περιοχή που είχε πωλήσει ο προηγούμενος τυχερός αριθμός, θα έπρεπε να αναζητήσει το συγκεκριμένο πρακτορείο και όχι ένα τυχαίο και άγνωστο ηλικιωμένο πρόσωπο, το οποίο μάλιστα από τη συνομιλία θα αντελήφθη αμέσως τη πνευματική του κατάσταση. Η κατηγορουμένη από την αρχή αποσκοπούσε να ιδιοποιηθεί τα χρήματα που θα ελάμβανε από τον ηλικιωμένο και δεν είχε σκοπό να επιστρέψει κάποιο ποσό. Η όλη της ενέργεια είναι σχεδιασμένη κατάλληλα, ώστε να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε και όταν αντιλήφθηκε ότι εδραιώνεται το σχέδιό της άρχισε να διεκτραγωδεί τα γεγονότα. Ο εγκαλών δεν γνώριζε την πραγματική της κατάσταση, ούτε και είχε τη δυνατότητα να την επαληθεύσει, αφενός μεν λόγω της μεγάλης απόστασης αφετέρου δε λόγω της μεγάλης ηλικίας του και της αδυναμίας του να αντιδράσει και να ενεργήσει στο μέτρο του μέσου ανθρώπου. Αυτή τον διαβεβαίωσε ψευδώς ότι ο σύζυγός της είχε αποβιώσει προ ολίγων μηνών, αποκρύπτοντας την αλήθεια διότι αυτός είχε αποβιώσει προ πενταετίας. Αυτό ήταν σκόπιμο, για να γίνει πιστευτός ο επόμενος ψευδής ισχυρισμός που επακολούθησε περί αποδοχής κληρονομίας και μεγάλης ακίνητης περιουσίας που αυτή δήθεν κληρονόμησε.
Τα περιουσιακά στοιχεία που η κατηγορουμένη κληρονόμησε από κοινού με την θυγατέρα του συζύγου της, ήταν μία οικία στην περιοχή που διέμενε και σε καμιά περίπτωση δεν έφθανε το ποσό των 1.500.000 ευρώ. Επίσης για να γίνει περισσότερο πιστευτή, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι η θυγατέρα της ήταν σοβαρά άρρωστη ενώ δεν είχε θυγατέρα. Όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τον ηλικιωμένο, φρόντιζε πάντοτε να αποκρύπτεται ο αριθμός τηλεφώνου για να μην διαρρέουν περαιτέρω στοιχεία σε βάρος της, και όταν η εργαζόμενη στο σπίτι του εγκαλούντος της ζήτησε να δώσει έναν αριθμό λογαριασμού τραπέζης για να μην πληρώνονται έξοδα για την αποστολή των χρημάτων, εκείνη της είπε ότι δεν θέλει να βάλει πουθενά την υπογραφή της. Όταν αντιλήφθηκε ότι τα περιθώρια στένευαν, θέλησε να διακόψει την επαφή με τον εγκαλούντα, διαβεβαιώνοντας αυτόν ότι η ολοκλήρωση της ανύπαρκτης αποδοχής κληρονομίας, ήταν θέμα ολίγου χρόνου και αμέσως θα του επέστρεφε τα χρήματα. Τούτο όμως δεν ήταν αληθές, γιατί αμέσως διέκοψε την επικοινωνία μαζί του. Όταν μετά από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε ο εγκαλών να επικοινωνήσει μαζί της, προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε και να μην την ξανά ενοχλήσει.
Για το περιστατικό αυτό ουδέν ανάφερε στην απολογία της, προφασιζόμενη άλλες δήθεν απαντήσεις του ηλικιωμένου για συγκατοίκηση. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο εγκαλών και επιβεβαιώνονται από την μάρτυρα κατηγορίας αλλά και από τα έγγραφα που προσκόμισε ο ανωτέρω, στοιχειωθετούν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση για το ποσό των 120.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε τμηματικά όπως αναλυτικά αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγ. πρόταση στο οποίο και μεις αναφερόμαστε κατά το σημείο τούτο, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων. Τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, η οποία επικαλείται αστικές διαφορές με τη θυγατέρα του συζύγου της, ούτε με τις αοριστίες περί προβλημάτων υγείας που επικαλείται, χωρίς να προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Κατόπιν αυτού προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, για να δικασθεί για την ως άνω πράξη.
