Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Απάτη κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση (11+21 συναλλαγματικών) με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Ποινική δίωξη ασκήθηκε για όλες τις παραπάνω πράξεις. Παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο μόνο για απάτη κατ' εξακολούθηση και πλαστογραφία μόνο των 11 συναλλαγματικών, ενώ για τις υπόλοιπες συναλλαγματικές, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. Έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτόδικου βουλεύματος κατά το παραπεμπτικό μέρος αυτού. Έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά το κεφάλαιο να μη γίνει κατηγορία του πρωτόδικου βουλεύματος. Απόρριψη εφέσεως του κατηγορουμένου και παραδοχή αυτής του πολιτικώς ενάγοντος με το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για έλλειψη απαιτούμενης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσεως, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει όλα τα στοιχεία που αποτελούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων και εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικού που προέκυψαν από την προδικασία.
Αριθμός 1850/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Κ. του Δ., κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 123/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Η. Λ. του Ι., κάτοικο ….
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 323/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα με αριθμό 169/10-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την με αριθμό 5/26.2.2010 αίτηση (δήλωση) του κατηγορουμένου Ι. Κ. του Δ., κατοίκου …, για αναίρεση του 123/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το 413/2009 βούλευμά του: α) παρέπεμψε τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (για τα κακουργήματα) για α) απάτη κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 13γ, 26 παρ. 1α, 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 3α - 1 και 386 παρ. 3β - 1 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 των άρθρων 386 και 216 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 και 2, αντιστοίχως, του Ν. 2721/1999 και β) αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του για τις αυτές ως άνω πράξεις (μερικότερες). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν εφέσεις αφενός ο κατηγορούμενος Ι. Κ. (60/2009) κατά του παραπεμπτικού μέρους του και αφετέρου ο πολιτικώς ενάγων Η. Λ. (51/2009) κατά του απαλλακτικού μέρους του. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που επελήφθη των ως άνω εφέσεων, με το 123/2010 βούλευμά του, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και δέχθηκε την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, μεταρρύθμισε εν μέρει το εκκαλούμενο βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για τις πράξεις που αυτό αποφαινόταν να μη γίνει εναντίον του κατηγορία και το επικύρωσε κατά τα λοιπά.
ΙΙ. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττεται το παραπάνω εφετειακό βούλευμα, είναι εμπρόθεσμη, νομότυπη και παραδεκτή, ασκηθείσα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, περιέχει δε σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, την έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 463, 465 παρ. 1, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 στοιχ. α' και 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ) κι επομένως, πρέπει, να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία.
ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών` και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει και ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (ΑΠ 1331/2009, ΑΠ 1971/2008, 1506/2005). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ 4 Ν. 2721/1999, "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α).....β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ". Χρόνος δε τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίον ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης του παθόντος (ΑΠ 1749/2009, 1453/2009, ΑΠ 1095/2009). Περαιτέρω, από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και ισχύει από 3.6.1999, προκύπτει ακόμη, ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 1729/2009, ΑΠ 541/2009). Έτσι, επί απάτης κατά το άρθρο 386 του ΠΚ τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ενώ για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 971/2009, ΑΠ 425/2009).
ΙV. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α' του ιδίου άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 - 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξεως και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μεταθέσεως στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επόμενων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νοθεύσεως να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία αυτός επιδιώκει, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής ζημίας ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της ζημίας. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 932/2009, ΑΠ 826/2009, ΑΠ 805/2009).
V. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως (άμεσος δόλος) ή το σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), όπως συμβαίνει στα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης (ΑΠ 705/2009, ΑΠ 54/2008, ΑΠ 684/2008, ΑΠ 1264/2005). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1409/2009). Εξάλλου, από το άρθρο 178 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, όπως στην περίπτωση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της γνησιότητας ή μη κειμένου ή υπογραφής ενός προσώπου. Η γραφολογική αυτή πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ειδικότερα, εάν υπάρχουν δύο ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες, αντίθετες κατά περιεχόμενο, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του αναφορικά με την αποδοχή της μιας εκ των δύο ή εκ των πολλών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ελεγχθεί το συμπέρασμά του. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για τη διαμόρφωση της κρίσεως αυτού, ως έγγραφο (ΑΠ 1859/2009, ΑΠ 2131/2007, ΑΠ 1258/2006).