Έτσι κρίναν και το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο δια του εκκαλουμένου βουλεύματος, δεν έσφαλε κατά την κρίση του και ορθά εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά, ορθά δε αυτά υπήγαγε στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, (άρθρ. 26, 27, 98, 386 §§ 1,3 Π.Κ.), γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση κατ' ουσίαν, και ν' επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν τα έξοδα της παρούσης στην κατηγορουμένη - εκκαλούσα."
Να τονισθεί εδώ ιδιαίτερα ότι το επικυρωθέν Πρωτόδικο βούλευμα ρητά δέχεται ότι το έγκλημα για το οποίο παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση " με τις ανωτέρω παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών, που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά και εμπλουτίζονται προοδευτικά και οδηγούσαν τον παραπάνω εγκαλούντα σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση, όπως εκτίθεται αμέσως παρακάτω" [βλ. σελ. 21 του πρωτόδικου βουλεύματος].
Το βούλευμα αυτό [604/2009] του συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις ... αποδεικτικά του δικαστικού επιμελητή ... αφ' ενός και το από 14-4-2009 αποδεικτικό του ... αφ' ετέρου· Η πρώτη επίδοση έγινε με θυροκόλληση στην ίδια κι η δεύτερη στον αντίκλητο αυτής·
Έτσι τα αποτελέσματα της επίδοσης άρχονται από τη νεώτερη επίδοση βλ. ΑΠ 273/2003, ΑΠ 776/99, ΑΠ 711/98 κ.α.]. Κατ' αυτού άσκησε δια πληρεξουσίου - με βάση την από ... εξουσιοδότηση αυτής, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής της βεβαιώνεται από δικηγόρο - στις 7-5-2009 ενώπιον του γραμματέα βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, την υπ' αριθμ. 91/2009 αναίρεση, προβάλλων ως λόγους αναίρεσης ότι : α) "το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ως προς την απόρριψη κατ' ουσίαν της Εφέσεως της κρίσης του· Συγκεκριμένα δεν αναφέρεται από ποία στοιχεία ήχθη στην κρίση ότι η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα εκτέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε εις βάρος της ποινική δίωξη και συγκεκριμένα της παράβασης των άρθρων 26, 27, 98, 386§1,3 ΠΚ. Αόριστα απλώς αναφέρει ότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την προανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης, χωρίς βέβαια πουθενά ειδικότερα να αναφέρει και να τεκμηριώνει γιατί δεν προέκυψαν οι απαιτούμενες σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο.." β) "Διότι δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή του και συγκεκριμένα τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα έγγραφα, αλλά και ισχυρισμούς.." γ) "Διότι εσφαλμένα αναφέρει το βούλευμα στο πρώτο φύλλο ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 172/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών. Στο τέλος δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την έφεση της κατά του υπ' αριθμό 172/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας.
Έτσι η αναφορά σε δύο διαφορετικά Συμβούλια δημιουργεί αμφιβολία ως προς το ποιο είναι το επιδόσαν το βούλευμα Συμβούλιο".
ΙΙ)Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 386§ 1 ΠΚ ο όρος "γεγονότα", περιλαμβάνει κάθε πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται στο παρελθόν ή υπάρχει στο παρόν ή συμβαίνει κατά τη στιγμή της βεβαιώσεως, αλλά και απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις όταν συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων (ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν) κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση. -βλ. ΑΠ 1270/2008, ΑΠ 276/2007, ΑΠ 1163/2008, ΑΠ 1388/2006, ΑΠ 1896/2008 κ.α. - πχ. Η ψευδής παράσταση ότι τυγχάνει κληρονόμος τινός, που του άφησε κληρονομιά και από την οποία θα καταβάλλει το ληφθέν ποσό χρημάτων .....
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 474§2, 476§2, 485§2 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλεύματος είναι να περιέχονται σ' αυτή λόγοι που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 Κ.Ποιν.Δ. και αφετέρου να διατυπώνονται αυτοί κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, άλλως η αναίρεση είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, σε σχέση με τον λόγο αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να εκτίθεται σε τι συνιστάται η έλλειψη και από πού προκύπτει, ποιες οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή αντιφατικές αιτιολογίες ή ποια τα αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθησαν - βλ. ΑΠ 19/2001, ολ., ΑΠ 606/2007, ΑΠ 1842/2007 κ.α.
Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης : η φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων [αφού ο Άρειος Πάγος δεν εισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης], - βλ. ΑΠ 567/2006, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 276/2007, ΑΠ 540/2006 ΑΠ 1531/2007, κ.α. Η μη ειδικότερη αναφορά των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων και τι προέκυψε από το καθένα βλ. ΑΠ 403/2008 κ.α.
Επίσης η μη ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψε κάθε συγκεκριμένη παραδοχή - βλ. ΑΠ 511/2006, ΑΠ 1561/2007, ΑΠ 567 2006, ΑΠ 1468/2007 κ.α. -
Αφού τα ανωτέρω ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Εξ άλλου λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε αποδοχή που δεν έγινε δεκτή από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτος διότι δεν περιέχει κανένα λόγο κατά τρόπον σαφή και ορισμένο.
Ειδικότερα : Η φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας είναι αόριστη αφού δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η έλλειψη, αφετέρου δεν απαιτείται να αναφέρονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψε η παραδοχή του βουλεύματος για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής της αναιρεσείουσας. - αφού αναφέρονται γενικώς κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα και δη όλα τα υπάρχοντα που ελήφθησαν υπόψη - . Επίσης ούτε γίνεται ειδική μνεία ποιων εγγράφων ή αποδεικτικών στοιχείων προσεκόμισε η αναιρεσείουσα και τα οποία δεν έλαβε υπόψη το συμβούλιο. Τέλος ο λόγος αναίρεσης περί δημιουργίας αμφιβολίας περί του επικυρούμενου βουλεύματος είναι απαράδεκτος αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η αναφερόμενη πρώτη σελίδα δεν αποτελεί παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αλλά αναφέρεται διηγηματικώς. Η παραδοχή του βουλεύματος αρχίζει από το κείμενο της εισαγγελικής πρότασης, την οποία και υιοθετεί, και ρητά τόσο σ' αυτή όσο και στο διατακτικό του γίνεται αναφορά και επικύρωση του υπ' αριθμ. 172/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας έτσι ώστε να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία περί του ζητήματος αυτού.
Σε κάθε περίπτωση όμως η υπό κρίση αναίρεση είναι και αβάσιμη στην ουσία της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 91/2009 αίτηση αναίρεσης τηςΧ κατά του υπ' αριθμ. 604/2009 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 15 - 7 - 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κονταξής"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 7-5-2009 αίτησή της η κατηγορούμενη Χ, κάτοικος ..., ζητεί την αναίρεση του υπ' αριθμ. 604/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠοινΧρον. ΛΖ 162). Περαιτέρω - το αρχικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ, όπου προβλέπονται οι διακεκριμένες-κακουργηματικές μορφές απάτης είχε ως εξής "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αφενός την 4-6-1996 με το αρθρ. 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και απέκτησε το εξής περιεχόμενο. "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και αφετέρου την 3-6-1999 με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και απέκτησε την ισχύουσα μορφή της, δηλαδή "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη κατ' αρθρ. 5 ν. 2943/2001 73.000 ευρώ).