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 123/2009 βούλευμά του, με δικές του σκέψεις επί της ουσίας και επιτρεπτή αναφορά μόνο στις νομικές σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και του πρωτόδικου βουλεύματος (ως προς τη νομοτεχνική μορφή των διωκομένων εγκλημάτων), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία παραθέτει γενικά κατά το είδος τους και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα Ε. Α., που ορίσθηκε με διάταξη της Ανακρίτριας, τις εκθέσεις γραφολογικής γνωμάτευσης - γραφολογικών παρατηρήσεων, που συντάχθηκαν κατ' εντολή των διαδίκων και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής, κατά πιστή μεταφορά τους, πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Ι. Κ. του Δ., κάτοικος …, που γεννήθηκε το έτος 1963, διατηρεί στα … επιχείρηση παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος με τη μορφή της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Ι. Κ. και Σία Ε.Ε.", της οποίας αυτός είναι διαχειριστής. Ο πολιτικώς ενάγων Η. Λ. του Ι., κάτοικος …, που γεννήθηκε το έτος 1966, διατηρεί βιοτεχνία κατασκευής πυρίμαχων υλικών. Οι προαναφερόμενοι γνωρίζονται από παιδιά. Ο κατηγορούμενος από το έτος 2003 και μετά αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα με οφειλές προς τρίτους και ιδίως στο ΙΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές. Αυτός συχνά προσέφυγε στον πολιτικώς ενάγοντα, από τον οποίο δανείζονταν χρήματα για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του. Για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών του πολιτικώς ενάγοντος, ο κατηγορούμενος του παρέδιδε αξιόγραφα πελατών του ή εκδόσεως και αποδοχής δικής του, τα οποία και εξοφλούνταν. Όμως, το 2004, τα οικονομικά προβλήματα του κατηγορουμένου ήταν έντονα, γι' αυτό ζήτησε από τον πολιτικώς ενάγοντα τη χορήγηση δανείου, το οποίο υποσχέθηκε να εξοφλήσει σταδιακά. Επειδή ο δεύτερος δεν έδειξε προθυμία, ο κατηγορούμενος του πρότεινε να προαγοράσει μπετόν από τον ίδιο, καταβάλλοντας το τίμημα, το οποίο (μπετόν) ο πολιτικώς ενάγων θα παραλάμβανε αργότερα, όταν Θα προχωρούσε στην σχεδιαζόμενη ανοικοδόμηση και εκμετάλλευση ακινήτων του. Έτσι, υπογράφεται μεταξύ τους, στις 30.3.2004, ένα ιδιωτικό συμφωνητικό προπώλησης μπετόν για ποσό 50.000 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, υπογράφεται στις 8.12.2004 νέο συμφωνητικό προπώλησης μπετόν για ποσό επίσης 50.000 ευρώ, και στις 28.3.2006 οι δύο νυν αντίδικοι υπέγραψαν τρίτο συμφωνητικό προπώλησης μπετόν ποσού 120.000 ευρώ. Δηλαδή, ο Η. Λ. κατέβαλε στον Ι. Κ., έως τις 28.3.2006, το ποσό των 220.000 ευρώ. Προς μερική εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος, ο κατηγορούμενος παρέδωσε σε αυτόν ένδεκα (11) συναλλαγματικές εκδόσεως του ίδιου σε διαταγή της εταιρίας "Ι. Κ. και Σία Ε.Ε." και αποδοχής Δ. Σ., αξίας 7.000 ευρώ η καθεμία, δηλαδή συνολικής αξίας 77.000 ευρώ. Οι συναλλαγματικές αυτές φέρονται ότι εκδόθηκαν στις 30.9.2006 και ότι έγιναν αποδεκτές αυθημερόν, ενώ φέρουν χρόνους λήξης 30.11.2008, 30.5.2008, 30.1.2008, 30.11.2007, 30.9.2007, 30.5.2007, 30.7.2007, 30.3.2007, 30.7.2008 30.3.2008, 30.9.2008. Ο αποδέκτης των συναλλαγματικών Δ. Σ. φέρεται να είναι κάτοικος … και να έχει ΑΦΜ …. Προέκυψε, όμως, ότι και ο αριθμός φορολογικού μητρώου είναι ανύπαρκτος και το πρόσωπο του δήθεν αποδέκτη των συναλλαγματικών, ενώ οι περί το πρόσωπο αυτό ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κατά την προδικασία είναι μάλλον αντιφατικοί. Οι αντιφάσεις του δεν αίρονται ούτε στην έκθεση της κρινόμενης εφέσεως του κατηγορουμένου (όπου δεν παρατίθεται, στη σελίδα 4, η κρίσιμη περικοπή του κειμένου). Συνάμα, στην έκθεση … συμπεραίνεται ότι τα χειρόγραφα στοιχεία των 11 συναλλαγματικών προέρχονται από το χέρι του κατηγορουμένου, καθώς και οι υπογραφές εκδότη και οπισθογράφου. Όμως, από το Φθινόπωρο του 2006, η πίεση του κατηγορουμένου προς τον πολιτικώς ενάγοντα για νέο δανεισμό χρημάτων γινόταν εντονότερη και ο φόβος του τελευταίου ότι η καταστροφή του πρώτου θα σήμαινε ότι θα έχανε τα χρήματά του (που είχε προκαταβάλει για την αγορά του σκυροδέματος) ήταν υπαρκτός. Περί το τέλος Οκτωβρίου 2006, ο Κ., για να πείσει τον Λ. να του δώσει νέα χρήματα, ισχυρίζεται ότι βρήκε αγοραστή για να πωλήσει το αμμορυχείο του, την εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", από την οποία θα εισέπραττε ως τίμημα το ποσό των 500.000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος εμφανίζει την "αγοράστρια" ως (δήθεν) ενεργό επιχείρηση, εδρεύουσα στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, έχουσα αντικείμενο την κατασκευή δημόσιων έργων και (δήθεν) αναλαβούσα τμήμα του έργου του Μετρό και της υποθαλάσσιας αρτηρίας. Ισχυριζόμενος, περαιτέρω, ότι η "αγοράστρια" του έδωσε 21 μεταχρονολογημένες επιταγές λήξεως τελευταίου τριμήνου του 2007, συνολικού ποσού 500.260 ευρώ, πείθει τον πολιτικώς ενάγοντα και για την ύπαρξη της συμφωνίας αγοραπωλησίας του αμμορυχείου και για την εξασφαλισμένη είσπραξη του τιμήματος των 500.000 ευρώ δια των επιταγών (τις οποίες είχε στα χέρια του ήδη ο κατηγορούμενος) μιας φερέγγυας και δραστήριας εταιρίας, όπως παρουσίαζε την "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" ο κατηγορούμενος, και τελικά τον πείθει να του δανείσει το ποσό των 500.260 ευρώ (που αντιστοιχούσε στις 21 επιταγές, τις οποίες "εγγυητικά" του παρέδωσε), από το οποίο αφαιρέθηκαν 15.000 ευρώ έναντι τόκων. Η παραπλάνηση του πολιτικώς ενάγοντος ενισχύθηκε και από τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι δήθεν η σύζυγος του κληρονόμησε τέσσερα διαμερίσματα στην Κατερίνη, τα οποία θα του μεταβίβαζε προς εξόφληση του δανείου. Έτσι, ο πολιτικώς ενάγων είχε λαμβάνειν το συνολικό ποσό των 562.260 ευρώ (77.000 + 500.260 - 15.000 = 562.260 ευρώ) και προς εξασφάλισή του είχε πεισθεί να λάβει από τον κατηγορούμενο τις 11 προαναφερθείσες συναλλαγματικές αποδοχής του (ανύπαρκτου) Δ. Σ. (που δήθεν είχε αγοράσει ένα φορτωτή από τον κατηγορούμενο) και τις 21 επιταγές, προερχόμενες από την "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" (που δήθεν είχε αγοράσει το αμμορυχείο από τον κατηγορούμενο), και συγκεκριμένα τις ακόλουθες επιταγές: 1) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 24.450 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.08.2007, με φερόμενη εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", σε διαταγή της, την οποία δήθεν η εκδότρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 2) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 24.