Εξάλλου κατά τo άρθρο 98 § 1 Π.Κ. εάν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 Π.Κ., να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Η απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, με την προϋπόθεση όμως ότι εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή (και) την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο υπ' αριθμ. 172/2009 βούλευμά του, δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην ειδική και εμπεριστατωμένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των καταθέσεων του εγκαλούντος και της απ' αυτόν προταθείσας μάρτυρα, των εγγράφων της δικογραφίας και της απολογίας της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών, ο οποίος φέρεται να έχει γεννηθεί το έτος 1915, διαμένει στην περιοχή ..., μαζί με την αδελφή του και είναι άνευ τέκνων, άγαμος. Σημειωτέον ότι όπως έχει κατατεθεί η αδελφή του είναι κατάκοιτη. Η κατηγορούμενη, η οποία σύμφωνα με τη δήλωσή της διατηρεί κατάστημα ψιλικών στην ..., έχει ένα αγόρι και ο σύζυγός της έχει αποβιώσει από το έτος 1997, είχε δε από προηγούμενο γάμο του μια θυγατέρα που διαμένει στο .... Τον Αύγουστο του έτους 2002 η κατηγορουμένη επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εγκαλούντα, με τον οποίο σημειωτέον δεν είχε οποιαδήποτε γνωριμία ή επικοινωνία κατά το παρελθόν, και τον παρακάλεσε ν' αγοράσει από ένα λαχειοπώλη της περιοχής (6) δελτία εθνικού λαχείου και να τα αποστείλει ταχυδρομικώς στην ανωτέρω, η οποία θα του έστελνε τα χρήματα για την αγορά και τα έξοδα αποστολής, όπως και στη συνέχεια έπραξε. Αφορμή για το παραπάνω τηλεφώνημα, σύμφωνα με όσα δήλωσε η κατηγορουμένη, υπήρξε το γεγονός, ότι εκείνη την εποχή, υπήρξαν διάφορα δημοσιεύματα, που είχαν δημοσιοποιήσει ότι στην ευρύτερη περιοχή είχαν αναδειχθεί κάτοχοι εθνικών λαχείων να έχουν κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά γι' αυτό και ήθελε να δοκιμάσει την "τύχη της". Τον αριθμό της τηλεφωνικής συσκευής του εγκαλούντος επέλεξε τυχαία από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Αφού η ανταπόκριση της επικοινωνίας με τον ηλικιωμένο εγκαλούντα, υπήρξε θετική, η κατηγορούμενη τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους επικοινώνησε και πάλι με τον ανωτέρω τηλεφωνικά, προσπαθώντας να αναπτύξει οικειότητα μεταξύ του, και αφού του ανέφερε ότι δεν κέρδισε χρήματα από τα λαχεία, άρχισε να του εξιστορεί προσωπικά προβλήματα που είχε εκείνη την χρονική περίοδο. Συγκεκριμένα του ανάφερε ότι ο σύζυγός της, ο οποίος είχε αποβιώσει προ ολίγων μηνών από την επάρατη νόσο, της είχε αφήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία αξίας 1.500.000 ευρώ, αλλά και πολλά χρέη, ότι προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία της αποδοχής κληρονομίας χρειαζόταν κάποια ποσά, τα οποία ζήτησε να της δανείσει ο εγκαλών άτοκα, και θα τα επέστρεφε μόλις ολοκληρωνόταν η διαδικασία της αποδοχής κληρονομιάς, για την οποία απαιτούντο διάφορα έξοδα. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενη η κατηγορούμενη την ευπιστία του εγκαλούντος, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του (ήταν τότε 87 ετών), και την οποία είχε διαπιστώσει από τις συνομιλίες, του ανέφερε ότι είχε μία θυγατέρα, η οποία έπασχε από σοβαρή ασθένεια και χρειαζόταν πολλά έξοδα για την ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αρχικά ο εγκαλών συγκινήθηκε από την ιστορία της "πολυπαθής" κατηγορουμένης και της έστειλε ταχυδρομικώς 146 Ευρώ. Τα τηλεφωνήματα συνεχίσθηκαν με τις ίδιες δραματικές διηγήσεις και τις διαβεβαιώσεις ότι πρόκειται να ολοκληρωθεί η διαδικασία της αποδοχής κληρονομίας αφού πληρωθούν τα έξοδα, τα οποία αυτή δεν διέθεται. Για να γίνει πιο πειστική και να συγκινήσει περισσότερο τον ηλικιωμένο, η κατηγορουμένη του ανέφερε ότι η μοναδική της θυγατέρα, η οποία ζούσε από κοντά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας, είχε εκφράσει την επιθυμία να εκπορνευθεί για να βγουν από το αδιέξοδο, γεγονός που είχε φέρει σε πολύ δύσκολη την κατηγορουμένη και ανησυχούσε αφάνταστα