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.07.2007, με φερόμενη εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", σε διαταγή της, την οποία δήθεν η εκδότρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 3) τη με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, ποσού 14.870 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.12.2007, με φερόμενο εκδότη τον Η. Μ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", την οποία δήθεν η λήπτρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε αυτή είναι εξαρχής πλαστή, καθόσον δεν έχει εκδοθεί μπλοκ επιταγών με τον ανωτέρω αριθμό (...) που να σύρεται στον αναγραφόμενο λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας, 4) τη με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 11.200 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 18.06.2007, με φερόμενη εκδότρια την Χ. Β., σε διαταγή Μ. Υ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Π. Τ., 5) τη με αριθμό ... επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας, ποσού 20.050 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 10.05.2007, με φερόμενη εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε.", σε διαταγή Λ. Μ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, αναγράφοντας ως Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος, όμως, ανήκει σε άλλο φορολογούμενο, 6) τη με αριθμό … επιταγή της Πανελλήνιας Τράπεζας, ποσού 13.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 28.12.2007, με φερόμενη εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Κ. Α. ΚΑΙ Θ. Ο.Ε.", σε διαταγή Α. Κ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, αναγράφοντας ως Α.Φ.Μ. ..., Το οποίο δεν υφίσταται, 7) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.08.2007, με φερόμενο εκδότη τον Λ. Λ., σε διαταγή Γ. Π., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 8) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 20.07.2007, με φερόμενο εκδότη τον Λ. Λ., σε διαταγή Γ. Π., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 9) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 16.300 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 23.07.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την εταιρία περιορισμένης ευθύνης "Κ. Η. & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Π.Ε.", σε διαταγή Κ. Κ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ. Λ. και αυτός με τη σειρά του στον Π. Τ., 10) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 22.400 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30,10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Σ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRΑ ΜARΙNE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ Σ. Κ., 11) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 25.890 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.09.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Σ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRΑ ΜΑΡINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε. αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 12) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 35.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Κ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 13) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον A. Τ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRΑ ΜΑΡINE ΙΝC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 14) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, ποσού 26.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 27.09.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον A. Τ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRΑ ΜΑΡINE ΙΝC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 15) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 35.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.11,2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Κ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε. αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 16) τη με αριθμό ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 15.12.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Ν.Β. και ΣΙΑ Ο.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 17) τη με αριθμό ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 10.11.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Ν. Β. και ΣΙΑ Ο.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να τη οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 18) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 27.400 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.09.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "... - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 19) τη με αριθμό ... -επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 28.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.10.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "... - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 20) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 28.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 15.12.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΣΙΛΚ ΟΪΛ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRA ΜΑRΙΝΕ INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ. Ο. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 21) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσoύ 32.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.11.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΣIΛΚ ΟΪΛ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟΡΕRΑ ΜΑRΙΝΕ INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ. Ο. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ. Ο πολιτικώς ενάγων Η. Λ., προβληματισμένος ως προς τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη κατηγορουμένου Ι. Κ. και ανήσυχος από την προοπτική να χάσει τα χρήματα που δάνεισε, δηλαδή το ποσό των 562.260 ευρώ, διερευνά προς την κατεύθυνση Σ. και "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" και διαπιστώνει ότι ο Σ.ς είναι ανύπαρκτος και η εταιρία είχε πάψει να λειτουργεί πριν μία τριετία. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι όχι μόνον εξαπατήθηκε από τον κατηγορούμενο, αλλά και ότι οι 11 συναλλαγματικές και οι 21 επιταγές, που εκείνος του είχε παραδώσει, είναι πλαστογραφημένες. Οι υποψίες του ότι ο εξαπατήσας αυτόν Ι. Κ. είναι και πλαστογράφος των επίδικων αξιόγραφων, οδηγεί τον Η. Λ. στην καταμήνυση των αντίστοιχων αξιόποινων πράξεων, η τέλεση των οποίων επιβεβαιώθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό κατά την προκαταρκτική εξέταση και ιδίως τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση. Μετά τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου Ι. Κ. για όλα τα σκέλη της κακουργηματικής απάτης και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και για τις νομοτυπικές μορφές των οποίων αναφέρεται στις νομικές σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και του πρωτοδίκου βουλεύματος. Βεβαίως, μπορεί κανείς να επισημάνει ότι τα συμπεράσματα των γραφολόγων στην προκείμενη υπόθεση δεν συμπίπτουν αναφορικά με την πλαστογραφία και τον αυτουργό. Τούτο, όμως, είναι εύλογο, καθώς και τα φερόμενα ως πλαστά αξιόγραφα είναι πολλά (11 + 21 = 32) και οι γραφολόγοι που τα εξέτασαν τρεις (μία ορισθείσα από τον Ανακριτή και οι λοιποί κατ' εντολή των διαδίκων). Επομένως, βεβαιότητα ή πιθανότητα του ίδιου βαθμού είναι δύσκολο να συναχθεί, ενώ και η αποδεικτική αξία των εκθέσεων γραφολογικής εξετάσεως τελεί υπό το πρίσμα της αρχής της ηθικής αποδείξεως (177 ΚΠΔ).
Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο να υποστεί η παρούσα υπόθεση τη βάσανο της δημόσιας επ' ακροατηρίου διαδικασίας στο σύνολό της, αφού κρίνεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο σε ό,τι αφορά τις απαλλακτικές διατάξεις του εκκαλουμένου βουλεύματος. Κατόπιν τούτου, η κρινόμενη 60/2009 έφεση του κατηγορουμένου Ι. Κ., που στρέφεται κατά του παραπεμπτικού σκέλους του 413/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, είναι αβάσιμη κατ' ουσία και πρέπει να απορριφθεί, η δε κρινόμενη 51/2009 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Η. Λ., που στρέφεται κατά του απαλλακτικού σκέλους του ίδιου βουλεύματος, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία και, μεταρρυθμιζομένης της εισαγγελικής προτάσεως, να επικυρωθεί εν μέρει μόνον το εκκαλούμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Ι. Κ. για όλα τα σκέλη των αξιόποινων πράξεων α) απάτης κατ' εξακολούθηση συνολικού οφέλους και αντίστοιχης προξενηθείσας ζημίας ποσού υπερβαίνοντος τα 73.000 ευρώ και β)πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, ο υπαίτιος της οποίας σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1, 3 στοιχ. β' και 216 παρ.1, 3 εδ. α' ΠΚ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. γ, 14, 18, 26 παρ.1 εδ. α, 27, 51, 52, 60, 79, 94 και 98 ΠΚ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Α' βαθμού Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ. 1 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων στο ακροατήριο, μνημονεύονται γενικά κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήχθησαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ', 18, 26 παρ. 1α, 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 εδ. α' και 386 παρ. 1, 3 στοιχ. β' του ΠΚ που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με λογικά κενά κι έτσι δεν στερήθηκε το βούλευμα νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, ως προς τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα επί μέρους αιτιάσεις: 1) Προκύπτει ότι το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκειμένου να μορφώσει την παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου Ε. Α., η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αφού διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, με διάταξη της Ανακρίτριας του 4ου Τακτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, καθώς και οι εκθέσεις γραφολογικής γνωμάτευσης - γραφολογικών παρατηρήσεων που συντάχθηκαν κατ' εντολή των διαδίκων, οι οποίες όμως δεν ταυτίζονται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, αλλά λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται ως απλά έγγραφα. Παρατίθεται μάλιστα στην αιτιολογία του βουλεύματος και περικοπή από το συμπέρασμα (πόρισμα) της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου Ε. Α., κατά το οποίο "τα χειρόγραφα στοιχεία των 11 πλαστών συναλλαγματικών...προέρχονται από το χέρι του κατηγορουμένου, καθώς και οι υπογραφές εκδότη και οπισθογράφου". 2) Παρατίθενται οι σκέψεις του Συμβουλίου αναφορικά με τα συμπεράσματα των γραφολόγων, τα οποία δεν συμπίπτουν ως προς την πλαστογραφία και τον αυτουργό της με την επισήμανση ότι "τούτο είναι εύλογο, καθώς και τα φερόμενα ως πλαστά αξιόγραφα είναι πολλά και οι γραφολόγοι που τα εξέτασαν τρεις (μια ορισθείσα από την Ανακρίτρια και οι λοιποί κατ' εντολή των διαδίκων) κι επομένως, βεβαιότητα ή πιθανότητα ίδιου βαθμού είναι δύσκολο να συναχθεί, ενώ η αποδεικτική αξία των εκθέσεων γραφολογικής εξετάσεως τελεί υπό το πρίσμα της αρχής της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 του ΚΠΔ)". 3) Αναφέρονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και από τα άλλα αποδεικτικά μέσα - εκτός της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και των γραφολογικών γνωματεύσεων - από τα οποία κατά την κρίση του Συμβουλίου σαφώς συνάγεται ότι τα επίδικα αξιόγραφα που παρέδωσε ο κατηγορούμενος στον πολιτικώς ενάγοντα, είναι πλαστά, αφού ο φερόμενος ως αποδέκτης των 11 συναλλαγματικών Δ. Σ. είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και οι περισσότερες από τις αναφερόμενες 21 επιταγές είναι κλεμμένες, ενώ η εμπλεκόμενη εταιρία "Τζενεραλ Μπιλντ ΑΕ" είχε πάψει να λειτουργεί πριν μια τριετία από την έκδοσή τους και 4) Αναφέρονται οι σκέψεις του Συμβουλίου βάσει των οποίων, από τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, "επιβεβαιώθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό" ότι πλαστογράφος όλων των παραπάνω εγγράφων (συναλλαγματικών και επιταγών) είναι ο κατηγορούμενος, ο οποίος τα παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα "και συνεπώς υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον του για όλα τα σκέλη της κακουργηματικής απάτης και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση για τις οποίες ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από την Ανακρίτρια". Επομένως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα από τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Όλες δε οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με τις οποίες υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, κατ' επίφαση, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών, πρέπει, να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Να απορριφθεί η με αριθμό 5/26.2.2010 αίτηση (δήλωση) του κατηγορουμένου Ι. Κ. του Δ., κατοίκου …, για αναίρεση του 123/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.- Αθήνα, 30 Απριλίου 2010 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 386 §§ 1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να .τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια του αρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης.