για το παιδί της. Η ίδια πολλές φορές είχε στερηθεί ακόμα και τα απαραίτητα είδη διατροφής. Με όσα έντεχνα η κατηγορουμένη είχε εμφανίσει ως δραματικά στον εγκαλούντα, ο τελευταίος είχε πεισθεί ότι πράγματι υπήρχε στο πρόσωπο της κατηγορουμένης μεγάλη και επείγουσα ανάγκη για την ολοκλήρωση της αποδοχής κληρονομίας και ότι αυτή θα του επέστρεφε τα χρήματα, γι' αυτό και άρχισε σταδιακά να στέλνει σ' αυτή διάφορα χρηματικά ποσά, άλλοτε με το ταχυδρομείο και άλλοτε δια μέσου τραπεζικού συστήματος. Το χρηματικό ποσό συνολικά που έστειλε ο εγκαλών από τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2000 ανέρχεται σε 120.000 Ευρώ, και μάλιστα προέβη και στην πώληση δύο οικοπέδων, ενός καταστήματος και μιας οικίας. Την τελευταία φορά που ο εγκαλών έστειλε στην κατηγορουμένη το ποσό των 14.000 Ευρώ, ή από τον Φεβρουάριο του έτους 2005 και η τελευταία του διαβεβαίωσε ότι η ολοκλήρωση της αποδοχής κληρονομίας ήταν θέμα ολίγων ημερών και εν συνεχεία θα του επέστρεφε τα χρήματα. Έκτοτε όμως έπαυσε να τηλεφωνεί και οσάκις ο εγκαλών προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της ήτο αδύνατον, διότι είτε δεν απαντούσε είτε διότι οι οικείοι της του απαντούσαν ότι ήταν απασχολημένη. Όταν κατόρθωσε μία φορά να μιλήσει μαζί της στο τηλέφωνο, αυτή του είπε ότι δεν τον γνωρίζει και να μην την ξαναενοχλήσει, σταμάτησε δε από τότε και να απαντά πλέον στο τηλέφωνο οριστικά. Η κατηγορουμένη στην απολογία της δεν αρνείται ότι έλαβε από τον εγκαλούντα διάφορα χρηματικά ποσά, αναφέρει όμως ότι ουδέποτε τον διαβεβαίωσε ψευδώς, διότι πράγματι είχε προβλήματα οικονομικά και υγείας, αλλά ο ίδιος προσφέρθηκε να την βοηθήσει και τον θεωρεί ευεργέτη της. Όμως όταν της ζήτησε να μεταβεί στην ίδια για να συγκατοικήσουν, αυτή αρνήθηκε και έτσι άλλαξαν τα αισθήματά του. Πάντως ουδέποτε του ζήτησε δάνειο, ούτε και ποτέ του υποσχέθηκε να επιστρέψει τα χρήματα που της έστειλε. Αξιολογώντας τα παραπάνω περιστατικά, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι όσα αναφέρει η κατηγορουμένη δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τούτο διότι: Η επιλογή της επικοινωνίας τηλεφωνικώς της κατηγορουμένης με τα συμβάντα που επακολούθησαν, δεν φαίνεται να είναι τυχαία και συμπτωματικά, όπως θέλει να την εμφανίσει η κατηγορουμένη. Τα γεγονότα που επακολούθησαν μαρτυρούν ότι οπωσδήποτε η κατηγορούμενη είχε κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση του ηλικιωμένου και τις αποκρύπτει. Αν πράγματι σκόπευε να αναζητήσει τρόπο για την αγορά λαχείων από την περιοχή που είχε πωλήσει ο προηγούμενος τυχερός αριθμός, θα έπρεπε να αναζητήσει το συγκεκριμένο πρακτορείο και όχι ένα τυχαίο και άγνωστο ηλικιωμένο πρόσωπο, το οποίο μάλιστα από τη συνομιλία θα αντελήφθη αμέσως τη πνευματική του κατάσταση. Η κατηγορουμένη από την αρχή αποσκοπούσε να ιδιοποιηθεί τα χρήματα που θα ελάμβανε από τον ηλικιωμένο και δεν είχε σκοπό να επιστρέψει κάποιο ποσό. Η όλη της ενέργεια είναι σχεδιασμένη κατάλληλα, ώστε να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε και όταν αντιλήφθηκε ότι εδραιώνεται το σχέδιό της άρχισε να διεκτραγωδεί τα γεγονότα. Ο εγκαλών δεν γνώριζε την πραγματική της κατάσταση, ούτε και είχε τη δυνατότητα να την επαληθεύσει, αφενός μεν λόγω της μεγάλης απόστασης αφετέρου δε λόγω της μεγάλης ηλικίας του και της αδυναμίας του να αντιδράσει και να ενεργήσει στο μέτρο του μέσου ανθρώπου. Αυτή τον διαβεβαίωσε ψευδώς ότι ο σύζυγός της είχε αποβιώσει προ ολίγων μηνών, αποκρύπτοντας την αλήθεια διότι αυτός είχε αποβιώσει προ πενταετίας. Αυτό ήταν σκόπιμο, για να γίνει πιστευτός ο επόμενος ψευδής ισχυρισμός που επακολούθησε περί αποδοχής κληρονομίας και μεγάλης ακίνητης περιουσίας που αυτή δήθεν κληρονόμησε. Τα περιουσιακά στοιχεία που η κατηγορουμένη κληρονόμησε από κοινού με την θυγατέρα του συζύγου της, ήταν μία οικία στην περιοχή που διέμενε και σε καμιά περίπτωση δεν έφθανε το ποσό των 1.500.000 ευρώ. Επίσης για να γίνει περισσότερο πιστευτή, ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι η θυγατέρα της ήταν σοβαρά