Επίσης από την παρ. 1 του άρθρου 98 του Π, Κ προκύπτει ότι κατ! εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεσή τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη, ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό πλημ/τος πλαστογραφίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλο, ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική του υπόσταση, και σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άνω άρ. 216 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, που όταν γίνεται από τον ίδιο τον πλαστογράφο αποτελεί συντιμωρητή υστέρα πράξη, και θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με οποιοδήποτε τρόπο, συμφωνά με τον προορισμό του ή τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό, υποκειμενικά δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεσαι από το νόμο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, ο υπαίτιος πλαστογραφίας τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών, δηλαδή σε βαθμό κακουργήματος, εάν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτους ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Από την προπαρατεθείσα διάταξη προκύπτει ότι προς θεμελίωση της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, με ταυτόχρονη βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, αδιαφόρως της επιτεύξεως ή μη του σκοπού του υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λύγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις και, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων και, συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα Ε. Α., που ορίσθηκε με διάταξη της Ανακρίτριας, τις εκθέσεις γραφολογικής γνωμάτευσης-γραφολογικών παρατηρήσεων που συντάχθηκαν κατ' εντολήν των διαδίκων, και την απολογία του κατηγορουμένου, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος Ι. Κ. του Δ., κάτοικος ..., που γεννήθηκε το έτος 1963, διατηρεί στα ... επιχείρηση παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος με τη μορφή της ετερρόρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Ι. Κ. και Σία Ε.Ε.", της οποίας αυτός είναι διαχειριστής. Ο Πολιτικώς ενάγων Η. Δ. του Ι., κάτοικος ..., που γεννήθηκε το έτος 1966, διατηρεί βιοτεχνία κατασκευής πυρίμαχων υλικών. Οι προαναφερόμενοι γνωρίζονται από παιδιά. Ο κατηγορούμενος από το έτος 2003 και μετά αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα με οφειλές προς τρίτους και ιδίως στο ΙΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές. Αυτός συχνά προσέφυγε στον πολιτικώς ενάγοντα, από τον οποίο δανείζονταν χρήματα για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του. Για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών του πολιτικώς ενάγοντος, ο κατηγορούμενος του παρέδιδε αξιόγραφα πελατών του ή εκδόσεως και αποδοχής δικής του, τα οποία και εξοφλούνταν. Όμως, το 2004, τα οικονομικά προβλήματα του κατηγορουμένου ήταν έντονα, γι' αυτό ζήτησε από τον πολιτικώς ενάγοντα τη χορήγηση δανείου, το οποίο υποσχέθηκε να εξοφλήσει σταδιακά. Επειδή ο δεύτερος δεν έδειξε προθυμία, ο κατηγορούμενος του πρότεινε να προαγοράσει μπετόν από τον ίδιο, καταβάλλοντος το τίμημα, το οποίο (μπετόν) ο πολιτικώς ενεργών θα παραλάμβανε αργότερα, όταν θα προχωρούσε στην σχεδιαζόμενη ανοικοδόμηση και εκμετάλλευση ακινήτων του. Έτσι, υπογράφεται μεταξύ τους, στις 30-3-2004, ένα ιδιωτικό συμφωνητικό προπώλησης μπετόν για ποσό 50.000 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, υπογράφεται στις 8-12-2004 νέο συμφωνητικό προπώλησης μπετόν για ποσό επίσης 50.000 ευρώ, και στις 28-3-2006 οι δύο νυν αντίδικοι υπέγραψαν τρίτο συμφωνητικό προπώλησης μπετόν ποσού 120.000 ευρώ. Δηλαδή, ο Η. Λ. κατέβαλε στον Ι. Κ., έως τις 28-3-2006, το ποσό των 220.000 ευρώ. Προς μερική εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος, ο κατηγορούμενος παρέδωσε σε αυτόν ένδεκα (11) συναλλαγματικές εκδόσεως του ιδίου σε διαταγή της εταιρίας "Ι. Κ. και Σία Ε.Ε." και αποδοχής Δ. Σ., αξίας 7.000 ευρώ η καθεμία, δηλαδή συνολικής αξίας 77.000 ευρώ. Οι συναλλαγματικές αυτές φέρονται ότι εκδόθηκαν στις 30-9-2006 και ότι έγιναν αποδεκτές αυθημερόν, ενώ φέρουν χρόνους λήξης 30-5-2008, 30-1-2008, 30-11-2007, 30-9-2007, 30-5-2007, 30-7-2007, 30-3-2007, 30-7-2008, 30-3-2008, 30-9-2008. Ο αποδέκτης των συναλλαγματικών Δ. Σ. φέρεται να είναι κάτοικος ... και να έχει ΑΦΜ .... Προέκυψε, όμως, ότι και ο αριθμός φορολογικού μητρώου είναι ανύπαρκτος και το πρόσωπο του δήθεν αποδέκτη των συναλλαγματικών, ενώ οι περί το πρόσωπο αυτό ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κατά την προδικασία είναι μάλλον αντιφατικοί. Οι αντιφάσεις του δεν αίρονται ούτε στην έκθεση της κρινόμενης εφέσεως του κατηγορουμένου, όπου δεν παρατίθεται - στη σελίδα 4 - η κρίσιμη περικοπή του κειμένου). Συνάμα, στην έκθεση Α. συμπεραίνεται ότι τα χειρόγραφα στοιχεία των II συναλλαγματικών προέρχονται από το χέρι του κατηγορουμένου, καθώς και οι υπογραφές εκδότη και οπισθογράφου. Όμως, από το Φθινόπωρο του 2006, η πίεση του κατηγορουμένου προς τον πολιτικώς ενάγοντα για νέο δανεισμό χρημάτων γινόταν εντονότερη και ο φόβος του τελευταίου ότι η καταστροφή του πρώτου θα σήμαινε ότι θα έχανε τα χρήματά του (που είχε προκαταβάλει για την αγορά του σκυροδέματος) ήταν υπαρκτός. Περί το τέλος Οκτωβρίου 2006, ο Κ., για να πείσει τον Λ. να του δώσει νέα χρήματα, ισχυρίζεται ότι βρήκε αγοραστή για να πωλήσει το αμμορυχείο του, την εταιρία "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ", από την οποία θα εισέπραττε ως τίμημα το ποσό των 500.000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος εμφανίζει την "αγοράστρια" ως (δήθεν) ενεργό επιχείρηση, εδρεύουσα στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, έχουσα αντικείμενο την κατασκευή δημόσιων έργων και (δήθεν) αναλαβούσα τμήμα του έργου του Μετρό και της υποθαλάσσιας αρτηρίας. Ισχυριζόμενος, περαιτέρω, ότι η "αγοράστρια" του έδωσε 21 μεταχρονολογημένες επιταγές λήξεως τελευταίου τριμήνου του 2007, συνολικού ποσού 500.260 ευρώ, πείθει τον πολιτικώς ενάγοντα και για την ύπαρξη της συμφωνίας αγοραπωλησίας του αμμορυχείου και για την εξασφαλισμένη είσπραξη του τιμήματος των 500.000 ευρώ δια των επιταγών (τις οποίες είχε στα χέρια του ήδη ο κατηγορούμενος) μιας φερέγγυας και δραστήριας εταιρίας, όπως παρουσίαζε την "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" ο κατηγορούμενος, και τελικά τον πείθει να του δανείσει το ποσό των 500.260 ευρώ (που αντιστοιχούσε στις 21 επιταγές, τις οποίες "εγγυητικά" του παρέδωσε), από το οποίο αφαιρέθηκαν 15.000 ευρώ έναντι τόκων. Η παραπλάνηση του πολιτικώς ενάγοντος ενισχύθηκε και από τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι δήθεν η σύζυγός του κληρονόμησε τέσσερα διαμερίσματα στην Κατερίνη, τα οποία θα του μεταβίβαζε προς εξόφληση του δανείου. Έτσι, ο πολιτικώς ενάγων είχε λαμβάνειν το συνολικό ποσό των 562.260 ευρώ: 77.000+500.260 (μείον 15.000) και προς εξασφάλιση του είχε πεισθεί να λάβει από τον κατηγορούμενο τις 11 προαναφερθείσες συναλλαγματικές αποδοχής του (ανύπαρκτου) Δ. Σ. (που δήθεν είχε αγοράσει ένα. φορτωτή από τον κατηγορούμενο) και τις 21 επιταγές, προερχόμενες από την "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" (που δήθεν είχε αγοράσει το αμμορυχείο από τον κατηγορούμενο), και συγκεκριμένα τις ακόλουθες επιταγές: 1) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 24.450 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.08.2007, με φερόμενη εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", σε διαταγή της, την οποία δήθεν η εκδότρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 2) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 24.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.07.2007, με φερόμενη εκδότρια, την ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε,", σε διαταγή της, την οποία δήθεν η εκδότρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 3) τη με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, ποσού 14,870 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.12.2007, με φερόμενο εκδότη τον Η. Μ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", την οποία δήθεν η λήπτρια οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε αυτή είναι εξαρχής πλαστή, καθόσον δεν έχει εκδοθεί μπλοκ επιταγών με τον ανωτέρω αριθμό (...) που να σύρεται στον αναγραφόμενο λογαριασμό της Γενικής Τράπεζας, 4) τη με αριθμό ... επιταγή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, ποσού 11.200 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 18.06.2007, με φερόμενη εκδότρια την Χ. Β., σε διαταγή Μ. Υ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Π. Τ., 5) τη με αριθμό ... επιταγή της ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, ποσού 20.050 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 10.05.2007, με φερόμενη εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε.", σε διαταγή Λ. Μ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, αναγράφοντας ως Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος, όμως, ανήκει σε άλλο φορολογούμενο. 6) τη με αριθμό ... επιταγή της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, ποσού 13.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 28.12.2007, με φερόμενη εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Κ. Α. ΚΑΙ Θ. Ο.Ε.", σε διαταγή Α. Κ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, αναγράφοντας ως Α.Φ.Μ. το οποίο δεν υφίσταται, 7) τη με αριθμό ... επιταγή της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.08.2007, με φερόμενο εκδότη τον Λ. Λ., σε διαταγή Γ. Π., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 8) τη με αριθμό ... επιταγή της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 20.07.2007, με φερόμενο εκδότη τον Λ. Λ. σε διαταγή Γ. Π., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, 9) τη με αριθμό ... επιταγή της ALPHA ΒΑΝΚ, ποσού 16.300 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 23.07.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την εταιρία περιορισμένης ευθύνης "Κ. Η. & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Π.Ε.", σε διαταγή Κ. Κ., ο οποίος φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ.Λ. και αυτός με τη σειρά του στον Π. Τ., 10) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 22.400 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30,10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Σ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "OPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ Σ. Κ., 11) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 25.890 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.09.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Σ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΟPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μιχαήλ ΥΦΑΝΤΗ και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 12) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 35.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Κ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 13) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας ΑΤΤΙΚΗΣ, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.10.