άρρωστη ενώ δεν είχε θυγατέρα. Όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τον ηλικιωμένο, φρόντιζε πάντοτε να αποκρύπτεται ο αριθμός τηλεφώνου για να μην διαρρέουν περαιτέρω στοιχεία σε βάρος της, και όταν η εργαζόμενη στο σπίτι του εγκαλούντος της ζήτησε να δώσει έναν αριθμό λογαριασμού τραπέζης για να μην πληρώνονται έξοδα για την αποστολή των χρημάτων, εκείνη της είπε ότι δεν θέλει να βάλει πουθενά την υπογραφή της. Όταν αντιλήφθηκε ότι τα περιθώρια στένευαν, θέλησε να διακόψει την επαφή με τον εγκαλούντα, διαβεβαιώνοντας αυτόν ότι η ολοκλήρωση της ανύπαρκτης αποδοχής κληρονομίας, ήταν θέμα ολίγου χρόνου και αμέσως θα του επέστρεφε τα χρήματα. Τούτο όμως δεν ήταν αληθές, γιατί αμέσως διέκοψε την επικοινωνία μαζί του. Όταν μετά από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε ο εγκαλών να επικοινωνήσει μαζί της, προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε και να μην την ξανά ενοχλήσει. Για το περιστατικό αυτό ουδέν ανάφερε στην απολογία της, προφασιζόμενη άλλες δήθεν απαντήσεις του ηλικιωμένου για συγκατοίκηση. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο εγκαλών και επιβεβαιώνονται από την μάρτυρα κατηγορίας αλλά και από τα έγγραφα που προσκόμισε ο ανωτέρω, στοιχειωθετούν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση για το ποσό των 120.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε τμηματικά όπως αναλυτικά αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγ. πρόταση στο οποίο και μεις αναφερόμαστε κατά το σημείο τούτο, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων. Τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, η οποία επικαλείται αστικές διαφορές με τη θυγατέρα του συζύγου της, ούτε με τις αοριστίες περί προβλημάτων υγείας που επικαλείται, χωρίς να προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Κατόπιν αυτού προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, για να δικασθεί για την ως άνω πράξη". Με βάση της παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρίνοντας ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατά της κατηγορουμένης επ' ακροατηρίου κατηγορίας για απάτη κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, απέρριψε την από 14 Ιουλίου 2008 έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το υπ' αριθμ. 172/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας (εκ πρόδηλης παραδρομής αναφέρεται στο ιστορικό μέρος ως βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώ ορθά τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό αναφέρεται ότι το εκκαλούμενο βούλευμα εκδόθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας), με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί για την ως άνω πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 2 και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Εξάλλου υφίσταται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την φερομένη κακουργηματική τέλεση του εγκλήματος της απάτης, αφού αναφέρεται ότι το περιουσιακό όφελός της και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία στον εγκαλούντα υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, στο οποίο και απέβλεπε αυτή με τις μερικότερες πράξεις της απάτης της, αποσπώντας κάθε φορά από τον μεγάλης ηλικίας (ήδη 95 ετών) εγκαλούντα διαφορετικό χρηματικό ποσό.
Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε με το οποίο με την επίφαση του ίδιου λόγου αναίρεσης αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον με τον τρόπον αυτόν προσβάλλεται η αναιρετική ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγησή τους από το δικαστικού συμβούλιο. Ωσαύτως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας περί μη ειδικότερης αναφοράς των αποδεικτικών μέσων από τα οποία δέχθηκε το Συμβούλιο ότι προέκυψε κάθε συγκεκριμένη παραδοχή για τη καθεμιά μερικοτέρα πράξη της απάτης της. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Μαΐου 2009 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 604/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