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Α. Τ., σε διαταγή της, ανώνυμης εταιρίας "ΟPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 14) τη με αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας ΑΤΤΙΚΗΣ, ποσού 26.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 27.09.2007, με φερόμενο ως εκδότη τον Α. Τ. σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "OPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Μ. Υ. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 15) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 35.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.11,2007/ με φερόμενο ως εκδότη τον Κ. Κ., σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω με λευκή οπισθογράφηση, η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 16) τη με αριθμό ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 15.12.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Ν.Β. & ΣΙΑ Ο.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΪΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 17) τη με αριθμό ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 10,11.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία "Ν. Β. & ΣΙΑ Ο.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΪΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 18) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 27.400 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.09.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "... - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΪΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογράφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 19) τη με αριθμό ... -επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 28.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.10.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "... - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "ΦΥΤΟΠΟΛΪΣ Α.Ε.Τ.Β.Ε.", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη λευκή από το νόμιμο κάτοχο του μπλοκ 20) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 28.000 ευρώ με ημερομηνία εκδόσεως την 15.12.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΣΙΛΚ ΟΙΛ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "OPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ. Ο. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ, 21) τη με αριθμό ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ποσού 32.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 25.11.2007, με φερόμενη ως εκδότρια την ανώνυμη εταιρία "ΣΙΛΚ ΟΙΛ Α.Ε.", σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας "OPERA MARINE INC", η οποία φέρεται να την οπισθογραφεί περαιτέρω στον Γ. Ο. και αυτός με τη σειρά του στην ανώνυμη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", η επιταγή δε αυτή εκλάπη από τον νόμιμο κάτοχο του μπλοκ. Ο πολιτικώς ενάγων Η. Λ., προβληματισμένος ως προς τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη κατηγορουμένου Ι. Κ. και ανήσυχος από την προοπτική να χάσει τα χρήματα που δάνεισε, δηλαδή το ποσό των 562.260 ευρώ, διερευνά προς την κατεύθυνση Σ. και "Τζένεραλ Μπιλντ ΑΕ" και διαπιστώνει ότι ο Σ. είναι ανύπαρκτος και η εταιρία είχε πάψει να λειτουργεί πριν μία τριετία. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι όχι μόνον εξαπατήθηκε από τον κατηγορούμενο, αλλά και ότι οι 11 συναλλαγματικές και οι 21 επιταγές, που εκείνος του είχε παραδώσει, είναι πλαστογραφημένες. Οι υποψίες του ότι ο εξαπατήσας αυτόν Ι. Κ. είναι και πλαστογράφος των επίδικων αξιόγραφων, οδηγεί τον Η. Λ. στην καταμήνυση των αντίστοιχων αξιόποινων πράξεων, η τέλεση των οποίων επιβεβαιώθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό κατά την προκαταρκτική εξέταση και -ιδίως- τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση. Μετά τις σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου Ι. Κ. για όλα τα σκέλη της κακουργηματικής απάτης και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από τον Ανακριτή και για τις νομοτυπικές μορφές των οποίων αναφέρεται στις νομικές σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και του πρωτοδίκου βουλεύματος. Βεβαίως, μπορεί κανείς να επισημάνει ότι τα συμπεράσματα των γραφολόγων στην προκείμενη απόθεση δεν συμπίπτουν, αναφορικά με την πλαστογραφία και τον αυτουργό. Τούτο, όμως, είναι εύλογο, καθώς και τα φερόμενα ως πλαστά αξιόγραφα είναι πολλά (11 + 21 = 32) και οι γραφολόγοι που τα εξέτασαν τρεις (μία ορισθείσα από τον Ανακριτή και οι λοιποί κατ' εντολήν των διαδίκων). Επομένως, βεβαιότητα ή πιθανότητα του ίδιου βαθμού είναι δύσκολο να συναχθεί, ενώ και η αποδεικτική αξία των εκθέσεων γραφολογικής εξετάσεως τελεί υπό το πρίσμα της αρχής της ηθικής αποδείξεως (177 Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο να υποστεί η παρούσα υπόθεση τη βάσανο της δημόσιας επ' ακροατηρίου διαδικασίας στο σύνολό της, αφού (κρίνεται ότι) έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο σε ό,τι αφορά τις απαλλακτικές διατάξεις του εκκαλουμένου βουλεύματος. Κατόπιν τούτου, η κρινόμενη υπ' αριθμ. 60/2009 έφεση του κατηγορουμένου Ι. Κ., που στρέφεται, κατά του παραπεμπτικού σκέλους του υπ' αριθμ. 413/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, είναι αβάσιμη κατ' ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί, η δε κρινόμενη υπ' αριθμ. 51/2009 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Η. Δ., που στρέφεται κατά του απαλλακτικού σκέλους του ίδιου βουλεύματος, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και, μεταρρυθμιζομένης της εισαγγελικής προτάσεως, να επικυρωθεί εν μέρει μόνον το εκκαλούμενο βούλευμα".
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις: α) απάτης κατ' εξακολούθηση συνολικού οφέλους και αντίστοιχης προξενηθείσας ζημίας ποσού υπερβαίνοντος τα 73.000 ευρώ και β) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, ο υπαίτιος της οποίας σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ.1, 3 στοιχ. β' και 216 παρ.1, 3 εδ. α' ΠΚ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. γ', 14, 18, 26 παρ.1 εδ. α', 27, 51, 52, 60, 79, 94 και 98 ΠΚ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δεχόμενο τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος και ακολούθως, παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για τις άνω κακουργηματικές πράξεις και, αφενός μεταρρυθμίζοντας εν μέρει, αφετέρου κατά τα λοιπά επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιόποινων πράξεων για τις οποίες παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία του εγκαλούντος που ανέρχεται στο ποσό των 562.260 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κατ' εξακολούθηση τέλεση από τον κατηγορούμενο σε βάρος του εγκαλούντος της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, κατά την κρίση του Συμβουλίου Εφετών, που έκρινε την υπόθεση κατ' ουσίαν, οι πλείονες ομοειδείς παραπλανητικές ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις γεγονότων του αναιρεσείοντος (και ήδη κατηγορουμένου) προς τον εγκαλούντα, που αναφέρονταν στο παρόν και το παρελθόν, σε σχέση με το χρόνο (τότε) που δόθηκαν, κατά τρόπον ώστε να δημιουργούν στον απατώμενο εγκαλούντα την εντύπωση μελλοντικής εκπληρώσεως των υποσχέσεων, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από αυτόν (δηλαδή, από τον κατηγορούμενο). Επίσης, υπάρχει και ειδική αιτιολογία και για το άνω ποσό της ζημίας του εγκαλούντος, καθώς και για την αντίστοιχη ωφέλεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Εξάλλου, ως προς την πλαστογραφία, προκύπτει ότι το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκειμένου να μορφώσει την παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου, Ε. Α., η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αφού διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, με διάταξη της Ανακρίτριας του 4ου Τακτικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, καθώς και τις εκθέσεις γραφολογικής γνωμάτευσης - γραφολογικών παρατηρήσεων που συντάχθηκαν κατ' εντολή των διαδίκων, οι οποίες όμως δεν ταυτίζονται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, αλλά λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται ως απλά έγγραφα. Παρατίθεται μάλιστα στην αιτιολογία του βουλεύματος και περικοπή από το συμπέρασμα (πόρισμα) της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου, Ε. Α., κατά το οποίο "τα χειρόγραφα στοιχεία των 11 πλαστών συναλλαγματικών προέρχονται από το χέρι του κατηγορουμένου, καθώς και οι υπογραφές εκδότη και οπισθογράφου". Παρατίθενται οι σκέψεις του Συμβουλίου αναφορικά με τα συμπεράσματα των γραφολόγων, τα οποία δεν συμπίπτουν ως προς την πλαστογραφία και τον αυτουργό της με την επισήμανση ότι τούτο είναι εύλογο, καθώς και τα φερόμενα ως πλαστά αξιόγραφα είναι πολλά και οι γραφολόγοι που τα εξέτασαν τρεις (μια ορισθείσα από την Ανακρίτρια και οι λοιποί κατ' εντολή των διαδίκων) κι επομένως, βεβαιότητα ή πιθανότητα ίδιου βαθμού είναι δύσκολο να συναχθεί, ενώ η αποδεικτική αξία των εκθέσεων γραφολογικής εξετάσεως τελεί υπό το πρίσμα της αρχής της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 του ΚΠΔ). Αναφέρονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και από τα άλλα αποδεικτικά μέσα - εκτός της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και των γραφολογικών γνωματεύσεων - από τα οποία κατά την κρίση του Συμβουλίου σαφώς συνάγεται ότι τα επίδικα αξιόγραφα που παρέδωσε ο κατηγορούμενος στον πολιτικώς ενάγοντα, είναι πλαστά, αφού ο φερόμενος ως αποδέκτης των 11 συναλλαγματικών, Δ. Σ., είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και οι περισσότερες από τις αναφερόμενες 21 επιταγές είναι κλεμμένες, ενώ η εμπλεκόμενη εταιρία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ ΑΕ" είχε πάψει να λειτουργεί πριν μια τριετία από την έκδοσή τους. Επίσης, αναφέρονται οι σκέψεις του Συμβουλίου βάσει των οποίων, από τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, επιβεβαιώθηκε ότι πλαστογράφος όλων των παραπάνω εγγράφων (συναλλαγματικών και επιταγών) είναι ο κατηγορούμενος, ο οποίος τα παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα και συνεπώς υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον του για όλα τα σκέλη της κακουργηματικής απάτης και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση για τις οποίες ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία από την Ανακρίτρια. Από τα άνω εκτεθέντα, επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις τόσον όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης όσο και την τέλεση πλαστογραφίας μετά χρήσεως, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγος, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ' τοιούτος, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση του Ι. Κ. του Δ., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 123/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